Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 10

10. Σκέψου Τάληρα

Στο πάρκο το ξεκορνίζωτο είχε επιστρέψει και καθό-τανε απ’ έξω και πιο ’κει απ’ το κάδρο , με την πλάτη σε ένα πλάτανο και τα χέρια πίσω  απ’ το κεφάλι , ο Ντερτ. Το κεφάλι του άδειο. Από τα προηγούμενα τα κυνηγητά και τα ατμόλουτρα με τους πιγκουίνους δε θυμότανε τί-ποτα. Το ξόρκι της Λούσης της Μπουμπουνηταριδοσυν-νεφίδου είχε φροντίσει γι’ αυτό καταλλήλως. Ε , τότε και ο Ντερτ έκανε λοιπόν κούρα για να στρώσει μάγουλο. Κάτω από τα πλατάνια ήτανε μια θεραπεία μέγγλα. Μέιντ Ιν Ίνγκλαντ , αν δεν σκαμπάζετε από ορολογία περί μέγ-γλα. Ύπνος εγγλέζικος και καραμπουζουκλήδικος.

Εκεί συνήθως στο σημείο τούτο του πάρκου άπλωνε ο Ντερτ , ο Μήτσος ο Δερβισοψηλολελέκογλου με τ’ όνο-μα την αρίδα του την τσιρομακρόστενη και λιγνή σαν κα-λαμάκι για γκαζόζα. Όταν δε ρεμπελοκοιμότανε ή θα τρά-βαγε γραμμές με κιμωλία στην πινακίδα του την κορνιζα-ρισμένη ή θα καπελοενοχλούσε για σελινόπενα πίσω απ’ το λοφάκι τον κόσμο. Τί να πάρει ; Αυτοκίνητο ;

Πάντως πότε-πότε πεταγότανε παραπέρα και χόρευε ζωηρά τραγουδώντας κάτι αυτοσχέδια στιχάκια του τύπου «φου-φού , φούμο , κάρβουνα και γρέζι και το χόρτο γλύ-κα ένα πράγμα , μαύρο πετιμέζι». Έδενε στα ποδάρια του κλαπαδοκρόταλα , έπαιζε τρεις ντουντούκες ταυτόχρονα , ρίχνοντας καμιά κλωτσά ανάστροφη σε τίποτε μικρόσω-μες μαλλιαρές παρκετέζες με λουράκι περιπάτου και γρι-ούλα. Την οποία , αν και τα κράταγε απ’ τα λουράκια , ή-τανε τα σκυλάκια τούτα που την είχανε βγάλει βόλτα. Ε-κεί δηλαδή έδινε ο Ντερτ μοναχός του παράσταση. Κάνο-ντας κάτι σκέρτσα που καταντάνε νηστικό αρκούδι να γί-νεται πρωταθλητής σε τριπλή τούμπα και μετά να κάνει οδοντοεπίδειξη στο κοινό. Να συμμορφωθεί ο θεατής ε-πιτόπου να ρίξει κέρμα δείχνοντας καλή προαίρεση γιατί αλλιώς είναι νόστιμες και οι ανθρωπομύτες. Ναι. Αρκου-δονούμερα. Τα οποία δουλεύανε και αυτά με κερματοδέ-κτη. Είσοδος ελεύθερη. Όμως πληρώνεις πριν την έξοδο χωρίς προειδοποίηση. Κας ή πας.

Όπως λοιπόν ήτανε μισοχουζούρης , απ’ όσο θυμότα-νε , μαζεψάντων κάτι ψιλών αφού πρώτα τα σουμάρησε για να δει μήπως κάνει σκορ για πακέτο σέρτικα μετά εί-πε να ξαναπέσει να ξαναξεκουραστεί από την ξεκούραση να πάρει έναν υπνάκο καβάτζα για απόθεμα. Βέβαια , πά-νω στους υπνάκους γίνονται όσα θυμούνται ότι έχουνε να κάνουνε όλοι οι γύρω σου. Δηλαδή , τότε ακριβώς ξεφόρ-τωσε το κορνιζοκάμιονο τη νεραϊδονταντά με την καλλι-καντζαροπαρέα. Αναδυόμενοι σε στυλ σανιδοσαλταριστό. Η παραμάνα με άχτι ενδόμυχο : «Του ξεπατώματος είναι όλα σ’ αυτό τον κόσμο. Αλλιώς του συμφέροντος».

Οι μικροί οι νταντευόμενοι με βάρος. Στομαχικό και συναισθηματικό. Ο Ντερτ , μια σλέπα φαρδιά-πλατιά σαν μακρόστενο φορτηγό καράβι που πιάνει όλο τον ορίζο-ντα , αργό και κοιμήσικο , πάνω που ξαναγλάρωνε , ση-κώθηκε να δει τι του έκοψε τη μουργέλα. Μα συλλογί-στηκε αμίλητος μόλις είδε ,

«Η νταντά ρε παιδί μου γιατί κυκλοφορεί ! Ποιος ξέρει. Όλοι οι μικροί είναι προκάτ γεννημένοι τσιφ εξέκιουτιβς από τις πάνες τους. Ας μην τα σκουπίσουνε και σου λέω εγώ που θα με αφήσουνε με τα χωνεμένα στην πάνα εμέ-νανε ! Όχι ψέμματα θά ’ναι ! Όπως τα βλέπω από ’κει που σκάνε μύτη έτσι και αλλιώς μέσα πέφτω. Για τέτοια τα κόβω από τότε που απανωανακουφιζόντουσαν , μόλις χθες μπουσουλώντας».

Που νά ’ξερε ωστόσο ο Ντερτ για τι είδους ξακουστή φάρα στα είδη υγιεινής νεραϊδοδιατροφής μίλαγε. Διότι μέχρι και το κορνιζάκι του το τουνελοκουνελοτρύπιο , του ομίλου εταιρειών «Φραγκο-Μπογο» παραβλαστάρι ήτανε. Μελλοντικώς κατορθωμένο όπως και τα ρέστα τα νεραϊδοφανή αν και όλως παραδόξως εναποτεθειμμένο μπροστά του , αποτελώντας αν μη τι άλλο τρανό τεκμή-ριο των διαπρεπών ιθυνόντων εγκεφάλων που βγάζανε οι Μπογοδιφραγκοδεκατεβαινογλέοι και οι Φραγκομαζωξό-πουλοι …ή μήπως τό ’πα ανάποδα ; Μα , ναι. Παρά λίγο και θα πήγαινε στράφι η δόξα. Έπρεπε νά ’χω πει χωρίς σαρδάμ αλλά πως , δε γίνεται διότι φταίνε και τούτα τα ονόματα κάμποσο , έπρεπε λέω να διαβάζετε «οι Μπογο-διφραγκομαζωξόπουλοι και οι Φραγκοδεκατεβαινογλέοι».

Βέβαια , από μέσα του τα εξέφρασε όλα εκείνα για την ανακούφιση τη μπεμπέ ο Ντερτ , καθότι μεγαλοφώ-νως δεν είναι σωστό να λέγονται. Ε , τό ’χει ρίξει ο Μή-τσος και λίγο παραπάνω στο «σαν μπεις μέσα στα κάδρα , κάθησε και μην πας πολύ συχνά και ξανάρχεσαι». Διότι παντού το ίδιο είναι αλλά όσο και να έκανε συννενόηση με νεράιδες άλλο τόσο πιάνανε τόπο. Άσε που θα τον βό-λευε και τον Ντερτ να τό ’χει σαν λύση απαλλαγής από τέτοια ζιζάνια δια παντός αλλά πως γινότανε και κάτι πά-θαινε και όλο το ξέχναγε.

«Επ !!!…Πότε μπήκανε τούτοι και ξαναβγαίνουνε ; Ο-ρίστε. Μας πιάσανε οι τζαμπατζήδες στον ύπνο ! Ένας , δύο αλλά κάνει για μπόνους , μετριέται για παραπάνω νο-ματέους και πληρώνει εισιτήριο διπλό ο αριθμός τρία».

Μισοχασμουρήθηκε και ξύπνησε ξαφνικά γκαβομα-τοτριβόμενος καλά , πανωφρυδαπορώντας ο Μήτσος ο Δερβισοψηλολελέκογλου ο καμιναδοζωγράφος με το μα-γικό το καφάσι το μπισκοτοσούλουπο που εκτελούσε και δρομολόγια σαν καδροφεριμπότ. Ο οποίος Μητσάρας α-φού ψιλοκαλαμπούρησε από μέσα του είπε έπειτα και απ’ έξω του προς τους άρτι αφιχθέντες ,

- Καλώς τους !

Ενώ από μέσα του πάλι , μετανιώνει που τους είδε κάνοντας : «Ήτανε ανάγκη να ξαναβγείτε ; Φτου γκίνια ! Αμ , τί τις έχουμε τις κορνιζοπαγίδες ; Όξω ! Η βόλτα ρε νταντά παλαβιάρα είναι για να τα φάει και καμιά μαρμά-γκα !».

Το οποίο σήμαινε πως έτσι και ενημερωνότανε σχετι-κώς και ο Μητσάρας για τα μόλις σακκουλευθέντα από τη Λουλού στοιχεία περί των νεραϊδομαστιχιώνε πολύ θα σεκλετιζότανε που η Λουλού δε σκέφτηκε να του φέρει τα δυο τούτα σπόρια καλούμπες φτιαγμένα. Μια και η νταντονεράιδα με το σάλτο που είχε κάνει – φυσέκι κιό-λας – έως την οδό Νεροκολοκυθομάχης τελικά ή κέρδιζε ένα ακαταλαβίστικης εξυπνάδας νεραϊδοντάντεμα ή αλ-λιώς έπεφτε θύμα σε μια ατσεκάριστη οπωσδήποτε ατέ-λεια από μασούλημα μίας μόνο αλλά πολύ ρημάδας τσί-κλας της εταιρείας «Φραγκο-Μπογο». Νά ’βλεπε δε άλ-λος στο από μέσα του μυαλού του Μητσάρα πως αντέ-δρασε όταν η Λούλα του τα σύστησε κιόλας βάρδα να μη του δίνανε τον αριθμό τηλεφώνου για την εξυπηρέτηση των καταναλωτών της Φραγκο-Μπογο. Για να μην τυχόν κάνει να ποιες υποδείξεις για τη βελτίωση του κορνιζο-προϊόντος για τους βούτους τους παλαβούς. Διότι αυτά α-κριβώς σκεφτότανε ο Ντερτ με το που έκανε η νεραϊδού-λα σβέλτα τις συστάσεις ,

«Α , μπα ; Άλσελ και Γκέτεμ τα λένε ; Άρα σε πουλάνε και σ’ αγοράζουνε. Κλώτσο λένε όλα τα παραμύθια απ’ την αρχή να δώσεις. Τί τα πηγαινοφέρνεις και είναι και μ’ ένα παράπονο δηλαδή , τι να σου πω ! Όχι για τίποτ’ άλ-λο ! Επειδή δε σε κάνανε ακόμα μασούρι για γιογιό !»

Όμως μια και δε συντρέχανε λόγοι παραπάνω τέτοιας ανησυχίας δεν προέκυψε απολύτως τίποτα το βάρβαρο και λυπητερό. Μα γιατί να μη μάθετε τις λεπτομέρειες. Να , ας αρχίσουμε απ’ τον Αλέκο. Ο οποίος είχε ήδη ξανά στο χέρι τα σύνεργα της γνωστής δουλειάς που έκανε και αν δε σοκολατοεργαζότανε έτσι πασαλειμμένος γύρω απ’ το στόμα όπως ήτανε , νόμιζες πως είχε δοκιμάσει να φάει κομμάτια απ’ το τοπίο του πίνακα.

Η Μπόμπινγκς όπως την παρατηρούσε τώρα ο Ντερτ είχε τα χάλια στολή. Δεν άλλαζε και δαύτη λουκ συχνά.

Η Γκέτεμ ; Η προσωποποίηση της μπαρουτοκαπνι-σμένης προεδρογραμματέως που κάνει ταμείο και βρίσκει πάντοτε έλλειμμα. Μας ανήκουνε και όσα δεν πήραμε και τ’ αφήσαμε γι’ αύριο , σε ταμπέλα παρά λίγο γραμμένο. Θα τού ’λεγε , έτοιμη ήτανε , του ξεστουπωτή των καμι-νάδων να κάνει τη ζωγραφιά του χαλάκι εξώπορτας με τυπωμένο αντί «γουέλκαμ !» το «όποιος έχει ποδάρια με ροχάλες στις πατούσες κάτω από τις σόλες και μού ’ρθε περπατώντας» αλλά είπε ,

- Άλλη φορά θα έρθω με αυτοκίνητο και σοφέρ να δού-με αν χωράμε όλοι. Ωραίο το μέρος και έχει προοπτικές για οικιστική αναβάθμιση με σούπερ-λουξ ξενοδοχεία που θά ’χουνε μέχρι σουίτα προεδρική. Επιφυλάσσομαι για την επόμενη φορά και γιορς…Ωπ ! Μάιν ! Άκου ρε γιορς ! Τα λετσοχαρωπά ! Μάιν με υπογραφή ! Γκέτεμ Κλωτσαποτέτοιους.

Τά ’πε όλα αυτά η Μπογοδιφραγκομαζοξωπούλου η τζούνιορ άνευ αλλαγής επωνύμου στο ληξίαρχο. Επιτό-που. Μάλιστα , η Γκέτεμ !

«Το κολλεγιοζούζουνο. Τι παιδί-θαύμα ! Για να θυμά-σαι να φοράς ζώνη με την αγκράφα πάντοτε καλογυαλι-σμένη και αλίμονό σου έτσι και δε στέκεσαι κλαρίνο όταν σου μιλάει. Γι’ αυτό και μόνο όμως δε γίνεται νά ’σαι κα-νονικά ζωσμένος. Χρειάζεται βοηθός για νά ’σαι καλοτυ-λιγμένος δυο-τρεις βόλτες με τη ζώνη πάνω από τα χέρια πριν σου την κουμπώσουνε. Ναι».

Σχολίαζε κρυφίως και ο Ντερτ που συμπλήρωσε τις παρατηρήσεις τις μουγγές καταλήγοντας πως ,

«Το παιδάκι ντυμένο σαν πάστα-φλώρα μας ήρθε από ’δω. Από πού θα ξέρει πώς να κάνεις μπάζα για να τρώνε μέχρι και τα τρισέγγονα της τρισεγγόνας σου ; Να πεις ότι έχει και όψη λουσάτη. Μυαλό θά ’χει ;».

Αφού τόσα ήξερε , βεβαίως και τόσα θά ’λεγε στον εαυτό του ο Ντερτ. Διότι όποιος δεν ξέρει πάει γυρεύο-ντας. Η κορνίζα του τό ’ξερε και καλύτερα. Παρ’ όλα τού-τα πήρε το λόγο ο Μήτσος ο Δερβισοψηλολελέκογλου και είπε εύθυμος στην όψη. Μα με απάθεια και φορεμένο αντί για ζωνάρι γυαλισμένο ένα  από τα πιο πανούργα χα-μόγελα ψευτοηρεμίας , καθότι η μόνη του έγνοια ήτανε εκείνη τη στιγμή πως να αποφύγει να τα γδάρει της Λου-λούς τα μικρόβια και τα δυο επιτόπου. Απευθυνόμενος , αφού εκείνη πρωτομίλησε , στην Καιτούλα την τόση δα λέγοντας ,

- Ε , καλά ! Μη συγχύζεσαι , δεν κάνει ! Διότι θα μας πάθεις τίποτα μικρή ! Έχει και άλλα τέτοια η περιοχή. Τό-σα που θα προτιμούσες νά ’χες ανοίξει το πλυντήριο και να μπουκάρεις να σε πλύνει σε ενενήντα βαθμούς. Αυτό κάτι μου θυμίζει , ενοχλητικό , δε θυμάμαι γιατί…

Στη συνέχεια καθώς ένιωσε ότι εκτονώθηκε ο εκνευ-ρισμός του μ’ αυτή την απάντηση είπε μαλακώνοντας μπας και αλλάξει για καλό και το όλο κλίμα ,

- Όπως είμαστε μια και ειν’ ευκαιρία να , δεν πάμε…

- Εμένα σπίτι μου και ’σεις όπου σας αρέσει !

Κόβει όμως την όποια πρόταση στη μέση η Γκέτεμ ασυζητητί.

- …μέχρι το σπίτι τη Γκέτεμμμμ…

Τα μπαλώνει ο ανθυποζωγράφος αμέσως. Ρίχνοντας και ιδέα για τα υπόλοιπα της ημέρας τα καθήκοντα ψυχα-γωγίας. Η οποία ιδέα ήτανε η εξής όπως την πέταξε ,

- Εκεί σαλτάρω κατά την ταράτσα , κάνω έτσι και σας μοστράρω και ένα καπνοδοχοκαθάρισμα χορευτικό , κα-ζατσόκ στις καπνοδόχους και ίσως και λίγο σχοινάκι «χοπ-χοπ !» , σταυρωτό να με καμαρώσετε ! Να πάρω και λίγο φούμο να έχω για το ντεγραντάρισμα των τόνων στα τοπία τα ασπρόμαυρα στην κορνίζα.

- Έχουμε και εκείνο τον κουρσαροπαλαβό τον καπετά-νιο για γείτονα , τον αρματωμένο με το κανόνι , που , για να ξέρεις , το μπουρλοτιάζει κανονικά. Είναι «κικιρίκου και έρχεται μπουρίνι !». Έλα και ’συ για νά ’χουμε ποικι-λία…Θα παίζουμε και «γύρω-γύρω όλοι στη μέση το μπαρούτι».

Κάνει η Γκέτεμ με μια διάθεση τρομερής ανίας.

- Άντε , πάμε !

Λένε με μια φωνή η Μπόμπινγκς και ο κατά τη γνώ-μη τη δική του μονάχα ζωγράφος ενώ η νεράιδα συμπλή-ρωσε ,

- Να σαλτάρει μια δόση και ο Δερβισοψηλολελέκογλου στις καμινάδες εφ’ όσον στα σαλταρίσματα έχει λανσά-ρει το άθλημα !

Σημείωσε μόνο «Σππύτυ-Γκαίτταιμ-Δύπλλα-Άλλσ-σαιλ» , δηλαδή στης Γκέτεμ τη μπάντα απ’ το διπλομονο-κόμματο το σπίτι με τη μυτερή οροφή που ήτανε καπακω-μένο με μια ταρατσοσοφίτα με δυο τσιμινιέρες. Τον έγρα-ψε αλλοπρόσαλλα όμως τον προορισμό πάνω στη κορνίζα του ο Ντερτ που είχε κάνει άσκηση μοντέρνας τέχνης και την ορθογραφία μαζί. Χωρίς να προλάβει να δώσει σημα-σία κανένας απ ’τους υπόλοιπους γι’ αυτή τη στραβοτιμο-νιά.

Στη συνέχεια αφού κρατήσανε ο καθένας το διπλανό του σε κύκλο , σαλτάρανε μαζί μέσα στο κάδρο από την αφετηρία. Ταυτόχρονα κάνανε το ίδιο και η αγκλεουρό-τσαντα και η τσιρκουλοσπαθομπρέλα. Σαν ένας εύσωμος που εκφεντονίζεται από ψηλό βατήρα για κατάδυση και ένας ακροβάτης φαινόμενο που χωράει βουτώντας για θε-αματικό φινάλε σε ποτήρι ή μάλλον σε πολύ ψηλό σωλη-νοπότηρο λόγω του μακρουλομύτικου σουλουπιού που πήρε η κορνίζα μόνο και μόνο για να κάνει ένα βούτο το ομπρελοτίμονο ποδηλάτου το πανινομπανελένιο. Άντε να δούμε και ’μεις τώρα που θα βγούμε μετά απ’ αυτό το μα-κροβούτι…

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH