Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 14

14. Μια Καραβιά Ζάχαρη

Ο καιρός έως τον ορίζοντα έδινε πλέον ένα γλυκό , ζεστό χαμόγελο. Ορεξάτος τελικά ο ήλιος φρόντισε να ρί-ξει μια αχτίδα για να λαμπιρίσει και το χρυσοχάλκινο κλειδί του ροδόχρωμου , αφρατομάγουλου με το κεφάτο , ευγενικό βλέμμα καλοκάγαθου γλυκισματοποιού. Νάτονε που το γύρναγε κιόλας. Με τον μεταλλικό από χρόνια πια γνώριμο , κουδουνιστό του ήχο στο ευτραφές και ζυμαρά-το χέρι του. Έσπρωξε και προχώρησε για να μπει.

Με την πρώτη όμως δρασκελιά έφαγε με μια και μό-νη τηγανιά και το καλύτερο του πρωινού του γεύματος. Το οποίο το είδε συννεφάκι από πάνω του. Νιώθοντας το καρούμπαλο του κεφαλιού πανύψηλο σαν βουνό που ξε-περνάει όλων των ειδών τα πιο ψηλά τα σύννεφα. Πάλι καλά που κατάλαβε «αλεύρι» , μη με ρωτήσετε γιατί , η νεραϊδοζωγραφιά και  όλοι μ’ ένα «ζβουπ !» βγήκανε μπροστά στον εκτός μάχης ζαχαροπλάστη. Τι μάχη δηλα-δή... Καλημέρα ήτανε αλλά και που την έλαβε , έπεσε κά-τω. Μαζί με την ευχή και ετούτος και το τηγάνι που τον χαιρέτησε μ’ ένα τέτοιο «μπανγκ !» ασήκωτο.

Με το που έπεσε ξερός λοιπόν , βγήκανε απ’ το δρο-μολόγιο εκεί ακριβώς συμπούρμουλοι οι εκδρομείς με τη Λούλα Μπόμπινγκς τη νεραϊδονταντά. Κάνανε «Τί ;   Πώς ; Πού;» όλοι σαστισμένοι. Γυρνώντας τα κεφάλια πέρα-δώθε πολύ γρήγορα. Ώσπου πήρανε είδηση ότι εμ-φανιστήκανε στο ζαχαροπλαστείο απ’ το οποίο περάσανε πριν. Αμέσως η ματιά τους καρφώθηκε στον εύσωμο και στρογγυλομέση , παχυμουστακαλή κοκκινοτρίχη με τον σκούφο που ήτανε ξάπλα στην είσοδο.

Η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου με απί-στευτη ετοιμότητα , μάλλον υπερβολική για πιτσιρίκια αλλά φάνηκε προσόν , είπε «στικ σποτ !» μόλις είδε ότι αφήσανε ένα χάος από πριν ξεχασμένο. Καλού-κακού μάλιστα έκανε και άλλο ένα «στικ-και-τα-ρέστα» για πιο σίγουρα. Βιαστικά , με τα χέρια που τα κούναγε για να κατευθυνθεί μια στροβιλίζουσα αστρόσκονη που άφησε άφωνο τον ιδιοκτήτη. Εκείνος αποσβωλώθηκε έκπληκτος να χάσκει και να κοιτάει την υπό εξέλιξη ζαχαρωτοπλημ-μύρα στις βιτρίνες πώλησης πλάι απ’ τον πάγκο του τα-μείου και τη ζυγαριά του.

Γύρισε , αντίκρυσε την υπόλοιπη παρέα μα τον αιφ-νιδίασε η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου. Η ο-ποία δεν έβαλε παρ’ όλα αυτά καν τα δυνατά της να τον καθησυχάσει. Απλώς τού ’σφιξε το χέρι λέγοντας ,

- Όλα είναι εντάξει ! Συγνώμη για την αναστάτωση. Α-ντίο !

Ξερόβηξε και είπανε οι άλλοι «Ναι. Λοιπόν !». Αλ-ληλοβαστηχθήκανε απ’ τα χέρια και ακούστηκε ένα ξερό πρόσταγμα.

- Τώρα !!!

Η μόνη λέξη που τους είπε η νεραϊδονταντά και συγ-χρονισμένοι χοροπηδήσανε επιτόπου εμπρός στη ζωγαφιά πού ’χε στο μεταξύ φτιάξει βελτιωμένη κάπως ο Μητσά-ρας αφού απόρησε και ’κείνος πρώτα για το μέρος όπου ξεφυτρώσανε. Ο ζαχαροπλάστης με μάτι γαρίδα από σα-στιμάρα έκλεισε μηχανικά την πόρτα ξύνοντας το κεφάλι με το δεξί μικρό δάχτυλο του χεριού του. Έκανε έλεγχο , βρήκε τα γλυκά νά ’χουνε πληθύνει αφύσικα και μια απο-θήκη υλικών στο βάθος με ένα φορτίο φρέσκους σάκ-κους. Από άλλου είδους αρωματικά , ζάχαρη και αλεύρι.

Δοκίμασε ένα έτοιμο γλύκισμα από περιέργεια. Φω-τίστηκε σαν λάμπα το κεφάλι του , έμεινε ακίνητος , βγή-κε ένα χαμόγελο πλατυμούστακο , έκανε μπριόζικα εν-δυο πηγαίνοντας μπρος-πίσω , χτύπησε στον αέρα τις φτέρνες , συνέχισε να σφυρίζει εύθυμα ψιλοξεσκονίζο-ντας και έγραψε στη διπλή σαν λάμδα πινακίδα «Κερνάει το κατάστημα ! Δωρεάν γλυκά για όλους !». Άνοιξε την είσοδο και στερέωσε καλά στο πεζοδρόμιο την ξύλινη , φορρητή ταμπέλα. Η μέρα μόλις ξεκίνησε.

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH