Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 2

2. Όνομα Και Πράγμα.

Μέσα σ’ ένα παλτό που βρέθηκε να φοράει μετά από όλα τούτα τα δοκιμαστικά ξόρκια , της φαινότανε σαν νά ’χε σφηνώσει σε μαριδοχωνί φτιαγμένο από ρολό γκρίζου στρατσόχαρτου καμιάς ντελιπανταποθήκης ή τέλος πά-ντων , κάποιου φρικτού μπακαλικατέσεν. Με ένα από ’κείνα τα «Στικ Σποτ!» έτσι είχε αλλάξει η Λουλού μορφή σε νεράιδα. Έχοντας το στιλ και την όψη μιας πανύψη-λης , φιογκοσούλουπης σαν διπλόκουπο κοντάρι για ινδι-άνικη πιρόγα , παράταιρα ντυμένης για την όλη καινούρ-για σωματική κατασκευή της , κοπέλα. Με μια γκρίζα γκαμπαρντίνα που ήτανε καλά κουμπωμένη πάνω της. Σφιχτοζωσμένη επιπλέον σαν αμπαλάζ αποσκευών σε α-εροδρόμιο. Παρ’ όλα αυτά ένιωσε πως κάτι τέτοιο ήτανε ό,τι χρειαζότανε για τη βροχή. Η οποία μάλλον θά ’πεφτε τουλούμι πολύ σύντομα.
Για νά ’ναι σίγουρη για τα κέφια που θά ’χε ο καιρός αργότερα , μ’ ένα «Στικ Σποτ !» που τό ’ριξε χτυπώντας παλαμάκια πάνω απ’ το κεφάλι της , βρέθηκε και με κα-πέλο. Ένα γκρι καρό ανοιχτό και πλατύγυρο. Οπότε είχε πια το ύφος μιας σταρ του σινεμά η Λουλού. Όπως εκεί-νες που ξεμυτίζουνε για να κάνουνε σεφτέ πρωί-πρωί σε ιδιωτικό γραφείο ερευνών για να ξετρυπώσει όποιος προ-λάβει το μαύρο τους τον αρκουδόγατο. Ο οποίος είναι κα-ταγούρικος μόνο για ’κείνες ενώ όσοι άγνωστοι βρεθούνε κοντά του ανοίγει η γη και τους τρώει η μαρμάγκα.
Έγινε λοιπόν η Λουλούκα σαν μυστικός πράκτορας που βγήκε περίπατο με τα ρούχα της δουλειάς φανερά. Ξαφνικά όπως βάδιζε στο πράσινο μέσα στο άλσος ακό-μη , μια απρόσμενη πνοή αέρα δυνατού ήρθε να την προσπεράσει αφού πρώτα έπεσε πάνω της. Έτσι ακινητο-ποιήθηκε σκύβοντας το κεφάλι ελαφρά και προστατεύο-ντας το πρόσωπό της με το γείσο του καπέλου. Το οποίο μόλις είχε κάνει «κου-κου !» στο κεφάλι της με το τελευ-ταίο ξόρκι.
- Για κεφαλοτύρι , λαδοτύρι , φορμαέλα !!!
Η ομπρελάρα μ’ ένα ζωηρό , ζαρκαδάτο σάλτο μπή-γοντας τη μύτη στο έδαφος ταρακουνήθηκε δεξιά-αριστε-ρά δυο δρασκελιές μακριά απ’ τη νεραϊδούλα. Με την ί-δια μπάσα και βραχνή φωνή βετεράνου ποδοσφαιριστή που θά ’λεγες πως προπονούσε κανένα μάτσο από άσχε-τους με το άθλημα παίκτες καθώς έτρεχε τώρα γκαρίζο-ντας. Μπας και του βγούνε πρωταθλητές πριν απ’ το βρά-δι χωρίς να σέρνονται τρία λεπτά αργότερα. Με τις γλώσ-σες κρεμαστές σαν τις ξυραφολουρίδες του κουρέα της ο-μάδας τους. Έτσι ξεφύτρωσε σαν αστραπή απ’ το πουθε-νά , σαν να φώναζε ποδοσφαιρικές τακτικές επίθεσης αντί για ποικιλίες σκληρών τυριών που συνοδεύουνε το φαγη-τό τριμμένα η ενθουσιώδης τούτη ομπρέλα.
Η οποία , όπως διαπίστωσε γρήγορα η Λουλούκα με μια ματιά , είχε φορέσει σαν να τό ’χε αγελαδοκούδουνο περασμένο σε λαιμοδέτη , αγελαδοτροκάνα δηλαδή για να δείχνει ομορφότερη , τον τυροτρίφτη και τον φορούσε κρεμαστό από το γαντζοχέρουλο. Το οποίο είχε γίνει ό-πως οι σωληνώσεις σε λεβητοστάσιο. Θυμίζοντας μεν ένα παρά λίγο πι , όμως όλο μια λαβή ήτανε κανονικά. Δηλα-δή πιο πολύ λαβή για τέντες θύμιζε , παρά λαβή για ο-μπρέλα.
- Τυρί για δοκιμή , δώσανε ;
Είπε η Λουλού μόλις βρήκε τον έλεγχο των αισθήσε-ων απολύτως και πήρε απότομα χαμπάρι τι συνέβαινε μπροστά της.
- Λαμαρινοβιδάκλα της βροχής θά ’χουμε το απογευμα-τάκι αν δεν είσαι βιαστική κυρά ! Δεν πιστεύω ν’ άργη- σα ; Πετάξου μού ’πες μια στιγμή καί ’γινε !
Η ομπρέλα κατευθείαν εξηγήθηκε με κάθε λεπτομέ-ρεια για την παραμικρή δυσκολία διεκπεραίωσης ολόκλη-ρης της υποτιθέμενης παραγγελίας. Όπως είχε καταντήσει η μέχρι εκεί συνεννόηση κάθε φορά που τούτο το φου-στανοστραβοδόκαρο ανακατευότανε στις οδηγίες της Λουλούς.
«Ακόμη δεν ξύπνησε το γαντζομπρελοντιζόπανο άρ-χισε να μας δουλεύει ψιλό γαζί !».
Μουρμούρησε μέσα απ’ τα δόντια η νεράιδα.
«Ρε , λες απ’ τις τσίκλες με το ξόρκι , σαν αυτό που πρωτόφαγε τούτη η στραβοδοκαροσακκούλα η μυστήρια νά ’ρθε η ώρα για να μας αρχίσουνε μέχρι και τα τσιμπη-δάκια στην καζούρα ; Νά ’χουμε το νου μας ! Κατάλα-βες ; Να πάει για φούντο της είπα διακριτικά και τούτη μου ξανάρθε την επόμενη στιγμή με χαμηλή πτήση. Αυτό κατάλαβε όλο και όλο από τ’ όνομα που τη στόλισα. Α-τσίδα μου βγήκε ! Για δες το βροχοκατσάβιδο !».
Αμέσως μετά τη συγκρατημένη πρώτη αυτή αντίδρα-ση εκνευρισμού χωρίς να σαστίσει η Λουλούκα απάντησε τελικά ξεσπώντας κανονικά στην ομπρελαράκλα δαύτη τη ζωντανεμένη παραπάνω απ’ το κανονικό ,
- Όνομα σου τό ’δωσα ρε βληταρότεντα , φύκι δεμένο φιόγκο που ναυάγησες στο λόφο από ’δω μη σε χάσει τούτος ο κήπος !
Είπε έτσι η Λουλού στην ομπρέλα , σκασμένη απ’ την παραπανήσια υπομονή που έκανε με χίλια ζόρια.
- Α !
Έκανε η ομπρελάρα που σχεδόν αντιλήφθηκε το κα-τσάδιασμα σαν μια επόμενη προς εκτέλεση παραγγελία περιμένοντας για άλλο ένα προθυμότατο πηγαινέλα.
- Κατάλαβες ;
Τη ρώτησε η Λουλούκα αμέσως για νά ’ναι σίγουρη για το αντίθετο.
- Για ξαναπέστα μία…
Η ξεβρασμένη τερατάγκυρα της στεριάς η μπανελο-πανοψαροφαγωμένη βεβαίωσε χωρίς καμιά καθυστέρηση γι’ αυτές τις αμφιβολίες τη Λουλού.
- Ο ζωολογικός κήπος κάπου εδώ γύρω πέφτει ! Μεσ’ το άλσος ! Για πετάξου μια στιγμή !
Απάντησε στην ομπρέλα τότε και η νεραϊδούλα αμέ-σως. Αδιαφορώντας για την όποια δυσκολία στη μεταξύ τους συννενόηση.
- Μαϊμούδι να σου βρω κυρά ;
Δυσκόλευε στο μεταξύ η ομπρελάρα τη συνεννόηση αυτή και άλλο. Έχοντας σε κάτι τέτοιο όντως την ειδικό-τητα.
- Λοιπόν για να μην κατασκηνώσουμε εδώ ! Τ’ όνομα που έχεις από ’δω και πέρα είναι…
Ξαναπροσπάθησε η Λουλού να γίνει κατανοητή στα γρήγορα αποφασίζοντας να δώσει τις οδηγίες σε τούτη τη στραπατσοτζιτζιφιογκόψηλη ομπρέλα αργά και καθαρά.
- Ναι…
Συμφώνησε το τσαταλιασμένο και ενοχλητικό τούτο νεραϊδοσύνεργο με τον γνωστό υπερβάλλοντα ζήλο του στο τσακ να εκδηλωθεί καθότι δεν υπέφερε την ακινησία όντας λάτρης του καθήκοντος.
- Για Πετάξου…
Πρόσθεσε η Λουλούκα μόνο δυο λέξεις.
- Να βρω μαϊμούδι…
Πρόσθεσε και η ομπρέλα τρεις δικές της μια και νό-μιζε πως μάντευε την άσκηση στην πρόσθεση.
- …ε , μη βιάζεσαι…
Εγκατέλειψε και η Λουλού το «μαθαίνω πρόσθεση με κουβέντες» και άφησε την ομπρέλα να πράξει όπως νόμιζε χωρίς να της φέρει αντιρρήσεις.
- Έφυγα !
Είπε και τούτη τη φορά η ομπρελαράκλα υπάκουη που ξαναχάθηκε με ό,τι και αν πρόλαβε και κατάλαβε πως θά ’θελε από την αφεντικίνα της να γίνει. Έπειτα από ’κείνη την ομπρελοκαταδική της ιδέα για την οποία ανυ-πομονούσε να έρθει η έγκριση στο μεταξύ τάκα-τάκα για να μην καθυστερεί.
- Πρέπει να κάνω υπομονή. Όπου νά ’ναι…
Άρχισε να παραμιλάει η νεράιδα φτάνοντας όμως στα μισά της σκέψης της όταν ακούστηκε απότομα από αλλού ,
-…Μαϊμούδι τους τελείωσε !!!
Αστραπιαία ο μαρκουτσοπανόγαλος με τις μπανελο-φτερούγες τις τρύπιες επέστρεψε δίνοντας και αναφορά ξελαρυγγιαστά προφορική όπως βρισκότανε ακόμη εν κι-νήσει.
-…θά ’ναι ’δω. Νάτη ! Να σου πω κάτι !
Ολοκλήρωνε τη σκέψη της παράλληλα και η Λου-λούκα προβλέποντας τη στιγμιαία τούτη εξέλιξη. Αν και ακόμη αποφασισμένη να καταφέρει να στρώσει τελικά τούτο το πάρα , μα πάρα πολύ εκτάκτου ανάγκης πάντα και αχρείαστο νά ’τανε , αξεσουάρ.
- ’Μάστα !
Έκανε η ομπρέλα καθ’ όλα υπάκουη.
- Τ’ όνομα που έχεις !
Είπε η Λουλού.
- Ε !
Είπε και η ομπρέλα.
- Άκου να μάθεις ποιο είναι.
Συνέχισε η Λουλού.
- ’Κούω !
Συνέχισε και η ομπρέλα.
- Για Πετάξου…
Η νεράιδα επανήλθε τότε σε ’κείνο το λεπτοτάτου χειρισμού σημείο της όλης συνεννόησης όταν δίστασε να προφέρει άλλες λέξεις. Οπότε ξαφνικά πλησίασε το κο-νταροπανόδραμα πού ’χε ξανασφηνωθεί στο έδαφος δυο βήματα απέναντί της. Διότι αν δεν το έκανε να ακούσει πως το λένε επιτέλους θα υπήρχε πρόβλημα στην όλη εκ-παίδευση τούτου του εξαρτήματος. Το οποίο αν και ο-μπρέλα παραλίας είχε λαβή για βροχοπεριπέτειες περιπά-του. Μοιάζοντας σαν νά ’χε ξεφύγει μέσα απ’ τα σαγόνια αλιγάτορα όπως θα την παρέσυρε ανεμοστρόβιλος από τίποτε βάλτους του Μισισιπή για να βρεθεί τελικά στο άλσος τούτο.
Η Λουλούκα λοιπόν τη γράπωσε και με τα δυο χέρια και την ξεσφήνωσε από το έδαφος.
- Μπα ! Τίποτα που είπα μήπως ; Αργήσαμε να βρεθού-με πιο νωρίς κατά ’κει όπου θά ’πρεπε ήδη νά ’μαστε ; Ε ;
Αναρωτήθηκε η ομπρελάρα για ό,τι συνέβαινε στη συνέχεια. Η Λουλούκα αμίλητη την πήγε φουριόζικα βα-δίζοντας να την κολλήσει όρθια πάνω στον πρώτο κορμό δέντρου που είδε.
- Στικ Σποτ !!!
Είπε φωναχτά ενώ μάτιαζε το ζωνάρι του παλτού της πιάνοντας τον κόμπο του ταυτόχρονα με τό ’να χέρι. Το ξόρκι εξαπλώθηκε σ’ όλο το παλτό της. Φουσκώσανε οι γιακάδες της γκαμπαρντίνας σαν μαξιλαράκια του καναπέ και ζωντανέψανε κάτι φρέσκιες στα ποδάρια της γόβες. Με τακούνια σαν ματσόλες , ξυλόσφυρα φαρδιά και με σόλες για ορειβάτες. Το παλτοζωνάρι χωρίς αγκράφα , μια γκρίζα λωρίδα μακριά , πάνινη βρέθηκε λυμένο εντε-λώς ξαφνικά στο χέρι της. Το κράτησε λοιπόν για λίγο απ ’την άκρη καθώς το ίδιο από μόνο του χάρη στο ξόρκι σαλαμόδενε αστραπιαία πάνω στον κορμό του δέντρου την ομπρέλα. Φέρνοντας βόλτες το δέντρο για να δέσει όσο πιο γερά μπορεί να φανταστεί κανείς , σαν μια κορδέ-λα πού ’χε κάπου δεκαεφτά χιλιόμετρα μήκος , τη σιδηρο-δρομόραμπα τη στραβομπανελόπανη που βρήκε η νεραϊ-δούλα. Το νεραϊδοζωνάρι στροβίλησε έτσι για δυο στιγ-μές. Ο μπάρμπας μου ο ζωναράς σαράντα ζώνες ζώνεται και απ’ όξω την παλιά του που λέει και το αίνιγμα για το κρεμμύδι. Η ομπρέλα ; Λες και είχε γίνει μπόλι γεωπόνου ήτανε. Για να βγάλει και άλλα τέτοια μπουμπούκια όλο το δέντρο.
- T’ όνομα που έχεις από ’δω και πέρα είναι – σκάσε ! – μην ακούσω κιχ !!!
Ακούστηκε τώρα κάπως πιο πικάντικο αν και μισοτε-λειωμένο το πρόσταγμα της Λουλούς.
- Άμα σ’ αρέσει ακούω και σ’ αυτό εγώ !
Ακούστηκε και η ομπρέλα που απ’ το πρώτο ξόρκι που έφαγε ήτανε ακόμη σε ρύθμιση αυτόματη. Δηλαδή πάντοτε σύμφωνη να συμφωνεί. Σε όλα όσα η Λουλού δε θα διανοούνταν να ζητήσει πρώτα και μετά και στα υπό-λοιπα.
- Αααα !! T’ όνομά σου είναι…
Αντέδρασε τσατισμένα η Λουλούκα που δεν την ά-φησε η ομπρέλα να προχωρήσει στη διόρθωση της κατα-στάσεως.
- Σκάσε !!
Θύμησε προθυμότατα η ομπρέλα , που δεν τα πήγαι-νε ωστόσο τόσο καλά στο θέμα της υπομονής , στη Λου-λού. Η οποία μόλις είχε αρχίσει να εμφανίζει τα ίδια συμ-πτώματα.
- Σκάσε !!
Θυμήθηκε λοιπόν και η νεράιδα να ξαναπεί σαν νά ’χε εκδηλωθεί η ίωση της εξαντλημένης υπομονής με αυ-τή τη λέξη για φτάρνισμα.
- Συνεννοηθήκαμε ! Να κατέβω τώρα ;
Είπε η ομπρέλα μονίμως ανυπόμονη.
- Ουφ ! Θα ακούς στο όνομα Πετάξου Μια Στιγμή !
Απάντησε ξεφυσώντας και αναστενάζοντας αυτή τη φορά η Λουλούκα.
- Θα ακούω. Να πεταχτώ να φέρω ό,τι θες μετά χαράς , με ξέρεις , αλίμονο κυρά !
Η ομπρέλα που είχε ακόμη την ακατανίκητη συνή-θεια να συμφωνεί σαν βασική ρύθμιση στην όλη λειτουρ-γία της απάντησε αναλόγως χωρίς καθυστέρηση , για μια ακόμη φορά , φυσικά.
- Αλίμονο σου πράγματι έτσι και κουνηθείς ! Άκου κυ-ρά ! Κηρόσκωρος να σε φάει και κηραλοιφή να μη μεί-νει !!
Έχασε η Λουλού ξανά την υπομονή της. Αφού δεν έ-λεγε η κονταροπανομαντάρα τούτη επιτέλους να το βου-λώσει.
- Πιάνει αυτό ;
Η ομπρέλα ξανακούστηκε σε πείσμα της Λουλούς. Όχι μόνο δεν έσκαγε αλλά αναρωτιότανε και από πάνω με κάθε νέα φράση της νεραϊδούλας περιμένοντας λεπτομέ-ρειες.
- Α , μα !! Αφού ξέχασα να πω το ξόρκι ! Παρά λίγο θα το ξέχναγα τελείως. Πέταξα πριν την τσίκλα πού ’ναι α-χρείαστη πια. Αφού πήρε το ξόρκι μπρος. Οπότε να τι κά-νουμε τώρα…
Στικ Σποτ !!!
Η Λουλούκα ξαναθυμήθηκε επιτέλους την τεχνική για το ξόρκι της απολύτως δικής της έμπνευσης. Κατευ-θείαν τότε η ομπρελοβελόνα για καλτσομαντάρισμα κα-νενός γίγαντα , η στραπατσαρισμένη , τυλιγμένη με τη νεραϊδοζώνη έφαγε το κεραυνοβόλο ξόρκι από πάνω μέ-χρι κάτω. Απότομα η ζωναράκλα , σαν μουντζουρογραμ-μή κουβαριασμένη μονοκόντυλα που μόλις ξεπετάχθηκε από έργο αφηρημένης τέχνης με τίτλο «ο ανηψιός της θείας Τασίας που θέλει να αφήσει κολοβά τα δύο μπακα-λόγατα του μπαρμπα-Θόδωρα» μια και έτυχε να περνάνε και δύο τσουρούτικα με μισο-όρθια ουρά που το μετανιώ-σανε εκείνη την ώρα , η ζωναράκλα λοιπόν αυτομάτως έ-λυσε αστραπιαία την ομπρελάρα απ’ το δέντρο.
Τότε το κρεμανταλομαντζάφλαρο το κοτσιδομπανε-λάτο αφού αφέθηκε ελεύθερο έπεσε άτονο εντελώς με μια μύτη ολόιδια με σούστα και σφηνωθηκε καλά στο έδα-φος. Το ξόρκι είχε το πολυπόθητο αποτέλεσμα και από ’δω και πέρα η Λουλού είχε ανά πάσα στιγμή σε κατά-σταση αναμονής ένα παρατρεχάμενο εξάρτημα εξυπηρε-τικό με το παραπάνω μεν , όμως κάπως πιο ρεγουλαρι-σμένο. Αφού πλέον είχε δέσει πάνω του και ’κείνο το ρη-μάδι τ’ όνομα.
Η Λουλούκα έλεγε από ’κει και μετά τρεις λέξεις μό-νο για να καμαρώσει το πως έκανε ζάφτι αν ήθελε την ο-μπρέλα με το παρατσούκλι που της έδωσε ξανακαρπαζώ-νοντάς την. Μόνιμα πλέον. Όπως ήτανε το αναμενόμενο να συμβεί αποτέλεσμα κάθε φορά που εφαρμοζότανε σω-στά ένα ξόρκι σαν το «Στικ Σποτ !» από τσίκλα μάρκας «Ζαμάν Φου !». Που σημαίνει ότι υπήρχε-δεν υπήρχε κα-θήκον υπό εκτέλεση , η ομπρελάρα από ’κείνη την ώρα θα κανόνιζε να νιώσει ένα με τ’ όνομα που πήρε έτσι και η Λουλού της φώναζε ,
- Πετάξου Μια Στιγμή !
Όμως παρά τις όποιες διαθέσιμες ευκαιρίες για πε-ραιτέρω πειραματισμούς , τελικά η νεράιδα μπαφιασμένη από όλη αυτή την αναποδιά αποφάσισε να παρατήσει την ομπρέλα στο σημείο που η κονταροπανοσαλαμάνδρα τού-τη βρήκε να σταθεί από μόνη της. Όρθια σφηνωμένη στο έδαφος. Ανάμεσα στις ρίζες του πυρόξανθου στο φύλλω-μα όσο και πλατύσκιου αμέλαγχου εκείνου όπου το κατά τα άλλα πετυχημένο ξόρκι της Λουλούκας μπήκε αστρα-πιαία σε δράση. Μ’ άλλα λόγια ούτε που την ένοιαζε μετά απ’ όλα αυτά τη Λουλού πότε θα τη μάζευε ή αν θα της έ-κανε κέφι ξανά να επιτρέψει μια ευκαιρία να ξαναμαρσά-ρει η ομπρελάρα εκείνη. Έτσι για την υπόλοιπη μέρα σ’ εκείνο το άλσος την προσοχή της νεραϊδούλας θα τρα-βούσανε , εξαιτίας και της εκτεταμένης επίδρασης πού ’χε το ξόρκι , κάποιες επίσης αναπάντεχες μα πολύ πιο ενδια-φέρουσες για ’κείνη εξελίξεις.
Καλό θά ’τανε εδώ όμως ένα μικρό διάλειμμα. Ας α-φήσουμε και λίγες λεπτομέρειες για πιο μετά. Δεν ξέρω εσείς αν θα διαφωνούσατε. Πάντως εμένα κάτι τέτοιο δε θα με ενοχλούσε καθόλου. Όποτε λοιπόν το επιθυμήσετε ε , καλή αντάμωση στο κεφάλαιο της κεφάλας μου το ε-πόμενο.

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH