![]() |
ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH |
|
Μίλα Μου Για ΞόρκιαΚεφάλαιο 20 20. Οδός Ναυάρχου Ζουμ Και Αλαλούμ Γωνία Καλά λέει ο τίτλος ! Τελείως. Μα τι ξέρετε και ’σεις ! Ε ! Καθότι αν δε βλέπετε τι συμβαίνει εγώ φταίω. Οπότε για το ψητό σας είναι άγνωστο το παραμικρό. Για το θέμα δηλαδή το τρέχον. Πού είναι η νταντά εννοώντας. Ξέρε-τε ; Εδώ έφυγε πρώτη σαλτάροντας με μια κεφαλοβουτιά αφήνοντας τους ρέστους σύξυλους για να πάει για καπε-λοκυνήγι όπου νά ’ναι. Ό,τι θέλουμε λέμε ; Κανείς δεν ξέ-ρει ποτέ για νεραϊδανακατέματα τίποτα. Γιατί όποιος κά-νει πως μπλέκει με τέτοια ζητήματα τον τρώνε στα κοτέ-τσια τα νεραϊδομουτζωμένα για πίτουρο και ας μην τις έ-χει ξαναενοχλήσει τις κότες ποτέ. Το ένδυμα παραπλανεί το άτιμο. Το κάνει η νεραϊδούλα η γλομποκολώνα η σιλ-φιδάτη κέφι και μοιάζει με καναριναπειλή γαργαντουό-παλτη με αρβύλες. Τέλος πάντων !! Λοιπόν , άντε. Ας δούμε τι έγινε παρακάτω γιατί δεν αξίζει άλλο σασπένς τον κόπο. Ψυχολογική προετοιμασία δήθεν είναι όλο αυτό το μπλαμπλά ίσαμ’ εδώ. Διότι κα-θώς καταλάβατε ήδη απ’ τον βούτο της ετούτο τον σού-μπιτο και απρόβλεπτο η νεράιδα έφυγε με καπελοβουτιά να πάει να πιάσει χωρίς ιξόβεργα το καπελορτύκι που της έτυχε. Το οποίο συνέβει επιτυχώς. Η νεραϊδοπαραμάνα τούτη έπιανε τελικά μόνο καπέλα γρουσουζογουρλίδικα στον αέρα. Έτσι μετά από αεροκαπελονεραϊδομαχία «τώ-ρα σ’ έχω-φτου πως μού ’φυγες !» το πρόλαβε. Το βόλεψε με πρεμούρα μεγάλη στο καρκαλοκέφαλό της αμέσως ε-νώ ο Δερβισοψηλολελέκογλου , ο Ντερτ προσγειωνότανε ανάσκελα και πιο γρήγορα προσπερνώντας την. Κατά την προσγείωση στην ταράτσα του γερο-Ζουμ ο σπαθάτος ο φουγαροξεσκονιστήρας έπεσε σκαστός να μην έχει και άγχος. Ώστε νά ’ναι αυτός που θα περίμενε πρώτος και καλύτερος τους άλλους του καδρομπουλου-κιού. Χρησιμοποιώντας σαν ρύγχος μάλιστα ο γατόμα-γκας τη λάθος πλευρά της σιλουέτας του της μακρυναρό-στενης και αμπαλαντσάριστης για να κάνει επαφή με το χώρο στάθμευσης. Φουντάροντας δηλαδή με τις πλακου-τσωτές τις κοκκάλες τις φαρδιές που είναι και ακριβώς κάτω απ ’τη μέση στο πίσω τμήμα του σκελετού. Γιατί τα ψαχνά λείπανε με άδεια επ’ αόριστο. Άνευ αποδοχών κιό-λας καθότι αυτές περίμενε ο Ντερτ να τσεπώσει το γρηγο-ρότερο με κανένα καλομελετημένο καλίγωμα ψύλλου και να γίνει κάπως λιγότερο παξιμαδερός. Έτσι , χοροπήδησε – εκεί που θέλει πολυθρόνα με α-λεξίπτωτο στο παρκάρισμα για να γίνεται με το μαλακό το σταμάτημα σε θέση καθίσματος βαθέος – κατακόκκα-λα πάνω σε σκεπή από μπετόν αρμέ. Διότι τι κατάσαρκα κατά τα ρέστα. Όταν ξαφνικά , πάνω στο πετσοκοκκαλο-κάπουλο πέσιμο πάνω που κοκκαλοτριβότανε να του πε-ράσει ο πόνος , να που εφορμούσε και η νταντά στο ταρα-τσοδρόμιο ουρανοφρενάροντας με τα χέρια στο καπέλο. Τα σύννεφα βλέπανε δυο πατούσες. Για να πέσει καθώς έκοβε ταχύτητα με τις χερούκλες αρχικώς τεντωμένες να κρατάνε την καπελοβαβούρα με το κεφάλι προς το ταρα-τσοναρκοπέδιο. Απότομα όμως το τρομπετοσαμπρελοκά-πελο όπως τό ’χε τσακώσει ξεχείλωσε προς τα κάτω , μά-ζεψε ξανά προς τα πάνω και της έκοψε της νεραϊδοντα-ντάς τη φόρα. Φέρνοντάς τη με βουτιά σε κίνηση όπι-σθεν-άνω-κάτω , επιτέλους όρθια. Ταυτόχρονα στούμπωνε με τα δυο της τα ξεράδια τα ατελείωτα το αξεσουάρ ετούτο στην καθράπα της τη νε-ραϊδινοκλούβια. Κάνοντας μαζί και τις δυο τις φτέρνες , φρένα. Σηκώνοντας τις πατουσάρες της με τα ακροδάχτυ-λα προς τα πάνω σαν τσαρούχια. Ακριβώς πριν πατήσει στην ταρατσάρα την καγκελόφραχτη του Ζουμ. Στο τσακ φρενάρησε η νταντά τούτη όπως φαντάζεστε. Καθώς συ-ναντούσε δε τον Ντερτ στο ταρατσοδρόμιο με τον Αστρα-ποσπιθοστέκα μαζί του μέσα στην παλάμη του η νεράιδα έβλεπε σε χρόνο μηδέν δυο παρακλητικά «σσσστ !» με το δάχτυλο μπροστά στο στόμα τους. Ενώ ο Ντερτ με το ίδιο χέρι που έκανε «σσσστ !» εναλλάξ σανιδοκαπουλοτριβό-τανε μια και δεν είχε ξεπονέσει ακόμη. Μαζί , πάνω στην άλλη παλάμη του φρικτού , με σφραγίδα και από την Α-καδημία ακόμη αλλά για τη φρίκη όχι για πτυχίο , ζωγρά-φου έκανε και ο Αστραποσπιθοστέκας ψιθυρίζοντας και γνέφοντας με το δάχτυλο συνεχώς «σσσστ !». Δίνοντας και τούτος παρομοίως μεγάλη σημασία στη σιωπή. Η νεραϊδοπαραμάνα συνοφρυώθηκε και βρέθηκε για να πατήσει αθόρυβη σαν φτερό πίσω τους κάπου πέντε βήματα. Η σειρά του Άλσελ όταν ήρθε και βγήκε ουρανο-κατέβατος , ξεμπουκαριστός σαν να πέφτει καθιστός επί-σης χωρίς φουσκωτά πρόσθετα στην πλευρά φρεναρίσμα-τος , είδε και τούτος κατευθείαν τρία δάχτυλα σε τρία στόματα. Να τον περιμένουνε ακριβώς αντίθετα , πίσω και μακριά απ ’τη θέση του Ζουμ. Η Λουλού τον έπιασε με τα δυο χέρια καλού-κακού λίγο πριν την επαφή του με τη στέγη. Άφησε σκέτο τον Ντερτ να κάνει του Άλσελ α-κόμη «σσσστ !» με τό ’να χέρι. Το στόμα το δικό του ο Άλσελ τό ’χε δηλαδή ασοκολατομαύριστο και επτασφρά-γιστο απ’ το χέρι του Ντερτ στο στόμα το δικό του. Εν-νοώ του Άλσελ το στόμα. Το χέρι ήτανε του Ντερτ εκείνο που είχε βουλώσει το στόμα του Άλσελ. Αυτό λέμε. Έ-τσι ; Καθότι και ο Ντερτ έτσι θα τά ’λεγε. Σάμπως σκοτι-ζότανε αν έγραφε και καθόλου καλύτερα ; Σουρεάλα πρώτου μεγέθους. Για νά ’ναι αφηρημένη και η τέχνη μαζί. Διότι δεν ήτανε αυτές εδώ βόλτες με νεράιδες. Καλύ-τερα με το τρόλεϊ χωρίς εισιτήριο και ας σέ ’πιανε ο ελεγ-κτής των εισιτηρίων. Η όλη διαδρομή ήτανε πιο ζημιάρι-κη και από πρόστιμο για τζάμπα επιβίβαση. Σκέψου να κάνανε δηλαδή οι μικροί είκοσι φορές σερί τις ίδιες βόλ-τες. Τίποτ’ άλλο δε σου λέω ! ¾ Ε , Μπολ ; Να ρωτήσουμε για να δούμε τι θα μας έλεγε και η πρωτοκανονόμπαλα η εξής μία και μοναδική – χωρίς α-ντίζηλο – του γερο-Ζουμ. Ο Αστραποσπιθοστέκας. ¾ Ξακουστός κάργα ! Ώπα. Σόρι. Σσσσστ ! Δε σου λέω τίποτ’ άλλο ! Δε σου λέω ; Πως δε σου λέω ! Σου λέω ! Ε ! Καθότι πρέπει κάτι να πω. Τί ; Δε θα πω ; Θα πω ! Πως. Ας πούμε , να ! Δηλαδή να , ας πούμε ! ¾ Φτάνει Μπολ ! Μας είπες. Να πω και ’γω σε σας αμέ-σως τι συμβαίνει στη συνέχεια γιατί έτσι δε γίνεται. Λοι-πόν ορίστε. Είχαμε μείνει και τυχαία εντελώς στον Μπί-λια την οβίδα. Πρέπει όμως ν’ αρχίσουμε να ξεκολλάμε. Ε , όσο για δαύτον έκανε στον Άλσελ όπως και σε μας ένα «σσσστ!» ήδη από την εξωτερική τσέπη του σα-κακιού του Μήτσου του Δερβισοψηλολελέκογλου. Δηλα-δή του Ντερτ. Τό ’παμε τελικά και πάει και αυτό. Η Γκέτεμ όμως που με την πάρλα την ξέχασα είδε ερχόμενη τέσσερα «δαχτυλο-σσσστ !». Μόλις που πρόλα-βε. Γιατί η ομπρέλα φρέναρε απότομα αλλά άηχα υπα-κούοντας στο σινιάλο ολονών των αλλονώνε. Ενώ κατε-βαίνανε , Γκέτεμ και ομπρέλα καρφωτοί σαν οδοντογλυ-φίδα με μπουρεκάκι. Η μικρή το σαΐνι έπεφτε με το κεφά-λι βαστώντας την ομπρέλα απ’ τη λαβή. Η ομπρέλα , σαΐ-νι δεύτερο κατέβαινε εφορμώντας με τη μύτη. Με το ξαφνικό φρενάρισμα λόγω του τετραπλού του «σσσστ !» η Γκέτεμ όμως λες και δεν έφτανε ουρανοβγαί-νοντας η κορνιζόστρακα η τιναχτή , ήρθε να μυτοσβαρνί-σει το ομπρελοκόνταρο. Αγκαλιάζοντάς το από αντανα-κλαστικά ενώ αυτό χαμήλωνε σαν ομπρέλα κλειστή που κατέφτανε ραλιτζήδικα προς τη στέγη. Βέβαια είπε το «άου !» μουγγά και η Γκέτεμ καθώς έλαβε μαζί και το νό-ημα για σιωπή. Τί άλλο θα πάθαινε ; Απ’ το κοντάρι της αεροσκουτερομπρέλας γλίστρησε κάθετα σαν πυροσβέ-στης με τέσσερα «σσσστ !» στη μούρη σχεδόν αυτοκόλ-λητα. Αμέσως τότε βγήκε η τσιμεντολιθότσαντα και αλλη-λοκοιταχτήκανε πέντε μούτρα που έπρεπε να εφαρμόσου-νε κατευθείαν σχέδιο εξπρές για ένα «σσσστ !» για τσα-ντόπτωση σαν και τούτη ’δω. Ο Μήτσος ο Δερβισοψηλο-λελέκογλου έκανε το σηματορό χωρίς να αργεί κοιτώντας την τσάντα τέρας του Λοχ-Νες και κουνώντας τα χέρια. Σαν να χαιρετάει από κανένα πλοίο αραγμένο δυο μίλια απ’ τη στεριά ένα φίλο του που είχε σπίτι άλλα δυο μίλια μακριά κατά το βουνό. Ο Αστραποσπιθοστέκας στην τσέ-πη. Ατένιζε και αυτός κατά πάνω. Ο Αλέκος ο Φραγκοδεκατεβαίνογλου πιο ’κει έμεινε κάνοντας στη Χαμ-Μπαγκ οπτικοακουστικό σινιάλο με το «σσσστ !» το δικό του και την κοίταγε γουρλωμένος σαν να προσπαθούσε να τη φρενάρει. Με βλέμμα που μά-τιαζε σε έξτρα δόση και νόμιζε ότι κοκκαλώνει ολομόνα-χος με δαύτο και βάρος τόνων ολόκληρων. Ποια ; Την τσάντα. Η οποία ήτανε σαν ελέφαντας με βαρίδια. Ίδια με μπετόν που το αδειάζουνε στη θάλασσα για προβλήτα. Από κάτω όμως απ’ το σημείο «Χ» της πτώσης ο Άλ-σελ δεν πήγε για να σιγουρευτεί για τη δύναμη πού ’χε το βλέμμα του. Για βοήθεια στο αθόρυβο καπουλοτσαντοτα-ρατσακούμπημα κοντεύανε να του πεταχτούνε οι βολβοί σαν κάννες πτυσσόμενες. Λες και θα αντέχανε να βαστή-ξουνε οι μυτεροί του οφθαλμοβολβοί αν γουρλώνανε πο-τέ τους τόσο μια τέτοια τσάντα. Σαν καστροφρούριο ιπτά-μενο που κατέβαινε να κάνει πίτα ό,τι υπήρχε από κάτω στο σημείο προσγείωσης. Καθόσο εκεί τού ’ρθε να πάει και του Άλσελ να βοηθήσει. Στο μεταξύ η Γκέτεμ , αχ αυτή η Γκέτεμ , έκανε «σουτ !» για σιωπή , όχι για καλάμι κανενός ποδιού ενώ έδειχνε τον Ζουμ ! Ε , η τσάντα το αμόνι , η Γκέτεμ το σφυρί , διάλεξε να συννενοηθεί με τη χειρονομία της Γκέ-τεμ ο παλιοσιδερόμπογος. Το ανατριχιαστικότερο ήτανε πως η «στικ σποτ !» γρηγορονεραϊδοκομπίνα της Λου-λούς είχε κολλήσει. Η παραμανονεράιδα έκανε «ξουτ !» με το ένα χέρι. Για να σκαμπάσει να πάει μακριά απ’ το ναύαρχο και το ύπαρχό του η τσαντόβομβα , πέρα απένα-ντι και πίσω τους. Μα έλα που με το άλλο της το κουβαρόχερο έδειχνε επίσης τον Ζουμ ! Δυο χέρια για προσεδάφιση σε περιο-χή κεφάλας Ζουμ και παραστεκόντων. Σιγοντάριζε και το χέρι μιας Κλωτσαποτέτοιους κιόλας , άρα...Ψηλοκρεμα-στή με πτώση βάρους πλανήτη δεύτερου πάνω σε άλλο- νε ! Πήγαινε να σφυρηλατήσει τον Ζουμ και τον ύπαρχο να τους κάνει ξιφολεπίδες ! Να κάνει σμπάρο πάνω στα δυο κεφάλια αμέσως. Τα οποία χωρούσανε για την ογκο-λιθοτσαντιά με το παραπάνω. Η ομπρέλα τώρα δεν ξέρω πως έγινε , θες από κρίση ευφυίας , θες από ζαβολιά , δραστηριοποιήθηκε. Μόλις που πρόφτασε να χαϊδέψει ο τσαντοπισινός τις τρίχες των κεφαλιών (ο αριθμός σελίδας ναι , είναι και η σούμα για τον όλο αριθμό μαλλιών) των δυο ναυτικών. Των παρά λίγο στεριανοπνιγμένων από κατολίσθηση σαβούρας κα-ταχωνιασμένης σε τσαντάρα από μάλλινο ρετάλι χαλιού , αεροφουνταριστής. Όταν η αγκυρολαβή της ομπρέλας τράβηξε ξαφνικά τον τσαντοκεφαλοθραύστη στα γρήγορα. Βεβαίως , λόγω του υπερβολικού βάρους της μαντροτοιχότσαντας έβαλε υπερβολική δύναμη και η ομπρέλα. Έφυγε αγκιστρωμένη σαν νταλίκα χωρίς φρένα. Ευτυχώς όμως που παρέσυρε το τσαντοκοντέινερ που αγκίστρωσε , μακριά από τον Ζουμ και τον άλλο , τον ύπαρχό του. Η νεραϊδογκουβερνάντα είχε να γυρίζει πολύ γκαντε-μομανιβέλα με τα ξόρκια αλλά τα δούλευε σαν νά ’χε την τύχη πρωτάρη τζογαδόρου. Δηλαδή ή μια καί ’ξω με την πρώτη ή στο τσακ πριν τα χάσει , τά ’παιρνε όλα. Με αυ-τοξόρκι πάνω στην ώρα τουρμπινοενισχύθηκε στα ποδά-ρια από δύναμη. Με δρασκελιές γαζέλας που κυνηγάει να φάει λιοντάρι και όχι ανάποδα πήγε στο σημείο «χι» της κιβωτιοτσαντοκασόπτωσης πριν ολοκληρωθεί το απί-στευτο το γεγονός ακόμη. Άπλωσε σβέλτα μια μαντηλάρα κόκκινη καρό για πικ-νικ. Το ότι έδρασε αστραπιαία να λέγεται. Παρά-τρίχα πρόλαβε. Ήτανε σαν να έβλεπες τρένο να περνάει από δί-πλα σου. Μια θολούρα μόνο φάνηκε. Στα κίτρινα. Λες και η νεράιδα έγινε τούλι αχνοκίτρινο , δεκαπεντάμετρο σαν μπερντές. Τότε αμέσως το αγριοτσαντοβουνί εκείνο το ρημάδι σαν κατρακύλα αγκωναριού από φαράγγι στην Α-ριζόνα που την προλάβανε από θαύμα έπεσε σε ’κείνο το καρό το γρασιδομάντηλο χωρίς να βγει άχνα. Απότομα ω-στόσο , αναπήδησε τρομαγμένη η νεραϊδογκουβερνάντα διότι στο περίσσευμα της μαντηλάρας της καρό ήρθε και έπεσε απρόοπτα η πιατελοπινακίδα. Η οποία κατηφόρησε απ’ τον ουρανό σαν ταψί που τό ’χει για έλκηθρο βούβα-λος για να γλιτώσει από το ψήσιμο στο φούρνο. Ναι. Ε , τα παπούτσια της Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου της νεραϊδούλας πού ’χε και τ’ όνομα το ξέχειλο από τέ-τοια τρανή φόρα όσο συχνά-πυκνά μαζί με τ’ όνομα και τη χάρη , βρήκανε την ευκαιρία για να ζωηρέψουνε ταυ-τοχρόνως. Όπως στεκότανε μόλις έξω απ’ το κολατσοπανί για το εξοχικό το γεύμα κάνανε «σσσστ !» και τα δύο. Το ένα της το καρουμπαλόφτερ-νο το μαουνοπάπουτσο με θόρυβο το «σσσστ ! σε τσάντα και κορνιζοπινακίδα , α-πευθυνόμενο στο τσανταρκούδι και το καδροτεντζεροκά-πακο. Η άλλη της η χοντρομπρικόγοβα έκανε «σσσστ !» πάλι με θόρυβο στη διπλανή της τη δίδυμη επειδή – λέει – έκανε «σσσστ !» με θόρυβο. ¾ Σσσστ !!! Έκανε πολύ δυνατά και η παρά-τρίχα κεφαλοτσαντο-νεράιδα. Τόσο που ξαφνιάστηκε στη στιγμή , κοκκίνησε σαν παντζάρι απ’ τη γκάφα και βούλωσε με την παλάμη της το ίδιο της το στόμα. ¾ Έικχεντ... ¾ Σσσστ ! ¾ Σσσστ ! ¾ Σσσστ ! ¾ Σσσστ ! Κάνανε τα πόδια για να σκάσει το κεφάλι. Δηλαδή τα παπούτσια στα ποδάρια προς το καπέλο στη γκλάβα της Λούλας Μπόμπινγκς που μπαΐλντησε από τα «σσσστ !». Τότε πλακώσανε απανωτά ό,τι «σσσστ !» φαντάζεται κα-νείς. Έκανε «σσσστ !» μέχρι και γείτονας του Ζουμ από άλλη απέναντι πλευρά του σπιτιού του ναυάρχου. Πήγε να κελαηδήσει κάποιο σπουργιτόσπινο εκνευρισμένο και έφαγε μισή ντουζίνα «σσσστ !» από άλλα σοβαρότερα στο ίδιο δέντρο. Το πεισματάρικο ξαναθορύβησε με μισο-τελειωμένα όμως τα «τσίου» διότι έφαγε σπουργιτοσυζυ-γοροπαλιά. Οπότε στο πολυκατοικιόδεντρο που ξεπερ-νούσε στο ύψος την ταράτσα του Ζουμ , φυτεμένο στον ί-διο του τον κήπο , κάνανε όλοι οι σπινοσπουργιτομαγκού-φηδες «τσιου-σουτ !» κοφτά για να ξεδώσουνε. Η Λουλού η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου , που βρήκε το κέφι της χάρη σε όλο τούτο το περιστατικό , φωτίστηκε χαρωπή , έγινε το καπέλο της γαϊδουροσκουφί για μια στιγμή και αμέσως έπεσε απόλυτη ησυχία. Η νε-ράιδα δάγκωσε κεφάτη τη γροθιά της και με το βλέμμα της στο γείσο ζούπηξε με το άλλο χέρι ετούτο το καπέλο της που ήτανε από σουλούπια τουρλού. Η τσάντα της κουνήθηκε σαν να είχε στραβοντυθεί για να ισιώσει ό,τι στράβωσε και κουδούνησε κάτι λίγο. ¾ Σσσσς... Ξανά θα λέγανε τα παπούτσια τα αφιλότιμα. Οι Ντερτ και Άλσελ κάνανε «σσσστ !» στη Γκέτεμ μουγγοί και έτοιμοι να σκάσουνε στα γέλια. Η Γκέτεμ έκανε «σσσστ !» τόσο τσατισμένη για να τους κοροϊδέψει , που είπε μετά και ο Ζουμ «σσσστ !» ακούγοντας μόνο το θό-ρυβό της. Οπότε μπερδεμένος ο γερο-Ζουμ τό ’δωσε το παράγγελμα για σιωπή γυρνώντας στον ύπαρχο που χά-ζευε ως εκείνη τη στιγμή μαζί με τον ναύαρχο τον αέρα , ψάχνοντας για τον Μπίλια τον Αστραποσπιθοστέκα με τηλεσκόπια ναυτικά , πτυσσόμενα. Ο ύπαρχος έτυχε να α-ναστενάξει ακριβώς τη στιγμή που έβγαλε το «σσσστ !» το ξαφνικό ο Ζουμ και όπως τού ’ρθε απότομα το δαχτυ-λοσινιάλο του γέρικου , κοτσωνάτου , ξεμπαρκαρισμένου πλέον νεροφιδιού στη μούρη , κόντεψε να πνιγεί όρθιος και στην ξηρά της μουρλοναυαρχοταράτσας ετούτης. Από την έξω τσέπη του σακακιού του Δερβισοψηλο-λελέκογλου , τη δεξιά , ο Αστραποσπιθοστέκας έκανε «σσσστ !» στην παρέα που τον είχε κουβαλήσει μαζί. Βλέποντας το στιγμιότυπο με τον Ζουμ , ο Άλσελ με τον Ντερτ πέσανε στη μούρη της Γκέτεμ με πιο ενοχλητι-κά τα «σσσστ !» τσιγγλώντας τη και άλλο. Η νεραϊδονταντά σαν βιβλιοθηκάριος-μπασκετμπολί-στας βγήκε πάνω απ’ τους δυο μικρούς και δίπλα απ’ τον Ντερτ , απ’ τ’ αριστερά μ’ ένα δάχτυλο ανάγωγα μακρου-λό , τον δείκτη το δεξί της , για να ρίξει , με την ευκαι- ρία , ένα «σσσστ !» παιχνιδιάρικα. ¾ Σσσσστ ! Μπόμπινγκς ! Κάνουμε «σσσστ !» και χωρίς ξόρκι. Γύρισε τη φάτσα του ο Ντερτ κατά τη Λουλού για να της θυμίσει ότι το χουνέρι που στήνανε στο γερο-ναύαρχο θα πήγαινε χαμένο από τη σαματατζήδικη τη νεραϊδογκά-φα για νόημα ησυχίας με υπόδειξη της φασαρίας. Λες και οι άλλοι τριγύρω της κρατιόντουσαν αθόρυβοι. ¾ Άμα κάνει «σσσστ !» νεράιδα σε άλλους τί γίνεται ; Αναρωτήθηκε η φιτιλιά η Καίτη Μπακς μετά από το Μήτσο τον Δερβισοψηλολελέκογλου. ¾ Άααα... ¾ Α , ναι , τι... ¾ Ναι ρε παιδί μου ! Πεταχτήκανε όλες μαζί , η ομπρελάρα , η τσανταρά-κλα και μια χοντρόγοβα , η δεξιά , στο δεξί της νεράιδας το πόδι κιόλας. Η νεραϊδονταντά που κόντευε να ξεκαρδι-στεί , είπε , ¾ Αν δεν κάνετε ησυχία θα σας περάσω στην ομπρέλα για λουκανικάκια , με τη Χαμ-Μπαγκ να κάνει τον αγριό-χοιρο στη σούβλα ! Σκάστε επιτέλους , θα μας ακούσει ο Ζουμ... ¾ Σσσσστ ! Έκανε ο Μπίλιας ο Αστραποσπιθοστέκας που τον εί-χε αφήσει ο Δερβισοψηλολελέκογλου να κάνει ό,τι κατα-λάβαινε. Οπότε και ’κείνος για άνεση είχε παραχωθεί στην τσέπη του σακακιού του Μητσάρα , τη δεξιά πάντα. ¾ Σκάσε Μπίλια ! Λέει ο Δερβισοψηλολελέκογλου που τον ξαναμαζεύει στο χέρι του. ¾ Όχι τώρα , σε λίγο ! Λέει ο Μπίλιας. ¾ Σκάστε και προχωράτε ! Απαντάει σε όλους τους και η νεραϊδονταντά που συ-γκράτησε ένα «άχαχα !» και έσπρωχνε δυο πλάτες. Του Ντερτ και της Γκέτεμ. ¾ Σσσσστ ! Έκανε και η ομπρέλα ανάμεσα απ’ τη Γκέτεμ και τον Άλσελ. ¾ Σσσσστ ! Κάνανε ταυτόχρονα και το τσανταρούδι με τον κα-δρόλακκο που παραμείνανε στο τραπεζομάντηλο. ¾ Τη Γκόου Φάβα... Είπε ο Άλσελ. ¾ ...Φίγκερ !! Τον διόρθωσε η νεράιδα. ¾ Α , ναι ! Θυμήθηκε ο Ντερτ ενώ η Λουλού Μπόμπινγκς τους εμπόδισε να πάνε να τη φέρουνε. Σπρώχνοντας κιόλας τον Ντερτ να ξαναβαδίσει όπως κοντοστάθηκε σαστισμέ-νος. ¾ Σσσσστ ! ¾ Σσσσστ ! Συννενοηθήκανε και μεταξύ τους η κορνίζα με την τσάντα τελευταίες. Η παρέα όλη πατώντας στις μύτες μόλις πλησίασε πολύ ήρθε έτσι πίσω απ’ τις πλάτες του γέρο-Ζουμ. Εκεί-νος με τον ύπαρχο πλάι του και μ’ ένα μονόκυαλο ο καθέ-νας τους κοιτάζανε ακόμη το τίποτα. Ανοίγοντας στο με-ταξύ μια ψιλοκουβέντα στην οποία θα στήσουμε αφτί α-φουγκραζόμενοι μαζί με τους επισκέπτες του τους μου-λωχτούς προς το παρόν. Οι οποίοι είναι ήδη πίσω του κάνα-δυο βήματα όλοι έτοιμοι για σερπράιζ. Να προσθέ-σω μόνο πως αφήνεται και από μέρους μου αθόρυβη και χωρίς σχόλια η κατόπτευση ετούτη. ¾ Ρεντ , πανάθεμα το φακό στο μάτι μου , ο Μπίλιας ε-ξατμίστηκε μάλλον. ¾ Γερο-Ζουμ , πανάθεμα το ρούμι πού ’δα όνειρο ! Τέ-τοιες οβιδιές είναι απ’ τ’ άγραφα ! Α ! Λες να ’σου ξαμο-λύθηκε να βρει νύφη ; ¾ Εγώ Ρεντ , ξέρεις τι καπνό φουμάρω. Μία την έχω τούτη βολίδα. Αν θά ’χα καμιά ντουζίνα τέτοιες ήδη θά ’πρεπε να είμαι στον Τάμεση. Για πιο παράτολμα βολιδιά-σματα τελικώς νά ’χω αλλάξει σύστημα για να κάνω σμπάρο τρανταχτερότερο μια και καλή. Με τη δωδεκάδα τα βλήματα και ’γω μαζί νά ’χω πεταχτεί κατά τη γέφυρα του Ουεστμίνστερ. ¾ Τί μου λες γερο-Ζουμ ; Δεν τό ’ξερα ότι τα ρολόγια στο ποτάμι πάνε τόσο πίσω αλλά με δώδεκα οβίδες τα με-σημέρια και τα μεσάνυχτα θα τους άλλαζες μέχρι και τις ώρες για τσάι στον Τάμεση. Τουλάχιστον ! ¾ Ρεντ με παρεξήγησες. Τι με πέρασες ! Άμα τα βολίδια σαν τον Μπολ τά ’χα δωδεκάδα θά ’χα καζαντήσει με πλωτό μαγαζί περιποιημένο. Να κουμαντάρω ποταμό-πλοιο με καζίνο και βόντεβιλ σόου. Με πρόγραμμα καν-καν και σαλτιμπάγκους από μολυβδόμπαλες που κάνουνε νούμερα με κανόνια ! ¾ Δηλαδή γερο-Ζουμ ; Μπάφαλο Ζουμ με τ’ όνομα ε ; ¾ Ρεντ , αλλιώς δε γίνεται. Σκέψου νά ’χα μια αποβάθρα οβίδες για να κάνουνε «μάκια» μεταξύ τους η μία στην άλλη. Το πρώτο που πρέπει να μαθαίνουνε κατευθείαν απ’ τα γεννοφάσκια είναι το «έφοδος !». Ακούς εκεί νύφη ! Στο τέλος και τα βλήματα τα κανονικά θα τα τυλίξω σε τούλι ροζ με φιόγκο κάνοντάς τα σαν παραγεμισμένες μπομπονιέρες για να σημαδεύω τους γαμπρούς των περι-χώρων για τις υποψήφιες τσαπερδόνες. ¾ Μπα ; Για δες ! Γερο-Ζουμ ; Καλή φτιάξη ! ¾ Α , έτσι ; Να ετοιμάζεσαι απ’ τους πρώτους έτσι και μας βρει τέτοια συμφορά Ρεντ ! Α ! Παρακάναμε καλα-μπούρι. Για ψάχνε για τον Μπίλια ! ...Πολύ μυστήρια μπίλια ο Λαστπόκετ ο άτιμος ! Κουφέτα μας κατάντησε να μελετάμε φθινοπωριάτικα με τις ξορκισμένες τις βολές. ¾ Είδες , γερο-Ζουμ ; Μυρίζομαι γούρι. ¾ Ρούμι θά ’ναι και μπερδεύεις τη γλώσσα σου. ¾ Γερο-Ζουμ , ποτέ μην παραβλέπεις τέτοιες συμπτώ-σεις. Μέχρι που αλλάζει ο άνεμος από γρουσουζιά. Σαν το γούστο γεροντοκόρης σε μοδιστράδικο. ¾ Δηλαδή Ρεντ ; Για πες πού το πας ; ¾ Άντε γερο-Ζουμ και στα δικ... ¾ Έχε χάρη τώρα που χάσαμε το βλήμα που χρειαζότα-νε ! Μαύρο φίδι που θα σ’ έτρωγε ! Θα ξαπόστελνα τον Λαστπόκετ με δαγκάνα για αρκούδια στα μετόπισθεν της προξενήτρας που στέκεται πλάι μου. Όχι να ανοίξουμε και γραφείο με συνοικέσια Ρεντ , μα τον καπνό που φου-μάρω ! Για να λέει την ώρα τό ’χουμε τούτο το κανόνι. Να ειδοποιεί τον περίγυρο να κουρδίζει τα ρολόγια του. Τυπικότις Ρεντ. Σύνελθε άνθρωπέ μου ! ¾ Να , μου φαίνεται γερο-Ζουμ , αν καλοβλέπω ακόμη , ότι μόλις περνάει ένα συμπεθεριό πρώτο ! ¾ Χάνεις την ώρα σου Ρεντ ! Ψηλά αγνάντευε για να κα-ταλάβεις... ¾ Εκεί δε βλέπω παρά οβιδόσκονη... ¾ Ε , κρίμα τις παροιμίες ! Ο ναύαρχος πρόλαβε νά ’χει την τελευταία λέξη σε τούτη την ψιλοκουβέντα με τον ύπαρχό του ενώ αγνα-ντεύανε και οι δυο με τα ναυτικά τους τα κυάλια διάφορα σημεία του ορίζοντα. Ώσπου μ’ ένα «τσαφ !» έκανε έτσι απ’ το πουθενά και ήρθε όχλος σωστός. Ο Ζουμ ένιωσε κάποιον να τον σκουντάει με τον δεί-κτη ζωηρά δυο φορές στον ώμο. Όπως ένας από καιρό παλιός φίλος που του επιστρέφει και τα χρωστούμενα. Τούτος ο κάποιος , ο Δερβισοψηλολελέκογλου ο Μήτσος εν προκειμένω , αφού του χρώσταγε μια σκέτη επίσκεψη απ’ όσο όφειλε να θυμάται , τού ’ριξε ένα «τικ-τικ» ξαφ-νικό όπως κυαλάριζε ο Ζουμ τον άφαντο στόχο του. Τού ’κανε του ναυάρχου την καρδιά περιβόλι. Καθώς γύρισε ο Ζουμ το βλέμμα του όπως και του ύπαρχου γούρλωσε μέσα από τα κυάλια. Αφού ψιλοτρο-μάξανε και οι δυο έτσι γίγας όπως βγήκε ένας Δερβισοψη-λολελέκογλου στα τηλεσκόπιά τους. Οπότε έκανε ο Ντερτ στους φακούς που τον κοιτούσανε έκπληκτοι , ¾ Μπούούούμμμ !!! Τότε η φάτσα στα κυάλια έγινε ο Μπίλιας ο Αστρα-ποσπιθοστέκας. Τα τέσσερα φρύδια κατευθείαν σηκωθή-κανε πάνω από τους φακούς αν και οι στεριανοί ναυτικοί παραμείνανε ακίνητοι ακόμη να χαζεύουνε με τα μονό-κυαλα. Αμέσως ο Ντερτ , αδίστακτος , αμολάει τον Μπίλια να σκάσει στους κάλους των δαχτύλων του ποδιού του Ζουμ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο ναύαρχος σαλτάρησε ένα μέτρο στον αέρα καταλήγοντας στην αγκαλιά του Ντερτ. Ο Αστραποσπιθοστέκας μετά τη βαρύγδουπη ολο-κλήρωση της επικίνδυνης αποστολής του απάνω στο πο-δάρι του Ζουμ συνέχισε να κάνει σκέρτσα. Το χνώτο του όμως θάμπωσε το φακό του ύπαρχου. Ο οποίος είχε σκύ-ψει να δει τη ζωντανή κανονόμπαλα τούτη κολλώντας πά-νω της με το κυάλι. Τότε πάνω που θάμπωσε το γυαλί βλέπει ξαφνικά τον Μπίλια να το σκουπίζει με μαντήλι και να ισιώνει και καθρεφτιζόμενος και το παπιγιόν το φακό. Αφού πέσανε γέλια νευρικά , ξεγυρισμένα με το ναύαρχο να χαίρεται κρατημένος όλος στη αγκαλιά του Ντερτ αρχίσανε να σκουπίζουνε τα δάκρυα όλοι από το καλαμπούρι το πολύ. Έπειτα χαιρετήσανε τους στεριανούς ναυτικούς με το ναύαρχο Ζουμ νά ’χει έρθει σε κατάσταση ευθυμίας με καλόπονο , μένοντας εκεί , πάνω στην αγκαλιά του Ντερτ. Έτσι σε αυτό ακριβώς το στιγμιότυπο τον πλησί-ασε η Καιτούλα η Μπογοδιφραγκομαζωξοπούλου και χαι-ρέτησε ευδιάθετη. ¾ Κύριε Ζουμ , χαίρετε ! Νά ’μαστε οι πιο διπλανοί σας γείτονες όσο πιο δίπλα σας γίνεται ! ¾ Τώρα μάλιστα ! Σιγά την απόσταση ! Εδώ δες τι έγι- νε ! Τι χαμπάρια είναι αυτά Ζουμ , επιτέλους ; Δεν είμαι νταντά για γερο-ναύαρχους εγώ. Αν και μου φαίνεται πως πήρε το μάτι μου μια τριγύρω... Πέταξε αμέσως ο Ντερτ ένα ακόμη πιο συναφές σχό-λιο για το τρέχον καταπληκτικά κοντινό ενδιαίτημα , το μέρος όπου καθότανε τη στιγμή εκείνη ο ναύαρχος από α-πόψεως γειτονεύσεως. Επιπλέον , άνευ γεύματος πάνω σε τούτη την αυτοσχέδια δεντροκαλύβα , σε ό,τι αφορά το θέμα από πλευράς διαιτολογίου. Μαζί τονίζοντας ο Μη-τσάρας και την αναρμοδιότητα του ίδιου για παροχή εν-δεδειγμένου ρουμ σέρβις. Με υποτιθέμενη ξαφνική αμνη-σία που του προκάλεσε το συμβάν στερώντας του την ι-κανότητα πλέον να γνωρίζει αν υπήρχε ποτέ στη διάθεσή του καμιά γνωριμία με καθήκοντα άμεσης εξυπηρέτησης ενός γηραιού ναυάρχου εν αποστρατεία που διαφορετικά χαζοκαθότανε διαρκώς αγκαλιά με μια λουμπάρδα , κανό-νι από καράβι πειρατικό , που τό ’χε και σε πλήρη λει-τουργία. Τελικά πέσανε ξανά νευρικά γέλια απ’ όλους και ο ναύαρχος νά ’ναι ραφιασμένος ακόμη αγκαλιά στον Ντερτ. Αφού ξεκαρδιστήκανε , τελικά χαλαρώσανε σε μια εκπνοή ομαδικώς κάνοντας ταυτόχρονα εκείνο το μελωδι-κό «ααα...». Έχοντας φωτιστεί όλοι παντού στη φάτσα. Όταν μετά απ’ όλη αυτή τη χαρά είπε και ο Δερβισοψηλο-λελέκογλου , ¾ Σου φέραμε τον Μπίλια που βγήκε σκαστός. Πάντως αν η κανονόμπαλά σου ζύγιζε όσο εσύ Ζουμ , θα κάνανε γερή ζημιά οι οβίδες στους ιπτάμενους ζωγράφους. Να , εδώ κοίτα ! Ακόμη δεν προσγειώθηκα και κάνω τον τερ-ματοφύλακα για να σε γραπώσω. Ύστερα από τέτοιο σουτ , κανονιά σκέτη. Ευτυχώς ήτανε η κοντινότερη. Δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι ότι θά ’χα να σε μαζεύω άμα τύχαινε και ’ρχόσουνα με μια φόρα ίδια σαν του Αστρα-ποσπιθοστέκα απάνω μου από μακριά. ¾ Ας κατέβω Ντερτ , έχεις δίκιο , πονάνε οι κάλοι μου και μόλις που πατήσατε για ένα «γεια χαρά» φρέσκοι ε-σείς το ποδάρι σας ακριβώς απάνω στο δικό μου το γέρι-κο. Μπίλια , παλιοσαβούρα , έρμα της κακιάς ώρας αφου-ντάριστο , τί έχεις να πεις για όλα αυτά ; Κάρφωσε ένα κεραυνοβόλα διαπεραστικό , σαν ψα-ροντουφεκοτρίαινα , βλέμμα ο Ζουμ πάνω στην οβίδα του. Την ξεσκέπαστη όμως από ναυτικό μαλλί πλεχτό σε σκούφο κόκκινο με μια μεγάλη φούντα που τον κοτσάριζε στο μασίφ το στρογγυλοκότρωνο , το σιδερένιο κεφαλο-κορμί του το βλήμα δαύτο όταν ήτανε εκτός υπηρεσίας. Ο Αστραποσπιθοστέκας τό ’χε μόλις ξαναθυμηθεί όλως τυ-χαίως , έχοντάς το σαν απενοχοποιητική αφηρημάδα και τρίβοντας σαν νά ’τανε φρεσκοκουρεμένος γουλί το κε-φάλι του προτού απαντήσει. Μετά έξυσε την κορυφή της σιδεροκούτρας του με το δείκτη της χερούκλας του της λευκής και σαν γαντάρα φτιαγμένης , κοίταξε τον Ζουμ και του απάντησε , ¾ Η τελευταία λέξη της θεραπείας για τους κάλους σαν τους δικούς σου γερο-Ζουμ ! Άκου τον Μπίλια Αστραπο-σπιθοστέκα που κάτι σκαμπάζει από το πως ισιώνουνε τα καρούμπαλα , που να με πάρει και να με σηκώσει κανονι-κά , με πρίμο άνεμο αν λέω ψέμματα ! Ήτανε η απάντηση της οβίδας της τσιριμπίμ-τσιρι-μπόμ της ατρόμητης και παραβοσκημένης στα κλεφτά σε ταξίδια υπερπόντια. Μη ρωτάτε πότε. Όποτε ξεμάκραινε. Με κάθε φρέσκια κανονιά για να κάνει τον ωροδείκτη του ρολογιού , ο Μπίλιας ο Αστραποσπιθοστέκας. ¾ Με κόντρα άνεμο θες να πεις γιατί με πρίμο ήρθες να πέσεις ακριβώς πάνω στο ποδάρι μου το ταλαιπωρημένο ! Είπε στην ζωηρή οβίδα του ενώ την κοίταζε ακόμη βλοσυρά ο θαλασσοστεριανός ο κροταλίας με το κανόνι , ο στεγνοφύκης ναυτικός που ποιος νά ’ξερε πόσο παλιά καραβόσμερνα ήτανε. Ο γερο-Ζουμ. Του οποίου το όνομα είχε δίπλα κολλημένο σαν βδέλλα τροπικού ποταμού και το «ναύαρχος» για τους κατοίκους της περιοχής όλης. ¾ Γερο-Ζουμ , άσε τον Μπίλια για την ώρα να σου πει έ-να «γεια χαρά» μια νεράιδα που δεν ξέρω αν είναι πιο ε-λαφρύ καλωσόρισμα για ’σένα αν και το ίδιο χαριτωμένη με τους κάλους όπως ο Αστραποσπιθοστέκας. Σε έχει πο-δοπατήσει ποτέ η Λουλού ; Είπε και ο Μητσάρας στον καπετάνιο. Έτσι έχοντας φυλαγμένη τη γνώμη του για την παρουσία της Λουλούς σε ένα τέτοιο συναπάντημα πέρα για πέρα ξεκατινιαστικό στου Ζουμ το μπαρουτόσπιτο. Ομολογώντας με δυο λό-για και το πόσο όμορφα σ’ έκανε να νιώθεις μια νεράιδα ονόματι Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου το να την έχεις για παρέα. Με μόνιμη κατάληξη – να , καλή ώρα – τις α-ξιολάτρευτα αντικανονικές , αλυσιδωτά άγαρμπες και ι-σοπεδωτικά ακατάστατες προσγειώσεις. Όπως άλλωστε έγινε σαφές και με το παραπάνω για τον καπετανέο το γείτονα τον αξεσκάλωτο ακόμη απ’ του Μήτσου την ναυ-αρχολεμβοκρεμάστρα. Ωστόσο , του Ζουμ παρόντος ακόμη και έτσι , σε χε-ρουκλόξαπλα , ο Μήτσος απέφευγε να θίξει λεπτομερέ-στερα τον πλέον ανομολόγητο μπελά , που ήτανε το ότι η Λουλού παρέμενε και απαραπλάνητη καθ’ οδόν και έχανε ο Δερβισοψηλολελέκογλου πολύτιμο ύπνο. Η καλή του η φίλη , νεράιδα μπορεί να ήτανε. Δεν φρόντιζε όμως καθό-λου έγκαιρα για την ισορροπία του συνόλου και επιλέον του είχε σκαρώσει ένα τελάρο τόσο ταπεραμεντόζικο με τη γραμματική που όποτε πέρναγες από ’κει μέσα ένιωθες πως θα σε ξάκριζε δεξιά-αριστερά όπως το ξεφλουδιστήρι για τα φασολάκια με κάθε εκσφεντόνιση. Η Λουλού πως γινότανε δε πάντα και του τη σκαπουλάριζε και άνετα α-πό όλες του τις αραιωτικές για συνωστισμό διαρκείας ιδέ-ες και ξανασμίγανε ασκόρπιστοι σε άλλο ένα αξιοθέατο σπληνοβγάλτικο. Μαζί δεν κάνανε και χώρια δε μπορούσανε δηλαδή η Λουλού και η παρέα της και μάλιστα τό ’χανε ρίξει στα ουρανοσκαρφαλώματα χωρίς χαραδρογέφυρες. Όπως τό ’χε πει και η Καίτη , έτσι και δε το στρίβανε ο καθένας για το σπιτάκι του εκεί που βρεθήκανε θα πέρναγε η ώρα παίζοντας «γύρω-γύρω όλοι στη μέση το μπαρούτι». Η δε νεραϊδονταντά όχι μονάχα τη βαλιτσάκλα , όλα τα χρεια-ζούμενα τελικά , δεν τα πήγαινε πολύ μακριά. Μέχρι το κανονόσπιτο τά ’χε σείρει. Φάτσα από ’κει όπου μένανε τα δυο πιτσιρίκια. Την ιδέα να έρθουνε οι μπόμπιρες ίσαμε του Ζουμ το τριόροφο ο Ντερτ την είχε βέβαιως. Να τα αμολύσει η παραμανονεράιδα στην κορυφή της φουρνελοσκεπής «για να πάρουνε φρεσκότερο αέρα». Σιωπηρά και πλαγιοτρό-πως εννοώντας ο Μητσάρας προφανώς αέρα λίγο πιο κα-βουρδισμένο από τον νωθρό χλωροφυλλοξυγονούχο των πάρκων για νά ’χουνε οι μικροί να εισπνέουνε το άκρως πιο ζωογόνο άρωμα απ’ τα μπαρούτια που όσο νά ’ναι κά-νανε ό,τι και ο καφές από πλευράς αναζωογονήσεων. Μο-σχοβολούσε ο τόπος καψούλι. Σαν να κέρναγε ο ναύαρ-χος τους καλεσμένους του στη θέση μιας τούρτας-έκπλη-ξη σκέτα τα κεράκια που βγάζουνε σπίθες για να τα φάνε να στυλωθούνε. Πάντως , παρ’ όλα τα χαιρετίσματα , με τον καλό τον καπετάνιο βαστηγμένο σαν βαρέλι με μήλα για το σκορ-βούτο αναμεταξύ του όλου συναπαντήματος , το κλίμα παρέμενε ημιεκρηκτικό ατμοσφαιρικώς και παλινοδώς η-μερωμένο. Απάντες νιώθανε δηλαδή πως πατάγανε σ’ α-ναμμένα κάρβουνα. Το παραπήδημα ολονώνε των ακου-τάλιαστων με νεραϊδόζουμο οφειλότανε κατά τους ενδιά-θετους , τους αδιατύπωτους δηλαδή λόγους που επέμενε και τους φύλαγε ξεχωριστά εντός της κεφάλας του ο κα-θένας τους στην – αρχικώς απαράλλαχτη με μια απειλή κομήτη και λίαν συντόμως όχι μόνο ενεδρεύουσα μα και αναπότρεπτα κοσμοκουβαριάρικη – παρουσία της Λού-σης της Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου. Αποκλειστικώς. Επιπροσθέτως , το αισθητά τρικυμιασμένο κλίμα χρόνιας αγανάκτησης των ενοριών και των τακτικώς εκ-κλησιαζόντων ολόκληρου του δημοτικού διαμερίσματος από τις διανοητικές φουσκονεριές που απειλούσανε με κύματα γεροξεκουτιάσμα-τος και θυμίζανε τα περί μαται-ότητας για υγεία , ευτυχία και μακροημέρευση που απέ-πνεε η ιδιοσυγκρασία του Ζουμ όσο και η έκφραση σκο-τούρας και ξεβολέματος που έπαιρνε η φάτσα του όταν τον διέκοπτε οποιοσδήποτε απ ’το χούι του στο οποίο είχε γαϊδουροδέσει την μπομπάρδα και γαϊδουρογύρευε την μπόμπα του την κοσμογυρισμένη , ήτανε άλλος ένας αλλά περίπλοκος λόγος μαζί με τους αμέσως ανωτέρω περιλη-φθέντες που τόση ώρα δεν είχε σαλέψει κανένας τους. Αλληλοκοιταζόμενοι χωρίς να βγει άχνα για όσο κρα-τάει την αναπνοή του κάποιος απροπόνητος που τού ’ρθε από τη χαμένη υπομονή να σκάσει. Όταν ξαφνικά η Λου-λού μια και αφορούσε την ίδια του Μητσάρα η ερώτηση , έσπασε την γεμάτη από ανεκλάλητο εκνευρισμό ξαναεπι-κρατούσα σιγή και ακούστηκε απ’ όλους να λέει παίρνο-ντας μια έκφραση τυπικώς χαμογέλαστη , ¾ Ντερτ , άντε να μην πω και ’γω , που μόνο για μπηχτές στις νεράιδες που κάνουνε τη νταντά πονόψυχα και σε – δεν ξεροβήχω , προσέχεις ; – καλλιτέχνες οι οποίοι παί-ζουνε τον ταξιδιωτικό πράκτορα για να βγει ένα , ας πού-με , αστείο όπως δείχνει η αφεντιά σου ακόμη και χωρίς όλη δαύτη την προκοπή , είσαι αλλά έτσι την πατάω ! Κά-θε φορά που θα τύχει να σε θυμηθώ σαν καλή ιδέα για βοήθεια και καλά να πάθω ! Έτσι , ευγενώς χαμογελούσα μα ενοχλημένη απ’ το καλαμπούρι του , η Λουλού αποφάσισε να απαντήσει του Μήτσου επιτόπου. Παραβλέποντας την παρουσία του γερο-Ζουμ , όσο και του ύπαρχού του. Η Λουλού η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου. Απευθυνόμενη στον Μή-τσο τον Δερβισοψηλολελέκογλου κοιτάζοντάς τον σπιν-θηροβόλα. Με τις γροθιές της στη μέση της. Μουτρώνο-ντας και λοξά ρουφώντας κοφτά τη μύτη της για την όλη πάσα του Ντερτ προς τον Ζουμ με ’κείνη την παράκαιρη διάθεση ειρωνείας. Την οποία εξέφρασε προφανώς ακομ-ψότερα απ’ ό,τι ήτανε ικανός η νυφίτσα ο παλιόφιλος ο ξεφλομωτής των καπνοδόχων από τις καρβουνόσκονες. Άλλο εάν η πάσα πού ’γινε είχε σκοπό απλώς να ανταμώ-σει ο οικοδεσπότης ο παλαβοναύαρχος την παλιά του γνώριμη όσο και φίλη , την επίσης παλαβονεράιδα-νταντά με το όνομα το εκκωφαντικό σαν την εκπυρσοκρότηση της κάννης του μπαρουτορινόκερου του ατσάλινου. Ο Ζουμ τότε ε , κατά κάποιο τρόπο θυμήθηκε να βγάλει κατευθείαν τις υποχρεώσεις του ως οικοδεσπότης. Υποδεχόμενος την αναπάντεχη επισκέπτριά του τη νεράι-δα την τυλιγμένη από μόνη της με ξόρκι επίσης του δικού της δημιουργικού πνεύματος. Τυλιγμένη όχι σε μια κόλλα χαρτί ακόμη. Σε παλτό. Ίσως νά ’φταιγε πάλι το ξόρκι της και για δαύτο. Πάντως ο Ζουμ της είπε , ¾ Λουλού Μπόμπινγκς , σε καλό μου , τα ίδια χάλια αλ-λά με άλλο χρώμα , φτου ! Να ματιαστείς να δεις λίγη ο-μορφιά επιτέλους πάνω σου ε ; Ό,τι έλεγα πιο πριν τί ήτα-νε όλο αυτό το κίτρινο τέρας που πλησίαζε έτσι σούμπιτο από μακριά ! Δε σε κυνηγάνε οι γάτοι ; Ήτανε του Ζουμ το καλωσόρισμα προς τη νεραϊδο-γκουβερνάντα. Αφήνοντάς τη ακόμη με τις γροθιές στη μέση της να κουνάει αρχικά ανέκφραστη μόνο το κεφάλι της όχι για να κάνει νεύμα το «δεν ξέρεις σαλάχι γέρικο και ’συ τι σου γίνεται !». Τό ’χε για την επόμενη την πε-ρατζάδα πρόχειρο αυτό. Την κεφάλα της την κούνησε α-πλώς για να ρίξει από μια αυστηρή ματιά πρώτα στον Ζουμ που την χαιρέτησε. Μετά ξαναγύρισε το βλέμμα της στον Δερβισοψηλολελέκογλου. Τελικά γύρισε να δει το ί-διο σοβαροπρόσωπη και στην ίδια στάση τον Ζουμ και εί-πε στο ναύαρχο , ¾ Ορίστε κατάσταση ! Εντάξει μπαρμπα-Ζουμ ! Θα το θυμάμαι και όταν χρειαστεί να βρω γαμπρό θα σου τον φέρω για να μου τον περάσεις από τεστ λοξοδρόμησης ! Με το που τό ’πε μάλιστα αυτό η Λουλού η Μπου-μπουνηταριδοσυννεφίδου , ακούγοντάς την οι δυο μικροί δεν προλαβαίνανε να ξεκαρδίζονται. ¾ Κανονιά που θα φάει μέχρι να συμφωνήσει ! Θα του φύγει το κεφάλι για ένα «ναι !» σκέτο ! Μα θα πρέπει να ξαναγεμίζω γρήγορα και ο Αστραποσπιθοστέκας είναι κο-πανατζήδικη βολίδα ο κατεργάρης ! Μπολ σε θέλω με την πρώτη ευθύβολο στον ήρωα που θα στείλει η Λουλού για τα πιστοποιητικά καταλληλότητας. Είπε τότε ο γερο-Ζουμ στη Λουλού βάζοντας και το βλήμα του στην κουβέντα. Ο οποίος Ζουμ δε χαμπάριαζε από λεπτότητα επίτηδες για νά ’χει να θυμάται τους άλ-λους από τις γκριμάτσες που κάνανε οι φάτσες τους ώ-σπου να φύγουνε να πάνε στο καλό. ¾ Έγινε Ζουμ ! Αύριο με την κανονιά των δώδεκα είμα-στε οκέι ; Απάντησε και το σιδηρολίθαρο στο αφεντικό του επί-τηδες αγνοώντας τη νεραϊδονταντά για να τραβήξει το ό-λο τσίγκλημα παραπάνω. ¾ Εντάξει Ζουμ. Σε μεγάλα κέφια σε βρίσκω. Μα ας μη χασομεράμε. Δε μου λες τώρα τί κερνάς και τα παιδιά σαν καλός γείτονας ; Απάντησε τελικά η τηλεγραφόψηλη η νεραϊδογκου-βερνάντα στο ναυαρχούκο τον αρκετά χαμηλότερο. Ε , πόσο πιο ψηλοί νά ’ναι οι άνθρωποι. Η νεράιδα το κοντά-ρι για το άλμα «επί κοντώ» σίγουρα θα τό ’χε για μπα-στούνι στα γεράματα αργότερα. Έβλεπε αφ’ υψηλού με ό-λη τη σημασία τον Ζουμ λοιπόν. Με τό ’να της χέρι πά-ντοτε γροθιά στηριγμένο στη μέση της. Με το άλλο έδει-ξε πλάι της τους μικρούς. Οι οποίοι προσπαθούσανε να ρεγουλάρουνε το ξέσπασμα του γέλιου τους αλλά τους ή-τανε ακόμη αδύνατο. Τα σχόλια του Ζουμ τους καταγαρ-γαλήσανε και των δυο τ’ αφτιά. Πικαρισμένη φανερά και η Λουλού Μπόμπινγκς πέ-ταξε στον Ζουμ αυστηρά πολύ την ερώτηση για το κέρα-σμα των νεοφερμένων στον κανονόκηπο της οροφής του ναυάρχου. Λες και ήτανε αντί για νεράιδα κανένας επιθε-ωρητής υγειονομικής υπηρεσίας σε σνακ-μπαρ ή λες και είχε από καιρό τολμήσει και είχε καταφέρει στ’ αλήθεια να εκπαιδεύσει τον Ζουμ να υπακούει στο πρόσταγμά της. Κάνοντας επίδειξη σε τι εντολές τού ’χε μάθει να υ-πακούει. Του ναυάρχου. Του οποίου το πετσί δεν το πέρ-ναγε ούτε καμάκι φαλαινοθηρικού με τίποτα. Έτσι της α-πάντησε αναλόγως , με μισό χαμόγελο. Σαν να γουστάρι-ζε την τόλμη που είχε η νεραϊδονταντά και το μάγουλό του τον έκανε να χαμογελάει μονόμπαντα για να μην ξε-καρδιστεί. Όχι , που θα του παίρνανε κάτι τέτοια «δε μου λες τί κερνάς» ποτέ τον αέρα. Οπότε είπε με αυτή τη γκριμάτσα μισού χαμόγελου στη φάτσα , ¾ Ρεντ ! Κάνε την παλληκαριά να φέρεις νεράκι κρύο , να ξεκαρδιστούνε ξεδιψάζοντας οι ακάλεστοι ετούτοι οι αρχικουρσάροι που μας φορτωθήκανε με το «έτσι θέ- λω !». Μαθαίνουνε και τα παιδιά πως να κάνουνε ρεσάλ-το σε απόμαχους του ενδόξου βασιλικού , πολεμικού... Συνέχισε ο Ζουμ παίρνοντας φόρα κάμποση μέχρι που τον διέκοψε η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου η Λου-λού λέγοντας του ύπαρχου με τη σειρά της , ¾ Καλά , καλά Ρεντ ! Τσάκωσε ’δω γρανίτες στο ποτήρι. Δώσε σε όλους ! Από μία έκαστος , διαλέγοντας με ζωηρή φωνή πριν δοκιμάσετε τι γεύση κάνετε κέφι. Άμα διψάτε πολύ έχει και άλλη. Ο Ζουμ και ο ύπαρχος Ρεντ ε , ψιλοτρομάξανε επιτέ-λους. Ο ναύαρχος με μια γκριμάτσα όπως έσμιγε τό ’να του μάτι και σηκώνοντας το φρύδι του απ’ τ’ άλλο. Ο ύ-παρχος Ρεντ έκανε πως τινάζει απ’ τη μέση και πάνω το σώμα του προς τα πίσω σαν να απέφευγε κανένα σπαθί. Να μην τον βρει τάχα στο πρόσωπο η κόψη του. Μένο-ντας με τα φρύδια όρθια όπως έκανε την κίνηση ετούτη. Η νεραϊδογκουβερνάντα είχε βγάλει ξαφνικά στον α-έρα μπροστά της κάτι κούπες αναψυκτικών. Τακτικά συ-γκεντρωμένες χωρίς να ακουμπάνε ωστόσο σε μπουφέ. Προτίμησε να τους κεράσει όλους κάτι για την επίσκεψη σαν ένδειξη καλών προθέσεων. Καθότι ο Ζουμ δε δεχότα-νε κόσμο αλλιώς. Μόνο με ουρανοαπατεωνιά. Αφού πρώτα είπε ένα «στικ σποτ !» η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου στα γρήγορα. Με τα χέ-ρια της και τα δυο μπροστά της να κρατάνε ανάποδα γυ-ρισμένο το καπέλο της. Μέσα απ’ το οποίο έβγαλε όλα μαζί τα ποτά για το πάρτι. Το γεμάτο από την άκρως κε-φάτη και λίαν χαρωπή ατμόσφαιρα για γέλια μέχρι δα-κρύων στου Ζουμ την ταράτσα. Τα ποτηράκια βγήκανε απ’ το καπέλο της νεραϊδογκουβερνάντας σαν νά ’τανε έ-να δεμάτι , τό ’να κύπελο κολλημένο πλάι στο άλλο , με εκτόξευση απ’ το εσωτερικό του καπέλου της. Με μια κί-νηση κατευθείαν ψιλοκρεμαστή προς τα εμπρός ήρθανε και μείνανε μαζεμένα για να αιωρούνται , πιο ’κει , μπρο-στά της. Η Λούλα Μπόμπινγκς σαν εξήγηση είπε , ¾ ...κάτι παγωμένο να ξεζαλιστούμε απ’ τα σάλτα τα πολλά !! Έτσι ξεδίψασε και τον ύπαρχο τον πρόθυμο ούτως ή άλλως να κατεβάσει κάτι γουλιές. Δυνατές μόνο νά ’τανε και δεν έδινε δεκάρα για τα υπόλοιπα. Άντεχε. Με την κούπα που τού ’δωσε , ή μάλλον όπως πήγε και την πήρε αυτοεξυπηρετούμενος , άστραψε ο Ρεντ ξαφνικά ολόκλη-ρος. Έγινε ροδαλός σαν να τον είχε φιλήσει θηλυκός μπά-μπουρας. Τότε , είπε να κάνει και μια πρόποση να φέρει ελπίζοντας λίγο γούρι παραπανήσιο. Για περίσσευμα. Σε όποιον ευνοηθεί εν πάσει περιπτώσει , κουτουρού ήτανε η ευχή. Ο Ρεντ λοιπόν είπε κρατώντας την κούπα , ¾ Ας πιούμε στην αναπάντεχη γρουσουζιά που θα κάνει τους δαίμονες όλους να γκαντεμιαστούνε όσο δεν παίρ-νει. Εδώ τριγύρω πρώτα. Άντε. Νά ’χουμε ρούμι μπόλικο για να το τσούζουμε και μια σταλιά συχνότερα , Λούσι Μπόμπινγκς ! Μακάρι πάντα τέτοια ! Να μη με λένε Ρεντ Ρέγγα άμα τώρα που σε ξαναβρήκαμε δεν πέσουνε οι τι-μές για το ρούμι στις κάβες ! Γιατί αλλιώς θα τραγουδάμε γύρω απ’ το μπαούλο στεγνοί. Μέχρι να πέσουμε και ’μεις ξεροί χωρίς να βραχεί ούτε τόσο δα το στεριανό και ξεβρασμένο το λαρύγγι μας ! Κρατάω το καλύτερο ρούμι που ευχήθηκα να πιω ποτέ μου ! Φίλοι μου εβίβα σε ό-λους ! Έκανε «κλουπ !» ο ύπαρχος ξεδιψώντας σβέλτα και το ποτήρι αφού ήπιε μονορούφι νά ’χει μείνει στεγνό στο ένα χέρι του. Οπότε με τον άλλο αντίχειρά του να κουνιέ-ται από πάνω προς τα κάτω έδειχνε την άδεια του κούπα. Οι άλλοι συμφωνήσανε ενθουσιασμένοι. Ο ύπαρχος Ρεντ στη στιγμή είχε τελικώς μείνει βράχος με ένα πλατύ , ζε-στό , ροδομάγουλο πρόσωπο. Όλο ένα τεράστιο χαμόγε-λο. Να ζητάει γρανίτα ρούμι. Η Χαμ-Μπαγκ , η περιπτερότσαντα απ’ την άλλη ά-κρη της ταράτσας εκπλήρωσε την επιθυμία του. Με ένα παρασκεύασμα σε οικονομική συσκευασία πάνω στο σετ για πικ νικ. Σε κύπελο μεγάλο σαν βραβείο. Όπως ήτανε με το γιλέκο ακούμπωτο , το πουκάμισο με τα μανίκια γυ-ρισμένα πάνω απ’ τους αγκώνες και ένα γένι σαν φλόγα πυρόξανθο και φουσκωτό να λαμπιρίζει , όλος στρου-μπουλός και κατευχαριστημένος μα ψηλέας σαν βουνό ο ύπαρχος Ρεντ Ρέγγας έπεσε ξερός. Ούτε πρόλαβε να ξα-ναδοκιμάσει δεύτερο γύρο , τέζα , λιπόθυμος. Με χαμόγε-λο. Ο ναύαρχος Ζουμ τού ’ριξε μια κρυφά κοψοχολια-σμένη ματιά και με φλέγμα και χοντράδα στις εκφράσεις του είπε , ¾ Λουλού Μπόμπινγκς , ο άνθρωπος αυτός έχει να τα-βλιαστεί έτσι από την εποχή του κάπτεν Μούργα. Του πε-ριβόητου πειρατή για το βρωμερό του άρωμα , που όργω-νε τις θαλάσσες για να βγάζει το μεροκάματο και το «κα-λώς τονε !» απ’ τη μύτη. Με τη μπόχα που έσερνε χλω-μιάζανε θαλασσινοί και στεριανοί ! Ο ύπαρχος από ’δω φταρνιζότανε καί ’ριχνε κατάρτι από μισό μίλι. Για δες τι δεν πήγε καλά με το μαντζούνι. Του την έδωσε κατακούτελα. Γιατί μόνο τότε που έφτιαξε το βρωμερότερο απ’ τα τυριά που θα γίνει ποτέ σε τούτο τον κόσμο του συνέβει για μια και μοναδική φορά σε όλη του την ατρόμητη ζωή να γίνει ωραία κοιμωμένη ! Από μια τυρόμποχα σαν γροθιά μονοτίραντου κατσέρ παλαι-στή που σε τσαλαπατοκοπανάει σε υπόγα ενώ σου φωνά-ζει μεσ’ τη μούρη με σκορδοκολλιέ ουκ ολίγα από πριν μασημένα στο χνώτο. Αμέσως , όποιος είχε κούπα θυμήθηκε να ρουφήξει με το καλαμάκι του τη γρανίτα φράουλα μονοκοπανιά. Η γρανιτονεράιδα με «στικ σποτ !» ξαναγέμισε ό,τι ποτήρι ασπροπάτωσε γρήγορα. Ο Ζουμ πού ’χε σηκώσει και το χέρι σαν δήμαρχος σε εγκαίνια καβαλάρη μακαρίτη στρα-τηγού σκαλισμένου άγαλμα , έμειν’ έτσι , χωρίς άλογο. Ψιλόχασε τον ειρμό του , χαζεύοντας το ποτηροξαναγέμι-σμα. Μ’ ένα «Μμ !!!» προφέροντας με κλειστό στόμα το «μι» σαν νά ’λεγε «Ναι , καλά τώρα !» αντέδρασε έτσι αρχικά για να συμπληρώσει , ξαναβρίσκοντας την ψυ-χραιμία του λίγο πιο μετά , ¾ Μόνο τότε με τον Σαμ Σαλαμούρα , τον γνωστό ως Κάπτεν Μούργα , τον πειρατή έπεσε ποτέ του ξερός. Από την τυρίλα του δικού του βρωμότυρου αλλά φίνου και ε-κλεκτού , είναι γεγονός. Μια σαπιλόμποχα που ήτανε για να φουντάρεις μεσοπέλαγα αλλά σπάνια και ακριβώς ό,τι πρέπει για όσους είναι γνώστες του καλού του τυριού. Η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου ξαφνικά του έκοψε του γερό Ζουμ τη φόρα για την όποια συνέχεια στην πολυλογία , παίρνοντας το λόγο χωρίς να περιμένει. ¾ Ναι , ναι ! Όσο είσαστε εσείς θαλασσόλυκοι , άλλο τό-σο είμαι και ’γω ! Θα στον ξανασυνεφέρω τον ύπαρχό σου. Παράτα τα πολλά και πες στα παιδιά όλη την ιστο-ρία. Μου φαίνεται από ’κείνες τις νόστιμες για δυο πιτσι-ρίκους. Όπως τούτοι οι δυο εδώ που μόλις αρχίσανε να γνωρίζουνε κάτι λίγα για το τι σημαίνει «εξωτικά ταξί-δια». Είπε η Λουλού στον Ζουμ. Υπονοώντας δηλαδή ή έ-στω προσπαθώντας το μιλώντας στο τέλος έτσι , όλα ε-τούτα τα νεραϊδοπηγαινέλα όπως γινόντουσαν χωρίς σύ-στημα. Γεμάτα από ουρανοσφόντηλες καρπαζοεξόδους ό-που αλλού πατούσες και αλλού βρισκόσουνα όλη την ώ-ρα. Διότι και στην ίδια τη Λουλού υπήρχε το ίδιο παράπο-νο μέσα της. Ούτε για τη νεράιδα προσωπικώς δεν υπήρ-χε λιγάκι ρέγουλα χωρίς να τσινάνε τα ίδια της τα ομελε-τοσαλατοξόρκια ! Τι άλλο όμως μπορούσε να κάνει ; Ε , δεν πολυέσκαγε και αυτή τότε ! Στις αναποδιές έκανε βουτιές ντουγρού κατά μέσα στο χρόνο. Είτε με , είτε χω-ρίς κορνίζες με σκίτσα και καμιναδοσαλταδόρους. Μετά το κάθε της σάλτο στο χρόνο άπαξ και περνού-σε στο περιβάλλον το παραπάνω , το παρακάτω ή το πα-ραμέσα , εντός ή εκτός της εποχής της , ό,τι ήθελε ο ου-ρανός και η στιγμή της κάθε μέρας ας το κατέβαζε. Τα α-πρόοπτα και οι αναποδιές ήτανε πια μέσα στο πρόγραμ-μα. Όποιος ήθελε να πει οτιδήποτε ε , ας τό ’λεγε. Τα ξόρ-κια πάντως ταξιδιωτικώς όπως τά ’χε μάθει και τα κουλά-ντριζε , έτσι σε βολεύανε. Όποιος ήθελε να το διαπιστώ-σει δεν είχε παρά να τη φωνάξει για να τον βγάλει στη γύ-ρα για βόλτες. Μάλιστα αυτή ακριβώς η σκέψη η τελευταία φώλια-σε την ίδια εκείνη στιγμή από περιέργεια για το «πως νά ’τανε το σπορ των περιπλανήσεων μιας νεράιδας» στο κε-φάλι το σκαμπανεβασμένο , τουλάχιστον εσωτερικώς και από καιρό , του γερο-Ζουμ. Εκεί , στην ταράτσα του μο-νίμως και σαν στοιχειό σαματατζήδικο. Ωστόσο να που η τύχη τον τακίμιασε με τη Λουλού χάρη στην οβίδα του , τον Μπίλια τον Αστραποσπιθοστέκα. Όταν η νεράιδα τον σκάρωσε με ξόρκι τσακώνοντας την τελευταία οβίδα από την κορυφή του σωρού μια μέρα που σκουντούφλησε προσγειώνοντας τη σιλουέτα της τη μοναδική στην όψη , στην ταράτσα του. Γι’ αυτό ο γερο-Ζουμ πήγε με τα νερά της και δέχτηκε να της κάνει τελικά το χατήρι , τώρα που ξαναφάνηκε στο λημέρι του το πολύκροτο. Έτσι της είπε , αν και με ίχνη τρομάρας διατηρημένα εξαιτίας της όποιας απρόβλεπτης φαεινής ιδέας που θά ’χε η νεράιδα ετούτη για τη συνέχεια της ημέρας. ¾ Ε ; Εντάξει Μπόμπινγκς. Ό,τι πεις. Δέχτηκε λοιπόν ο ναύαρχος χωρίς δεύτερη κουβέντα. «Διότι σκέψου» , συλλογίστηκε , «νά ’πινα απ’ το νεραϊ-δοκέρασμα...Παρά λίγο πιο γρήγορα κιόλας από τον ύ-παρχο τον Ρεντ. Θα τη ναυαρχοκαθίζαμε τη βάρκα...». Ο-πότε το σκέφτηκε σβέλτα για το αν άξιζε να μπλέξει μπαίνοντας στα νεραϊδοχώραφα δαύτα απροετοίμαστος. Ας είχε έρθει στα δικά του και του τά ’δειχνε η Λουλού Μπόμπινγκς. Μα κάτι ταρατσοκανονάμπελα και δαύτα άλλου είδους ! Ο Ζουμ όμως ταλανιζότανε για το πως θά ’ναι τόση ώρα στην ίδια του τη στέγη σώος καθώς κοίτα-ζε ετούτη τη φίλη του. Μια νεράιδα άλλου είδους έτσι λε-λεκομακρουλόρθια όπως την έβλεπε μπρος του. Ίλιγγος τού ’ρθε. Ξανάδιωξε πάντως τις αντιρρήσεις για την ώρα και έ-δειξε ομοθυμία. Προσαρμόστηκε στη δική της διάθεση προς το παρόν , μη χαλώντας , όπως είπαμε χατήρι. Με- τά , ε ! Που θα πήγαινε το πράγμα. Θά ’χανε να θυμού-νται όλοι χωρίς νοσταλγία τι σήμαινε πειρατική κουζίνα ! Μ’ ένα ξόρκι «στικ σποτ !» της νεράιδας ήρθανε μό-να τους σκαμνιά. Περπατώντας μαζί. Τα συμπλήρωσε ένα μακρύ , φαρδύ , χαμηλό , ξύλινο τραπέζι. Η νεραϊδοπαρα-μάνα σφύρηξε με τη γλώσσα σαν να καλεί τσοπανόσκυλα και ήρθε ολόκληρο το σετ για πικ-νικ και στόλισε το τρα-πέζι. Μαζί και η κυπελάρα που ήτανε τίγκα στη φραουλο-ρουμοσουμάδα απ’ όπου ο Ρεντ δεν πρόλαβε να πιεί στα-γόνα. ¾ Μπααα... Έκανε η στοματοφαλαινοτσαντάρα. Βγήκε μια γυά-λινη γαβαθάρα και ακολούθησε μια γερή ριπή από κροκα-λοκαραμέλες που μελώνανε το δόντι και τό ’τρωγες μαζί μετά και αυτό. Πέσανε οι ζαχαρωτόβωλοι στο μπολ ενώ κάνανε ένα χαριτωμένο ελιγμό σε σχήμα σούστας. Συνέ-χισε το βαθύ σκεύος να γεμίζει ενώ τοποθετήθηκε στο ντυμένο με κόκκινο καρό τραπεζομάντηλο , χαμηλό έπι-πλο. Μέχρι που ξεχείλησε αστραφτερές , ζαχαρένιες σφαιρίτσες ολοστρόγγυλες σαν βόλια από καρυοφίλι. Η ομπρέλα άνοιξε για τέντα αιωρούμενη πάνω απ’ το κέντρο του τραπεζιού. Η κορνίζα λούφαξε σαν γάτα κάτω απ’ το τραπέζι. Η τσάντα έκανε πως ειπνέει για βαθιά α-νάσα και έκλεισε. Όλα είχανε στρωθεί πλάι στο κανόνι. Η ζωντανή οβίδα ο Μπίλιας Αστραποσπιθοστέκας βρισκότανε πάνω στο σωρό , από κανονικές όμως , οβίδες που υπήρχε στο δάπεδο της στέγης πιο ’κει απ’ το κανόνι τέσσερα-πέντε βήματα. Ο Μπίλιας είχε στήσει και ’κείνος αφτί καλά. Σιγομουρμούρησε κουνώντας τα πόδια. Περί-μενε τον Ζουμ να πει το παραμύθι. Η Γκέτεμ και ο Άλσελ προτιμούσανε τη γρανίτα φρά-ουλα για το πολύ ωραίο άρωμα και τη δροσιά απ’ τις πα-γωμένες γουλιές. Βαστάγανε από μία. Μέσα σ’ ένα ποτη-ράκι πλαστικό για πάρτι , δυσανάλογα μικρό. Καθώς ήτα-νε από γρανίτα τίγκα. Τόση που έπινες για δυο έργα τρίω-ρα στο σινεμά. Φραουλογρανιτοκατάμπρα κινγκ-σάιζ. «Άμα κάνουμε αυτή τη δουλειά κάθε τρεις και λίγο χαθήκαμε ! Τί σόι νεράιδες είμαστε ; Αυτόματο μηχάνημα για αναψυκτικά ;» Τόνωσε την αυτοπεποίθησή της για να νιώσει άξια για κάτι που έπιανε μάλιστα με την πρώτη , έστω και κα-τά τύχη για λίγο , η παραμανονεράιδα. Εκφραζόμενη σιω-πηλά με τα καλά τούτα λόγια για την αφεντιά της την α-χαρόψηλη. Άλλωστε στους μικρούς το δροσιστικό ρόφημα άρε-σε πολύ. Τους φάνηκε σαν το πιο γευστικό κέρασμα που θυμόντουσαν νά ’χουνε δοκιμάσει ποτέ. Έτσι αμίλητοι α-φήσανε τον Ζουμ να πει ό,τι είχε να διηγηθεί. Καθιστοί στα καινούργια στο μέρος , απ’ το ξόρκι της Λούσης , σκαμνάκια. Με τον Δερβισοψηλολελέκογλου νά ’ναι με τη Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου αντίκρυ. Ο Ζουμ έπιασε την κεφαλή του τραπεζιού πλάι στα βλήματα τα σφαιρικά. Με τον Μπίλια να στρογγυλοκάθε-ται πάνω τους. Ο Ρεντ ήτανε τάβλα πίσω απ’ τον ναύαρχο στα οχτώ περίπου βήματα. Εκεί που άρχιζε η κάννη του μπαρουτοπυροβόλου. Του ατσαλοκολόκυθου του γομάρι-νου , του αγέμιστου για την ώρα. Ο γερο-ναύαρχος αφού παρατήρησε στα γρήγορα τις εκφράσεις του καθενός με μια φευγαλέα ματιά , ένιωσε έ-τοιμος πλέον και πήρε ανάσα γερή για να ξεφυσήξει έπει-τα απ’ το στόμα αδειάζοντας το στέρνο του και ρίχνοντας τους ώμους. Ξεκίναγε να τους πει την τρομερή ιστορία του... ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 |