![]() |
ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH |
|
Μίλα Μου Για ΞόρκιαΚεφάλαιο 13 13. Γουστάρω Γέλια Για Νεύρα Κουρέλια - Για δες κάτι πράγματα ! Μια κορνίζα ! - Πού ’ναι ; - Τώώώρα ! Πάει ! Χάθηκε ! - Με δουλεύετε... - Καθόλου. Η οποία χωράει εντός και κόσμο σαν τουρι-στικό λεωφορείο που σε ξεναγεί σε αξιοθέατα. Επιπλέον παίρνει και πρωτοβουλία στα μαγικά και διαλέγει τα δρο-μολόγια. Τα οποία λειτουργούνε με κορνιζοκαταδύσεις. Όσο δεν παίρνει άλλο παλαβές. - Δηλαδή ; - Φανταστείτε την πεθερά σας τη χήρα να χορεύει σε διαγωνισμό με τον Τζιμ Γιαβόλτα και να τον παντρεύεται μόλις κερδίσει. - Δε γίνεται ! - Ε , για τέτοιο πράγμα μιλάμε ! Για κορνιζοκατάδυση χωρίς τα βατραχοπέδιλα για να πιάνεις πάτο εκεί όπου δεν φαντάζεσαι ή για να σε κατεβάσει απρόοπτα από μό-νη της απ’ το τρόλεϊ στη στάση αποβίβασης. Σαν νά ’σαι μπάλα που τρώει κλωτσά στη σέντρα και βγαίνεις στη μέ-ση του δρόμου στον ουρανό. - Ψηλά ; - Ψηλά δε θα πει τίποτα ! Μεσ’ τη διασταύρωση των αε-ροπλάνων και των πελαργών ! Μα πού πηγαίνουνε και δαύτα ; Έτσι και αλλιώς τις βαλίτσες τις ταξιδιωτικές και τα μωρά τα αφήνουνε πάντα σε λάθος διεύθυνση. Όμως , δε μου λέτε κάτι ; - Ορίστε. - Να , προτού ξεμπουκάρουνε οι αεροναύτες τί θα λέγα-τε να κάνουμε λίγες μπίζνες ; - Τί μπίζνες ; - Μεσιτικά ακινήτων στην Αγγλία. -Μπα ; -Τό ’χουμε και σε αγγελία όποιος το διαβάσει και γου-στάρει. Πριν το πάρει το μάτι κανενός άσχετου από αγο-ρά ακινήτων. Είναι κελεπούρι , σε προάστιο , πάνω σε λό-φο με μηλιές που κάνουνε φρούτα ασκουλήκιαστα και γυαλιστερά – τί ομάδα είστε ; Παναληταϊκός ή Ωπαλιμπα-θαγινειακός ; - Το δεύτερο ! - Σιγά ! Πιο ’κει το ξερός σας !...Άρα έχετε αδυναμία στα κόκκινα. Ε , έτσι κόκκινα και γυαλιστερά μήλα έχει ο κήπος του σπιτιού. Όποιος ενδιαφέρεται να το πείτε , τη-λεφωνείτε στον κύριο Μπλούγουρα απ’ τις δύο μι-μι έως τις έξι , ένα σπίτι πολύ γκιουζέλ ! Φτιαγμένο σε εξοχικό ρυθμό αγγλικό. Με διπλά λοξή κεραμιδοσκεπή γκρίζα και με κόκκινους όλους τους του-βλότοιχους στο στιλ το γνήσιο , το ασοβάντιστο για να χαίρεσαι να τηράς τούβλο. Μια τουβλοδουλειά ξεγυρι-σμένη και μάλιστα παραδοσιακότατη. Φαρδομάνικο , ευ-ρύχωρο , με μεγάλα τετράγωνα παράθυρα για να μην τρέ-χετε και σε τρελλάδικο πολυτελείας πού ’χει τα ίδια αλλά δεν είναι σίγουρο ότι από ’κει ξαναβγαίνεις. Ενω εδώ βγαίνεις , αρπάς κιόλας και εφτά τελλάρα μήλα , τα τρως να συνέλθεις και πορεύεσαι. Μετά και τρελλός να ξανα-μπουκάρεις είναι ευήλιο τόσο που λες «τι μέσα , τι έξω». Από ’κείνα που έχουνε γίνει με σχέδιο μισή ντουζίνα τζά-μια σε ένα παράθυρο. - Ό,τι πρέπει για τον εγγονό μου ! - Σφεντόνα να μην κρατάει πριν απ’ την προκαταβολή για το καπάρο και καλορίζικο ! Διότι από τζαμαρία , όπως είσαι απ’ έξω και το παρατηρείς σου φαίνεται πως είναι καμιά γουρλωμάτα γαϊδουρομυγάρα με μυτερό κεραμιδο-καπέλο πλατύ και σε βλεφαριάζει με χίλιες γαϊδουρομα-τάρες. Με παραθυροεξώστες σκεπαστούς. Δυο τζαμοπυρ-γίσκους. Από ένα μισό εξαγώνου , δηλαδή εξώστη κομμέ-νο στη μέση που βγήκε σαν καρούμπαλο απ’ τον τοίχο. Α-πό ένας σε κάθε γωνία του σπιτιού. Όσο το συνολικό ύ-ψος του σπιτιού αμφότεροι , από την σκεπή ως το ισό-γειο. Καρουμπαλοτζαμαρίες ιταλιάνικου νεοκλασικού ρυθμού – αγγλικής εμπνεύσεως ! - Δηλαδή ; - Σαν πίτσα με μέντα και κρεμμύδια. Εκτός και αν προ-τιμάτε , σκόρδο με δυόσμο. Έχει όμως τζαμοπυργίσκους αριστεροδεξιά του στις γωνίες σαν εξωτερική , ορατή κα-μπίνα ανελκυστήρα εμπορικού κέντρου , γυάλινη σχεδόν από πάνω μέχρι κάτω. - Πώς τα είπατε ; Μάτια μύγας ; - Ίδια. Λες και το ίδιο το σπίτι είναι έτοιμο να την κοπα-νήσει πρώτο πετώντας. Για να μην στο κοπανήσουνε με τη μυγοσπιτοσκοτώστρα και το χάσεις που δεν το χτύπη-σες και πάει περίπατο και η ικανοποίηση που θά ’νιωθες αν τ’ αγόραζες πρώτος. - Τόσο ωραίο ; - Τόσο και βάλε ! Αφού έτσι είναι με όλα τα ωραία. Ό,τι μας γουστάρει μας το χτυπάνε πρώτοι οι άλλοι και ζούνε και καλύτερα. Εμείς ζούμε ένα δράμα. Αμ , μα τι δράμα ! Χάνουμε τ’ αβγοκάλαθα κάτω απ’ τη μύτη μας. Άσε που όποιες χήνες παίρνουνε αμπάριζα και βγαίνουνε , μόλις έχουνε κάνα αβγό χρυσαφί σε προσφορά δε φτάνει πού ’ναι με απομίμηση χρυσομπογιάς και τελικά ομοίωμα α-βγού κότας , είναι και καπαρωμένο από πριν με τον μεγα-λοπαντοπώλη στα σβέλτα και ’μεις σαν καρμοίρικες , στουμπομύτικες αλεπούδες δεν προλαβαίνουμε ούτε από που έρχεται η αβγομυρωδιά να πάρουμε χαμπάρι. Τά ’χουνε όλα οι χήνες όχι σε θέση κλωσσήματος αλλά έτοι-μα σε πακέτα. Πριν ξερογλειφτείς τά ’χει βγάλει η χήνα στο σφυρί. Ο γύπας που κρατάει το σφυρί περιμένει ως την τελευταία προσφορά και με «ένα-δύο-τρία !» ξεπου-λάει στο τέλος αδειασμένα τα τσοφλιδάβγουλα κατηγορί-ας κότας , κλούβια. Τσιγκινόχρυσα μπογιατισμένα και σε-νιαρισμένα με κορδέλες γυαλιστερές για εκλεκτό πράγμα. Τεφαρίκι που λένε. Ναι. Τέτοιες παζαροδουλειές μας αρ-πάνε τις προσφορές ατάκα και επιτόπου και τα καλούδια τα χάνουμε στο παρά πέντε ! Μα έλα που είναι ωραίο το σπίτι το περί ου ο λόγος. Τό ’χει δε ένας τύπος για να κοιμάται εκεί μέσα από τότε που ήτανε μπεμπές. Μέχρι να γίνει η κούνια του μαυσωλείο τριόροφο , ευάερο , ηλιοχαϊδεμένο , με πατάρι και πλήρες από όλους τους βοηθητικούς χώρους. Το γραφείο μας ό-μως που φροντίζει για τη σωστή διανομή στη διαμονή τό ’χει άχτι να το δει να μοσχοπουλιέται. Μήπως καί ’ρθου-νε τίποτε πιο ασορτί ένοικοι με το περιβάλλον της περιο-χής. Πριν ο τύπος εκεί μέσα γίνει φάντασμα εγγλέζου για να τους κοψοχολιάζει... - Δυστυχώς πρέπει να πηγαίνω ! - Ωπ ! Παρεξήγηση ! Φταίει η φλυαρία μου. Θα μου πεις τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Οπότε για να καταλά-βετε περί τίνος πρόκειται ας εξηγηθούμε. Που λέτε κύ-ριε... ...Πού πήγε ; Έφυγε ! Χάσαμε πελάτη ! Καλά να πά-θουμε. Να μη λέμε τόσα άλλη φορά. Να έρθουμε και στο θέμα. Ευκαιρία είναι... Για την κορνίζα δε μιλούσαμε πιο πριν ; Η οποία πού αλλού θα τους έστελνε ; Εκεί όπου βρίσκεται το εν λόγω σπίτι , το κελεπούρι στο ωραίο ύψωμα με τις μηλιές ! Πά-νω που ψήναμε και τον πελάτη για να δώσει κάτι έναντι πληρωμής μπας και φτωχοδιαβολοβγάλουμε και ’μεις κα-νένα φράγκο από εξοχικό αγγλικό και ας μην πουλιέται καθόλου , ντιπ καταντίπ ! Μικρός ο κόσμος όμως. Διότι ε , μέσα εκεί πέρα κά-που βρήκε η κορνίζα πως έπρεπε να ξεφορτωθεί τους εκ-δρομείς τους γνωστούς. Μικρός ο κόσμος , όντως ! Σαν στριμωξίδι σε ασανσέρ , που να πάρει ! Μα δεν πολυσκά-με ! Τι να γίνει λοιπόν , πεταγόμαστε σαν αστραπή προς τα ’κει για να δούμε τι γίνεται. Ένα...δύο...Ωώώώπ ! Α , να ! Φτάσανε όπως και ’μεις ετούτη ακριβώς τη στιγμή στο ίδιο μέρος ! Μα για να γίνει και σ’ εσάς φανερό , για αρχή σ’ ένα άδειο , ξύλινο πάτωμα μέσα σ’ ένα πολύ ψηλοτάβανο δω-μάτιο τους άφησε το καδρομετρό το εξπρές να ξεφυτρώ-σουνε. Με ένα αστραποβόλο , φωτεινό «παφ !». Κατα-γουρλωμένοι από απορία. Σαν λαγός που αλληθωρίζει το βλέμμα ίσα πάνω στου κυνηγού το δίκαννο. Αν και για τουφεκιές το μέρος δεν ήτανε. Τούτη τη φορά έτυχε ένα σαλόνι ή μάλλον χώρος σερβιρίσματος ενός τυπικού απο-γευματινού διαλείμματος για τσαγάκι με μπισκότα. Χωρίς ίσως να αποκλείεται ένα λιτό μεσημεριανό κά-που-κάπου. Τουλάχιστον για τη Λούλα Μπόμπινγκς που ξέρει πως είναι μια τόση δα ελιά ! Παρ’ όλο που κανείς ποτέ του δεν την είδε μ’ ένα ντράι μαρτίνι στο χέρι. Ούτε στο σέικερ χτυπημένο , ούτε και ανακατεμμένο. Άσε που όποιος την ακολουθεί , νιώθει ένα πλήθος μπάλες φωτιάς να τον σημαδεύουνε ανελέητα εκεί που δεν πρέπει. Κατα-κέφαλα δηλαδή νιώθει το κάψιμο. Ναι. Ειδικά όταν ταξι-δεύει τόσο αστραπιαία όπως τώρα μέχρι εδώ με μια ολό-κληρη κουστωδία που αλληλοβαστιέται στη σειρά για να τους δείχνει και τη διαδρομή. Ας πούμε. Από λαδιές , όσο να πεις , μπόλικες. Περιέργως όμως ούτε «Πιάστον Μάρ-τιν !» είπε κανείς , ούτε είδε , ούτε άκουσε. - Βόιδι ; - ...και βάλε ! - Ατζαμήδικο βόιδι ! - Μηδέν για μηδέν στην επιδεξιότητα και με τα ίδια της τα δάχτυλα ορθάνοιχτα και σβουρηχτά κατάφατσα απ’ το ένα της το χέρι να λένε «πάρε πέντε !!!» γιατί με επτά δε μουτζώνουνε ! - Α , μόνο ; - Μα , ναι χρυσή μου ! Όπως θα λέγανε και τίποτε απαθείς κυριούλες. Όλο και γειτονεύουνε και δεν το ξέρετε. Παλιές κατάσκοποι πίσω απ’ το μισοντυμένο με τις δεμένες στα άκρα και σχεδόν ενωμένες στην κορυφή κουρτίνες. Δουλεύουνε η-μιαπασχόληση τα απογεύματα ως παρατηρήτριες. Απένα-ντί τους το φαντάζεστε άμα θέλετε ένα εφέ απαλού «παφ !» και νά ’μαστε ! - Ένα πελώριο τραπέζι ! - Α , ωραίο ! - Πολύ ! Μόνο που έχει σηκωθεί όλο στον αέρα. Άσε που πάνω του κουνιέται χωρίς λόγο ένα πλήρες σερβίτσιο με μάλλον αχνιστό τσάι. Γύρω του έχει συμπλήρωμα ι-πτάμενο δεκατέσσερεις καρέκλες. Βολεμένος σε μια τους στον αέρα ένας τύπος ροδομάγουλος και φουσκωμένος. Του σπιτιού ο κάτοχος που λέγαμε πριν. Νά ’χει ξεραθεί σε ύπνο σαν πετιμέζι γλυκό. Ο μισός στην καρέκλα. Με τα δάχτυλα των χεριών του πλεγμένα πάνω στην κοιλιά. Μια μπάκα που τούρλωνε και βούλιαζε. Έβγαζε δε ένα ροχαλητό απ’ το στόμα του άλλου είδους ! Όμοια – όχι , συγνώμη – ολόιδια ήτανε σε ήχο και φούσκες. Μια σωστή φουσκαλοπλημμύρα. Ένα παιχνίδι με σαπουνό-μπαλλες που κάνουνε όταν σκάνε αυτό το αστείο «πλοπ !» σαν να βγαίνει απότομα ο φελλός απ’ το μπου-κάλι. Α , καλά που το θυμήθηκα γιατί δεν είδα αμέσως τα πόδια του. Τά ’χε πολύ φυσικά και αναπαυτικότατα απλω-μένα πάνω στο τραπέζι. Ο θείος Άλμπερπ , ο Νώντας ο Καλαμπουρομπουρ-μπουληθρόπουλος ! Ο νεραϊδοχαρούμενος θείος της – ποιας άλλης ; Μα , της Λούλας της Μπουμπουνηταριδο-συννεφίδου ! Ο ήχος του ύπνου του άλλαζε σε ένα μα-κρόσυρτο «πφφφφ...» για λίγο όπως την άκουγες την ανά-σα του σκέτη. Μετά πάλι έβγαζε φούσκες. Πολλές , που σκάγανε σύντομα στη σειρά. Ακόμη , το στόμα του σου θύμιζε πολύ εκείνο το μαραφέτι με το οποίο φτιάχνεις ό-σες σαπουνόφουσκες θέλεις. Σαν το στόμα ενός γίγαντα μπόμπου που απασχολούνταν παίζοντας με το δαχτυλίδι το ειδικό βουτώντας το στη σαπουνάδα και φυσώντας το , κάνοντας ρεκόρ από μπουρμπουλήθρες. Έτσι βγαίνανε. Ολόκληρες. Μοιάζοντας οπτικά με ρέψιμο σαπουνάτο. Όσο για τη νεραϊδονταντά ανηψιά , ένιωθε πάντα κα-λοδεχούμενη και με ευτυχείς αναμνήσεις. Έτσι για πρώτη αντίδραση διάλεξε να χτυπήσει διακριτικά το ξύλινο , από μασίφ καρυδιά για όποιον ενδιαφέρεται , πόδι της αερο-πλέουσας , παλιάς , βαριάς και ασήκωτης κατά τα άλλα , τραπεζαρίας. Η οποία ποιος να ξέρει από πότε μα βρισκό-τανε όντως στον αέρα , καταμεσής στο χώρο. Όπου δια-φορετικά ένα τέτοιο σύνολο από έπιπλα σε μια προσγειω-μένη εντελώς , όσο και συνηθέστερη , σε σύγκριση με την αιωρούμενη , εκδοχή διαρρυθμίσεως στο χώρο απαρτίζει ένα τυπικό σαλόνι για απογευματινό τσάι με γλυκό. Εκεί λοιπόν ψηλά ταβανομετέωρο του θείου της Λουλούς , του Άλμπερπ , του οποίου τ’ όνομα επί το ελ-ληνοπρεπέστερο είναι Νώντας Καλαμπουρομπουρμπου-ληθρόπουλος όπως είπαμε , το στόμα πλατάγιζε σε ύπνο τέλεια βαθύ. Αμολώντας με τα χείλη και πάλι ένα «πρρρρρ...» χαλαρό σαν τα άλογα και τους ουραγκοτά-γκους. Ένα ξεφύσημα χάρη στο οποίο φαινότανε πως εί-χε γίνει από ώρα ντιπ σκνίπα. Όπως αναστέναζε διαρκώς με στοματοσαπουνόφουσκες , ονειροπολώντας σαν νά ’χε σκοπευθεί με λιονταροένεση σε σαφάρι , ο θείος πριν πε-ράσει ένα λεπτό έβγαζε , το ένα μετά το άλλο , νέα και α-τελείωτα κολλιέ από φουσκάλες. Τις οποίες άρχισε να σκάει πρώτος ο Άλσελ. Έπειτα ο Ντερτ , ύστερα από ’κεί-νον η Γκέτεμ που πρόλαβε και έβγαλε αξία κατ’ εκτίμηση για το μέρος κόβοντας κίνηση γρηγορομάτικη με το που βρέθηκε εκεί μέσα , άσος βολιδοσκόπησης και τελευταία ήρθε και μπήκε στο παιχνίδι η ομπρέλα. Τούτη έκανε συ-μπληρωματικά εφέ με ήχους «πλουφ !» και «παφ !». Με τη φωνή της πάντοτε μπάσα. Αφού πρώτα έσκαγε την κά-θε φούσκα στη στριφτή σαν τραβηγμένο ελατήριο μύτη της. Η Λούλα Μπόμπινγκς περίμενε για λίγο. Πέντε τέ-τοια πλαταγίσματα του θείου της του Νώντα του Καλα-μπουρομπουρμπουληθρόπουλου , του Άλμπερπ , είχανε κάνει τον τόπο μέχρι το ταβάνι ένα απίστευτο αφρόλου-τρο. Είχε απιθώσει και τα πόδια του πάνω στο τραπέζι να καβαλάνε τό ’να το άλλο. Το κεφάλι του έπεφτε μπροστά. Με το πηγούνι να ακουμπάει στο προγούλι και αυτό να απομένει ζουπηγμένο πάνω στο ακαθόριστο σε λοιπές πε-ριγραφές μέρος του σώματος. Ας γράψω στήθος και διορ-θώνει άλλος. Η καρέκλα του , για αλλαγή σε σχέση με τις υπόλοι-πες του συνόλου που αιωρούνταν όπως και όταν πατάγα-νε το δάπεδο , αν δηλαδή συνέβαινε και ποτέ κάτι τέτοιο , ήτανε το μόνο κάθισμα που έγερνε υπερβολικά προς τα πίσω. Παλιό , γνωστό κόλπο για έναν πετυχημένο , βαθύ , τέτοιο καθιστό ύπνο. Άσε που το κάθε του ξεφύσημα κρατούσε ενάμιση λεπτό ! Ελέγξανε το φουσκαλοξεφύ-σημά του δυο φορές για εξακρίβωση. Η Λούλα Μπόμπινγκς μέσα σε άκρα σιωπή μοστρά-ρησε ένα τεράστιο μυστηριόμετρο για προπονητές που σε κάνουνε πρωταθλητή στο δρόμο ταχύτητας μπας και γλι-τώσεις από την τρέλλα. Το χρονόμετρο που χρησίμευε και για πυξίδα επίσης , κολλώντας στον αντίχειρα από τον δείκτη μέχρι και το κοντό το δαχτυλάκι και ξανατεντώνο-ντάς τα διάπλατα , μέτραγε τις σαπουνόφουσκες με σπι-θαμές – όπως και ό,τι άλλο που αν του έπαιρνε μέτρα θα είχε σειρά ακόμη και για σβέλτη συναρμολόγηση και το-ποθέτηση στη θεωρούμενη ως πιο , ναι...ε , αισθητικά ι-σορροπημένη θέση. Μ’ άλλα λόγια το νεραϊδοϋπολογιστήρι για χίλιες-δυο καταμετρήσεις ήτανε τελικά μια πρώτης τάξεως μου-τζάκλα , να ! Μια θηριώδης τεχνητή καρναβαλόμουτζα με πέντε χοντρά δάχτυλα. Γοριλλοκτηνόμουτζα σαν βεράντα για πεντάμορφες , δεξιά κιόλας για να ακριβολογούμε. Σαν να ήτανε από βινύλιο. Με τόσο έντονη γυαλάδα που αντανακλούσε. Πολύ παχουλή , σμαλτόμαυρη και ίση με δυο μπροστινά καθίσματα αυτοκινήτου στο μέγεθος. Χω-ρίς να καταλήγει σε καρπό αλλά κούφια στο εσωτερικό ο-λόκληρη. Ξεκινούσε το μέτρημα σαν γροθιά ανοίγοντας τα δά-χτυλα διαδοχικά. Όπως βρισκότανε στον αέρα στο ύψος της νεραϊδόφατσας στράφηκε μάλιστα σαν ανοιχτή παλά-μη που κέρασε μια γερή τύφλα τη νεράιδα ξαφνιάζοντάς την , καθότι η Λουλού νόμιζε , ως συνήθως , ότι περνού-σε ξεκάθαρα στα σύνεργά της για εντολέας. Η Λούλα α-ντέδρασε σε τούτο το φάσκελο εκκίνησης που έφαγε αυ-τοπροσώπως και αποκλειστικώς σαν να απώθησε την κε-φάλα της ένα απότομο και αόρατο κύμα δύναμης ενώ γούρλωσε απροετοίμαστη και ξαφνιασμένη το βλέμμα της. Σε τούτη την μετεωριζόμενη , απέναντι από τη Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου και σε κάθε νεραϊδοβλε-φάριασμα , κάθετα ανοιχτή χούφτα γραφότανε τελικά η σούμα από τον μετρημένο χρόνο στον οποίο το στόμα του θείου της Λουλούς έκανε μπουρμπουλήθρες. Η συνολική διάρκεια του κάθε μπουρμπουληθρώματος φαινότανε με μια λευκή , έντονη γραφή στο κέντρο αυτής της παλάμης. Μόνο που η χερούκλα τούτη κάθε πέντε ανοιχτά δάχτυλα κέρναγε τη Λουλού μια πεντάδα φουσκάλες σε σχήμα χει-ρονομίας ματιάσματος πολύ ανοικοκύρευτα απλωτού και ριγμένου. Οπότε έπιασε απ’ τους ώμους τον Μητσάρα και τον ευθυγράμμισε με τούτο το αναπάντεχα αυθαδέστατο εξάρτημα. Καθότι , ως ένα ακόμη σκαρωμένο προχείρως ίσως να έριχνε με το μέτρημα και ακτίνες για γρουσουζιά διαρκείας και μάλιστα σε λάθος μούτρα. Επομένως η νε-ραϊδούλα που παρίστανε κατ’ αρχήν κάθε φορά την τζιμα-νοξάστερη από μαγικούς χειρισμούς παρέμενε στο μετα-ξύ για προστασία πίσω απ’ τον παλιό της και για κάτι τέ-τοιες βοηθητικές καταστάσεις πολύ καλό φίλο ενώ κρυ-φοκοίταγε μέχρι να ολοκληρωθεί η χρονομέτρηση του Καλαμπουρομπουρμπουληθροπουλένιου του ξεφυσήμα-τος. Του θειούλη της. Έπειτα η παρανεράιδα μόλις το χέρι ξεμπέρδεψε με τις τύφλες τις γενναιόδωρες είπε μουλώχνοντας πάνω απ’ τον ώμο του Ντερτ ένα ψιθυριστό «Στικ Σποτ !». Η μού-τζα θέριεψε στο οκταπλάσιο , μάζεψε λυγίζοντας τις δα-χτυλάρες και όταν τέντωσε , προτού χαθεί , έφυγε τέτοια γερή και άλλο πράγμα να τη βλέπεις , άλλο να την περι-γράφεις , τυφωνόμουτζα. Ε , μετά στο κάθε βλεφάριασμα ολονών τα μάτια είχανε γεμίσει απ’ την εικόνα μόνο αυ-τής της γαργαντουόμουτζας. Δε βλέπανε μπροστά τους τίποτε άλλο. Ώσπου χτύπησε η Γκέτεμ με τον ώμο της τον ώμο του Άλσελ , εκείνος κλώτσησε στο παπούτσι τον Ντερτ και αυτός με πλαγιοκουτουλιά σκούντησε την ανέ-καθεν μισοτζούφια κεφάλα της Λουλούς. Η οποία είχε τεντώσει κατά μπρος τη λαιμάρα ενώ πίσω ακόμη απ’ τον Μητσάρα περίμενε εναγωνίως να χα-θεί η γαντάρα να ξαναμπουκάρει σε ’κείνη τη βροντοσαυ-ροτσαντάρα. Αμέσως μόλις τούτο το πράγμα συνέβει και έστειλε τη μουτζομεζούρα από ’κει πού ’ρθε , η Λούλα ήρθε εμπρός ξανά από τους άλλους. Οι οποίοι είχανε ξε-χάσει τα φρύδια τους ψηλά στα κούτελα της φάτσας τους. Όταν η φωνή της νταντάς τους συνέφερε. - Μην κάνετε θόρυβο. Μ’ ακούτε όλοι ; Ψιθύρησε δηλαδή η Λουλού η παρά λίγο Χερουκλο-φασκελομουτρογρουσουζίδου για τους ρέστους του κορ-νιζοσμήνους , απευθυνόμενη σ’ όλους τους. Ενώ το μαρα-φετόχερο εξαφανίστηκε ήδη , τώρα είχε το ένα το δικό της σηκωμένο να κάνει νόημα το «στοπ !». Για την απα-ραίτητη τήρηση σιωπής ενώ ξαναγούρλωσε στη φάτσα για να πάρουνε χαμπάρι οι ακόλουθοί της όσο γινότανε καλύτερα. - Τί ’ναι τούτη η ινδιάνικη συννενόηση ρε ’συ Λουλού ; Τη ρώτησε τη νεραϊδούλα ο φουγαροβουτηχτής μα ούτε με μια υποψία ταλέντου για ζωγράφος , Ντερτ. - Πάψε Ντερτ ! Εδώ κοίτα κατάσταση ! Αφρίζει όλος ο θείος ! Τον έκοψε η Λούλα με ύφος σοβαρό δείχνοντας κατά την αιτία όλης της προηγούμενης περίεργης διαδικασίας. Μετά του είπε ότι ήτανε μονάχα ένα χρονόμετρο εκείνο το τέρας με τα πλοκάμια που χερουκλόφερνε και ο Ντερτ απάντησε ότι θα γρουσούζευε για πεντακόσιες ζωές μόνο για να κρατήσει χρόνο για ένα βραστό αβγό με τέτοιο κε-λεπούρι. Τα πάντα ήτανε ένα θαύμα , όχι εδώ που τα λέμε , τι... Εκεί πέρα μέσα. Μια όχι και τόσο μικρή αναμπου-μπούλα. Αναλόγως πως το βλέπει κανείς που απομένει να κοιτάει. Τόσο τους νεοφερμένους όσο και τις αναρρίθμη-τες μπίλιες που ιριδίζανε στο φως. Το οποίο έλουζε από παντού το ευρύχωρο τούτο όσο και αποσαλευμένο σαλόνι χτυπώντας ανάλαφρα και διαπερνώντας αυτόκλητα το τζάμι. Ο μοναδικός θόρυβος ήτανε μονάχα ενός φελλού αόρατου που βγαίνει με φόρα απ’ το μπουκάλι πράγματι. Από πολλά σημεία στο δωμάτιο. Τριγύρω μαζί με τα «παφ !» και «πλουφ !» , χειρονομίες , χώρια οι μούτζες , φουσκαλοδιωξίματα , απανωτά μπουρμπουληθροσκασί-ματα και φουσκαλοκαραμπόλες. Επιπλέον ένα μαγικό καπέλο σε έξαψη. Άλλο ; Όχι ! Αυτό το κοπανατζήδικο της νεράιδας που ένιωσε γεμάτο από διάθεση για τούμπες. Κατευθύνθηκε αναποδογυριστό σαν φτερωτή νερόμυλου. Να βολευτεί για την καλή αυτή αντάμωση στο ροδαλό , ολοστρόγγυλο , χωρίς γωνίες κε-φάλι του θείου Νώντα του Καλαμπουρομπουρμπουλη-θρόπουλου , του Άλμπερπ. Με το που τα κατάφερε για να μη χαλάσει ο ύπνος του θείου του σκέπασε και το βλέμμα γέρνοντας μπροστά. Όμως , όλα τούτα είναι που αλαφιάσανε τη Λούλα τη Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου όσο να πεις κομμάτι που κινήθηκε αναλόγως με ένα διπλόχερο , ωραίο , εξοχικό και εκκωφαντικό , μακρόσυρτο , ίδιο τσοπαναρέου που μαζεύει γίδια από σεργιάνι , αισχρό για εγερτήριο είναι αλήθεια , δαχτυλοσφύριγμα. Έκανε τα κουταλάκια , τα πιατάκια , τα φλιντζανάκια , τα κυβάκια από ζάχαρη και τα τσαγερά να σαλτάρουνε μαζεμένα. Ο γλυκόφατσος παρ’ όλο το δαχτυλοσαματά της Λούλας και πανευτυχής παππούς αφυπνίστηκε επιτόπου. Ανασήκωσε με τον δικό του αντίχειρα στη συνέχεια το καπέλο. Αυτό με τη σειρά του μίλησε. Ως συνήθως όποτε ξαναβολευότανε στο Αλ-μπερποκέφαλο. Ξεφουρνίζοντας την πάρλα του από το τέ-λος προς την αρχή. - Τεϊκοφοκεϊτσμπατεϊκμιοφτεϊκμιοφτεϊκ ! Δηλαδή «βγάλε-μη βγάλεις-βγάλε-ναι αλλά όχι-εντά-ξει-καλά κάνεις» και λοιπά , για να συννενοούμαστε. Ο θείος Νώντας ο Καλαμπουρομπουρμπουληθρόπουλος , ο Άλμπερπ βλέποντας την ομήγυρη κράτησε σφιχτά κλει-στό τό ’να μάτι και γούρλωσε τ’ άλλο έχοντας μια έκφρα-ση σαν να χαμογελούσε στη φάτσα όχι με το στόμα αλλά με ’κείνο το παρασηκωμένο φρύδι του γαριδιασμένου του ματιού. Το οποίο ως μάτι πανευτυχή ταβανοξαμολυμένου φιλόξενου λοξονοικοκύρη και σιγουρότατα από το σκα-νταλότσαγο ένα χαϊβάνι τέλειο σπινθηροβολούσε από μό-λις συγκρατημένη ενθουσιώδη χαρά. Έτσι λίγο μετά την παρατεταμμένη γκριμάτσα δήθεν απόκρυψης της ξαφνι-κής αναπτέρωσης η όλη του διάθεση απελευθερώθηκε α-νυπόμονα σαν κελαρυστό γέλιο ερυθρομάγουλου , τσαγο-κυβοζαχαροπότη τέτοιου που δεν τον είχες ικανό για νά ’ναι τόσο ξεδιψασμένος από το βραστό βουνότσαγο παρά μόνο αν έριχνε επιπλέον κάτι λίτρα ουίσκι γαργαρομα-γουλογουλιασμένο βεβαίως απολύτως με το τσαγάκι το τακτικό που θά ’χε καταντήσει από τ’ ανακατέματα όμως κανονική γεροντοκολώνια καθότι θά ’τανε επίσης ανάμι-χτο και με μπόλικο γιασεμί. Τώρα , αν τά ’χε μπλέξει ελα-φρώς ο θείος και έριχνε αντί για πέντε λίτρα μπατίντα , πεντέξι αφροντούς με εκχύλισμα καρύδας μέσα στο αφέ-ψημα ε , είναι κάτι που δεν εξηγείται με τίποτα. «Ξεμέθυστος ήτανε άμα τον πετύχαινες έτσι...» όπως θυμότανε όμως και η Λουλού σε κάθε της τέτοια επίσκε-ψη. Ο θείος της νεραϊδοπαραμανούλας λοιπόν ξεκαρδί-στηκε μέχρι που ευράνθηκε δεόντως. Αεροπλέοντας κα-θιστός από ανακούφιση ολοφάνερη , έφερε τό ’να χέρι και τ’ άφησε να κρέμεται πίσω απ’ την πλάτη της καρέ-κλας όπου έπλεε εναερίως βολεμένος. Σ’ ένα κάθισμα από μασίφ οξιά αν πρέπει να γνωρίζει κάθε ενδιαφερόμενος. Τιμή και λοιπές λεπτομέρειες , μη διστάσετε , τηλεφωνείστε ώρες απογευματινές , κύριος Μπλούγουρας Μπιλ. Βιλλοατζέντης και σηκωταροπρή-ξερ. Υπάρχει και διαφήμιση στον τηλεφωνικό κατάλογο. Ναι. Στη συνέχεια ; Ε , έριξε ο θείος λίγο σαπουνολικέρ που όπως θα μαθαίνανε όλοι συντόμως ήτανε μια εξαίσια «γλυκομπιροσαμπάνια μάρκας -Άλμπερπ Ουανμανγκλί-κλαμπ-» , δηλαδή σαν να λέμε αλλιώς μάρκα «-Νώντας Ωρεμαναμουκατιγέλια-» , ελπίζοντας να λανσάριζε βέ-βαια τούτο το αφρώδες ηδύποτο οσονούπω. Σε φακελά-κια τσαγιού τύπου «-Τίπτοου-» όπως τό ’χε συλλάβει μά-λιστα το όλο σχέδιο ο γερο-Νώντας. Ο οποίος καταξεκαρ-διζότανε λες και του καθαρίζανε σφιχτά αβγά σαμπανιζέ. Έδειχνε βέβαια το προϊόν πως χρειαζότανε περαιτέ-ρω βελτίωση. Αφού άφριζες και ’συ για ώρα μετά. Την ο-ποία τσαγομπιροσαμπανοϊδέα σερβίριζε στο , δε θα λέγα-με ενδεχομένως ποτήρι ούτε και ακριβώς φλιντζάνι. Κα-θώς ήτανε μια τσαγοφλιντζανομπιρόκουπα. Με σχήμα που άφηνε εντύπωση φλιντζανιού κλασικού για τσάι. Μα με χωρητικότητα δυο μπουκαλιών μπίρας στο εσωτερικό. Από γυαλί με φυσηγμένες υαλοφυσαλλίδες. Όπως μια γυάλινη κούπα μπίρας σε συνδυασμό με ένα σχήμα ποτη-ριού σαμπάνιας τύπου φλάουτου. Όμως από μια απόστα-ση είτε μικρότερη , είτε μεγαλύτερη των τριάντα πόντων φαινότανε πως ήτανε ταυτόχρονα και ένα τυπικό φλιντζά-νι τσαγιού και σε καταμπέρδευε. Οφθαλμαπάτη. Η τσαγέρα ήτανε τέτοια μόνο στην όψη. Με μοχλό και βαλβίδα που αρχικά δεν τα έβλεπες. Αφού ούτε εξω-τερικώς έμοιαζε για τέτοιο μα το πρόσεχες τελικά ότι ή-τανε ένα βαρελάκι μπίρας που τη σερβίριζε ντραφτ. Πά-ντα για εφέ πρεσβυο-μυωπίας σε σχήμα αγγλικής τσαγιέ-ρας. Από τις τυπικότερες που θα μπορούσες να πεις ότι υ-πήρχανε ανάμεσα σε όσες είχες δει ποτέ στη ζωή σου. Ουφ ! Θά ’σκαγα ! - Θείε Άλμπερπ !!!...Έρχομαι που να πάρει !! Ξαπλωτο-καθιστή , ταβανοσημαδούρα κολοκυθινοντάουλη !! Κε-φάτη νταμιντζανόμπακα παναθλιαδιόρθωτη και χαχανο-κανάτα μπουρμπουληθρασταφίδιαστη !!! Εδώ πέσανε εναγκαλισμοί πρώτου βαθμού μαζεμέ-νοι. Η ψηλολελεκανηψιά αντάμωσε τον καλό της θείο μ’ ένα σάλτο. Αφού όμως πήρε φόρα απ’ την κάσα της πόρ-τας του διπλανού δωματίου , μιας βιβλιοθήκης με μπι-λιάρδο. Έφυγε με άλμα τριπλούν ζαρκαδοδρασκελιστό με πατούσα ογδόντα-παρά-δύο-πόντους νούμερο και έφτασε στο ύψος του ταβανιού το θείο το Νώντα. Αφού ασπαστή-κανε , εκεί βεβαίως , κοντά στο ταβάνι , η Λουλού κάθη-σε σε μια απ’ τις αμέσως πλαϊνές σε εκείνον καρέκλες. - Εϊκχεντεϊκχεντεϊλχεντεϊλχεντεϊκοφοκεϊτσμπατεϊκμιοφ-τεϊκ ! Η σειρά του τρελλού να κάνει το καπέλο , εεε...του καπέλου να κάνει τον τρελλό ! Μπερδευτήκαμε. Το κοί-ταζε με τις κόρες των ματιών στο γείσο ο μπαρμπα-Άλ-μπερπ. Αυτό έκανε μια τούμπα μόνο και ξανάπεσε στην μπατακουνοκεφάλα του. Ίδιο σε κατάσταση ευθυμίας με το μπατάλικο , το βαρύ δηλαδή αχλαδοκουδούνι , όπως έμοιαζε στο σουλούπι η κούτρα που πήγε το νεραϊδοκα-πέλο και σκέπασε. Έγειρε μπροστά ενώ ο θείος Νώντας ο Καλαμπουροαποτέτοιος ο σαπουνοφουσκόπουλος το ί-σιωσε για άλλη μια φορά με τον αντίχειρα. Η ομπρέλα τότε σαν αστραπή εκτοξεύτηκε παρατώ-ντας χωρίς σκέψη τα παιχνιδοσκασίματα από τις άπειρες φουσκάλες. Τού ’ρθε μ’ ένα «ζουπ !» σαν να ήτανε ο-μπρελομαγνήτης ο μπάρμπας της Λουλούς και άνοιξε το ίδιο αστραπιαία χωρίς να κολλήσει στο άξαφνο άνοιγμά της. Ποιος να το περίμενε ! Ακριβώς από πάνω του ενώ λοξοστάθηκε μόρτικα σαν όρθιο σταυροπόδι πλάι στη κα-ρέκλα του. Όχι από την πλευρά του θείου όπου πήρε θέση η νεραϊδονταντά η προϊστάμενη του εξαρτήματος τού- του , απ’ την άλλη μεριά , στα αριστερά του γελαστού μπάρμπα του μπιροσαμπανοαλχημιστή. Με το παρασκεύασμα το ονομασθέν «Νώντας Ωρε-μαναμουκατιγέλια» , που τό ’χε πιει με το γαλόνι ο μπαρ-μπαμπάρμαν ο καθιστοκουνιστοπόδης ο τρισευτυχισμέ-νος , να κάνει την τσαγιέρα που τό ’χε περιεχόμενο να γνέφει , με το ένα και μοναδικό το μοχλόχερο που διέθε-τε , προς την ομπρελάρα ένα ενθουσιώδες «Γεια χαρά ! Καλωσόρισες !». Ταρακουνιότανε δηλαδή στο τσαγερό έ-να λιγνό και μακρύ , όσο ένα καλαμάκι για μπουκάλι ανα-ψυκτικού , μπράτσο που όταν κατέβαινε σε οριζόντια θέ-ση σου πρόσφερε του Νώντα το παρασκεύασμα. Έτσι κουνιότανε ζωηρά πέρα-δώθε τούτος ο μοχλοβραχίονας , εξοπλισμένος ακόμη και αυτός , με μια μικρή αλλά πά-ντως καλοπροαίρετη μούτζα στην άκρη του. Αν και αυτές οι χαιρετούρες από το τσαγεροβάρελο μόλις μια στιγμή αργότερα εξαποστέλλονταν ήδη αφηρη-μένα. Αφού καλοσώριζε και διαφόρους αορίστως και στα κουτουρού χωρίς διακοπή παρακάνοντάς το με το θέμα της υποδοχής και μάλιστα όχι των παρόντων , μόνο των απόντων. Με μουρλά γρήγορες , πεισματάρικες κινήσεις ανεξάντλητου υπερενθουσιασμού. Μέχρι που ξέχασε ότι έχει καιρό να δει αυτούς που δεν υπήρξανε κατά τα άλλα ποτέ , έβγαλε ρετάροντας όσο δεν παίρνει άλλο ένα «εεε...και καλώς τον κυρ-πως μου τον είπανε....» , μετά είπε «...πσσσς !!! Πάει αυτός ! Κλάφτε τόνε !!!» , παρα-μίλησε «Άμα διψάτε , Ωρεμαναμουκατιγέλια !! Ρίχνουμε και δεν τελειώνουνε ’δω !» αλλά τόσο ο μπαρμπα-Νώ-ντας όσο και όλοι οι επισκέπτες του ήτανε στον κόσμο τους ο καθένας ακόμη απ’ τη βαβούρα και δεν έτυχε κα-θόλου προσοχής ούτε τούτο το σχόλιο του τσαγεροβάρε-λου. Οπότε και αυτό βαρέθηκε και ξανάρχισε ένα μουρ-μουρητό από «Καλωσόρισες ! ’Συ δεν είσαι είπαμε ο...», μέχρι που νύσταξε , γλάρωσε και πλάνταξε στο ροχαλητό. Στο μεταξύ ο Ντερτ , στο δάπεδο ακόμη , έπεφτε στα γόνατα. Αμέσως μετά μανικοσκούπιζε τη σουρταφερτα-τζού την πινακίδα και τελικά βγάζοντας ένα κάρβουνο έ-γραψε στη μπουκαπόρτα τη μαγική απάνω μόνο τις οδη-γίες «τραπαίζυ-τσάοι-Νόνντας-Ορραιμανναμουκατοιγαί-λυα !». Τσάκωσε σε μια ξαφνική έκταση των χεριών τους μικρούς , ορθώθηκε , είπε «Τώρα !!!» και σαλτάρανε και οι τρεις. Βγήκανε αναδυόμενοι , ίδιοι με σούστες που ξε-πετάνε ένα φασουλή απ’ το κουτί. Αρκετά εκτός σχήμα-τος και διαστάσεων. Ξαναπήρανε το φυσικό τους μέγεθος μετά από πεντέξι δευτερόλεπτα παραμόρφωσης. Ο θείος ο κουδουνογελαστός μετά απ’ αυτό είδε μονάχη πλέον και την τσαντάρα της ανηψιάς του στο πάτωμα. Με τα χέρια διάπλατα μόλις την εντόπισε την χαιρέτησε. - Χαμ Μπαγκ !!! Είπε μεγαλόφωνα ο Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδης από άλλο σόι. Καθότι άκουγε σε ένα αλλιώτικο επώνυμο όχι τόσο σαματατζήδικο. Αν και άκρως επιρρεπές σε χρό-νιους λόξυγγες άνευ ελπίδας για θεραπεία. Πράγμα που φαινότανε κατευθείαν. - Μπαααα... Του έκανε αποκρινόμενη με τον δικό της ψηλομύτικο χαιρετισμό η τσάντα. Ύστερα άνοιξε και βγήκε από μέσα πρώτα μια ριπή καραμέλες που σπάνε δόντι. Οι οποίες πέ-σανε διάσπαρτες σε όλο το τραπέζι. Έπειτα ξεπροβάλλανε από ’κει πέρα μέσα , από την τσαντοσήραγγα ετούτη , κουφ...εεε... μπουκάλα σκέτη στο πάτωμα ήθελα να πω , εκείνα τα μουσικά όργανα τα γνωστά από παλιά. Το μπά-ντζο , η τρομπέτα , το κοντραμπάσο πάντα σαν σπιτονοι-κοκυρά μεγάλο , η τούμπα η θηριώδης , επίσης ίδια ακό-μη με τρομπετοκανόνι αστραφτερό , γυρισμένο προς τα πάνω και εκείνο το ζεύγος τα πελώρια , χάλκινα πιατίνια. Παίξανε το «Τσάι Στο Θείο» , τους «Γίγαντες Της Φασο-λιάς» και το «Πέταγμα Της Μάγισσας» σε ύφος αλέγκρο πρεστίσιμο. Δηλαδή κατα-αγχωμένα , έτοιμα να κλατά-ρουνε. Αργότερα , ούτε ένα τρίλεπτο δεν πέρασε δηλάδή , τα πιατίνια να κάνουνε φινάλε και όλα τα κλαπατσίμπανα τούτα να δέχονται ένα θερμό χειροκρότημα από το νοικο-κύρη του σπιτιού δαύτου και τους επισκέπτες όλους τους ξαφνικούς. Έπεσε ζητωκραυγή που πήγε σύννεφο. Μέχρι και από τα νεραϊδορουχοαξεσουάρ καθώς και απ’ όλα τα είδη εξοπλισμού ξενοδοχοεστιατορίων που υπήρχανε στο τραπέζι εκείνο. Η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου πανηγύ-ριζε κιόλας με ένα σφύριγμα στρούγκας για συναυλία ό-μως. Στο μεταξύ τα όργανα ενώ δεχόντουσαν τις επεφημί-ες προχωρήσανε για να αράξουνε όσο πιο μαγκιόρικα γι-νότανε στις υπόλοιπες τις καρέκλες που αιωρούνταν απ’ το πάτωμα μονίμως μακριά. Στα γρήγορα τα μιμηθήκε η τσάντα που κορνιζοβούτηξε , ήρθε και έκανε σαν να βο-λεύεται πριμαντόνα υπέρ το δέον παχουλή καλιμπράρο-ντας τα πισινά της τα πληθωρικότατα με το κάθισμα γιατί ξεχειλίζανε κάμποσο. Ο θείος ο Επαμεινώντας πού ’χε λυσσάξει να ξεκαρ-δίζεται , κανονικά μάλιστα αφού όλο έβγαζε απ’ το στόμα σαμπανομπιρόμπαλες που φουσκώνανε και σκάγανε με ρυθμό πολυβόλου , κράτησε για λίγο τούτη την ανάσα του μήπως διακόψει το ράντισμα το σαπουνοκομπολογό-χαντρο. Ε , για να καταφέρει να σοβαρέψει. Αλλά που. Ό,τι ανάσα κράτησε του ξέφυγε με αφρό από κάτι διαφα-νομπάλονα σαν πεπόνια κρυσταλοκάθαρα και ξεχωρισμέ-να που γίνανε μια εκρηξούλα χαριτωμένη. Όμως κατά τα φαινόμενα επρόκειτο για κατάσταση αποσφράγισης και ε-ξανεμισμού του κεφαλόμουστου πού ’χε απογίνει το μυα-λό άπαξ και έφυγε απότομα σε χρόνο ανύποπτο και ο μυαλοφελλός. Έχω ’δω ένα κουτί καί ’χει μέσα κάτι τι , άμα έβγει το κουτί , τί το θέλω το κουτί που λέει και ένα ρωμέικο αίνιγμα ωραίο για την υπερχείλιση από τζιτζιμπι-ροσαμπαναφρό πού ’ναι συχνά η μόνη γέμιση του κεφα-λιού και ταίριαζε και ως επιτραπέζιο παιχνίδι πρώτης δια-λογής για όλους τους συνδαιτημόνες του νεραϊδόμπαρμπα τους επίσης καρεκλομετεωριζόμενους. Ωστόσο ο μπαρμπα-Άλμπερπ εύθυμος σαν να μοίρα-ζε θησαυρό που τον μαζεύανε αόρατα , ιπτάμενα ξωτικά και τον εξαφανίζανε κατευθείαν , χωρίς να χολοσκάσει ούτε τόσο δα για τίποτα σήκωσε την κούπα του τη μυστή-ρια. Αιωρούμενος κοντά στο ταβάνι πάντοτε , άφησε το κάθισμά του και στάθηκε , κρατώντας την τσαγοσαμπα-νομπιρόκουπα ψηλά. Τότε , παρότρυνε απαξάπαντες τους παρευρισκόμενους για να τους φύγει η αμηχανία λέγο-ντας , - Αυτή είναι μπιροσαμπάνια !!! Ωρεμαναμουκατιγέλια , δε θα πει τίποτα !!! Πιείτε !!! Μετά απ’ αυτή την ενθουσιώδη πρόποση ε , η Γκέτεμ ήτανε που δοκίμασε πρώτη αιφνιδιάζοντας μέχρι και τον Άλσελ. Με μια σιγουριά τέλειας οινογνώστριας. Όμοια στο φέρσιμο. Με μπουκώματα φουσκαλομάγουλα , εν-ναλλάξ μονόμπαντα. Κάνοντας δε τη μεγάλη γκάφα μετά να καταπίνει. Γιατί ενώ όλοι είχανε έτοιμες στα χέρια για πρόποση μετά τσουγκρισμάτων τις μυστηριοπερίεργες αυτές κούπες που χωρούσανε δυο μπουκάλια , δηλαδή μια πίντα μπίρας , απομείνανε στραμμένοι κατά τη Γκέ-τεμ. Χαζεύοντάς τη που ρεύτηκε γλυκά. Με ήχο εκείνο το «πλοπ !» του φελλού. Η Γκέτεμ , η οποία έβγαλε και το μερτικό της σε φούσκες. Φτιάχνοντας ίσως καλύτερα το ντεκόρ εσωτερικού χώρου με λίγες ακόμη φουσκογιρλά-ντες και φουσκοσειρές. Ίδιες με μπίλιες που με μικρά κε-νά ανάμεσά τους σχηματίζανε λυμένες και χωρίς να ενώ-νονται μεταξύ τους , μακριές ουρές. Σαν κάμπιες με κυ-ματιστό σχηματισμό. Έτσι η Γκέτεμ που σαπουνομπουρμπουλήθρωσε στις εκπνοές για τα καλά , στη συνέχεια άφησε ό,τι κράταγε ή θα είχε σκοπό να κάνει , πάραυτα. Αφού ξαπλώθηκε φαρ-διά-πλατιά πιο ’κει , άρχισε χωρίς να το περιμένει κανείς ούτε τούτη τη φορά να γελάει ασυγκράτητη σαν φασόλι σπαρταριστά χοροπηδηχτό , ψηλά στο κενό όμως. Αγγίζο-ντας το ταβάνι καθώς έπιανε τα πλευρά της και στριφο-γύρναγε πότε μπρούμυτα χτυπώντας με γροθιές τον αέρα και πότε ανάσκελα. Σιγά που θα καθόντουσαν να κοιτάνε μόνο οι άλλοι. Το ίδιο λοιπόν αποφασίσανε να πάθουνε όλοι. Πρώτα ξε-καρδιστήκανε παρομοίως χωρίς να πιούνε σταγόνα. Μαζί και ο θείος ο σαπουνομπαρουτόπουλος πού ’χε το σπίτι για να παίζει με μπουρμπουλήθρες. Μετά , η μπιροσα-μπάνια η μυστήρια κατέβηκε σε όλους την ίδια στιγμή. Μόνο δυο-τρεις γουλιές ήθελε για να δράσει ο αφρός και να αρχίσει το πανηγύρι του γαργαλήματος του απερίγρα-πτου μέσα σου. Δε θυμόσουνα ούτε αν διψούσες αφού δεν είχες περιθώρια για μια τέτοια σκέψη. Μα παρ’ όλο που αποφασίσανε να τα κοπανήσουνε μονορούφι , προχωρήσανε με την αμπάριζα που πήρανε και τούτοι , ο Άλσελ , ο Ντερτ και η Λούλα Μπόμπινγκς χωρίς καθόλου σκέψη. Διότι εκτός απ’ το ότι οι άσπροι πάτοι οι τριπλοκατέβατοι ήτανε συγχρονισμένοι με τη λα-χτάρα της ίδιας ακριβώς χαράς , εκείνης της πανηγυρικά πρώτης και σπαρταριστά καλύτερης , εννοούμε της Γκέ-τεμ , άλλο αναπάντεχο μυστικό απ’ το εξπρές αυτό ξεδί-ψασμα δε θέλανε να περιμένουνε. Όχι δηλαδή πως θά ’τανε και εύκολο πράγμα να μαντέψουνε έτσι και αλλιώς την όποια συνέχεια των όσων εκδηλώσεων ακολουθήσα-νε. Γι’ αυτό οι εκφράσεις του προσώπου του καθενός ήτα-νε το άκρον άωτον της αντίθεσης από πλευράς αυθορμή-του ξεσπάσματος. Να , ο Ντερτ που κοτσάρησε απότομα ένα χαμόγελο γεμάτο δόντια μέχρι τ’ αφτιά που δεν έφευγε με τίποτα. Ενώ άρχισε από ’κει , πίσω ακριβώς απ’ τα άκρα αυτά του χαμόγελου στο πλάι της φάτσας του , απ’ τα όργανα της ακοής να βγάζει φούσκες. Δεν ξέρω ουτ’ εγώ πόσες μαζεμένες βγαίνανε από ’κει μέσα. Όμως ήτανε η στιγμή που πλάνταξε από τα γέλια αλλά κλαίγοντας μαζί. Με έ-τοιμο συνάχι που είχε ήδη προβλέψει ο θείος , στις μπουρμπουλήθρες ο αρχιμάστορας , ο Άλμπερπ. Διότι φρόντισε να κολλήσει του Ντερτ ένα μαντήλι ξαφνικά και αυτοπροσώπως στη μύτη. Μελιντζάνα στο σχήμα πλέον. Μια μεγάλη φούσκα όλη που κορνάριζε σαν καραμούζα γηπέδου και έβγαζε μικρούς , κούφιους βώλους. Τούτοι πέφτανε στο τραπέζι και σκάγανε αφήνο-ντας ένα πολύ γλυκό «ντιν ντιν !». Σαν μικροσκοπικά μαργαριταράκια από ένα ακριβό και απίστευτα μακρύ κολλιέ που σπάει το κορδόνι του και κατρακυλάνε στη σειρά χαρούμενα σκορπίζοντας που βρίσκανε επιτέλους την ελευθερία τους. Ο Μήτσος ο Δερβισοψηλολελέκογλου με τ’ όνομα , ο Ντερτ δηλαδή , κάποια στιγμή σάλεψε οπότε και πήρε το μαντήλι απ’ το χέρι του οικοδεσπότη θείου. Αν και χρεια-ζότανε ο Ντερτ όπως φάνηκε το δικό του μόνο πάνινο πε-τσετάκι. Για μια δοκιμή γευσιγνωσίας δικής του επινόη-σης. Αφού το στούμπωσε απαθής τελείως μεσ’ το στόμα του σαν νοστιμιά παρηγοριάς που η πολύ πετυχημένη συ-νταγή της ξαφνικά υποτίθεται ότι τον είχε ξετρελλάνει και συνέχιζε να το μασουλάει σαν γίδι λιγούρικο. Επειδή η α-πελπισία του λόγω βραχυκυκλώματος τον είχε αφοπλίσει από τη λογική και είχε χαθεί πρώτος και καλύτερος απ’ ό-λους ο αυτοέλεγχος. Πάντως , δε λέω , το μάσησε το πετσετόπανο καλά. Για τόση ώρα που ξαφνικά εκείνο έγινε μια πελώρια μα-ντηλόφουσκα γυαλιστερή και ροζ στο στόμα του απ’ όξω παρά τη θέλησή του. Η οποία μαντηλόφουσκα ξαναχάθη-κε χωρίς σκάσιμο αλλά με αστραπιαίο ξεφούσκωμα και αναδίπλωση μέσα στο στόμα του. Μια κίνηση που επανα-λήφθηκε για τουλάχιστον δέκα φορές. Να όμως που το τσικλοφουσκομάντηλο ξανακρύφτηκε μέσα στο στόμα στρίβοντας στο φανάρι αριστερά. Μέσα απ’ τ’ αφτί. Απ’ όπου αφού ήρθε σχεδόν όλο έξω με χορευτικές κινήσεις , εκσφεντονίστηκε πάλι προς το εσωτερικό. Πάλι άφαντο. Περνώντας ποιος ξέρει από που σαν βολίδα. Μέσα στο λαβύρινθο του ενός αφτιού του για να ξαναφανεί όμως βγαίνοντας απ’ τ’ άλλο. Αλλάζοντας μορ-φή ενώ έκανε το κέφι του και λικνιζότανε κιόλας μετα-μορφωμένο σε μια πολύχρωμη τώρα γιρλάντα από μικρά τρίγωνα που τυλίγονταν απαλά γύρω απ’ το λαιμό του. Ά-σε που πιο καθαρά δε θυμότανε νά ’χε ξανακούσει σε όλη τη ζωή του ο Ντερτ. Έμεινε έτσι κοκκαλωμένος για δυο στιγμές και άπλωσε τα πόδια πάνω στο τραπέζι. Πρώτα έφερε το ένα του χέρι πίσω απ’ την πλάτη της καρέκλας. Έπειτα σκουπίστηκε κομψά με το άλλο πιάνο-ντας μια άλλη διπλωμένη , πάνινη πετσέτα και φέρνοντάς τη πότε στη μια και πότε στην άλλη άκρη του πάντα χα-μογελαστού ως τ’ αφτιά , αν και κλειστού τώρα , στόμα-τος. Για φινάλε έμεινε με το χέρι να κρέμεται , κρατώντας και το τελευταίο τούτο μαντήλι. Ακίνητος για λίγο. Έτσι. Σε αφασία. Οπότε τον παρατάμε και ’μεις για να δούμε τώρα πιο πέρα και κανέναν άλλο. Ορίστε , τον Άλσελ που αμέσως άνοιξε εκείνο το πει-ναλέικο το στόμα. Όχι για να βάλει κανένα ζαχαρομεζε-κλίκι. Μόλις που το άνοιξε και ακούστηκε εκείνο το φου-σκοπάτ το γνωστό. Σαν πώμα , ναι , μπουκάλας που ανοί-γει με φόρα. Ε , ως εδώ θα μου πείτε , πάλι τα ίδια. Μα πρέπει να ξέρετε πως ίσαμ’ εδώ μόνο όσα έπαθε ήτανε ό-μοια με των άλλων. Μετά γίνανε αλλαγές. Έτσι , για τη συνέχεια αναπήδησε καθιστός. Αφήνοντας ένα ξαφνικό «χικ !». Με το στόμα νά ’χει μείνει ορθάνοιχτο. Χάνος. Οπότε , καθώς περίμενε να πάθει κάτι καινούργιο άρχισε να βγαίνει απ’ τη μεζεδοπαγίδα αυτή τη γνωστή μια θεό-ρατη μπαλονάρα. Η οποία όσο έβγαινε , τόσο ο Άλσελ λέπταινε. Ακου-γότανε όχι σαν γέμισμα με αέρα ενός γιορτινού μπαλο-νιού μα ένας λόξυγγας. Με μια απίστευτη ποικιλία από «χικ !». Αργά και εκκωφαντικά απότομα ή γρήγορα και κοφτά ή κανονικά και με παύσεις. Η φούσκα ετούτη σε λίγο έμοιαζε με μια τεραστίων διαστάσεων στρογγυλεμέ-νη πιπίλα που με ανταπόκριση στο καθένα «χικ !» αυτού του αναπάντεχου λόξυγγα συνέχισε μ’ αυτό τον τρόπο να διογκώνεται. Σε ανύποπτο χρόνο έβγαλε απ’ το στόμα του το παστοταχυδακτυλουργικό ένα μπαλόνι σε μέγεθος πο-λυελαίου. Τόσο μεγάλο έκανε έτσι και βγήκε δεμένο στη άκρη φιόγκος. Οπότε , πήρε για δοκιμή νέο σχήμα. Κολοσιαίου α-μυγδαλόσπορου. Σε χρώμα φρέσκου βούτυρου. Ύστερα μεταμορφώθηκε ξανά. Για να υπάρχει και ποικιλία. Έγινε φωτεινό γύρω απ’ το σουλούπι του σαν διάφανο γλομπο-στέφανο τη νύχτα. Γεμάτο από αύρες ζαχαρωτών που τά ’βλεπες σαν σε μόλις χρυσοκίτρινη , θαμπή γυάλα , αιθέ-ρια. Σοκολάτες , γκοφρέτες , πουράκια πραλίνας , δαχτυ-λοσοκολάτες , κουφετάκια καθώς και καραμέλες σε περι-τύλιγμα. Τούτο το αμυγδαλοφλασκί που άλλαζε όψη όσο γέμι-ζε , μετατράπηκε στο μεταξύ και πάλι. Έμοιαζε ήδη με λι-κερομπούκαλο κοντούλικο , παχουλό. Παραγέμιζε όμως και ’κείνο με τη σειρά του. Καταλήγοντας πια σωστή κο-λοκύθα. Μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Έτσι το πράγ-μα τούτο , ίδιο με μηχάνημα αυτόματης παστοεξυπηρέτη-σης κολοκύθινο , απόμεινε αιωρούμενο πάνω απ’ το τρα-πέζι. Πλάι στο τσαγεροβαρελάκι σερβιρίσματος της μπι-ροσαμπάνιας. Στον αέρα , ενώ περιστρεφότανε. Έχοντας για καπάκι ένα σκισμένο πάνω άκρο με το κοτσάνι. Μια κολοκύθα πλημμυρισμένη με τις οπτασίες από τα γλυκίσματα τα μέχρι λίγο πρωτύτερα Αλσελοτρα-γανισμένα. Φωτισμένη στο φυσικό της χρώμα , πορτοκα-λί ανοιχτό , λαμπερό. Έτσι που οι αφρατοφουσκωτές πτυ-χώσεις της υπερφυσικής , αμετάκλητα πια κολοκύθας να είναι μια αύρα διάφανη. Υποτίθεται περιέχοντας τα , α-ναρρίθμητα όσο δεν φαντάζεστε , γλυκά μιας μπομπιρο-ζωής σερμπετοξεσκασμένης. Ξανασυγκεντρωμένα εκεί μέσα να φαίνονται σαν νά ’τανε ατόφια. Μοιάζοντας με αληθινά και συγκεντρωμέ-να όλα μέσα σ’ ένα πορτοκαλί , κολοκυθοσεντούκι αέρι-νο. Με το καπάκι να φαντάζει έτοιμο αν θες για να τ’ α-νοίξεις. Ο Άλσελ κόντεψε να σκανδαλιστεί να βουτήξει το χέρι. Να του φύγει και η απειροελάχιστα παραμικρή αλλά που δεν παύει ποτέ να είναι όπως πάντα σαν τέτοια έτσι και αλλιώς ε , η περιέργεια. Παρ’ όλα αυτά απόμεινε ν’ απορεί. Ο μπόμπος λεπτός πλέον χαζοκοίταγε χάσκοντας έκ-πληκτος. Πότε τη δική του αλλαγή , πότε το νεφελώδη κολοκυθοπαστολογαριασμό ταμιευτηρίου τον πορτοκα-λοδιάφανο. Την μπαλονάρα τη φίσκα γεμάτη απ’ την αύ-ρα που αφήνανε οι παλιές , γλυκές του ορέξεις. Έτσι κα-τάντησε μονάχα με δυο γουλιές από την Αλμπερποσυμφο-ρά ο μικρός. Πάντως λίγα έπαθε ως εδώ μέχρι στιγμής. Μετά βέβαια γίνανε και άλλα μα ήτανε όλα και όλα κάτι ψιλοπράγματα. Αντί για υπόκλιση. Να , δηλαδή άκουσε απότομα ένα «γκλινγκ !». Αναποδογύρισε με επιτόπια μπροστινή τούμπα εκεί που βρισκότανε καθιστός και ξα-ναγύρισε όπως ήτανε και πριν. Στην ίδια θέση και καθι-στός. Η φάτσα του φωτίστηκε αμέσως ολόκληρη. Άναψε σαν πορτατίφ χωρίς ρεύμα. Σαν να είχε φωτάκια μέσα α-πό το δέρμα του προσώπου του. Ανάλαφρος πια , έσκασε και ένα γεμάτο χαμόγελο μα με άλλη , τελείως αλλαγμένη πλέον όψη. Ανάλαφρου , ευτυχή μπόμπιρα. Με μια χαρά που εκφράστηκε αναλόγως. Δηλαδή κουνώντας τα φρύδια πάνω-κάτω ενώ κοίταγε κατά το τα-βάνι. Με το κεφάλι ίσια μπροστά αλλά τις κόρες των μα-τιών νά ’χουνε στραφεί ψηλά. Φέρνοντας τα πόδια επάνω στο τραπέζι , τό ’να πάνω στ’ άλλο. Κρεμώντας και τό ’να χέρι πίσω απ’ την πλάτη της καρέκλας. Ενώ το άλλο να σκάει φούσκες με δαχτυλοκαταπέλτη αντίχειρα και δεί-κτη. Παρέα με την ομπρέλα να μπασάρει τα «πλοπ !» κά-νοντάς τον να λυθεί στα γέλια. Λέγοντας μετά και οι δυο τους «πλοπ !» με τη φωνή του μπόμπιρα να βαραίνει όσο περισσότερο μπορούσε τώρα πού ’χε ελαφρύνει ολόκλη-ρος. Προσπαθώντας να φτάσει σε βραχνάδα την ομπρελά-ρα την τερατογοριλλόμπαση. Μα απ’ ό,τι φάνηκε τελικά αυτά ήτανε του Άλσελ ό-λα τα μαρτύρια. Όσο για το τι νά ’γινε με τη Λούλα Μπό-μπινγκς , εκείνη έπαθε τα εξής πολλά και διάφορα στη συνέχεια. Για προετοιμασία ίσως είναι απαραίτητο ένα κάποιο μέτρο μέχρι και στην περιγραφή. Ώστε να χρω-ματιστεί απαλά η σάλα ετούτη από τη φινέτσα μα και την αβροφροσύνη που κάνει μια νεράιδα νά ’ναι τόσο ξεχωρι-στή. Γεμάτη από τέτοια χαρίσματα που ταυτίζονται με την αρμονία και την εσωτερική γαλήνη και εξωτερικεύο-νται με το παρουσιαστικό , το οποίο οφείλεται στο ασύ-γκριτο πείσμα της για την πάση θυσία διατήρηση μιας α-τμόσφαιρας όπου θα επικρατεί όσο γίνεται λιγότερη γκί-νια από τα υπερβολικά συχνά φάσκελα. Προετοιμασμένοι νά ’σαστε μόνο καθ’ όσον η Λου-λού τυγχάνει πιο πολύ του ύψους σε ό,τι αφορά γενικώς το θέμα του μέτρου. Αφού είναι «δύο και !» στο μπόι. Α-πό πλάτος οι μεζούρες μπερδεύονται. Μήκος έχει στις πα-τούσες και μάλιστα σε πλεόνασμα. Όσο για βάθος σκέ-ψης έτσι που παραπατάει και καπελοχτυπιέται είναι πια ολοφάνερο ότι στο μυαλό της έχει ουκ ολίγο κενό χώρο. Παρά κάτι αβυσσαλέο. Ήδη όμως υψώθηκε σε ’κείνο το σαλόνι η αυλαία για το χορόδραμα το ντιπ καταντίπ αλη-σμόνητο. Το οποίο αν είναι αναπόφευκτο , πιο πολύ από σας εξαρτάται. Πάντως , αρχίζει αμέσως. Ορίστε... Όποιοι θέλουνε κάθονται ή φεύγουνε με φόρα ! Ακούτε ’δω οι υπόλοιποι και δείτε οι άλλοι τώρα ! Ακάπελη στο πρόσωπο , κοιτάζοντάς τη ως κάτω άλλαξε στιλ που ήτανε , απείρως πιο κεφάτο. Σβέλτα από πάνω απ’ την κορφή , μέχρι και στα παπούτσια αμύγδαλα γινόντουσαν , μέχρι και τα κουκούτσια. Ούτε που καθυστέρησε , να πάρει όψη άλλη σαν ήρθαν και της φύτρωσαν , λουλούδια στο κεφάλι που πλέχτηκαν όλα μαζί , στα σβέλτα μάνι-μάνι ένα κομψό και ζωηρό , πολύ πυκνό στεφάνι. Το οποίο ολοζώντανο , έστησε μια γιορτή και μάθετε οι περίεργοι , με ποιους , πως και με τι. Πολλά λουλούδια χαρωπά λοιπόν , της Μπόμπινγκς η κορώνα μήπως και βρει την ομορφιά τυχόν , μια γκλάβα σαν κοτρώνα. Ό,τι συμβαίνει πάνω εκεί , ακόμη και τραγούδια όλα μα όλα έχουν φτιαχτεί , μόνο από λουλούδια. Με μπερδεμ’ ατελείωτο ή φτάρνισμα γερό το κέφι μένει αμείωτο , το πάρτι φοβερό ! Ένα φιλί πολύ σκαστό , που κάνει ένα «σματς !». Βοή από εξέδρα χαρωπή , μέσα σε ένα ματς. Γελάκια ελαφρώς πνιχτά , που βγαίνουν απ’ τη μύτη που ακούγονται σαν σκανταλιά , κάποιου μικρού αλήτη και γίνονται πιο κατσαρά , που κάνουν «κι-κι-κι !» ενώ μιλούν λίγο πιο ’κει , κακοί γειτόνοι ευγενικοί. Κάπου αλλού , εκρήξεις τόσων δα μικροσκοπικών αφόβων όμως μπουμπουκιών αστραφτερές εκπλήξεις Όλα έχουν ίδιο στο αφτί , τον ήχο μιας βεντούζας αντί για κρότο μπαρουτιών ή μίας καραμούζας. Η γύρη πια αμέτρητη , να σκάει παντού τριγύρω και η Λούσι Μπόμπινγκς η νταντά , να μοιάζει με το Φύρο. Εκείνο το χρωματιστό , εφευρέτη , τον Κρανιάζη μα , χωρίς ράμφος η γυαλιά , αν και πολύ του μοιάζει. Α , το απίθανο , πυκνό , μαγικό τούτο στεφάνι μοιάζει με νίκη σ’ εκλογές , στο σαματά που κάνει. Σαν μια παρέλαση ζογκλέρ πού ’ναι χορευταράδες. Με μπάντες φιλαρμονικές και ράβδο μ’ αρχιμουσικό εξπέρ γιορτή για βασιλιάδες. Έμοιαζε όλη η σκηνή , να είναι ένα θαύμα και η Λούσι Μπόμπινγκς η νταντά , ένα όνομα και πράγμα ! Απ’ τη θέση της πέταξε πιο πέρα , μακριά. Με το στεφάνι που άρχισε , το γλέντι στα μαλλιά. Χαρίζοντας στα βλέμματα , μία κομψή πιρουέτα βήματα από πατινάζ και ιπτάμενα μπαλέτα Ενώ απομακρυνότανε , μαζί με την ομπρέλα που άνοιγε και έκλεινε ή έκανε άλλη τρέλλα και πότε στριφογύριζε ή αναποδογύριζε ξανάνοιγε ξανάκλεινε και γλίστραγε με χάρη που νόμιζες πως έβλεπες να κολυμπά ένα ψάρι. Όλη ένα νάζι , μια χαρά , στο βυθό για να φτάσει και η νταντά περίμενε , για να την ξαναπιάσει. Γυρνώντας τη σαν φτερωτή , πάνω σε ένα μύλο στριφογυρνώντας τη εύκολα , χωρίς να δείχνει ζήλο και μάλιστα σχημάτησε κ’ ένα χορευτικό διαγράφοντας και κάμποσα , χαριτωμένα οχτώ. Με καβαλιέρο στο χορό , ομπρέλα περιπάτου μιας πολύ εύθυμης νταντάς ως χαρωπού διαβάτου. Τι εύρημα απίθανο , το τσάρλεστον με ομπρέλα ! Μα γίνεσαι νεράιδα , άμα δε σέρνεις τρέλλα ; Στα γρήγορα όμως η Λουλού , στο σόου το παραξήλωνε. Κάτι είχε και αμαντάριστο , στο τσάσ’στον τούβλο αδιάβαστο , και τα άνθη από πάνω της , μουρμούραγαν «τελείωνε !» Άκουσε καί ’να σκίσιμο , «να λείπει» είπε «το βύσσινο» και απότομα φρενάρησε μα μπέρδεψε τα πόδια της και καταντεραπάρησε. Σκόνταψε δε στο ίσωμα , χωρίς να βρει εμπόδια εκεί που και ιπτάμενα , περπάταγαν και βόδια. Στο τσακ βρήκε και γράπωσε , εγκαίρως μία θέση μα ήταν πού ’χε πέσει ρημάζοντας αδέξια , το νούμερο στη μέση βλακόμουτρο και βάλε ! Μόνο σάλτο μορτάλε , πήγαινε για φινάλε ! Είπε κ’ ένα απ’ τα όργανα αυτό που λένε τούμπα «Α , ειν’ απ’ τα φαινόμενα !» «Τι νεραϊδογκόμενα ! Σκέψου να μάθει ρούμπα !» Φτάνει εδώ που ήρθαμε , να πάμε και αλλού ! Ποδαροκοτσιδιάζοντας είπε και η Λούλου Αργά μισοσηκώθηκε μετά αυτοφασκελώθηκε και αφού ψιλόρθε ίσα κοκκίνησε από λύσσα. «...για όλη την αναποδιά , φταίει μόνο ο θείος Νώντας» έβγαλε τ’ άχτι η ανηψιά , καρεκλοακουμπώντας. Μόλις που βρήκε αντοχή στάθηκε κουτσοπροσοχή και με άνω-κάτω τα μαλλιά πήρε μια πόζα για αγκαλιά. Τα μπράτσα τα σωληνωτά αφήνοντάς τα ανοιχτά ήτανε ολόιδια σαν αυτούς τους φρικαλέους γυπαετούς Όρνιο και όρθιο σαράβαλο. Γκαφατζού χωρίς σύνορα που χόρεψε αγγαρεία. Μετά απ’ αυτό το μπάχαλο μια βράβευση στα γρήγορα υπήρχε και όχι αστεία : Όχι Δέκα με τόνο. Ούτε τον άλλο χρόνο ! Ούτε και δέκα λίρες. Θα αλλάζανε σε ψείρες. Μόνο δέκα μπουγέλα ! Γιατί στροφές δεν έπαιρνε με το νιονιό που έσερνε. Σκέτη μυαλοσαμπρέλα ! Πίτα χωρίς αέρα και αν ποτέ κάποια μέρα έφτιαχνε μυαλοτρόμπα θα αυτοτουμπανιαζότανε και θα διασκορπιζότανε σαν νεραϊδομπόμπα ! Με λίγα λόγια και πεταχτά κάπως έτσι έμοιαζε η αλ-λαγή που διαπέρασε και τούτη ’δω την παραμανονεράιδα. Το νούμερό της είχε έρθει τελικά σε στοπ. Για να γλιτώ-σουνε τις επερχόμενες καρπαζιές οι περικοκλάδες αυτές από κανένα ξέσπασμα νεύρων ακούστηκε θερμότατο χει-ροκρότημα απ’ όλο το στεφάνι στο κεφάλι της. Τα λου-λούδια στο πι και φι σκύψανε στ’ αφτιά της. Πέσανε μπροστά στα μάτια της. Της ψιθυρίσανε ουκ ολίγα επαι-νετικά σχόλια. Φωνάξανε κάποια άλλα ύστερα και «ζήτω !» , «μπράβο !» βγάζοντας και σφυρίγματα. Όμως χωρίς να μπορούνε να κρύψουνε καθόλου την αμηχανία τους για την απρόβλεπτη συνέχεια. Μοιάζανε όλα μαζί έ-τσι εντελώς ασυντόνιστα όπως κάνανε ότι επιδοκιμάζανε της Λουλούς την παταγωδώς αποτυχημένη χορευτική έ-μπνευση σαν νά ’τανε κοροϊδίστικο λεφούσι σε παζάρι. Το οποίο δήθεν ξηλώνεται σωρηδόν για το θαυματουργό μαντζούνι που πουλάει κομπογιαννίτης πλανόδιος. Της κλείσανε το μάτι. Για πολλοστή φορά χαμογελώ-ντας λυγισμένα από την κορυφή του κεφαλιού της , κρε-μαστά ανάποδα στα μάτια της αντίκρυ , δείχνοντας όσο μπορούσανε πιο γοητευμένα. Μερικά μάλιστα φροντίσα-νε να χειροκροτούνε διαρκώς φωνάζοντας «άνκορ !» , δη-λαδή ζητώντας και άλλη τέτοια μπαλαφάρα νεραϊδένια. Με χίλια ζόρια βέβαια. Πάντως υπήρχανε μέχρι και λίγα που φυσάγανε – για να μη βρούνε και δαύτα κανένα μπε-λά και σερπαντίνες. Ώσπου κάποια στιγμή χορτάτη από τούτα τα «γιού- πι !» έχοντας πιστέψει ότι είχε σουξέ , δαχτυλοσφύρηξε η Λούλα και με τα δυο χέρια χώνοντας τους δείκτες κάτω απ’ τη γλώσσα για να μπει ε , μια τάξη. Η ομπρέλα και το στεφάνι ξεροβήξανε. Το δεύτερο συμφώνησε με την πρώ-τη , το ομπρελοστραπατσοματσοκάταρτο ότι « η Μπό-μπινγκς έχει δίκιο , πως , βέβαια !». Μα το στεφάνι παρα-μουρμούρησε και ξερόβηξε τώρα η ίδια η Λούλα Μπό-μπινγκς για να μη βγει και άλλο κιχ. Όμως βγήκε. Σαν ξε-ρόβηχας. Πάλι απ’ το στεφάνι. Το οποίο σταμάτησε μόλις ξερόβηξε ο θείος Νώντας ο Καλαμπουρομπουρμπουλη-θρόπουλος , ο Άλμπερπ. Με τη σειρά του ο Ντερτ τον έκανε να το κόψει. Με ξερόβηχα καμπανόλαιμο , αφούμωτο , καπνοδοχοξεβου-λωμένο. Έπαψε όμως και τούτος όταν ξερόβηξε η τσα-ντάρα η Χαμ-Μπαγκ με αλυσιδωτό ξερόβηχα απ’ όλα τα μουσικά όργανα που ξεμπουκάρανε από δαύτηνε. Η τού-μπα , το θηριώδες πνευστό , σαν φουγάρο , πάνω που ξε-ρόβηξε , διακόπηκε ο βήχας του από της Γκέτεμ. Έκανε έτσι η μικρή και μια παύση στο γέλιο της που την ξανά-πιασε έπειτα από τον προσωρινό της ξερόβηχα. Παρά λί-γο κιόλας να της έμενε μόνιμο το κακάρισμα της χαράς. Μα κόπηκε και δαύτο με μια κίνηση άβηχη του Άλσελ μόλις έκανε ο μπόμπος λεπτός και εύθυμος στα πιατίνια ένα νόημα. Τούτα υπακούσανε αλλά βάλανε μπροστά το ρεπερ-τόριο των ρέστων οργάνων. Άλλα φρούτα και δαύτα. Φανφαρόνικα και καπετανέοι αρχιφασαριόζοι μα αστείοι όπως κοντεύανε να ξεχαρβαλωθούνε από την πρεμούρα για ταχύτητα ενώ βγάζανε όλη εκείνη τη φραμπαλοκα-τσαμπαλομουσική. Το αποτέλεσμα ήτανε να ξεσηκώσου-νε τους καθιστούς , Ντερτ , Άλσελ και θείο Νώντα Καλα-μπουρομπουρμπουληθρόπουλο που τιναχθήκανε όρθιοι. Ξεκινώντας να χορεύουνε με σκέρτσα και πειράγματα για κάμποση ώρα. Ξεφαντώσανε με την ψυχή τους. Φέρνο-ντας βόλτες όλο εκείνο τον δρύινο αεροδιάδρομο. Τον α-σήκωτο αλλά ολόκληρο με τα καθίσματα στον αέρα. Μα-κριά από το πάτωμα και πιο κοντά στο ταβάνι. Αργότερα , πάνω ’κει στην τραπεζαράρα τη γυαλι-στερή όλα τα τζιτζιμπαντζαλοτσαγομπιροσαμπανοφλί-ντζανα μπήκανε στη σειρά. Ετοιμαστήκανε για σελφ-σέρ-βις. Μόνα τους στοιχηθήκανε για να σερβιριστούνε απ’ το μπιροσαμπανοβαρελάκι που ήτανε σαν τσαγερό. Οι πε-τσέτες όλες οι πάνινες χορεύανε με τα κουταλοφλίντζανα. Όπως οι συνοδοί τις ντάμες στο χορό για να μη τις πατά-νε. Όταν εκείνες τους κρατάνε ενώ ετούτες πάλι ταυτό-χρονα γυρίζουνε γύρω απ’ τον εαυτό τους. Μέχρι που μπαφιάσανε όλοι κατευχαριστημένοι. Τα πιατίνια σημάνανε το φινάλε. Οι πάντες βρεθήκα-νε όρθιοι χωρίς να πατάει κανένας πουθενά. Τότε με τη σειρά της γλίστρησε η νταντά τα δυο της τα δάχτυλα τα ξερακιανά να κάνουνε στράκα. Τον μέσο με τον αντίχει-ρα. Με το «σναπ !» αλάξανε σε χρώμα όλα τα ρούχα της. Από κατάγκριζο σύννεφο καπελοπαλτοπάπουτσο που ή-τανε και ψιλολετσέ και καθόλου εμφανήσιμο , ζωήρεψε σαν τουλίπα. Αλλάξανε σε χρώμα έντονο , σκαστό κίτρι-νο με ύφασμα τώρα πιο πυκνόπλεκτο και γυαλιστερό , τα ρούχα της. Βγήκανε τα παπούτσια της λέγοντας «χα- λόου !» μεταξύ τους. Με φωνή γνωστών αμφοτέρων μόνο από το τακτικό «χαίρετε-πως-είσαστε-τι-κάνει-η-σύζυγος-καλά-και-οι-δύο-αντιχαίρετε !». Ενώ δεν έχει κανένα σύ-ζυγο. Κάνανε αλλαγή φρουράς. Για να μπούνε σωστά αφού ήτανε ανάποδα. Πριν καλύτερα ήτανε μου φαίνεται. Χά-θηκε το στεφάνι απ’ το κεφάλι της. Το καπέλο που είχε ως τότε παραχωρήσει για συνεστιάσεις το μαγαζί σε μια λου-λουδοπαλάβρα μεταμορφωμένη , ξαναβρέθηκε στο κεφά-λι της και έμεινε εκεί το άτιμο , ήσυχο. Η ομπρέλα έγινε ολόλευκη μαζί με το καπέλο. Από γκρι καρό η τέντα η φορρητή ενώ το καπέλο από κατάσκουρο γκρι που ήτανε προηγουμένως. Το ξόρκι έτσι διάλεξε να λανσάρει την κολεξιόν με τις δημιουργίες απ’ το δειγματολόγιο. Το κα-πέλο είχε αποκτήσει και φιόγκο σε κροκάδινο κίτρινο έ-χοντας γίνει ολοκαίνουργιο , αγρατσούνιστο και ακαβγά-διστο. Το παλτό ήτανε ένα κατακοτοπουλί κίτρινο μακρυνά-ρι πάλι κατακουμπωμένο και μέχρι τον αστράγαλο. Με τους ίδιους και χειρότερους , φουσκωτούς σαν μαξιλαρά-κια του καναπέ γιακάδες. Πάντως ασορτί με την κορδέλα του κεφαλοσκεπάσματος. Καναρόφερνε δηλαδή με δυο λόγια η νεράιδα με το παραπάνω αλλά αν και τη λιγου-ρευτήκανε κάτι γατιά στο πρεβάζι το παραθύρου , την φο-βήθηκε το μάτι τους. - Α , ρε νά ’χαμε και άλλα σε τέτοιο οικογενειακό μέγε-θος και ψόφια ! Σχολιάσανε γουργουρίζοντας. Τα παπούτσια της Λούλας στο μεταξύ αργούσανε να συγχρονιστούνε. Ψάχνανε το καθένα για το χρώμα το κα-τάλληλο χωριστά. - Μπλε...εεεε...όχι...όχι ! Κόκκινο !...ή μήπως ακαζού ; - Σιμπιζάκι. -Ταλασσί ; - Μπεζ , θαλασσί , πολύ μου κάνετε ζάπινγκ τα χρώματα των μούτρων σας ! Για σβέλτα ! Τά ’κανε με δυο φράσεις η νεράιδα να γίνουνε άσοι στις βαβελοβαφές για μεταχειρισμένα νεραϊδάρβυλα. - Καμηλίτσα τρικάμπουρη με σφουγγαράκι βερνικωμέ-νο , έχουμε ; Ρώτησε μάλιστα το δεξιό , στο σωστό πόδι ήδη παρ-καρισμένο, το διπλανό του προτού το αριστερό να βγει για μια στιγμή απ’ το πόδι της Λουλούς να ψάξει κάνο-ντας ότι υπήρχε μια βαφή κάπου εκεί γύρω. Γρήγορα ξα-ναβολεύτηκε στο ποδάρι της ψηλο-Λουλούς , γύρισε στο δεξιό που έκανε εκείνη την ερώτηση και του απάντησε «όχι !» κάνοντας ένα σκέτο «τσου !». Οπότε η κάτοχος που τα επιτηρούσε τα χτύπησε φτέρνα-μύτη και κιτρινή-σανε σε τόνο ασορτί με το παλτό της πάραυτα. - Εύγε ! -...και ’σεις επίσης ! - Ω , μα ξέρω ! - Εμένα θα μου πείτε... Αλληλοσυγχαρήκανε τό ’να τ’ άλλο για τη σωστή ε-πιλογή με φλυαρία ευγενική , κινέζικη. Πάνω δε στο τραπέζι είχε πέσει ξερόβηχας κολλητι-κός που πήγαινε σύννεφο. Ξεροβήχανε τα φλιντζάνια για να ακούγονται λίγα λόγια και σοβαρά να μην ξεφεύγουμε. Αλυσιδωτά ξερόβηχας όλων απ’ την αρχή. Ήρθανε με λαιμό εσωτερικώς καθαρό μόνο όλοι στις θέσεις τους. Κάνανε και μια πρόποση πίνοντας από δυο γουλιές. Φώ-ναξε και η Λούλα Μπόμπινγκς την κορνίζα πάνω με το ο-νοματάκι της. - Γκόου Φίγκερ , πλίιζ ! Δηλαδή «Τρέχα Γύρευε» για έλα σε παρακαλώ , εδώ ήρθαμε ! Αμέσως μετά η νεράιδα γύρισε προς τον Ντερτ. Εκεί-νος έψαξε για γραφική ύλη πάνω του σαν ατσίγαρος τσι-γάρα. Τού ’δωσε ο θείος Νώντας ο Καλαμπουρομπουρ-μπουληθρόπουλος , ο Άλμπερπ τότε μια κηρομπογιά ειδι-κή που δεν έλιωνε ούτε λέρωνε αλλά έσβηνε – αν έπρεπε – ό,τι έγραψες. - Για πού ; Ρώτησε ο Ντερτ. - Η κηρομπογιά ; Ρώτησε ο θείος της νεράιδας. - Όοοο... Έκανε μακρόσυρτα , μισά , μακρομούρικα το «όχι» , κουνώντας και την κεφάλα κατά πίσω ο Ντερτ με τα χεί-λη να κρέμονται ανοιχτά. Με το νεραϊδοθείο να τον κάνουνε όμως μεταβολή αλληλογυρνώντας τον ο καθένας απ’ τη μεριά που έστε-κε , οι άλλοι θεωρούσανε σωστό και δεν είχανε σταματη-μό να κατευχαριστούνε όλους όλοι και όλοι όλους μαζί. Η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου ξερόβηξε πρώ-τη. Θα ξανάρχιζε όμως ο βήχας περιβάλλοντος. Σφύρηξε λοιπόν ο Ντερτ κλέφτικα με τη γλώσσα δυνατά και τους ξεκούφανε. Ούτε φαρυγγοπαστίλια νά ’τανε τούτο το σφύριγμα γιατί ο βήχας όλων κόπηκε. Έγινε τότε μια παύ-ση και έπεσε η σχετική ησυχία. - Για πού ; Ξαναρώτησε ο Μητσάρας ο Δερβισοψηλολελέκο-γλου με τ’ όνομα. Ο Ντερτ δηλαδή. Ε , λες και τους είπε να ξαναρχίσουνε το ίδιο βιολί. Καθότι πέσανε βροχή τα «σασευχαριστωπαρακαλωπολυ-ματιλέτε» με τον θείο Νώντα τον Καλαμπουρομπουρ-μπουληθρόπουλο , τον Άλμπερπ. Έτσι και ο Μήτσος ο Δερβισοψηλολελέκογλου έγραψε κάτι μόνος του με μισό χαμόγελο ολίγον πονηρό για την έκπληξη που ετοίμαζε. Πάνω ’κει τελείωσε και το σούσουρο της σουξουμουτζή-δικης ευγένειας του αποχαιρετισμού. - Χαμ-Μπαγκ ! Είπε στον τσαντογαργαντούα , το θηρίο που είχε μέ-σα μέ-χρι βίλλα με περίφραξη ο περιχαρής θείος Νώντας Καλαμπουρομπουρμπουληθρόπουλος , ο Άλμπερπ που ό-ταν ήτανε μόνος του όλο σαπουνοτσαγομπιροσαμπανοκα-λαμπουρομπουρμπουληθρορευότανε. - Μπααα !!! Συμπλήρωσε χάσκοντας ίδια με γκαραζόπορτα ανοι-χτή η καραβαλίτσα από χαλί μάλλινο φτιαγμένη. Αντίκα εκατόν πενήντα Μαΐωνε στην όψη αλλά ζωηροτάτη. Βγήκε ένας πίδακας καραμέλες σαν κροκάλες , δηλα-δή θαλασσοβότσαλα που σε αφήνανε φαφούτη και ’μενες με τα φωνήεντα. Απλωθήκανε σαν σκάγια από μουσκέτο πειρατών πού ’χει μια κάννη σαν τρομπέτα και ξεπουπου-λιάζει ένα λεφούσι καρακάξες μέχρι να πέσουνε με τη σειρά όλες τούτες οι καραμέλες στο τραπέζι. Μπουκάρα-νε τα όργανα για ταξίδι με ύπνο και καλαμπουρίζανε με το δικό τους εκείνο τρόπο μέσα σε γέλια και μπηχτές α-τάκες σκουντώντας τό ’να τ’ άλλο. Πέσανε και τα σχετικά τα παραπάνω φιλικά σκουντή-ματα και το προτελευταίο από πριν έτοιμο για παράπονα ώσπου βρήκε αφορμή για να εκδηλωθεί , είπε «μη σπρώ-χνεις ρε» στο άλλο «όταν είσαι στην ουρά !!!». Έπειτα συμμαζευτήκανε και οι άλλοι κάνοντας ομοίως μια σειρά. Ο ένας πίσω απ’ τον άλλο στον αέρα. Προσγειώθηκε με ελιγμό ιπτάμενου χαλιού η ιπτάμενη κορνίζα και σιγά-σιγά , ένας-ένας με γλίστρημα καθόδου χανότανε χαιρε-τώντας τον θείο Νώντα τον Καλαμπου-ρομπουρμπουλη-θρόπουλο , τον Άλμπερπ. Ο οποίος απόμενε να κάνει πρόποση μόνος του. Αόριστα και αφηρημένα. Αφού ήπιε και αναρωτήθηκε τι είχε συμβεί για τόση ώρα , κάθησε. Έβγαλε κάμποσες φούσκες , έκλεισε το στόμα , γλάρωσε , έριξε τα πόδια στο τραπέξι , το κεφάλι στην κοιλιά , τα χέρια επίσης , πλατάγισε το στόμα ανα-στενάζοντας με μπόλικα «πφφφ !» και με πιο φουσκομά-γουλα «πφφφου !» από την αρχή όπως το συνήθιζε , το ξανάνοιξε και έβγαλε και άλλες φούσκες. Λες και είχε σερβίρει το σαπούνι για τσιζ κέικ με σιρόπι γκλασέ ριγμέ-νο από πάνω το σαμπουάν. Ε , πλυντηριοκοιμήθηκε του καλού καιρού. Το σερβίτσιο να ξεροβήχει. Να κάνει «Όου γουέλ...» και να φουσκαλοροχαλίζει και δαύτο με το τσαγοκανατο-μπιροβαρελάκι παρέα. Όμως η κολοκύθα του Άλσελ ήτα-νε που έκανε αυλαία στο σκηνικό. Χάθηκε τελευταία. Α-φήνοντας ένα αχνό , κιτρινωπό σύννεφο με ένα παφλα-σμό απαλό , όμοιο με σάκκο ελαφρύ που σκάει στη γη. ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 |