Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 19

19. Τα Κανόνια Των Νεραϊδώνε

Η γειτονιά των Άλσελ και Γκέτεμ ήσυχη δεν ήτανε. Αφού είχε τουλάχιστον δύο κάτω των δέκα έτων με εξυ-πνάδα σαν φρουτοχυμό συμπυκνωμένο για κεφάλι μεγα-λύτερο κανονικά. Καθώς και δύο με αραίωση του φρου-τοχυμού που δείχνανε μεγαλύτεροι. Απλώς και μόνο. Ό-πως όταν λέμε αλλιώς ψηλότεροι. Γιατί κατά τα άλλα οι δυο μεγάλοι ήτανε ίδιοι και χειρότεροι από τα παιδιά σε ανακατέμματα και ζαβολιές. Χάρη σε μια τέτοια ζαβολιά λοιπόν να που είχε φτάσει η ώρα και όλοι τους επιστρέ-φανε σε ’κείνη τη γειτονιά.

Ο Ντερτ πριν περάσει κολλάρο το κάδρο πάνω απ’ την Μπόμπινγκς και τους μπόμπιρες στο κατάστημα με τα παλιά , βρήκε την ευκαιρία να σκαρώσει τη φάρσα που άλλωστε σκόπευε να στήσει από πολύ νωρίτερα σε τούτη τη νεραϊδοπαρέα. Μια φάρσα την οποία τη σχεδίαζε ήδη απ’ το ζαχαροπλαστείο εκείνο του ορίζοντα όπου έπεσε να βοσκήσει ο Άλσελ και τον ακολουθήσανε η Γκέτεμ , η νεράιδα καθώς και ο Ντερτ επίσης. Τότε που ο καπνοδο-χοσυμμαζευτής και ζωγράφος μόνο ως ευσεβής πόθος ε-ντός της κεφάλας του πάντοτε , έγραψε πάνω στην πινα-κίδα...εεε...να δεις τι πήγε καί ’γραψε...

...Α , ναι ! «σπύτη Άλλσσαιλ αππαίνναντοι». Το ο-ποίο βγήκε αλεύρωμα απέραντο στην όμοια με συμβολαι-ογράφο σε μούρλα τάξης και τυπικότητας από πλευράς ε-κτέλεσης των εντολών , ορθογράφου σχολαστικότατης σαν δασκάλα στραβόξυλο , κορνίζα και συνεργάτιδα. Τι συνεργάτιδα δηλαδή...Από την αφηρημάδα των χειριστών μέσα σε τόσο πατιρντί στο σχεδιασμό των δρομολογίων , ο Θεός να την κάνει...Αμ , έχουμε άλλονε ; Τί , η Λου- λού ; Α , όσο για τη Λουλού... Πλέον γνωρίζει ο καθείς ό-τι έτσι και αναλάμβανε επισκευή , από σέρβις ήτανε σαν να λέμε Συνεργείο «Το Πέταμα». Όχι , τι ! Το φλάρο της...

Επομένως , με την – Ωπ ! Συγνώμη , καθόλου δεν πάει να γράψω εδώ «τελειομανία» για σύμπτωμα εκ κα-τασκευής. Γράφω «λοξεντέλεια» που της έρχεται κουτί , καθότι κατ’ αρχήν είναι ένας αυτοσχέδιος όρος που θυμί-ζει αμέσως και πιλάλα. Επιπλέον , δείχνει καθαρότερα πόσο κανονική ήτανε η διαδικασία απόδοσης της σημα-σίας στη λεπτομέρεια με την κορνίζα δαύτη. Σε συνδυα-σμό με τα καταμπλεγμένα από σχήμα και ορθογραφία γράμματα , ζωγραφοπράγματα και καπνοδοχοεκφράγματα που διενεργούσε ο Ντερτ γινότανε χαμός.

Αφού έκανε με κάρβουνο κάτι σκίτσα σαν καρδιο-γραφήματα πάντοτε ο Ντερτ ε , πως...Για παν ενδεχόμενο παλμικώς ήθελε προετοιμασία. Διότι σού ’φεύγε το καλ-πάκι και σου έκανε η κορνιζοβουτιά η τυφλή την καρδιά κάρβουνο παρομοίως. Όλοι βουτάγανε στην κορνίζα για να βγούνε από ’κει σε άγνωστη περιοχή μετά εξαιτίας της ελαφρομυαλιάς που τους καταβουρδούλιαζε τις κεφάλες. Με του Ντερτ νά ’ναι εκείνη η κασίδα που έφταιγε συχνά. Βρισκόμενοι , χωρίς να εξηγείται με τη λογική το πως , σε μια κατάσταση επαναλαμβανόμενη με τέτοιο τρόπο που φαινότανε λες και πηγαίνανε αναρρωτικό περίπατο τοίχο-τοίχο στο χάος.

Ο Ντερτ τους έριξε έτσι πρώτα στο ζαχαροπλαστείο μέσα. Τότε με την τηγανιά πού ’φαγε και ο ζαχαροπλά-στης και τον ξαναστήσανε όρθιο πριν πάθει βλάβη. Ακρι-βώς προτού ξαναφύγουνε με νέα ανορθογραφία ή δυσα-νάγνωστη υπογραφή προς μια απρόβλεπτη κατεύθυνση. Η οποία διαλέχτηκε τελικά από την κορνίζα τη μανιώδη εξίσου και με την καλλιγραφία. Μάλιστα το καδροσύνερ-γο της Λουλούς δεν άργησε να αρρωστήσει από τον τσα-πατσούλικο το γραφικό χαρακτήρα και άρχισε να μη τους πολυχωνεύει.

Πάντως όπως και νά ’χε το πράγμα γραμμένο , ο Ντερτ ήθελε πολύ να τους φέρει στη στέγη του Ζουμ. Του γνωστού στα πέριξ ως ναυάρχου. Για να τον γνωρίσουνε καλύτερα. Το ίδιο θυμήθηκε ο Ντερτ να κάνει ξανά και μέσα στο παλιατζήδικο προηγουμένως. Προσπαθώντας να λείπει κιόλας απ’ το ευτυχές – εξ’ ου και το «χεχεχεχε !» – γεγονός. Τελικά έπεσε σε λάκκο που τον σκάβεις μεν με ζωγραφιά αλλά που πέφτεις μια χαρά χωρίς υπερβολές και ’συ μέσα. Με «χεχεχεχε !» κάμποσα άμα είσαι αφη-ρημένος. Όσο ο καμιναδοξεσκονιστής και μουντζουρωτής σχεδίων που τό ’χε βρει σχοινί-γαϊτάνι να βάζει τρικλοπο-διές συχνά στον εαυτό του.

Διότι άλλο ένα τέτοιο ήτανε και τούτο το σκουντού-φλημα που έπαθε χωρίς να αργήσει καθόλου όπως την εί-χε ξεχάσει την κορνίζα του τη μαγική στο πάτωμα του πα-λιατζήδικου. Μπροστά του κιόλας. Εκεί ακριβώς όπου πρόκειται να κάνεις εκείνο το ένα βήμα το παρά λίγο τυ-χερό για να πας στο καλό. Λόγω τύχης κατά πως φαίνεται όμως άμα συμβαίνει νά ’σαι ο Ντερτ πας και ’συ κατά του Ζουμ το μέρος το βροντερό.

Ο οποίος Ζουμ , όπως τον ήξερε ο αρχιασβολοβγάλ-της των καπνοδόχων της περιοχής ήτανε ένας πλακατζής και αθυρόστομος τύπος. Ένας παππούς κοτσωνάτος που σού ’λεγε ιστορίες άμα τον κούρδιζες στη διάθεση. Έλα όμως που ο μπουρδοσκιτσογράφος τον χρειαζότανε για να κάνει μόνο ένα χουνέρι στους υπόλοιπους για να πάει ο ίδιος , μόνος του , να πέσει για ύπνο. Να συντομεύει η όλη περιοδεία να κάνει νανάκια με όνειρα γλυκά και τα σχετικά τα παραμυθένια. Πράγμα που θα κατάφερνε αν δεν έτρωγε τα μούτρα του στο ίσωμα , πέφτωντας τελευ-ταίος και καλύτερος στο κάδρο του μέσα.

Έτσι , μια και έπεσε ντουγρού κατά ’κει και ο Ντερτ και έκλεισε η κορνιζόπορτα πίσω του όπως εξαχνώθηκε , τώρα νάτη που ξανάνοιγε μπροστά τους , ευτυχώς χωρίς άλλες εμπλοκές. Ιδού λοιπόν που είχανε ξεμπουκάρει :

Στον αέρα όλοι , ψηλά , κοντά στου Ζουμ το πυροβο-λείο. Την ταράτσα του.

- Βλήμα ! Σκύψτε !

Ακούστηκε δυνατά όπως αντέδρασε αμυνόμενη φω-ναχτά η Γκέτεμ. Ενώ εκείνη αεροπήγαινε μια μπίλια αε-ροερχότανε και όλοι να βρίσκονται καθ’ οδόν εναερίως. Ίσαμε καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά απ’ την ταράτσα του ναυάρχου Ζουμ. Παλιού , καλού και πολύ κοντινού , άρα ενοχλητικού τελικώς γείτονα. Καθ’ όλα αληθές διότι έμενε σε μια απόσταση όσο εξήντα μέτρα απ’ το σπίτι των μικρών. Αφού ο Αλέκος ο Φραγκοδεκατεβαίνογλου , δηλαδή ο Άλσελ Φορνόουλες γειτόνευε δίπλα στην Καίτη τη Μπογοδιφραγκομαζωξοπούλου , δηλαδή τη Γκέτεμ Μπακς και ο ναύαρχος Ζουμ ήτανε ο απέναντί τους γείτο-νας.

Το σπίτι του γερο-Ζουμ έμοιαζε με τις τετράγωνες ντουλάπες τις παλιές πού ’χε ο Τέλης ο Ντούκουρας στο γιουσουρούμ. Τετραγωνισμένο όλο το σπίτι του ναυάρχου σαν ψυγείο πέντε αστέρων απ’ τα παμπάλαια , τα βαριά. Ο Ζουμ βέβαια είχε το χούι να κατοικοεδρεύει νυχθημε-ρόν πάνω στην ταράτσα του μαζί με τον ύπαρχό του τις ζεστές μέρες. Δεν ανεβοκατέβαινε σ’ όλο τούτο το τριό-ροφο σπίτι του. Το οποίο είχε στην ταράτσα κάγκελα γύρω-γύρω. Ούτε λίγο-ούτε πολύ η στέγη του γερο-Ζουμ  έμοιαζε σαν πάρκο με ροδάκια για μωρά πού ’ναι απ’ τη γκρίνια βραχυκυκλωμένα ώρες. Για να τρέχουνε λοιπόν μαζί με το παρκοκλουβί κάθονται συνεχώς μέσα ’κει κά-νοντας σαματά. Έτσι και ο Ζουμ. Κοτζάμ κανόνι είχε για να παίζει στην περιφραγμένη με κάγκελα από σίδερο μα-σίφ , ταρατσάρα του.

Όσο για τη λοιπή όψη του ναυαρχόσπιτου ε , είχε και τα κλασικά αγγλικά τζαμοπαράθυρα με έξι τετράγωνα τζαμάκια πάνω από άλλα έξι σε ένα παράθυρο , καθώς και σκεπαστά μπαλκονάκια. Εξογκωμένα σαν δαχτυλίδι μονόπετρο για αρραβώνα , με πέτρα σαν μάτι γρουσούζη γουρλωμάτη τραπεζίτη που του χρωστάει λεφτά ο αρρα-βωνιαστικός. Με μαρκίζες σαν όμορφη , ακριβή κορνίζα , στον τρίτο του και τελευταίο όροφο θύμιζε ένα σκαλιστό κουτί με κορώνα τριγύρω του. Καγκελοσιδερένια. Έχο-ντας μια λοξή , γύψινη λωρίδα κάτω ακριβώς απ’ το χεί-λος της οροφής σε καθεμιά πλευρά του.

Η είσοδος του σπιτιού ετούτου όπου ταρατσοκατοι-κούσε ο Ζουμ ο ναύαρχος ήτανε μια πορτάρα βαριά , α-σήκωτη , με τετράγωνα καρούμπαλα και ένα κρίκο σαν σιδεροκούλουρο που ζύγιζε όσο και το κεφάλι του μπάτ-λερ. Ο οποίος είχε φροντίσει να την κοπανήσει , όχι την πόρτα με τον κρίκο γιατί θα του σφυρίζανε μεταβολή , την πατούσα του τη μία εμπρός από την άλλη και γρήγο-ρα. Όσο ήτανε νωρίς. Ο Ζουμ μπορεί να μην τό ’χει πάρει ακόμη χαμπάρι άλλωστε. Καθότι είναι στημμένος μαζί με τον ύπαρχό του στην ταρατσάρα του την ανακτορική. Δη-λαδή , καλά.  Μπορεί να υπερβάλλουμε. Πάντως , για να μην πούμε και άλλα  ήτανε ένα κατάστρωμα με κουπαστή πρώτου μεγέθους.

Μάλιστα προς τα ’κει είχαμε ξεκινήσει για να πάμε       και ’μεις και μείναμε σαν στοπ-καρέ μαζί με τη Γκέτεμ , τη Λούλα τη Μπομπινγκς τη νεραϊδαεροσυνοδό και όλους τους ουρανοπορούντες χωρίς αεροσκάφος. Οι οποίοι σύσ-σωμοι ως το διασκεδαστικότερο άθυρμα της γκίνιας , παι-χνιδάκια της τύχης μ’ άλλα λόγια ε , τραβάγανε ραπανιά που λένε οι αεροπόροι. Δηλαδή εφορμώντας με τα μου-σούδια προς τον άμαχο πληθυσμό τον ήδη τριβολιασμένο και από άλλα , πολλά και διάφορα τσιλικρωτά και καλι-καντζάρες εδάφους. Κομητοταξιδεύοντας δε και ασπινθή-ριαστοι από νεύρα και ορμητικότητα κάπου τρία οικοδο-μικά τετράγωνα μακριά από του Ζουμ την καγκελοταρα-τσαράκλα αλλά με σημάδι επακριβώς το πόστο το δικό του. Σχίζοντας σε ύψος καμιάς ογδονταριάς μέτρων τον αέρα.

Διόλου συμπτωματικώς τους πλησίαζε ξαφνικά ένα βλήμα που φάνηκε νά ’ναι απαραδέκτως ψυχρά όσο και μελετημένα – δηλαδή εγκαίρως – πυροδοτημένο απ’ το σημείο όπου πηγαίνανε να προσγειωθούνε όλοι. Είχανε μόνο κάτι λίγα , κάπου διακόσια παρά κάτι μέτρα για να φιλήσουνε με ανακούφιση την ευρύχωρη και μακριά τα-ρατσοσκεπή του Ζουμ όταν τους μουντάρησε ο γερο-τσά-καλος ο ναύαρχος με την κανονάρα. Ρίχνοντάς τους όχι προειδοποιητική γιατί στοιχίζει , κανονική βολή να ξε-μπερδεύει , να ησυχάζει χωρίς υποδοχές και καλοσωρί-σματα. Με βλήμα που το πήρε πρέφα η Γκέτεμ η οποία έτυχε και ήτανε ανιχνευτής με το ζόρι.

Βέβαια , όχι πως οι πτήσεις τούτες , ένα είδος εξόδου από μια ουράνια , αέρινη σαν αχνό σύννεφο πόρτα δε σε μπλέκανε σε κάθε άλλη περίπτωση και εναερίως προτού προσγειωθείς για τα καλά. Φυσικά και καταμπλέκανε τους πάντες που μπαινοβγαίνανε από ’κει πέρα μέσα. Πα-ραπάνω και απ’ όσο θα χορταίνανε και οι πιο ανθεκτικοί τις αναποδιές. Τό ’χουμε χιλιοπεί για να μην τό ’χει κά-ποιος από σας κατά νου.

Σε ό,τι αφορά ωστόσο τη Γκέτεμ , η πιτσιρίκα είχε προλάβει κάπως να κορνιζοπροπονηθεί. Διότι της είχε τύ-χει να πέσει και να μπει για να ξαναβγεί απ’ την κορνίζα καμιά δεκαπενταριά φορές. Μέσα σε μισό μόλις λεπτό. Στην ταράτσα που ανήκε ως τμήμα της ίδιας στέγης στο σπίτι του Άλσελ. Εδώ , λες και ήτανε αναμενόμενο , βρι-σκόμενη σε εγρήγορση πλέον αφού έπαθε και έμαθε , ει-δοποίησε τους άλλους του σμήνους πλάι και ξωπίσω της. Αν και κανένας ιδιαίτερος λόγος γι’ αυτό δεν υπήρχε ε-κτός από την άκρως ενοχλητική καθυστέρηση που προκα-λούσε η όποια αναποδιά σε τούτη την κάθε άλλο παρά βόλτα , περίπατο ή για να ακριβολογούμε , λόγω υψομέ-τρου , ώρα αναψυχής.

- Αναψυχής ε ; Πως ! Βέβαια ! Από τον ουρανό προς το έδαφος τώρα , θα μου πεις , η ψυχή και ό,τι άλλο κουβαλάς ζωντανός σ’ ένα κόσμο όπως ετούτος πάει για κάτω αντί για πάνω χωρίς φτερά ή τουρμπίνα ή έστω έλι-κα. Άσε που μετά δεν ξέρουμε ! Τι να κάνουμε ! Τουλάχι-στον ας είναι μύτη ή αφτί αν δεν είναι φλουρί ό,τι θα δα-γκώσεις σε λίγο Γκέτεμ. Να μην κρατήσει μόνο άλλο αυ-τή η νεραϊδοπανήγυρη και να μην πάει μακριά όλη η βόλ-τα με αυτούς τους ουρανοσαλταροκλώτσους τους κορνι-ζάτους.

Σκεφτότανε σιωπηλή η Γκέτεμ σε ανύποπτο χρόνο , παρηγορώντας τον εαυτό της και μαζί αναρωτώμενη. Ο-πότε νιώθοντας ότι θα της έστριβε για τα καλά με κάτι τέ-τοια , μπας και κανένα στοιχειό όπως καμιά αόρατη κρα-σοκαράφα που θα σκότωνε τις ώρες της χειρότερα για να ξερουτινιάσει της απαντούσε απ’ το υπερπέραν , η Μπακς η τόση δα ψευτορώτησε όποιο φάντασμα έστηνε πιο συ-χνά αφτί για ψιλοκουβέντα ,

- Μήπως όλως τυχαίως , συμπτωματικά και δεν πολυπα-ρακαλάμε κιόλας αλλά άμα γίνεται. Για να μην έχουμε κανένα καινούργιο μαλλιακουβάριασμα...Τί ; Όχι ; Ε ;

Έτσι άρχισε να παραμιλάει η Γκέτεμ η τρομερή. Χω-ρίς δύναμη για να κάνει πρακτικότερες σκέψεις για την α-ντιμετώπιση τέτοιας καραμπόλας , δίνοντας μόνο μια φουριόζικη προειδοποίηση προς τους ρέστους αεροναύ-τες.

Δηλαδή ήτανε να μη σου τύχει εκείνο το στιγμιότυ-πο. Εδώ μέχρι και μια σπιθαμή σαν ετούτη δεν έμεινε κάλμα. Βέβαια όχι πως είμαι κηδεμόνας όσο και μια ο-ποιαδήποτε νεραϊδονταντά μιας τόσης δα , θαυματουργής οπωσδήποτε , Γκέτεμ αλλά θα γίνεις άλλο πλάσμα με κά-τι τέτοια απρόοπτα. Θες δε θες ! Υποχρεωτικά καλύτερο αν και όχι χαλαρότερο και ανέμελο εννοείται. Με τις μπό-μπες κατά πάνω σου , φάτσα και εμπρός από την αντίθετη της εισόδου του σπιτιού πλευρά της στέγης του καλού αλ-λά δοκιμασμένου πολύ από ταρακούνημα στεριανό και θαλασσινό ναυάρχου , πλοιάρχου , ναυκλήρου – σκοτι-στήκαμε όσο και τα ψάρια – Ζουμ.  

Ο οποίος τους στραβοεντόπησε με το κυάλι στο ένα μάτι. Αντί πιπίλας σε στόμα μικρού. Επιπλέον έχοντας στην κατοχή και τον απόλυτο έλεγχο του ένα αληθινό κα-νόνι με βλήματα σαν φράπες μεγάλα μα σφαιρικά. Ένα α-ληθινό κανόνι δηλαδή που ήτανε ό,τι για τα μωρά η κου-δουνίστρα. Στην ταράτσα-παιδικό πάρκο του σπιτιού του. Πρέπει να το ξαναπούμε , ναι. Για να καταλάβετε λίγο που βαδίζωμεν...εεε...που αεροβατώμεν , συγνώμη , με τέτοια φόρα πού ’χουμε. Όχι μόνο εμείς. Μαζί και η οβι-διά.

Πράγμα που σημαίνει πως δεν πρέπει να μας φάει άλλο η αγωνία. Γι’ αυτό περνάω στη συνέχεια. Τελικά νιώθοντας να ξεχειλίζει από τύχη την έπαιξε τη βολή του κανονιού του γερο-Ζουμ μπιλιαρδακόντιο σχεδόν οριζό-ντια πλέοντας όπως πλησίαζε στο μπουρλοτολήμερο εν πτήσει μια Γκέτεμ μα τι Γκέτεμ ! Πάντα έτοιμη ! Όπως φάνηκε τελικά λίαν συντόμως. Σαν οδηγίνα , αμέ , σώμα-τος ζουρλοπροσκόπων , ν-αι..., με φωτοστέφανο , ουού , μικρού λυκόπουλου , μπράβο , καλά πάμε , οπότε λοιπόν έγινε ακοντιόστεκα – κοίτα να δεις – στα χέρια της η ο-μπρέλα.

Λες να την ισιώνανε τα χέρια τούτα , που για μπου-λουκόμπουφλες τά ’πιανε φαγούρα άγρια , έτσι και την κράταγε για καιρό ; Δεν ξέρω και αναρωτιέμαι καθώς λυ-πάμαι κιόλας και ’γω. Η νεραϊδοβοηθός η ομπρελάρα που είχε όνομα Πετάξου Μια Στιγμή νάτη που ήρθε και την πλεύρησε τη Γκέτεμ. Κατ’ εντολή φωναχτά ονομαστική από τη Λούλα τη Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου που πε-τούσε σαν οπισθοφυλακή. Η πότε γκρίζα καρό ανοιχτό-χρωμη , πότε λευκή όπως τώρα ομπρέλα απ’ το πουθενά το ουρανογάλανο έκανε «κου-κου !» αφήνοντας εαυτήν για τη βολή στα χέρια της Γκέτεμ που χτύπησε ακριβώς κέντρο.

Έριξε λοιπόν η τόση δα η πιτσιρίκα διάνα βολή και απέκρουσε την οβίδα τούτη του γερο-Ζουμ. Η οποία οβί-δα έβγαλε χέρια , πόδια , στόμα , μάτια , μύτη , αφτιά , φρύδια , καπέλο , βρακί , που το τράβηξε πριν πέσει , ε... τι , αφού μόλις που ντυνότανε , στη στιγμή , ναι...ε , ένα μαύρο παντελόνι με τιράντες , παπούτσια μαύρα με ά-σπρες γκέτες καθώς και μαύρο πουκάμισο με άσπρα επί-σης πουά. Με ζωηρά κίτρινα κουμπιά και παπιγιόν ολό-λευκο.

Έβρισε κιόλας η κανονόμπαλα δαύτη ακριβώς την ώ-ρα που φυτρώνανε τα διάφορα. Σε φάση ανάποδης κωλο-τούμπας ως μπίλια που κυλάει στον αέρα μετά από ιπτά-μενο μπιλιάρδο. Με αντίπαλο την Πετάξου Μια Στιγμή την ομπρελάρα για στέκα που για όποιον την έβλεπε ήτα-νε σαν υπασπιστής κάποιας φρουράς πού ’χε τον σκουπι-δοτενεκέ για φυλάκιο. Η Γκέτεμ πάντως , γεννημένη μπι-λιαρδόρος , ακόμη και με τόσα απρόοπτα έριξε μια βολή σκέτο φαρμάκι κάνοντας έως και μια μπίλια να φουρκι-στεί παραφρόνως πολύ ομολογουμένως. Επειδή τούτη η καραμπόλα έτυχε νά ’ναι πολύ αιφνιδιαστικότερη για την ίδια τη μπίλια. Στο σημείο που την πέτυχε η ατσίδα η Μπακς μάλιστα. Παρ’ όλο που τελικά ήτανε εντελώς σφαιρικό το όλο σχήμα της οβίδας της ζωντανής που πε-ριστρεφότανε ήδη αποκρουόμενη και στον αέρα οριζο-ντίως κυλώντας. Σαν μια μπάλα του μπόουλινγκ με λιγό-τερο από το μισό της όμως μέγεθος. Περιστρεφόμενη πλαγίως προς τα πίσω και περιαξονικώς.

Αφού γύρισε , έβρισε , γύρισε , έβρισε , γύρισε , έ-βρισε σε διάλεκτο ναυτικής οβίδας παλιού καλού πολεμι-κού ναυτικού κομψότατα , φρέναρε στο κενό και κοντο-στάθηκε να κοιταχτεί για να δει τι της συμβαίνει. Μόλις είδε το αερολεφούσι έβγαλε σφυρίχτρα , συνοφρυώθηκε , άλλαξε ντύσιμο μονοκοπανιά σε αεροτροχονόμος και έγ-ειρε το μπιλοκεφαλόσωμα για να κόψει ανάστημα για τον καθένα χωριστά. Μετά έδωσε τη διογκωμένη , ασπρογα-ντοφορεμένη του χερούκλα το βλήμα δαύτο για να συ-στηθεί. Με το χέρι σε αναμονή χειραψίας έσκασε εκεί που βρισκότανε , μια δρασκελιά απ’ τον Ντερτ , στο ύψος της κοιλιάς του σε δυνατά , βροντερά γέλια και είπε με χαρά ,

- Χαλόου Δέερ ! Μπολ Λαστπόκετ ! Γνωστός και σαν Μπίλιας Αστραποσπιθοστέκας ! Ξακουστός κάργα !

Αμέσως μετά τη χειρονομία ξανάλλαξε στα πολιτικά απότομα και ίσιωσε το παπιγιόν με το άλλο εξίσου υπερ-φυσικού μεγέθους χέρι. Η άλλη η γαντάρα ήτανε ακόμη σε θέση «χαίρετε !».

- Τί τρέχει πάλι ρε Μπολ ; Βγήκαμε να ξεσκάσουμε ; Για αδέσποτες ;

Καλοδέχτηκε τη βολίδα ο Ντερτ σφίγγοντας το χέρι του Μπίλια του Αστραποσπιθοστέκα οπότε μ’ ένα «χοπ !» πήγε η κανονόμπαλα με τη σειρά της να γαντζωθεί για ν’ ανέβει στου Ντερτ το λιγνόχερο για να βολευτεί εκεί πέ-ρα. Γι’ αυτό και του καμιναδοξεμπουκωτή των τζακιών η παλάμη άνοιξε και ένιωσε μια χαρά πάνω της όπως στά-θηκε ο φωνακλάς , στρογγυλός μπιλοσίφουνας.

- Ό,τι πρέπει για να δεις λίγο κόσμο να τον χαιρετήσεις !

Είπε ο Μπίλιας με φωνή μπάσα ψημμένου τύπου από βολές , ο οποίος άρχισε ,

Έχω το νου μου στις ντομάτες και ζωηρεύω λίγο στο στιλ τώρα τελευταία ! Σαν να ξέρω πως είναι όταν την πέ-φτουνε σε τίποτε κοστουμάκηδες για να ρίξουνε απότομα κανένα φιλί σε πρόσωπο και αφήνουνε αδερφέ μου ένα κοκκινάδι άλλο πράγμα αλλά εκεί είναι οι άλλοι που βλα-στημάνε ! Δε γουστάρουνε βλέπεις με το ζόρι δίαιτα με ζαρζαβατικά !

Η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου , ψηλολέλεκας , δίμετρη , ενώ μισοχαμογελούσε κούνησε τό ’να απ’ τα δυο τα μακρυνάρια τα χέρια της σαν νά ’λεγε εύθυμα «τε-λείωνε !» στην κανονόμπαλα ξέροντας από παλιά τι σόι γλιστρίδα ήτανε. Έπειτα , αφού το βλήμα τούτο του κανο-νιού το βούλωσε , η νεραϊδούλα χαμογελαστή ακόμη και δήθεν χωρίς πολλά-πολλά είπε κοιτάζοντας τον ανθυπο-ζωγράφο και φαρσέρ φίλο Ντερτ. Τον Δερβισοψηλολελέ-κογλου τον Μητσάρα με τ’ όνομα.

- Άντε , ας κάνουμε μια αντεπίθεση , ας είναι Ντερτ , στου γερο-Ζουμ μια και ήρθαμε τόσο κοντά στη σαματα-τζήδικη την ταράτσα του σπιτιού του. Να γίνουμε ναύαρ-χοι για σήμερα όλοι και φεύγουμε και από ’κει με λοφία μετά.

Αποφάνθηκε για τη συνέχεια της καταστάσεως η Λούλα Μπόμπινγκς. Χτύπησε έτσι στον αέρα άφωνη τα δυο δάχτυλα , το τρίτο με τον αντίχειρα της αριστερής της χερούκλας της πετσοκόκκαλης και μακρουλής και μετά είπε το ξόρκι το γνωστό. Για να σουλουπώσει τους ακο-λούθους της όλους επιτόπου. Οι μικροί επιτέλους φανή-κανε πάλι ντυμένοι στο στιλ ο καθένας το φυσιολογικό το απολύτως δικό του. Χαθήκανε μαγιό και λοιπά εξαντρίκ από προηγούμενο μαγικό κόλπο και βρεθήκανε με τα ρούχα τους. Ένα προσωπικό εντελώς γούστο μα και ολόι-διο με ’κείνο που τουλουμιαζότανε κανείς όποτε φραγκό-ραβε το «Στικ Σποτ !» ντυσίματα ιδανικότατα για πολυ-καταστήματα ρούχων για τις απόκριες αλλά δεν έφταιγε και κανείς ! Με δυο λόγια , στικ-ξεστίκ , σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα ήτανε πάνω στους μικρούς η συνολική εμ-φάνιση ξανά αν λογαριάσει κανείς σοβαρά τη φινέτσα.

Ο Άλσελ ανακουφίστηκε μάλιστα. Ναι. Ε , όσο για τη Γκέτεμ απλώς αδιαφόρησε για την όλη αλλαγή απ’ το μετά ξανά στο πριν το δικό της. Μόνο σιγομουρμούρησε παραδομένη στο «μπέκα-τσακ-βγέκα-τσουκ !» το άχαρο και ζαλαδονεραϊδένιο.

- Ούτε τα μισά απ’ τα ρούχα που φόρεσες δε μπόρεσες να μη χάσεις από πάνω σου και βρέθηκες με μπανιερό και ούτε καν κοιμόσουνα όταν τό ’παθες το καψόνι αυτό με τα ξόρκια τούτα που κεκεδίζουνε. Τι μου λες εμένα τώ- ρα ! Μετά να δεις πως θα βρεθούμε Γκέτεμ !

Το μόνο που είπε δυνατά η Μπακς η πιτσιρίκα ήτανε τελικά ,

- Μήπως να κρατάω ένα δωράκι ή έστω να φοράω κανέ-να κράνος ; Αν υπάρχει πρόχειρο ;

Ο Μπίλιας ο Αστραποσπιθοστέκας επιτόπου έκανε έ-να σχόλιο πάνω σε τούτη την ερώτηση. Ένα σχόλιο μάλ-λον κολακευτικό , λέγοντας ,

- Κέρδισες άλλα σέα μόνο μ’ ένα «τσακ !». Άλλη μια σβάρνα να μας πάρει μαζί σου η τύχη και θα μας ξεβρα-κώσεις όλους μικρή ! Στο κατάστρωμα ο Ζουμ θά ’ναι σαν παλιόκοτα ξεπουπουλιασμένη σε κλωσσοκαβγά άμα θα κάνω εξαιτίας σου άλλο γκελ !

Ξεφούρνησε χοντρά και γέλασε μ’ αυτό που είπε και ο ίδιος ο Μπολ Λαστπόκετ.

- Σσσστ ! Σκάσε !

Έκανε στην οβίδα ο Ντερτ.

- Μπαρδόν αν έριξα καμιά βαριά κουβέντα μικρή !

Συμμορφώθηκε αμέσως παρ’ ότι αδέξια σ’ αυτά η ο-βίδα.

- Τα ρούχα πού ’χω απ’ το «τσακ !» μου κάνουνε αν και ανησυχώ το ίδιο. Λέω να μη μάθω τίποτα περισσότερο. Ακόμη και αν πρόκειται να ντυθώ καλύτερα. Όσο για τον Ζουμ δεν παλεύεται ! Μη σκας. Είναι θαύμα που ξέρεις και το δρόμο για επιστροφή και του χαλάς και το γλέντι να τα κάνει όλα ένα πρώτης τάξεως ρημαδιό. Ενώ για να γινόμαστε μπίλιες , τι να σου πω ! Είμαστε ό,τι πρέπει για καληνύχτα !

Αποκρίθηκε αναλόγως η Γκέτεμ Μπακς στην κανο-νόμπαλα.

- Εγώ θά ’θελα μια μπουκιά από γλυκό έτσι για αερομε-ζέ τώρα εδώ όπως είμαι. Να , σαν του Μπίλια του Αστρα-ποσπιθοστέκα στο σχήμα αλλά άμα θά ’χω μπλεξίματα με σοκολατοχειρολαβές να λείπει ! Θα με βαρυστομαχιάσει πριν προλάβω να πάρω γεύση. Άλλωστε κάτι τέτοια μπο-ρεί να τα μεζεδιάζουνε σβέλτα μεν , όμως κανόνι για να πάει το κοκό κατά κάτω να βολευτεί χωρίς να πέσει και δάγκα είναι λίγο βάρβαρο σπορ. Σκέψου να τον δάγκωνα πριν με τη φόρα τη ντεραπαριστή πού ’χε. Ε , Μπολ ;

Μπήκε στην αερολογία και ο Άλσελ. Πήρε αμέσως απάντηση. Η οβίδα του είπε ,

- Μικρέ με μπέρδεψες με τα γλυκά και τις δαγκωνιές. Να πιαστώ πού – είπες ; Δεν ξέρω τι λες ! Στα δόντια μπόμπιρα ; Σού ’φυγε το μυαλό ρε μικρέ ; Για να με δα-γκώσεις εμένανε πρέπει να με σταματήσεις με ό,τι δόντια έχεις πρόχειρα και είναι ζόρι. Να με δεις στο κανόνι πως φεύγω , μετά θα κάτσεις καλύτερα. Θα το ξανασκεφτείς να φας και πατατοκροκέτα στα γρήγορα !

Ενώ στέκανε ακόμη στον αέρα ξεκαρδιστήκανε όλοι. Πέταξε η νταντά το καπέλο που έπεσε σαν σε αόρατο δά-πεδο σταματώντας εμπρός απ’ τις μύτες των χοντροπα-πουτσιών της και έκανε να το ισιώσει σε πίτα. Μ’ ένα πα-νύψηλο , άγαρμπο , απότομο και βατραχοπεδιλάτο τσαλα-πάτημα. Το καπέλο που είχε όμως αντίρρηση της ξεγλί-στρησε σβέλτα. Η παραμανονεράιδα πάτησε το κενό ξαφ-νιασμένη. Έμεινε να κοιτάει το γκλαβαδοσυμπλήρωμα της γκλαβαδοκεφάλας της.

Το οποίο βρήκε μάλιστα την κορνίζα λίγο πιο ’κει να αιωρείται  και ’κείνη στο κενό. Οπότε , ε ! Το καπέλο ε-τούτο το μοναδικό της Λουλούς έφυγε κατά μέσα στον καδροτενεκέ των αχρήστων και χάθηκε. Η νεραϊδονταντά έτρεξε και βούτηξε και αυτή κατά ’κει. Με το κεφάλι. Μοστράροντας τις γαϊδουροπατουσάρες της. Αφήνοντας πίσω της τους πάντες για καπελοκαταδίωξη...

Ο Ντερτ κοίταξε αμέσως μετά απ’ αυτό το συμβάν τον Αστραποσπιθοστέκα που γύρισε με τη σειρά του και τού ’κανε ,

- Τί τρέχει με το καπέλο ; Γιατί σαλτάρησε η κυρά ;

- Δε θα μάθεις , πάμε !

Λέει λοιπόν και του Μπίλια όπως τον είχε να στέκε-ται στις οβιδοπατούσες του τις μικροσκοπικές πάνω στο ανοιχτό χέρι του ο Ντερτ.

- Όρμα !

Συμφώνησε ο Μπίλιας με τη σειρά του. Μα τι έγινε ! Πάνω που θά ’κανε νόημα στα παιδιά ο Ντερτ παραμέρη-σε ξαφνιασμένος όπως ερχότανε ο Άλσελ με φόρα. Όμως ο – κάποια μέρα ίσως και ζωγράφος – Ντερτ δεν ξέρω πως τό ’χε στραβομάθει το παιχνίδι διότι ξανασκουντού-φλησε. Βρήκε με τη φτέρνα πάνω στο κάπως προεξέχον πλαίσιο , όμοιο με τετράγωνη πιατέλα της κορνίζας. Οπό-τε κουτρουβάλησε κρατώντας τον Αστραποσπιθοστέκα τρίτος στη σειρά.

Βουτώντας ακριβώς πίσω απ’ τον Ντερτ ο Άλσελ κράτησε τη φόρα του έχοντας ήδη κάνει άλμα με τα πό-δια. Το οποίο φάνηκε σαν εναέρια στάση σε κάποιο αόρα-το κάθισμα.

Η Γκέτεμ ε , πάνω στο στιγμιότυπο τούτο ήτανε που θυμήθηκε και ξετσιμπλιάστηκε καθώς κοίταζε τι γινότα-νε. Όταν ξαφνικά η ομπρελαράκλα με τη λαβή της έμπλε-ξε με την κοτσίδα της μικρής για να της τραβήξει την προσοχή. Η Γκέτεμ μ’ ένα «Εεεεϊιι !» ενοχλημένης γύρισε για να δει τι την τριβέλιζε. Η ομπρελάρα χωρίς να αργεί δευτερόλεπτο έλυσε από  τη λαβή της το κοτσιδομπλέξι-μο. Έλα όμως που τόλμησε και στάθηκε μπροστά στην Κλωτσαποτέτοιους την τόση δα !

Το βοήθημα της νεραϊδονταντάς ξερόβηξε πρώτα , έ-κανε «εμμμ...» και «αμμμμ...» , μετά έκανε νόημα με το γάντζο της λαβής να δείχνει σαν κεφάλι προς την κορνίζα και στο τέλος είπε με φωνή μπάσα σαν σωματοφύλακας ,

- Έι , ψψψψτ ! Μικρή ! Μη δώσεις κλωτσά ! Κράτα γε-ρά το χερούλι και μου φαίνεται πως αργούμε !

Η Γκέτεμ που σάστησε ανασηκώνοντας τα φρύδια σαν μόνη έκφραση απορίας , πήγε να πει «Μα , τι...» και τα σχετικά αλλά η ομπρέλα την έκοψε. Είπε δηλαδή το βοήθημα της Λουλούς στην πιτσιρίκα τη Μπακς ,

- Άντε , γιατί την κάνω μόνος μου ! Κρατάς ρε μικρή τη λαβή ; Τί έγινε ; Χάζεψες τώρα ; Είσαι για νά ’χεις σωφέρ εσύ , το ξέρω ’γω ! Κράτα όμως και θα δεις πως θα μπου-κάρουμε να κάνουμε ποδαρικό στο γερο-Ζουμ !

- Δε φοβάσαι δηλαδή ;

Η Καίτη Μπακς ρώτησε την ομπρελάρα για την πα-ραλία πού ’χε μάλιστα χειρολαβή για περίπατο στο σχήμα κονταριού που ανεβοκατεβάζει τέντες σε βεράντα. «Πώς έγινε και δεν ήθελε κιόλας τσιριμόνιες και λοιπά καλο-πιάσματα ;» απόρησε ταυτόχρονα η πιτσιρίκα. Νιώθοντας επιτέλους ανακούφιση για την από ώρα επιθυμητή εξοι-κείωση της πελώριας κλειστής ομπρέλας μαζί της και λα-χτάρα για την μεταξύ τους συμφιλίωση. Δε θα την έτρω-γε , να τον ζουλάει τον τρύπιο πανοκότσυφα που και που μόνο για να μη βαριέται μωρέ λίγο ήθελε , θύμισε στον εαυτό της η Γκέτεμ ψιλοχαρωπή.

- Ομπρέλα είμαι μικρή ! Αξεσουάρ για πεζούς. Ε ; Ναι ! Πεζούς. Πως. Αν και σε συνήθισα μόνο μετά από ’κείνη τη στεκιά. Λοιπόν , τσουλάμε ; Γιατί ποιoς την ακούει τη Λούλα Μπόμπινγκς μετά !

Εξηγήθηκε πρόθυμη να βοηθήσει τη μικρή Καίτη η ομπρελάρα της νεράιδας. Μιας νεράιδας που αν και πα-ρείχε σέρβις νταντάς τό ’χε το ταλέντο πονταρισμένο όλο στις γκάφες και είχε γίνει μπουχός αναπάντεχα μόλις πριν από λίγο.

- Οκέι.

Δέχτηκε πάντως η Καιτούλα βγάζοντας κάτι τσίμπλες παραπανήσιες.

«βζζζζτ!»

Αμέσως μετά απολύτως χαλαρωμένη έπιασε απ’ το χερούλι την Πετάξου Μια Στιγμή. Εκεί που δεν το περίμε-νε όμως ένιωσε σαν πιάτο στα μπουζούκια. Μόλις που πρόλαβε και κράτησε η Μπακς η τζούνιορ την ομπρελο-λαβή. Φύγανε με αυτό τον φυσικό ήχο ομπρελοβουίσμα-τος που προέκυψε από την τρομερή εκσφεντόνιση τούτου του χαρβαλομπρελόπλανου. Το οποίο μεσ’ τη θολούρα της γρηγοράδας του θα το πέρναγες για γραναζοκουρδι-σμένη ρεταλανεμοσαΐτα αναρωτώμενος για την όλη πατέ-ντα. Επιπλέον η ομπρελαράκλα πριν ξαμολυθεί κατά την κορνίζα έκανε σβέλτα με διάθεση για εκκίνηση παιχνιδιά-ρικη και σαματά γκαζωμένου στο τέρμα , αγωνιστικού μαρσαρίσματος. Εμπλουτίζοντάς το με σπινάρισμα από τροχούς πυραυλοκίνητου , ολόλευκου , μακρουλοσουβλε-ρού , ομπρελοστραπατσαριστά αεροδυναμικού στο σου-λούπι μουσκουλαυτοκινήτου άγριου και τσαμπουκαλεμέ-νου.

Όμως ρε...η τσάντα τί νά ’γινε ; Για να δω. Α ! Ορί-στε. Έμεινε τελευταία. Παρδαλή σαν παγώνι και χοντρο-βόιδι με χερούλια σαν κλώσσα λέγκχορν , γιγαντόκοτα για αναπαραγωγή. Έκανε κάτι βαριά , χοντρής θείτσας προξενήτρας βήματα , αναπηδώντας δηλαδή , κατά την κορνίζα. Έφτασε σύρριζα μπροστά της. Τότε πήρε μια α-νάσα που την ψήλωσε και την παραφούσκωσε και άλλο. Έσκυψε μετά να δει πόσο ψηλά είναι , μέχρι μέσα στο κάδρο χωμένη η μισή σαν νά ’σκυβε απ’ το στόμιο ενός πηγαδιού.

Τελικά παρ’ όλη την προσπάθεια να διακρίνει οτιδή-ποτε δεν είδε το παραμικρό. Έπειτα από τόσο καιρό που απλώς σαλτάριζε κατευθείαν χωρίς να την τρώει η περι-έργεια όπως τώρα. Το μόνο που υπήρχε ήτανε άσπρη ομί-χλη , θεόπηχτη σαν γιαούρτι. Με μια αργή κίνηση ξαναΐ-σιωσε στο γνώριμο σουλούπι , ψηλόχοντρη , νταρντανο-ντερέκω. Οπότε είπε με φωνή σε τόνο που πλησίαζε κάτι περιπτώσεις ανάμεσα σε πριμαντόνα της όπερας και επι-λοχία , γυναίκα όμως. Από ειδικό απόσπασμα συζύγων με εκπαίδευση στην ορθοφωνία. Με ύφος καρασνόμπ , ψη-λομύτικο.

- Τρέχα γύρευε !

- Έλα !

Ακούστηκε έτσι επιτόπου και η κορνίζα να απαντά στην τσαντάρα. Έχοντας μείνει και οι δυο τους στον ου-ρανό μετέωρες στο ίδιο ακόμη ύψος. Ακουμπώντας σ’ ένα αόρατο πάντα δάπεδο.

- Μα , όχι Τρέχα Γύρευε !

Είπε έπειτα όμως με τη σειρά του το καταπρησμένο το σκευοφυλάκιο το αυτοκινούμενο που ανήκε στη νεραϊ-δονταντά. Μ’ αυτά τα λόγια προσπαθώντας να αποφύγει την παρεξήγηση με την κορνιζάρα. Μια σύγχυση την ο-ποία βέβαια η ίδια η τσανταράκλα τούτη προκάλεσε. Διό-τι πήγε και μπουρδούκλωσε μέσα σ’ ένα σχόλιο για τον α-διαπέραστο αχνό ομίχλης του λαγουμιού του νεραϊδένιου μία προς μία ακριβώς τις λέξεις που είχε για όνομά του το κορνιζαρισμένο το λαγούμι για τηλεμεταφορές δαύτο.

- Τί ;

Ρώτησε όμως γεμάτη ακόμη από σαστιμάρα η νεραϊ-δοκορνίζα που δεν εννοούσε άλλο τίποτα εκτός απ’ το ότι η τσαντάρα φωνάζοντάς τη με το κορνιζόνομά της ήθελε κάτι να της πει. Το τσαντοθηρίο να τι πήγε και ξεστόμησε όμως ξανά για να συννενοηθεί καλύτερα ,

- Τρέχα γύρευε...

Μάλιστα. Αυτό ξανάπε η τσαντάρα για να εξηγηθεί. Μπλέκοντας ακόμη περισσότερο το όνομα του κάδρου με εκείνη την έκφραση που την λέει κανείς όταν δε βρίσκει απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα. Όπως και νά ’χετε εννοήσει κάτι τέτοιες παρεξηγήσεις πάνε μακριά τη βαλί-τσα.

- Μα , ναι επιτέλους , λέγε !

Αποκρίθηκε ωστόσο η κορνίζα η μαγική που συνέχι-σε να ακούει το όνομά της σαν κάλεσμα βοήθειας της τσαντάρας. Ξαναξεφουρνίζοντας την πανομοιότυπη με το κορνιζόνομα – κατά τα άλλα – φράση που δήλωνε την ά-λυτη απορία της τσανταράκλας για ’κείνη τη μυστήρια την ομίχλη που υπήρχε στου κάδρου την ολόλευκη και απύθμενη μπροστινή του πλευρά.

- Δε λέω ρε Τρέχα Γύρευε ! Τρέχα γύρευε λέω !

Μπάφιασε απ’ τη συννενόηση που έγινε κουβάρι ό-πως καταμπλέξανε μεταξύ τους η αγορταγότσαντα με το παμφαγόκαδρο.

- Μ’ έσκασες εσύ ! Ευτυχώς που χωράς μια χαρά. Κανέ-να πρόβλημα !  Α ! Να σου δείξω ! Κανένα απολύτως πρόβλημα μανταμίτσα ! Είμαι λιμουζινομακρόστενη !

Της απάντησε θέλοντας νά ’ναι εκείνη που θά ’χε την τελευταία λέξη , καταμπουχτισμένη η κορνιζογαβαθάρα για σαλατοταξίδια ξινά που σου βγάζανε το λάδι άμα έπε-φτες μέσα σε τούτη τη σαλατιέρα.

Έτσι λοιπόν , ηχητικώς όμοια με καπακωτό χυτρο-τέντζερη φτιαγμένο με βαλβίδα που σφυρίζει , τουμπάρη-σε πάνω στην τσαντογελάδα την τετράπαχη η κορνιζοφα-ταούλα. Δυναμώνοντας σε ένταση έκανε μετά το κάδρο τρέμοντας σύγκορμο σαν ατμομηχανή που τρέχει σφυρί-ζοντας ενώ ακούς τον ατμολέβητα να αφήνει κάτι γρήγο-ρα «τσαφ !» άλλο πράγμα ! Μαζί σκέπαζε στον αχνό το τσαντοβωδινό λες και θα το μαγείρευε.

Η μοσχαροκεφαλότσαντα ένιωσε απ’ τους αχνούς κοιτώντας προς τα πάνω να την τυλίγει η ανάσα από ένα τερατώδες στόμα δράκοντα που βρήκε τι να φάει. Η κορ-νιζοσαβουροφαγάνα την καταβρόχθησε κατακεφαλιάζο-ντάς τη θυμίζοντας μαζί και δίσκο σερβιρίσματος για κάτι ντάνες απερίγραπτες από καναπεδάκια που άμα υποκύ-ψεις τα τρως όλα και βγαίνεις νοκ-άουτ. Για να λήξει έτσι εδώ η παραμονή στο παρά λίγο καφεζυθεστιατόριο του αέρα ετούτο. Μ’ ένα ακόμη από τα ανάποδα και παλαβά τα κορνιζογυρίσματα.

Η ιστορία ως εδώ όμως είναι ακόμη σε κατάσταση α-ναβράζουσα. Σαν την ταμπλέτα καθώς διαλύεται στο πο-τήρι με το δροσερό νερό που σας ανακουφίζει απ’ τη βα-ρυστομαχιά σαν σόδα έτσι και την κατεβάσετε μπαμ και κάτω. Ίσως έτσι νά ’χετε μετά και χώρο για να μπορέσετε να αντέξετε και το Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδικο το με-νού το κάπως πιο δυνατό για τα πολύ πιθανόν ευαίσθητα στην έντονη πέψη , τζιέρια σας. Μιλάμε για τις ποικιλίες τις παρακάτω που θά ’χετε να χωνέψετε γυρίζοντας σελί-δα. Διότι γαστριμαργικώς που ξέρω ’γω τι είναι του γού-στου σας. Περί ορέξεως ουδείς λόγος...

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH