![]() |
ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH |
|
Μίλα Μου Για ΞόρκιαΚεφάλαιο 8 8. Πολύ Χάλια Μέρα Οι μικροί παραμένανε ο καθένας στην κοσμάρα του την ωραία. Για να μη τους βγει ξινότερο ροβολούσανε αργά μέχρι εκεί που έφτασε πρώτη η συνοδός τους διπλο-σαλτάροντας για εκατόν πενήντα μέτρα για να πιάσει το καπελοβατράχι , όχι να το φιλήσει για να το παντρευτεί αλλά μάλλον να το δαγκώσει για να ψοφήσει. Η οποία νταντά ε , είχε καταζοχαδιαστεί τώρα πλέον με όλα. Λόγω εκνευρισμού ήτανε που άργησε να κάνει τα ε-ντελώς φυσιολογικά για νεράιδες κόλπα για να κατέβει το βαλτομπεκατσοκάπελό της τούτο απ’ το κλαδί του δέ-ντρου. Μιας λεύκας , όπου πήδηξε και στάθηκε το αξε-σουάρ της δαύτο εκεί απάνω να τη φουρκήσει. Αν και το μόνο που γύρευε εκείνο ήτανε αρώματα του άλσους κά-πως πιο αιθέρια από το χνώτο χωνεμένου σοκολατομεζέ του μικρού Άλσελ. Λέει τότε και η νταντά απαυδισμένη τριγυρίζοντας για λίγο μια και δεν ήτανε ποτέ προετοιμασμένη για ανα-ποδιές τέτοιου είδους , - Ορίστε με ειδική στολή , όλη μαγική και να μου κάνει το καπέλο που είναι έτσι επειδή το ξανάβγαλε στην κεφά-λα μου το ξόρκι με μόνιμο βραχυκύκλωμα , τη ζωή πατί-νι ! Θα το φάω ωμό αντί για φρούτο πριν απ’ το τσάι στις πέντε , δε γίνεται ! Ξεφυσούσε και στριφογύριζε. Με τα χέρια πότε στη μέση και διατάζοντας ενώ έκανε νοήματα με το κεφάλι , πότε μουρμουρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια λέγοντας στο καπέλο να συμμορφωθεί και πότε σαλτάροντας να τσεκά-ρει που βρίσκονται οι μικροί. Χωρίς να παραλείψει να ψάξει για τον άφαντο παλιόφιλο τον ζωγράφο. Μια και ήλπιζε πως θα τον έβρισκε εκεί ακριβώς. Διότι εκείνος έ-λειπε. Είχε παρατήσει καταγής μια περίτεχνα κορνιζαρι-σμένη πινακίδα που έμοιαζε στο σχήμα με δαντελωτό μπισκότο βανίλιας χωρίς κανένα σχετικό σημείωμα που να δικαιολογεί την απουσία του και να ειδοποιεί για την επιστροφή του. Το κάδρο τούτο είχε μήκος και πλάτος ένα μέτρο επί ένα μέτρο και είκοσι πόντους με μια γαλακτερά ομιχλώδη και αχνιστή επιφάνεια στην άνω του όψη. Ο ζωγράφος τό ’χε ξεχάσει λοιπόν απάνω στον αγριοχορταριασμένο και επίσης παραμελημμένο μπιρομπουκαλογρασιδάτο λοφί-σκο όπου σύχναζε και ο ίδιος είχε τρέξει για ν’ ασχοληθεί με κάποιο άγνωστο απρόοπτο καλλιτεχνικό επείγον θέμα. Μαζί μ’ όλα αυτά η μέρα να βγαίνει όλη πάνω απ’ το κεφάλι της Λούσης της Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου με πηδηματάκια φευγάτα αφήνοντάς το σαλάτα άντυτη. «Κάπου πίσω απ’ το ύψωμα θα την έχει στημμένη σε τί-ποτε κουτοπόνηρες κλωσσόφατσες που παίζουνε τη μικρή Ζουζού και θα τους κάνει κανένα νούμερο απ’ τα γηρια-τρικά , τα ταληροκομπογιαννήτικα. Καλά». Συμπέρανε σβέλτα η νεραϊδοπαραμάνα η φροκαλόμακρη μέσα σ’ ένα πέλαγος υπερέντασης. Λίγο έλλειψε να ξαναεκδηλωθούνε και κάτι παλιά νευρικά τικ πού ’χε όσο νεραϊδομορφωνότανε. Τότε , με τέτοια νεύρα προτού συνηθίσει στα απανωτά απρόοπτα και ηρεμήσει από γκριμάτσες και ανασφαλείς χειρονομίες ήτανε «άστα να πάνε» ! Πρώτα βάραγε το κούτελο με το αριστερό της χέρι. Αφού έπαιρνε μια εισπνοή από τη μύτη μονορούθουνη στραβώνοντάς τη , έκανε με τον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού της χεριού μια στράκα και μετά τό ’κανε γροθιά και το χτύπαγε στην παλάμη του δε-ξιού της επανειλημμένα σαν κολλημένο φλας αυτοκινή-του. Μπορεί και δεκαπέντε φορές σερί , κλαπ , σναπ , κλαπ , σναπ , δαχτυλόστρακα και γροθιά σε παλάμη. Ο-πότε στο τέλος σήκωνε το χέρι καί ’δειχνε κατά πάνω , πάντα με τον δείχτη του αριστερού της χεριού , κρατώ-ντας το στο ύψος των ματιών. Απέναντι απ’ το αριστερό δηλαδή το μάτι και σήκωνε τα φρύδια. Αφού έλεγε άτζα-λα «Α !!!» και τόσο κοφτά σαν να φώναζε για να σε κάνει να πάθεις συγκοπή , καλμάριζε. Ωστόσο ετούτη τη φορά αρκέστηκε , μάλλον έχοντας κρατήσει χαρακτήρα απέναντι στο παλιό σύστημα καλμα-ρίσματος , να ρίξει μόνο μια ματιά στην τσαντάρα πλάι της. Οπότε και σάστισε. «Πώς φέρνουμε τα απάνω , κά-τω ;». Για να μην αργεί και άλλο έκανε νόημα στο μυτερό σουβλί το γκρίζο , το λιμοκοντόρικο , το βροχοαδιάβροχο. Μήπως και υπακούσει επιτέλους ο άλλος ο κεσές ο τσα-λαπατημένος , το καπέλο της νεράιδας τούτης. Η οποία πολύ θύμιζε ραδιοφωνοκεραία έτσι υπερυψωμένη μέσα σε γιακαδουρογκαμπαρντίνα , τσαγερόγοβες και γλαστρο-πιαταδούρα καπέλινη. Με το νεύμα της λοιπόν έφυγε η μπανελομυτόγκα της βροχής πετώντας κλειστή αεροβουίζοντας κατά πάνω στον απεργό συνάδελφο να σπάσει τη στάση εργασίας. Μόλις το πλησίασε ίδια με βέλος , το τσίγκλησε όρθια α-πό πάνω του σαν καμάκι ρακοσυλλέκτη , ζουλώντας το απαλά. Το πατημένο το καπελοκουμάσι ήτανε όμως μου-τρωμένο και μετακινήθηκε στο κλαδί παραπέρα. Ο ομπρελοσκωρομεζές επέμενε να ταράζει την ηρεμία του γιαουρτοκαπελοκεσέ. Τότε , κυματίζοντας σαν τυροπιτο-ζύμαρο που τού ’πεσε η γέμιση στην πτήση , η ξεχειλω-μένη η καπελαδούρα έφυγε και έκανε μια αεροφιγούρα τυλίγοντας νοητά το δέντρο. Άλλο που δεν ήθελε η ομπρελομυταρόλα. Έστησε έ-να χορό από κρυφτοκυνηγητό να ξεδώσει. Μια στην κο-ρυφή έβλεπες το δέντρο να φοράει καπέλο , μια σε πριο-νισμένα χοντρόκλαδα σαν να περίμενε την ομπρέλα σε πορτ-σαπό ενός χολ ή τρύπωνε στις φυλλωσιές άφαντο να κάνει τη χελιδονοφωλιά. Ο βροχοκουρελόγυπας δεν τό ’χε αφήσει σε χλωρό κλαρί. Μόνο που το όλο πανηγύρι τράβηξε πολύ. Τελικά , η νταντά αφού παιδεύτηκε λέγοντας «στικ σποτ !» δυο-τρεις φορές στο στυλ του παλιού τικ με ύφος ζορισμένης αυτοσυγκέντρωσης σμιχτοφρύδικης , σφιχτο-δόντικης και λοξά γλωσσοδαγκωμένης που απέτυχε όμως παταγωδώς , το ξανάπε γροθοχειρονομώντας και καταφα-σκελώνοντας τη φάτσα της τη νεραϊδοταλαίπωρη. Γέμισε το ξόρκι ανάμεσα στο «στικ» και το «σποτ !» και άλλα πολλά και άγρια παραξόρκια γραφικότατα παλιών αμαξά-δων πού ’χανε τα ταχυδακτυλουργικά γραμμένα στου μουλαριού τους τα πέταλα τα παλιά. Το χέρι της τέντωσε με την παλάμη ανοιχτή από λυ-γισμένο και έκανε «να , ρε !!!» ώσπου το άτιμο , το λα-τερνοξεκούρδιστο το ξόρκι λειτούργησε επιτέλους και δαύτο. Για να τον μαγνητίσει τον καπελομπελά της επιτό-που. Το ξαναβρήκε και δεν έλεγε να ησυχάσει το σκασμέ-νο ! Έπεσε σαν χαρτο-σακκούλα μπακάλικου ξεφορτωμέ-νη που την κοπανάει ο άνεμος από αντιδραστική συμπε-ριφορά σε ξόρκι νεράιδας τούτο το καπέλο – αντιρρησίας. Για να βρεθεί ηλεκτρισμένο τόσο βαριά , όσο και το νήμα σε χιλιοαναμμένο γλόμπο που καίγεται ξεφνικά. Μέχρι και ένα «παφ !» ακούστηκε ίδιο , όπως σπαρτάρη-σε παραπάνω απ’ το όριο και κόντεψε να κλατάρει βραχυ-κυκλώνοντας τρανταχτά. Το κατακατραπακιασμένο το νε-ραϊδοσύνεργο της νεραϊδογκλάβας απ’ όπου πήγε να λι-ποτακτήσει , βρέθηκε επιτέλους μπροστά της. Πάλι καλά που δεν το στερέωσε το νεραϊδάκι – κατά τα άλλα – τού-το το καλαμόρθιο με ντουί βιδωτό στην κεφάλα της. Η ο-ποία ηλεκτοφορτωμένη τρισχειρότερα αναβόσβηνε μέσα απ’ το νεραϊδοκέφαλο παρομοίως σαν αμπαζούρ αραχνο-μαλιασμένο. Οπότε το γράπωσε αφηνιασμένη και το στούμπωσε με τα δυο χέρια τσιτώνοντάς το τραβηχτά απ’ το γείσο για κάμποσο. Μέχρι να νιώσει ότι ξεθυμάνανε δηλαδή αμφό-τεροι. Σε λίγο άρχισε να το αφήνει σιγά-σιγά για να δει ό-τι επιτέλους ξαναπέτυχε την καπελοσύνδεση η νεράιδα ε-τούτη στην κορυφή της κεφάλας της. Αν και δεν έπαιρνε μπιτ για μπιτ παραπάνω στροφές χάρη σε δαύτο. Πράγμα που σήμαινε ότι δε γινότανε και νά ’θελε να το μοστράρει η παραμανονεράιδα για καπέλο σοφίας , καθότι ήτανε της συμφοράς. Πάντως το ξανακοτσά-ρησε και ήδη δυο στιγ-μές αργότερα ξανάψαχνε η κάτοχός του τούτη ’δω για το ζωγράφο. Στη συνέχεια έριξε και πάλι μια ματιά στην τσαντά-ρα. Ξεφύσηξε με μάγουλα γεμάτα αέρα ένα «ουφ !» μα-κρύ , έντονο , φωναχτό και κοίταξε για τρίτη φορά την τσάντα. Εκείνη έκανε ένα επιτόπιο άλμα για να κουνηθεί απ’ τη θέση της μπας και ματιαστεί. Η Λούσι Μπόμπινγκς ξανάφερε ένα πηγαινέλα αναποφάσιστο. Τα χέρια της δεν παύανε να δείχνουνε την έντονη ανησυχία της που τίποτα δεν πήγαινε καλά χωρίς να γίνει τελικά βαπόρι. Το τικ , να που την ξαναβρήκε στοιχειώνοντάς τη γερά. Έπεσε «κλαπ-σναπ !» που πήγε σύννεφο. Στο μεταξύ , λίγο παραπέρα κοντοσταθήκανε ο Άλ-σελ και η Γκέτεμ. Σε μια στιγμή συνέβει η μικρή να σκύ-ψει. Έβγαζε σχολαστικά μια λασποπιτσιλιά απ’ τη θηλειά για το πρώτο δάχτυλο στο σανδάλι της το αριστερό. Ο άλλος ζωηρεύοντας δεν έχασε καιρό. Της έβγαζε ματοφω-τογραφία και μισοχαμογελούσε μασώντας. Σε όλη την ως τώρα αναποδιά της νέας συνοδού οι μικροί δεν αντιδρά-σανε καθόλου ή μάλλον έτσι ακριβώς εκδηλώσανε τις ό-ποιες διαθέσεις τους. Από ένστικτο όχι , από τα παλαβά αυτά απρόοπτα απλώς. Προτιμούσανε να κοιτάξουνε την πάρτη τους. Βραδυπορούσανε αδιάφοροι για τα πάντα. Η νεραϊδοπαραμάνα τους εντόπισε , έδειξε στο ύψος του αριστερού της του ματιού τον ουρανό με τον δείκτη του αριστερού της χεριού , παρατώντας ό,τι «κλαπ-σναπ !» είχε μείνει , ίσως για μια άλλη φορά. Γκάρηξε «Α !!!» σαν να της έπεσε όλη η σοφία του κόσμου στο κεφάλι μα-ζεμένη. Με κάτι λίγες δρασκελιές μόνο έφτασε μπρος στον μπόμπιρα που προσπαθούσε ακόμη χωρίς να μπορεί όμως με τίποτα να θαυμάσει τη θέα. Ο μικρός μασούλαγε κιόλας… Η Γκέτεμ έξυπνα , πατούσε κανονικά ενώ είχε χαλα-ρώσει λυγίζοντας τα γόνατα εντελώς. Μάλιστα ο Άλσελ κλαψούρησε με μισή μπουκιά …εεε… , καρδιά – όμως μπορεί και μπου-κιά. Βέβαια. Σιγά που δε μπορεί. Πά-ντως τζίφος. Αφού στα πονηρά τούτα τα μασουλοκαθού-μενα πλάκωσε η μπανιστηρονομία η εξιταρισμένη , με τα μηλίγγια της να κάνουνε ομελέτα το κεφάλι της από μέ-σα. Βρισκόμενη σε μια κατάσταση που να μην ξέρει αν πρέπει να εκδηλωθεί το τικ διαδοχικά με «κλαπ-σναπ !» , δείξιμο , «Α !!!» ή να πει «στικ σποτ !». Τελικά ξεφύσηξε και μισοσυνήλθε για να βάλει τις φωνές στον μπόμπιρα , λέγοντας , - Άλσελ !! Θα σου μείνει κουσούρι μικρέ ! Άσε τις μα-γκιές και ξεκόλλα που να πάρει , τα μάτια σου ! Ε , στο τέλος θα βρεθείς με τρεις ντουζίνες νταντάδες για τα μι-κρά που θα σκαρώσεις. Θά ’ναι σαν σαφάρι με μπαούλα για τις πάνες ! Άλσελ επιτέλους ! Ξαφνικά , έκανε το κεφαλοσκέπασμά της το ισοπε-δωμένο να την ξανακοπανήσει. Το πρόλαβε πριν πάρει ύ-ψος για κανένα δέντρο. Πάντως απομακρύνθηκε και ξα-ναγύρισε λαχανιασμένη. Αμέσως με τα δυο της χέρια με-τακίνησε τον μπόμπο τον Άλσελ στον αέρα και τον πήγε , απιθώνοντάς τον , πιο ’κει ενώ εκείνος κατσούφιασε. - Άκου ρε Άλσελ , πανάθεμά σε !! Άσε τον πισινό της φίλης σου της Γκέτεμ σε ησυχία , για μάτι , θά ’χεις να βλέπεις ! Εδώ πρόσεχε ! Λοιπόν , που είχα… Τού ’βαλε τις φωνές ενώ χαμήλωνε λυγίζοντας εντε-λώς τα γόνατά της ώστε νά ’ναι με τον πιτσιρίκο στο ίδιο ύψος , η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου. Μετά ξαναορθώθηκε. Για να κάνει αμέσως όμως μια κίνηση με ένα μόνο «κλαπ-σναπ !» του αριστερού της αντίχειρα και δείκτη και μετά αστραπιαία κλείνοντας σε γροθιά όλα τα δάχτυλα του νεραϊδοζερβόχερου να το κολλήσει με φόρα στην δεξιά της παλάμη. Για να σημαδέψει ακολούθως τον ουρανό σηκώνοντας ξανά το αριστερό της δεύτερο δάχτυ-λο στο ύψος του ματιού της , κοιτάζοντας ψηλά και φω-νάζοντας , - Α !!! Οπότε ξανακοίταξε τον Άλσελ. Ξεφυσώντας έντονα με πρησμένα απ’ τον βαθύ αναστεναγμό τα μάγουλα , συ-νέχισε. Θα μας κανονίσεις όλες και τί θα καζαντήσεις ; Κοτε-τσοσυντηρητής σε πτηνοτροφική μονάδα που βγάζει αβγά με ωμέγα τρία και βάλε ! Βάστα το δικό σου το ωμέγα να μην πέσει για αρχή και βλέπουμε ! Εγκράτεια , το άλφα και το ωμέγα ! Όσο για άλφα ε , κράτα την ανάσα σου ! Άντε με το τρία ! Έλα ’δω Γουέντι , Χέντι , πως σε λένε τέλος πάντων , ξέχασα ! Πιάστε ο καθένας σας από ένα μου χέρι σφιχτά γιατί όπου νά ’ναι θα κάνουμε ζουμ ψη-φιακό τη σκηνή να δούμε πως είναι άμα σου τη δώσει και σαλτάρεις ! Να , εδώ βλέπετε και τον πίνακα του άλλου του τρελλαμένου με τις γραμμές τις μισοτραβηγμένες ! Ξόρκι πού ’ναι ! Για κάντε γρήγορα μη φύγει η επίστρω-ση και παίζουμε ταχυδακτυλουργικά σε άσπρο φόντο , να βγάζω άσπρο κουνέλι και να μη φαίνεται ! Πωωω ! Σκέ-ψου να θέλαμε να ξαναβγούμε άμα θα φουντάραμε βια-στικοί έτσι όπως είναι τώρα ! Τί ’ναι αυτά πού ’χει ζωγραφήσει ; Τοπίο ή σεισμογρά-φημα ; Αχνά και ξεθωριασμένα. Μόλις που φαίνονται σαν σκιά στο άσπρο-ξέξασπρο του αχνού τούτης ’δω της ρη-μαδοκορνίζας που τού ’κανα δώρο ! Ούτε θυμάμαι πότε ήτανε η μέρα. Για να μην πλήττει...Το χρήμα που θά ’δινε για μπογιές θα πήγαινε στράφι. Το μαγικό το κραγιόν τί τό ’κανε ; Μπορεί αν δεν τό ’φαγε ο ίδιος να το νοστιμεύ-τηκε κανένα πανηλίθιο πτηνό που θα καταχαντακώθηκε γκρεμοτσακιζόμενο κατά κάτω. Μια στιγμή να φτιάξω καινούργιο μαρκαδόρο ! Παραμίλαγε στην ουσία η νεραϊδοπαραμάνα η στει-λιαρόπαλτη. Οι μικροί ούτε την προσέχανε. Κοιτούσανε γενικά και αόριστα τριγύρω. Ποια κορνίζα , ποιος έλειπε , ποιος θα ερχότανε , πότε , πως , γιατί , δε δίνανε φράγκο να μάθουνε. Πρόλαβε πάντως στο μεταξύ η Λούση να μαστορέψει και μια προσωρινή , μιας χρήσεως κηρομπο-γιά , κιμωλία , κανείς δεν ξέρει. Ένα χρωματιστό αποτέ-τοιο. Γαλάζιο ραβδάκι που φέγγιζε έτοιμο να εξατμιστεί φαινότανε. Το σκάρωσε η παραμανονεράιδα η καταφερ-τζού λέγοντας , - Στικ Σποτ !!! Μπροστά της δηλαδή τό ’πε , στο τίποτα το αιθέριο και το σχεδιαστικό εργαλείο βγήκε στο χέρι της. Οπότε , κατευθείαν συμπλήρωσε μιλώντας στους μικρούς υποτί-θεται , Να περάσω το σχέδιο τούτο το καταπληκτικό που θά ’ναι καμιά βρισιά μεσανατολίτικη ακόμη και κατά τύχη , διότι έτσι και ο αέρας σβήσει τα σκίτσα και τις λέξεις μας βλέπω τζίνια ! Για να μαζευόμαστε !! Είπε τώρα φωνάζοντας τους μικρούς για νά ’ρθουνε κοντά της και να μάθουνε τι θα γίνει στη συνέχεια. - Να πιάσουμε ; Βρήκε την ευκαιρία που περίμενε για να ρωτήσει με τρόπο ο Άλσελ κάτι σχετικό με πιασίματα. - Ε ; Τί ; Αποσυντονίστηκε η νεράιδα που περίμενε άλλου εί-δους ανταπόκριση. - Τί μας αφήνεις ; Εξακολούθησε ο Άλσελ τα μισοχαριτωμένα πειράγ-ματα που δεν προσφέρονταν για ξαφνικά νεραϊδοτραβήγ-ματα άνευ προηγουμένου στο φινάλε της υποθέσεως αλ-λά που να πάρει ένας εξυπνάκιας τέτοιος Αλέκος χαμπάρι σε τι ξεγυρισμένο νεραϊδοντορβά θά ’μπαζε εντός ολίγου την κεφάλα του. «Άλσελ !!! Το χέρι μου κράτα μη γίνει το σώσε του πα-ραμυθιού !!!» , πήγε να πει στον μπόμπιρα η Λούση η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου , όμως συγκρατήθηκε ε-νώ ξεστόμισε μια στιγμή αργότερα κάτι άλλα ακατανόητα μουρμουρητά γλυκαίνοντας χαμογελαστή χωρίς να δεί-χνει καθόλου δόντια μάλιστα. Ταυτόχρονα , έβγαλε το κα-πέλο με τό ’να χέρι και παλαμοχτενίστηκε βιαστικά με το άλλο. Πάνω που ξανακαπελωνότανε είπε με φωνή ελεγ-χόμενα ήρεμη , - Δώστε μου τα χέρια αν έχετε την καλοσύνη. Δεν υπάρ-χει άλλος λόγος να καθυστερούμε. - Τί τρικ έχει ετοιμάσει ; Από το Σάλεμ είναι ; Εκδήλωσε κάτι ξαφνικούς φόβους για τη συνέχεια την ύποπτα μαγική ο Άλσελ , κοιτώντας και ρωτώντας συνομωτικά τη Γκετεμ. Όμως η Λουλού συνοφρυώθηκε κατευθείαν με μια φούρκα πολύ σφιχτόστομη. Επιπλέον γρυλίζοντας με «μμμ!!!» κεφαλοκλυδωνίστηκε , έγινε ντοματόφατση από θυμό και τε-λικά άφησε και ένα ανα-στεναγμό ταυρορουθούνικο. Αμέσως λοιπόν αφού φρύαξε σαν αδάμαστη μοτοσικλέτα με το που άκουσε τούτη την ερώτηση η νεραϊδονταντά , παίρνοντας πρώτα έκφραση εξωφθαλμίασης ανθρωποφάγου καπελογκαμπάρντινου α-πάντησε με φόρα αναπάντεχη για τ’ αφτιά των πιτσιρί-κων. - ΑΠΟ ΤΟ ΣΑΛΕΜΑ !!! - Τάρτα με κρέμα είναι όλο αυτό στο γκαζόν ; Ρώτησε τότε όμως και ο Άλσελ απολύτως εννοώντας την ερώτηση , χωρίς να αναστατωθεί από την αγριόφατσα και τη φωνάρα της Λουλούς καθόλου. Μασώντας και μια καραμελογκοφρέτα καθώς απορούσε. - ΝΑΙ !!! Του φώναξε χάνοντας τον έλεγχο της η νταντά που δεν άντεχε άλλα νεύρα. - Δηλαδή , δαγκώνω και τρώγεται ; Τελειώνει ή έχει πολ… Επέμενε να μάθει ο Άλσελ όλες τις άκρως λαχταρι-στές λεπτομέρειες τη λάθος εντελώς στιγμή , ως συνήθως. - Άλσελ , μήπως είναι εύκολο να ξεφορτωθείς τη γκο-φρετόπαστα και να μου δώσεις το άδειο επιτέλους χέρι σου ; Έκανε ό,τι μπορούσε καλύτερο για να αποφύγει άλλη μια αυθόρμητη ανάφλεξη απ’ τον εκνευρισμό η νταντά. Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου στο επώνυμο. Η Λούλα η νεραϊδούλα η μακρυντουφέκω η όρθια , ακόμη και όταν χαμήλωνε πατώντας το γρασίδι για να σ’ αντικρίσει κατά-φατσα αν ήσουνα μπόμπιρας ολίγον τσαχπίνης και της έ-λεγες , - Μήπως μια δάγκα , γωνία απ’ το κάδρο πάει μαζί με τη… Όπως είπε τελικά και ο Αλέκος ο έξυπνος. Οπότε η Λούλα πού ’χε την αεροπορική επιδρομή σχεδόν επώνυ-μο του αρπάει το απομεινάρι με το ξεφλουδισμένο σαν μπανανόφλουδα περιτύλιγμα και το φουντάρει στην κορ-νίζα μέσα. Μετά λέει ξερά , - Εκεί μέσα θα το βρούμε σε συσκευασία των εικοσιπέ-ντε ! Θά ’χεις να ρίχνεις ουκ ολίγα ! - Τί λες ; Τράβηξε την κουβέντα ο Αλέκος που ροκάναγε και χρόνο πονηρά για να μην τον φουντάρουνε οι παραμανο-νεράιδες σε άγνωστο πανηγύρι με το ζόρι. - Όπως σε… Πήγε κιόλας να του πει η Λούλα η Μπόμπινγκς , μα εγκαίρως αναρωτήθηκε γιατί. Έτσι του τσάκωσε το χέρι χωρίς δεύτερη κουβέντα. Με το άλλο έπιασε και της Γκέ-τεμ που έβγαλε ένα επιφώνημα γιατί κόντεψε να πέσει η μικρή στο κάδρο μόνη της. Η νεραϊδοπαραμάνα της κατά λάθος την έφερε κατά μπρος καθώς της τράβηξε το χέρι. Φέρνοντάς τη άτζαλα με σκουντούφλημα στην ίδια ευ-θεία με ’κείνη. Η Λούση τρομάζοντας εξίσου απ’ τα πει-ραγμένα νεύρα ζήτησε συγνώμη γι’ αυτό το παρά λίγο α-τύχημα κάνοντας στη μικρή , - Σόρι , ουπς !! Χίλια συγνώμη ! Η Γκέτεμ πεισμώνοντας τότε έριξε την εξής ερώτηση μια που την είχε ήδη σαν απορία , - Μέσα στην κορνίζα άμα βρεθεί κανενός το κεφάλι , οι απ’ έξω τον ακούνε άμα ομολογήσει φωναχτά ότι τους θέ-λει όλους τέζα ; Τότε ήτανε που πήγε να κάνει ένα άλμα ’κείνο το κα-πέλο της νεραϊδοπαραμάνας χοροπηδώντας ίσαμε είκοσι πόντους δυο φορές πάνω απ’ το κεφάλι της το ταραμοσα-λατένιο εσωτερικώς. Όμως έμεινε με τη φόρα το άταχτο το κεφαλοζούπηγμα. Το ασφάλισε με γροθιά στην ίδια της την κεφάλα. - Να το κάνω και ’γω ; - Όχι !! Εγώ !! Έφερε αντίρρηση η Γκέτεμ στον Άλσελ που πήγε να πάρει έγκριση πρώτος. - Νταντά για πειραγμένους ! Τώρα θα σαλτάρουμε πα-ρέα ! Έτοιμοι ; Τους ρώτησε κιόλας δήθεν η νταντά. Με ανάμικτη διάθεση για πλήρη αυτοσυγκράτηση και αποφασισμένη να μη χάσει το πάνω χέρι αλλά και με μια επιθυμία να τα φασκελώσει τα πιτσιρίκια με ξόρκι διπλοχέρικο. Ένα , προσωρινά δηλαδή , μεταμορφωτικό κάνοντάς τα μπρε-λόκ ώστε να προχωρήσει στην κορνιζοβουτιά και με τα δυο μαζί στη μια της γκαμπαρντινότσεπη και μετά να τα ξετσεπώσει , να τα ξαναμουτζώσει για να έρθουνε στα παλιά τους τα αναστήματα. Βρισκόμενη η Λουλού σαν χιονοδρόμος σε πίστα του σκι με γόνατα λυγισμένα σε θέ-ση για σάλτο για να παρασυρθούνε με ’κείνη οι μπόμπι-ρες κατά πάνω στο κάδρο βαστώντας τους ήδη από τα χέρια. - Όχι ! Απαντήσανε όμως τα άλλα δυο στόματα μαζί. - Ω , ναι είπατε ! Τ’ άκουσα ! Ευχαριστώ ! Ξεκινάμε ! Είπε τότε βεβαίως αμετανόητη και επιπλέον κάπως τραγουδιστά η Λουλού που τό ’χε πάρει απόφαση να ξε-κινήσουνε. Είδε φευγαλέα δυο εκφράσεις απέραντης απο-ρίας για απάντηση , είχε γράψει στο μεταξύ «κατειλημμέ-νο» με το χρωματιστό ραβδί που είχε κιόλας χαθεί και βουτήξανε όλοι. Τους πήρε και τους σήκωσε η νεραϊδο-τρικλοποδιά η διμετρόπαλτη και πέσανε άπαντες μέσα στη ζωγραφισμένη κουτουράδα μέχρι να πεις «πεσμένο πορτοφόλι». Η μυτερή η βροχοκονταρογαντζάρα όρμησε πίσω απ’ την μπογότσαντα και της πάτησε μια σακοραφομυτιά. Η χοντραυγουλοβαλίτσα έκανε προς στιγμή ότι φεύγει. Αντί όμως να πέσει στο κάδρο απλώς έκανε επιτόπιο άλμα. Μόλις ξεσφήνωσε η ομπρελοκουνούπω , η τσαντάρα αμέ-σως έπεσε βαριά και ασήκωτη πάνω στην ομπρελομύτη με φόρα. Πατώντας τη στην άκρη την έκανε ξυλίκι και το κακοκαιρόπανο το κατσιασμένο ήρθε τούμπα σαν έλικας και έπεσε διάνα στα ομιχλώδη , λευκά στρωσίδια του ζω-γραφοπιατέλου του καδραρισμένου. Ο τσαντοπατατόβραχος βούηξε σαν κοτρώνα ρωμαϊ-κού καταπέλτη που αφέθηκε χαλαρή σαν φτερό ενός αε-ροπλάνου Ντόινγκ στον άνεμο για να χαθεί αναπόφευκτα όμως με ταχύτητα μπάλας για κατεδάφιση μέσα στο κά-δρο το μαγικό. Αυτό το τελαράκι το τι είχε δει ήτανε το κάτι άλλο. Τέρας εχεμύθειας όμως , δεν είπε τίποτα. ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 |