Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 4

4. Χοντρές Πλάκες Του Δάσους

Μέρος 2ον

Άμα επιμένετε να έχετε τη διάθεση για να συνεχίσετε παρακάτω τότε σημαίνει πως είναι ώρα να ξανάρθουμε ό-λοι στις θέσεις μας. Επομένως να μη χάνουμε χρόνο. Διό-τι όπως είπαμε νωρίτερα μόλις γίνανε καπνός τα συμπρα-γκαλοτριβελιστήρια της Λούλας , εκείνα που ξεμοναχιά-ζανε άμα λάχαινε και κανένα ανυποψίαστο στην ερημιά του άλσους πού ’χε καθήσει προς το παρόν η νεραϊδού- λα , συνέβησαν ακόμη μερικά εξίσου ζαλαδοκέφαλα νού-μερα. Δηλαδή , μέσα από την τρελλοκαμπερότσαντα δαύ-τη έκανε «τσα !» μια τσανακάρα καπακωμένη μ’ ένα χο- ντρό , γαλανόλευκο καρό πανί δεμένο μ’ ένα καλό , γυα-λιστερό και επίσης γαλανό κορδόνι. Το τσανακόβαζο ε-τούτο θα ζύγιζε τουλάχιστον πενήντα κιλά και είχε μια ε-τικέτα μεγάλη που έγραφε με φουσκωτά γράμματα «Μαρμελαδογκριματσοκοκό !» στη μία του όψη.
Επιπλέον σε κάθε αντικρυστή πλευρά , εκατέρωθεν της ετικέτας της περίεργα μεγάλης ετούτης βαζαράκλας υπήρχε , καθένα περασμένο μέσα σε δυο θηλειές κάθετα τοποθετημένες από ένα κουταλάκι. Δύο δηλαδή στο σύ-νολο. Το παρασκεύασμα τούτο ήτανε δε μια γλυκειά μαρ-μελάδα φράουλας. Η οποία , απότομα και χωρίς κανένα έλεγχο κινήσεων ώστε να ρεγουλάρεται και λίγο η όψη ε-κείνου που την κατάπινε , αυτομάτως έκανε τη φάτσα που το δοκίμαζε να πάρει μπρος με τρόπο κομμάτι άτζαλο. Δί-νοντας ρεσιτάλ από τη μεγαλύτερη ποικιλία που θα έβλε-πε ποτέ του κανείς σε γελοία μούτρα. Τα οποία διαδέχο-νταν το ένα το άλλο ανά δευτερόλεπτο πάνω σε μια και μόνο μούρη.
Με μια κουταλιά , ώσπου να μετρήσεις ως το δεκα-πέντε ξεχείλωνε το πηγούνι σου , έκανε το στόμα νά ’ρχε-ται στα μάγουλα μονόμπαντα , το σαγόνι να πηγαίνει υ-περβολικά μπροστά ή πίσω , μεγάλωνε τη μύτη και  τ’ α-φτιά , αλλάζανε μέγεθος στο τριπλάσιο του κανονικού τα δόντια , μαλλιάζανε τα φρύδια , φάρδαινε το κούτελο και έδινε πλάτος ή τρομερά μεγάλο ύψος στο λαιμό. Τόσο που τελικά λες και ήσουνα από τους ώμους και πάνω σαν πορτατίφ ευλύγιστο όπως εκείνα τα σπιράλ , τα ψιλοκρε-μαστά.
Προκειμένου να δει τα αποτελέσματα και η Λουλού με τα ίδια της τα μάτια , λύθηκε από μόνο του στο βάζο το κορδόνι του πάνινου γαλανόλευκου και καρό καπα-κιού. Έπειτα βγήκανε και τα δυο κουταλάκια απ’ τις θη-λειές στο πλάι του βάζου , βουτήξανε μαζί μέσα στο με-γάλο γυάλινο δοχείο και γεμάτα πλέον βγαίνοντας ψάξανε για εθελοντές. Κάνοντας αμέσως άλλη μια βαθιά βουτιά. Όμως τούτη τη φορά μέσα στην τσαντάρα. Ακουστήκανε κουταλοκουδουνίσματα όπως σε ένα ρεστοράν και αμέ-σως μετά στον αχό των απανωτών δαχτυλοσφυριγμάτων που διακρίνονταν κάπου μέσα στην αβυσσαλέα τούτη τσάντα , ξεπεταχτήκανε αναπάντεχα κάμποσα μουσικά όργανα. Ζωντανεμένα όλα όπως η ομπρέλα της Λούλας.
Εκσφεντονιστήκανε ένα-ένα σαν ρουκέτες από την τσαντάρα ξεμπουκάροντας με μια δίμετρη , σχεδόν τοξο-τή πορεία για να κάνουνε μια σειρά τό ’να πλάι στ’ άλλο. Κοιτώντας τη Λούλα δυο μέτρα απέναντί τους. Τα κουτά-λια της βαζάρας απ’ το «Μαρμελαδογκριματσoκοκό» α-φού είχανε κιόλας μπει και βγει απ’ το βάζο ξεκινήσανε να τρατάρουνε κατ’ αρχήν δύο και έπειτα από απανωτούς ανεφοδιασμούς και τα υπόλοιπα όργανα.
Ένα κοντραμπάσο σαν γιγάντιο , όρθιο βιολί στην ό-ψη , μία τούμπα θηριώδης σαν φουγάρο από υπερωκεά-νειο που έβγαζε και ίδιο ήχο όταν φορτσάριζε , ένα μπάν-τζο , ένα ζεύγος χάλκινα πιατίνια και τελευταία μια τρο-μπέτα. Όλα αιωρούμενα χωρίς να ακουμπάνε στο έδα- φος , σιγομουρμουρίζοντας τό ’να με τ’ άλλο καθώς τα κουτάλια τα κερνάγανε «Μαρμελαδογκριματσοκοκό» και κάθε όργανο σχολίαζε το πόσο νόστιμο ήτανε το πράγμα όλο τούτο.
Η τούμπα πήρε γεύση απ’ το γλυκό με στόμα την κα-μπάνα της , αφήνοντας το κουτάλι ν’ αστράφτει όπως άλ-λαξε σχήμα καί ’γινε σαν μια μπουμπουκάρα για να δοκι-μάσει. Αμέσως είπε τη γνώμη της στο μπάντζο που δοκί-μαζε το «Μαρμελαδογκριματσοκοκό» μέσα απ’ το σκά-φος των χορδών του το ολοστρόγγυλο και συμπαγές σαν άσπρη τούρτα που δεν έχει άνοιγμα για ηχείο. Όμως εμ-φανίστηκε πάνω ’κει στο κεσεδοκαπακωτό αυτό έγχορδο ένα στενό , μεγάλο σαν θυρίδα σε γραμματοκιβώτιο στό-μα καί ’γλειψε τ’ άλλο κουτάλι. Το μπάντζο καταχάρηκε αμέσως και μαζί με την τούμπα ήδη την επόμενη στιγμή αλληλοσυμφωνούσανε για την πεντανόστιμη ετούτη τη γλυκειά μπουκιά.
Έπειτα ήτανε το κοντραμπάσο , το όρθιο γιγαντοβιο-λί που πήρε τη μερίδα απ’ το κουτάλι όπως και το μπάν-τζο. Από το κέντρο του λίαν ευμεγέθους οχτώ στο σχήμα , εύσωμου σκάφους των δικών του χορδών. Μόνο που του κοντραμπάσου το στόμα ήτανε παχουλό και στις άκρες σχηματίζονταν αφράτα μάγουλα καθώς ήτανε και χαμογε-λαστό.
Με τα πιατίνια να δοκιμάζουνε ταυτόχρονα δυο κου-ταλιές κάνοντάς τις σάντουιτς , ζαλίζοντας τα κουτάλια έγινε η συνέχεια. Τα οποία κουτάλια βγήκανε ανάμεσα απ’ τα παλαβοκύμβαλα τούτα σε λίγο για να δώσουνε σε όποιον είχε απομείνει. Όμως πηγαίνοντας ιπτάμενα σαν να ανακατεύανε τσάι σε αόρατο φλιντζάνι αλλά μισολυ-γισμένα , σκύβοντας την κεφαλόγουβά τους και ξεβιδώ-νοντας απ’ το στριφογύρισμα το λαιμό τους. Μέχρι να χαθούνε σ’ αυτή ακριβώς την κατάσταση ξανά στα βάζα και να δώσουνε επιτέλους με ζαλάδα ακόμη στην τρομπέ-τα που είχε μείνει να περιμένει τελευταία.
Η τρομπέτα δοκίμασε λοξοκοιτάζοντας το μπάντζο που χάζευε με τη σειρά του τα δυο πεσμένα με θόρυβο α-νάσκελα στο έδαφος πιατίνια τα οποία λιγωμένα ήδη απ’ τη νοστιμιά λέγανε στο μπάντζο το πόσο ωραίο γλυκό ή-τανε το «Μαρμελαδογκριματσοκοκό». Καθώς γευότανε την κουταλιά η τρομπέτα έδωσε ένα πιο κομψό απ’ την τούμπα σχήμα , σαν λουλουδάκι , στο στόμα της. Στο ο-ποίο μόλις που θα χώραγε μια μέλισσα στην άκρη της κα-μπάνας του για να τσιμπολογήσει το περίφημο τούτο «Μαρμελαδογκριματσοκοκό». Κατευθείαν άρχισε να τρι-βελίζει με τη σειρά της τα πιατίνια δίπλα της μιλώντας για τη νοστιμιά του γλυκίσματος δαύτου.
Τα πιατίνια μ’ ένα σάλτο από δυο μισά πεσμένα ανά-σκελα παραπλεύρως βρεθήκανε να χτυπιούνται μεταξύ τους. Σε ύψος δύο μέτρων απ ’τη χλόη για να φτάσουνε την τρομπέτα να της πούνε ότι όντως έχει δίκιο. Ώσπου να μετρήσει η Λούλα ως το δέκα γρήγορα , ενώ στέκανε όλα στον αέρα είχανε μαζευτεί σ’ ένα πυκνό κύκλο απ’ όπου ακουγότανε ένα ακατανόητο επιφώνημα από επιδο-κιμασίες και «μμμμμ !» που φυσικά οφειλότανε στο πολύ γευστικό αυτό γλύκισμα. Αμέσως μετά απ’ αυτό το βουη-τό πάνω που αρχίσανε να φλυαρούνε ακόμη πιο χαρούμε-να , μείνανε με τη χαρά στο λαιμό.
Στο μισό του μισού κιόλας λεπτού είχανε χάσει ήδη το κούρδισμα και ήτανε πλέον πέρα για πέρα φάλτσα. Ο τόνος τους να γίνεται αφύσικα πιο μπάσος ή πιο λεπτό-φωνος και το σουλούπι τους να παίρνει σβέλτα τρεις ντουζίνες διαφορετικά σχήματα. Μπασόπριμα στον ήχο της φωνής μοιάζανε με πέντε αγελάδες που τις έπιασε ναυτία πάνω που βγαίνανε στη σκηνή να τραγουδήσουνε. Φυσικά στο μεταξύ , καταζουληχθήκανε και παρατραβη-χτήκανε σε διαστάσεις και αλλόκοτα σουλούπια τα φου-καριάρικα τα όργανα τούτα. Ενός λεπτού επίδειξη είχε διάρκεια η επίδραση απ’ το «Μαρμελαδογκριματσοκο-κό». Μετά έγινε ενός λεπτού σιγή για να δει η Λούλα ποιο κινείται ακόμη όπως είχανε ταβλιαστεί στη χλόη του άλσους όλα. Μόλις που είχε πλησιάσει για να τα δει κα-λύτερα όταν σαλτάρησε το κοντραμπάσο και βρέθηκε όρ-θιο μπροστά της φωνάζοντας για σύνθημα ,
¾ Α-χα !!! Πάμε παιδιά !!! Με το τέσσερα ! Έτοι- μοι ;
Έτσι ξεκινήσανε να κάνουνε νούμερα λέγοντας γρή-γορα πολύ και εντελώς απροειδοποίητα γλωσσοδέτες και ιστορίες σε στιχάκια κάνοντας διάφορα σκέρτσα ταυτό-χρονα. Τα οποία μπορεί να αφήσανε τη Λούλα με τα μά-τια διάπλατα στην αρχή μα κατέληξε σιγά-σιγά να ξεκαρ-δίζεται στα γέλια. Όπου νά ’ναι θα δείτε πως άρχισε το πανηγύρι. Απ’ τα όργανα εκείνα που ξεπεταχτήκανε μέσα απ’ την τσάντα. Η οποία ήτανε πιο πριν μια ζώνη για να σφίγγει η Λουλού το παλτό στη μέση της.
Το κοντραμπάσο όπως είπαμε τα φιτίλιασε και η πρώτη φράση βγήκε απ’ την τούμπα. Ένα πνευστό μου-σικό όργανο που ίσως να θυμίζει χωνί από γραμμόφωνο στραμμένο κάθετα με το άνοιγμα προς τα πάνω. Γεμάτο από στρογγυλόφαρδες καμπύλες. Πάντως έχει ένα στό- μα , εκεί ακριβώς που φυσάς για να βγάλει τις νότες , το ίδιο το επιστόμιό του δηλαδή , το οποίο είναι άλλο πράγ-μα. Για να στριφώνει μπαντζάκια σαν ραπτομηχανή απ’ την ταχύτητα έτσι και άρχιζε την πολυλογία. Η τούμπα λοιπόν βγάζοντας έναν ήχο που ήτανε σε ηχητική ομοιό-τητα πολύ κοντά σε ’κείνον του ελέφαντα που λέει α-στραπιαία απανωτές δύσκολες λέξεις με  την προβοσκίδα του διάλεξε εκείνη να κάνει την αρχή με γλωσσοδέτες. Ξεστομίζοντας σαν κουκουτσοροχάλα την πρώτη δύσκο-λη φράση και δίνοντας εναλλάξ πάσες από διαδοχικούς στίχους και στα υπόλοιπα όργανα που αποδειχθήκανε στην πάρλα το ίδιο γρήγορα με ’κείνη.
Αφού το σκηνικό όμως πρόκειται ν’ αλλάξει ξαφνικά χρειάζεται μια παύση εδώ για να έρθει η συνέχεια ομαλό-τερα μονοκόμματη και ξεχωριστά για να μην παρακου-δουνιάσετε. Άλλωστε αμέσως μετά το όλο πανηγύρι αρχί-ζει κατευθείαν και χωρίς εισαγωγικές περιληπτικές εξηγή-σεις. Όμως να μην πολυστεκόμαστε. Άντε και ’σεις αν δε βαριόσαστε μέχρι το κεφάλαιο δίπλα. Με μια ασπιρινού-λα κουτσοδιαβάζεται , μη νομίζετε…

 

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH