![]() |
ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH |
|
Μίλα Μου Για ΞόρκιαΚεφάλαιο 22 22. Τα Ρεσάλτα , Οι Καραβέλες Και Οι Βρωμοτυροκαρβέλες Ο Ζουμ είναι ήδη έτοιμος. Αφού πρώτα έγινε ένα α-παραίτητο τσιμινιεροναυτικό διάλειμμα. Να πάρει τρεις-τέσσερις ταμπακοανάσες με άρωμα φρούτου μάνγκο στον καπνό της πίπας του. Νάτος που ξανακάθεται να αφηγη-θεί τα παρακάτω... - Τώρα ο Μούργας όλο το πλήρωμα για το μπρίκι , το καράβι που του δώσανε οι καλόγεροι , ορίστε πως το βρή-κε. Θά ’χε ξανοιχτεί δώδεκα μίλια , ίσως λιγότερο , θά ’χε φάει και κανένα τυρομερί για τη λιγούρα μια και το συνή-θισε , όταν είδε μια φρεγάτα με σημαία καραντίνας και εί-πε να πάει να δει τι τρέχει. Ο λοστρόμος στο παρατηρη-τήριο ήτανε σαν τους άλλους του πληρώματος της φρεγά-τας όλης πού ’χανε κλειστεί στις καμπίνες. Χάλια ως τον τελευταίο από γρίπη ισπανική , με ρουθούνι φρακαρισμέ-νο σαν ελέφαντες με πώμα. Λέει λοιπόν ο Μούργας με το Λειβάδι το Ευωδιαστό , το τυροφουρνέλο στους ναύτες τους γριπωμένους του άλ-λου πλοίου , που είχε την αγγλική παντιέρα και ’κείνο ό-πως και το κατάρτι του Σαλαμούρα εκείνο τον καιρό ακό-μη. - Τί γίνεται ; Καλά ; - Όγι ! Είμπαζτε νογκ-αόυντ ! Μπουέρντε ! Τέζα από ζυ-νάγι Ζαραγόζαζ ! Απαντάει ο λοστρόμος. - Μάσα ; Θέλησε ο Μούργας να μάθει σβέλτα πως τα πηγαίνανε από προμήθειες. - Αμπ’ όλα έγουμε αλλά μπορεί να μαζ ζωθούνε ! Του είπε ο ζαβλακωμένος απ’ το συνάχι και με πλήρη απώλεια όσφρησης μεταξύ άλλων αισθήσεων απωλεσθέ-ντων ο λοστρόμος της φρεγάτας εκείνης. - Έχετε ή όχι ; Μπερδεύτηκε ο θαλασσινός ο τυροχοντρέμπορος με το τρικάταρτο σκαρί. Με το που ρώτησε για να ξεκαθαρίσει το ζήτημα η συννενόηση προχωρώντας έγινε τελικά σα-λάτα. Αρχίσανε να παίζουνε λοιπόν το «Ήτανε Ένα Μι-κρό Καράβι» έτσι , όπως γεμίζει με κανένα έξτρα πλάνο συχνά κάποια ταινία. Ώσπου τελικά συμφώνησε ο λο-στρόμος να τους αφήσει ο Μούργας κάτι κιλά. Ίσαμε τεσ-σάρων ημερών προμήθειες σε τυρί και στα γεμάτα για δέ-κα νοματέους. Χορτάτους του σκασμού αν τα αποτελειώ-νανε με κέφια. Τα οποία τα τράβηξε ο εν υπηρεσία στο κατάστρωμα με κάτι άλλα παλληκάρια. Για το αλισβερίσι ετούτο του ρίξανε σακούλια με μπό-λικο κέρμα. Νά ’χει να τα δαγκώνει όταν θα σκυλοβαριέ-ται. Τα τσέπωσε και πήγε ο Μουργο-Σαλαμούρας Σαμ με-τά να μοιράσει και πιο μακριά από ’κει. Διότι ακόμη το έ-κανε διανομή το τυρί σε τεύχη. Σαν πρωινή εφημερίδα. Τό ’χε και φρέσκο , ημέρας. Με την τύχη ταβλιασμένη σε αφασία δεν ήθελε και πολύ. Δεν άργησε να πέσει λοιπόν πάνω σε μια νηοπομπή. Όπως παρατήρησε με το κυάλι , καθώς δεν είχανε εφευρεθεί ακόμη οι αντιασφυξιογόνες μάσκες , βραχυκυκλώσανε χωρίς να προλάβει να πάρει χαμπάρι από που ερχότανε η μπόχα κανένα από τα πλη-ρώματα και των τεσσάρων των κατακαημένων ετούτων εμπορικών πλοίων. Ο Μούργας μονοκυαλομπανίζοντας διέκρινε μια τρομερή ζάλη και ανακάτεμμα που δεν είχα-νε νιώσει σε ’κείνα τα νερά ποτέ άλλοτε ναυτικοί. Αφήσανε κανόνια αφύλαχτα , πηδάλιο ακυβέρνητο , ρί-ξανε άγκυρες με ναύτη να πέφτει στο νερό παρέα , αλλη-λοεμβολιστήκανε , κανονιοβοληθήκανε και με τα κατάρ-τια τσακισμένα και το ηθικό αλαλούμ τα πέρασε όλα ο Μούργας από πλιάτσικο χωρίς ν’ ανοίξει μύτη. Έβγαλε κιόλας και παράτησε στα πλοία τους και ό,τι τυροσυμφο-ρά είχε ακόμη για σαβούρα ώστε να γίνει και πιο γρήγορα γνωστό το καταδύσοσμο αγαθό εκείνου του τάγματος του Θεού. Ο οποίος αγαπά μέχρι και τέτοιο τρισμακαριστοκατά-ρατο τυρί ανοστανοσιότατο μα έτσι ευλογημένο στο κάτω-κάτω της γραφής προκειμένου να διώχνει διάφορα. Από κακό μάτι μέχρι ποδάγρα. Οι καλόγεροι για τέτοιο το φτιάχνανε. Ας ήτανε Πανούκλα Ευωδιαστή τελικά η μόνη ονομασία για δαύτο και άλλη καμία κατάλληλη. Ειδάλ-λως η μόνη αντιστοιχία με κάτι που θύμιζε έστω και με το ζόρι λειβάδι ήτανε μονάχα τα σουβλάκια. Πρωτοφτιαγμέ-να στη Λειβαδειά ως μεζές. Καθότι οι τυράκλες που φόρ-τωσε ως τα μπούνια ο Μούργας την είχανε στο μάξιμουμ και την κρεμμυδόμποχα. Μια προίκα δώδεκα μηδενικά για νούμερο. Τόση που ήρθε καί ’γινε και φίλος ο Σαλαμούρας με τα πιο τρομερά σκυλόψαρα. Του κάνανε χαρές όπως κάνουνε κανονικά τα δελφίνια στα καράβια. Δελφίνια βέβαια , το καράβι του Μούργα , τη «Μυρωδάτη» όπως είχε βαφτίσει ο ίδιος το νέο ετούτο μπρίκι απ’ το μοναστηροκαστέλλο , δεν το χωνέψανε ούτε για χατήρι σεναρίου σε φίλμ του Τζόλιγκουντ. Διότι ένα θα το ανθίστηκε τι σαπίλα βγάζει απ’ τα ύφαλα τούτη η τουλουμοστρούγκα η σανιδένια που επιπλέει έτσι όπως σαπιλοκασεροσεργιανάει και θα τό ’πε με το ρύγχος τούμπανο απ’ τη μπόχα σ’ όλα τα δελ-φίνια στα γύρω πέλαγα. Ο Αρίωνας , ο αρχαίος εκείνος θρυλικός μελωδός με την άρπα , βγήκε στο Ταίναρο το ακρωτήρι σε δελφίνι κα-βάλα. Από ’κει επέστρεψε στην Κόρινθο όταν τον φου-ντάρανε οι ίδιοι οι κορίνθιοι ναυτικοί να πνιγεί μεσοπέλα-γα. Τελικά , αντί να χαθεί , σώθηκε. Ο Μούργας θα έπρεπε για να σωθεί να του τρυπήσει τα ψαχνά ο Ποσειδώνας με την Τρίαινα. Να σκάσει στη στε-ριά κατευθείαν απ’ το βυθό της θάλασσας. Ο οποίος Μούργας τέλος πάντων βρήκε κάποια στιγμή ένα απόμε-ρο βραχονήσι. Έθαψε τα λάφυρα και έκανε χάρτη για το σημείο. Απέπλευσε και γύρισε στο Τυροκαστέλλο των Μοναχών όπως το βάφτισε όταν το σημείωσε στο χάρτη που πλέον είχε μαζί του. Καθ’ οδόν έπεσε ξανά πάνω σε ’κείνη τη γριπωμένη φρεγάτα που είχε χάσει ουκ ολίγο χρώμα σαν έπεσε εκεί τριγύρω και η τυρομίχλη. Θόλωσε η φρεγάτα στην όψη και πήρε άρωμα ανέμου φυκοτυρομπάτη θαλασσινού. Τους φώναξε «αχόυ !» αλλά δεν άκουσε κιχ. Αμέσως , κα-τάλαβε ότι ήτανε όλοι τρισχειρότερα. Όταν τους πλησία-σε , τις πνιχτές φωνές τους απ’ το κατάστρωμα μόλις που τις έπιανε τ’ αφτί του. Έριξε άγκυρα , σαλτάρησε και είδε τα κόζα ένα γύρω. Μετά έκανε καμπόσους σαλάμι δένο-ντάς τους και παρατώντας τους στη φρεγάτα τους , πήρε λάφυρα και βρήκε και βοηθούς. Εκείνοι βγήκανε λίγο πιο στόκοι στο μυαλό , αργόστροφοι αλλά υπάκουοι. Κάπου είκοσι κεφάλια ανθρώπινα. Οι λεβέντες φάγανε και τα τυρένια με όρεξη και γίνανε με τον καπετάν-Σαλαμούρα τον Μούργα τον καραμπου-ζουκλέα μια ανθοδέσμη πρώτης διαλογής. Φρέσκοι-φρέ-σκοι , ίδιοι και χειρότεροι. Καθότι προστεθήκανε και τού-τοι ως άλλοι ομοιοπαθείς στην τυρίλα αυτή την αδιανόη-τη. Βρήκε έτσι ωστόσο φιλαράκια καινούργια. Φέρθηκε και σωστά. Δηλαδή τους χρύσωσε με κάτι ρέστα φλουριά από τα αρπαγμένα και άθαφτα. Εκείνα τα καβατζαρισμέ-να για έξοδα κίνησης πού ’χε βάλει στη μπάντα και τά ’χε μαζί του μετά το τυροσαμποτάζ της νηοπομπής. Αφού χαμογελάσανε ηρωικά με ευγνωμοσύνη βάλανε όλοι με τον Μούργα πορεία πρόσω ολοταχώς για το μο-ναστηρόκαστρο. Το οποίο ως γνωστόν τό ’χανε οι καλό-γεροι με τα πολεμοφόδια της εκστρατείας. Εκεί καταχα-ρήκανε με τη σειρά τους άπαντες οι αδελφοί με ένα τόσο ανέλπιστο και τυχερό αντάμωμα. - Λουλούδια δε μας έφερες ; Ρώτησε τον Μούργα ο ηγούμενος , ο Υάκινθος. - Μπουμπούκια ! Τού ’πε ο Μουργο-Σαμ. Κατ’ αρχήν του σύστησε το α-σκέρι όλο. Ο Τσαλαβούτας , ο Σκασίλας , ο Τζετζεφίλης , ο Ταπιόκας , ο Συρταρόλης , ο Τζατζαλέας , ο Σκου- μπρής , ο Τουρλίδας , ο Αφεύγας , ο Αχασουρές , ο Ψαρό-νιας , ο Σγρόμπολας , ο Τόμπολας , ο Ρόμπολας , ο Στρό-μπολας και δυο-τρεις λοιποί. - Ρε το τυρί σας άρεσε ; Είπε να μάθει στη συνέχεια χωρίς πολλά λόγια ο αδελ-φός Υάκινθος. - Ουουού ! Ξεπλύναμε το χνώτο μας με δαύτο ! Ψαρέ-ψαμε κιόλας με βήχα στην πρύμνη της «Μυρωδάτης» ! Ξηγημένος μεζές αδελφέ και νά ’χουμε για να μασουλά-με. Απάντησε ένας αμέσως στην ερώτηση. - Ήρθατ’ εδώ που είναι ο τόπος παραγωγής ! Αποκρίθηκε περήφανα ο ηγούμενος. Ευτυχής στην όψη που πήρε τέτοια απάντηση αμέσως μ’ ένα «ουουού !» πολλά υποσχόμενο για το μέλλον του ευλογημένου ετού-του του αγγελικά καταβρωμερού αγαθού που φτιάχνανε σε ’κείνο το μοναστήρι μαζί του όλοι οι καλόγεροι. - Άντε να φορτώσουμε για να προλάβουμε την άμπωτη ! Έκανε ένας Τρόμπολας. - Εδώ πάνω είναι κατσάβραχος ! Άσε την πρεμούρα και δώσε βάση στο αφεντικό τον Σαλαμούρα ! Τους ξαναφρέναρε τους βιαστικούς ο αρχικαλόγερος , το μπιγκ-μπος. Είπανε «πάσο !» και «εύγε !» και μείνανε έτσι για Κυριακή Τυροφάγου τα παιδιά να καλοπεράσου-νε. Την επομένη είχανε το καράβι έτοιμο. Γεμάτο. Εκεί που δεν το περίμενε κανείς συνέβει και πάνω στο βιράρι-σμα της άγκυρας ο ηγούμενος άφησε στη θέση του υπεύ-θυνο έναν ανθοκόμο τυρά άλλονε. Όπως μπήκε με το ρά-σο για αγιασμό , έμεινε ο αδελφός ο Υάκινθος και αυτός όλως τυχαίως και εντελώς ξαφνικά για να προστεθεί στο πλήρωμα. Μόλις η «Μυρωδάτη» άρχισε νά ’χει τον αέρα ορθόπρυμα και ν’ ανοίγεται του λέει του Μούργα ο ηγού-μενος , - Ίσως πέσουμε σε πειρατές ! Έχουνε πιο γερή μύτη απ’ τους αρωματισμένους αφροχέρηδες , τους δουκικούς. Δεν είναι σαν και αυτούς και σαν κάτι άλλους ευγενείς αρι-στοκράτες λήσταρχους που ρίχνουνε πατσουλί και στο παστό κρέας που κατεβάζουνε για τη λιγούρα. Νά ’χουμε λίγο το νου μας ! Είναι όμως καλό να μη τα μελετάει κανείς κάτι τέτοια ! Νάτο που ερχότανε σαν σαΐνι ένα φοβερό με μαύρη ση-μαία ! Όλο και κόνταινε την απόσταση. Μάλιστα έριξε και τρεις-τέσσερις κανονιές ξώφαλτσες. Πάνω λοιπόν που θα σούβλιζε το μπρίκι του Σαλαμούρα Σαμ η γαλέρα με το μπομπρέσσο της , τη μύτη της δηλαδή , να το περάσει απ’ το πλάι σαν κοντοσούβλι , τι έγινε ! Πλακώσανε όλοι οι ξιφίες των περιχώρων και κάνανε δουλειά τερμίτη με πριονοκορδέλα. Εμφανιστήκανε σαν τορπίλη υποβρυχίου με μύτη ταβανόπροκα. Ολόιδια με ηλεκτρικό τρυπάνι «Μπροκενμπέτερ» για μαστροχαλα-στές. Σε χρόνο μηδέν κατέβαινε ο εχθρός του Σαλαμούρα με την πρύμνη της γαλέρας και το σπαθί ψηλά. Με τό ’να μάτι μπαλωμένο και με έκφραση κλάψας που ξέσπασε με το στόμα κλειστό και τραβηγμένο προς τα κάτω. Σαν νά ’τανε τιμωρημένος στην τάξη του νηπιαγωγείου. Αντί να κάνει κάτι να αντισταθεί στη συμφορά που του έλαχε , βούλιαζε ακόμη. Αφέθηκε στη μοίρα του απ’ την απελπι-σία. Καθότι από ’κει που ερχότανε σαν σίφουνας με ηθικό για λεηλασία στα πεταχτά άρχισε να αργοχάνεται απ’ την επιφάνεια του νερού προς τα κάτω όρθιος και κλαψουρί-ζοντας. Λες και τό ’βλεπε το πράγμα όλο στον ύπνο του. Διότι ούτε που κατάλαβε πως την έπαθε. Μαζί με δαύτονε στα ίδια χάλια και οι ναύτες του. Ήτανε , για φαντάσου...Ο ίδιος ο Μαυρογρέζης και το περιβόητο ασκέρι του αυτοί που τώρα θα τους τρώγανε τα σκυλόψαρα αργά και μπαμπέσικα. Σε λίγο θα φτάνανε στο ισόγειο , κάτω απ’ το νερό και θα χάνανε το λιγότερο από κανένα πόδι για διόδια βυθού. Ώσπου επιτέλους στο «τσακ !» τους ταΐσανε τους μυταρόλες τους πριονοκαρχα-ρίες γαριδάκια με μπόλικο τυρί μουχλολειβαδείσιο οι άν-θρωποι του Σαμ του Σαλαμούρα. Τον Μαυρογρέζη τον φέρανε με όλο το γυπαετίσιο το πλήρωμά του σώο πάνω στο κατάστρωμα της «Μυρωδάτης». Σε λίγο θα κοίταζε από την κουπαστή του καραβιού του Μούργα , το πλοίο του το τρομερό όσο κανένα έως τότε στην πειρατεία , να γίνεται ψαροτυροναυάγιο. Ακόμα ό-μως δε βρέθηκε. Γιατί άμα μπερδευτεί το άρωμα του νε-ρού μεσ’ τις μπουκάλες του δύτη δε θά ’ναι πια για ανά-σες. Μπουρμπουλήθρες στη θάλασσα και καπέλα μαζί με σκουφιά να κουνιούνται πέρα-δώθε λέγοντας «αντίο» στο ξακουστό «Μαύρο Χάλι». Έτσι λέγανε τη γαλέρα του Μαυρογρέζη του καρακαταπειρατάραρου. Την υπόληψη ένιωθε ότι του τη λιανίσανε τα αδηφάγα τα χατζαρομου-σουδόψαρα που αντί για ψαχνό από τους εχθρούς , συμβι-βαστήκανε μ’ ένα κομμάτι από τυρί το καθένα. Τυρί κα-λογέρικο θυμίζω ’γω. Αγαθό ευλογημένο να τα κάνει όλα ομίχλη πηγμένη στα ίδια χάλια και αερίως. Όλοι ετούτοι οι βετεράνοι , σουρωτηροκάπελοι από τα αρκεβούζια πειρατές ήρθανε και δεν πιστεύανε στο ένα τους το μάτι το αλλοίθωρο , το ψεύτικο πού ’τρεχε στον κατήφορο άμα σκαμπανέβαινε το κατάστρωμα στις φουρ-τούνες. Βλαστημάγανε την πίστη τους και την κουτσάβλα τους τη σκυλοψαροφαγωμένη. Άμαχοι , ήρωες πια , χάνο-ντας και από κάτι. Τώρα ήτανε ένα πλοίο που πήγε ήδη να βαφτίσει το βυθό έτσι όπως τό ’χανε ονομάσει και δαύτο και ακόμα χειρότερα. Χάλι αδιόρθωτο. Τυρινική δοκιμή υποθαλάσσια. Στην αλλαγή της δίαιτας των καρ-χαριώνε δοκιμή δηλαδή. Ο Σαλαμούρας – το τυροχλωροφόρμιο – από ’κει που ήτανε για τα ψάρια καρχαριοτροφή σαν κουρκουμπίνι για ιχθυοκαλλιέργεια έφτασε να του καθαρίζει ο ξιφίας το παρμπρίζ στο φανάρι. Τό ’δε ότι ο Μαυρογρέζης ο καρα-καταπειρατάραρος έμειν’ έτσι και κοίταζε σαν χάνος οπό-τε του είπε , - Αρχηγέ υποκλίνομαι στη μαστοριά της τέχνης σου ! Κάνε μας κουρσάρους καλούς και δε θα πάει χαμένη απ’ τα σαπιλογιδότυρα που βλέπεις ούτε φλούδα. Υπάρχει στοκ για να τυρομπαζωθούνε αμπάρια που θα κλαίνε χο-ρωδιακώς οι βάκιλλοι της γρίπης που μας τους φέρνουνε για κρουαζιέρες σε αυτά τα νερά οι καραβέλες από τη Χι-σπάνια. Ανάρπαστα τα βλέπω στις ναυμαχίες τα Ευωδια-στά Λειβάδια. Τυχερός θά ’ναι άμα θα περισσέψει κανένα ο κόμης ο Σάντουιτς ! Γιατί το τυρί που κουβαλάμε ’δω τό ’χουμε για να κλουβιοδολώνουμε τα μαουνομπάλκονα τα ισπανικά για να μη μας πάνε στράφι τα ρεσάλτα ! Μ’ εννόησες ; - Φίνα παίδες ! Ρολλάρουμε ! Έκανε κολακευμένος τότε απότομα λοιπόν και ο Μαυ-ρογρέζης που ξανακέρδισε το ηθικό του και την πειρατική του αξιοπρέπεια. Μαζί με τον Σαλαμούρα και τη «Μυρω-δάτη» που ήτανε σαν τρίκυκλη μοτοσικλέτα με τυροπε-τρογκάζα αρχίσανε το κούρσος και την τυρορουμοκραι-πάλη την τραγουδιστή. Ο Μαυρογρέζης είναι εκείνος που του κόλλησε ολόκληρο το παρατσούκλι. Τον ξαναβάφτι-σε , λέγοντάς τον από Σαμ Σαλαμούρα , κάπτεν Μούργα. Τον αδελφό Υάκινθο τον βάφτισε Ρεντ Ρέγγα. Νάτονε ! Είναι ακόμη ταβλιασμένος...Α , ρε το άτιμο εκείνο το κα-πελόρουμο , για νεραϊδογρανίτα ! Άκου κάτι πράγματα ! Τον κέρασε , λέει τώρα , ένα φραουλορούμι διπλοτρίδι-πλο , κρύο η νεραϊδονταντά η Λουλού Μπόμπινγκς τον Ρεντ και έπεσε σέκος. Μάλλον το όνομά της κάνει «στραμπλ» σε όλα τα άλλα ονόματα και τα βγάζει εκτός μάχης ! Για να κόψουμε το ποτό και το ξενύχτι. Τέλος πά-ντων. Άντε συνεχίζω. Το δίδυμο Μούργας-Μαυρογρέζης σαν τους συνθέτες για σουξέ μαζί με όλο το πλήρωμα περάσανε κάπου τέσ-σερα χρόνια δράσης περιφερόμενοι στις θάλασσες της Τραλαλαϊκής. Εκεί τριγύρω ήτανε που έγινε «του τυριού το σώσε !». Μέχρι που χάρη στη δράση τους η χώρα τους τίμησε δίνοντάς τους και παράσημο βασιλικό. Αν και από τ’ αγυάλιστα. Τενεκέδια απ’ το σωρό. Δευτεράντζες. Το λέω και ψιθυριστά , ανεπισήμως. Οφ δε ρέκορντ. Αφού γεμίσανε τελικώς με λάφυρα που προλάβανε να αχταρμαδιάσουνε κανονικά και τά ’χανε σε καβάτζα κρυ-φή. Ε , μετά ψιλογεράσανε αλλά τα κότσια ακόμη στα πο-δάρια τους είναι για να μένουνε αμάσητα. Διότι το βλα-στημάνε ήδη από τώρα για την επερχόμενη τη δυσπεψία που θα πέσει πολύ αργότερα , φτου και όξω από ’δω , σκουληκοδιαιτητικώς εις το χώμα τα ζωύφια. Επιπλέον εκτός απ’ τους κάλους και τα κότσια στα πο-δάρια , τους έμεινε ένα κανόνι και ένα σπίτι. Για να τό ’χουνε το πυροβόλο πάντοτε σε δράση. Στημένο στην τα-ράτσα του σπιτιού τους όπως βλέπετε όλοι. Εδώ όμως ε-πιτρέψτε μου. Μια και είναι ώρα νομίζω για κάτι εκλεκτό. Επιστρέφω σε πέντε. Είπε ο Ζουμ και σηκώθηκε για να πάει σ’ ένα μπα-ούλο που υπήρχε πλάι στο σωρό με τις οβίδες. Εκεί όπου στρογγυλοκαθότανε ο Μπίλιας Αστραποσπιθοστέκας κουνώντας τα δυο του πόδια πλεγμένα τό ’να πάνω στ’ άλλο. Με τα φρύδια σηκωμένα σιγομουρμουρίζοντας και κουνώντας ρυθμικά τα χέρια σαν μαέστρος. Ενώ παρακο-λουθούσε με το βλέμμα του τον Ζουμ. Αφού λοιπόν έκανε «ζουμ» ο Ζουμ που λένε , επέ-στρεψε γρήγορα με τρία πακέτα. Από ένα για τον κάθε καλεσμένο του εκτός απ’ τη νεραϊδούλα την σκουποξυλό-λιγνη και ψηλωμένη και ντυμένη αβγοκρόκος με στολή πάνινη από γκαμπαρντίνα. Το ένα του μάτι ήτανε τώρα μπαλωμένο με ένα μαύρο κάλυμ-μα για πειρατές και ή-ρωες. Μοίρασε τα δώρα στους τρεις , ήδη έτοιμους για να αντιμετωπίσουνε κάθε ενδεχόμενο φεύγο-ντας τρεχάτοι μόλις χρειαστεί , επισκέπτες του χωρίς να τους αφήσει να τα ανοίξουνε. Μέχρι να τους πει. Αν και το δώρο του δεν τόλμησε να το αγγίξει κανείς από τους τρεις. Ο Ντερτ , η Γκέτεμ και ο Άλσελ το κοιτά-γανε με την ανάσα τους κομμένη. Το στόμα να χάσκει , το βλέμμα γουρλωμένο και τα φρύδια τους ψηλά. Νά ’ναι και οι τρεις πανέτοιμοι για να γλιτώσουνε απ’ οτιδήποτε. Με τα δυο τους χέρια όλοι πάνω στην άκρη του τραπε-ζιού. Έτοιμοι να το σπρώξουνε για να σηκωθούνε απ’ τις θέσεις τους να γίνουνε λαγοί. - Έτοιμοι ; Ρώτησε ο Ζουμ τον εξώστη όλο. - Όχι !!! Είπανε οι άλλοι τρεις ομόφωνα. - Νάτο το σύνθημα !!! Έκανε ο Ζουμ , πονηρά. Όλοι παραμένανε ορθομαλλιασμένοι , καθιστοί και με μάτια που είχανε βγει σαν καρότα κατά μπρος από την υποψία τη φοβερή. Με τα πακέτα απέναντί τους στο τρα-πέζι. Είπαμε , ένα της Γκέτεμ , ένα του Άλσελ και ένα του Ντερτ , τρία δώρα έκπληξηηη... Η Λουλού η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου καθιστή όπως και ο Ζουμ έκανε , με το στιλ το δικό της που πετύ-χαινε γύρω στην πέμπτη προσπάθεια σε ώρα καλή , ένα – πολύ της ταλαιπωρίας όμως – «στικ σποτ !» με φωνή και ενός χεριού της τα δάχτυλα. Η τέντα η νεραϊδένια πάνω απ’ το τραπέζι. Ο ομπρε-λομουσαμάς εκείνος που έκανε και για καμιόνι λαχαναγο-ράς. Όσο για τη βοηθό τούτη ’δω τη νεραϊδοβροχοκου-κουλάρα με την κονταράκλα στριφογύρισε με το ξόρκι της παραμανονεραϊδούλας της σουραυλόμακρης. Ενώ η κορνίζα αμέσως έφτυσε μια γάτα που εκσφεντονίστηκε κάτω απ’ το τραπέζι με ένα «χχου !» και ένα «ζνιάου !» και προσγειώθηκε με τα πόδια πιο ’κει στη στέγη. Πάνω στο φεγγίτη. Λίγο πιο ’κει η τσαντομετακόμιση έψαχνε για μονόγυαλο να το φέρει στο μάτι αλλά δεν είχε ντιπ α-πό δαύτα και για την όλη αμηχανία από σοβαρότητα να μη τους λείψει , έβγαλε ένα πατσουλί με φούσκα αρχαίο και παρφουμαρίστηκε. Αφού έβγαλε προσωρινά κάτι λα-στιχένιους και σαν λεπτά κορδόνια βραχίονες με παχουλά χέρια σε χρώμα ατσαλιού ανοξείδωτου που λαμποκοπού-σανε σαν καινούργια κατσαρόλια. Κάνοντας και μασχά-λες στο τσαντοσούλουπο το ορθοβοϊδίσιο. Μετά , ανοιγό-κλεισε σαν τερατοπορτοφόλα καρακαταμαγισσοκατα-μπρομαγική για να φυλάξει το σκωροκτόνο. Οι χερούκλες της χαθήκανε , μαζεύοντας πάνω της σαν καλώδιο ηλε-κτρικής σκούπας. - Έτοιμοι ρε αλεπούδια χωρίς τυρί και αλεξίπτω... Ξαναφώναξε ο ναύαρχος. - Ωχ ! Τη βάψαμε !! Κόψανε τη φόρα στον Ζουμ βγάζοντας την ίδια κου-βέντα απ’ το στόμα ο Δερβισοψηλολελέκογλου και οι μι-κροί. Οι υπόλοιποι όλοι βλέπανε με το ζόρι αλλά και με λοξομάτικη περιέργεια σαν να θέλανε να πάνε να πέσουνε σε γεμάτη γούρνα με νερό για να φύγει από πάνω τους καμιά ξαφνική φαγουρόσκονη. Τα σεντουκάκια μετά απ’ το παρά λίγο μεσονύχτιο ώ-σπου να πετύχει στη Λουλού «στικ σποτ !» ανοίξανε μο-ναχά τους. Οι κορδέλες και τα περιτυλίγματα λυθήκανε. Νά ’μαστε λοιπόν ! Ιδού το περιεχόμενο της όλης ιστο-ρίας. Οι λέξεις «Ευωδιαστό» και «Λειβάδι». Σε σχήμα , χρώμα και προπάντων άρωμα τυριού που κατέστρεφε κά-θε σημασία ύπαρξης των λεξικών. Το τυρί υπήρχε ! Το φοβόντουσαν κάτι τέτοιο. Μα μείνανε στον πανικό πάνω σαν από κλούβιο ορνιθοτροφείο που κάνει τις κλώσσες η μυρωδιά των αβγών τους να πέφτουνε ανάσκελα. Με κόκκορα γιατρό να έρχεται με βαλιτσάκι και στηθοσκό-πιο. ...Αααα , μια στιγμή ! Μια και ’μείναν’ έτσι δεν τους αφήνω και ’γω να κάνω καμιά ανάταση να ξεπιαστώ ; Να προλάβω τα χειρότερα που έρχονται στα γεράματα άμα και πολυκάθεσαι. Η συνέχεια είναι καλύτερα μου φαίνται να γίνει γνωστή στο κεφάλαιο το επόμενο. Ε ; Ναι. Πως να μου πείτε και ’σεις...ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 |