Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 17

17. Κλωτσομπαλοσημεία Και Ταμειοτέρματα

Πρώτη φορά που τους συνέβει καθώς αλλάξανε πε-ριβάλλον και βρεθήκανε απευθείας ξαπλωμένοι πάνω σε τόσο λαχταριστό για τεμπελιά , φρεσκοκουρεμένο γρασί-δι. Όπως θα γινότανε άμα θα φτάνανε μετά από περίπατο στο ομορφότερο πάρκο. Φυσικά απλώς και μόνο για να α-ράξουνε για τίποτε ξαπλαδούρες απαραιτήτως και χωρίς δεύτερη κουβέντα. Για ένα πρώτης τάξεως καλμάρισμα. Αυτομάτως μάλιστα καθότι ήτανε και κατεπείγον.

Μιλάμε για την Καιτούλα τη Μπογοδιφραγκομαζω-ξοπούλου , τον Αλέκο Φραγκοδεκατεβαίνογλου , τον Μη-τσάρα τον Δερβισοψηλολελέκογλου και τη Λούλα Μπου-μπουνηταριδοσυννεφίδου. Δηλαδή τη Γκέτεμ , τον Άλ-σελ , τον Ντερτ και τη Λουλού. Σαν να ήτανε στρωμένο από ώρα το πικ-νικ στο ξέφωτο του δάσους και κάνανε τη σιέστα τους για να χαλαρώσουνε το απόγευμα. Βρισκόμε-νοι σε μια περίεργη λήθη. Μέσα σε λησμονιά πλήρη. Τού-βλα όρθια. Μα και αυτό άμα θα θυμόντουσαν ότι είχανε τα πόδια τους για να στέκονται , να βαδίζουνε ή να τρέ-χουνε.

Τελικά σύντομα θυμηθήκανε τα πάντα αλλάζοντας α-πό την αργή κίνηση την οριζοντιωμένη στην όρθια τη σι-φουνάτη. Εκεί όπου μοσχομυρίζανε τα λουλουδάκια μεσ’ τις ρουθούνες τους μπρουμουτανάσκελα αφήνοντας το έ-να και βαστώντας μετά ένα άλλο πιο ευωδιαστό απ’ το προηγούμενο. Διότι βρεθήκανε αστραπιαία τριγύρω τους μεσ’ τη γαλήνη την απέραντη , στα γρασίδια αυτά που ή-τανε από ’δω μέχρι τον ορίζοντα , ως εκεί που φτάνει να δει το μάτι , αναλόγως πόσο καλά βλέπει , στίφη και ορ-δές ζουρλοπαλαβιάρικες και αεικίνητες. Οπότε οι γνωστοί τούτοι οι τέσσερεις , η Καίτη , ο Αλέκος , ο Μητσάρας και η Λούλα Μπόμπινγκς με το καπέλο της πού ’χε τη μπάλα τη νεοαποκτηθείσα μέσα , ξαναθυμηθήκανε αυτο-μάτως και την τρεχάλα. Όχι τη συνηθισμένη για παιχνιδά-κια όπως η αμπάριζα και το κρυφτοκυνηγητό. Όοοχι !

Το άκρον άωτον της πιλάλας ήτανε που θυμηθήκανε. Αλλάζοντας από ξαπλωτοί σε κίνηση ρουκετοποδαράτη μέσα σε ένα βλεφάριασμα. Άσε που καθώς γίνανε λαγοί και βολιδοσκοπούσανε στην πράξη το μέρος για να βρού-νε έναν στο πλήθος με άσπρη ποδιά και ακουστικά να τους ακροαστεί , αρχίσανε να εμφανίζονται πάνω στο γρασίδι το απειραπέραντο τρεχάτες μόνες τους και αυτές όχι άσπρες δοκτοροποδιές αλλά άσπρες γραμμές. Ευθείες ή σε σχήμα Χι , καθώς και σέντρα. Στη στιγμή διαγραφό-τανε ένα κολοσιαίων διαστάσεων γήπεδο.

Απείρου κάλλους χωρίς υπερβολές γιατί πιο μεγάλο σε μέγεθος δε γινότανε. Ούτε και ο πιο βαριά φαντασιο-μανής θεοπάλαβος με μηδαμινές έως ανύπαρκτες ελπίδες γιατρειάς , όχι θεραπείας για ανακούφιση μόνο , τι λέμε τώρα , δε θα μπορούσε να βρει πως θα σας πείσει ότι γί-νεται και απείρως μεγαλύτερου μεγέθους γήπεδο. Το ά-πειρο τέλος δεν έχει. Το πολύ-πολύ το τέλος νά ’ναι στη στομάχα σας αν ακουμπάει στο γρασίδι. Αφού μετά απ’ τον ορίζοντα η έκταση ίσως να καταλήγει εκεί που βρί-σκεστε.

Πόσο μακριά πάει σιγά να μη σπαζοκεφαλιάσουμε να το μάθουμε εκεί πέρα μέσα πεσμένοι τώρα. Αν και όλα πιθανά είναι και λύνονται οι απορίες από ’κει τόσο ξαφ-νικά που δεν ξέρεις τι να πεις. Όρκο πάντως δεν παίρνω σε παραμύθι. Στοίχημα φυσικά και βάζω όμως. Γιατί ο κρουπιέρης και η ρουλέτα γίνονται από φλουριά μέχρι πριγκήπισσες που δεν τελειώνουνε και δεν φαρδαίνουνε και εφοριακός δεν υπάρχει ούτε λήμμα σε λεξικό. Ζούνε αυτοί καλύτερα και ’μεις καλυτερότερα. Κάνουμε παλα-μάκια και βγαίνει η επιθυμία βελτιωμένη στο έπακρο. Ξα-νακάνουμε και πηγαίνει σε άλλο λειβάδι να ρωτήσει αν χρειάζεστε ξαπλώστρες ή για να σας βγάλει την πασιέν-τσα επιτόπου.

Όμως για να μην πολυλογούμε και άλλο το πλήθος που γέμισε αναπάντεχα και κοψοχόλιασε τους φρέσκους , τα πόδια τα τρυφερά , όλοι τέσσερεις , από δυο πόδια μά-λιστα έκαστος , που πέσανε μέσα στο νέο κόσμο τον από ’κει , ξαναλέω , το πλήθος είχε μανία με ένα και μόνο σπορ. Πολυλογούμε μήπως ; Ψέμματα ! Ορίστε , λέω και το σπορ , τί ’σαστε , που λεγότανε «Πούλα Μπάλα !». Η μπάλα ήτανε το αντικείμενο με το οποίο παιζότανε τούτο το σπορ. Όποιος εμφανίστηκε εκεί πέρα μέσα έπαιζε μπά-λα. Πως όμως. Κάνοντας πα-ζάρι για την τιμή , να την α-γοράσει όσο γίνεται πιο φθηνά για να μπορέσει να την κλωτσήσει αμέσως μετά. Αλλιώς άμα την κράταγε για πο-λύ του τρώγανε τ’ αφτιά με το ατελείωτο παζάρεμα οι εν-διαφερόμενοι αγοραστές. Γύρω του μαζευόντουσαν σε χρόνο μηδέν σαν τις μύγες.

Όσο για το γήπεδο είχε ήδη χαραχτεί με οχτώ ομόκε-ντρες σε σχήμα Χι μαζί με σταυρό γραμμές που εκτείνο-νταν προς το άπειρο. Με ένα λευκό , στρογγυλό στίγμα στο σημείο που ενώνονταν. Εδώ το περίεργο το εξής ένα ή μάλλον δύο ήτανε τα παρακάτω. Δεν υπήρχανε γραμμές για τα όρια του γηπέδου. Όσες σχηματιστήκανε , τούτες ενώνονταν στη σέντρα πάντα με την τελεία μαζί μα χωρίς να μένουνε ποτέ σταθερές σ’ ένα μόνο μέρος. Με την νέα κλωτσά οι ενωμένες γραμμές ακολουθούσανε σαν σκιά τη μπάλα. Δηλαδή η σέντρα στο έδαφος μετακινούνταν για νά ’ναι πάντα ακριβώς από κάτω της έχοντας έτσι την ίδια θέση με τη μπάλα. Ως τη νέα της προσγείωση. Όπου κλωτσά και η σέντρα.

Επίσης ούτε τα τέρματα είχανε σταθερό σημείο. Σαν να τα έλκει καμιά πεταλομαγνητάρα πλησιάζανε όσο κο-ντά κάνανε κέφι και μετά απομακρυνόντουσαν πίσω απ’ τον ορίζοντα να χαθούνε το ίδιο εύκολα και πάλι. Τα τέρ-ματα , δύο μόνο , εμφανίζονταν απ’ όπου νά ’ναι. Για να πλησιάσουνε όμως έπρεπε ο προηγούμενος κάτοχος της μπάλας νά ’χει κερδίσει από την πώλησή της ένα μάτσο από χαϊμαλιά κοχυλιών , να ! Αντί για «γκολ !» ξεφύτρω-νε ένας πελώριος φωτεινός πίνακας στον αέρα σε καμιά δεκαριά μέτρα ύψος καί ’γραφε «ντηλ !». Τότε πλησίαζε το τέρμα σούμπιτο απ’ τον ορίζοντα και φρενάριζε σαν φόρμουλα ένα , αυτοκίνητο αγώνων , βγάζοντας λαστιχο-νέφος με σκόνη από χώμα και μπόχα από καουτσούκ.

Στο σχήμα ήτανε ένα κιόσκι ενός ατόμου ξύλινο ό-που λειτουργούσε ένα ανταλλακτήριο συναλλάγματος κα-νονικότατο για όσπρια , βότσαλα χρωματιστά , πολύχρω-μες χάντρες φτιαγμένες κολλιέ καθώς και ζωηρόχρωμα κοχύλια. Εκεί ο κερδισμένος μόνο άμα η μπάζα απ’ την πώληση της μπάλας ήτανε μεγάλη άνοιγε λογαριασμό και έκανε κατάθεση. Ο ταμίας αντί για τερματοφύλακα φόρα-γε ένα γείσο σκέτο , πράσινο ή κόκκινο , αναλόγως την ο-μάδα. Τα εμβλήματα των δυο μόνο ομάδων τα οποία τά ’χανε σαν κοκάρδες στρογγυλές στο δεξί τους θώρακα στο ρούχο τους καρφιτσωμένα όλοι οι παίχτες , να ποια ήτανε :

Ένα μάτσο πράσινα κρεμμύδια με ένα μάτσο πράσα , χιαστί τό ’να μάτσο πάνω στ’ άλλο για τη μια ομάδα που λεγότανε Πρασοκρεμμυδοσακκούλα. Η άλλη ομάδα είχε έμβλημα μια αρμαθιά από τρία μεγάλα κόκκινα κρεμμύ-δια μαζί με τρεις βολβούς σκόρδα και λεγότανε Σκορδο-κρεμμυδοκαφάσι. Όλες οι πληροφορίες τούτες ακουγό-ντουσαν φωναχτά σαν να ήτανε το γήπεδο το ίδιο το υ-περπέραν. Πάντως το τι έβλεπες να γίνεται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη στο μέρος τούτο είναι άλλο καπέλο. Παλαβό όσο εκείνο της Λούλας Μπόμπινγκς και άλλο τό-σο ακόμη. Θέλω να πω πόσο απίθανο ε ; Μην καπελο-μπερδευτούμε με τις εκφράσεις !

Με το πλήθος να καλύπτει την απέραντη λοφοπεδιά-δα αφήνοντας και μπόλικο χώρο σε πολλά ενδιάμεσα ση-μεία. Μοιάζοντας με μια πρωινή γιορτή σε ένα γήπεδο του γκολφ χωρίς τρύπες που χανότανε μακριά προς κάθε κατεύθυνση. Κόσμος από κάθε ήπειρο ανακατεμένος. Παζαρεύοντας μία και μοναδική μπάλα. Σε ό,τι γλώσσα μιλάνε άνθρωποι. Με μια συννενόηση φαινομενικά αλλ’ αντ’ άλλων. Διότι έτσι και δε λειτουργούσε ένα μαραφέτι μεταφραστικό πού ’χανε όλοι πάνω τους καλύτερα να μην έπαιζες.

Τούτο το εξάρτημα ήτανε μια οθόνη με πάχος και δι-αστάσεις μόλις μιας κοινής κάρτας. Δηλαδή ενός μπιλιέ-του. Μια πλαισιωμένη , οριζοντίως στενόμακρη , μαγική εικόνα τηλεμετάδοσης όλου του παιχνιδιού με ένα λεπτό-γραμμο , μαύρο περιθώριο , έχοντας και μια επίσης μαύ-ρη ταινία από κάτω της για τέσσερις σειρές ρέοντος κει-μένου. Όλο αυτό το καδράκι περικλειότανε από ένα ακό-μη μεταλλικό , τετράπλευρο , χρυσόχρωμο πλαίσιο. Στο κάτω μέρος του οποίου υπήρχε κεντραρισμένη μια σχι-σμή δυο χιλιοστών στο πάχος και δυο εκατοστών στο μή-κος με ενσωματωμένο μικρόφωνο. Αναπόσπαστο εργα-λείο για να πληροφορούνται άπαντες οι παίκτες για την τρέχουσα τύχη της μπάλας μέσα στο γήπεδο εκείνο το α-χανές. Επιπλέον , δίνοντας φωνητικές εντολές στη γλώσ-σα που μιλούσε ο καθένας , έκανε ή δεχότανε προσφορά για να αποκτήσει ή να πουλήσει τη μπάλα. Είτε αυτοπρο-σώπως , είτε συνεισφέροντας για τον κοντινότερο στη μπάλα συμπαίκτη του τόσο στην περίπωση απόκτησης απ’ τον αντίπαλο όσο και στην περίπτωση πώλησης της μπάλας.

Τα μαραφέτια τούτα , τα γλωσσοδετολυσάρια του καθενός λειτουργούσανε μόνο για τον κάτοχό τους και ό-χι σαν διερμηνείς. Δεν κάνανε διπλή μετάφραση. Από πω-λητή σε αγοραστή της μπάλας και ανάποδα. Μαζί δε με τον φωτεινό τον πίνακα και τα ταμειοτέρματα ήτανε τo μεταφραστικό το καρτελάκι του καθενός ενωμένο με ένα κεντρικό σύστημα. Ταυτόχρονης αλληλοσύνδεσης ώστε να γίνεται γνωστή αμέσως η οποιαδήποτε εναλλαγή της μπάλας. Πάντα όμως μετά από την υποχρεωτική , μαρα-φέτι-με-μαραφέτι ή χέρι-με-χέρι συναλλαγή. Οπότε , εμ-φανιζότανε ο φωτεινός ο πίνακας , ερχότανε ο τερματο-φύλακας και τα σχετικά.

Εξέδρες θεατών δεν υπήρχανε. Πλανόδιοι πωλητές α-ναψυκτικών και σνακ , διαιτητής ο εξής ένας ναι , καθώς και παίκτες ήτανε όλοι ανακατεμένοι κάλα. Τι καλά. Στραπατσάδα ! Επιπλέον να μην ξεχνάμε ότι η Μπό-μπινγκς είχε κουβαλήσει μέχρι εκεί άλλη μια τέτοια μπά-λα. Κατέχοντάς τη τυχαίως ενώ ήτανε τώρα δε και μια μπάλα που βρισκότανε στο γήπεδο ως έξτρα και πανομοι-ότυπη της άλλης του παρόντος παιχνιδιού.

Όσο για τον τύπο που γνωρίσανε στο παλιατζήδικο του Ντόναλντ Ντάνκαν του Ξυνοκρασοχωρίτη απ’ την Αιτωλακαρνανία την αγγλική τούτος είχε πια χαθεί από-τομα μετά απ’ την προσγείωση της νεραϊδοπαρέας στο γήπεδο. Βέβαια έτσι όπως πλάκωσε ένα λεφούσι ως το άπειρο είχε εκεί τέτοιους ! Το «σώσε !» γινότανε από ί-διους. Σαν να ψάχνεις να βρεις τον δικό σου ψύλλο στ’ ά-χυρα ανάμεσα σε στριμωξίδι ψύλλων για την ποδοσφαι-ροπανήγυρη την κοσμοπολίτικη. Μέσα σ’ όλα αυτά όπου και να γυρνούσες για να δεις άπαντες στο πλήθος κοιτού-σανε τα μαραφέτια τους για να κάνουνε πα-ζάρι στην τι-μή ώστε να φάει απ’ το ποδάρι τους μια μονάχα μπάλα μια κλωτσά ξεγυρισμένη.

Η Λούλα Μπόμπινγκς είχε αποσυντονιστεί. Μαζί με όσους άλλους είχε επίσης αλαλιάσει απ’ το τρέξιμο πριν λίγο. Καθότι σαν νεράιδα ε , δεν θα τό ’χε σε τίποτα  υπο-τίθεται νά ’ναι τα αποτόμως εξωλέμβια τα προπελοποδά-ρια της υπό τη διακριτική της εξουσία. Όμως παραμένει ακατανόητο πως καταμπέρδευε μαζί με τα δικά της και τη ρύθμιση του συστήματος διεύθυνσης των κανιών των άλ-λωνε των πεζοεναέριων. Των συνοδοιπόρων της. Εξίσου ακουμαντάριστων ομολογουμένως απ’ την κουνελοβόλι-δη την τρεχάλα πάνω σε γήπεδο απέραντο και μέσα σε δευτερόλεπτα σαρδελογεμάτο.

Όταν επιτέλους η νταντά κοντοστάθηκε. Να πάρει μια ανάσα γερή. Απ’ την πρεμούρα για σωτηρία στη μέση του γηπεδοπουθενά. Με το καπέλο της παραμάσχαλα και με τη μπάλα ριγμένη εκεί μέσα. Η Καίτη , ο Αλέκος και ο Μητσάρας συν τα ομπρελοτσαντικά τριγύρω της την μι-μηθήκανε αυτομάτως.

Καθώς έριχνε σβέλτες ματιές οπουδήποτε , κοίταξε και τη μπάλα στο καπέλο της. Την άγγιξε και...

- Χχχχ...ζζ...μπζζ...βζζ...ζζ...κχχχ...

Ακουγότανε ξαφνικά από παντού ένα ηχητικό σιγο-βράσιμο. Η νεράιδα άφησε τη μπάλα , κοιτώντας τη ό-μως , ενώ την είχε ακόμη μέσα στο καπέλο της. Ξανάρθε η ησυχία. Έριξε μια ματιά τριγύρω. Παρατηρώντας τους μυστήριους τους παίκτες ξανάγγιξε τη μπάλα και άκουσε ξανά την παρεμβολή την περίεργη. Τούτη τη φορά άφησε το χέρι της καλού-κακού πάνω στη μπάλα να δει τι θα γί-νει αν περιμένει λίγο. Το πλήθος βραχυκυκλωμένο από εκνευρισμό είχε πρόβλημα επικοι-νωνίας. Όλοι οι παίκτες χάνανε το σήμα στα καρτελάκια με τις οθόνες που βα-στούσανε. Μάλιστα ξαφνικά ακουστήκανε ταυτόχρονα παντού εκείνα τα σφυρίγματα που προηγούνται μιας πτώ-σης βράχου κατακέφαλα. Τότε μέσα σε νέφη από πούπου-λα έσκασε μύτη και βρέθηκε να στέκεται πάνω στο καρ-τελάκι του κάθε παίκτη από ένας πολύ παχουλός , πράσι-νος παπαγάλος. Με φακιόλια κόκκινα δεμένα στις παπα-γαλοκεφάλες. Τα πτηνά τούτα λοιπόν , στραβολαιμιάσανε όλα σε πόζες προφίλ και με τό ’να μάτι πέσανε κατάμου-τρα μπροστά στους σαστισμένους παίκτες. Ξεφουρνίσανε ταυτόχρονα ένα βραχνό και πολύ τσιριχτό «Αααααα !!!» και μετά , επίσης πολύ συγχρονισμένοι , πάντα αντικρίζο-ντας ο κάθε παπαγάλος από ’να παίκτη , σε τέλεια αρμο-νία ξεφουρνίσανε «Α-μπε φα-μπε ντο-μι-νε , α-μπε φα-μπε-ντο-μι-νε , α-μπε φα-μπε-βγε !».

Από το μαραφέτι του κάθε παίκτη πίσω απ’ τα παρά-σιτα της χαμένης πλέον οπτικής επαφής ακουγότανε αμέ-σως μετά μια μυστήρια χορωδία που με ήχο από γαργάρες μνημόνευε τραγουδιστά το «Ένα φράγκο η βιολέτα , τσί-γκο-λελέτα , τσίγκο-λελέτα». Μόλις τελείωσε και αυτό αιφνιδιαστήκανε άπαντες από χιλιάδες κρότους σκασίμα-τος αθέατων μπαλονιών και τότε στη θέση των πράσινων των παπαγάλων πού ’χανε σταθεί πάνω στις οθόνες-καρ-τελάκια των παικτών απόμεινε από μια τζούφια πουπου-λόμπαλα. Στις οθόνες τους ξανάρθε δηλαδή σβέλτα και μια εικόνα αλλά αντί για τη θέση που θα είχε του γηπέδου η μπάλα , φαινότανε σε εξέλιξη το βιντεοπαιχνίδι «Οι Εισβολείς Από Το Διάστημα»...

Άσε που χαραχτήκανε νέες γραμμές σταυρωτοχιαστί με δεύτερη  σέντρα που ήρθε κάτω απ’ το καπέλο της νε-ραϊδονταντάς. Τούτες οι γραμμές ήτανε ένα ακόμη κλω-τσομπαλοσημείο. Δεύτερο. Στο γρασίδι. Ακριβώς εκεί που στάθηκε η νεραϊδούλα η ψηλολελέκω και κράταγε την ωραία την καπελάρα της τη χιονόλευκη με τη μπάλα μέσα. Η Λούλα η Μπόμπινγκς κινήθηκε για να σταθεί μι-σό βήμα πιο ’κει. Οπότε είδε την ακτινωτή τελεία στο έ-δαφος να τη μιμείται. Κοιτάζοντας έτσι στη χλόη το λευ-κό , στρογγυλό στίγμα που δημιουργήθηκε από την μπά-λα που ετούτη η νεραϊδονταντά πηγαινόφερνε. Διότι δια-περνούσε σε μαγνητισμό μέχρι και τον πάτο του καπέλου της η καούνα αυτή η σφαιρική πού ’χε μαζέψει μέσα στο αξεσουάρ της το πλατύγυρο.

Σιγοβάδισε , έτρεξε , έκανε αλματάκια επιτόπια και με δρασκελιές μα η σέντρα η οκτάκτινη με την τελεία στη μέση την πιλάτευε σαν σκιά του καπέλου της. Αφού είχε τη μπάλα πάντοτε μέσα στην ασπροξέξασπρη την καπε-λάρα. Έβγαλε τότε και η Λούλα η Μπουμπουνηταριδο-συννεφίδου τη μπάλα τούτη από ’κει να την ξεφορτωθεί πυξ-λαξ. Αποφασίζοντας πως να την εξαποστείλλει. Αντί για μπουνιά είπε να ρίξει κλωτσά τελικά. Πρώτα φόρεσε στραβά το καπελάκι της το ωραίο , το αστραφτερόλευκο με τον φιόγκο τον κίτρινο τον αφρατοδεμένο. Ύστερα πή-ρε θέση για σουτ.

Νεραϊδοποδαροπαπουτσομαουνομυτοκλώτσο. Τυλιγ-μένη μεσ’ την κατακίτρινη γιακαδουροπαλταδούρα και με μαουνοπάπουτσα ασορτί χωρίς τάπες στις σόλες για το σπορ. Με το αριστερό , το λιγνό το καλαμοτζιτζικοπόδα-ρό της λυγισμένο και μακρουλό. Με πέλμα σαν γαλλική μπαστουνοφραντζόλα. Ενώ κράταγε με τα δυο χέρια τη μπελαδόμπαλα. Ε ! Τότε λοιπόν ακριβώς πλάκωσε κίνη-ση.

- Σαμαλιπαστελικόόόόκ !!!

Εμφανίστηκε απότομα πίσω απ’ τη Λουλού ένας πλα-νόδιος πωλητής με λιχουδιές και αναψυκτικά , σέρνοντας κατά μπρος ένα πάγκο με ρόδες.

- Τί ’ναι αυτό πάλι ; Η μπάλα σε ξένη γλώσσα ;

Είχε μείνει στη θέση για κλώτσο η νταντά όπως ανα-ρωτήθηκε φωναχτά.

- Όχι κυρά μου , τα πουλάω !

Έγειρε το κεφάλι του δυο πατώματα , εεε , έξι κεφά-λια κάτω από τ’ αφτί της καθώς την πλησίασε πισώπλατα βαδίζοντας αργά ο πωλητής ο πλανόδιος.

- Ζουμπά Ζούμπα μπάλα !

- Καούρα ! Μπολ Γάλα !

- Μπαλαζούμπα !

- Μπαλαζούμπα !

- Μπάκα  Σα Μπάλα !

- Χούχουλα χούχουλα χουλαχχχχκ ! Φτου !

- Ε , Του Μπάμπη Το Μάτι !

- Μάτι Τούμπανο !

- Σα Ζελέ Λάμπα !

Πλησιάσανε ένα τσούρμο αλλόκοτοι τύποι φωνάζο-ντας διάφορες περίεργες φράσεις σε κάποια εξωτική διά-λεκτο , χοροπηδώντας γύρω από ’κείνο τον τυχερό που βρέθηκε νά ’χει στην κατοχή του τη νέα μπάλα του γηπέ-δου. Λευκοί στον τόνο της επιδερμίδας αλλά καβουρδι-σμένοι. Ενώ ζητούσανε απ’ τον κερδισμένο αντίπαλό τους τη μπάλα δαύτη. Όλοι μαζί προσφέροντάς του ίσαμε πε-νήντα κιλά χαϊμαλιά που τά ’χανε περασμένα ακόμη στο δικό τους λαιμό. Μια περίπτωση ανταλλαγής αντικειμέ-νων που ήτανε κοντά στην άρση βαρών. Με όλα τα βάρη φορεμένα στο λαιμό σε πληθώρα κομπολογιών μεγάλου μεγέθους. Πολλά από τα οποία κρεμόντουσαν ως τα γό-νατα των τύπων που ζαχαρώνανε με αυτή τι μπιχλιμπιδά-τη και καταντανιαστή πραμάτεια σε μορφή πολυκολλά-ρου ποικιλόχαντρου τη μπάλα του αλλουνού. Παζαρεύο-ντας σε γλώσσα εντελώς μυστήρια για τ’ αφτιά της Λου-λούς και των δικών της παρατρεχάμενων.

- Χου !

Έκανε και τελευταία μέσα στην όλη βαβούρα μια μπλε πουά κουκουβάγια με ροζ ανοιχτό το άλλο της χρώ-μα αλλά με τούτη τη διχρωμία σε όλο το φτέρωμα. Πετώ-ντας ακριβώς πάνω απ’ αυτό το περίεργο συναπάντημα νεραϊδεπισκεπτών και παικτών και χάθηκε μακριά.

- Τί ’ναι ρε τούτοι ; Τρώνε μπάλες και χάντρες ; Να τους σερβίρω και τη μπάλα τη δική μου ; Νάτη ! Έτοιμη την έχω !

Απόρησε μεγαλοφώνως η παραμανονεράιδα με όσα έβλεπε να συμβαίνουνε λίγο παραπέρα.

- Μπίρα !

- Μπίρα ! Μπίρα !

Πλακώσανε άλλοι δύο πίσω απ’ τη Λούλα πλησιάζο-ντας τον πλανόδιο έμπορο. Τουλάχιστον έτσι φάνηκε στη νταντονεράιδα πως ετοιμαζότανε η δουλειά για τον τύπο με το στοκ το ξεδιψαστικό τεντώνοντας πάνω απ’ τον ώ-μο του ένα τσιχλόχερο μακρύλιγνο κοντεύοντας να του βγάλει το μάτι για να του δείξει κατά την πελατεία την ξαφνική που πλάκωνε προς τά ’κει. Αφού αυτό νόμισε πως συνέβαινε όπως έριξε μια ματιά να δει ποιος φωνάζει και γιατί. Κατά τα άλλα η Λουλού εξακολουθούσε νά ’ναι άσχετη με τις μπερδεψοδουλειές του μέρους εκείνου.

- Ε ; Α , τώρα κύριος ! Στάσου ! Να , παγωμένη !

Ενεργοποιήθηκε ο πλανόδιος με τα αναψυκτικά.

- Πού ’σαι μπάρμπα...

Έκανε η Λούλα Μπόμπινγκς πού ’χε ξαναχώσει κάτω από την αριστερή μασχάλη τη μπάλα.

- Πέντλτον. Γκάβιν το μικρό.

Είπε απ’ το Τροχοσπαζοβοϊδαμαξοχώρι Φθιώτιδας , της αγγλικής όμως , ο Γιάνγκος ο Παντελόπουλος.

- Τί τρέχει κυρ Γκάβιν ; Να ξέρουμε , αν γίνεται , με το πάρκο και τους έξω φρενών τους κυρίους που μαζευτήκα-νε ; Φωνάζουνε για μπίρα και ορμάνε να φάνε αμάσητη μια μπάλα ; Νόμιζα πως ερχόντουσαν κατά ’δω.

- Μπίρα !

- Μπάλα Κλαπατσοχλάπ !

Ακουστήκανε εκείνοι οι δύο οι τελευταίοι μουρλοί οι καταηλιοψημένοι να ξεφουρνίζουνε ενώ προσπερνούσανε τη Λουλού τρεχάτοι για να πάνε αρκετά μέτρα μακρύτερα μπροστά της , άγνωστο στη νταντονεράιδα ετούτη για ποιό λόγο ακριβώς. Από όσα καταλάβαινε και ’κείνη λοι-πόν είπε του Γιάγκου του Παντελόπουλου ,

- Πήγανε και πληθύνανε το πηγαδάκι για τη μπάλα ! Βαστώντας κάτι ντέφια στα χέρια τους. Τί λένε ; Πεινάνε και διψάνε ;

- Το παιχνίδι τους έγινε φύρδην-μίγδην. Θα δω γιατί. Συγνώμη , τ’ όνομά σας ;

Αποκρίθηκε στη νεραϊδούλα και ο περιφερόμενος μι-κρέμπορος στο μυστήριο εκείνο γήπεδο. Ο οποίος διαλα-λούσε αναψυκτικά και άλλα τινά μη μασώμενα. Γεμάτος και από κάθε λογής μπιχλιμπίδια. Για να χαζολογάνε όσοι δεν είχανε ορατότητα στο παιχνίδι. Τριγυρίζοντας ανάμε-σα στους παίχτες όπως και οι θεατές.

- Μις Λούσι Μπόμπινγκς ! Η Νεραϊδοπαραμάνα ;

Είπε η νεραϊδούλα λοιπόν τ’ όνομά της στον Γιάνγκο με τα είδη ψιλικών που τά ’χε στρώσει για το κοινό του παιχνιδιού σε πάγκο.

- Τί ; Να σας πω πόσο κάνει ;

Ρώτησε ο κυρ Γιάνγκος. Πάνω που πήγαινε να μάθει γιατί αναστατωθήκανε ξαφνικά ολόγυρα οι ομάδες του παιχνιδιού αφαιρέθηκε και δεν άκουσε καλά την απάντη-ση της Λουλούς. Οπότε και πήγε το νου του στο νταρα-βέρι.

- Ποιο ;

Απόρησε τότε με τη σειρά της και η Λουλού.

- Μια νεραϊδοπαραμάνα.

Εξηγήθηκε ο κυρ Γιάνγκος.

- Όχι κυρ Μπάμπη Μπάντμιντον !

Απάντησε με φυσικότητα η Λουλού , κάνοντας όμως εκείνη τώρα το λάθος.

- Γκάβιν Πέντλτον !

Είπε ο πλανόδιος πωλητής. Διορθώνοντάς τη.

- Εγώ είμαι !

Ξαναπαντούσε όμως με κεκτημένη ταχύτητα η ντα-ντά. Με την απάντηση να ακούγεται από καθαρή σύμπτω-ση αμέσως μετά από το όνομα όπως τό ’ξερε για δικό του από τότε που το ’κονόμησε ο μπαρμπα-Γκάβιν. Οπότε εν-νοώντας όσα δε γινότανε να εννοηθούνε ποτέ , είπε πάνω στην παρεξήγηση τη φραστική ο έμπορας ,

- Ε , τότε είμαι και ’γω επίσης !

- Νεραϊδοπαραμάνα ;

Επέμενε ξαναρωτώντας τον η Λούλα κατευθείαν.

- Μια πένα η μία.

Σαλατανακάτεψε τα είδη των παραμανώνε ο ξεμυα-λισμένος ο γυρολόγος. Δίνοντας και τιμή ανά τεμάχιο.

- Μπίρα ! Μπίρα !

Αριβάρανε κατά το πόστο του κυρ Γκάβιν και κάτι άλλοι λασκαρόβιδοι στις κεφάλες από το μπαλαδένιο το ξεφάντωμα  παίχτες. Κρατώντας από ένα ντέφι στο χέρι τους. Το οποίο στο εσωτερικό τού μοναδικού του τοιχώ-ματος είχε όλως παραδόξως μια σειρά από μικρά πλήκτρα σαν μανταλάκια. Τοποθετημένα τό ’να πλήκτρο πλάι στο άλλο.

- Πέντε πένες !

Έδινε παρ’ όλα αυτά τιμή για καθένα μπουκάλι μπύ-ρας ο μπαρμπα-Γκάβιν. Όχι πως δεν είχε σχέση με ντέφια και το ποτό. Αφού με λίγα τέτοια μονοκοπανιά κεφάλι ο-λόκληρο στο άψε-σβήσε γινότανε έτσι.

- Α , αυτός δε θέλει μπίρα ! Κάτι άλλο ’ναι που τό ’χει μέσα. Βάσανό του ’ναι , ναι !

Πετάχτηκε ένας που κράταγε από ’να αγγλικό χωριό άλλο. Ψηλέας , με γένια γκριζόλευκα. Συμπληρώνοντας καθώς πλησίαζε ,

- Μον’ έχ’ ένα ! Το μαραφέτι του ’ναι ! Μα ’ναι ’να α-ποτέτοιο !

Του λέει να κάνει παιχνίδι. «Πούλα Μπάλα !». Το τριβελίζει το πως-το-λένε. Κελαηδάει. Άρπ’ από μανταλά-κια. Τόση δα ! Μα ’χει τ’ όνομα της μπίρας. Κάπως.

- Άλλη φορά να πουλάτε πρόκες ! Αλλιώς αέριο γέλιου !

Λέει η Λούση η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου στον πλανόδιο πωλητή , τον Γκάβιν Πέντλτον.

- Θά ’χω αύριο !!! Σας πειράζει μια μέρα καθυστέρηση ;

Αποκρίνεται ο γυρολόγος που θα τό ’βρισκε για α-στείο να σου ξετρυπώσει αποκριάτικο υδραυλικό για ε-πείγον σέρβις. Σαν εκείνους που δεν υπάρχουνε παρά μό-νο σε διαφημίσεις για όλες τις βλάβες. Αλλού δεν τους βλέπει κανένας.

- Συγνώμη , κυρά ; Τ’ όνομά σας ποιό ’ναι ;

Ρώτησε ξαναμπαίνοντας στη μέση της καταμπερδε-μένης κουβεντούλας τούτης ο ψηλέας ο γκριζογένης και αμέσως συνέχισε χωρίς ανάσα ,

...’Μένανε Μπλινγκεντζίνγκλ Γκιλ ! Το αγγλικό μου απ’ το Γαβρήλης ο Μπιχλιμπιδοκουδουνοτσεποτσουμπλέ-κης. ’Μένανε είναι το μικρό μου.

Ο οποίος Γαβρήλης προφανώς δεν περίμενε ως τότε να ανταμώσει έναν τέτοιο παρεπιδημούντα σαν ραδιενεργό καναρίνι στο ύψος κοκοφοίνικα όπως ήτανε η Λουλού , λίαν εκληφθείσα ως Λούλος δίχως άλλο μέσα στην αν-θρωπομέρμηγκη , λιακαδάτη πεδιάδα. Η προεξέχουσα κα-τακίτρινη , γιακαδουραύχενη ράχη της νεράιδας άφηνε , μεταξύ άλλων ντερεκιώνε και τούτονε τον γκριζογένη με το κεφάλι λοξά προς τα πάνω. Έτσι ήτανε η τύχη της κα-κόμοιρης νταντονεράιδας να την εντοπήσει . Κοντοζυγώ-νοντάς τη να δει μάλλον κατ’ αρχήν μπας και η Λουλού είχε σβερκοδαγκώσει κανένα ντόπιο.

- Ρε που ήρθαμε και πέσαμε !

Μουρμούρησε εκνευρισμένη η νεραϊδοπαράμανα. Μετά συνέχισε την κουβέντα ρωτώντας ,

...Μπλινγκεντζίνγκλ είναι το όνομά σας το μεσαίο ;

- ’Μένανε με λένε !

Εξήγησε χωρίς άλλες λεπτομέρειες ο γκριζογένης ο κατά τα άλλα αψηλός για τα παλιάς , προ εποχής Λουλούς ύψη.

- Χαίρω πολύ ! Λούλα Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου !

Προτίμησε να ανταποδώσει τις συστάσεις σβέλτα η νεραϊδονταντά χωρίς να πηγαίνει πιο πολύ γυρεύοντας. Μια και έτσι νόμιζε πως γλίτωνε τη συννενόηση την αλ-λοπρόσαλλη. Όμως ο γκριζογένης είχε όρεξη και της τα είχε όλα έτοιμα για καπελοπατητή σαλταριστή επιτόπια. Μόλις που βαστήχθηκε η Λουλού , απ’ όσα είπε ο Γαβρή-λης αμέσως.

- Να πούμ’ είσαι κοτζάμ’ μαντάμ Τραμουντανονέφω με       τ’ όνομα  !

Απάντησε κατ’ αρχήν ο γκριζογένης στη νεράιδα την φτιαγμένη και σαν πασαλοσανίδα που τον ατένιζε τρία κεφάλια αέρα πιο πάνω όταν του ξεφούρνησε για όνομα δικό της τον σιδηρόδρομο τον εξίσου άγαρμπα  μακρύ και βροντερό με το δικό του το όνομα. Το οποίο θά ’βγήκε και αυτουνού φίφτι-φίφτι. Οικογενειακό όσο και κουτελο-κόλλητο φιλοδώρημα από κουσούρι πανηγυριώτικο.

Η νταντά , ψιλοτσιτωμένη ήδη , απλώς συμπλήρωσε ως αυτονόητη διευκρίνηση ,

- Έτσι με λένε !!!

- ...’χαμνομούσμουλο ε , δε ’ναι ; Χαλαζοκοντρανέμι μπάσε του ! Να πούμε στο μαχαλά που μένω ’κει , όλοι πού ’ναι ! Ουου , αεράτοι ’ναι...Ναι ! Μεσ’ τα κέφια. Αλ-λ’ όχι απ’ τ’ όσπριο...Μη και τό ’χεις τ’ όνομα καψόνι από ρεβύθι σούπα ;

Πήγε να φλυαρήσει με αέρα μπόλικο ο Γκιλ όταν τον φρενάρησε η νεραϊδογκουβερνάντα. Απαντώντας σε ό,τι αφορούσε στο δικό της αέρα , σκασμένη πλέον απότομα και τελικά δυσανασχετώντας με μια βαθιά ανάσα που βγήκε αντί άλλου ξεσπάσματος. Από κλειστά χείλη ανα-σογεμισμένα για όση ώρα άκουγε τον Γαβρήλη.

- Ε ;;; Πώς ;;; Όχι !!! Δεν...πφφφφφφφ...

Έβγαλε όλη την κομμένη και στοματαμπαρωμένη α-νάσα της η νεράιδα. Απαντώντας σπασμωδικά και βρι-σκόμενη ξαφνικά και μπόσικη. Χωρίς άμυνα.

- Όπως και νά ’χει...Μα να πω ’δω ’γω τι δηλαδή παίζε-ται ! Έτσι ;

Συνέχισε όμως ο Μπλινγκεντζίνγκλ γεμάτος από κουλουβαχατοπροθυμία για να φωτίσει υποτίθεται τους χαμένους στη βαβουροπεδιάδα εκείνη.

- Αν είναι εύκολο...

Συμφώνησε η λίαν επιφυλακτική για τη συνέχεια Λούλα Μπόμπινγκς. Ελπίζοντας πρώτα να βγει άκρη , με-τά να βρεθεί όπου θά ’πρεπε ό,τι κορνιζοπετάχτηκε κατά ’κει πολύ ατυχώς μα , καλύτερο απ’όλα θά ’τανε ό,τι θά ’βγαινε στο τέλος νά ’βγαινε χωρίς να σκάσει τίποτ’ άλλο ξανά. Σκάσανε οι σαπουνόφουσκες στον θείο τον Άλ-μπερπ πιο πριν. Φτάνανε τόσα σκασίματα. Άλλωστε το νόημα που έβγαινε απ’ τ’ όνομα που κουβαλούσε η περί ης ο λόγος , ήτανε πως ένιωθε απολύτως σαν μία παρου-σία υπερβολικά βροντοκοπούσα , δηλαδή ε , αδιάκοπα πασχίζουσα για μια διαγωγή κοσμίως αεράτη.

Δηλαδή φυσικά και ήτανε αυτονόητο στη Λουλού ότι η ιδιότητα της ως νεραϊδοβάγιας μπομπιρώνε απαιτούσε από εκείνη να διατηρεί αμετάβλητη τη στοιχειώδη λεπτό-τητα χαρακτήρα. Ώστε να κάνει την αρχή δίνοντας το πα-ράδειγμα. Εξακολουθώντας όμως ακόμη να επιθυμεί δια-καώς αν και ματαίως , όποτε επιτέλους και αν έφτανε ε-κείνη η γουρλήδικη ώρα , να εμφανιζότανε και κάποτε ουρανοκατέβατη κατά ’κεί όπου θα το απαιτούσανε οι πε-ριστάσεις όσο γίνεται πιο διακριτικά και με στιλ. Μέσα σε απανεμιά.

Από τη άλλη μεριά βέβαια , απ’ τη ζούρλα που την τριβέλιζε , μια μόνιμη ανεμοζάλη δε τη γλίτωνε. Μπα ! Την έσερνε μπόλικη. Όμως το θέμα  , παρότι κατά λάθος τό ’θιξε και ο Γαβρήλης , ένα ήτανε. Πάνω στη δυσκολο-χώνευτη απελπισία μετά από κανένα λίαν αναμενόμενο κομπρεσαρισμένο φύσημα και άλλου τόσου αέρα συχνό-τατα παραβαστηγμένου , έτσι και φρακάριζε εκεί κάτω με τους υπόλοιπους του περιτριγυρίσματος του κορνιζάτου , από το ανεμόβροντο το ξετιναγμένο που θα προέκυπτε , ο καιρός στο υπάρχον νεραϊδόνομα θα χάλαγε δραματικά. Καταντώντας μια τουρτουρολαίλαπα με ταυ κεφαλαίο. Μια και έξω...Ε ;

- Εύκολο ’ναι. Ναι ! Λέω ’δω ’γω ; Ναι ; Ε ;...’Δω καλά   πού ’μαστε είναι η Μπαλαλλαντάλλα και έρχεται πράμα : Ένας λέει «φέρε !». Ο άλλος «πάρε !». «Πόσα ;» , «Τό- σα !». Λένε «φέρε !» , «πάρε !» , «δώσε !» , «πάρε !» , «δώσε !» , «φέρε !» , «δώσε !» , «πάρε !». Μπορεί να λέ-νε «φέρε !» για κάνα πάρε-δώσε χωρίς να πέσει «πάρε !». Ο άλλος άμα δε δώσει του ξαναλέει ο φίλος «φέρε !». Μπορεί να λένε «δώσε !» , «φέρε !» , «φέρε !» , «δώ-  σε !» , «πάρε !» , «φέρε !»...

Εξήγησε ξεκάθαρα τα πάντα ο Γαβρήλης χωρίς ν’ α-φήσει τίποτα που να μη βοηθήσει στην κατανόηση του παιχνιδιού. Ιδίως στις τελευταίες λεπτομέρειες με τα «δώ-σε !» , «πάρε !» , «φέρε !» τα διαφορετικά των συνηθι-σμένων. Αφού και η ίδια η νταντά είπε να μάθει. Για να μη της μείνει η περιέργεια γι’ αυτή την αξιοσημείωτη πα-ραλλαγή στη δοσοληψία. Γι’ αυτό δε γινότανε να μη ρω-τήσει τον Μπιχλιμπιδοκουδουνοτσεποτσουμπλέκη μια και τα εξηγούσε καλά ,

- Έχει σημασία ;

- Ουουού !!

Είπε με ύφος θετικότατο και ο Γαβρήλης.

- Πόση ;

Ξανατράβηξε πιο μακριά την κουβέντα η Λουλού που ήθελε σώνει-και-καλά να τα μάθει όλα. Να γινότανε , καλά θά ’τανε. Πάντως για τον Γκιλ όλα ήτανε πάρα πολύ απλά.

- Πολλή !!

Έδωσε το επόμενο απλούστατο στοιχείο , βγάζοντας την απάντηση με βαρυσήμαντο ύφος ο Γαβρήλης. Απ’ τον οποίο όσες πληροφορίες και αν έπαιρνες θά ’κανες σερί ένα κάρο ερωτήσεις. Χωρίς να υπάρχει όριο ηλικίας στην αντοχή. Ώσπου νά ’μενες ενήμερος , γερνούσες ρωτώ-ντας.

- Γιατί ;

Ξαναδοκίμασε την τύχη της , ωστόσο , η Λούλα.

- Έτσι.

Αποκάλυψε άλλη μια ουσιώδη λεπτομέρεια ο Γκιλ.

- Προχώρα , θα καταλάβουμε...Ε ;

Έκανε τελικά στον γκριζογένη τον εξυπηρετικό με το παραπάνω η Λουλού Μπόμπινγκς. Ίσως μάλιστα να έχανε αμέσως και τα πιο ενδιαφέροντα.

- Έτσι ’ναι. Ναι. Ο ένας νοματαίος θέλει να κάνει γερό νταραβέρι. Ο άλλος να κεράσει τον πιο φίνο κλώτσο πού ’χει σβουρήξει ποτέ οποιοσδήποτε σε οποιονδήποτε άλ-λονε που θα τρακάρει μέσα ’δω ’δα ’να. Οπουδήποτε.

Άργησε λιγάκι ο Γκιλ αλλά τά ’πε και τα υπόλοιπα για να ξέρει , ας πούμε , κάποιος μετά τι του γίνεται στα σίγουρα εκεί μέσα. Μόνο που η Λουλού δεν είχε μάθει ούτε τα μισά.

- Οπωσδήποτε ;

Ρώτησε επομένως τον Γκιλ.

- Όπως και νά ’χει...

Μέτρησε τρισήμιση λόγια και τά ’δωσε σαν ρέστα και ο Γκιλ για νά ’ναι στο λογαριασμό με τα κατατόπια εντάξει.

- Α !!!

Έκανε μονάχα η Λουλού καθότι έτοιμο ήτανε καί ’βγαινε στην επιφάνεια και ’κείνο το μισοξεπερασμένο τικ που τό ’χε ανεκδήλωτο τόση ώρα.

- Μπίρα ! Μπίρα !

Γινότανε ολόγυρα στο μεταξύ χαμός από τη βλάβη στο παιχνίδι. Η μπάλα δεν είχε αλλάξει κάτοχο και οι παί-χτες συσωρρεύονταν με παρόμοια εξέλιξη. Προκαλώντας μέσα σ’ όλα τ’ άλλα όμως ζαλάδα μπόλικη. Ήτανε δε να μη σου τύχαινε να σε μπαφιάσει ο θόρυβος.

- Εφτασέέέι !!!

Γκάρηξε πίσω της και ο γυρολόγος ο αεικίνητος. Κά-νοντας την παραμανονεράιδα να τρανταχτεί από νεύρα. Τότε ξαφνικά και ’κείνη θυμήθηκε κάτι άλλο ως μια πιθα-νή λύση. Οπότε να που βρήκε να βάλει τις φωνές.

- Χαμ-Μπαγκ ! Πούντηνα ; Μα ’ναι ’δω , δε ’ναι ;... Ο-ρίστε ! Κόλλησα και του Μπιχλιμπιδοκουδουνοτσεπο-τσουμπλέκη την προφορά ! Χαμ-Μπαγκ !! Φάε τη ρημα-δόμπαλα να ξεκολλήσει το γκαντεμογκαντζετομάνι που σέρνουνε όλοι δαύτοι μαζί τους να ξεμπερδεύουμε !! Μου φτάνουνε όσα έχεις σαβουροφυλαγμένα ως τώρα , δε μού ’λειπε και η τριβολόμπαλα , όμως φάτη !! Μονο-κόματη !! Γιατί προβλέπω να γίνεσαι από μέσα γήπεδο δεύτερο άμα σε βάλω να φας και τους ρέστους !!!

Βρήκε δηλαδή η Λούλα τον τρόπο να μπει σε μια τά-ξη το γήπεδο. Αναθέτοντας το καθήκον όλο στην τεμπε-λοβουβάλω την τσάντα της. Η οποία την χαιρέτησε σαν νά ’τανε αγουροξυπνημένη μετά από νυχτέρι στην πρέφα.

- Μπααα !!!

Ήτανε η μοναδική αντίδραση της τσαντάρας όπως ά-νοιξε και έβγαλε μια φωνή τεμπέλικη όσο δε γινότανε πα-ραπάνω. Χάφτοντας τη μπάλα χωρίς να κουνηθεί ούτε χι-λιοστό παραπέρα.

- Μπαμπακομαξιλαροθύελλα να σε θάψει , για μπέρδε-μα , τη μέρα τούτη θα τη θυμάμαι ! Με βλέπω νά ’ρχομαι τακτικά άμα αποδράσω ποτέ για να παίζω «φέρε» , «πά-ρε» !!! Για λέγε ρε Μπιχλιμπιδοκουδουνοτσεποτσουμπλέ-κη !

Ξέσπασε κατευθείαν η νεραϊδογκουβερνάντα η κορ-νιζοξαποσταλμένη σε τούτο το αλαφιασμένο γήπεδο. Α-πευθυνόμενη και πάλι στον γκριζογένη που αν και ένας ακόμη πιο χαμηλοσούλουπος δεν πήγαινε πίσω. Μια κά-ποια ανησυχία εμφανησιακώς φρόντιζε να την προκαλεί στη νεραϊδούλα την παραψηλωμένη την καλαμομπαστού-να. Καθότι για τα μέτρα στο φυσικότερο μπόι των ψηλώ-νε των υπολοίπωνε κατακρεμανταλόφερνε ο Γαβρήλης ό-πως τον «έκοβε» καταντίκρυ. Θυμίζοντας ο Γκιλ στη Λουλού , έντονα μάλιστα , μια κοτρωνοφορτωμένη μπουλντόζα.

Πάντως περιμένοντας να της έρθει καμιά ιδέα άφηνε το Γαβρήλη να λέει. Όχι ότι τον χρειαζότανε τελικά και τίποτα  μ’ αυτό το «για λέγε». Επομένως φυσικότατο ήτα-νε. Ο Μπιχλιμπιδοκουδουνοτσεποτσουμπλέκης στρίβο-ντας και τη γκριζομουστάκα του , χωρίς να αργεί είπε πά-ραυτα ,

- ’Μένανε με λένε !

Με ύφος , όπως τό ’χε και τόση ώρα , πολύ χαρωπό μόλις τον φώναξε με το γεμάτο από ήχους που πειράζουνε τα νεύρα επώνυμο η ακόμη άδεια από ιδέες για την έξοδο και αρκετά συγχυσμένη στο μυαλό νεράιδα.  Ό,τι ήτανε δηλαδη για τον Γαβρήλη το δικό του επώνυμο , τό ’χε για ενόχληση στο από μέσα της μπερδεψοκεφάλας της η Λουλού. Αφού της έλειπε παντελώς η ηρεμία και της πε-ρίσσευε η νευρικότητα. Οπότε με το που τον άκουσε να της απαντάει κιόλας με τέτοια ορθοφωνική εκφραστικό-τητα άρχισε και αυτή τη μουρμούρα ,

«Ναι. Για να μένεις στη βοϊδότσαντα μέσα να κάνεις τον ξεναγό στο μουσείο πού ’χει μαζέψει είσαι και ’συ ό,τι πρέπει...»

Σχολίασε μέσα απ’ τα δόντια της η Λούλα Μπόμπινγκς. Όμως είπε για την ώρα να σωπάσει για να δει πως θα ξε-μπουντρουμιαστεί απ’ το γηπεδοκλουβί τούτο το ξαφνικό μαζί με τους άλλους πού ’σερνε μαζί στη γύρα. Άφησε λοιπόν τον Μπλινγκεντζίνγκλ να συνεχίσει να εξηγεί. Να πως.

- Κόσμος πάντοτε ’να ’ναι ’δω ’να ! Ναι ; Απίκο με το αζημίωτο ε ; Αλισβερίσι με μπάλα. Μετά η κλωτσά ε ; Μπορεί να δίνει και κουκιά που λες κυρά πας ο μάγκας , μπόγο γερό ε ;

- Πολλά ;

Βρήκε ευκαιρία για μια ακόμη ερώτηση η Λούλα. Ε-νώ είχε καταζοριστεί να σπαζοκεφαλιάσει πως θα ξελευ-τερωθούνε με τους υπόλοιπους τους κορνιζοναύτες από ’κει όπου τους έφτυσε η Τρέχα Γύρευε. Έχοντας χαντα-κωθεί στο γηπεδομαντρί δαύτο τελικά από σπόντα όλο το καδροπλήρωμα το κανονικό. Ο δε Γαβρήλης έδινε την α-πάντηση στο «Πολλά ;» της νεραϊδούλας που κόντευε να του φάει τ’ αφτί όταν άρχιζε να την ξαναβοηθάει μιλώ-ντας. Παρ’ όλα αυτά κάτι την έκανε και βαστιότανε.

- Να ! Το αλισβερίσι κυρά ! Με κουκιά πάει το παιχνίδι. Πάει και με κάστανα !!

Ακουστήκανε , ακόμη χειρότερα από τ’ άλλα , ετούτα τα λόγια του Γαβρήλη στης Λουλούς τ’ αφτιά. Η οποία πάντως τον ρώτησε αμέσως μη μπορώντας παρά νά ’χει και σε δαύτον το νου της την ίδια στιγμή ,

- Τα χαρίζουνε ’δω ;

- Δίνουνε και λάχανα άμα θένενε ! Ναι ! Ό , τ’ έχουνε ! Ειν’ ουουού !!! Μαρίδα ! Ξέρεις πόσοι ;

Έλεγε και δεν τελειώνανε όσα είχε ακόμη να πει ο Γαβρήλης. Μα η νταντονεράιδα αφού δε μπορούσε να τον ξεφορτωθεί την ώρα που σκεφτότανε , τον ρώταγε και από κάτι.

- Πόσοι ;

Τού ’κανε λοιπόν η νεραϊδονταντά κατευθείαν.

- ’Γω ρωτάω ! Ξέρω ’γω ;

Είπε γρήγορα και ο Γκιλ. Η Λουλού τον λοξοκοίταξε χωρίς να σχολιάσει καθόλου την απάντησή του. Διότι ή-τανε όσο χρειαζότανε απασχολημένη με τα δικά της.

Αναρωτιότανε αν με ένα μόνο «στικ σποτ !» γινότανε να στείλει σε μέρη μακρινά διάφορα τους τρεις τους απε-τάλωτους για τουρμπινοπερίπατο που την περιστοιχίζανε άλλωστε μονίμως βαρυγγωμιάζοντας και μάλιστα σε τού-τη την περίπτωση ασυστόλως μέσα απ’ τα δόντια τους και ήδη σκόρπια αποτραβηγμένοι με την ευκαιρία. Μήπως γι-νότανε δηλαδή να σουτάρει τον Αλέκο αντί για τη μπάλα. Αν όχι να πάρει το κύπελο στην κωπηλασία κάνοντας κουπί σε οχτάκωπο λέμβο ολομόναχος , να πάει κατά τους Κήπους του Κένσινγκτον ή κατά το Γκριν Παρκ σε καμιά εκδοχή νεραϊδένια μέσα σε κάνα λαβύρινθο καλο-κλαδεμένο να παίξει σε μαγικό τουρτοπερίπατο του στιλ «στικ σποτ ! και στη μέση ο Μανώλης» ; Όπως στο παι-χνίδι που γυρνάνε όλοι μέσα σε ένα δάπεδο ενός πάρκου στρωμένο με αριθμούς μέχρι να σταματήσει η μουσική. Όποιος πατάει τον αριθμό που κληρώνει , αμέσως μετά τον κερνάνε ένα κομμάτι κέικ. Να πάει ο Αλέκος να πα-τάει όποιο νούμερο θέλει και να φυτρώνουνε γενεθλιό-τουρτες μια που θα την έχει κιόλας ξανά την καψούρα. Άσε που μετά θά ’ναι γκοφρετομαγνήτης των περιπτέ-ρων. Θα τού ’ρχονται στις τσέπες οι γκοφρέτες χωρίς να περιμένει να τον πιάσει λιγούρα. Αλλιώς να τον στείλει μέχρι την Λέστερ Σκουέερ που είναι και σινεμαδότοπος να μπουχτίσει στο νταβαντούρι το παναβίζιον και να κα-τασπαράξει ποπ κορν με μια μούτζα κερασμένο για μια βδομάδα. Ακόμη καλύτερα , να τον στείλει σε διαγωνι-σμούς που πιάνουνε τα μήλα δαγκωτά από γαβάθες με νε-ρό. Να τα τραγανίζει σε πρωτάθλημα Άπλ Μπόμπινγκ μέχρι να θέλει σόδα για να μάθει τι εστί Χαρικλώ και μά-λιστα Μπόμπινγκς.

«Α , άσε την Καίτη. Το μόνο φάσκελο που περιμένει με χαρά είναι το εξής ένα για να γίνει Σταχτοπούτα με γκαρ-νταρόμπα δική της όλη τη Μποντ Στριτ , τη νέα και την παλιά , καθώς και την Όξφορντ μαζί με όλη τη Σλόουν Στριτ , χωρίς να παραλείπεται το Κινγκ’ ς Ρόουντ. Να τραβολογάει μετά τα τόσα ρουχοσαρώματα και τον Αλέ-κο πάνω-κάτω και στην Κάρναμπι Στριτ. Για να μη μείνει όχι κάργκο τσεποπαντελόνα για πολεμικό ανταποκριτή και τζην με φλαπ πόκετ , καπακωτές τσέπες σαν των στο-λών αγγαρείας αλλά μέχρι και για μπαλαρίνα ούτε φού-στα τουτού. Να βρεθούνε με τον Άλσελ και ως τη Σάβιλ Ρόουντ για να ασταποφορέσει , σαν να του τό ’χουνε ρά-ψει οι μετρ από εκεί , κανένα κοστούμι που θα του ’κονο-μήσει η «στικ σποτ !» η νεραϊδόμουτζα. Δηλαδή διαλέγο-ντάς του το κόλπο το μαγικοφάσκελο τα ετοιμοπαράδοτα τα προπαραγγελμένα όπως θα περνάει με την Καίτη έξω από ραφτάδικο σωστό. Μήπως να γίνεται ; Να τους πω κιόλας να μου φέρουνε τίποτα γόβες τρακς , αντοχής , ψι-λοτάκουνες ή τίποτε στιβάλια πιο της προκοπής από τις χοντρόγοβες τούτες εδώ τις τσιχλένιες. Α , να μου διαλέ-ξουνε μαζί και καμιά χαρεμοπαντελόνα χαμηλοκάβαλη να νιώσω και λίγη άνεση.

...Εκτός αν την αμολύσω τη Γκέτεμ μέχρι τη Ρίτζεντ Στριτ όχι μόνο για να ρουχοφορτώσει μια φάλαγγα φορ-τηγά με ταγιέρ μα και να πάρει το προνόμιο απ’ το δή-μαρχο για να ανάβει τα λαμπάκια του δρόμου για τη φω-ταψία των Χριστουγέννων όπως κάνουνε κάθε χρόνο οι σελέμπριτις. Να ξεθυμάνει με γκλάμορ ηλεκτροδότηση όλης της Ρίτζεντ Στριτ κατ’ αποκλειστικότητα. Γιατί όχι ; Να πάει με το ίδιο «στικ σποτ !» κατά ’κει και ο Ντερτ να χαζεύει γλομπάκια. Μια που έχουνε ξεχαστεί και μέσ’ την κεφάλα του αναμμένα τα φώτα αλλά τό ’χει το ατελιέ με το νιονιό εκεί μέσα και άδειο».

Αυτά μελέταγε επιμόνως η Λουλού με τον Γαβρήλη τον Μπιχλιμπιδοκουδουνοτσεποτσουμπλέκη βεβαίως α-κόμη μπάστακα. Έχοντας πάρει η νταντονεράιδα κιόλας μια πόζα λίαν σκεφτικής αρχιστρατήγου αν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τέτοια κατάσταση στρατιωτικώς σκεπτόμενος για τη συγκεκριμμένη περιοχή. Διότι η Λου-λού έτσι τό ’βλεπε. Με το δεξί βραχίονα να ακουμπάει στο στέρνο της και τα δάχτυλα του ίδιου χεριού νά ’ναι κάτω απ’την αριστερή της μασχάλη. Ο αγκώνας του αρι-στερού ν’ ακουμπάει στο δεξιό της πήχυ και τα δάχτυλα του χεριού ετούτου να χαϊδεύουνε το πηγούνι της. Ενώ λοιπόν στεκότανε έτσι , λοξοκοιτώντας πάντα τον Γαβρή-λη του απάντησε χωρίς να δώσει και πολλή σημασία ,

- Α , κατάλαβα ! Σπορολαχανοκολοκυθαγορά !

- Χαρά μου να βοηθάω ! Ε ! Γκάβιν ! Μπίρα !

Αποκρίθηκε ο Γαβρήλης χαμογελώντας ικανοποιημέ-νος που τον κατάλαβε η νεραϊδονταντά σε ό,τι της είπε. Στρέφοντας επιτέλους την προσοχή του και αυτός προς ένα άλλο γνώριμο τύπο που σύχναζε στα πέριξ. Πάνω που κρυφογκρίνιαξε η Λουλού ότι με δαύτονε δε θά ’χε ησυχία.

Στο μεταξύ γινότανε της πατούσας και του ξυλοπα-πουτσιού από το κυνήγι για τα σουταρίσματα. Βόρειοι και νότιοι. Ανατολίτες και δυτικοί. Απ’ όλη την υφήλιο κό-σμος. Το παζάρι είχε στηθεί δυο βήματα πιο πέρα απ’ τη νεραϊδονταντά με την οικοσκευή και τους μικρούς μαζί με το Δερβισοψηλολελέκογλου. Απέναντί τους μακρύτε-ρα ένας ξανθογένης που κοντράριζε με βελανίδια έναν σκουρόδερμο με ενδυμασία φολκλόρ.

Ο ένας με μπότες ξυλοκόπου που ζει στα χιόνια μεσ’ τις καρυδιές , με γενειάδα , ξανθοτρίχης , μικροκαμωμέ-νος αλλά γερός. Ο άλλος με επιδερμίδα σαν κάρβουνο φορώντας μια στιλπνή , πολύ λεπτή , κατάμαυρη προβιά , φορεμένη σαν ολόσωμο ρουχοτομάρι. Ψηλός και αδύνα-τος σαν σπιρτόξυλο.

Ο ξανθοτρίχης είχε περασμένο λοξά απ’ το δεξί ώμο και το αριστερό του πλευρό ένα λουρί που συγκρατούσε κρεμασμένο στην πλάτη του ένα έγχορδο όργανο μουσι-κής. Μια καλοφτιαγμένη , ξύλινη τάβλα σαν κουτί. Μα-κρουλή όσο το μπράτσο μιας κιθάρας και απ’ τον πάτο ως το καπάκι με πάχος ίσαμε τέσσερα δάχτυλα. Στις γωνίες στρογγυλεμένη. Με μια τρύπα στο κέντρο του καπακιού στο μέγεθος ενός κουμπιού από πουκάμισο. Τριγύρω απ’ αυτή , οχτώ μικρότερες τρύπες σχηματίζανε ένα λιτό μο-τίβο λουλουδιού. Στην ίδια πλευρά κατά μήκος απ’ τη μια άκρη ως την άλλη έξι χορδές στριμμένες σε καρφιά για νά ’ναι τεντωμένες.

Ο μαυρόδερμος με ’κείνο το επίσης ανθρακί εξωτι- κό , μάλλινο , λεπτό , ολόσωμο και γεμάτο σκισήματα σαν αρκουδονυχιές ρούχο κράταγε ένα από τα μυστήρια ντέφια που είδανε νωρίτερα η Λουλού , οι δυο μικροί και ο Ντερτ. Μέσα στο ντέφι υπήρχε στερεωμένη μια διπλή σειρά πλήκτρων που πολύ σου θυμίζανε μανταλάκια για το άπλωμα των φρεσκοπλυμένων ρούχων. Οι δυο ξένοι μιλάγανε ο καθένας στη γλώσσα του. Του ξανθογένη οι λέξεις είχανε μέσα ένα κάρο  «-α-» , «-ο-» , «-ε-» ρίγους και τρεμούλας στη σειρά βγαλμένα απ’ το στόμα. Του άλ-λου του αγριοντυμένου πολλά «-μπου-» και «-ου-» με μπάλες πολλές μαζεμένες σαν πάρτι γενεθλίων , για λέ-ξεις.

- Πολύ τη θέλει τη μπάλα ο ψηλέας ο σπιρτοξυλένιος...

Λέει ο Άλσελ.

- Ο άλλος του λέει ότι θα πάρει βελανίδια...

Λέει η Γκέτεμ.

- Τώρα ο τσίχλας ο αδυνατούλης γελάει και δίνει δυο φάσκελα στον μικρό το γεροδεμένο. Σαν ανθισμένα μπουμπούκια τα δίνει.

Παρατηρεί ο Άλσελ στη συνέχεια.

- Τζόλι Όντμπολ !

Φωνάζει ο Ντερτ στο μαυροκαλοντυμένο σαν αρι-στοκράτη φύλαρχο παραδοσιακού χωριού αφρικάνικου. Αφού πρώτα μουτζούρωσε τη δική του τη φάτσα με τρίμ-ματα από κάρβουνο που βρήκε στην τσέπη του , δαχτυλο-εξηγούσε  με τους δείκτες των χεριών του πως εννοούσε κάτι σαν τα μούτρα του μ’ αυτό που μόλις φώναξε. Μετά συμπλήρωσε μεγαλοφώνως ,

Μπορεί να είναι συνάδελφος άμα δεν παζαρεύει μπά-λες σε τούτο το γήπεδο. Δε θά ’ναι ; Ωπ ! Όχι είπε ! Με είδε και κούνησε αγριεμένος το κεφάλι δεξιά και αριστε-ρά. Νά ’χα την καμιναδόσκουπα θα καταλάβαινε. Άσε που θα σιγόβρισε ! Χίλια τα εκατό. Λες ρε ’συ Μήτσο νά ’χει τα φάσκελα για φίλους του ;

Η Λουλού όμως που τον είχε τον Μήτσο πλάι της , χωρίς να μιλήσει τον φασκέλωσε ανάποδα με το χέρι του άλλου της πλευρού. Μουρμουρίζοντας κιόλας κάτι που ακούστηκε σαν «σκ*τά σποτ !».

Πάντως το μόνο που άλλαξε , ήτανε το ότι τού ’φυγε α-πλώς η μουτζούρα απότομα του Μητσάρα. Η οποία αν-θρακομουτζαλιά , ξεφλουδίστηκε από δαύτονε , πέφτω-ντας μπροστά στα πόδια του αστραπιαία και απλώθηκε σαν μια ακίνητη σκιά δική του.  Σχηματίζοντας όμως και τελείως λάθος πόζα. Παριστάνοντάς τονε με τη φουγαρο-μπατονέτα στο σβέρκο οριζόντια και με τα χέρια κρεμα-στά από πάνω. Αμέσως ο ίσκιος του ο κανονικός γαργα-λήθηκε για μια στιγμή στα ρουθούνια , φταρνίστηκε και τότε το καμιναδοστουπί με το στειλιάρι πού ’χε ζαλωθεί ο άλλος του ο ίσκιος , επίσης ενωμένος με του Μήτσου τα ποδάρια , εκπυρσοκρότησε. Ε , μετά πάραυτα ο Μητσά-ρας έχασε τις σκιές του στο πι και φι. Δεν τού ’πανε δηλα-δή οι σκιές του οι δυο ούτε χαιρετίσματα. Έτσι και ο Μη-τσάρας χωρίς να βγάλει τσιμουδιά απλώς άρχισε να σβερ-κοξύνεται ψάχνοντας τις σκιές μπας και βρεθούνε κάπου τριγύρω.

- Δεν έχει μέσα η Χαμ-Μπαγκ τίποτε για να κάνουμε κανένα ψιλό ;

Απόρησε η Καίτη η Μπογοδιφραγκομαζωξοπούλου , επίσης μεγαλοφώνως.

- Θέλουμε να βγούμε από ’δω.

Γύρισε και της απάντησε με τόνο υπενθύμισης η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου.

- Καλά λες ! Μας κόψανε απ’ την ξάπλα. Αλλιώς καλά ήτανε.

Αποκρίθηκε πάλι ο Μήτσος ο Δερβισοψηλολελέκο-γλου με τ’ όνομα , δηλαδή ο Ντερτ πού ’χε βαρεθεί να ψάχνεται.

- Πλακώσανε υποψήφιοι !

Παρατήρησε ο Άλσελ.

- Πανηγύρι κοίτα. Έχουνε στήσει πάγκους με ξηρούς καρπούς , μαλλί της γριάς , σφυρίχτρες που ξετυλίγονται , κουκλοθέατρο !

Λέει η Λούλα Μπόμπινγκς με έκπληξη στη φωνή.

- Ο άλλος με το κολοκύθι πού ’ναι σαν μπουκάλα με σχήμα το νούμερο «οχτώ» τί ήρθε να κάνει ;

Ρώτησε ο Άλσελ.

- Ήρθε και μια παρέα από τύπους που δίνουνε τριγυρ-νώντας θεατρική παράσταση παντομίμας.

Παρατήρησε ο Ντερτ.

- Α , να ο «’Μένανε !»

Ο Άλσελ διέκρινε τη γνώριμη φιγούρα πού ’δε νωρί-τερα.

- Ναι , ο Γκλινγκεντίκλ , ο Γιρλαντοτουμπελέκης. Είναι μουτζουρωμένη και η φάτσα του !

Είπε ο Ντερτ.

- Όχι ! Μπλινγκεντζίνγκλ ! Αλλιώς Μπιχλιμπιδοκουδου-νοτσεποτσουμπλέκης...

Τον διόρθωσε η Γκέτεμ.

- «’Μένανε» είπε τον λένε.

Τσίγκλησε πάλι τη φίλη του ο Άλσελ.

- Ο θίασος κάνει σόου ! Ένας έβγαλε ρόπαλο...

Ακούστηκε η φωνή της νταντάς που άφησε την τε-λευταία φράση να βγει σαν περιγραφή ενός πλάνου από εξώστη κινηματογράφου αφού ένιωθε σαν μια περίπτωση θεατή ακριβώς και η ίδια. Μονάχα το ποπ κορν της έλει-πε.

- Ένας τρέχει να γλιτ...

Μισοείπε ο Άλσελ.

- Ωπ ! Τον ροπάλιασε ο  άλλος που τον πρόλαβε.

Του είπε ο Ντερτ.

- Μαζευτήκανε όσοι είναι του θιάσου και κάνουνε πως διαμαρτύρονται...

- Οι μισοί βαστάνε τον τύπο με τη ροπάλα.

Παρατηρήσανε η νταντονεράιδα και η Γκέτεμ με τούτη τη σειρά χωρίς ίχνος έκπληξης στη φωνή αμφότε-ρες.

- Παιδιά , ο Γκιλ με το παχύ μούσι. Ο «’Μένανε !».

Φώναξε ο Άλσελ που τον ξαναεντόπισε.

- Ναι. «Φέρε», «Πάρε» σε φάπες ροπαλί χρώματος.

Σχολίασε η νεραϊδοπαραμάνα.

- Μπόμπινγκς ! Ο κομπογιαννίτης ! Του δίνει μαντζού- νι ! Πως σαλτάρησε όρθιος ο άλλος ! Δεν πας να του πεις να κάνει «στικ σποτ !» αντί για ’σένα ;

Αποπειράθηκε να αστειευτεί ο Ντερτ.

- Να , πάψε Ντερτ ! Ο σκουρόχρωμος ο ψηλός έδωσε και δαύτος κάτι σε μπουκάλι. Φίλτρο ; Για να δούμε !

Ξανακούστηκε η νεραϊδονταντά.

- Ο άλλος ο χαμηλός , ο ξανθογένης το άνοιξε και το πίνει...

Παρατήρησε ψύχραιμος ο Άλσελ.

- Τώρα μόλις άλλαξε το μαλλί του χρώμα. Έγινε μπλε. Γυαλιστερό. Μαζί με το γένι όλες οι τρίχες στην κεφάλα του τώρα μακρύνανε κιόλας και φτάνουνε στις πατούσες.

Είπε μένοντας ακόμη ψυχραιμότερη και η Γκέτεμ.

- Του λέει ότι είναι κολώνια ο αδυνατούλης ο ηλιοκαμ-μένος κάνοντάς του τα σχετικά νοήματα. Ότι είναι για τις τρίχες πού ’χει στο κεφάλι κανείς αλλά καλύτερα να θυ-μάται την εξωτερική χρήση όποτε τη χρειαστεί ξανά ο μι-κρός με τα μπλε τα βουρτσόμαλλα τα νάιλον και τα γένια τα ασορτί , όπως τον έκανε σαν σκουπάκι με φάτσα του σκουρόχρωμου το μπουκαλάκι με τις σταγόνες.

Ξανάπε στη φίλη του τη συνομήλικη ο Άλσελ το ίδιο ψύχραιμα με ’κείνη.

- Το κατάλαβε. Συμφώνησε. Θα του δώσει τη μπάλα πε-σκέσι.

Του απάντησε γρήγορα η Γκέτεμ. Σαν να ήτανε όλα εντελώς φυσικά ακόμη.

- Παιδιά θα πέσει κλωτσά !

Είπε με ύφος οπαδού και ο Ντερτ.

- Πράγματι !! Πω-πω κλώτσος !

Βεβαίωσε γι’ αυτό με δήθεν αγωνιώδες ύφος η Γκέ-τεμ αμέσως. Στρέφοντας την προσοχή της στο σημείο που είχε πέσει και το βλέμμα του Μήτσου του Δερβισοψηλο-λελέκογλου την ίδια στιγμή.

- Τώρα έγινε το σκορ μεγαλύτερο ;

Απόρησε ο Άλσελ.

- Α , δεν ξέρω. Πάντως ο τύπος ο ξεπαπούτσωτος με τα τομάρια τα τροπικά που τον είδα να βαστάει τη μπάλα έ-ριχνε μούτζες αβέρτα κατά μπρος του.

Λέει καθώς κοιτάζει αλλού η Λούλα Μπόμπινγκς.

- Αφού δεν την έχει ! Την κλώτσησε !

Της θυμίζει ο Ντερτ.

- Α...ρε παιδιά ! Καλά λέτε !

Απάντησε και η νεραϊδονταντά που πρόσεξε καλύτε-ρα και ξαναβρήκε με τη ματιά της τη μπάλα.

- Ποιος την έχει ;

Ρώτησε ο Άλσελ.

- Την ψάχνουνε. Που να τη βρούνε ! Κοίτα κόσμος ! Ποιανού νά ’ναι η γιορτή ; Όλο πάγκους με τέντες έχει ε-δώ γύρω και μέσα πουλάνε διάφορα.

Είπε ο Ντερτ που στριφογύρισε για να χαζέψει και να βγάλει συμπέρασμα για την κατάσταση που επικρατούσε ολόγυρα.

- Τι σαχλά αντικείμενα ! Άλσελ έλα να δεις !

Φώναξε τον καλό της φίλο η Γκέτεμ που έφυγε να ξεσκάσει.

- Θέλω να δω αν έχει ένα...

Πήγε κάτι να πει ο Άλσελ που πλησίαζε.

- Φωνές και σφυρίγματα !

Ξεφώνησε και η νεραϊδοπαραμάνα.

- Αυτά τα παιχνιδάκια που αναβοσβήνουνε τά ’χουνε σκόρπια στο γρασίδι ! Θα τα φοράμε για πατίνια αν δε φάμε κανένα αμάσητο ! Α , ρε νά ’χα τον Γκάβιν. Θ’ αγό-ραζα τη μπάλα με μπίρα...

Μουρμούρησε ο Ντερτ δίπλα της.

- Ε , εσύ ο ψηλός με τα πιτσιρίκια ! Με λήστεψες !

Του αγριοφώναξε κάτι βήματα πιο πίσω στριμωγμέ-νος ανάμεσα στο πλήθος ένας με μουτζούρες στη φάτσα , κατάμαυρος από κάπνα. Όπως και ο Ντερτ σε ώρα καμι-ναδοκαθήκοντος.

- Δερβισοψηλολελέκογλου , σε φωνάζουνε !

Του σκούντησε τα πλευρά με τον αγκώνα της η νε-ράιδα ενώ βαδίζανε. Τον τύπο πού ’χε δίπλα του και τρεις άλλους τον είδε πρώτη η νταντά καθώς γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω. Ένας από ’κείνους που ακολουθούσανε τον μουτζουρωμένο στη φάτσα τύπο έδειξε προς τον Ντερτ.

- Να δω ! Αμάν ! Έρχονται να μας δείρουνε ;

Αντέδρασε πελαγώνοντας ο Μήτσος ο Δερβισοψηλο-λελέκογλου.

-  Τρέχα !

Του φώναξε η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφί-δου όμως που είχε φύγει με την κατακίτρινη τη γκαμπαρ-ντίνα μοιάζοντας σαν δίμετρη κανάρα-δρομέας. Συγκρά-τησε το λευκό της καπέλο στο παλαβωμένο της κεφάλι με τό ’να της χέρι και έκανε σπριντ τα εκατό μέτρα.

- Γκέτεμ ! Άλσελ !

Φώναξε κιόλας τους μικρούς τρεχάτη να μην προδί-δεται από την τρομάρα της καθώς έτρεχε να γλιτώσει.

- Ρε Μπόμπινγκς !! Θα μας βγει η γλώσσα !!

Αμολύθηκε κατά μπρος και ο Ντερτ φωνάζοντάς την. Κυνηγόντας να προφτάσει μια νεράιδα και νταντά με ρε-κόρ σε κάθε είδους παλαβές , απίθανες τζιριτζάντζουλες. Απελπιστικά πολύπλοκη για να την καταλάβει κανείς πο-τέ. Όλη μια αναποδιά μακρουλοποδαράτη.

- Δεν προφταίνω ! Είναι κοντά ! Τα παιδιά !!! Νάτα !!! Τρέχουνε παρακάτω !! Μας βλέπω να φασκελωνόμαστε μόνοι μας για τη μπάλα. Ουφ ! Εδώ μέσα. Πφ ! Για όσο θα ζήσουμε ακόμη !

Του απάντησε φωνάζοντας ενώ έτρεχε πιο μπροστά η Λουλού. Δείχνοντάς του την πλάτη της την ορθοχοντρο-γιακαδουρογκαμπαρντινόμακρη την μπακαλικοκροκαδι-ναβγοκίτρινη και φρεσκοβαμμένη , ημέρας.

- Άκου πίσω μας ! Φωνές ! Γύρισε το πρόσωπό του το καταλαχανιασμένο όπως την είχε προφτάσει και της τρά-βαγε δίπλα του την προσοχή ο Ντερτ.

- Χειροκροτήματα !

Είπε μετά στη Λουλού πλάι του.

- Χειροκρ...

Τον κοίταξε η νεράιδα απότομα τρέχοντας παράλλη-λα. Μετά φρενάρησε , γύρισε , είδε και φώναξε ,

- Α , στο δια...πέφτει γέλιο ! Ε , μα δεν τρώγονται ! Είναι ο...

- Μπιλ ο Μαντραχαλοζεβζέκης !!

Πέταξε ο Ντερτ το όνομα γρήγορα λέγοντάς το όπως     νά ’ναι. Τότε η Λουλού τον διόρθωσε ξαφνικά θυμίζοντας του το σωστό όνομα του τύπου που ήρθε να τους βοηθή-σει πιο πριν.

- Θες να πεις ο Γαβρήλης ο Μπιχλιμπιδοκουδουνοτσε-ποτσουμπλέκης. Ο θεατρίνος ! Μας κάνανε θίασο για το νούμερό τους. Ο Αϊ Γιώργος , ο δράκος , ο τρελλός και...

- Απ ’τα νεύρα ράκος ! Ξέρεις το νούμερο ;

Ξανάκοψε ο Ντερτ τη φόρα της Λουλούς Μπό-μπινγκς. Αμέσως όμως ξαφνιάστηκε ευχάριστα μόλις συ-νέχισε το σχόλιο η φίλη του η νεράιδα για ένα γνωστό νούμερο των πλανόδιων θεατρίνων της αγγλικής επαρ-χίας. Παίζανε το σκετς του ζωντανέματος χάρη σε ένα κο-μπογιαννίτη περαστικό κάποιου πεθαμένου προ ολίγου. Με μπλόφα το γιατροσόφι που είναι νεράκι σκέτο και στο άψε-σβήσε φεύγει και ο ταβλιασμένος τρέχοντας μαζί με το γιατρό τον αποκριάτικο.

Τα οποίο και θυμήθηκε πάραυτα ο Μήτσος λόγω συ-ναφιού και παρεμφερών παραστάσεων.

- Να πάρουμε μια ανάσα ! Μού ’γινε η γλώσσα σαν σα-νίδι για σιδερώστρα !

Απάντησε η νεραϊδονταντά μετά απ’ το ξελαχάνια-σμα.

- Άντε να βγει άκρη ! Να και η Χαμ-Μπαγκ ! Τι τσάντα είναι τούτη ! Κοίτα που πήγε ! Να δει έναν έμπορο μέσα στην κλωτσομπαλοπανήγυρη που πουλάει κάτι μυστήριες γυάλες με χρυσόψαρα. Ο ξένος βαστάει ένα περίεργο κρυστάλλινο δοχείο γεμάτο νερό που περιέχει ένα ζωντα-νό ψάρι. Το ψάρι κάνει κάτι μπουρμπουλήθρες. Το κρυ-στάλλινο δοχείο μοιάζει σαν...μουσικό όργανο...μα με μεμβράνη από δέρμα και πλευρές από γυαλί. Ένα πρωτό-τυπο νεροτύμπανο μ’ ένα χρυσόψαρο μέσα που κολυμπά-ει στο νερό. Τί τρώει ρε το άτιμο και άφρισε σαν λοσιόν ;

Ακούστηκε ο Μήτσος ο Δερβισοψηλολελέκογλου. Ο οποίος πλάι στη νταντά έβλεπε καί ’λεγε.

- Έρχεται κατά ’δω κόσμος ! Ανοίγει δρόμος ! Για δες κάτι πού ’ρχεται !

Του κέντρησε παραπάνω την προσοχή τότε η νεραϊ-δονταντά.

- Πλησίασε ξαφνικά απ’ το πουθενά ένα περίπτερο !

Είπε ο Ντερτ μόλις είδε τι γινότανε στη συνέχεια.

- Σπίτι για βραβείο πήρε ;

Απόρησε η νεραϊδοπαραμάνα.

- Να πάω κατά ’κει να πάρω τσιγάρα !

Έκανε πως πλησίαζε προς το ξεφυτρωμένο κιόσκι ο Μητσάρας. Μα η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφί-δου τον φρέναρε πιάνοντάς τον απ’ το σακάκι στην πλά-τη.

- Χαμ-Μπαγκ ! Φερ’ τη μπάλα ! Αλλάζει το σχέδιο !

Πήρε και μια φρέσκια δύναμη η νταντά ξαφνικά.

- Μπααα...

Άνοιξε και έδωσε στη Λουλού τη μπάλα που την είχε φυλαγμένη η τσάντα μέσα της από ώρα.

- Ώπααα ! Χίλια ευχαριστώ ! Να και τα παιδιά ! Γκέ- τεμ ; Άλσελ ; Πώς και μας ξαναβρήκατε ;

Το ρώτησε τελικά και αυτό εύθυμη στη φάτσα μα α-παυδισμένη πλέον η νεραϊδογκουβερνάντα αφού άρπαξε μέσα από το άνοιγμα της τσαντάρας της πρώτα με τα δυο της τα μακρουλόχερα τη μπάλα. Κατά τα άλλα και ’κείνη ίδια με τούτα τα δυο πιτσιρίκια ήτανε. Τάλε κουάλε. Με μια τάση για να κάνει θραύσεις χωρίς δυσκολία. Παντοιο-τρόπως.

- Τί γίνεται ;

΄Εκανε μια ακόμη ερώτηση στους δυο μικρούς ο Ντερτ κάνοντας με τό ’να χέρι νόημα μαζί.

- Μάλλον υπάρχει ισοπαλία ή κάτι τέτοιο.

Τον ενημέρωσε μ’ ένα τόνο αμφιβολίας ο Άλσελ.

- Χαμοφραμπαλία θα έλεγα...

Έδωσε μια αρκετά ασαφή αλλά όχι και εντελώς ανα-κριβή αναφορά η Γκέτεμ.

- Χαμ-Μπαγκ ! Τού ’φαγε του έμπορα μεσ’ το παζάρι ε-κεί κάτω τη γυάλα με το χρυσόψαρο !

Είδε η νεράιδα και κρατήθηκε μη μαλλιοτραβηχτεί , τη βοηθό τη βοϊδοτσαντάρα της μακρύτερα απ’ το όριο το επιτρεπόμενο.

- Εντάξει , την έβγαλε η ομπρέλα.

Είπε ο Άλσελ απαθής. Καθότι ήτανε πια συνηθισμέ-νος σ’ όλα αυτά τα φαινόμενα.

- Τώρα έφαγε την ομπρέλα.

Περιέγραψε με τη σειρά του ο Ντερτ με τούτες τις λέξεις τις τέσσερεις ό,τι έβλεπε.

- Την ομπρέλα ας τη φάει ! Αν τη χωνέψει κιόλας τόσο το καλύτερο !

Αποκρίθηκε η νταντά με παρασκοτισμένο το μυαλό της πλέον. Αμέσως μετά είπε ,

Βαστάω τη μπάλα για να την ξεφορτωθώ ! Ορίστε , ήρ-θανε οι ρημαδογραμμές οι άσπρες. Λοιπόν , πάνω στην τελεία τη στήνω ! Ένα. Δύο ! Έτοιμοι ;

«Νττούούούπ !!!»

Εκτοξεύτηκε απ’ το ποδάρι της η μπάλα μ’ ένα γδού-πο.

«ζζζβζζζκ-χχχ...»

Άρχισε να βγάζει η γιγαντο-οθόνη ψηλά στον αέρα μετέωρη χωρίς κανένα απολύτως στήριγμα ένα θόρυβο. Γεμάτη από παραμορφωμένες γραμμές που εναλλάσσο-νταν με πολύ πυκνούς και ασημί κόκκους. Δηλαδή τίγκα στα παράσιτα στη θέση των κανονικών οπτικών σημά-των.

- Αυτό τό ’χουμε ξανακούσει. Θα χαλάσει ο κόσμος για να πάμε αλλού όμως θα πάμε και ας έρθει ανάποδα !!

Ξεστόμισε πεισματωμένη καλά τώρα η Λουλού.

- Μπόμπινγκς ; Τί ποδάρι είναι τούτο το αριστερό ; Μ’ αυτό δε σουτάρησες ;

Ρώτησε αμέσως ο Μητσάρας.

- Ε ; Θαύμα ! Νά ’χε και πέτρες μέσα να κάνανε κανένα κεφάλι που λέει «φέρε !» να «πάρει» ωραία που θά   ’τανε !!

Απάντησε η γκουβερνάντα στου Δερβισοψηλολελέ-κογλου τα επαινετικά σχόλια για το ποδάρι της.

- Σταθείτε τώρα όμως γιατί κάτι γίνεται ! Ώπα ! Ένας πί-νακας με φωτάκια βγήκε στον ουρανό απότομα ! Κάτι σαν μήνυμα βγήκε στην οθόνη του.

Παρατήρησε ο Άλσελ.

- Διαβάζω μήπως και δε μάθουμε πριν γίνει κομμάτια και καταλυπηθούμε. Να τι γράφει :

«ντιλντιλντιλντιλντιλντιλντιλντιλ !»

Προσφέρθηκε να δώσει μια ακόμη λεπτομέρεια απ’ τη δική της οπτική γωνία η μικρή Γκέτεμ Μπακς για το χαμό τον ξεγυρισμένο που ετοιμαζότανε να γίνει από στιγμή σε στιγμή.

- Τώρα βγάζει σπίθες !!

Συνέχισε την παρατήρηση του φαινομένου της κατα-στροφής ενός φωτεινού πίνακα ανακοινώσεων αιωρούμε-νου στον ουρανό , ο Άλσελ.

- Εγώ τί κάνω νομίζετε ;

Ενημέρωσε τα υπόλοιπα ζαρζαβατικά τα ξέμπαρκα η νεραϊδοπαραμάνα σαν άλλο ένα ακόμη πιο εξωτικό μέσα στον μπαξέ για μπάλες και κουκιά πού ’τυχε να βρίσκο-νται ακόμη. Αγνώστου Ταυτότητας Ιπτάμενες Αγριόβρου-βες με ονόματα όπως Καίτη , Αλέκος , Μήτσος και Λου-λού.

- Ήρθε το περίπτερο πιο ’δω !

Είδε γρήγορα ο Μητσάρας μια ξαφνική αλλαγή στο τοπίο μπροστά του , αφήνοντας μακριά απ’ το βλέμμα του την αστραποχαλασμένη , φωτεινή ποδοσφαιροταμπέλα να ζαλίζει αλλονών τα μάτια στον ουρανό ψηλά.

- Πρόσεχε Γκέτεμ !!! Πίσω σου !!!

Φώναξε ξαφνικά η Λουλού Μπόμπινγκς να αφυπνή-σει τη μικρή Μπακς που κινδύνευε από κάτι.

- Από ’κει ! Στα δεξιά σου ! Πλακώνει και δεύτερο περί-πτερο !

Την ειδοποιεί ο Άλσελ τούτη τη φορά. Ελπίζοντας να δει μια μέρα καλό από ’κείνη , χωρίς λάθος στον τόνο της λέξης «καλό». Κάποια μέρα κοντινή αν γινότανε.

- Μέσα έχουνε άνθρωπο τούτα τα κουβούκλια...

Παρατήρησε ο Μητσάρας ο Δερβισοψηλολελέκο-γλου.

- Χτυπάει το κεφάλι του από απελπισία πάνω στον πά-γκο πού ’χει μπροστά του ο ένας...

Λέει η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου. Η οποία εν συνεχεία ξεφώνησε ,

Ξέφυγε η Μπογοδιφραγκομαζωξοπούλου ! Αμάν πια ! Θα λαχταρήσουμε για τα καλά !

- Λες ο άλλος να μασάει το γείσο που φόραγε ως τώρα στο κούτελό του επειδή θα την έχει την πιτσιρίκα τη Μπακς άχτι που του ξέφυγε ;

Ρώτησε ο Ντερτ ειρωνευόμενος την παραμανονεράι-δα η οποία από την ταραχή της τά ’πε με λάθος διατύπω-ση για του καμιναδοφασουλή του ξερακιανού τ’ αφτιά.

- Γέμισε ο τόπος από άσπρες γραμμές που κάνουνε μα-νούβρες !

Έριξε η νεράιδα μια τριγυριστή ματιά στη γη παρα-τηρώντας μεγαλόφωνα τις αλλαγές.

- Ένας εκεί απέναντι πέρασε στο λαιμό ενός άλλου κάτι βαρύ.

Μισοδιέκρινε ο Δερβισοψηλολελέκογλου.

- Είναι αυτό το πράγμα τώρα ένα κολλιέ ; Μα τί βόιδι γιορντάνι είναι αυτό ;

Συμπλήρωσε η Γκέτεμ.

- Τώρα ήρθε ένας ακόμη και του φόρεσε τρία τέτοια κολλιέ μεγάλα !

Περιέγραψε την υπό εξέλιξη αναστάτωση και ο Αλέ-κος ο Φραγκοδεκατεβαίνογλου , δηλαδή ο Άλσελ.

- Τον έχουνε ντύσει ολόκληρο σαν θησαυρό με περιλαί-μιο από τις βοτσαλοκαδένες και τα τζίντζια για το κακό το μάτι !!!

Σχολίασε ο Δερβισοψηλολελέκογλου όπως τον έβλε-πε να καταντάει τον στολισμένο.

- Βγάζει και ένα κολλιέ απ’ το στόμα του !

- Εγώ βλέπω στον αέρα δυο μπάλες που αλλάζουνε θέ-ση στον αέρα.

Συναγωνίζονταν στην παρατηρητικότητα ο Άλσελ με τη Γκέτεμ.

- Επ ! Ένας τύπος τραβολογάει το τσαντάκι μου !

Ξεφώνησε ξαφνικά η παραμανονεράιδα.

- Ποιό είναι το τσαντάκι ;

Εκπλήσσεται η Γκέτεμ.

- Όρμησε πάνω στη Χαμ-Μπαγκ !

Εξήγησε περί τίνος επρόκειτο η νεράιδα στη Γκέτεμ με μια κατά τα άλλα λογικότατη απάντηση αν διαβάζετε από ’δω και κάτω ανοίγοντας σε μια σελίδα τυχαία.

- Μα που πήγε για να ξεδώσει για ανακούφιση η τσα-ντοτρέλλα η κινούμενη ;

Ξαναρώτησε η Γκέτεμ , ενοχλημένη από τις ξαφνικές τις τσαντοπρωτοβουλίες νεραϊδονταντάδων σε άγνωστο τρελλάδικο που τό ’χανε για πιάτσα άλλοι.

- Τον κέρασε καραμέλες φτυστές.

Παρατήρησε ο Ντερτ χωρίς ίχνος υπερβολής.

- Μήπως τον βρήκε του γούστου της και τον έφτυσε να μη τον ματιάσει ;

Παρέτεινε το πείραγμα το αθώο καθότι έβρισκε την τσάντα τρισχαριτωμένη απ’ την πρώτη κιόλας ματιά η Γκέτεμ. Ειρωνικά το λέμε κάτι τέτοιο ε ; Εννοείται.

- Τυχερός είναι. Εγώ θα μάζευα τις καραμέλες και θα άρχιζα να πηγαίνω κατά το άπειρο ευθεία !

Αποκρίθηκε η νταντά.

- Εγώ πάντως θά ’σερνα και την τσάντα πριν τραβήξω για τη Δύση την Άγρια να κάνω τον καραμελοφάγο τον βοτσαλομπαζωμένο πού ’ναι μαντρί και για τριακόσα α-γριοβούβαλα αμάσητα.

Εξέφρασε και μια γνώμη παραπάνω να βρίσκεται η μικρή Μπογοδιφραγκομαζωξοπούλου.

- Κάτι τύποι με τουρμπάνια και τουμπελέκια μόλις που αρπάνε άλλον έναν ίδιο πού ’χει όμως τη μια μπάλα. Τον βαστάνε χειροπόδαρα και τον τρέχουνε. Ώπα ! Τώρα τρι-κλοποδιαστήκανε και πέσανε όλοι παρέα. Τούτος που κράταγε από πριν τη μπάλα τρέχει μόνος του. Της τράβη-ξε κλωτσά μισοτρέχοντας.

Ακούστηκε φλύαρη η φωνή του Ντερτ που ξαναμπή-κε στην κουβέντα.

- Ναι μα η σέντρα ήρθε τώρα στον τύπο χωρίς αυτός νά ’χει πλέον τη μπάλα.

Παρατήρησε αμέσως ο Άλσελ.

- Όχι ! Έρχεται !

Τον πληροφόρησε καλύτερα η Γκέτεμ όπως κατέφτα-νε και η άλλη η μπάλα.

- Ναι. Την έφαγε στο στομάχι.

Έβγαλε το σωστό συμπέρασμα τελικά ο Άλσελ.

- Τον ξαναπλακώσανε ένα σωρό μπαλοπαλαβιάρηδες.

Είπε η Λούλα Μπόμπινγκς.

- Ζει ρε παιδιά ;

Ρώτησε ο Ντερτ ;

- Θέλουνε οι άλλοι ;

Του απάντησε με ερώτηση η Γκέτεμ.

- Μπίρααα ! Σαμαλιπαστελικόόόκ !

Ακούστηκε κοντά τους μια γνωστή φωνή.

- Ο Γκάβιν ! Ε , Γκάβιν ! Μπίρα !

Τον είδε και του φώναξε για να τον φρενάρει ο  Ντερτ.

- Τι μπίρα ρε ’συ Δερβισοψηλολελέκογλου !

Παραξενεύτηκε η Λουλού.

- Σάμπως θα την αγοράσω ; Να , έχουνε πέσει χάντρες στο γρασίδι. Θα ’κονομηθεί ο Γκάβιν μάνι-μάνι.

Έδωσε μια απάντηση ο Ντερτ. Η οποία ήτανε το ά-κρον άωτον της αναισθησίας και της αλλοφροσύνης.

- Τί θα...

Μόλις που είπε και έμεινε στα μισά της απορίας η νε-ραϊδονταντά.

- Νάτος ! Για Φέρε ! Α , μπράβο ! Ντουζίνα θέλω...’τσά-    κω ’δω !

Έκανε σβέλτα το αλισβερίσι ο Μητσάρας.

- ...’στω πολύύύ !!!

Έκανε και ο Γκάβιν , ο πλανόδιος με τα αναψυκτικά , αργά-αργά απομακρυνόμενος.

-...’γω ρε ! Μπόμπινγκς δώσε βάση ! Πάω για παζάρια ! Αν δε φτουρήσει το κόλπο ρίξε τύφλα στα γρήγορα. Να με σώσεις να μου τα θυμήσεις μετά...’ντάξει ;

Γύρισε και καθώς άνοιγε το βήμα του ο Ντερτ είπε στη Λουλού δείχνοντάς της ταυτόχρονα προς τα που να τον ψάχνει έτσι και αργούσε.

- Τί ; Ντερτ !! Πού ; Στον τουρμπανοσωρό ; Περίμ...δεν ακούει ! Έφυγε για ’κει !

Αντέδρασε η Λουλού ξαφνιασμένη όσο και αναγκα-σμένη να περιμένει τον Ντερτ να ξαναφανεί. Στο μεταξύ θά ’μενε μπαϊλντισμένη ποιός ξέρει για πόσο με του Ντερτ τα ευρηματικά σχέδια.

- Χαλάλι !

Ακούστηκε η φωνή ενός από τους κυνηγούς ετούτους της μπάλας πού ’χανε αφηνιάσει λόγω τεχνικής βλάβης. Κάτι τέτοιο έμοιαζε να λέει όχι ένας μόνο , τουλάχιστον μια ντουζίνα παίχτες. Όλοι με τουρμπάνια στα κεφάλια τους και τουμπελέκια στα χέρια.

- Χαράμι !

Διακρίνανε τα αφτιά των ανήμπορων ν’ ακούσουνε καθαρά εντελώς τις κουβέντες των αλλοδαπών ετούτων παιχτών. Των οποίων η καταγωγή έμοιαζε ανατολίτικη.

- Χαλάλι !

- Χαράμι !

- Χαλάλι !

- Τον τουρμπανιάσανε στις καρπαζιές.

Σχολίασε η Γκέτεμ επί λέξει χωρίς ενθουσιασμό.

- Με μπάλες. Έχουνε τώρα πια και τις δύο. Ποιός λέει «χαλάλι» ; Αυτός που τρώει το ξύλο ή οι άλλοι που δί-νουνε ;

Έκανε μια αναγνωριστική ερώτηση για το σκηνικό του οποίου ήτανε οι κοντινοί θεατές , ο Άλσελ στη συνο-μήλικη τη φίλη του.

- Α , ρε δεν πλακώνονται ! Ο άλλος είναι οκλαδόν και την κρατάει με τα δυο χέρια χαμογελαστός. Με σαρίκι και τούτος κατακέφαλα , ίδιο με των άλλων. Του κάνουνε οι τριγύρω του προσφορά.

Λέει η Γκέτεμ δίνοντας μια κατατοπιστική περιγρα-φή για το στιγμιότυπο της σκαμπρόζικης , φαινομενικά ό-μως μονάχα ριψοκίνδυνης συρροής προσώπων αν και ξαφνικής. Πάνω από έναν ανυπεράσπιστο ξένο επειδή κράταγε τη στρογγυλοπεπόνα για τους κλώτσους. Με την οποία βρέθηκε στα χέρια απολύτως τυχαία. Άλλωστε η τύχη μόλις που χαιρέταγε τον ανυποψίαστο αλλά ξαφνικά και αγκαλιά με τη μπάλα τύπο.

- Να και ο Ντερτ ! Τους κερνάει όλους μπίρες. Πήρε τη μπάλα ! Έρχεται !

Ζωντάνεψε η Λούλα Μπόμπινγκς καθώς το ενδιαφέ-ρον της ξανακεντρίστηκε. Οπότε βρήκε αφορμή για να ξαναμιλήσει φουλ από εκνευρισμό. Όμως δεν πρόλαβε να πει «έρχεται !» διότι ο Ντερτ μπλοκαρίστηκε.

- Ωχ ! Βρήκε το διαιτητή ! Την πιο ακατάλληλη στιγμή βρήκε και ο Ντερτ να πάει να πέσει απάνω του.

Σχολίασε ο Άλσελ τη συνέχεια του συμβάντος.

- Τον είδανε οι τύποι με τα σαρίκια και τα τουμπελέκια. Τριβελίζουνε τον Ντερτ μαζί με το διαιτητή τώρα.

Περιέγραψε την επόμενη σκηνή της δράσης η Γκέ-τεμ.

- Ένας έβγαλε κολοκυθοκλεψύδρες.

Είπε ο Άλσελ.

- Ήρθε ένας γέρος με φίδι σε καλάθι και τους παίζει μουσική με μια φλογέρα...

Ξαναμίλησε η Λούλα Μπόμπινγκς πιο ’κει πεντέξι βήματα.

- Εκατό τα σέσκουλα !!! Ε , ρε τι έχω !!!

- Ψάρια !!!

Ήρθανε εντελώς ξαφνικά πίσω και παραπλεύρως της νταντάς χωρίς νά ’χει κλείσει ραντεβού για τη συνάντηση μαζί τους δυο άλλοι πλανόδιοι έμποροι , φρέσκοι στη μνήμη όλων των ξεβρασμένων. Όχι μόνο των τριών συ-μπορευόντων της αλλά και της ίδιας της νεραϊδούλας που συμπτωματικώς ήτανε τεφαρίκι κιόλας , μελανούρι ολόρ-θο , για να μην πω παρά λίγο δίποδο καλαμάρι με το παλ-τό από πάνω σαν αβγολέμονο ,

- Τί ’ναι τούτοι ;

Έκανε η Λουλού πράγματι όμως σαστισμένη όπως τη λαχταρήσανε πισώπλατα ξαφνικά οι δυο πραματευτάδες των ιχθυομαναβικών επιχειρήσεων των περιπλανώμενων.

- Α , είπα και ’γω...

Είπε τότε η Γκέτεμ αμέσως μόλις τους είδε.

- Τί ’ναι αυτά που λένε ;

Ρώτησε ο Αλέκος Φραγκοδεκατεβαίνογλου τη φίλη του την πολυμαθέστατη.

- Φρέσκα παλαμηδόψαρα και τζάμπα νεραντζούλια !!! Αυτοί είναι Έλληνες. Κανείς δεν τα καταλαβαίνει όμως τα ελληνικά πουθενά.

Τού ’πε η Καιτούλα η Μπογοδιφραγκομαξωξοπού-λου.

- Εσύ πως ξέρεις τι λένε ;

Τη ρώτησε ο Αλέκος Φραγκοδεκατεβαίνογλου.

- Ό,τι βλέπω σου λέω. Λέξη δε βγάζω απ’ όσα φωνάζου-νε. Μαθαίνονται νομίζεις τα ελληνικά ;

Απάντησε η Καίτη κατευθείαν για μην τρώγεται ο Α-λέκος από την περιέργεια.

- Πλακώσανε κάτι ψηλέες με μαλλιαρά φέσια και μπό-τες από αφράτες γούνες. Βαστάνε χορδές σε τάβλες.

Περιέγραψε ο Αλέκος την τελευταία συνάθροιση από κακιάς ώρας αλλόκοσμους αθλητές της μπάλας.

- Ναι. Κρατάνε αυτά τα μικρά σαντούρια όπως και ’κεί-νος ο μικρόσωμος ο ξανθογένης που είδαμε μόλις γέμισε από κόσμο το κλωτσομπαλολείβαδο δαύτο. Βόρειοι φαί-νονται και τούτοι ’δω.

Είπε η Καιτούλα του φίλου της του απληροφόρητου για να μαθαίνει.

- Κάτι κάνει «μπλινγκ !» και «τζινγκ !»...Μπα , τούτα τα σαματατζούρια τους είναι...

Μονολόγησε ο Αλέκος αμέσως μετά νιώθοντας ζαλά-δα από όλα τούτα τα γεγονότα.

- ’Να μαι ! ’Δω ’μαι !

Ακούστηκε κοντά τους μια φωνή.

- Ο Μπλινγκεντζίνγκλ !

Ο Αλέκος τρομάζοντας λες και είδε μπαμπούλα απ’ τη φωνή που μίλησε πολύ απότομα δίπλα του μόλις που αναγνώρισε τον τύπο που τον πλησίασε. Οπότε στο τσακ συγκρατήθηκε και δεν χοροπήδησε μόλις ένιωσε και τη χερούκλα του Γαβρήλη στον ώμο του.

Η Καίτη που μέσα σ’ αυτή τη φασαρία δεν είχε και το νου της παντού δεν πρόλαβε να συντονιστεί με του Αλέ-κου τις αισθήσεις. Επειδή δεν βρισκότανε και ακριβώς δί-πλα του δεν κατάλαβε καθόλου του φίλου της την όλη α-ντίδραση παρεξηγώντας τον. Έτσι μια και γύρω της γινό-τανε που γινότανε χαλασμός αδιαφόρησε για ό,τι και αν ανησυχούσε τον Αλέκο και ανέφερε τι «έπιανε» στη δική της πλευρά του πανηγυριού τελικά.

- Εγώ σαντούρια ακούω. Μαζί με τουμπελέκια και ντέ-φια κουδουνιστά. Μήπως χάσαμε το μυαλό μας και παρα-κούμε ;

Απάντησε δηλαδή η Καίτη που δεν είχε πάρει ντιπ χαμπάρι τον Γκιλ τον Μπλινγκεντζίνγκλ.

- Δε λειτουργεί φυσιολογικά το παραμικρό όντως.

Αναστέναξε η Λούλα Μπόμπινγκς.

Φωνάζει ο Δερβισοψηλολελέκογλου !

Ειδοποίησε την υπόλοιπη ομήγυρη τη δική της η νε-ραϊδοπαραμάνα αμέσως μετά.

- Μα πού είναι ;

Απόρησε ο Αλέκος.

- Νάτος ρε !

Τού ’δειξε η Καίτη. Εκνευρισμένη απ’ όλα τα ψαξί-ματα , τα χασίματα , τα τρεξίματα , τα αστραποντυσίμα-τα , τα σκασίματα , τα τριξίματα μόλις άντεχε τώρα και τούτα τα μπλεξίματα με τα δειξίματα συγκρατώντας μά-λιστα πεντέξι πολύ εύκαιρα βρισίματα. Επίσης έχοντας διαρκώς και μια απόσταση οπτικοακουστικής ακαταστα-σίας τέσσερα βήματα με ένα Μήτσο και μια Λουλού ανά-μεσα σ’ αυτήν και τον φίλο της όση ώρα έδειχνε.

- Πούντος ρε παιδιά ;

Ρώτησε η νεραϊδοπαραμάνα εκνευρισμένη , έχοντας «πιάσει» μόνο τον ήχο της φωνής του Μητσάρα.

- Αααα !!! Να !!! Εκεί !!! Ουφ !!!

Ξανασημάδεψε η Γκέτεμ με το δάχτυλο της ζωηρά κατά το μέρος όπου φαινότανε νά ’χει μπλοκαριστεί ο Ντερτ λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης από αρβυλά-τους και αλέως χοντροπαπουτσάτους τριγύρω του παίχτες γουνοντυμένους γερά.

- Μαντάμ , κάνει καθόλου ’δω να πούμε να πω ’γω ;

Μπήκε στη μέση σφηνώνοντας ανάμεσα στη Λούλα και την τσανταράκλα της ο Μπιχλιμπιδοκουδουνοτσεπο-τσουμπλέκης ο Γαβρήλης μιλώντας χωρίς ανάσες.

- Τώρα ! Θα σου πω αμέσως ! Χαμ-Μπαγκ !!! Φάε !!! Χαμ-Μπαγκ !!!

Έβαλε τις φωνές δείχνοντας κατά τον Γαβρήλη η νε-ραϊδογκουβερνάντα που είχε χάσει την υπομονή της από τούτο το πανδαιμόνιο.

- Να ντε ο τζες πού ’ναι για ! Μέσα πέρα κάτω δα , ε ! Δε ! Να που ! ’Κει !

Κάνει όμως ο Γαβρήλης χωρίς να πετάει βλέφαρο.

- Ναι !

Του λέει η νταντά για να ξεμπερδεύει. Καθώς έψαχνε ακόμη όμως με κόπο για να εντοπίσει τον Δερβισοψηλο-λελέκογλου παρ’ όλες τις εφεδρικές οδηγίες. Ενώ τον α-κροβολίζανε με τα δάχτυλα κάνοντας τη σχετική βαβούρα με απανωτά «Να ! Εκεί !» οι πρόθυμοι να τη βοηθήσουνε οι υπόλοιποι. Μπας και ξεμπερδέψουνε γρηγορότερα από αυτή τη χλαπαταγή.

- Τι συννενόηση ! Ρε , τί κάνει εκεί κάτω που πήγε και ξεμπαρκάρησε μόνη της τελείως η τσανταράκλα ;

Ακούστηκε η έκπληκτη φωνή της Μπογοδιφραγκο-μαζωξοπούλου της Καίτης , δηλαδή της Γκέτεμ Μπακς ξαφνικά.

- Έβγαλε μαντήλι και άπλωσε συμπράγκαλα για παζάρι και τα πουλάει ; Έβγαλε και τέντα. Τώρα μόλις στήνεται ! Α !   Μα , τι...ρε ’σεις η ομπρέλα κάνει την τέντα ! Η τσά-ντα που την είχε καταπιεί την ξανάβγαλε !

Είπε ο Άλσελ ζωηρά με έκπληξη στη φωνή.

- Της πάνε οι διάφοροι παίχτες για απόσυρση τα μαρα-φέτια που κρατάνε. Οι μπάλες δεν εντοπίζονται. Όποιοι απ’ όλους βρούνε μπάλα πρώτοι μετά τρώνε χαρούπι ενά-μιση τόνο. Απ’ τους άλλους που δεν έχουνε βρει ακόμη μπάλα αλλά βρίσκουνε πρώτοι εκείνους που έχουνε βρει μπάλα πρώτοι...

Κατατοπίζει πρώτα τον εαυτό της η Γκέτεμ και μετά όποιον άλλο την ακούει. Για να καταλάβει αν τα καταφέ-ρει τελικά και από μια τέτοια περιγραφή απλή όσο καμιά άλλη. Σε περίπτωση που νιώθει να χάνει το πιο ουσιώδες της υποθέσεως. Διότι αν υπήρχε κάτι το αξιοπρόσεχτο για τη ματιά της Καιτούλας της Μπακς ε , τη στιγμή εκείνη μονάχα το τσαντονταραβέρι των μαραφετιώνε ήτανε. Η Γκέτεμ είχε κάθε λόγο να ελπίζει πως επιτέλους το σπορ ονόματι «Πούλα Μπάλα» είχε λήξει.

- Ε ! Μ !!!

Ακούστηκε τότε από ένα στόμα κάπου πιο ’κει απ’ τη Λούλα Μπόμπινγκς. Μια άγρια φωνάρα , βραχνή και ά-ναρθρη.

- Όξω !!! Τρόμαξα !!! Τί ’ναι τούτος ;

Αναπήδησε απ’ τη θέση που στεκότανε μόλις γύρισε το κεφάλι της για να δει τι συμβαίνει πίσω της πάλι η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου η Λούλα.

- Μ !!!

Της κροτάλησε κάτι σειρές από κοχύλια ενώ μουγκά-νιζε ένας φρέσκος στο μέρος τύπος. Κραδαίνοντας ταυτό-χρονα και μια μαγκούρα σκαλιστή , εβένινη. Με πρόσωπο τραχύ αλλά εκφραστικώς παρεξηγημένο επειδή ο άγνω-στος ετούτος οδοντόδειχνε παραπάνω. Από φυσικού του. Κατά τα άλλα καλός ήτανε ο άνθρωπος. Διότι αν δεν ήτα-νε θα τους έτρωγε έναν-έναν αθόρυβα και ’γω θα ξεμπέρ-δευα ωραία και ήσυχα μια χαρά.

- Ωχ ! Ένας μάγος !

Αντέδρασε η Γκέτεμ. Με μια ετοιμότητα απόδρασης κρυφή να κρατιέται με το ζόρι στην ίδια θέση ακόμη.

- Είναι σαμάνος. Θέλει να βοηθήσει.

Προλαβαίνει τυχόν αντιδράσεις απελπισίας η νεραϊ-δογκουβερνάντα διευκρινίζοντας κατευθείαν.

- Εγώ λέω να...

Πήγε να συμπληρώσει μα δεν πρόλαβε.

- Ε !!!

Ξανάβγαλε ο μαυριδερός ξένος μια φωνή.

- Μάλλον έχει μαντέψει τη συμφορά μας με τηλεπαθη-τική σκέψη. Θέλει να ενώσουμε τα ξόρκια μας.

Συμπλήρωσε τις καθησυχαστικές εξηγήσεις για το λεκτικό ύφος των όλων εκφράσεων του σκουρόδερμου μα εξ όψεως μόνο αγριωπού συναδέλφου της η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου.

- Προσοχή !! Ο φωτεινός πίνακας ! Τα κεφάλια σας ! Δι-αλύεται ! Είναι στον αέρα ! Σκύψτε ! Πού ’ναι οι μικροί ; Δερβισοψηλολελέκογλου !!!

Έγινε άλλος άνθρωπος καθώς τώρα το καπέλο της την κοπάναγε με έντονα άλματα πάνω στο κεφάλι της για να δει εγκαίρως τι τρέχει η νεραϊδονταντά.

- Εδώ !

- Εδώ !

Φροντίσανε να δώσουνε το στίγμα τους ενώ αποφεύ-γανε τυχόν κατακεφαλιάσματα ουρανοκατέβατα οι δυο μικροί.

- Τί κάνει ρε ο Μήτσος ! Τράκα τσιγάρο απ’ το διαι-τητή !

Είπε η Λουλού χωρίς να πιστεύει στα μάτια της για ό,τι αντικρίζανε την επόμενη στιγμή. Καθώς τρέχοντας έ-τυχε να πλησιάζει και τούτη η νεραϊδούλα η σπαγγετοδί-ποδη προς εκείνο το σημείο που βρισκότανε ο καλός φί-λος της ο καπνοδοχοαποφρακτήρας. Ο οποίος αν και μο-σχοπλυντηριοπλυμένος από καδροφουντάρισμα νωρίτερο ξαναβγήκε ασπροπρόσωπος μόλις πριν λίγο παρότι ανα-πόφευκτα για τούτο τον απλό λόγο από την ίδια του την παλιόφιλη ανάποδα φασκελωμένος. Ο οποίος έβαζε τώρα ένα τσιγάρο πίσω απ’ τ’ αφτί. Όμως του πέσανε απ’ τις μασχάλες οι δυο μπάλες. Κατευθείαν τότε η νεραϊδοντα-ντά συνέχισε να μονολογεί.

...Του φέρνουνε τις δυο μπάλες οι μικροί που φύγανε κατά ’κει σαν βολίδες για να γλιτώσουνε απ’ τη φωτεινή την ταμπέλα που αεροψηνότανε. Ουφ ! Τις πήρε και τις βαστάει παραμάσχαλα πάλι. Χα ! Μόλις που πρόλαβε να τις ξανατσακώσει επ’ αυτοφώρω ! Του χώσανε δυο κολο-κύθες στις μασχάλες κάτι ψημμένοι του παιχνιδιού , εξω-τικής χώρας πάντως που τις εξαφανήσανε. Ψσσσσς ! Για δες πόσο πιο πέρα τρέξανε κιόλας. Να , τις ξαναμοστρά-ρουνε. Ωπ ! Τις κλωτσάνε τζάμπα. Ο ρέφερης κλωτσάει τα κολοκύθια. Α , ρε Δερβισοψηλολελέκογλου ! Σπίρτο είσαι αδερφέ μου ! Οι τυχεροί που τις ξετρυπώσανε τις παίζουνε με πάσες , κλωτσώντας και τις δύο τις μπάλες. Σε πλήθη που χωρίζονται. Απομακρύνονται αντίθετα. Μέ-χρι και οι γραμμές στο γήπεδο κολλήσανε !! Είναι ένα ε-λαφρώς λευκοπράσινο καρό το απέραντο γρασίδι όλο. Ο τερματοφύλακας ο ένας τρώει κουκιά και ο άλλος έχει βαλθεί να κάνει σανίδια το κιόσκι του.

- Ε !!! Μ !!!

Βγήκε όμως σαν εφιάλτης στον ξύπνιο της παλτα-δουροντέρεκης της νεραϊδούλας μια φωνή απ’ τ’ αριστερά της στο αχανές το γήπεδο που κόντευε να ερημώσει. Τρο-μάζοντάς τη πάλι. Μια κοτζάμ Λούλα Μπουμπουνηταρι-δοσυννεφίδου που είχε ωστόσο μαζεμένα νεύρα ουκ ολί-γα. Σαλτάρησε ολόκληρη στον αέρα πισωπατώντας σαν νά ’χε φωτιά το χορτάρι που πατούσε.

- Ούούούστ !!! Πού βρέθηκε ρε όλος τούτος ο χο-ρός ο μασκέ ; Όλοι τους ήρθανε με το θυμό τον κόντρα-πλακέ καταμούτσουνα. Ε !...Άκου ’δω κύριος ! Κοίτα ! Άστηνε τη φουκαριάρα την κλώσσα που την κρέμασες και ανάποδα ! Αλλουνού είναι ! Την έχασε φεύγοντας ! Να δεις που θα ξέρει και πρόσθεση ! Εε !! Δε μ’ ακούει ; Δε σφάξανε ακόμη όμως ! Στικ Σπόόόόότ !!!

Αντέδρασε λέγοντας η Λούλα μπροστά στο απροσδό-κητο γεγονός που την κοψοχόλιασε αρχικώς αλλά την έ-κανε να τσαντιστεί σε χρόνο μηδέν χωρίς να το περιμένει. Ρίχνοντας και την αργοπορημένη από πολλή ώρα χερου-κλοβολή τη στραγαλοχάλαζη. Εκείνη τη μούτζα τη μαγι-κή που αλλοιθώριζε τη φάτσα όποιου την έτρωγε.

- Λελέκω Με Μπάλα Νου Μάπα ! Ούτε Μπαγιόκο ! Να Πάει Σαφάρι ! Τρεχάλα Λιοντάρι Ροντάρει Λουλούκα Οκέι  !!

Είπε κατευθείαν όμως και ο αρχισαμάνος κατατρε-μουλιάζοντας σαν ξεχαρβαλωμένος σιδηρόδρομος. Μαζί μ’ αυτόν και άλλοι τρεις βοηθοί κάνανε ο καθένας βουβός εντελώς το δικό του θόρυβο χοροπηδώντας και κροταλί-ζοντας ολόκληροι από τα χαϊμαλιά που φοράγανε στο λαι-μό και απ’ τις κουδουνίστρες τις κολοκύθινες που βαστά-γανε σε κάθε τους χέρι. Με διδακτορικό και αυτοί οπωσ-δήποτε. Από τη βαβούρα που κάνανε μπορεί να φέρνανε ξαφνικά μέχρι κλωσσόμπορα. Κάνοντας όλοι και όλοι τέσσερεις ό,τι όλες μαζί οι κερκίδες θεατών ενός γηπέδου που σημαδεύουνε το ρέφερη για το λάθος σφύριγμα «φάουλ».

- Τα λες και ωραία ! Γλίτωσε η κότα όμως. Άντε ! Πες και στους λεβέντες πού ’φερες παρεούλα να καλμάρουνε. Φτάνει !

Ίσα που πρόλαβε να πει η νεραϊδούλα στον αρχισα-μάνο.

«Μπάάάάάμ!!!»

Ακούστηκε τότε μια εκκωφαντική έκρηξη. Η οποία σκέπασε μ’ ένα πηχτό μαύρο σύννεφο καπνού τα πάντα και χαθήκανε οι πάντες απ’ το προσκήνιο.

Αργούνε να διαλυθούνε συνήθως αυτά. Τις τυπικές διατυπώσεις πλέον τις ξέρετε. Ναι. Θα δούμε αν έχει μεί-νει τίποτα στο επόμενο το κεφάλαιο. Αλλιώς δε γίνεται.  Ε , καθότι πυρομαντικώς πρέπει να βρούμε ιεροδιάκονο με χορτόφουστα. Επομένως διάλειμμα για να τσεκάρετε αν έχει λήξει και ο πυροσβεστήρας χρειάζεται εδώ διότι όποιος ανακατεύεται σε τέ-τοιες μπαταριές είναι-δεν είναι του συναφιού ξυπνάει κοράκι. Κούφια η ώρα βεβαίως αλ-λά έτσι και σε βρει τέτοιο κακό που να σε δει μετά κανείς για σου πει και «γείτσες !». Όπως σας βλέπω και με βλέ-πετε που λένε. Μόνο που εδώ εννοείται το ανάποδο. Διότι ούτε ’σεις με βλέπετε ούτε ’γω εσάς. Όπως ήρθανε ως ε-δώ τα πράγματα κανείς δε βλέπει ακόμη κανένανε. Μας έφαγε το μπλακ-άουτ το σαμανένιο. Γι’ αυτό και η συνέ-χεια προβλέπεται ολίγον σκοτεινή...

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH