Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 9

9. Της Τέχνης Της Μοντέρνας

Νά ’μαστε και στο από μέσα του κορνιζοτοπίου ! Κά-τι μουρμουράει πάλι όμως η νταντά ακόμη δεν πατήσανε τα ποδάρια τους εκεί κάτω. Για να δούμε και ’μεις.

- Για πες μου ρε Άλσελ , που τη βρήκες δηλαδή τώρα τη σοκολατογκοφρέτα να τη μασουλήσεις τη ρημάδα , πως θα πω μετά να ζήσεις καλύτερα , άστηνε ! Κοίτα μη βγά-λεις και άλλη κρυφά ! Λοιπόν , για πες πώς είναι που μπή-καμε κατευθείαν κορνιζοκατέβατοι στο λειβάδι ;

- Ο,τθ’ πρεφ’ χα-αμ κα’α !

Φρόντισε να δώσει αμέσως ο Αλέκος απάντηση ακόμη και με διπλομπούκι μόλις δαγκωμένο από μια φρεσκο-ανοιγμένη γκοφρετοσοκολάτα.

- Ναι. Θα φάμε καλά. Αμ , τι ; Περίμενα και τίποτ’ άλ-λο ; Για βοσκή θά ’βγαινες ! Για να δω η δεσποινίδα !

Αποκρίθηκε η νταντά που αποκρυπτογράφησε τη λι-χουδικομυστηριώδη απάντηση του Άλσελ και κατευθείαν απευθύνθηκε αναλόγως στη Γκέτεμ.

- Ε , ήρθαμε , θα καβαλήσουμε κανένα πλαστικό ψωρά-λογο , θα δούμε τίποτα αστοιχείωτους με σκυλί και του-φέκι που μπερδεύουνε το κουνάβι με την αλεπού , θα τρα-γουδήσουμε σαν χαζοί σε λέσχη για γεροντοπαλλήκαρα και θά ’χουμε γίνει ντέφι. Να στέλναμε τον Άλσελ στο Τζους Μαν Τζιζ να βρίσκαμε την ησυχία μας και να ερχό-τανε η βασίλισσα Μίσι να παίζαμε με τα χρυσά νομίσμα-τα ενώ τα δαγκώνουμε για έλεγχο γνησιότητας !

Έδωσε κάθε λεπτομέρεια της προτίμησής της για τον όλο μέσα ’κει περίπατό της η μικρή Μπακς.

- Τίποτ’ άλλο ;

Ρώτησε η νεραϊδοπαραμάνα με ύφος που παρέπεμπε σε μεγάλο εστιάτορα , ούτε καν μετρ’ ντ’ οτέλ , που τά ’χει διαθέσιμα , στα φέρνει και ας μην τα βλέπεις. Μπρο-στά σου είναι. Δε φαίνονται.

- Τσ ! Μπα ! Ε , δε θέλω και τίποτα ! Ε ;

Παίζανε το γάιδαρο που πετάει κάνοντας και αεροβα-ρελάκια καθώς τον βλέπαν’ νά ’ρχεται , η νεραϊδονταντά με την οχτώ χρονών αγριοπροεδρίνα της ομάδας όλης του ουρανοκατεβατόσφαιρου.

- Καλά ! Να πούμε κανένα τραγουδάκι ωραίο , αυτό με τη ζαχαροκουταλιά μήπως ; Για να μας φύγει το βάσανο ;

Είπε η Λούλα καθώς θυμήθηκε από το μέσα της κα-δροβουτιάς μια ερώτηση αποκατάστασης της ηρεμίας που αν έπιανε και ποτέ στη νταντά τούτη την ηρεμοσυγχυσμέ-νη ζήτημα θά ’τανε.

-  Όχι ! Καλύτερα να βρούμε που γυρίζουνε τηλεπαιχνί-δι , αν υπάρχει εδώ κοντά , να βγαίνει έξτρα ρευστό και – για να δω – ένα τέταρτο παίζεις , πατάς τρεις φορές το κουμπί , κερδίζεις τις δύο και έφυγες ! Τραγουδάκι ! Το «Πλιζ Γκιβ Μάνεϊ» ας πούμε ; Να ρίχνουμε και κάτι στο αχουροτσαντικό που κουβαλάς ρε νάνι. Τσίκλα σου βρί-σκεται ;

Απάντησε η Γκέτεμ , αλλιώς Καίτη Μπογοδιφραγκο-μαζωξοπούλου , περί τραγουδιών για μουσικά διαλείμμα-τα μέσα σε ζωγραφιστό κουβαροπεριβάλλον όπως τούτο ’κει μέσα.

Χωρίς να βγάλει λέξη ξέσπασε η παραμανονεράιδα σε ένα σωρό σκέψεις ,

«Ούτε τα καρουσέλ , ούτε τα εξαρθρωμένα αλογάκια που αεροκαλπάζουνε , τα ψεύτικα. Μασούλημα ! Με σο-κολατοφυστικωμένη καραμέλα και φλουρί χρυσό , δα-γκωτό ! Ο Άλσελ και η Γκέτεμμμμ ! Να τους έχεις για να τους σέρνεις δεξιά-αριστερά να μην πλήττεις με τα τρικς και τις φταρνιζόσκονες. Η ζαχαροκουταλιά που του λείπει διαρκώς του Άλσελ δε βρίσκεται συμπυκνωμένη σε σιρό-πι για κουταλάκι του τσαγιού. Θέλει κάδο. Εργοστασίου. Για στίχο γλωσσοδέτη σαν σοκολάτα με το μέτρο γραμ-μένη στο φυσικό μέγεθος. Κλίμακα ένα προς ένα ίσαμε έ-να χιλιόμετρο».

«Μπόνους κανένας πισινός γκουβερνάντας για μάτι σε ώρα περιπάτου. Να μαθαίνουμε και τα ωραία να μη τσι-μπολογάμε μόνο «Τσοκομαρσάρς» μάρκα τσοκολιχουδιάς ανάμεσα στα κυρίως κολατσά. Να κάνουμε δειγματολη-ψία και τίποτ’ άλλο που τσιμπιέται ! Γιατί νταντά δε σε κάνουνε ! Ούτε γίνεσαι ! Ούτε τους κάνεις ! Ούτε τους κάνεις ; Μήπως θά ’πρεπε νά ’χω μαστίγιο στην τσάντα μαζί με τον καλόγερο όπου αφήνω τούτο το μοντγκόμερι το παλτό ;»

«Όλο με λοξοκοιτάει κακαογελώντας και ο Άλσελ που σε πουλάει για μια τράκα σοκολατάκι «μαζορέτα» , που μάρκα ενός σνακ ή αληθινή και νά ’ναι , διαφορά ανύ-παρκτη. Αν και τούτος το κουκούτσι το θέλει φουντούκι , αμύγδαλο , κροκάν και δε συμμαζεύεται. “Κυρία νταντά να φταίτε να αυτοκακομαθαινόμαστε. Οι δυο μας να τσαχπινοζαβολιαζόμαστε. Λουκούμι μας έρχεται ! Εδώ κοντά ε ; Να τσιμπολογάμε κάθε τρεις και λίγο μια και τό ’χουμε και συνήθειο. Διαφορετικά θέλω κινητό πίκολο που άμα λήξει η κάρτα σύνδεσης με την εταιρεία να σο-κολατοτρώγεται μονοκόμματο να παίρνουμε άλλο. Να τρώμε το τηλέφωνο άμα δε βρισκόμαστε. Να μη νιώθου-με τσιμποστερημένοι’’».

«Γλυκά !!! Με το κακαόχρωμα μόνιμο στα δόντια. Πως δεν πέφτουνε αναρωτιέται και ο οδοντίατρος που θα ήθε-λε υαλοκαθαριστήρες το στοματοκαθρεφτάκι για να κα-τασκοπεύσει το στόμα τους το άπλυτο. Τα παιδιά σαν τον Άλσελ μου θυμίζουνε διαφήμιση για χαμόγελα που σκο-τώνουνε και τους λένε “πλύντε τα δόντια !” αλλά θυμού-νται να ξαναφάνε. Από ’κείνα που έχουνε τη ζάχαρη για φθόριο και τη σοκολάτα για οδοντόπαστα. Δεν πα’ να κολλάει με το δάγκωμα η δαχτυλοκαραμέλα. Αμέσως γί-νεται σαν ζαχαροδιαμαντίνη από πάνω. Ένεκα που οι μπόμπιρες είναι οι καλύτεροι για πραλινοσερμπέτι στο κουρμπέτι και τα σιρόπια από αλληλεγγύη μήτε που τους χαλάνε τα σμάλτα. Μέχρι που τους κάνει κάνα-δυο δόντια μυτερότερα η σιροποκρούστα και τους τα μερεμε-τίζει κυνόδοντες».

«Οδοντόβουρτσα στο στόμα τους μόνο ζαχαρωτή , να μασιέται. Αλλιώς καμία. Αν ήτανε τούτα ’δω θα ρίχνανε έξω ως και τη μουρλέγκω τη μάγισσα έτσι όπως θα της ρημάζανε το φαν παρκ το ζαχαροπλασμένο στο δάσος μέ-σα. Δε μασάνε , δε μασάνε , εμάς ρώτα. Να προσέχουμε και τα σπελς μη μεταμορφωθούμε κατά λάθος σε σοκολα-τομεζέ διπλό μάρκας Του’βρή’κ’ς και μας φάνε σαν πο-λυβιταμίνη και μας αποτελειώσουνε».

Ο Άλσελ ή αλλιώς Αλέκος Φραγκοδεκατεβαίνογλου     απ’ την άλλη σκέφτεται όπως είναι μπουκωμένος και το γουστάρει το σπορ και ας λέει η μαϊμουδολονδρέζα η νε-ράιδα τα δικά της.

«Εγώ ματσωμένο αγοράκι μπορεί να μην είμαι και πού-ρο ακόμη να μην κάνει. Όμως στα άλλα όλα τα κόλπα τα μαγικά ό,τι αβγοσοκολάτες και ξεροτήγανα με μέλια προ-λάβουμε θα τα φάμε».

«Βέβαια σίγουρα άμα της πεις να κάνει κανένα τρικ για να βγάζει μ’ ένα ‘τσακ !’ απ’ την τσάντα κοκά να την έ-χουμε αυτόματο μηχάνημα χωρίς κέρμα να ροκανάμε για πασατέμπο , θα σου κάνει αυτούς τους μορφασμούς που θα της έχουνε μείνει απ’ τη σχολή νεραϊδικής. Γιατί μαζί με τα ξεθεώματα των νεραϊδομαθημάτων θα τσαγοπίνανε με το ρολόι. Θα χαλάγανε τον κόσμο με φλιντζανοκούτα-λα μουγγές και θα τρώγανε μια μερίδα ολόκληρη από τέ-ταρτο μαρουλόφιλου και μια ελιά για συμπλήρωμα. Κα-θόσον μετά δε θα δούλευε το ραβδί που θα ζήλευε τις πα-χουλές για την αφράτη σιλουέτα».

«Πρώτη μέρα γνωριμίας με την καινούρια , παρέα τσάρκες ε , αμάθητη η τσαμένη. Θα στρώσει μέχρι το βράδι. Άμα δει το πρόγραμμα διατροφής που ακολουθώ θα βάλει την κεραμιδόγατα να κάνει τη νταντά και θα της κάνει πάσα και το νεραϊδοεξοπλισμό. Καλύτερα ν’ αλλά-ξει επάγγελμα διότι σκοπεύω να ρίξω μπόι πιο έπειτα. Μακάρι αυτό κιόλας να γινότανε σβέλτα μην αργήσω να το μαζέψω για να τη φτάσω. Να πεις ότι δεν εγκρίνω τη θέα. Μόνο πού ’ναι σαν ρετιρέ…Μα όχι και νά ’ρθει πά-νω στην ανάπτυξη να μας αλλάξει το λάντς-τάιμ να μας αναστενάξει. Εγώ τώρα τη βλέπω θησαυρό για να μη τρέ-χουμε στα Φλου-Καφέ , στα Άρπαξ και δε συμμαζεύεται που κυκλοφορεί και με τέτοια τσαντάρα , σίγουρα και θαυματουργή. Ό,τι χρειάζεται για προφιτερολάρες και πα-βλόβες. Αν προκύψει και ντάμα πολύ θα μ’ αρέσει. Ντα-νταδόνταμα μη μου μείνει…και απ’ όλα τα κόλπα ως μό-νο χρήσιμο προς το παρόν βλέπω νά ’ναι το ‘Στικ Σποτ και φάε ένα κωκ !’. Βάλιου φορ μάνεϊ…».

Την ίδια όμως στιγμή τούτων των αθώων παιδικών ο-νειροπολήσεων ξανασκέφτεται ψιλοστριτζωμένη ακόμη η νταντά γι’ αυτά τα δυο πιτσιρίκια πού ’ναι «σαν δυο ανα-τινάξεις αυτοπυροδοτούμενες για φάρσες και χωρίς ξόρ-κια άμα τους έρθει η όρεξη αλλιώς μονίμως σκυλοβα-ριούνται ενώ πρέπει να τα σέρνει για σεργιάνι μέσα στο λειβαδοπίνακα μαζί της».

Θυμάται και τη Γκέτεμ που την ανέλαβε για να παίρ-νει χρώμα ροδαλό και καθαρό αέρα για να μη μείνει η μι-κρή για πάντα ένα βαρύ πεπόνι ασήκωτο. Η έκφραση δυσπεψίας της μικρής δεν ήθελε και πολύ ακόμη για να μείνει μόνιμη. Μάλιστα το παρακράταγε το ύφος το πα-ντογνώστικο.

«Μόλις βγήκε , λες και θα κλείσει τις επιχειρήσεις να κάνει συγχώνευση που φιρί-φιρί το πάει να μείνει αχώ-νευτο. Όλα τα καλά αγοράζω σε τιμή μια πενταροδεκάρα συμβολική».

Σκεφτότανε η Λουλού η μακρυλαίμω που από εμφά-νιση  ε , ήτανε το άκρον άωτον της νεράιδας. Παρά λίγο μπαργούμαν-χταπόδι λίαν ατζαμήδικο κιόλας και φτηνά τη γλίτωσε μ’ αυτές τις διαστημότσικλες αλλά η Γκέτεμ που να το ξέρει αυτό. Μέχρι το «μακρυλαίμω» βλέπει και συμφωνεί. Η οποία , Καίτη Μπογοδιφραγκομαζοξωπού-λου γεννήθηκε. Να δει άμα του βαστάει κανενός πως εί-ναι το νέο αίμα του Μπογοδιφραγκομαζωξοπουλέικου ά-μα η μικρή σκάει από τσατίλα μέσα της. Καλύτερα να δα-γκωθείς. Μόνος σου. Πριν σκάσει για τα καλά μέσα της από μαζεμένο άχτι και νιώσεις τι σημαίνει το ρητό που λέει ότι «θα φάει η μύγα σίδερο…». Ατσάλινο καπάκι σε ασφαλτόδρομο που το δάγκωσε το μυγάκι όπως ο Ζορ-μπάς το τραπέζι της ταβέρνας. Το λιγότερο. Έτσι και εκ-τραχηλιστεί η τόση δα , να μη λέω και άλλα. Να , άμα θέ-λετε μπορείτε να πάρετε μια ιδέα πως είναι…

«Κοίτα να δεις. Φτάσαμε και σε αλογάκια του λούνα παρκ. Πως τό ’ξερα ! Σιγά τις ιπποδρομίες. Το Άσκοτ δε θά ’τανε έτσι ούτε και απ’ την ανάποδη και σε ώρα αϋ-πνίας φρικτής.  Για ’δω μέσα το μόνο που ταιριάζει να πει κανείς είναι δυο παροιμίες που ξέρω για τέτοιες γκαφα-τζούδες : “ Άμα σκοντάψει τ’ άλογο τύφλα σου ” που λέει η μία και “ Όποιος γυρεύει τ’ άλογο χάνει και το πέτα-   λο ”.  Φράγκο δε δίνω για τις νταντάδες !! Την ξαποστέλ-νω και τελειώνει το παραμύθι και οποιανού του γουστά-ρει. Αλλιώς να πάει να φυτεύει χορς ράντις ! Σιγά ! Έχει μια όψη φασούλι-το-φασούλι. Ριέν Νε Βα Πλι , ρε που να σας πάρει ! Τέρμα ρε , τα στοιχήματα μαζί  μας ! Είμαστε γεννημένες γουίνερς στα καζίνα και οι κρουπιέρηδες δι-κοί μας ! Η Νταντά μας έλειπε !»

Από την άλλη πλευρά , εξακολουθεί και η παραμάνα όπως βαδίζει ενώ ακολουθεί από απόσταση τους μικρούς ετούτους. Νεράιδα με νταλκά χαμένη στις σκέψεις της. Οι οποίες να ποιες είναι όπως την ξαναβρίσκουμε ελαφρώς ιμάμ μπαϊλντί στο από κάτω του καπέλου και παραμέσα.

«…Μ’ άλλα λόγια ν’ αρπαζόμαστε ! Εδώ θα μου πει ότι η νεραϊδότσαντά μου είναι από φραντσάιζ αλλά μουσάτο και γεμάτο τριχοφάγο στο μούσι μάλιστα. Από αλυσίδα καταστημάτων λιανικής με εργοστάσιο μακρινό που τις βγάζει φασόν φθηνά , ξεπατηκωμένες από σινιέ αυθεντι-κές και είναι θυγατρική από μεγάλη , κεντρική δική της τσαντοφάμπρικα πολυεθνική !

Ώπα !!! Λες ; Να θυμηθώ να την ανοίξω , να τσεκάρω την ούγια τη γαζωμένη. Έχει γίνει και λεχρίτικη από το πολύ ‘σάλτα-σάλτα’ και δεν πλένεται μ’ όλα αυτά πού ’χω μέσα που κουδουνάνε αλλά να δω αν την έχω πατήσει με μαϊμουζάμπλ ρουχοαξεσουάρ. Επώνυμα μεν , στο περί-που δε και μου βγει Γκούντσιζ , Γλέντι και Πάνι Μπεκά-τσε και έχουμε τίποτα μπρεϊκντάουνς».

Αυτά κάνανε της νεραϊδούλας της παραφορτωμένης από ντανταδοσκοτούρα την κεφάλα όλη ακόμη πιο χάλια. Όταν κάτι που θυμήθηκε απότομα την έκανε να νιώσει ό-τι ξεφόρτωσε καμιόνι απάνω της ολόκληρο φορτίο τού-βλα. Ψαχούλεψε τις τσέπες τις απ’ όξω του παλτού της καί ’βγαλε ένα άδειο περιτύλιγμα από τις φρουτότσικλες μάρκας «Ζαμάν Φου !». Τότε το πέρασε με το βλέμμα της καλά και διάβασε σε μια άκρη του περιτυλίγματος ,

«Όμιλος Ειδών Διατροφής Φραγκο-Μπογο». Πράγμα που σήμαινε πάνω-κάτω ότι η τσίκλα είχε προδιαγραφές και μάλιστα με σύστημα ασφαλείας ωραίο. Πράγματι περνούσε η ώρα μόνο. Αν και δεν καταλάβαινε η Λουλού πως κάτι τέτοια αστεία μπορούσανε νά ’ναι και ακίνδυνα τελείως. Αφού τελικά είχε πέσει κατευθείαν  πάνω στους προγόνους – αν όχι στους εφευρέτες αυτοπροσώπως ή στους ιδρυτές της εταιρείας που θα παρασκεύαζε την τσί-κλα που μασούλαγε για να γίνεται νεράιδα.

Παρ’ όλα αυτά ξαναφύλαξε το περιτύλιγμα της φρου-τότσικλας στην τσέπη της γκαμπαρντίνας της ενώ γύρνα-γε και κοίταγε καλά-καλά την τσαντάρα τη χοροπηδηχτή , τη μεταμορφωμένη απ’ το παλτοζωνάρι. Ωστόσο ξεκόλ-λησε γρήγορα όταν ξανάδε μπροστά της την τετραπέρατη Γκέτεμ. Μόλις θυμήθηκε της πιτσιρίκας τα λόγια. Λόγια τα οποία ειπωθήκανε με μια ειρωνεία που λες και παρα-μόνευε από ώρα. Για να σφυροκοπήσει την κεφάλα της Λουλούς ακριβώς όταν τη σφυριά θα την χρειαζότανε. Για να πάρει η νεραϊδούλα χαμπάρι εγκαίρως την καλο-στημμένη σύμπτωση που δεν ήτανε παρά ένα είδος συ-στατικού αμφιβόλου ωφελείας και χωρίς συγνώμη τυπω-μένη απ’ το εργοστάσιο απ’ όπου βγαίνουνε στο μέλλον οι τσίκλες δαύτες – ’ναθεμάτες και αυτές – οι «Ζαμάν Φου !».

-Μια τσίκλα με γεύση σκόρδου έξτρα στρονγκ έπρεπε νά έχει βγει στα περίπτερα ! Μέχρι στιγμής μασουλώντας παραματιαζόμαστε εμφανισιακώς με τις γεύσεις φρούτων. Δε κουλαντρίζεται ούτε μούτζα από τα βραχυκυκλωμένα μαγικά και βγαίνουμε και ντουγρού στο σπίτι των τσακα-λιών αυτής της ιστορίας.

Ήτανε ό,τι συμπέρασμα εξέφρασε μουρμουριστά η Λουλού για τα αγριοκερασάτα τα νεραϊδοσυστήματα τα μαστιχέ.

Οπότε η νεραϊδούλα ατυχής στην τύχη της όσο και το ανάποδο δε γινότανε να συγκρατηθεί και ίσως από κάποιο ίχνος φθόνου ξαναφούντωσε. Έτσι άρχισε να φαρμακο-γλωσσοτρώει , ασυναίσθητα τώρα , την τρανή πιτσιρίκα. Για ’κείνο το «τσίκλα σου βρίσκεται ;» που της πέταξε η μικρή Μπακς πιο πριν.

- Λες και τό ’ξερε το άτιμο !!!

Είπε κατ’ αρχήν η Λουλού. Όμως μετά την έπιασε και πάλι το ανάποδο και άλλαξε τροπάριο , λέγοντας μέ-σα της ,

«…μμμΜΜ !! Ήθελε και τσίκλα το εξέκιουτιβ το μι-κρόβιο ! Ο άλλος , ο συνέταιρος τις μασάει ! Έχει κατε-βάσει σε ποσότητες ό,τι θα φάμε οι άλλοι όλοι μετά από χρόνια !…Η μικρή ; Καλά , όσο να πεις και τον Μίδα φτωχομπατίρη θα τον έβλεπε και θά ’κανε μέχρι και την ψόφια μόνο και μόνο για να δει αν έχει στην τσέπη Γκολντ Λέντερ το βασιλόπουλο. Ντινέρο Ντράιβ ,  Τζόλι-γκουντ , Λος Πορτοφολογάτζουλες και με όνομα χώρας , Ω.Π.Α. ! Τί σημαίνει το Ω.Π.Α. ; Ώρα Παστρικοχέρικης Αριβίστριας. Να σαρώσει τα εμπορικά κέντρα στην πι-στοχρέωση και μετά να γίνει στα πέριξ η πρώτη γούμαν τη φέραμε !».

Μα αλίμονο ! Σαν να τη διάβασε τη σκέψη της ντα-ντάς η Γκέτεμ ! Η παρταόλα απ’ την κούνια της πού ’μοιαζε νά ’χει κολλήσει την τηλεπάθεια ίωση από την α-τζούμπαλη την παραφροντήστρια…

«…Όχι που θα μας νανουρήσει με τραγουδάκια τύπου Στέι Απ Λέιτ για να μας κάνει την έξυπνη…»

Λέει η Γκέτεμ μέσα της συνεχίζοντας ,

«…και μπράβο άμα και το καταλάβεις το παραμυθά-κι ! Για να δεις πως ήτανε πάντα ! Σιγά που βγήκαμε στην πιάτσα να μας κεφαλοχαϊδεύουνε οι ψευτοθοδώρες με τις ομπρέλες και τις γόβες βαλμένες ανάποδα ! Σαν τίποτε ά-βγαλτες που φεύγει ο πρίγκηπας για να πάρει αμπάριζα ο ξελιγωμένος ο σωσίας νομίζει ότι είμαστε ’δω πέρα !».

«Άντε γιατί θα μας πέσει κανένας δείκτης τιμών που κοινωνικοποιούμαστε Κυριακοσουρταφέρνοντας τα χα-ζοπινακολείβαδα με τέτοιες μυστηριοπερίεργες !! Που φοράνε το καπέλο αφού το ποδοπατήσουνε και χαζοφέρ-νουνε επιμελώς ατιμέλητες ενώ παίζουνε ‘οι άντρες προ-τιμούν τις ζαβές’. Αν δε βγει η μέρα με πρόφιτ μάρτζιν ξε-γυρισμένο θα την αφήσω να βγάλει μουστάκι για να της το δώσω να το φάει για πρωινό με τα δημητριακά !»

«Τι ώρα γυρνάμε στο σπίτι δεν ξέρω και ανησυχώ ! Μήπως μας έκανε κιντνάπιν ; Για να φάει τίποτα αρπα-χτιάτικα ή να μας ρίξει μέσα σε κανένα μαυροπινέλια-σμα , ψεγάδι ζωγραφικό ; Μαύρη τρύπα ; Να μας κατα-πιεί η γη μ’ ένα «χλουπ !» η ανοιχτή ; Από ζωγραφική γκάφα του αρτίστα με τους πίνακες ;»

«…Που δε θέλει πολύ να φτιάξει και άλλους ! Άμα θά ’ρθει η ώρα η ρημάδα να τους έχει να τους χαίρεται και να τους απλώνει για να κάνει έκθεση έτσι που θά ’ναι για σύνολο ! Για να χοροπηδήσεις επάνω τους χωρίς να βυ-θιστείς προς τα μέσα ! Χάλια ! Θα μένανε απούλητοι και μ’ εμάς να ψοφάμε χωμένοι σαν τρυποφράχτες , εκεί κά-τω πεσμένοι !».

Αυτά σκεφτότανε χειμαρρωδώς η βαρυκεφαλιασμένη Γκέτεμ. Με το νι και με το σίγμα. Μόνο σχόλια μη μου ζητήσετε. Τόσο βρισίδι έπεσε. Ο νοών , νοείτω…

Όχι και πολύ αργότερα από ένα βουβό περιπατόβου-το ζωγραφισμένο , με όλους να σιγοβράζουνε σαν τήλια σε τσανάκα από την αμοιβαία φούρκα , τα χέρια της νε-ράιδας άρχισε να τα παρατάει από ένα των μικρών. Οι οποίοι ξεμακρύνανε χωρίς καθυστέρηση μέσα ακόμη στη χαζοζωγραφιά. Με την ομπρελοσαραμάρα τελευταία να ακολουθεί τη νεραϊδοκυρά της που με τη σειρά της βαριό-τανε μα ακολουθούσε τους μικρούς καρυδοτσουφλόσπο-ρους τους ασήκωτους από το βαρύ το μπομπιροσεκλέτι τους.

- Κάπου αλλού ρίχτο , όχι εδώ ! Παρακάτω ! Έξω απ’ αυτόν τον πίνακα , Το Μπέρδεμα Στη Χλόη , πού ’σαι μο-νίμως με το περιτύλιγμα απ’ αυτό το ρημαδοζαχαρωτό !

Ο Άλσελ τρώει μαζί και μια φωναχτή , μακρινή κα-τσάδα άγλυκη και χωρίς αμυγδαλάκια από την γκουβερ-νάντα. Της φίλης του τη συνοδό όσο υποχρεωτικά και δι-κή του.

«Το χαρτί αυτό το γυαλιστερό» , αναλογίζεται στο με-ταξύ τη συμφορά με τον Άλσελ η νταντά , «είναι…είναι άλλο πράγμα ! Πάνω του έχει τυπωμένες με θράσσος πληροφορίες πως ό,τι τρως είναι μηδέν. Ίχνη. Μα από κα-ραμέλα , μα από νουγκά , μα από σοκολάτα. Έτσι ποικι-λόχρωμο στην όψη ό,τι τυλίγει γλυκό νά ’ναι. Με τη γεύ-ση ενισχυμένη και θερμίδες μέχρι ανακοπής».

«Ας πούμε έστω , πως τα κρατάς αυτά τα καραμελό-χαρτα. Ο άλλος  από ’κει βέβαια τα φουντάρει επιτόπου χωρίς σκέψη. Μαζεύεις λοιπόν κάμποσα. Στις τρεις και κάτι χιλιάδες σοκολατογκοφρετάκια μετά από τρεις μέρες που θά ’χεις φάει τον άμπακο απ’ αυτά ας πούμε πως τα πας στο εργοστάσιο τα άδεια περιτυλίγματά τους. Να δεις αν δίνουνε βραβείο αλλά εκεί είναι που θα σου λένε , 

- Α , ώστε εσύ είσαι ! Κράτα τώρα και την αναπνοή σου να δούμε εμείς κάτι άλλο.

- Τί να δείτε ;

- Ρε , αέρα πάρε ’συ και πρόσεξε μη σου φύγει. Μέχρι να κάνεις «μπαμ !» ολόκληρος. Αλλιώς άμα τ’ ανοίξεις θα φας τέτοια τριβόλια καραμελέ , αμυγδάλου και λοιπά σο-κολατένια ώσπου να σκάσεις πανευτυχής πια. Γιατί θέ-λουνε και άλλοι να δοκιμάσουνε. Παίρνουνε τηλέφωνο και μας βλαστημάνε. Γιατί το βλέπουνε το προϊόν μόνο σε διαφήμιση. Πουθενά δεν το βρίσκουνε !».

Ήτανε δε , μεσ’ τον πίνακα όλο τέτοια περιτυλίγματα σπαρμένα από δαύτονε το μπόμπιρα ήδη μέχρι να τελειώ-σει αυτές τις πικρές , αποκραιπαλωτικές και ρεγουλαδό-ρικες ορεκτικώς σκέψεις για παιδικές μεζεδοκατανύξεις η μακρουλή η νεραϊδούλα.

«Σε λειβάδι τά ’φερα , χαβούζα μου τό ’κανε τούτος ! Σε λούνα-παρκ. Για να σου μένει τικ από τα απίστευτα».

Σκεφτότανε έχοντας την αίσθηση πως πήγαινε όντως τη βαλιτσάρα της μακριά και στα γρήγορα η νταντά τού-τη , χωρίς να βγάζει άκρη εύκολα. Στο μεταξύ όμως έχει καταβαρεθεί να περπατάει τόση ώρα ο Άλσελ. Ο οποίος εξαιτίας των αναγκαστικών και ενοχλητικά αλλόκοτων ξεποδαριασμάτων λέει και τούτος μέσα του με παρά- πονο ,

«…Παρκο-Λουλαρό-παρκα και περίπατοι. Κρίμα τα μασουλημένα. Τα λυπάμαι μόνο που τα βλέπω έτσι όπως είναι τα αλογάκια τα ψεύτικα. Ακόμη και όταν θα φώνα-ζες «ντε !» όπως θά ’κανες τη σβούρα χωρίς δεύτερη κου-βέντα , θά ’πρεπε νά ’μοιαζες σαν νά ’σουνα ανέκαθεν φτιαγμένος ένας σταρ. Ας έχεις έρθει απλώς και μόνο ντυμένος καουμπόι με σκωτσέζικο ύφασμα. Είναι από την προχωρημένη καλαισθησία στο ντύσιμο…»

«Ο τραγουδιστής του βιντεοκλίπ που είδα τελευταία , με τέτοια ρούχα είπε πως κοιμάται. Όρθιος σε στάση δια-λογισμού. Με έναν κοστουμαρισμένο στα καρό ποπ σταρ πάνω σε πλαστικό αλογάκι του πανηγυριού δε λέω…Το πολύ-πολύ να το θυμότανε τελικά τώρα όποιος θά ’πρε- πε , αφού κανείς εδώ μέσα δε φρόντισε ποτέ του φαίνεται να παραγγείλει και για τούτο ’δω το αλογογυριστήρι τίπο-τα ασορτί καρό αλογοζακέτες».

«Να ήτανε ασορτί με καρό μεγάλα , πρασινοπορτοκαλί με κορδονολαιμοφιόγκο κίτρινο το αλογοκοστουμάκι σαν το δικό μου , καλύτερα θά ’τανε. Για να μην πω ότι θά ’θελα να ντυθώ και ’γω και τ’ αλογάκι εκείνο εκεί το κρε-ατοκαφεκίτρινο – τι ωραίο ! – με στολή υπερ-ήρωα που του αρέσει το μανταρινί σουπερσώβρακο με πρασινοκί-τρινη , φαρδιά ζώνη και σκου-ροπράσινη , ολόσωμη ε-φαρμοστή φόρμα με μούτζα λεμονί στο στέρνο απάνω , κλεισμένη με κόκκινο , στρογγυλό , περίγραμμα ενώ φο-ράει σκούφο από μεγάλου μεγέθους γάντι για λάντζα σαν λαστιχοκοκκορολειρί , κατακόκκινα γυαλιά κολύμβησης και ασορτί γαλότσες πάνω απ’ το γόνατο , τύπου Ουέλλι-γκτον , για βαλτοσαφάρι. Ντοματί και αυτές. Ιδίως για το άλογο. Με μπότες. Εννοείται. Αμ , τί ;»

Παραπονιότανε για ό,τι έβλεπε να λείπει από το κορ-νιζοπεριβάλλον καθώς το σουλατσάριζε ο Άλσελ. Φτάνο-ντας σε ένα μηχανικό γαϊτανάκι για να παίζεις καβάλα σε ψεύτικα αλογάκια «γύρω-γύρω όλοι !».

Η νταντά που σιγοβάδιζε τελευταία , ψιλομουρμού-ραγε και αυτή παρομοίως όπως συλλογιζότανε και τις διά-φορες τις μέχρι εκεί αναποδιές…

«Σιγά τη βόλτα στο πάρκο μέσα στα δέντρα με τις βιο-λετοκαστανομπλέ και κιτρινοβυσσινί ανταύγειες που κα-ταφωσφορίζουνε…Τι να κάνουμε και ’μεις οι νταντάδες ! Αμ , θα τα φέρω βόλτα αλλιώτικα , που θα μου πάνε !».

Κατά τα άλλα , η βόλτα εξακολουθούσε μονότονα. Περπάτημα στο ρελαντί με τα ποδάρια ολονώνε ασήκωτα να σέρνονται όταν οι μικροί πάνω που θα ιππεύανε , κά-νανε τα ψεύτικα τα παιχιδοάτια τα άτακτα έτσι και απο-κολληθήκανε από το στροβιλοδρόμιο για να κάνουνε κο-πάνα καθότι ο πάντα βαθιά νυχτωμένος κορνιζολουναρο-παρκοφύλακας χλιμιντριζοροχάλιζε και αυτός αιωνίως. Όλα δε τα πουλιά σε τούτο το δάσος φτιαγμένα πανκς.

Τα γκραφίτι με σπρέι στις κουφάλες των δέντρων τις μωβ με τα ροζ πουά κάτι…κάτι ασαφές λέγανε. Μάλλον για το σχολείο και για εκδηλώσεις αγάπης ριγμένες σαν συνθήματα στα δέντρα. Πάντως πότε να βγούνε και οι τρεις τους για να ξαναδούνε τον κόσμο ακορνιζάριστο , δεν ξέρανε ακόμη.

Ξαφνικά λοιπόν , αρχίζει το περιβάλλον ν’ αλλάζει. Φαίνεται πως ο ζωγράφος της κορνίζας από πάνω τους τό ’χε ρίξει στην εξάσκηση μήπως και βελτιωθεί , αν και δεν ήτανε για τέτοια , μεταξύ μας. Έτσι η νεραϊδοπαραμάνα η Λούσι η Μπόμπινγκς , η Γκέτεμ και ο Άλσελ βρεθήκανε μεσ’ τη μέση ενός κυνηγιού. Δεν ξέρω γιατί και πως μα , ένας τύπος μαυροκαφέ σαν μακολόλος – όχι τρελλός – σαν ιθαγενής που είχε αλεποντυθεί μ’ ένα τομάρι , αν και όντως τον έδερνε μάκα και απλυσιά , μόλις πρόλαβε να χωθεί για να γλιτώσει σε μια συστάδα από πυκνό φύλλω-μα , σ’ ένα εγγλέζικο πάρκο με κόκκινες και μπλε γρασι-δοραβδώσεις. Ο ζωγράφος ο άτιμος είχε – για στραβάδι – φαντασία , τελικά.

Τότε μια ορδή πειρατών φορώντας μπαλώματα στο ένα το μάτι , δερμάτινα μαύρα ρούχα και δόντια στο στό-μα ένα-πα-ρά-ένα χρυσά ορμήσανε καβάλα σε καμήλες που ήρθανε από τον ορίζοντα μ’ ένα «βζζζτ!» σε χρόνο μηδέν. Ψάχνανε για το θήραμα κρατώντας μπαστούνια του γκολφ και φυσοκάλαμα τα οποία τα γεμίζανε μπιρ-μπιλόνια από άγουρα , μικρά νεράτζια και τα φυσάγανε. Αντί για σάλπιγγα κυνηγιού κρατάγανε κάτι πλαστικά , κούφια και ολόισια μπλε μπαστούνια. Αυτά ήτανε σφρα-γισμένα με ένα κόκκινο πώμα σε κάθε άκρη. Μέσα είχανε ένα τριβόλι που όταν τα αναποδογύριζες κάνανε σαν να μουγγανίζουνε μοσχάρια. Ραβδιά «ουάου !» τις λένε τού-τες τις αισχρές για τ’ αφτιά κατασκευές άμα μαζευτούνε δηλαδή κάμποσες , όπως τη στιγμή εκείνη και τά ’χανε για σήμα εφόδου σε αλεπουδόμαυρο και καψερό ανθρω-πάκο. Καταλαβαίνετε από πού θα τους είχανε αμολύσει όλους τούτους…Καταλαβαίνετε ;  Αμ , δε νομίζω ! Όχι πως είναι σοβαρό άμα σας συμβαίνει. Διότι ε , σαν και σας είμαι και ’γω…

Πάντως , όπως και νά ’χε , απάνω στην πρώτη ριπή μπιρμπιλόνια των πειρατών στις καμήλες καβάλα μέσα ’κει στο πάρκο του Χάιντ που θά ’χε δυσπεψία απ’ όποιον περαστικό θά ’φαγε την προηγούμενη νύχτα με το καπέ-λο , το μπαστούνι και το σκύλο του , όλους μαζί στο στο-μάχι του και κρυφοκοίταγε τους φρέσκους μαζί με τη νε-ραϊδονταντά πίσω από κανένα χρώματος φούξια-φλούο σαψαλόδεντρο , τί εμφανίστηκε απροειδοποίητα ;

Ο τύπος που φαντάστηκε ο Άλσελ πριν λίγο. Ο Σού-περ Τρέλλα. Ολόκληρος ντυμένος σαν μπουκάλι για υγρό καθαρισμού των πιατικών στα χρώματα. Μαζί με πρασι-νοπορτοκαλί συνδυασμούς έτσι όπως φαινότανε μόνο που δεν έγραφε στο στήθος του «με άρωμα τζάνερο». Με μια πράσινη μπέρτα  και μανταρινί σώβρακο. Το οποίο τό ’χε βάλει απ’ έξω ναι , πάνω απ’ το σκουροπράσινο μασαζο-καλσόν που αν υπήρχε και στοκ απ’ τα ίδια θα διαλύανε σε όποιους θα τα φοράγανε , λίπη και κακούς ανεξαιρέ-τως. Σάμπως νά ’ρθε για να τους περάσει όλους από λου-λάκι ;

Ξαφνικά όμως ο θάμνος με τον «ιθαγενή» τον κυνη-γημένο διαλύθηκε αφήνοντας ένα θολό σύννεφο πρώτα. Εμφανίστηκε απότομα μια καμπίνα για σάουνα , ο αλε-πουδοντυμένος «ιθαγενής» χάθηκε και σε μια στιγμή βρέ-θηκε μέσα στη σάουνα. Εκεί ξαφνιάστηκε αλλά πολύ γρήγορα χασμουρήθηκε , τεντώθηκε για λίγο και έγειρε στον πάγκο , σκεπάστηκε με την πετσέτα και κοιμήθηκε ροχαλίζοντας. Σαν λιοντάρι χορτάτο για τρεις βδομάδες.

Ο Σούπερ Τρέλλα έβγαλε απ’ την τσέπη την κρυφή της μπέρτας του της πράσινης λαχεία για λοτταρία. Κα-θώς τά ’δινε στους επιδρομείς εμφανίστηκε και ένα σύν-νεφο διαλόγου για κόμικς όπου μέσα του εναλλάσσονταν εικόνες που εξηγούσανε σ’ όλους ετούτους τους αλαφια-σμένους τύπους ότι ο καθένας τους μόλις είχε κερδίσει α-πό μια περούκα άφρο , τεράστια , στρογγυλομαλλιαρή και κοκκινοπράσινη. Τά ’ δωσε στους πειρατές , εκείνοι τά ’δανε , τ’ αρπάξανε και χωρίς καθυστέρηση ροπαλιάσανε τις καμήλες.

Οι καμήλες για αντίποινα τους φτύσανε μ’ ένα πίδα-κα ροχάλας πού ’χανε μαζέψει σε πέντε χρόνια , πίνοντας νερό δυο φορές το χρόνο μετά από διακόσια πηγαινέλα στην έρημο. Οπότε αναβάτες και ρέστα τετράποδα φύγα-νε τρεχάτοι προς τον ορίζοντα να χαθούνε επιτέλους. Οι πειρατές στα δυο πισινά τους ποδάρια πεζοί και καταχα-ρούμενοι για τα έπαθλα και οι καμήλες καλπάζοντας κα-νονικά , τρισευτυχισμένες που τους ξεφορτωθήκανε τρα-βώντας και τούτες κατά τον ορίζοντα αλλά προς άλλη με-ριά. Ο Σούπερ Τρέλλα κατευθείαν έκανε  «χοπ !» και ου-ρανοσαλτάρησε παρομοίως.

Τότε φτάσανε μπροστά στη σάουνα μια ομάδα ψάρια με μαγιό και με ομαδάρχη που κρατούσε σφυρίχτρα ενώ όλοι φορούσανε μάσκα και κρατάγανε πλανγκτονοτούφε-κα. Τα οποία είναι σαν τα ψαροτούφεκα με τροποποίηση για βολές νεροπίστολου με ένα δαχτυλίδι για μπουρμπου-λήθρες στην άκρη της κάννης τους. Ο επικεφαλής χτύπη-σε την πόρτα με σύνθημα μια φορά , παύση , τρεις φο- ρές , παύση , μία , ο «ιθαγενής» σηκώθηκε , άνοιξε το συ-ρόμενο παραθυράκι το μακρόστενο , τά ’βρισε μέσα απ’ τα δόντια του που τον ξυπνήσανε και τα ρώτησε τι θέ-λουνε.

- Πού ’ναι η ρημάδα η θάλασσα ρε μπάρμπα ;

Τού ’πε ένα της γραμμής από τη δεξιά πτέρυγα που ξεπρόβαλλε βιαστικά.

- Πού να ξέρω ρε γατομεζεδόπαιδο , γιατί τί θες ; Αντιηλια-κό ; Εγώ καπνοδοχοκαθαριστής είμαι !

Του απαντάει ο από μέσα από τη σάουνα , συμπλη-ρώνοντας ,

- Τραβάτε ίσα και μη με πρήζετε !

Η διμοιρία τα τουριστόψαρα με τον ομαδάρχη που σφύρηξε για «εμπρός-μαρς !» έφυγε σαν τη λεγεώνα των χάνων με τα στόματα σαν τέντα ανοιχτά.

- Τι άλλο θα πάθουμε !!! Το μόνο που μού ’μεινε να δω είναι νά ’ρθουνε τώρα πιγκουίνοι με πετσέτες για να μ’ ε-νοχλήσουνε , να τους βάλω μεσ ’τη σάουνα για να δουν πως ειν’ η ζέστη !!

Ε , δεν πρόλαβε ο τύπος που βρισκότανε μέσα στη σάουνα να το πει και ήρθανε !! Η νταντά , η Γκέτεμ και ο Άλσελ είχανε μείνει άναυδοι. Με κάτι στόματα σαν τις ψαρούκλες που τραβήξανε για τη Χαβάη της κορνίζας ε-τούτης. Αν και να δεις που οι ψαρούκλες φτάνανε κιόλας. Ο ψιλόλιγνος , λασπωμένος , καταμουντζουρωμένος και με μια ακόνταρη , στρογγυλή μπαντανόβουρτσα φρεσκο-βουτηγμένη σε μπογιά , κολλημένη στον πισινό σε χρώμα λευκοκανελί , χάζευε και αυτός το ίδιο πίσω απ’ το πορ-τάκι της καμπίνας. Αμέσως μετά , πάνω στα βουρτσοστε-κούμενα αυτά τα χάλια ακόμη , μια δεύτερη σάουνα έκα-νε «ζγκντουπ !» και έσκασε από ψηλά. Αντιδρώντας , έ-νας πιγκουίνος μισογύρισε να δει , σφύρηξε κλέφτικα στους υπόλοιπους και όλοι ορμήσανε για να ξεχαμα-μιάσουνε μέσα στη νέα καμπίνα. Ο τελευταίος έκλεισε και την πόρτα με δύναμη. Μάλιστα , πρόλαβε και κρέμα-σε και καρτελάκι «μην ενοχλείτε !».

Ο τσιγαρόλιγνος με το μαύρο μα εντελώς λασπωμένο κοστούμι στο πίσω μέρος , με τούφα άσπρης βούρτσας κολλημένης στον πισινό , κατάμαυρος στη φάτσα με κόκ-κινα χείλη και άσπρα , σφιγμένα από θυμό και γκριμάτσα δόντια που τά ’δειχνε σαν νά ’θελε να φάει ζωντανό ό-ποιον τον ξαναενοχλήσει , τύπος κοιτούσε όσο πιο λοξά μπορούσε. Για να βλέπει καλά μέσα απ’ το ανοιχτό πορ-τάκι της σάουνας λοξά απέναντί του. Πρώτα εκείνους τους πιγκουίνους και μετά ίσα μπρος τους άλλους. Δηλα-δή τη Λούλα Μπόμπινγκς με τους μικρούς.

- Ντερτ ;

Τον αναγνώρισε και φώναξε τ’ όνομά του η νεραϊδο-παραμάνα.

- Παιδιά , να σας γνωρίσω τον αγαπητό παλιό , καλό φί-λο που θα βλέπαμε έξω από ’δω και ζωγράφο ελπίζω κά-ποτε γιατί ακόμη δεν είναι. Πώς βρέθηκες εδώ και πώς κατάντησες έτσι δράμα ; Θα μάθουμε ;

Ρώτησε η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου τον τύπο που μόλις συναντήσανε.

- Σκόνταψα…

Απάντησε ο τύπος μ’ ένα ξεφύσημα.

- Πού ;

Ξαναρώτησε μισοεύθυμη η Λουλού προπαθώντας να σβήσει ακόμη και το μισό χαμόγελο , πάνω που είχε φρε-σκαριστεί η φάτσα της μ’ αυτό , χωρίς να τα καταφέρνει όμως η νεραιδούλα η αψηλούλα.

- Πάνω στο καπνοδοχοξεβουλωτήρι ρε ’συ Μπόμπινγκς. Μήπως θες να δεις ; Έφαγα και κοκκινόχωμα ζωγραφιστό μετά το φούμο από τις καμινάδες μαζί με κόλλα και κιμω-λία ωραία , άσπρη , τραγανή άμα σου τύχει να δοκιμά-σεις. Τα μισά τά ’παθα απάνω , έξω από ’δω πέρα , μεσ’ τις καμινάδες και μουντζουρώθηκα. Τα υπόλοιπα αφού σκόνταψα. Έπεσα εδώ μέσα βουτώντας σε άσπρες μπο-γιές και λάσπη απευθείας με κατάδυση ανάσκελη. Πασα-λειμμένος σαν αλεπού ο μισός. Που να βλέπεις ! Κυνη-γούσα να πιάσω στα χέρια μου κάτι τέτοια σπόρια σαν ε-τούτα ’δω που βλέπω – τί κάνετε ;

Εξήγησε ο Ντερτ , ο παλιόφιλος της Λουλούς καί ’ρι-ξε ένα γρήγορο σχετικό χαιρετισμό και στους μικρούς μια που τό ’φερε η κουβέντα για παιδικές χαρές με παραπάνω φόρα τσιφ απάνω σε τέτοιο ψηλέα , αχαροκανιά. Ένα σκέτο πειρασμό για να κάνεις χάζι τρικλοποδιά άμα είσαι αληταμπουράκος με έμπνευση στις πλάκες.

- Καλά κάνουμε που ήρθαμε ;

Τον ρώτησε η Γκέτεμ που πήρε χαμπάρι ότι βρήκε τον σωστό που ήξερε και τα κατατόπια.

- Όχι !

Κάνει κοφτά ο Ντερτ , κοινώς Μήτσος Δερβισοψηλο-λελέκογλου. Για να εξηγηθεί κατευθείαν δεόντως στην ε-ρώτηση που μόλις του έκανε η Καίτη προκειμένου εκτός των άλλων να θίξει η μικρή πάρα πολύ απλά και το λεπτό θέμα της κορνιζοβουτιάς τη σωστή ώρα , ανησυχώντας για την κατάσταση σ’ όλο το περιβάλλον πλέον μετά και από τούτο ’δω το συναπάντημα. Οπότε ο Μητσάρας έχο-ντας βρει στην ερώτηση της Καιτούλας όλη την αφορμή για να ξεμπαφιάσει , συμπλήρωσε την ξερή του ετούτη άρνηση αμέσως , λέγοντας φουρκισμένος ,

Απάντηση θέλει τέτοια ερώτηση ; Ρε Μπόμπινγκς αυτά     θά ’ναι και τα προστατεύεις στα γρήγορα ! Πήγανε και μου πειράξανε το κάδρο αλλάζοντας σχέδιο ! Πότε προ-λάβατε και τα συμφωνήσατε δεν ξέρω αλλά αν τα τσακώ-σω θα τα κάνω μπουρί με φούμο ! Θα πέσανε μετά ! Δε με νοιάζει ! Κάποιον πρέπει να δείρω !

Όμως πάνω που θά ’λεγε «όχι Ντερτ , ηρέμησε !» η νε-ραϊδοπαραμάνα , ο Ντερτ έφαγε μια γερή τσιμπιά από ένα ροζ μαλλιαροχοντρομπάμπουρα και χάθηκε. Η σάουνα έ-γινε πλυντήριο ρούχων , εμφανίστηκε εγκαίρως με ένα βάδισμα νυσταλέικο ο φύλακας του λούνα παρκ με μια σκάφη γεμάτη άπλυτα , έκανε με το κεφάλι «χαίρετε !» έριξε δυο κέρματα και έβαλε πλύση. Το πλυντήριο αστρα-πιαία ξεμπέρδεψε σε πέντε δευτερόλεπτα. Ο φύλακας έ-βγαλε από μέσα τον Ντερτ καθαρό , στεγνό και με αμνη-σία ενώ ο μοσχοπλυμένος σχεδόν ζωγράφος άρχισε να παραπατάει κάνοντας οχτάρια.

- Δικό σου το ον ;

Ρώτησε ο φύλακας του κορνιζόπαρκου τη νεράιδα. Εκείνη κοιτούσε τον Ντερτ γνέφοντας με το χέρι «έτσι-και-έτσι» ή καλύτερα «και-ναι-και-όχι».

- Σηκώνει επισκευή ή είναι για πέταμα ;

Ψιλοενδιαφέρθηκε μια και βρέθηκε στο ίδιο μέρος και ο φύλακας με τον παραπάνω του επιτρεπομένου ορίου για καπνοδοχοκαθαριστές πλυμένο Ντερτ που επέμενε να προσπαθεί να ορθοποδήσει. Έπειτα και από άλλη μια να προστίθεται ανάμεσα στις τόσες απανωτές βουτιές σε κά-θε είδους σκιτσαριστά λαγούμια και γαλαρίες.

- Θα δούμε αμέσως !

Αποκρίθηκε ίδια με σωληνοπαλτανθοδέσμη η νεραϊ-δούλα στον εξαιρετικά ατάραχο ετούτο φύλακα. Για τον οποίο φύλακα μέχρι και οι μικροί συνέβει να συμπερά-νουνε αμίλητοι την ίδια όμως εκείνη στιγμή που ξέβγαζε απ’ την πλύση τον Ντερτ ότι θα μπέρδευε οπωσδήποτε τη λέξη «αταραξία» με το όνομα από κάποια μέρα της εβδο-μάδας . Ενώ το υπόλοιπο επταήμερο θά ’χε για δαύτονε ονόματα μόνο από έξι συνώνυμες μ’ αυτή λέξεις.

Η Λούλα λοιπόν , γλίστρησε τον αντίχειρά της πάνω στον μέσο του δεξιού της χεριού λέγοντας «Στικ Σποτ !». Ο Ντερτ κοκκάλωσε με βλέμμα απλανές , η Μπόμπινγκς τον χτύπησε ελαφρά με τη μια της γόβα την ανάποδα φο-ρεμένη στο πλάι του δικού του παπουτσιού και τον εξα-φάνισε. Το παπούτσι της έκανε «άου !».

- Θά ’ναι εκεί που θά ’πρεπε ήδη από ώρα και θα κοιμά-ται του καλού καιρού χωρίς να μας θυμάται από εδώ μέ-σα. Ό,τι ήξερε από πιο πριν φτάνει.

Είπε έπειτα από όλη την επιχείρηση διάσωσης η Λούση η νεράιδα ενώ κατόρθωνε μόνη της τούτα τα κόλ-πα.

Ο φύλακας του λούνα παρκ πάντως είχε γυρίσει την πλάτη του , είχε ξαναβάλει πλύση τα δικά του και καθό-τανε ήδη πάνω στην αναποδογυρισμένη σκάφη του. Ξανά μπροστά στο πλυντήριο. Παράλληλα , εκείνο το έντομο που τσίμπησε πιο πριν τον Ντερτ πετούσε τόση ώρα τρι-γύρω. Τώρα είχε μόλις έρθει και μ’ ένα «τσακ !» παπου-τσοτσίμπησε τον Άλσελ που δεν κατάλαβε τίποτα. Έπειτα όμως τσίμπησε το δάχτυλο το μεγάλο της Γκέτεμ μπρο-στά από τη θηλειά του σανδαλιού της του δεξιού.

Η μικρή τούτη κατάλαβε καλύτερα το τσίμπημα και ξενύχιασε και την πατούσα του φίλου της του βαρυκόκ-καλου. Ο Άλσελ έπεσε με τον πισινό , τώρα πονώντας κα-νονικά , κρατώντας το πόδι του με τα δυο χέρια. Πάνω που θα το φύσαγε να ξεπονέσει έμεινε ξερός σε εκείνη τη θέση κρατώντας το και με τα μάγουλα στη φάτσα του φουσκωμένα. Γεμάτα από αέρα που δεν πρόλαβε ούτε να βγάλει. Η Γκέτεμ ξέχασε που βρίσκεται και χαιρέτησε την παραμάνα συνοδό της σαν να την είχε μόλις πρωτοδεί.

- Καλή σας μέρα ! Για το τραμ καλά πάω ;

Είπε η μικρή λίαν κουρκουταποβλακωμένη.

- Αααα-μάν !!!

Είπε η νεραϊδοπαραμάνα η κορνιζογρασιδομπαμπου-ριασμένη δίχως τέτοια έντομα να χρειαστεί να βάλουνε κανένα να πάει σαν το κορόιδο για να πέσει τσάμπα και βερεσέ σαν καμικάζι στην κεφάλα της. Έπειτα ενώ προ-σπαθούσε να κάνει όσο γίνεται γρηγορότερα τις σχετικές επανορθωτικές κινήσεις άρχισε να λέει παραμιλώντας μέσα σε υπερένταση ,

- Ένα «στικ σποτ !» και να του δίνουμε από ’δω όσο γί-νεται πιο σβέλτα. Θα γίνουμε κουδούνια όπου νά ’ναι ! Γκέτεμ ! Περίμενε μια στιγμούλα εκεί ! Μην πας πιο πέ-ρα !

Την ίδια στιγμή μπουζούριασε τον Άλσελ παραγγέλ-νοντας στην τσαντάρα της να ανοίξει και τον έβαλε εκεί μέσα σαν να είναι σε κούνια για νάνι. Πρόφερε μεγαλο-φώνως τις λέξεις «στικ σποτ !» , η Γκέτεμ έγινε άγαλμα , δηλαδή όχι κανονικό , απλώς έμεινε ακίνητη και η νταντά πήγε και την κράτησε απ’ το χέρι. Αμέσως στη συνέχεια ξανάπε «στικ σποτ !» , κοκκάλωσε ο φύλακας μπροστά απ’ το πλυντήριο και πετάξανε τα ρούχα του και απλωθή-κανε πιο ’κει με μανταλάκια σε ένα αόρατο σκοινί μετέ-ωρα στο χώρο. Το πλυντήριο έγινε πόρτα. Η Γκέτεμ , να και ’κείνη που ξαναξύπνησε. Θυμότανε όμως μόνο τα μι-σά χωρίς το συναπάντημα με τον καπνοδοχοϊθαγενή και είδε τον Άλσελ που αποκοιμότανε μέσα στη γιγαντοτσα-ντάρα της παραμάνας της. Πήγε με δυο δρασκελιές , του σβούρηξε ένα φούσκο στο μάγουλο και τον συνέφερε αυ-τοπροσώπως και χωρίς να μπραχαλεύει όλως διόλου τα διάφορα μαγικά.

Ο Άλσελ πετάχτηκε σαν σούστα γυρνώντας την κε-φάλα του δεξιά και αριστερά με απορία μέχρι που είδε πί-σω του τη Γκέτεμ. Με τα χέρια της σταυρωμένα στο στέρνο. Πάνω που θα ρώταγε ο μικρός τι του έκανε του άλλου , της Γκέτεμ εννοείται , η κουλουβαχατονταντά εί-πε για μια φορά ακόμη «στικ σποτ !» και τα πιτσιρίκια ξε-χάσανε αυτομάτως τι θέλανε να πούνε. Η Γκέτεμ έμεινε πάνω σε μια κίνηση χαστουκίσματος και ο Άλσελ με νεύ-μα των χεριών το «τί συμβαίνει ;». Στο επόμενο το ξόρκι κρατάγανε τη νεράιδα απ’ το χέρι και άνοιγε η πόρτα η ξέμπαρκη , πρώην πλυντήριο που έστεκε στέρεη και α-κλόνητη σε παρκοζωγραφιά μέσα. Τελικά , βγαίνανε από την αναθεματισμένη την κορνίζα περνώντας μέσα απ’ την πόρτα εκείνη για να ξαναβρεθούνε στον αέρα , καθαρό ή όχι καλύτερος ήτανε , του πάρκου του άνωθεν. Του εξώ-καδρου.

Μ’ όλα αυτά τα «στικ σποτ !» τα μαζεμένα , τα πι-τσιρίκια το μόνο που θυμόντουσαν πια απ’ τη βόλτα ήτα-νε μέχρι τα ψεύτικα τα αλογάκια του καρουσέλ και τον υ-πναρά τον φύλακα που έμεινε κάτω , στην κορνίζα μέσα. Απ’ την οποία οι μικροί μόλις σκάγανε μύτη κρατώντας τη συνοδό τους. Η μέρα είχε γίνει σαν κουδουνοπάζαρο για να διαλέξει ο τσοπάνος βοϊδοσειρήνα. Με τίποτα δεν έλεγε να προχωρήσει χωρίς ζαλαδοκεφαλιάσματα για τη νεραϊδοσαραπαραμάνα δαύτηνε που από πνεύμα ομαδι-κότητας και λαχτάρα για παραμυθοπερίπατο ήτανε οπτι-κώς όλοι μεταξύ τους σαν κακό συναπάντημα που λες και κάποια στριμμένη γριά τους είχε γρουσουζέψει μόνιμα για να τριγυρνάνε όπου τους έρθει. Όλη η μέχρι εκεί βόλ-τα δε φαινότανε να βγαίνει σε καλό. Πολύς σαματάς για το τίποτα. Μάλλον πολύ σύντομα κάποιος θα άνοιγε το στόμα του για να βρίσει. Θα το δούμε στη συνέχεια , μη σας νοιάζει. Το κεφάλαιο το επόμενο δίπλα είναι. Μια σελίδα δρόμος. Όποτε θέλετε το διαβάζετε.

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH