Μίλα Μου Για Ξόρκια

Νικόλας Αφρόκαλος

Οι παλαβές περιπλανήσεις της Λούσης Μπόμπινγκς

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Επισήμανση …..……………...…..........................    3
Προοίμιο ……………………......…………..........    4
Εισαγωγή – Οι Νεράιδες Με Τις Τσίκλες
Θα Μας Διώχνουνε Ως Και Τσίμπλες ..….............    5
Ομπρέλα  , Να Μία Λούλα ! …………….............  35
Όνομα Και Πράγμα ....…..….……………............  46
Χοντρές Πλάκες Του Δάσους – Μέρος 1ον..............  55
Χοντρές Πλάκες Του Δάσους – Μέρος 2ον.............  81
Χοντρές Πλάκες Του Δάσους – Μέρος 3ον.............  86
Πως Ξεμπάφιασε Το Δάσος
(περιληπτική ενότητα) ....….….…..…….............  133
Αμάν Νταντά …........…………..……….............  137
Πολύ Χάλια Μέρα ……..….….………...............  165
Της Τέχνης Της Μοντέρνας .....….……...............  177
10.  Σκέψου Τάληρα ....…..………..………...............  198
11.  Τρώω Κεράσια Και Χορεύω Σάμπα
Ξεκαπνίζω Και Τις Καμινάδες Τζάμπα ...............  205
12.  Με Τη Σέσουλα Ζαχαρομπουκωμένος ................  222
13.  Γουστάρω Γέλια Για Νεύρα Κουρέλια …….......  239
14.  Μια Καραβιά Ζάχαρη …....……..….………......  274
15.  Αρβυλοπρηξίματα Και Κορνιζοταβλιάσματα .....  276
16.  Σουπακαλεφρακαραστηνεξοδογιατραβαεπιτέ-
λους !....................................................................  282
17.  Κλωτσομπαλοσημεία Και Ταμειοτέρματα ..........  286
18.  Άντε Τρέχα Σύνελθε ............................................  333
19. Τα Κανόνια Των Νεραϊδώνε ........……...…….....  351
20. Οδός Ναυάρχου Ζουμ Και Αλαλούμ Γωνία …....  369
21. Φτου Παραμυθοπειρατοψαριλοτυριλότρυπα !.....  397
22. Τα  Ρεσάλτα , Οι Καραβέλες
Και Οι Βρωμοτυροκαρβέλες ..........…………......  419
23. Η Μπούλα , Ο Μπούλης , Ο Νεραϊδομπελάς
Και τα Κανονομπαλοπετάγματα ......……............  430
24. Είναι Μια Μέρα Χαράς ,
Φάτε Γλώσσες Πεθεράς .......................................  442
25. Τα  Καπέλα , Τα Μπαλόνια , Τα Μπερκέτια
Και Τα Νεραϊδοσερμπέτια ....................................  447

- Επισήμανση -

Προβλέποντας την αδυναμία που μπορεί να αι-σθανθεί κανείς στην ευρύτερη κατανόηση των δια-φόρων καταστάσεων για τις οποίες πρόκειται να πληροφορηθεί σχετικώς στις αμέσως παρακάτω σε-λίδες , την παρούσα παράγραφο ακολουθεί προοίμιο συντεταγμένο σε ύφος παραδοσιακής κινεζικής ευ-γενείας θεωρουμένης ως  κατ’ εξοχήν κατάλληλης προκειμένου το ανυποψίαστο αναγνωστικό κοινό να εξοικειωθεί με τα λίαν κινεζικού χαρακτήρα από πλευράς διατυπώσεως περιεχόμενα του παρόντος , υπέρ του δέοντος αλλοκοτάτου , αναγνώσματος.

- Προοίμιο -

Λένε πως άμα δε σπάσεις αβγά , ομελέτα δε γί-νεται. Στην πραγματικότητα είτε σπάσεις αβγά , είτε όχι όλα έτσι γίνονται. Παρ’ όλο που θα το γνωρίζετε καλά αναρωτιόμαστε μια και έτυχε να βρεθεί ο χρό-νος για να προκύψουνε μερικές παραπάνω λεπτομέ-ρειες για το όλο θέμα , μήπως υπάρχει απ’ την  πλευρά σας και η ανάλογη περιέργεια. Άλλωστε μα-ζί με τις θερμές μας ευχαριστίες για την καλή πρόθε-ση να παραχωρήσετε τον διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο σας για να πληροφορηθείτε όλα εκείνα που ακολου-θούνε παρακάτω , ελπίζουμε για χάρη της ικανοποί-ησης της περιέργειας ετούτης οι στιγμές ανάγνωσης να μην αποτελέσουνε για εσάς και εξαιρετικά μεγά-λη απώλεια.
Στην ευτυχή περίπτωση που όντως ισχύει το γε-γονός αυτό , μάλλον δεν είναι τόσο μεγάλη η γκάφα της ύπαρξης της παρακάτω ιστορίας. Ακόμη , επι-τρέψτε μας να εκφράσουμε εκ των προτέρων την ειλικρινή μας κατανόηση για την όποια δυσκολία εκ μέρους σας να μας συναισθανθείτε πλήρως. Σε αυτό το ενδεχόμενο θα επιθυμούσαμε να ευχηθούμε στον κάθε μας αναγνώστη να βρει λίγη καλή τύχη ώστε να καταφέρει να διαλέξει  απ’ όλα εκείνο το σημείο στο οποίο νομίζει ότι βρίσκεται αραγμένη καλύτερα της παραπάνω παροιμίας η απόδειξη.

- Εισαγωγή -

Οι Νεράιδες Με Τις Τσίκλες
Θα Μας Διώχνουνε Ως Και Τσίμπλες

Όπως εσείς ετούτη τη στιγμή και καλή ώρα , εκεί που θα ξεφυλλίζει ένα περιοδικάκι για να ξεσκάσει με κάτι που να ταιριάζει στο γούστο της αλλά δε θα το βρίσκει με τίποτα ούτε στο μέλλον το πολύ μακρινό στο οποίο θα τυ-χαίνει να ζει , στο επιπροσθέτως γκαντέμικο σε χρόνο πα-ρατατικό ήδη από αυτές εδώ τις μέρες , η επίσης μακρινή εγγονή κάποιας προπρογιαγιάς αγνώστου εποχής και λοι-πών στοιχείων θα αρχίσει να ψιλοεκνευρίζεται. Οπότε έ-χοντας το συννεφάκι πανωκέφαλα με το μέλλον το ακόμη παραπέρα το υποσχόμενο ψυχαγωγία δελεαστικότερη , θα αποφασίσει να σηκωθεί απ’ την καναπεδάρα του σαλο-νιού της για να πάρει φρέσκο αέρα.
Πάνω στον περίπατο νάτη που περνάει μπροστά    απ’ το περίπτερο. Ούτε ένα ολόκληρο λεπτό δε θά ’χει περάσει έπειτα απ’ το «Καλημέρα κυρ Θανάση ! Μια τσίκλα !». Δε θα προφταίνει να τη δοκιμάσει και μ’ ένα «παφ !» ξαφνικά θα χάνεται ! Τσικλόφουσκα αν θα προ-λάβει ή δε θα προλάβει να κάνει δεν ξέρουμε. Πάντως στο άψε-σβήσε θα αφήνει το ειρηνικό και άκρως νυστα-λέικο το έτος 4010 πίσω της και θά ’ρχεται κάποτε και στο έτος 2010 από ’δω.
Ε , μα ! Έτσι θά ’ναι κατά πως φαίνεται το μέλλον. Αφού όλοι θα τά ’χουνε ανακαλύψει όλα , όπως θα κατά-βαριούνται θα κόβουνε βόλτες μασώντας διαστημότσικλα κεράσι. Κάθε φορά δηλαδή που μια εγγονή όπως ετούτη του μέλλοντος του μυστήριου θα έχει διάθεση βαριεστη-μένης ώσπου να ξανακοιμηθεί θα πετάγεται ως το περί-πτερο για κάτι τέτοιες τσίκλες. Οι οποίες μεταξύ άλλων θα της αλλάζουνε γενικώς την αντίληψη για το τι σημαί-νει παρόν , παρελθόν και μέλλον.
Με το μασούλημα λοιπόν μιας τέτοιας έξτρα ενισχυ-μένης σε ενέργεια τσίκλας θά ’χει την ευχέρεια να από-κτήσει μια αφάνταστη ευελιξία. Από το να ξεχνιέται προ-σωρινά με την έντονη φρουτένια γεύση της ή να εξαφα-νίζεται επιτόπου για να αλλάξει περιβάλλον βρισκόμενη σε μέρη που πολύ τα επιθυμεί μέχρι να μεταμορφώνεται σε ό,τι βάλει ο νους της. Χάρη σε τούτη τη διαστημότσι-κλα όταν μια φορά και έναν καιρό σε ένα μακρινό μέλλον θά ’χει τέτοιες για να μασουλάει η εγγονή στο έτος 4010 μιας πολύ πιθανό εξίσου νέας ακόμη προπρογιαγιάς του σήμερα θα πετυχαίνει βελτιώσεις σε οποιεσδήποτε ατέ-λειες έχει τη γνώμη ότι αδίκως απ’ τη φύση έτυχε να εμ-φανίζει. Εμπλουτίζοντας τον εαυτό της μάλιστα με μπόλι-κη υπερφυσική ενέργεια. Με την οποία θα ικανοποιεί , θέλουμε να ελπίζουμε στο μέγιστο, κάθε επιθυμία της αν πρέπει κατεπειγόντως.
Εκτός δηλαδή απ’ την ικανότητα να αλλάζει όψεις γενικώς από πάνω μέχρι κάτω ή να επιτρέπει στον εαυτό της με μια απλή σκέψη να βρεθεί κατευθείαν για ένα από-λύτως αληθινό ταξιδάκι στο παρελθόν ή στο μέλλον. Διό-τι πια πλέον θά ’χει την ευχέρεια να προμηθεύεται οτιδή-ποτε ευχηθεί να βρεθεί στη στιγμή μπροστά στα μάτια της. Οπότε φουλαρισμένη από τόσα εξωπραγματικά χα-ρακτηριστικά και χωρίς να προλάβει να πάρει χαμπάρι , σε στιλ «για πες εν’ αριθμό !» θα λέει τούτης της εντελώς τυχαίας μα καλής όπως είπαμε προπρογιαγιάς η εγγονή μια χρονολογία κουτουρού και θα τη χάνει η μανούλα της. Καθότι θα κάνει τέτοια κοπάνα σε χρόνο ανύποπτο – τό ’παμε ήδη – που θα γίνεται καπνός ακόμη και αν βρί-σκεται στο σπίτι της μέσα. Χωρίς να περάσει ποτέ απ’ την πόρτα ή να ξεγλιστρήσει απ’ το παράθυρο του μπαλ-κονιού της.
- Λουλούκα !  Πού ’σαι ;
Θα ψάχνει η μανούλα της την εγγονή της μαμάς της δικής της φωνάζοντάς την αλλά θα της έχει κιόλας τσι-κλολακίσει για διαστημότσαρκα κάνοντας γενέθλια σε μας του χρόνου. Άλλωστε η Λουλούκα μπορεί να μην έ-χει απομακρυνθεί και πολύ. Ίσως να βρίσκεται κάπου στο παρελθόν μα , σ’ εκείνο το χώρο όπου στο σήμερα του έ-τους 4010 ήδη για ’κείνη σε μια στιγμή αργότερα θα ήτα-νε παλιά ή θα είναι ακόμη για τον τρέχοντα χρόνο τούτης ακριβώς της εποχής όπου και θα ήρθε για να δει πως είναι ο κόσμος , το πλέι ρουμ στο σπίτι της. Αυτό με τη σειρά του τώρα θα εξαρτάται από το αν τη σκαπουλάρησε για το πιο μπροστινό από ’κείνο το δικό της μυστηριώδες μέλλον το πολλά υποσχόμενο ή αν ξέφυγε για να ζήσει λιγάκι πριν από την εποχή της γιαγιάς της. Ξεκινώντας α-πρόοπτα για το επίσης γεμάτο από χρυσές ευκαιρίες πα-ρελθόν.
Δηλαδή τώρα εδώ που τα λέμε να , η Λουλούκα πι-θανότατα να μην την κοπάνησε ποτέ από το σπίτι της. Ί-σως απλώς να μη φαίνεται. Ο χώρος βέβαια ο από ’κει απ’ όπου θα έκανε «παφ !» και θα χάθηκε που να μοιάζει με τον από ’δω όπου είμαστε ακόμη κάτι ρέστοι με τις χνουδόσκονες σκεπασμένοι αφού δεν κάνουμε τέτοια δυ-στυχώς ακόμη , τρέχα γύρευε. Όχι πως γίνεται. Σχήμα λό-γου εξακολουθεί και το «τρέχα γύρευε» να είναι για εμάς. Όποιος μπορεί πάντως να μας πει και μας πως θα γίνει. Να μάθουμε.
Οπότε μ’ άλλα λόγια προς το παρόν το σαλόνι του στο μέλλον πως θά ’χει καταντήσει , ο καθένας ας το φα-νταστεί όπως θέλει. Καθότι , όλες οι εξηγήσεις για κάτι τέτοια μυστήρια έχουνε σκαλώσει στην άτιμη την πιθανο-λογία. Πράγμα που σημαίνει ότι πλέον για να προχωρή-σουμε από ’δω έστω και λίγο παρακάτω θα πρέπει πρώτα να πιθανολογήσουμε αγρίως. Τι να κάνουμε. Φαίνεται α-παραίτητο. Διότι πρόκειται και περί μιας ακόμη περιπτώ-σεως που καλό θά ’ναι να τη λάβουμε υπόψη μαζί με τις υπόλοιπες. Όσες αφορούνε δηλαδή στο «πού επιτέλους στους ατμούς που άφησε πίσω της έχει πλέον πάει αφό-του και χάθηκε τόσο ξαφνικά μια νέα μόλις και μασούλη-σε μια φρουτότσικλα ;».
Η πιθανότητα τώρα τούτη αφορά στις ακόλουθες τρελλές μαντεψιές. Κατ’ αρχήν να πάει πιλάλα δοθείσης της ευκαιρίας όταν θά ’ναι αόρατη και σε κανένα δυσπρό-σιτο αλέως αστέρι ξεγυρισμένο για να δοκιμάσει μπας και του αλλάξει τα φώτα. Όπου αστέρι λέγοντας , εννοούμε κάποιον απ’ τους πολλούς διάσημους τους κατακοψοχο-λιασμένους απ’ τους ίδιους τους οπαδούς τους. Εννοούμε λοιπόν κάποιον ο οποίος ζει με σωματοφυλακή της σωμα-τοφυλακής για τους σωματοφύλακες των σωματοφυλά-κων που κάνουνε ευγενικά μεταβολή μαζεμένους όλους τους παλαβωμένους θαυμαστές του και τους επιτρέπουνε να στέλνουνε όλα τα χαιρετίσματα και τις εκδηλώσεις θαυμασμού μόνο γραπτώς και εντός φακέλου , απαγορεύ-οντας να ξεπερνάνε το πάχος μπόμπας. Όχι οι οπαδοί. Να μην παρεξηγούμαστε. Τα χαιρετίσματα που κάθονται οι οπαδοί και φτιάχνουνε σαν επιστολές πενηνταπεντασέλι-δες επιθυμώντας να τα λαμβάνει αδιαλείπτως το αστέρι τους το τυχερό από δαύτους.
 Μόνο σε φάκελο το «μιλιόρι αουγκούρι» το έκαστο και αριβεντέρλα σας…
Θα λέει ο υπεύθυνος του φαν κλαμπ για νά ’ναι πά-ντοτε όλοι μακριά και αγαπημένοι. Διότι με την τσίκλα τουτη που θα κάνει τα πάντα εύκολα , μια ολόιδιας περί-πτωσης φαν θα μπορεί αόρατη να πηγαίνει και να του τρι-βελίζει το λάιφ στάιλ του ήρωα και ινδάλματος που θα της έχει κάνει την καρδιά της θράκας. Πολύ φυσικό τότε παίρνοντας αμπάριζα μια οπαδός να μπαίνει ανενόχλητη για να κάνει ιδιαίτερο φροντιστήριο με αυτοψία για την καθημερινότητά του. Μαθαίνοντας από πρώτο χέρι και ό-λα τα γούστα του.
Σκεφθείτε κιόλας να μαζεύονται σε αόρατη κατάστα-ση στη διεύθυνση κατοικίας ενός λίαν δημοφιλούς καλλι-τέχνη όλες οι ανήσυχες για εκείνον. Δηλαδή όλες ετούτες οι μπιρμπιλοσπινθηροβολομάτες να τρικλοποδιάζονται μεταξύ τους ενώ θά ’ναι αόρατες. Μέσα στο σπίτι του ή-δη άνευ ειδοποίησης για να τον κατσιάσουνε προσπαθώ-ντας να τον μαγέψουνε δεόντως μπας και δέσει το γλυκό. Με επιτυχία πλάγια όπως θα παίζουνε κρυφτό και «πούντο-πούντο το δαχτυλίδι» ταυτόχρονα. Μαζί μ’ όλα αυτά νά ’χουνε αρπαχτεί τραβολογώντας του τη σαγιονά-ρα μέχρι να νικήσει εκείνη που θα ξεφύγει με τη σαγιονά-ρα για ενθύμιο. Ώστε νά ’ναι σίγουρα η πρώτη και η κα-λύτερη πριν καν νά ’ρθει ο αστέρας να τη ζητήσει και επι-πλέον αντί για παντόφλα φορετή , ο κάθε ήρωας σαν ε-τούτονε – όχι ένα σκέτο όνειρο πλέον για κάθε νεραϊδο-τσαπερδόνα – από το νεραϊδομουτζομπούκωμα να τη λά-βει ξαφνικά τη σαγιονάρα αεριοθούμενη σε εγερτήριο συ-ζυγικό μετά από απάτη με τσικλοφουσκαλόμουτζες.
Άντε να τις μαζέψει μπόντιγκαρντ. Όπως το βλέπω , για τις ίδιες τσίκλες θα τρέχει κάθε φρουρά σημαίνοντος προσώπου για να τσακώνει τις ξαμολυμένες τις θαυμά-στριες εγκαίρως. Αν όχι παρά τρίχα ! Άμα θα τό ’χουνε ά-χτι να την κόβουνε απ’ την κεφάλα του ινδάλματος στο τσακ  οι ξετρελλαμένες γι’ αυτόν άγνωστες. Οι μπόντι-γκαρντς λαχανιασμένοι απ’ το κυνηγητό. Όπως θα κυνη-γιούνται όλοι αόρατοι. Δηλαδή όχι όλοι. Φρουροί και θαυμάστριες μόνο. Αφού το αστέρι ο σελέμπριτι εκείνη την ώρα θα σέρνει αγουροξυπνημένος τη σαγιονάρα του τη μία την άκλεφτη με  τό ’να του πόδι…
Εμ , πως. Όχι αλλιώτικα. Έτσι και χειρότερα με τις πιθανότητες. Τουλάχιστον τη μία την εξωφρενική που κά-νει  «μπαμ !» μέσα από τις πάμπολλες άλλες. Από την άλ-λη μεριά ωραία τ’ αστεία όμως οι απορίες περί του «πού επιτέλους πήγε η Λουλού ;» κάπως δε θα πρέπει να δικαι-ολογούνται και επιστημονικώς ; Επομένως αφού θα χάνε-ται έτσι απότομα ε , δε μπορεί ! Κάτι τρέχει παντού και πάντοτε με τους μυστήριων διαστάσεων χώρους και χρό-νους.
Έτσι μήπως να υπάρχει , αναρωτιόμαστε ακόμη , μα-ζί με τον δικό μας κόσμο όσο και με καθενός άλλου πλά-σματος , άλλος ένας ή περισσότεροι κόσμοι αλλεπάλλη-λοι ; Δηλαδή οικοδομημένοι στον ίδιο χώρο όπου βρίσκε-στε και ’σεις ή εγώ ; Αόρατοι όμως , καθόσον μάλλον θα υπάρχουνε σε άλλους απ’ τον δικό μας χρόνους ; Κατ’ ε-πέκταση όλοι οι κόσμοι ετούτοι θα μπορεί ποιος ξέρει , να υπάρχουνε στο περιβάλλον του καθενός. Παντού τρι-γύρω. Ακόμη και ως διακριτικοί μικρόκοσμοι. Οι οποίοι αφήστε που θά ’ναι για χίλιους οκτακόσιους εβδομηντα-πέντε και πλέον λόγους αδύνατο να αποκαλυφθούνε μπροστά στους γυμνούς σας οφθαλμούς. Θα μπορεί κάλ-λιστα να πρόκειται για τέτοιου είδους μικρόκοσμους που είτε θα αντιλαμβάνονται το χρόνο στις αναλογίες που          και ’σεις γνωρίζετε , είτε σε μια διαφορετική κλίμακα. Ας πούμε νιώθοντας ως πολλαπλάσιας διάρκειας μια δική σας ημέρα. Ώστε να θεωρείται από άλλους συνυπάρχο-ντες με τον δικό σας κόσμους ακόμη και αντίστοιχη με ο-λόκληρο έτος ή και με ολόκληρο κύκλο ζωής.
Πάντοτε αναφερόμαστε σε ανθρώπινης αντιλήψεως ή ανώτερης ευφυίας οντότητες ασχέτως αν το βιολογικό τους ρολόι μοιάζει με ’κείνο που έχουνε οι φωτόσκωροι. Τα εφήμερα εκείνα έντομα που έλκονται από τη λάμψη μιας κοινής λάμπας τις νύχτες και εκπνέουνε κάτω από αυτού του είδους , θέλουμε να πούμε , τον ήλιο. Επιπλέον φαντάζει εξίσου πιθανό οι κόσμοι όλοι αυτοί να είναι πα-ραλλαγές της δικής σας εποχής όπου κατοικούνε όλες οι αρχαιότερες και όλες οι πιο μοντέρνες εκδοχές των εαυ-τών σας μέσα στην ιστορία. Τόσο εκείνη που προηγήθηκε όσο και εκείνη που θα υπάρξει. Πάντως περισσότερα κα-τά ’δω μη ρωτάτε. Διότι , πόσο μεγάλη πιθανότητα ε , τώ-ρα να βρούμε αν ισχύουνε κιόλας κάτι τέτοια είναι λίγο δύσκολο. Βέβαια πολλοί προσπαθούνε και μάλιστα στα σοβαρά.
Καθότι όμως πράγματι δεν έχει βρεθεί η άκρη ακό-μη , φτάνει ως εδώ η πιθανολογία με τα διάφορα υπερφυ-σικά.  Από ’δω και πέρα αφού φάνηκε ξεκάθαρα το πόσο μεγάλου διαμετρήματος βλήμα της κακιάς ώρας είμαι σχετικά με τις θεωρίες που εξακολουθούνε να ψάχνουνε για την απάντηση σε μυστήριες κινήσεις και μεταβολές το καλύτερο είναι να παρατήσω σβέλτα τις σοβαρές από-πειρες να ξεκαθαρίσω το θέμα. Αφ’ ενός διότι είμαι ικα-νός μόνο να έχω στα καλά καθούμενα καμιά ψευδαίσθη-ση σαν αυτές που μού ’ρχονται για να φαντάζομαι κάτι καταγέλαστα πράγματα απότομα για μελλοντικές προκο-πές με τις τσίκλες. Μα γίνονται για καλό άραγε ποτέ κάτι τέτοια πράγματα ; Έλα ντε ! Οπότε…ας το δούμε ξανά με τα ρούχα της δουλειάς. Όλα στο μυαλό δεν είναι ; Αμέ. Μα , μη τυχόν και κάνετε πρόβες για να δείτε αν παίρνε-τε χαμπάρι από περιπτώσεις αυθυποβολής με φόρεμα και τσίκλα ! Εννοώ πως είναι ώρα να ξαναθυμηθούμε το εύ-καιρο το άλτερ έγκο της υποθέσεως. Την εγγονή της προ-γιαγιάς του μέλλοντος. Α , μπράβο !
Η Λουλούκα λοιπόν που τυχαίνει να την ενδιαφέρει όλο το ζήτημα για να μπορεί να φεύγει για εκδρομούλες  γίνεται κάποτε , φτάνοντας του χρόνου ας πούμε σε μας , μια νεράιδα μεταμορφωμένη. Με το που θα πει ένα νού-μερο σαν του έτους 2010 όπως θα τσικλομασουλήσει , μπορεί νά ’χει μάλιστα προφτάσει πριν σκάσει μύτη κατά ’δω να γίνει από ένα συνηθισμένο κοριτσάκι άλλου εί-δους άνθρωπος σε ικανότητες και δύναμη. Πόσο μάλλον σε διαστάσεις. Μέχρι και σαν όρθιο , σουραυλωτό φιο-γκομπάλονο από πάνω μέχρι κάτω θα μπορεί να αλλάζει τη σιλουέτα της για να καμουφλάρεται. Ανθρώπινο τέτοιο καλαμομπάλονο εννοούμε. Διότι επιπλέον θα κατορθώνει να ρίχνει μπόι απότομα ως και δυο μέτρα. Ε , για να μην τραβάει την προσοχή…
Μόνο που απ’ τη ρημάδα την τσίκλα θα κολλάνε ί-σως  απ’ την αναποδιά της στιγμής τα δάχτυλα μεταξύ τους. Έτσι , του μακρινού εκείνου μέλλοντος η εγγονή των όσων προγιαγιάδων θά ’χουνε προηγηθεί μέχρι το διάστημα εκείνο ας υποθέσουμε πως ακούει τον εαυτό της να λέει ,
- Α, μα τι στο…στην…κολλάω στα χέρια σαν νά ’πιασα κόλλα  «γιούπι-στικ !».
Αφήστε δε που μόλις προφέρει τις λέξεις «γιούπι-στικ !» δεν προφταίνει να πει άλλα. Αφού όπως κολλάνε οι αντίχειρες με τα ρέστα δάχτυλα και ξεκολλάνε με φόρα σε μούτζες αλλάζει ό,τι περιοδικό κρέμεται με μανταλά-κια στο περίπτερο μπροστά της. Αν δεν θέλει να διαστη-μοσαλτάρει ως εμάς δηλαδή , ξεθυμαίνει με δυο λέξεις σημαδεύοντας ίσα πάνω στα κρεμασμένα τεύχη που υ-πήρχανε μέχρι λίγο πριν από τούτη την άτζαλη κίνηση γύ-ρω απ’ την περιπτερότεντα για λαθραναγνώστες. Αμέσως ό,τι κρεμότανε προηγουμένως χάρτινο τώρα κρέμεται βα-τραχένιο. Γεμίζει το κορδόνι στην τέντα του περιπτέρου από βατράχους απλωμένους για στέγνωμα. Οι οποίοι δε σημαίνει , ξαναγίνονται εναλλάξ και εφημερίδες για δε-καεφτά φορές.
- Γιούπι Στικ !!
Ξαναλέει φυσικά τούτη η εγγονή που καλή μακάρι να είναι και νά ’ναι και καλής γιαγιάς επίσης , αν έχει δη-λαδή και γιαγιάδες ακόμη στο μέλλον , ξαναλέει λοιπόν για να βεβαιωθεί για την οπτική αλλαγή που προκύπτει μπροστά της. Κατάφατσα κοιτώντας τις εφημεριδοβατρα-χοκούνιες. Οι οποίες είναι κρεμασμένες με τα μανταλάκια ακόμη. Οπότε αναβοσβήνει ό,τι εφημερίδα κρέμεται ξανά σε βατραχάκια. Τα οποία αλλάζουνε γρήγορα όλα μαζί σε χαρτομάνι τυπωμένο πάλι με γραμματάρες θεόρατες και με οκτάστηλα στριμωγμένα στο εξώφυλλο. Ποιος ξέρει τι θα γράφουνε και αυτά κάποτε όπως θα ρεμπελέψουμε οικουμενικώς. Δε βαριέσαι , λέει ο άλλος. Πως δε βαριέ-σαι. Έχουμ’ αρχίσει από νωρίς.
- Γιούπι ! Γιούχου !
Λέει τώρα για να μη βαριέται η Λουλούκα όπως κά-νει πρόβα ακριβείας με μία-μία λέξη άλλη μια φορά. Ό-μως για φαντάσου ! Τίποτε δε συμβαίνει. Τζίφος !
-Στικ !!!
Αμολάει τη λέξη σκέτη σαν επιφώνημα ή μισό βρισί-δι που ξέρει μόνο εκείνη τι πάει να πει. Ενώ κοιτάει σαν μύωπας ντερέκι , ήδη ψιλόλιγνη μέσα σε άλλα ρούχα , γιακαδουραστραγαλόπαλτη αμέσως μέχρι τ’ αφτιά. Με-ταμορφωμένη και η ίδια όπως και οι εφημερίδες μπροστά της. Πράγματι. Καθώς διαπιστώνει , τούτη η λέξη φαίνε-ται πως είναι τελικά ο λόγος που γίνεται όλο το πανηγύρι με τους μετασχηματισμούς.
- Να γιατί καταντάει ο ημερήσιος Τύπος μπροστά στα μάτια μου βατραχόχαρτα ! Λες και είναι οι εφημερίδες α-νατολίτικη χειροτεχνία που διπλώνει βατραχάκι και ξεδι-πλώνει ματζουράνα !
Βγάζει ένα συμπέρασμα η απόγονος ευτυχούς προ-προγιαγιάς τινός. Μιλάμε πάντοτε για ’κείνη την εγγονή στο μακρινό έτος 4010. Από σημερινή ενδεχομένως προ-μητέρα , προγιαγιά εννοώντας που δεν είναι και απίθανο να πρόκειται περί προσώπου που αποτελεί μέρος από τον πληθυσμό του παρόντος κόσμου. Πάντως για καλό ή κα-κό δεν ξέρω μα , τελικά απομένει εφημερίδες όλο το υλι-κό που κρέμεται έξω απ’ το περίπτερο.
- Α , ώστε «στικ !» είναι το σύνθημα που αλλάζει τα χά-λια στο περιβάλλον ! Για φαντάσου ! Δε λέω , άσχημο δεν είναι καθόλου. Άσε που μου θυμίζει διαφημιστικό σποτ στην τηλεόραση. Πολύ τις γουστάρω κάτι τέτοιες διαφη-μισούλες. Όπου όλα αλλάζουνε σε ονειρεμένα , εξωτικά τοπία. Άμα το αμολάς αυτό το «στικ !» απότομα κιόλας και φωναχτά είναι σαν να βγάζεις το άχτι με μια κουβέ-ντα. Ρίχνοντας μαζεμένα σαρανταδυό κάρα βρισίδι. Λίγο είναι ; Το τι χάλια καταστάσεις μπορεί να ξαναδείς να σού ’ρχονται κατάμουτρα απ’ όλες τις μπάντες δε λέγεται.
 Στικ…Σποτ !
-Α-χα ! Στικ Σποτ ! Φοβερότερο διαφημιστικό μότο για ένα ξεκόλλημα απ’ τα χάλια που σε δέρνουνε ε , δε θα μπορούσε να βρεθεί ! Μόνο που εφέ δεν είναι καθόλου. Το σοκ το παθαίνεις πατόκορφα ! Πρώτο ρε !

Με κάτι τέτοιες σκέψεις μη έχοντας καμιά καλύτερη για να παιδεύω ούτε και τη δική μου χοντροκεφάλα γλά-ρωνα ελαφρώς βαριεστημένα σε κάποια στιγμή ρηλαξα-ρίσματος. Προαισθανόμενος την άνεση χρόνου που θα μπορούσε να υπάρχει για τον καθένα από όσους θα διαι-ωνίζανε το είδος σε ένα τόσο μακρινό μέλλον. Καταλήγο-ντας να φαντάζομαι πως κάπως έτσι θά ’μενε για την όλη δύναμη που θα ’κονόμαγε τσικλοφουσκαλομασώντας μια ξαφνική θολή φιγούρα αφήνοντάς με μισοχαμογελαστό ε-νώ της χάριζα όνομα. Απομένοντας για κάμποσο να ανα-ρωτιέμαι αν θα υπάρχει ποτέ μία παρόμοιας περίπτωσης Λουλούκα στο μακρινό έτος 4010. Ασχέτως αν θα προτι-μούσε να παραμείνει απλώς για λίγο κάπου εκεί στη δική της εποχή ή να πάρει αμπάριζα για ’δω παίζοντας πάντως τη νεράιδα.
Το γεγονός , εξακολούθησα συνεπαρμένος να σκέ-φτομαι είναι πως με κάτι τέτοια πράγματα θα μπορούσε κάλλιστα μέχρι και να καβατζάρει ύψος απότομα τούτη η εγγονή στο απίθανο μακρινό μέλλον. Αψηφώντας τυχόν δισταγμούς για κάθε είδους ξαφνικά φαινόμενα όταν θα γνώριζε πια πόσο εύκολα θα σπάει τη ρουτίνα της ανά-παυλας κανείς. Για να ξεμουδιάσει με μια τσικλίτσα που θα προσφέρεται για πράγματα απλά μεν για το μέλλον , θαυμαστά ακόμη όμως για το παρόν.
Σιγά το πράγμα δηλαδή με τα άλλα προϊόντα για πα-γερές ανάσες και φαινυλκετονουρία από την παραπάνω κατανάλωση. Ενώ τώρα ! Μάλιστα ! Όπως λοιπόν χαζο-λογούσα , φαντάστηκα τη μελλοντική εκείνη Λουλού νά ’ναι και κατενθουσιασμένη νιώθοντας διπλά τυχερή απ’ τη μια στιγμή στην άλλη καθώς θα της ερχότανε αμέσως εύκολα  εκείνη η υπόλοιπη έμπνευση η κατάλληλη. Οπό-τε ορίστε μετά τι μού ’ρθε  και ’μένα να σκεφτώ ότι θα συμβαίνει χάρη σε μια τεχνολογία που θά ’ναι ακριβώς ό,τι και τούτες εδώ οι σκέψεις. Δηλαδή τόσο εξωπραγμα-τική για το παρόν που και η πλέον σουρεαλιστική εικόνα από αταίριαστες επιθυμίες να γίνεται επιτόπου μια ευχή που θα πραγματοποιείται για πλάκα. Ωστόσο επιμένω να σκέφτομαι πως κάποτε στ’ αλήθεια μια Λουλούκα που θα βρίσκει τέτοιας δυνατότητας τεχνολογία σε μορφή μασώ-μενη , μόλις θα τσικλομασουλήσει θα ενώνει μια σαχλα-μάρα λεκτική με μια ακόμη. Φωνάζοντάς τις από περιέρ-γεια και λαχτάρα για τ’ αποτελέσματα , κατευθείαν.
 Στικ Σποτ !
Θα λέει ξαφνικά. Για να σκορπίσουνε στον αέρα τα ίχνη της φωνής τούτης της σχεδόν έτοιμης στην υπνηλία μου εκδοχής μιας πολύ γνωστής , παλιάς νεράιδας των παραμυθιών. Σε μια στιγμή τεμπέλικης προσπάθειας να λύσω χωρίς πολλά-πολλά μια ξεχασμένη από πολύ καιρό απορία για το κόλπο που θα κρύβεται πίσω από την πολυ-θρύλητη νεραϊδοδύναμη , τέτοια ήρθανε να γεμίσουνε για τα καλά τη μουργελοκεφάλα μου. Ενώ ακόμη χουζουρεύ-οντας καθόμουνα να ονειροταξιδεύω με τα ανύπαρκτα κατά τα άλλα ετούτα τα δυο λεκτικά φρούτα όπως θα προκύπτανε από το στόμα της Λουλούς.
Δυο ακαταλαβίστικες λεκτικές επινοήσεις της στιγ-μής , βγήκε ως συμπέρασμα τούτων των σκέψεων σε ώρα απραξίας απ’ το εύθυμο το σαχλοκουδουνοκέφαλό μου , ότι θά ’ναι εκείνες που θα σκορπίζουνε κάποτε στον αέρα καθώς θά ’χει βρει την επιθυμητή έμπνευση μια μελλοντι-κή νεραϊδούλα. Ως ίχνη από τους ήχους της φωνής της. Κάτι που θά ’ναι απλώς ένα δείγμα από μια τεχνική για να απελευθερώνεις τόση παραπανήσια ζωτική ενέργεια που δε μ’ άφηνε η πρεμούρα ήσυχο και όλο έψαχνα να βρω πως άραγε μπορούσε να πει κανείς πως περιγράφε-ται. Καθότι ακόμη το βρίσκω κάπως δύσκολο , αν επιμέ-νετε να μάθετε ντε-και-καλά για πόση την έκοβα   μεσ’ την κεφάλα μου ετούτη την ενέργεια ε , άμα σας πω ότι με το μάτι πάνω-κάτω τη σουμάριζα ας πούμε ίσαμε δέκα καρότσες καρπούζια σε μορφή απροειδοποίητης καταιγί-δας , ίσως να σας φανεί αρκετούτσικη.
Το θέμα πάντως είναι ότι όπως το φαντάστηκα τελεί-ως τεμπέλικα μεν , πρακτικά όσο γινότανε πάνω σε ψευ-τόυπνο για να φύγουνε τα χασμουρητά δε , ότι η ζωτική ετούτη ενέργεια ίσως να προέρχεται από μια πολύ γευστι-κή φρουτότσικλα. Τόσο όμως εξελιγμένη που αφού μα-σουληθεί για μια στιγμή αντί να γίνεται κανείς τραγί χάρη στα επιστημονικά τα αστροεργαστήρια θα γίνεται νεραϊ-δονονά ή νεραϊδονονός για όσο θα του κάνει κέφι. Φωνά-ζοντας την πρώτη αρλούμπα που θα τού ’ρθει μόλις θα πρωτομασουλήσει την τσίκλα τούτη την παιχνιδοδιαστη-μικότατη. Αν και κανείς δε μας λέει εάν θα νιώθει , όποιος τολμήσει να δοκιμάσει , να του αλλάζει μια τέτοια φρου-τότσικλα τη μόστρα κάνοντάς τον άνω-κάτω.
Όσο για τη Λουλούκα προτίμησα να υποθέσω ότι θα      τό ’βρισκε το κόλπο εύκολα πλέον μετά από αυτή τη μι-κρή λεκτική πατέντα. Λέγοντάς τη σβέλτα ίσως. Σαν κάτι που επιπλέον θα μπορούσε να είναι ο απολύτως δικός της μα ούτως ή άλλως ειδικός φωνητικός συνδυασμός. Αν και με ένα ακόμη ενδεχόμενο. Να κάνει λέγοντας «Στικ Σποτ !» και καμιά χειρονομία. Απρόσεκτη τελείως. Οπό-τε , είπα καθώς τα ψιλομαστόρευα , το πράγμα που θα φύγει χωρίς συγκεκριμμένη σκέψη προτού γίνει ευχή ή κατάρα μπορεί και νά ’ναι  κάποτε  από τ’ άγραφα. Κάτι που σημαίνει , προχώρησα αφήνοντας τη φαντασία μου ελεύθερη να καλπάσει , ότι με το που θα κάνει η Λουλού-κα ένα απότομο νεύμα ίσως να ξεφυτρώσει απ’ το πουθε-νά ένας λόφος με φο μπιζού. Τα οποία ξαφνικά να τα κα-πελωθεί αμέσως μια περαστική κυρία μαζεμένα. Η Λου-λούκα κατά λάθος εξακολουθώντας να μην προσέχει τι γί-νεται τριγύρω μπορεί να ξαναπεί μισή ντουζίνα από «στικ σποτ !» ακόμη.
Μουτζώνοντας αφηρημένα από τη γεμάτη ενθουσια-σμό διάθεση , ουκ ολίγα αν βρίσκεσαι σε στιγμή δημι-ουργικής φαντασίας. Κάτσε να  δεις , είπα βάζοντας τον εαυτό  μου στη θέση μιας τέτοιας ανακατωσούρας. Ορί-στε , πες ότι αν θα επέστρεφα στον κόσμο έχοντας βρεθεί να ζω σε μια – ποιος ξέρει ποια – άλλη εποχή να συνέ-βαινε εκείνη τη στιγμή όπως θα ήμουνα μάλιστα ένας γε-ροντάκος να πέσει πάνω μου μια τέτοια Λουλούκα. Κου-νώντας μάλιστα και το χέρι της ζωηρά όπως θα έκανε με το δείκτη της και δυο-τρεις σβέλτες περιστροφές.
Έτσι σαν παππουδικάκι ανυποψίαστο θα λουζόμουνα το «στικ σποτ !» και το μόνο  που δε θα έκανα θα ήτανε τριπλή τούμπα στον αέρα για να κρεμαστώ απ’ το κλαδί κανενός δέντρου στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μπορεί ν’ άρ-χιζα όμως να χορεύω κλακέτες κουνώντας μέχρι και μπα-στούνι , ανεμίζοντας μαζί και ένα ψάθινο καπέλο. Όλα φρέσκα. Όταν χορεύοντας ακόμη θα ξαναφόραγα το κα-πέλο εκείνο το απότομα ολοκαίνουργιο μπορεί να έπιανα την επίσης ξεφυτρωμένη μαγκούρα οριζοντίως απ’ τις ά-κρες με τα δυο χέρια και να έκανα δέκα επιτόπια άλματα περνώντας τα πόδια από πάνω.
Για φινάλε ίσως νά ’κανα ένα κόλπο ισορροπίας περ-νώντας το δρόμο με τη μαγκούρα στη μύτη μου όρθια. Να τίναζα κοφτά προς τα πάνω τη φάτσα μου , το μπαστούνι νά ’φευγε προς τα σύννεφα , οπότε και ’γω ως παππουδι-κάκι τέτοιο να περίμενα και να το ξαναγράπωνα. Ταυτό-χρονα μπορεί να σαλτάριζα μέχρι και σε ένα μέτρο και ε-ξηνταπέντε πόντους ύψος χτυπώντας τρεις φορές τις φτέρνες στον αέρα. Μετά ίσως να κρεμιόμουνα από ένα στύλο φωτισμού του πεζοδρομίου με την αγκύλη του μπαστουνιού , τεντώνοντάς το κατά μπρος και κάνοντας ένα ευκίνητο σάλτο για να φύγω με φόρα πιο πέρα.
Έπειτα κρατώντας το μπαστούνι στο χέρι απ’ το κέ-ντρο ίσως τύχαινε να βρεθούνε στο δρόμο μου και δυο γιαγιάδες για να τους σφυρίξω θαυμαστικά έχοντας κέ-φια , κάνοντάς τις να τα χάσουνε ελαφρώς. Καθώς θα προχωράγανε αγκαζέ , ακόμη και για ένα παππούκα όπως εκείνος που θα ήμουνα τότε , οι κυρίες θα φαίνονταν ξανά στα μάτια μου δυο μις των καλλιστείων. Τούτες οι συμπα-θέστατες κυρίες ίσως μάλιστα κρατάγανε από ένα μαλ-λιαρό καστανόξανθο σκυλάκι απ’ το λουρί. Ακριβώς σε μια τέτοια περίπτωση έκανα και ’γω σε ώρα σιέστας την απόπειρα να φανταστώ πως η Λουλούκα ενώ θα βρισκό-τανε λίγο πιο ’κει και θά ’τανε ξεμυαλισμένη απ’ το εύρη-μά της το φωνητικό μπορεί να ξανάλεγε εκείνες πάλι τις λέξεις ,
 Στικ Σποτ !! Φοβερό !!
Χωρίς ποτέ να δει ότι ο από δίπλα της διερχόμενος παπουλίνος που θα τύχαινε νά ’μαι εγώ , θα απομακρύνε-ται αναζωογονημένος προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά το χέρι της ίσως πάλι ακριβώς τότε να το πηγαινόφερνε δεξιά και αριστερά μισοτεντωμένο με τον δείκτη σαν να διηύθυνε μια ανύπαρκτη ορχήστρα.
Όπως λοιπόν θα προσπέρναγα σαν παππουδίνι ζωηρό τις κυριούλες με τα δυο σκυλάκια τα μαλλινοφουντωτά το ένα τουλάχιστον από δαύτα θα πάθαινε χωρίς να τη γλιτώσει καμιά «στικσποτίαση» ξαφνική. Ενώ θά ’φευγε επίτηδες απ’ το χέρι μου , σαν παππουδίνος φρέσκος που θά ’χα γίνει , το άχρηστο πια μπαστούνι καθώς θα το ξε-φορτωνόμουνα , την ίδια στιγμή το ένα απ’ τα δυο σκυλά-κια δαύτα , το νεραϊδοκατραπακιασμένο , να το δάγκωνε λίαν βραχυκυκλωμένο. Τσακίζοντας το μπαστούνι τούτο σαν να καθότανε τερματοφύλακας. Πάντως προτιμώ σ’ ένα στιγμιότυπο σαν αυτό να με φαντάζομαι κάθε φορά που το ξαναθυμάμαι σαν ένα παππουλινούλη φουλ από τύχη που αν και αμέριμνος απομακρύνεται από εκεί ολό-κληρος και πάει στο καλό και χάνεται σώος στον ορίζο-ντα ή σε καμιά κοντινή στροφή του δρόμου.
Μια όμως και βρήκα νόστιμη την ιδέα είπα να μην α-φήσω από τη φαντασία μου μια συνέχεια να πάει χαμένη , φέρνοντας στη σκέψη μου το σκυλάκι εκείνο και πάλι. Υ-ποθέτοντας όπως και πριν πως  θά ’τανε  σε μέγεθος λίγο πιο μεγάλο από πορτοφόλι. Με λουρί. Όχι για τον ώμο. Για να σε φέρνει βόλτα αν είσαι γιαγιάκα. Σκέψου , είπα στον εαυτό μου όπως απολάμβανα τη σιέστα μου αραγμέ-νος , τι άλλο θα γινότανε αφού το σκυλάκι θά ’χε γραπώ-σει τη μαγκουράκλα εκείνη  μ’ ένα «σκλαπ !» όπως θα πλατάγιζε μέσα στα σαγονάκια του. Έτσι δηλαδή όπως θα φαινότανε πως είναι ένα μπαστούνι περιπάτου σ’ ένα τό-σο δα στόμα. Το οποίο θα την τσάκιζε μάλιστα τη βακτη-ρία μου την καλή σαν ξυλαράκι και θα την καταβρόχθιζε μονοκόμματη. Με  τα δυο κομμάτια του μέχρι πριν λίγο μπαστουνιού ενωμένα κατά μπρος στην άκρη του μικρού ετούτου στοματος. Σαν σπαγγέτι θα τά ’τρωγε το τοσο-δούτσικο το μαλλιαρό ον ετούτο.
Άσε , είπα καθώς με παρέσυρε η μια γαργαλιστική σκέψη μετά την άλλη , που αμέσως η μια γιαγιά θά ’κανε σκι στο πεζοδρόμιο για να πάει σπίτι με το σκύλο σε άψο-γη φόρμα σε μισό λεπτό. Κάπου πέντε οικοδομικά τετρά-γωνα πιο κάτω για να μη γινόμαστε και υπερβολικοί , ξα-ναείπα μέσα μου ενώ είχα ένα μισό χαμόγελο στο πρόσω-πο , μπορεί νά ’φερνε ο Φλουπ τη γιαγιά. Ώσπου να μυρί-σει την εξώπορτα της γιαγιουλίνας σαν να μην έτρεξε τί-ποτα. Κουνώντας ξεκούραστος ο Φλουπ και την ουρά στην αφεντικίνα του που θα την πέταγε ως το σπίτι κανο-νικά.
Αν θά ’τανε κατά ’κει η Λουλούκα και ξαναμαναφα-σκελωνότανε όλο τούτο το μαλλιά και πατούσες θαύμα άλλο ένα της «στικ σποτ !» σίγουρα θα ξεκλείδωνε από μόνο του για να σερβιριστεί. Ανοίγοντας το ψυγείο και στρώνοντας τραπέζι για να φάει. Ξετρυπώνοντας από την τσάντα της γιαγιουλίνας το κλειδί σε μισό λεπτό. «Όμως είπαμε !» , θύμησα στον εαυτό μου εύθυμα , φρενάροντας τη σκέψη μου και κρίνοντας επιεικώς πως «εκεί θά ’θελε νέο ξόρκι».
Προχωρώντας ωστόσο για να διασκεδάσω με τις πι-θανότητες από μερικές παραπανήσιες αναποδιές , μου χά-ρισε ένα ακόμη πιο έντονο χαμόγελο η παρακάτω εξω-φρενική μα τραγικά κωμική σκέψη. «Η γιαγιουλίνα του Φλουπ…»  , είπα μέσα μου τώρα , προφασιζόμενος και για τις πιο εξωφρενικές καταστάσεις την υπαγωγή τους σε νόμους ανεξακρίβωτους ακόμη που θα τις καθιστούνε ό-μως απολύτως πιθανές να συμβούνε. Περίμενα λίγο για να λειτουργήσει ξανά η φαντασία μου και αφού μου ξέ-φυγε ένα σύντομο γέλιο , καθώς συναρμολογούσα διάφο-ρα στην αδιόρθωτα ελαφρόμυαλη κεφάλα μου , συνέχισα κάνοντας επιπλέον ανατριχιαστικές αν συμβαίνανε ποτέ , υποθέσεις. Οι οποίες , ως απολύτως απίθανες στην πραγ-ματικότητα όταν βασιλεύει η λογική , μου χαρίσανε την ευχαρίστηση κάνοντάς με να ξεκαρδιστώ κάμποσο. Να τι επιπόλαια πράγματα τόλμησα δηλαδή να φανταστώ.
Μια περίπτωση γιαγιουλίνας σαν και ’κείνη που θά ’χε για συντροφιά της τον Φλουπ , το σκυλάκι δηλαδή που ήδη είχα προλάβει να το ρίξω στο δρόμο της Λουλούκας όπως το φαντάστηκα αναπάντεχα νεραϊδοκαρπαζωμένο , χωρίς την επίσης αναπόσπαστη παρουσία της άλλης καλής συνομήλικης φίλης της που θά ’χε για αντίστοιχο δικό της ίδιο με τον Φλουπ ένα σκύλο που θά ’κουγε στο όνομα Χλουπ δε θά ’κανε ποτέ ούτε ρούπι για να μπει στο σπίτι. Στο μυαλό μου τριγυρίζανε σαν νά ’τανε σετ. Γι’ αυτό λοιπόν ένας νεραϊδοενισχυμέ-νος Φλουπ απ’ το «στικ σποτ !» μιας πιθανής Λουλούκας ταίριαξε στη σκέψη μου ως ένας όμοιος σε αλτρουισμό συνοδός. Κάνοντας το παν για να βρούνε μια ανάλογη ενεργητικότητα και οι υπόλοιποι της αγέλης στην οποία ως σκύλος θά ’νιωθε από ένστικτο ότι όφειλε να εξακο-λουθεί να ανήκει.
Έτσι , νεραϊδοκαρδαμωμένος ο Φλουπ που θα θυμή-θηκε τον Χλουπ , μου φάνηκε αυτονόητη όσο απίθανη και αν ήτανε ποτέ μια τέτοια περίσταση , ότι θα την έ-παιρνε την κυρία του και θα την σήκωνε σαν πετρούλα σε  σφεντόνα μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα. Για να βρούνε ξα-νά μαζί το φίλο του με τη γιαγιά κυρά του. «Ε , θά ’χανε μείνει όσο να πεις αρκετά πιο πίσω…» , σχολίασα μέσα μου τη λεπτομέρεια ενώ χαμογελούσα ακόμη με τούτες τις εξωφρενικές σκέψεις.
Ο Φλουπ , πήρα τη φόρα που επέτρεπε η γεμάτη από εναλλακτικές περιπτώσεις συνέχεια για να το διασκεδάσω όσο γινότανε ξαπλωτός γεμίζοντας την αδράνεια της ώρας μου , ο Φλουπ , ε ! Θά ’σερνε αμέσως τη γιαγιά τη δική του σαν ρουκέτα με κονσερβοκούτι δεμένο στην πίσω ά-κρη αλλά σε μέγεθος περίπου ίδιο με βαρελιού πετρελαί-ου , φτάνοντας έτσι το σκυλάκι ετούτο στους φίλους του πανεύκολα. Όσο για τη γιαγιά , φαντάστηκα , θα σταμά-ταγε παντού ζυγισμένη στο φρενάρισμα χάρη στην κατα-σκευή της. Όρθια  πάντα όπου την άφηνε ο Φλουπ χωρίς να ενοχλείται για τίποτα , λόγω ατονίας των αισθήσεων , που θα αποδεικνυότανε η πλέον σωτήρια για τη διάθεση μιας ηλικιωμένης σε τέτοιο βαθμό και συμπαθεστάτης κατά τα άλλα κυρίας. Όσο για τα υπόλοιπα , τα είδα κά-πως έτσι :
Τελικά ο Φλουπ θα μυρίστηκε λίγα μονάχα δευτερό-λεπτα αργότερα με τον Χλουπ , θα του κούνησε την ουρά ζωηρά , θα κλαψούρησε και θα ξανάδωσε μια με φόρα κατά το σπίτι. Πηγαίνοντας άλλη μια φορά ως εκεί και τη γιαγιαδίτσα του οριζοντίως στον αέρα. Οπότε μόλις θα φρενάρησε το σκυλάκι η κυριούλα του θα ξαναστάθηκε με ταλαντεύσεις στο κατώφλι του σπιτιού της. Τότε θα ξανακούνησε για άλλη μια φορά την ουρά του καταγουρ-λωμένος ο Φλουπ. Με μια γλώσσα καλή ώρα   να , σαν τσίκλα νεράιδας. Τραβηγμένη όλη έξω όπως θα σαλιάριζε πεινασμένος.
Έμενε στο νου μου σαν νά ’τανε πλέον ένας μικρο-σκοπικός σούπερ σκύλος γεμάτος με όρεξη για να φάει όμως ίσαμε τρία σαφάρι κρέας. Ένα τόσο δα τέτοιο πλα-σματάκι που θά ’τανε και νευρικό τελείως από ανησυχία , κάνοντας έτσι ξαφνικά και ξαναφεύγοντας σαν βολίδα. Με τη γιαγιουλίνα χαρταετό. Υποθέτοντας με έμπνευση ότι θά ’κανε τριανταεφτά πηγαινέλα πάνω-κάτω στον α-ριθμό. Μου φτάνανε τόσα. Μέχρι , συνέχισα να χαμογε-λάω με τη σκέψη , να φτάσουνε κάποτε όλοι επιτέλους έξω απ’ το σπίτι. Ο Χλουπ με τη γιαγιά τη δική του την αντοπάριστη αθλητικώς , ο Φλουπ και η γιαγιά-λάστιχο η δική του. Για να οδηγηθώ μ’ όλα τούτα να σκεφτώ πως μόνο όταν θα έκανε ένα «γαβ !» χαρωπό και ηλίθιο εκ-φραστικώς λόγω πείνας ασυγκράτητης ο Φλουπ θά ’φαγε μια τσαντιά απ’ τη γιαγιά του Χλουπ. Η οποία εντελώς α-νέκφραστη , ένιωθα πως ταίριαζε να συμπληρώσω , θα το κατραπάκιασε το σκυλάκι περνώντας το για ληστή.
Όπως φανταζόμουνα κιόλας με λεπτομέρεια που ήτα-νε ό,τι χρειαζότανε για να γίνω ακόμη πιο εύθυμος μ’ αυ-τές τις υποθετικές απίθανες καταστάσεις από ’να νεραϊδο-ξόρκι , αν θα μπορούσε κάποιος να κάνει τη γιαγιά του Χλουπ να  αποχωριστεί την τσάντα της για να ερευνήσει το περιεχόμενο ,  θά ’χε σίγουρα μέσα ή κάτι ανάλογο με βαράκια γυμναστικής ή κονσέρβες για σκύλους. Πάντως , άρχισα να βγάζω σιγά-σιγά και από ’να καινούργιο λογι-κό συμπέρασμα , ο Φλουπ θα την έτρωγε την τσάντα τού-τη της γιαγιάς του άλλου σκύλου , του Χλουπ , χωρίς να σκύψει τρομαγμένος. Όχι κατακέφαλα. Κανονικά κατα-βροχθίζοντάς τη. Αμάσητη. Μετά αναπηδώντας και κου-νώντας την ουρά θα κουδούναγε ολόκληρος σαν τσέπη με κλειδιά.
Στο μεταξύ ύστερα από μια μικρή αναμονή , μόλις θα έπαιρνε σειρά η δική του η κυριούλα όπως θά ’τανε απρό-σεχτα στραμμένο προς την αντίθετη από την αφεντικίνα του πλευρά για να μεζεδιάσει την τσάντα της φίλης της , θα κατόρθωνε να προλάβει για να το τσαντοκατακεφαλιά-σει η κυρά του προσωπικώς το σκυλάκι το νεραϊδοφασκε-λωμένο τούτο. Μάλιστα αφού έγινε η αρχή , διαρκώς μέ-σα από την καζανόγκλαβά μου καταφέρνανε να βγούνε και τα υπόλοιπα απίθανα από μια υποτιθέμενη ξαφνική νεραϊδοσύγκρουση.
Αμέσως δηλαδή μετά το παραπάνω στιγμιότυπο , φα-νταζόμουνα κιόλας ως το πιο εξωφρενικά ανεπιθύμητο συμβάν νά ’βγαινε απ’ το μουσούδι του τσαντοσβαρνι-σμένου απ’ την κάτοχό του , Φλουπ , αυτομάτως το κλειδί για την είσοδο της κατοικίας τους. Το οποίο κλειδί θα προερχότανε απ’ την τσάντα της άλλης γιαγιάς. Διότι αν ήθελε κάποιος να φανταστεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο ως το άκρον άωτον των αδυνάτων δυνάμενο να συμβεί σε κάθε περίπτωση ε , δε μπορεί ! Από τις ίδιες σκέψεις θα περ-νούσε ξανά και ας μην τό ’χε από πριν μελετημένο το σκηνικό.
Έτσι αναλογιζόμενος ετούτες τις στιγμές που ταιριά-ζανε για συνέχεια να τι άλλο υπέθεσα χαμογελώντας. Ότι τελικά η γιαγιά του Φλουπ όσο και νά ’ψαχνε τσέπες και τσάντα , από κάποια επιπλέον κακή σύμπτωση , κλειδιά δε θά ’βρισκε με τίποτα. Οπότε καθώς πρόλαβα να φα-νταστώ ήδη πιο πριν , εάν θα της έφευγε η τσάντα η δική της απ’ τα χέρια όπως θα τη σβούριζε στου Φλουπ τη σκυλόκουτρα τη μαλλιαρή θα έσκαγε όλη πάνω του. Ε , να μην υποθέσουμε ότι θά ’χε και τα ίδια κονσερβοκούτια με την άλλη μέσα ; Αναρωτήθηκα. Δε   θά ’χε ;
Εδώ μια εξέλιξη μαζί με το κλειδί που θά ’βγαζε απ’ το στόμα του ο Φλουπ θά ’τανε να βγούνε και μισή ντου-ζίνα σγρομπαλάκια στο κεφάλι του όπως θα γλίστραγε α-πότομα πάνω εκεί η τσάντα της κυρίας του. Ακόμη και έ-τσι πάλι καλά , συμπέρανα μ’ όλα τούτα τα φανταστικά που ξεπηδούσανε απ’ την κεφάλα μου μέσα. Πάλι καλά μια που θά ’σκυβε η γιαγιά εκείνη , η αφεντικίνα του έ-πειτα για να μαζέψει τούτη την τσάντα της. Αμέσως , ό-πως θα νόμιζε πως έπεσε απ’ τη δική της το κλειδί θα τό ’βγαζε απ’ του ζαβλακωμένου Φλουπ το στόμα.
Κάτι που θα συνέβαινε εγκαίρως μεν όμως κατά τύ-χη. Πριν το σκυλάκι να το ξανακαταπιεί. Λίγο να καθυ-στερούσανε , έσπευσα να σκεφτώ , να μπούνε όλοι στο σπίτι τους ο Φλουπ να δεις που θά ’χε προλάβει να φάει για μεσημέρι δυο γιαγιάδες φιλέτο με συμπλήρωμα σκυ-λοτροφές κονσερβαρισμένες αμάσητες και γεμιστές μέσα σε γιαγιαδότσαντες. Όλα με δυο μπουκιές ριγμένα μέσα στο δικό του στομάχι. Θά ’τανε ό,τι πρέπει για τον κτην-ίατρο της περιοχής. Να του πει αφού θά ’χε πάρει μεζέ και τον μπόγια ο Φλουπ ότι έχει εχινόκοκκο. Δηλαδή σκουληκοταινία στ’ άντερα και γι’ αυτό πεινούσε ακατά-σχετα.
«Για κοίτα !» , είπα μέσα μου ενώ βρισκόμουνα σε μια ευδαιμονία. Από ’κείνες που προκαλούνε μια ονειρο-πόληση σε μορφή ξαφνικής αγρυπνίας. Όταν κάτι τέτοια βροντάνε τις αμπαρωμένες πόρτες κάθε χοντροκεφάλας που αφήνει να υπάρχουνε τέτοιες σκέψεις μέσα της για να ξαμολυθούνε κατά πως γίνεται. Απομένοντας έτσι να  κά-νεις κέφι τις πρώτες τέτοιες εικόνες , το μυαλό σου γρή-γορα αρχίζει και σε τσιγκλάει. Για να νοστιμήσει την η-συχία σου σκαρώνοντας για το χαμόγελό σου όσα δε θα περίμενες. Μέσα σε έξαψη που έρχεται να σε βρει στα καλά του καθουμένου για να σου δώσει αφορμή να φα-νταστείς ακοντρολάριστα τελείως ό,τι πιο παλαβό.
Να δεις που έτσι θα γινότανε με τον Φλουπ , κατέλη-ξα λοιπόν και πρόσθεσα χωρίς να το ελέγχω απ’ την τρο-μερή μου ευθυμία , ότι ο γιατρός θα απουσίαζε ύποπτα α-πό το ιατρείο μικρών ζώων. Με την πόρτα ορθάνοιχτη σαν τέντα και χωρίς σημείωμα. Σαπούνι , συμπέρανα , θά ’θελε να φάει μετά ο Φλουπ μπας και ξαναβγούνε όλοι με πλύση στομάχου. Ξεμπουκάροντας κλεισμένοι μέσα σε σαπουνόφουσκες από το στοματάκι του το λιχούδικο. Το άκακο εντελώς…
Όσο για τη Λουλού θυμήθηκα πως ε , δε θά ’τανε και πολύ μακριά απ’ όλα αυτά τα απρόοπτα. Μέσα σε μια τέ-τοια αναμπουμπούλα θα κυκλοφορούσε ακόμη. Όπως θα γινότανε η γειτονιά για πρώτη γεύση απ’ το περίπτερο και μετά. Αφού θα πρωτομασούλαγε εκείνο τον μπελά του τσικλοφουσκομέλλοντος. Καθόσο όλο τεχνολογία μπορεί νά ’ναι κάποτε και οι φρουτότσικλες αλλά δε θα θέλει και πολύ για να γίνει τσικλοφουσκαλοκάζανο σκέτο το περι-βάλλον από τους καταναλωτές τους υπερενισχυμένους τούτου του προϊόντος. Επέστρεψα δηλαδή στην φαντασι-οπληξία που γέμισε την κεφάλα μου πρώτη-πρώτη ήδη απ’ την αρχή της ξάπλας μου. Καρυκεύοντάς τη δεόντως. Σκεφτόμενος πως ένα τέτοιο πράγμα θέλει και μια ονομα-σία. Μάρκας ίσως «Ζαμάν Φου !» που σημαίνει «δε με νοιάζει !».
Αμ , τι ! Μάλιστα. Μάρκας «Ζαμάν Φου !». Ε…και πάνω τούρλα. Μού ’ρθε η όρεξη να ξεφουρνίσω με τούτα τα λίαν υποθετικά γεγονότα. Παρατηρώντας δήθεν μέσα στην υπνοζαλάδα μου τη λαγοκοιμήσικη πως θά ’ναι ό,τι πρέπει για ένα τέτοιο προϊόν τούτο το χαρακτηριστικό α-ναγνώρισης. Αφού δε θα νοιάζει κανένα πια το παραμι-κρό περίεργο φαινόμενο στο μέλλον. Καθώς τέτοιο πράγ-μα , σκέφτηκα αμέσως , δε θα υπάρχει. Περίεργο φαινό-μενο εννοώντας. Μέλλον ελπίζω να μείνει λίγο περίσσευ-μα , ευχήθηκα. Αμέσως προσθέτοντας πως σε τέτοιου εί-δους ιδέες ως λεπτομέρεια ουσιώδης για την αμέσως προ-ηγούμενη προσδοκία μου για το μέλλον το θέμα είναι ότι το άτιμο ετούτο το μαστιχοκουλουβάχατο μπορεί να βρί-σκεται κάποτε στα περίπτερα. Ίσως στη διάθεση όποιου θα τό ’χει άχτι να κάνει τσικλόφουσκες και ταχυδακτυ-λουργικά ή βόλτες στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον. Χωρίς σύνεργα για τρικ. Εκτός αν είναι  του γούστου του. Πάντως μια απασχόληση για να περνάει κάπως η ώρα θα τό ’χει όλο το κόλπο. Για βαβούρα.
Μήπως οι τσικλόφουσκες γιατί υπήρχανε πάντα ; Βρήκα την ευκαιρία να σχολιάσω καθώς φαντάστηκα ένα αγελαδινά ήρεμο μέλλον ως παραμορφωτική αντανάκλα-ση ενός επίσης νωθρότατα γαλήνιου και ειρηνικού παρό-ντος. Μα , παρόντος απελπιστικά μονότονου και ελλει-πούς ακόμη σε ό,τι αφορά στον ρυθμό αφομοίωσης κάθε επιπρόσθετης τεχνολογίας που προκύπτει στη θέση μιας άλλης. Κάτι για το οποίο θέλησα να ελπίζω ότι θα αλλά-ξει κάποτε και οι ανθρώπινες επινοήσεις για αυτοματι-σμούς θα είναι απολύτως φιλικές. Δηλαδή εύχρηστες για τον καθένα. Στο έπακρο μάλιστα. Εκεί όπου όλοι θα χει-ρίζονται τα όποια τεχνητά βοηθήματα το ίδιο εύκολα και δεν θα επιδέχεται περαιτέρω απλοποιήσεις ο κόσμος των αυτοματισμών.
Η ουσία να ποια είναι , είπα μέσα μου όταν επανήλθα στον ουτοπικά φανταστικό κόσμο που ξαφνικά άρχισα να έχω ως ονειροφαντασία σε στιγμή ηρεμίας. Για να μην παιδευόμαστε , ειρωνεύτικα τον εαυτό μου , ε ! Η ουσία είναι πως ό,τι θα σε κάνει να φαίνεσαι νεράιδα ή ξωτικό κάποτε θα προέρχεται από κάτι που αν δε μοιάζει με αυ-τοκόλλητα τσιρότα για να φεύγουνε τα κουνουποκαρού-μπαλα καθόλου απίθανο δε θα είναι να μοιάζει με τσίκλα. Άλλος άνθρωπος μ’ ένα  «χλατσα-χλούτς !» θα γίνεσαι. Μόνο με μια-δυο λέξεις ίσως στ’ αλήθεια πια. Από ένα ζαχαρωτό που εκτός του ότι θα κάνει μασάζ στο στόμα φρεσκάροντάς το μαζί απ’ την ανασόμποχα θα προκαλεί και λίαν ειρηνικά μελλοντικά φαινόμενα τηλεκατσιάσμα-τος. Όλων των εμποδίων και ενοχλήσεων στις αισθήσεις. Μόνο με δυο λέξεις ε ;  «Στικ Σποτ !». Ας πούμε. Μα-ντραχαλοσουλουποφτιάχτρα πρώτη. Τσίκλες «Ζαμάν Φου» – Πρώτα Μασείστε , Μετά Μασίστας Είστε ! Που θα λέει και του σλόγκαν ο λόγος.
«Είναι κάτι που αναμένεται από στιγμή σε στιγμή α-γαπητοί !» , που θά ’λεγε ο υπεύθυνος για την προώθηση του εν όψει προϊόντος ετούτου , εντελώς άγαρμπα μού ’ρθε ακόμη μια ακαταλόγιστη σκέψη σαν όρθια γροθιά στην κεφάλα μου κατευθείαν και χωρίς διακοπή όπως ραχάτευα με ιλαρότητα κάπως παραπανήσια. Ντροπής πράγματα για έναν ενήλικο δηλαδή. Όταν πρέπει να ανη-συχεί για το μέλλον μεν , με πιο χειροπιαστό τρόπο δε. Έ-στω συναντώντας και κανένα άνθρωπο ανταλλάσσοντας καμιά «καλησπέρα» με χειραψία για να μην του στρίψει η βίδα στην κεφάλα του για τα καλά. Σχεδόν θα τό ’χα πι-στέψει εντελώς πια ότι αν πήγαινα ως το περίπτερο για μια φρουτότσικλα και τη μασούλαγα , μετά θα μπορούσα να αεροβατώ κανονικά και όχι σε καναπέ αραχτός. Οπότε όπως μου καλάρεσε πλέον το θέμα ως ένα καταλλήλως ε-λαφρύ για να απασχολώ κάπως την ανήσυχη σε ώρα ημι-χαλάρωσης τσανακοκεφάλα μου , είπα να δω πόσο μα-κρύτερα γινότανε να πάω με δαύτο για παρέα μου.
Γι’ αυτό προχώρησα προσπαθώντας στη συνέχεια να βρω τον τρόπο για να περιγράψω το μηχανισμό στον ο-ποίο θα μπορούσανε να οφείλονται και οι ιδιότητες που θα χαρίζει σ’ όποιον θα δοκιμάζει κάποτε μια τέτοιου εί-δους τσίκλα. Αρμενίζοντας μέσα σ’ ένα εντελώς τυχαίο στη σύνθεσή του λεκτικό κατασκεύασμα λοιπόν , όπως ετούτο το άνευ γλωσσικής σημασίας της Λουλούκας που μού ’κανε να τό ’χω και για παράδειγμα , δηλαδή το «Στικ Σποτ !» αφού έστιψα για κάμποση ώρα τη λεμονό-κουπα πού ’χε γίνει ήδη η γκλάβα μου μετά από μια κα-θυστέρηση κατέβασα τελικά μια ιδέα.
Θα μπορούσε ίσως , σκαρφίστηκα προσπαθώντας να το δω το όλο ζήτημα σοβαρότερα , ως και με τη μορφή της ακροστοιχίδας που θα σχηματίζουνε τα ίδια τα γράμ-ματά του να περιγράφεται με ένα ευκολονόητο τρόπο τό-σο η σημασία αυτού καθαυτού όσο και κάθε παρόμοιας μορφής ονόματος που θα δίνεται στο ξόρκι απ’ τον οποιο-δήποτε εμπνευστή του αφού θά ’χει κάνει τον κόπο να μασουλήσει πρώτα μια τέτοια σπέσιαλ σε δυνάμεις τσί-κλα.
Επομένως , σκέφτηκα όπως ζούπαγα παραπάνω την τενεκεδοκεφάλα μου την εσωτερικώς κουδουνιστή σαν μαχαιροπηρουνοστεγνωτήρι ακατάστατο που το ψαχου-λεύουνε δυο χέρια για να μπει μια τάξη , ας πούμε πως το όνομα που θα έδινε στο ξόρκι μια από τις Λουλούκες του μέλλοντος , στο αποκλειστικά δικό της τσικλοξόρκι , ίσως να σημαίνανε απλά τα εξής :

Σ  …………… Σύνθημα
Τ  …………… Ταχείας
Ι   ……………  Ιδιο-αποστελλόμενης
Κ …………....  Κατακεφαλιάς

Σ  …………...   Συστήματος
Π  …………...  Περιεργομυστήριας
Ο  …………...  Ολοκληρωμένης       
Τ  ……………  Τουβλογουρλοκουτουλοκαρμοιρότυφλας

Παράλληλα , έπειτα από ένα ανάλογο για το νιονιό που σέρνω στη γιουσουρουμόκουτρά μου ζόρι κατόρθω-σα να κάνω μερικά ακόμη υποθετικά βήματα για το όλο θέμα. Φτάνοντας σε σημείο να περηφανευτώ που μπόρε-σα να φανταστώ το πως θά ’τανε το μέλλον αν υπήρχε η εξής εντελώς μουρλή περίπτωση. Δηλαδή τι θα γινότανε αν οι τυχαίες κατά τα άλλα λεκτικές πυροδοτήσεις αυτού του είδους συνέβαινε να είναι κάποτε όντως εκείνες που θα ενεργοποιούνε ως ένας γενικός διακόπτης ένα τέτοιο ξόρκι. Μια εντολή η οποία θα ήτανε μακροσκελής και πο-λύπλοκη με οποιοδήποτε διαφορετικό τρόπο.
Εννοώντας με τη σκέψη τούτη πως στη νταμαροκε-φάλα μου ένα τέτοιο φαινόμενο μπορούσε κάπως να εξη-γηθεί. Αν με μια-δυο λέξεις μέσα σε ένα τέχνασμα σαν το «Στικ Σποτ !» θα έχει ποτέ του την ευκολία κανένας να χρησιμοποιεί μια πολύ μεγάλη ποσότητα ενέργειας ώστε να υλοποιεί εκπληκτικές επιθυμίες μ’ αυτή. Αν και μπορεί όχι πάντοτε εντός των επιτρεπομένων ορίων ασφαλείας. Όχι πως δεν ελπίζω ακόμη και τώρα για το αντίθετο. Κά-θε άλλο. Φτάνει να γίνεται…
Όπως είχα τσακώσει ένα καναπεδομαξίλαρο για να βολευτώ καλύτερα αρχίζοντας να παίρνω το θέμα πιο ζε-στά αποφάσισα πως πάντως θα πρόκειται για λέξεις που αν δεν επιλεχθούνε στην προκειμένη περίπτωση σε μορ-φή μπούρδας μονοσύλλαβης θα πρέπει , για παράδειγμα , για να εκστομίζει μια Λουλού του μέλλοντος ένα ξόρκι να θυμάται τόσες άλλες λέξεις που για να τις πει όλες μαζί αν άρχιζε την πλησιέστερη Δευτέρα θα τελείωνε το αντί-στοιχο μεθεπόμενο Σάββατο.
Βάζοντας τη μαξιλαράκλα του καναπέ πίσω απ’ το καλότυχο σβέρκο μου διότι παρέμενε παρ’ όλα αυτά τα ακατανόμαστα δείγματα χαμηλοτάτης ευφυίας ακατρα-πάκιαστο , πήρα το ύφος του ειδικού. Πιστεύοντας , λες και ήτανε όλα στο παρά πέντε για το εμπόριο , πως σε κά-θε ακροστοιχίδα ενός για παράδειγμα «Στικ Σποτ !» αντί να υπάρχει μονάχα η περιγραφή για την όλη σημασία του ίσως να είναι δυνατό να γίνει και κάτι παραπάνω. Να πε-ριέχονται σε αυτή τη μορφή ακροστοιχίδων και λέξεις κρυφές και βουβές οι οποίες χωρίς να είναι εκείνες που θα το ενεργοποιούνε , εν τούτοις θα περικλείουνε την πε-ριγραφή όχι μόνο του ονόματος αλλά και της εκάστοτε ε-πιθυμίας.
Ίσως νά ’ναι πιθανό , επέμενα να φαντάζομαι σαν νά ’χε σχέση με την πραγματικότητα. Υποθέτοντας τα εξής παρακάτω πολύ αστεία πράγματα. Ότι μπορεί και να πρό-κειται για λέξεις οι οποίες συναρμολογούμενες σε ομάδες μέσα από την επιθυμία που θα εκφράζει με τη σκέψη του εκείνος που θα τροφοδοτείται με τη σχετική τσίκλα  , θά ’ναι χωρίς να φαίνεται υπεύθυνες για την ακρίβεια στην πραγματοποίηση της κάθε του ευχής. Η οποία με τη σειρά της θα υλοποιείται λέγοντας στη θέση των σκελετικών ε-τούτων κρυφών και πολλαπλών ακροστοιχίδων μια α-πλούστατη μακροεντολή. Δηλαδή κάποια φωνητική συ-ντόμευση που θά ’ναι ίδια  για όλες τις επιθυμίες. Ένα «στικ σποτ !» σε άπειρες παραλλαγές που θα σκαρώνει μια ενδεχόμενη Λουλούκα . Έστω και με ’κείνα τα μπα-ρουτένιας μορφής απρόοπτα που άφησα τον εαυτό μου να υποθέσει λίγο νωρίτερα από τούτες τις σκέψεις , με την ξάπλα νά ’ναι ακόμη η κυρίως απασχόληση.
Ώσπου μην αντέχοντας την αφηρημάδα και το νοη-τικό μπουρδούκλωμα έφυγα μανιωδώς και έψαξα κατευ-θείαν για μολύβι και χαρτί. Ε ! Από ’κει και έπειτα ήτανε που ξέχασα να τ’ αφήσω. Μα για να μη λέμε πιο πολλές μπαρούφες όταν δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να τι μού ’ρθε να γράψω αμέσως μόλις ξαναπλώθηκα στον καναπέ. Φρόντισα να βρω ένα παράδειγμα που να δίνει όσο το δυ-νατόν παραστατικότερα μια εικόνα για όσα είχα καταφέ-ρει να κάνουνε μια μαρμελάδα σε βάζο παραγεμιστή την αλλιώς τίγκα από αέρα και άδεια συνήθως κούτρα μου. Η οποία στο εσωτερικό έκανε μέχρι και αντίλαλο σαν άδειο τριάρι οροφοδιαμέρισμα.
Το παράδειγμα βεβαιότατα και παρατίθεται λίγες α-ράδες παρακάτω. Μόνο που δείχνει σκόπιμα αλλοπρό-σαλλο. Ως μια εκδοχή που καθένας θα ευχότανε να μην προκύψει ποτέ ούτε για αστείο. Ίσως όμως γι’ αυτό ακρι-βώς το λόγο να φαίνεται αμέσως πως δεν είναι τέτοιες ι-δέες για να τις παίρνει στα σοβαρά κανείς.

Ορίστε. Να τι ακριβώς εννοώ.

Ξόρκι Σ.Τ.Ι.Κ.  Σ.Π.Ο.Τ. 

Δείγματα λέξεων για τις ακροστοιχίδες του. Πρόκει-ται για τις στοιχειώδεις υποθετικές λεκτικές μονάδες που όλες μαζί σε ένα άλλο σοβαρότερο και επομένως πιο βα-ρετό παράδειγμα αν είχανε αντικατασταθεί από τις σω-στές θα σχηματίζανε την ολοκληρωμένη εικόνα που θά ’πρεπε να παρουσιάζεται. Ίσως μίας και μόνης αλλά μπουγιόζικης σε διαστάσεις επιθυμίας.

Συμπεθέρες -     Τρακτέρ   -      Ιππότες    -     Κρυφτό
Σολόδερμα   -    Περίδρομος  - Ορθογραφία - Τοτέμ
Σφαιροβολία  -  Τσάρλεστον -  Ιλαρά    -        Κουκουνάρες
Σεξαπήλ     -      Πρωτόκολλα - Ορδές   -       Ταβανόπροκες
Σαλπιγκτές  -    Τσιμπηδάκια - Ίλιγγος   -       Κραμπολάχανα
Σαμπρέλες   -    Προκοπή  -      Οπαδοί -     Τσαρουχόπροκες
Σαρδελοβάρελα   Τανγκό   -       Ιδρώτας    -    Κουδουνάκια
Σάψαλα    -        Πούπουλα  -   Όσπρια     -     Ταγματάρχες
Σαλτιμπάγκοι -  Τυρότρυπες -  Ιατροδικαστές   Κοτόψειρες
Σκυλόψαρα  -    Παρέλαση -    Οδοντόπαστες   Ταπέτα
Σακαφιόρες -     Τηλεγράφημα   Ιπποπόταμος --Κομπρεσέρ
Σκόρδα      -       Προπέλες  -    Οικόπεδα   -    Τυφλόμυγες
Στρουθοκάμηλος  Ταξί     -         Ισοπαλία    -    Κασίδα
Σημαδούρες  -   Παρτέρια  -     Οστρακιά    -   Τουλουμπάκια
…κ.λ.π. , κ.λ.π….

Ε , λοιπόν αν εξαιρέσει κανείς τη λογική όσο και τη σειρά των παραπάνω λέξεων ίσως εν ολίγοις έτσι να είναι περίπου μια παραλλαγή , φαντάζομαι μ’ αυτό το μουρτα-δελοκέφαλο πού ’χω ακόμη , απ’ αυτό τον κρυφό μηχανι-σμό. Ο οποίος αν δεν αντιστοιχεί σε τούτον του ανωτέρω παραδείγματος θά ’ναι μέσα σ’ ένα σωρό παρόμοιας επι-νόησης ένας παραπάνω από ’κείνους όταν τα καταφέρει όποιος συμβεί νά ’ναι τελικά αυτός που θα τους ανακαλύ-ψει , αν υπάρξει και ποτέ , ώστε να βρούνε οι μηχανισμοί ετούτοι με το καλό και την εν λόγω εφαρμογή , μετά βε-βαίως από τη σχετική αναμονή για την οριστική έγκριση κυκλοφορίας στην αγορά , αφού θα έχει περάσει πρώτα όλα τα πειραματικά στάδια των εργαστηρίων ε , που θα κάνουνε εύκολο πράγμα το να επιδρά κανείς δηλαδή τελι-κά στα πάντα και μάλιστα πάνω στην ώρα για να μην πο-λυχασμουριέται και ο κόσμος. Αν έχει μείνει και ως τότε κάποιο ίχνος του…
Καθόλου απίθανο , εξακολούθησα να φαντάζομαι κα-ψοκεφαλιασμένος αντί να ρεμβάζω πια μ’ αυτά ονειροπο-λώντας , ένας παρόμοιας μορφής μηχανισμός κάποτε να εμπεριέχεται σε μια τσίκλα που θα βρίσκεις είτε στα πε-ρίπτερα , είτε σε μηχανήματα αυτοεξυπηρέτησης. Ως στοιχειώδης , κατά το μπαγλαμαδοκέφαλό μου πάντα , για ένα ξόρκι που θα το ξυπνάει κανείς στα κουτουρού ε-ντελώς. Με άσχετες μεταξύ τους λέξεις. Κανονικές ή και κατασκευασμένες. Όπως εξακολουθώ συχνά να φαντάζο-μαι ότι θα κάνει σβέλτα μια κάποια Λουλού μόλις υποτί-θεται ότι θα δοκιμάσει σ’ ένα ενδεχόμενο μέλλον την υπε-ρενισχυμένη φρουτότσικλα με γεύση κάποιου φρούτου , ίσως κερασιού που θα τη μετατρέπει αστραπιαία σε νε-ράιδα.
Μια και τά ’χω όμως κάπως σκόρπια πλέον σημειω-μένα , στο σημείο αυτό καλό θα είναι επιτέλους να τα συμμαζεύουμε για να συνοψίσουμε. Καθότι βρισκόμαστε ήδη κοντά στο τέλος ετούτου του εισαγωγικού κεφαλαί-ου. Οπότε αφού έγινε για τούτα τα επί του παρόντος ονει-ροπόλα φούμαρα μέχρι και ένα υποτυπώδες μα , πάντοτε της απολύτως καταδικής μου φαντασίας σκαρίφημα για τον όλο μηχανισμό τους , έχοντας μαζί κατά νου και την ύπαρξη μιας το συντομότερο δυνατό τέτοιας παλαβά ευ-τυχούς συγκυρίας , σε γενικές γραμμές θα ήθελα να ευελ-πιστώ έχοντας ακόμη απομείνει με την περιέργεια , ότι :
Υπάρχει προοπτική να παρασκευαστεί κάποτε η φρουτότσικλα εκείνη που με το που θα τη μασουλάει κανείς θα ενισχύεται ολόκληρος από υπερφυσική ε-νέργεια.
Τότε , καθώς θα φέρνει στη σκέψη του εκείνο το χά-λι που θα γουστάρει ώστε με της φρουτότσικλας ε-τούτης την ενέργεια την υπερφυσική να εντοπιστεί ως άμεσος στόχος ταυτόχρονα να ολοκληρώνει τη διαδικασία σβέλτα , υλοποιώντας και στην πράξη τη σκέψη του αυτή. Φροντίζοντας να τη φέρει σε πέρας δίνοντας μια πολύ σύντομη φωνητική εντολή. Λέγο-ντας πολύ απλά μέχρι και μια λεκτική ασυναρτησία όπως , για παράδειγμα , «Στικ  Σποτ !».
Αυτό είναι όλο. Περισσότερα με παιδεύουνε να τα σκέφτομαι. Καθότι ακόμη και με τόσα πού ’ναι ως εδώ , η Λουλού μέχρι να τελειοποιηθεί με την εξάσκηση θα εξα-κολουθεί να πηγαίνει χωρίς να βλέπει κατά που μουτζώ-νει. Κάνοντας μέχρι και ρεφραίν για τραγούδι τις λέξεις «Στικ Σποτ !». Την ίδια στιγμή θα γίνονται στο πέρασμά της όλα κουβάρι. Βεβαίως , στο μέλλον μονάχα θα υπάρ-χει η περίπτωση να πρωτοσυμβεί κάτι σαν και αυτό. Ό-που έτσι και αλλιώς ίσως όλα μετά να διορθώνονται μέσα σε ησυχία , τάξη και ασφάλεια. Απλά και γρήγορα από τα κατάλληλα συστήματα επανόρθωσης. Λέω τώρα…Αν τέ-λος πάντων υπάρχει και κανένας πραγματικά σοβαρός λό-γος για κάτι τέτοιο…
Πάντως εδώ που τα λέμε , για νά ’ναι κανείς προετοι-μασμένος για τα κάθε είδους μυστήρια του μέλλοντος υ-πάρχει μία τουλάχιστον ευκαιρία για να μη χρειάζεται να τα περιμένει. Από ’δω και πέρα μάλιστα γιατί να μη λει-τουργήσουμε και ’μεις αναλόγως ; Αφού γίνεται με τα πα-ραμύθια και αλλιώς ας βγούμε απ’ το χρόνο λιγάκι πονη-ρά απ’ το σημείο ετούτο , βρισκόμενοι διαρκώς παράμερα από την εποχή του έτους 4010. Στο κάτω-κάτω κάτι τέ-τοιο μας διευκολύνει εξίσου. Τόσο εσάς ως αναγνώστες όσο και ’μένα για να σας αφηγηθώ τις επόμενες εξωπραγ-ματικές καταστάσεις. Έτσι υποδυόμενοι τους παρατηρη-τές μετατοπιζόμαστε νοητά στο περιθώριο εποχών και γε-γονότων.
Τώρα φυσικά μπορεί να μου πείτε ότι σας έχω αλα-φιάσει στο χρονολογικό τραβολόγημα. Από το «μπορεί» ότι σας πάω στο χάος. Δίκιο θά ’χετε. Όμως τελικά να που βρέθηκε ο τρόπος προκειμένου μέσα σ’ όλη αυτή τη χρο-νολογική ακαταστασία όλα να μοιάζουνε εντέχνως τακτι-κότερα. Ώστε καθώς θα ατενίζουμε εκείνο το μέλλον του έτους 4010 στο εξής ως φανταστικό παρελθόν να το έχου-με ως εφαλτήριο από το οποίο θα ξεπηδά μέσα σ’ ένα μπέρδεμα η συνέχεια από μερικές απίθανες τρικλοποδιές. Έτοιμοι ;
Άντε ! Καθώς έτσι και αλλιώς η Λουλού από ’δω έ-φυγε και επομένως για νά ’μαστε από κοντά είναι καιρός να πηγαίνουμε και ’μεις κατά ’κει όπου ξαμολύθηκε. Ό-ποιος πρόλαβε , ετοιμάστηκε. Το τούνελ βγάζει στο κεφά-λαιο το διπλανό. Εγώ μια φορά απ’ τον καναπέ σαλτάρη-σα. Με τη Λουλού νεράιδα σε τέτοιο παραμύθι , ε ! Αφού είχα να κουρκουτογράψω και τα επόμενα ήθελα-δεν ήθε-λα , ξεσηκώθηκα. Αν επιμένετε να μάθετε για όλα τούτα τα υπόλοιπα της κουνουπιδόγκλαβάς μου φροντίστε να μην καταδεχτείτε να γίνει και η δική σας έτσι και νυστά-ξετε ξαφνικά από τώρα.
Αν και μάλον το ψυλλιάζεστε ήδη. Ποιο ; Ότι έμεινε κάτι ακόμη. Όχι πως είμαι και σίγουρος. Έχω μια υποψία μόνο. Λέτε να παρέλειψα τίποτα το αξιοσημείωτο ; Από όσα  δε θα μπορούσα να φανταστώ σχετικά με το τρέχον θέμα που να σας μπερδεύουνε μέχρι εδώ περισσότερο ; Για να δω ! Εσείς πώς να μου πείτε. Α , ναι ! Γιατί όχι ; Μήπως για καλό θά ’ναι ; Πάλι με απορίες θα μείνετε και θα φταίω απολύτως και μονάχα εγώ με ένα τέτοιο κα-βουρδιστήρι που  μού ’τυχε για μυαλό. Όμως είναι ανα-πόφευκτο. Οπότε πριν γυρίσετε σελίδα μπας και προλάβω και δεν πολυφανεί ότι είμαι όντως τόσο αδέξιος καλύτερα να κάνω πιο λιανά εκείνα τα αθλητικής φύσεως που προ-ανέφερα περί εφαλτηρίων.
Με εκείνες δηλαδή ακριβώς τις σάλτσες εννοώ ότι α-πό το σκηνικό που ακολουθεί αμέσως μετά αλλάζει το ύ-φος στην όλη εξιστόρηση. Τελείως πλέον. Καθώς θα βρε-θούμε κατευθείαν ως θεατές μέσα  σ’ ένα παραμύθι γεμά-το σαματά. Έπειτα από αυτή τη διευκρίνιση , δε μπορεί ! Θά ’χετε ετοιμαστεί για να τό ’χετε κατά νου. Διότι τι κε-φάλα και δαύτη η δική μου… Μια γυάλινη μπάλα την έ-χω καταντήσει ! Με τέτοια αφηρημάδα ζήτημα είναι αν προλαβαίνει κανείς με ηρεμία να πει «Μια φορά και έναν καιρό…». Γι’ αυτό σας αφήνω κιόλας σβέλτα , μια που άργησα. Να προλάβω τη Λουλού να βγει και η συνέχεια.

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH