![]() |
ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH |
|
Μίλα Μου Για ΞόρκιαΚεφάλαιο 12 12. Με Τη Σέσουλα Ζαχαρομπουκωμένος Άμα βλέπεις φαγητό όρμα και καυγά φεύγε. Όπως λέει και μια έκφραση παλιά. Μόνο που ο Άλσελ όρμησε χωρίς να δει τίποτα. Είχε αυτόματο πιλότο με το τιμόνι πρόσω ολοταχώς κλειδωμένο μέχρι το ζαχαροπλαστείο. Πήγαινε συστημένος. Έμπαινε φουγαράτος και έβγαινε κατευθείαν στο τουρτοπαστοεργαστήριο. Πίσω απ’ τον πάγκο λιανίσματος , εεε…της λιανικής , συγνώμη. Όμως έπεσε βουρ σε ποσότητες χονδρικής τζαμπατζίδικης. Η νορμάλ , πιο κερματομασούρικη για τις τσέπες αλλά και πολύ μεγαλύτερης αγγαρείας συναλλαγή για τον Αλέκο κατά τις ώρες κοινού έπεφτε μόλις ξημερώσει και βάλε. Πολύ ήθελε ; Όχι θα τα άφηνε. Τί ; Όπως εμείς οι υπόλοι-ποι που ψευτοκαταριόμαστε τα σιρόπια και τις κρέμες σαντιγύ στις πάστες με γλάσο ; Ο μπόμπιρας χαμπάρι…Μόνο στη σκέψη μου πού ’ναι έτσι μού ’ρχεται να σας παρατήσω και να πάω να μπουκωθώ παρομοίως αλλά φταίω. Κάθομαι και «παίρνω μάτι» τον άλλονε. Μαθημένος ο μικρός σε γεύμα εργασίας ή σε εργα-σία-γεύμα. Μάλιστα η μύτη του κουνιότανε σαν των λα-γωνικών ήδη από τα μισά της τσουλήθρας μέσα στην κα-πνοδόχο. Από όπου μπήκε σαν μια μπάλα σε καλάθι. Κα-τέληξε λίγο πιο ’κει από αλευρόσκονη , ζάχαρη , κακάο και άλλα ωραία. Ίσα απέναντι απ’ την καμινάδα που έ-βγαζε στο τζάκι μέσα στο οποίο έπεσε ο μπόμπος τούτος ήτανε ο πάγκος για να πλάθονται και να χώνονται για ψή-σιμο ή ψύξη τα κοκά. Θυρίδα διαμαντιών ολομόναχων σε ελβετική τράπεζα αφρούρητη. Ό,τι δε χωράει ο στόμας α-φού έχει γεμίσει ο κάτω όροφος της λουκουμαδένιας , ζα-χαροενισχυμένης μπάκας του μπόμπιρα του φοβερού , το χωράνε τσέπες. Άλσελ , τουρτοζούζουνας των γλυκών των φρεσκό-κρεμων και λαχταριστών. Ζαχαρωτοκαμάκι υπερηχητικό-τατο. Ό,τι πιάνει το χέρι ήδη στροβιλομποφοριασμένο , κάνει σ’ ένα ανεμοτυλιγάδιασμα μια «επιχείρηση σκού-πα» και δε μένει ασάρωτο ούτε σαβαγιάρ. Οι αρπαχτές ό-μως σε ταχύτητα και ένταση γερανομαγνήτη , όχι αστεία ! Έκανε γενέθλια και γιορτή μαζεμένα. Η περιγραφή σε κά-τι τέτοιες σκηνές θέλει εφέ για αργή κίνηση και κοντινά πλάνα αλλά με «κλόουζ απ» όλα παραφαίνονται λεπτομέ-ρειες κάπως πεζές. Οπότε καλύτερα σε τρεχάλα υπεράν-θρωπη το σχετικό πλάνο και ό,τι πρόλαβε του θεατή το μάτι είδε. Ε , μα ! Τί να μάθεις από λεπτομέρειες ; Ένα-ένα τα βουτήματα ; Τα ονόματα και τον ακριβή αριθμό όλων ό-σων γλυκισμάτων έτυχε και καταβροχθιστήκανε ή μήπως ποια περιδρόμιασε μισά , ποια ολόκληρα ; Έτσι υγειαίνει άλλωστε ένας Άλσελ. Ένα στα δυο γλυκά υγείας ήτανε ! Τουλάχιστον η μία από τις δεκαεννιά σοκολάτες που χτύ-πησε στο εικοστό πρώτο δευτερόλεπτο και τριακοσιοστό εβδομηκοστό όγδοο τρίτο ενός χιλιοστού του δευτερολέ-πτου. Βεβαιότατα. Ένα ακατάρριπτο ακόμη ρεκόρ. Μιας αθέατης με γυμνό μάτι στιγμής. Πα-ραμύθι άλλωστε είναι αυτό. Πώς δεν είναι παίξε-γέλασε ! Ό,τι θες κάνεις και λογαριασμό δε δίνεις. Γλεντάς με τζάμπα και αζύγιστα παστοτεμάχια άφθονα άμα ο παραμυθάς τό ’χει άχτι και όσοι έχουνε ανησυχία χωρίς να χρειάζεται , να πάνε να ζήσουνε καλύτερα. Φυσικά , όχι πως έπεσε μέσα ’κει και για καμιά ανά-κριση. Πάνω κιόλας που τού ’τυχε να βρει το θησαυρό με τα ζαχαρωτά ! Λες και το πολυσκεφτότανε ο Άλσελ ότι ό-που και αν πήγαινε «πρώτα η μάσα και μετά οι κουβέ-ντες». «Χαίρω πολύ !» θα σού ’λεγε. Όσο μπορούσε τα ρήμαζε τα ζαχαρώδη. Μήπως υπήρχε και κανείς εκεί να του φωνάξει «φτάνει !» ; Βέβαια , η συνείδηση είχε παχύ-νει το ίδιο. Έτσι , μόλις έφτασε στην ένδειξη «πλήρης» η βελόνα , έκανε ο μπόμπιρας μια μεταβολή για το τζάκι. Από τις πάστες είχε γίνει νταούλι. Μα όπως μισοχώθηκε να τσεκάρει για την άνοδο άκουγε από ψηλά , - Στην άκρη ! Λερώνει ! Καθότι κατέβαινε πράγμα μπόλικο. Στριμωγμένο δεν το μέτραγες εύκολα. Πέσανε σαν τις μπουκιές τις πετα-χτές μέσα στο στόμα ενός πειναλέου δράκοντα με φτε-ρούκλες , μακριά και αιχμηρή ουρά και σταχτοπνιγμένη , κοιμισμένη από φωτιές ανάσα. Καταρρέοντας σαν τις ελ-πίδες για δίαιτα. Καταλήγοντας μαζεμένοι μέσα σ’ ένα τζάκι σαν θερμίδες σε κοιλιά. Ο ένας γύρω , κάτω και α-πάνω σε μπλέξιμο με τον άλλο. Αγκαλιά από κάτι ενός με ένα κάτι άλλου και λίγο από Άλσελ όλοι. Ψιλοδοκιμαζό-τανε για τη γεύση και η στρουμπουλοστρογγυλάδα του πιτσιρίκου του τρομερού και άμα δεν είχες φάει , δοκίμα-ζες έτσι και βρισκόσουνα σε μια παρόμοια θέση. - Μπας και πέσαμε σε κανένα αλλόκοτο ορυχείο ή πη-γάδι που αντί ορυκτά ή νερό να βγάζει ζάχαρη ; Είπε η πάνω τούρλα στο σωρό , η Γκέτεμ. - Άντε , ο πιο τυχερός ή όποιος άραξε σαν νά ’ναι φρού-το γκλασαρισμένο πάνω σε καμιά πάστα να μετακινείται σιγά-σιγά γιατί μας βλέπω φορμαρισμένους πουτίνγκα ! Για κουνηθείτε λίγο σβέλτα ! Ντερτ ! Έβγαλε μια στραμπουληγμένη φωνή κάπου στη στοί-βα μέσα βρισκόμενη η Λούση Μπόμπινγκς. Πάνω που λόγω σιωπής θά ’κανε «φτου !» αντί για «Στικ Σποτ !» η νεραϊδούλα , αποκρίθηκε ο ζωγράφος που αποτελούσε μέρος από την όλη μαρέγγα , κιόλας κομμένη όμως , στον κάδο ακόμη μέσα , - Είναι που η βουτιά από τον πίνακα ως το ζαχαροπλα-στείο έρχεται λίγο πιο ρηχά και φρακάραμε ! - Τί κουνάς εύκολα ; Ρώτησε η νταντά. - Τώρα ; Τ’ αφτιά ! Είπε και ο Ντερτ. Αν δεν ήτανε η ομπρέλα η τρύπια που έμοιαζε με ε-ξημερωμένο γύπα όπως έστεκε συνεχώς και ανέμενε ε-ντολές θά ήτανε πιο μεγάλο το μπλέξιμο. Έδρασε όμως από μόνη της όταν πλέον έγινε μια δίλεπτη και παραπάνω των δυνάμεων της νεραϊδοπαρέας , περιλαμβανομένης καλά και της ίδιας της Λουλούς , ζορισμένη προσπάθεια για να ξεμπλέξει το χερουκλοπόδαρο κουτσουροδεμάτι. Το γεμάτο πατούσες , ζουπηγμένα χέρια και φρακαρισμέ-να κεφάλια. Κινήθηκε λοιπόν η ομπρέλα , η ξεκομπιάστρα η μα-τιασμένη να λασκάρει το Μπουμπουνηταριδοσυννεφιδο-λελεκομπομπιροτσαντένιο κουβάρι. Πέρασε από την κο-ρυφή του ανθρωπολόφου που ήρθε και αραδιάστηκε μέσα στην εστία τούτου του μεγάλου τζακιού και βγήκε αρχικά σκάζοντας μύτη κατηφορικώς , σχεδόν οριζοντίως και τε-λικά όρθια , ελευθερωμένη και ντούρα ετοιμάστηκε να πάρει πρωτοβουλία. Κουνήθηκε η μπανελολελέκω κλει-στή. Ομπρελοβλαστημώντας μπασαδούρικα και μουρμου-ριστά όλες μαζί τις νεραϊδογκαμπαρντίνες τις Μπίτερ-μπιρς καθώς στεκότανε όρθια στη σουσταρομυτόνγκα. Πρώτα στάθηκε στο κέντρο της μεγάλης εστίας. Α-φού πλαγιοτεντώθηκε δεξιά και αριστερά , πάντα με τη μυτάκλα να ακουμπά στην ίδια θέση του δαπέδου , δυο μέτρα απέναντι από το τζάκι αλλά κεντραρισμένη μ’ αυτό διέκρινε το κατάλληλο σημείο για έφοδο λασκαρίσματος της θημωνιάς της νε-ραϊδοτσουρμαρισμένης , που δεν ή-τανε τυχερό κανενός να είναι δυστυχώς και αλλιώτικη στη ρημάδα τη ναυτολόγηση που έκανε η Λουλού. Το βο-ηθητικό λοιπόν το αγαρικό το άχαρα μακρυμύτικο με τις πέντε εκατομμύρια τριακόσιες πενηντα-δύο τσακίσεις στο επιπλέον απερίγραπτα τρύπιο , ξεφούσκωτο φουστανο-κρινολίνο το νάυλον εστίασε σε ένα δείγμα που προεξείχε καταλλήλως και έδειχνε προέλευσης Ντερτ. Οριζοντιώθη-κε κατευθείαν και με τον κατσαρομύτουλα τον σουστένιο χτύπησε με δική του έμπνευση ένα μύτο αντικανονικότα-το στα ψαχνά που αράζουνε στις καρέκλες για ανάπαυση. Η Γκέτεμ αρχικώς ψιλοτρόμαξε και έβγαλε ένα «ωχ !» μαζί μ’ ένα «ωπ !» που τα εξέφρασε σε τόνο επι-βάτη σε εστιατόριο κρουαζιερόπλοιου. Ο οποίος κυνηγάει τα πιατικά που του έχουνε σερβίρει. Όχι για να τα συ-γκρατήσει αλλά για να τα ακολουθήσει πάνω στη φουρ-τούνα , τριγύρω στη σάλα γευματίσματος. Βρισκόμενη α-πό πάνω απ’ τον Ντερτ , που μαζί με την τσαντάρα την ασήκωτη είχανε κάνει τον Άλσελ μάρκα φύλλου για ζύμη. Η μικρή η Μπακς αμέσως με το που ένιωσε λάσκα σκέφτηκε πως θά ’πρεπε να αρχίζει να συμπαθεί περισσό-τερο κάποιον απ’ την παρέα. Τουλάχιστον την ομπρέλα. Έτσι , φιλοτιμήθηκε να βοηθήσει αφού ήτανε η κορυφή της πυραμίδας στο νούμερο. Αν και με τουρτόχρωμο απ’ τη βιοτεχνία το σακάκι και με μαγιό ριγέ μέχρι κάτω. Λες και είχανε ντύσει παρουσιάστρια έκτακτου δελτίου τηλε-οπτικού κατακαλόκαιρο τα μεσάνυχτα σαν ριγωτό καρα-μελομπάστουνο. Μόνο που λείπανε γρύλλοι. Όχι για να μη φοβούνται πού ’ναι μόνοι στο σκοτάδι έχοντας παρέα τα φιρουλοφιρουλίδικα ζουζούνια. Για να ανυψωθούνε με τα σχετικά εργαλεία και να σηκωθούνε από ’κει που ξε-μείνανε όσοι υπήρχανε μέσα σε ’κείνο το τζάκι κατρακυ-λισμένοι. «Βόλτα ήτανε τώρα ετούτη ε ;» , έκανε η Καιτούλα και όπως την εγκατέλειπε μουλωχτά η καλοζυγισμένη η-ρεμία , την καταπλάκωνε από παντού στεναχώρια μπόλι-κη που την ένιωθε πάνω της και πολύ βοϊδόξυγκη. Οπότε παραμπαζωμένη ανάμεσα σε ποικιλίες πλοκαμοπάτουσες χλωροφορμιοειδώς οσμογόνες έτσι εγκλωβισμένη σε κρε-μανταλοκονσέρβα ανθρωποχτάποδη σκέφτηκε βαριανα-στενάζοντας «…δηλαδή κάτι σαν εξτρίμ σπορτς. Με οδη-γούς κάτι αμπλαούμπλες μαντράχαλους. Άσε που δε θά ’χουνε για μια ώρα ανάγκης ίχνος κέρμα απάνω τους. Όχι για τηλέφωνο με κερματοδέκτη σε πάγκο ζαχαροπλαστεί-ου. Ούτε σοκολατένιο. Κάθησε λίγο και θα ξεσπάσουμε δαγκώνοντας τα προς πώληση παρόμοια μέχρι να καλμά-ρουμε και να ξεχάσουμε που βρεθήκαμε. Αμέ. Α , όπως μ’ ακούς Γκέτεμ. Μασημένα με το χρυσόχαρτο τα σοκο-λατοφλουριά για να ηρεμήσουμε !». Έτρωγε την πιτσιρίκα τη Μπακς το παράπονο και κά-τι τρίχες συρμάτινες από κάποιο μυστήριο κτήνος που ο-πωσδήποτε θα στοίχειωνε από τον καιρό των μαμούθ τέ-τοια μέρη. Όταν απότομα τελείως ένιωσε ανακούφιση στο θέμα των αναπνοών. Ξεσφήνωσε ευτυχώς τσάκα-τσάκα με την απρόσμενη βοήθεια της ομπρελάρας. Αφού πρώτα η κουνουποσουραύλω χαλάρωσε την πλεξίδα που έκανε η χερούκλα του Ντερτ. Ενώ η Γκέτεμ ήτανε μισο-μπρουμουτιασμένη , έτοιμη να σκάσει σαν τρακατρούκα. Με ένα τριχόχερο σαν θηριώδες ζούμπερο – έντομο μαλ-λιαρό – κάπου πλάι σε ένα της αφτί , περνώντας και από ένα ώμο της. Το οποίο το απομάκρυνε πιάνοντάς το με τα δυο δάχτυλα και φέρνοντάς το πάνω απ’ το κεφάλι της. Η νταντά με το ζωγράφο την είχανε για πίκλα ανάμε-σά τους με κλίση. Κεφάλια και πόδια σε σχηματισμό τρι-ών βε μπλεγμένων. Έχοντας έρθει σαν ζήτα , πόδια-κεφά-λι-πόδια. Ο ένας κόντευε να φάει τα παπούτσια του αλ-λουνού. Με τη μέση όλων πλην του Άλσελ τουρλωμένη σε λάμδα ήτανε οριζόντια μέσα στην ευτυχώς ψηλή εστία σαν το άτιμο το γράμμα ντάμπλγιου. Μπλεγμένοι εντελώς καλλιγραφικά σαν το σήμα των γνωστών αυτοκινήτων Βουρστ Βάγκεν. Τσιμινιερολουκάνικο αλυσιδωτό. Πεσμέ-νοι μέσα στο τζάκι με τον Άλσελ πλακέ. Φωτιά θέλανε να ψηθούνε στη σχάρα να γίνουνε πεπερόνια. Η Γκέτεμ το πόδι της τό ’βγαλε απ’ αυτή τη χερου-κλοποδαρόφακα χάρη στην ομπρελο-έφοδο όπως είπαμε. Ως τότε ήτανε μαζί με της Λούσης τα άλλα δύο και τον μισό Ντερτ καθηλωμένο. Σαν να τό ’χε βάλει ενέχυρο. Μέχρι που της κάνανε «φτου ξελευτερία !». Βγήκε νιώ-θοντας σαν νά ’τανε τσάμπουρο από πατητήρι. Ξεμύτησε με σπρωξίδι απ’ τους μισοζαλισμένους ταβανολέλεκες ζουπώντας για να βάλει κόντρα με τό ’να της το χεράκι το πονόψυχο την χοντροκεφάλα του Άλσελ. Ο οποίος παρέ-μενε ατυχώς σαν ο πλέον θαμμένος. Με τους άλλους ακό-μη από πάνω του και τη γαϊδουρότσαντα να του πατάει το ένα του χέρι. Τινάχθηκε η μικρή με την ησυχία της. Μαγιό φορού-σε , βουτιά έκανε ε , σαν πολύ δεν πήγαινε ; Έψαξε για καθρέφτη. Βγήκε απ’ το εργαστήρι , πέρασε στην είσοδο και βρήκε έναν πίσω απ’ την ενδιάμεση πόρτα που οδη-γούσε απ’ το παρασκευαστήριο όπου είχανε μπουρδου-κλωθεί , στο χώρο συναλλαγής. Τίναξε τα μαλλιά της πο-ζάροντας για να ελέγξει την κοτσίδα της. Την πλεγμένη και με φιόγκο στολισμένη. Καθαρίστηκε όπου έβλεπε σκόνη και επέστρεψε στο χώρο του ατυχήματος. Έβαλε τα χέρια στη μέση. Έβγαλε ένα «χμ !» με θυμό απ’ τη μύ-τη μπόλικο. Έπειτα με το κεφάλι της έγνεψε ελαφρώς μια αριστεροδεξιά αποδοκιμασία όπως κοίταξε τον Άλσελ που είχε σηκώσει μάτια και φρύδια και τολμούσε να την αντικρίζει. Τον έπιασε απ’ το μανίκι γραπώνοντας το μπράτσο τού σακακιού του με το ένα της χέρι. Με το άλ-λο το γιακά. Πάνω στην ώρα ήρθε και η ομπρέλααα…Η οποία προνόησε να του προσφέρει τη λαβή για να κρατηθεί από ’κει με τό ’να το ξερό το δικό του το εύκαιρο. Εδώ ήτανε που ο Άλσελ νόμισε ότι είχε γίνει σαν ρολό ταψιού που του λύνουνε το φιλέ για να τον σερβίρουνε. Διάνα έπεσε διότι παραβάζοντας δύναμη , απ’ το ζόρισμα κοκκίνησε ακριβώς σαν ξελευτερωμένη απ’ το διχτάκι σπάγγου κρε-ατοφρατζόλα απ’ όλη την ένταση για να ξεφρακάρει. Μό-λις η ομπρελάρα της νεράιδας άρχισε να κοντράρει το βά-ρος του αιωρούμενη οριζοντίως , ο Αλέκος άρχισε να κρατάει την ανάσα του. Μέχρι που βαστώντας γερά την ομπρελοραμφόπαπια απ’ το γάντζο βγήκε με τέτοια φόρα που βρέθηκε μ’ ένα τίναγμα όρθιος. - Είσαι δηλαδή οκέι ε ; Τον ρώτησε η Γκέτεμ. Της έγνεψε «ναι !» δυο φορές ο Άλσελ. - Σίγουρα ε ; Τον ξαναρώτησε. - Μα , ναι ρε… «Τσάαακ !!!» Επιτόπου τού ’ριξε μια μουλαρίσα κλω-τσά στο καλάμι και ένα σβουρηχτό χαστούκι τέτοια που ο Άλσελ κόντεψε να μετρήσει τις φακίδες στη μύτη του ε-πτά φορές όπως αλλοιθώρησε. Η Γκέτεμ τότε είδε με την άκρη του ματιού της την ομπρέλα που αραίωνε απ’ το συ-νωστισμό πιο ’κει μη φάει καμιά σφαλιάρα. Της είπε η μι-κρή «έλα ’δω !» σιωπηλή , γνέφοντας με τα χέρια και το κεφάλι και η σαν από έκρηξη κοτοπουλομαδημένη , η μα-κρόταλη πήγε πιο ’κει ακόμη. Η μπαταβουκομπρέλα ! Η μικρή Μπακς επιμένοντας της άπλωσε το χέρι. Έ-κανε η ομπρέλα «ομπρελο-όχι» στα ομπρελίστικα τα νο-ήματα τα μουγγά , «ναι !» στα Γκετεμίστικα τα επίσης μουγγά η μικρή συμφορά , «όχι !» - «ναι !» , κυνηγητό γύρω-γύρω ενώ στο μεταξύ η Λούσι Μπόμπινγκς με τον Ντερτ να σουλουπώνονται σιγά-σιγά. Ξεσκονίζοντας ε-αυτούς. Με το καπέλο της νταντάς που έκανε κάτι ψιλού-τσικα νούμερα αλλά πάνω στο κεφάλι του Ντερτ. Η πρώτη φροντίδα της νεραϊδογκουβερνάντας ήτανε να φορέσει το ένα της παπούτσι γυρνώντας την πλάτη της στον καπελωμένο Ντερτ απλώς φυσώντας το ελαφρά για να το εφαρμόσει κατασκονισμένο ακόμη στο λάθος πόδι ξανά. Μα με παπουτσιού ήχο ανακούφισης ίδιο με αν-θρώπου που κάθεται στην αγαπημένη του πολυθρόνα και δεν έχει να κουνηθεί άλλο σημέρα με την υπόλοιπη μέρα αργία. Το καπέλο σχήμα καρφιού δεν είχε αλλά διέθετε κλί-ση στο δείξιμο και σημάδεψε σαν χέρι με μακρύ δάχτυλο που κάνει σινιάλο το «από ’κει !» κατά την καταδίωξη. Οπότε και της παραμάνας το σφύριγμα επίσης με δάχτυ-λα , τα δικά της βέβαια , έκανε τη Γκέτεμ να φρενάρει , α-φήνοντας το «άμα μπορείς πιάσε με !» και επιτρέποντας στο μυτερό αυτό το σουραυλόπανο το καρό , το γκρίζο , το θεόρατο , ξεπλυμένο και ελεεινό και τρισάθλιο και απ’ όλες τις μεριές σκωροφαγωμένο να ξεγλιστρήσει με ελα-φρά πηδηματάκια. Στην κυριολεξία. Για να βρεθεί πίσω απ’ το χέρι της Λούσι Μπόμπινγκς κολλώντας πάνω στο μακρύ ως τον αστράγαλο , κατακουμπωμένο ως το λαιμό γκρι σκούρο , χνουδωτό μα άτριχο με φουντωτούς γιακά-δες και πιο σκούρα γκρι σφαιρικά κουμπιά , όλο ένα χάλι – είναι γνωστό πια – παλτό της. «Την τσιφούτικη την καφενεδοκαρεκλόψαθα την ξε-χαρβαλωμένη ! Μα τι ρεταλοτουλούπανο για γιδότυρα του τσιγκελιού που είναι , το απαίσιο ! Κρύφτηκε εκεί στο αφεντικό του με λίγο βηχάκι μπασαδούρικο λες και ορμήσαμε για να το κάνουμε ντα !». Σκέφτηκε η Γκέτεμ γεμάτη από εκνευρισμό διότι δε βρήκε την ευκαιρία να πλησιάσει την ομπρελάρα την α-κατάδεκτη και ζεβροκαλπάζουσα σε στυλ καμακοπάτου-σο με θόρυβο σουστοπέταλο. Δηλαδή εκνευρισμένη από το ανεπιτυχές αποτέλεσμα ενός σπανίως άλλωστε εκ μέ-ρους τούτης της πιτσιρίκας τόσο καλοπροαίρετου πλησιά-σματος που μόνο συμφέρον δεν έκρυβε. Η καλοσύνη ήτα-νε πολύ μεγάλο μυστήριο για την Μπακς τη νεότερη. Η οποία δεν παρέβλεψε απ’ το περιστατικό ούτε τον κατρα-πακοσουταριστό χαιρετισμό ξανανταμώνοντας τον Αλέ-κο , «Α , εκτός και αν η ομπρελομαριονέτα δαύτη τρόμαξε όπως ταχτοποίησα την κατάσταση με τον μάπα τον Φρα-γκοδεκατεβαίνογλου. Άλλο θέμα ο Άλσελ. Μα κάπως πρέπει να τσεκάρουμε τώρα μέχρι και τις ομπρέλες για να δούμε αν είναι ικανές για συννενόηση ! Είναι δυνατόν πο-τέ να καταλάβουνε τίποτε ;». Ακριβώς μέσα σε τούτη την τρελλοπανήγυρη η Μπό-μπινγκς με τη σειρά της να που γράπωσε τούτη την ο-μπρελάρα της. Όμως τόσο άτζαλα που η βροχομυτόνγκα έκανε σαν την στραμπούληξε οδοστρωτήρας. Στη συνέ-χεια , βαστώντας η νταντά το βροχοσούραυλο απ’ τη μέ-ση έτσι σφιχτά στο χέρι της έκανε κατευθείαν μεταβολή να απαλλάξει τον Ντερτ από το βγάλσιμο του καπέλου. Το οποίο χοροπηδούσε. Κάθε φορά που ο ζωγραφοφουγα-ροκαθαριστής προσπαθούσε να το αρπάξει. Ξανακαθότα-νε το αφιλότιμο όμως μόλις τα χέρια του Ντερτ αφήνανε το ίδιο του το κεφάλι ήσυχο. Η παραμάνα και παρανεράιδα έριξε πάραυτα ένα αυ-στηρό βλέμμα στο ζερζεβούλικο ετούτο καπέλο της δεί-χνοντάς του το πάτωμα. Το καπέλο έκανε όχι-ναι-όχι κα-πελοστρίβοντας πέρα-δώθε για να φέρει αντίρρηση αμέ-σως όχι μία , δυο φορές και αργά μάλιστα. Δείχνοντας αυ-τοπεποίθηση. Οπότε ορίστε τι έγινε με την ομπρέλα βο-ηθό. Ευκαιρία βρήκε και η βροχόσουβλα δαύτη άρχισε να ξεγλιστράει απ’ το χέρι της Λούλας Μπόμπινγκς έχοντας σχέδιο. Με πείρα μακρομυτουλοκαπάτσας. Φτάνοντας α-θόρυβα πίσω απ’ τον Ντερτ. Εκεί με αργή κίνηση σηκώ-θηκε ψηλά ίσαμε ενάμιση κεφάλι παραπάνω απ’ τον κα-πνοδοχοφουμοφάγο τον οδοντοβουρτσοφτιαγμένο και εκ του φυσικού του. Με τη λιονταρομασημένη την ομπρελο-μύτη προς τα κάτω και έτοιμη να σουβλήσει κατ’ αρχήν το καπέλο. Μα όπως οι σκηνές αγωνίας έχουνε ανατροπές έτσι είχε και τούτη στο σημείο αυτό ακριβώς. Χασκογελώντας πνιχτά στην ιδέα ότι έτσι ανταπέδιδε όλη την ίσαμ’ εδώ αξιοθρήνητη εκδρομή , τώρα ήτανε η Γκέτεμ η αλευρόψειρα που έκανε τούτα τα θαυμαστά. Την ώρα που η ομπρέλα έλειψε για τη λαδιά με το ξεκα-πέλωμα η μικρή ξεκρέμαγε σε ανύποπτο χρόνο ένα χάλκι-νο τηγάνι. Το ακούμπησε με τη λαβή σαν νά ’δινε σκυτά-λη σε αθλητή στης Λούσης της Μπουμπουνηταριδοσυν-νεφίδου το χέρι , που μηχανικά το τσάκωσε. Όταν το βλέμμα της νεραϊδονταντάς στράφηκε σε στιγμή απελπι-σίας στο ταβάνι να το ατενίζει και ενώ ο ομπρελομύτακας ήτανε στην επίμαχη θέση σαν ξιφολόγχη πάνω απ’ τον α-νυποψίαστο τον Δερβισοψηλολελέκογλου. Άπαξ και εφάρμοσε στη λαβή της το τηγάνι έτυχε ά-θελά της η νταντά , όνομα και πράγμα εδώ να κατεβάσει το χέρι της κατά την κεφάλα του Ντερτ. Ενός τέτοιου ζω-γράφου ο οποίος ήτανε της κακιάς ώρας μεν αλλά όχι και των σαγανοτήγανων. Με κάδρα έφερνε αυτός την κατα-στροφή όταν ερχότανε η σειρά του να παίξει. Πάντως τό-τε ήτανε η στιγμή ακριβώς που βρέθηκε η Λούλα με κα-πέλο και ο καπνοδοχοφουμοδιώχτης με καρούμπαλο. Η τσαλαπετεινομπρέλα άφαντη. Η Γκέτεμ πλάι στη νεραϊ-δοπαραμάνα. Ο Άλσελ στο τζάκι δίπλα χωρίς γλυκό και το χρειαζότανε ένα επειγόντως. Ο Μήτσος ανάσκελα από τηγάνι που βούλιαξε αντί να τον αφήσει να μπει για να δει αν παραθερίζεις. Απαγορεύονται οι επισκέπτες απροσκάλεστοι σε τη-γάνι χωρίς ραντεβού. Έτσι έμεινε ο άσχετος από τηγανο-είσοδο Ντερτ απ’ έξω τάβλα , ξερός. Αντί να δει αν υπάρ-χει καμπάνα να κάνει διανυκτέρευση στο χαλκοσάγανο μέσα τον κατακαμπάνησε αυτό αφήνοντάς τον μ’ ένα καρκαλόκαλο σουβλερό σαν καρότο. Πάνω μάλιστα που σκεφτότανε ο Ντερτ να βάλει τα δυνατά του για να γίνει ζωγράφος ώστε να έχει κάτι για να βάζει μια τζίφρα. Πλα-σάροντας για καλλιτεχνικό του όνομα αντί για το Μήτσος στους πίνακες το Ντελελεκό. Αφήνοντας για πρώτο έργο τέχνης ένα ακαθορίστου χρησιμότητας σκεύος με τον πρωτότυπο για μπιενάλε γλυπτικής τίτλο «ένα κασκέτο ιππασίας για τηγανητά αβγά μαζί με δύο βίδες λάσκα». Φυσικά , παραμένοντας τελικά ανυπόγραφο. Όσο για την γκαντεμογκουβερνάντα χάζευε την οπλισμένη με δαύτη την παλιοχαλκολαμαρίνα χούφτα της. Πότε κιόλας έριξε ετούτη την κατάρα χωρίς να το θυμάται και βγήκε ένα τέ-τοιο πράγμα στο χέρι της ; - Ναι , τώρα «Στικ Σποτ !» κάνε να δούμε ! Μουρμούρησε η Γκέτεμ που έριχνε προσεχτικές μα-τιές και συνέλαβε με το βλέμμα της το φιλαράκο της τον στρουμπουλό. «Άσε που μου φαίνεται πως ο Αλέκος πάει για φρέσκα με την κορνίζα. Θα φύγει νομίζει ήσυχα και ωραία με κα-δροκοπάνα !». Μισοριγμένη στην εστία είχε απομείνει τόση ώρα η πινακοενέδρα και ο Άλσελ πάνω που θα σαλτάριζε κατά ’κει. Αφού πρώτα ψευτοζωγράφησε με κάρβουνο το δρό-μο του σπιτιού του. Σε γραμμές ζωγραφιάς παιδικής. Κά-νοντας τα υπόλοιπα προσευχή για οικονομία χρόνου. Α-κριβώς εκείνη τη στιγμή η παρανεράιδα αντιδρώντας ξε-φορτώθηκε το αστραποτήγανο αμέσως. Το πέταξε αδιά-φορη μόλις είδε τον πραλινοφαντομά να θέλει να φύγει στη ζούλα χωρίς αντίο. Έπιασε δε το ξόρκι με την πρώτη. Πότε πήγε το άτιμο το καπέλο και σφηνώθηκε στο μισό κεφάλι του Άλσελ δεν το κατάλαβε κανένας. Τού ’μεινε καπελόμασκα ως τη μύτη και με την ομπρελομπακατέλα να τον αρπάζει απ’ το σβέρκο για να τον φέρει στην κυρά της για εξήγηση. Ελθόντος του δράστη του γλυκοφαγούδικου τον αφή-νει η καπελαδουρόφακα της νεραϊδονταντάς ελαφρώς. Ό-μως πάνω που ανέβαινε και τούτο για ν’ αλλάξει κούτρα να βρεθεί στη νεραϊδοκάτοχο προσγειώθηκε ξανά σβου-ρηχτό εκεί στην Αλελοκομπόστα ! Κοίτα να δεις τώρα ! Απ’ το χεράκι της Γκέτεμ πού ’χε πάλι αλλάξει το επώνυ-μο σε Κλωτσαποτέτοιους παρκάροντας το καπέλο σφη-νωτό στη γκλάβα του φίλου της Λούσης με ειδικό στερε-ωτικό εργαλείο εκείνη την τηγάνα την ανακατωσούρικη. «Μπανγκ !!!». Πάει η σερμπετοκεφάλα του παστορέ-κορντμαν , επιχαλκωμένη. Απ’ ό,τι φανότανε , το τηγάνι είχε γίνει κουτάλα για να σερβίρεις σούπες κατευθείαν σε μερίδες. Με όλη τη σημασία της λέξεως «σούπες». Καθό-σον έτσι νιώθανε από τα απανωτά καρπαζώματα που κέ-ρασε η Καίτη τις καρκάλες τους , ο Αλέκος και ο Μητσά-ρας. Το δε καπέλο το οποίο ήξερε τι σχήμα επιτρέπεται για δικό του ξανάρθε και έγινε πίτα στου μπόμπου το κο-πανημένο κεφάλι. Παράλληλα , του Ντερτ η καρπαζοτηγανόκουτρα πού ’χε πέσει προσωρινά ξερή πιο ’κει , μόλις ξανασάλευε. Ο μέχρι τότε γλυκονανουρισμένος και στον σύντομο εκείνο ύπνο του μόνο ζωγράφος ένιωσε ξυπνώντας και πάλι πως το επώνυμο Δερβισοψηλολελέκογλου δεν του ’ρχότανε και τόσο καλά στ’ αφτιά. Έπειτα από το παρά λίγο μόνιμο κουδούνισμα , στη σκέψη του τραύλιζε προβάροντάς το για κάμποσες φορές με τούτο το ξαναξύπνημα ένα άλλο , ολοφάνερα καλλιτεχνικότερο ψευδώνυμο. Μέσα στη δια-νοητική μικροβλάβη που ’κονόμησε του σφηνώθηκε – ό-πως είπαμε – το αρτίστικο όνομα Ντελελεκό. Ήτανε σκέτη μούρλια για τον Μήτσο που ονειρογλεί-φτηκε και έγινε πια ένας τοπιογράφος που βρισκότανε με τα πινέλα και τα σωληνάρια από λαδομπογιές παραμά-σχαλα μαζί με το καβαλέτο σ’ ένα ξέφωτο για να μεγα-λουργήσει. Ο Μητσάρας ξελιγωμένος από χαρά καρου-μπαλιαστή που ξεπρηζότανε όλο και πιο πολύ καθραπο-κορύφως πρόφερε το νέο του επώνυμο φωναχτά σαν να τό ’χε απορία. Με φωνή ενός πολύ τσίφτη κόκκορα. Δεν ξέρω για πριν , πάντως τώρα τον κόκκορα τον είχε ζώδιο σιγουρότατα. Όχι πως έδειξε δηλαδή και άλλοτε ικανός ότι τό ’χε μεράκι να φυλάξει κοτέτσι , μια φιγούρα σαν τετραγωνισμένο λούκι μονοκατοικίας με χοντρές τιράντες που τέτοιο τρυπανοτύμπανο ουρλιαχτό δεν τό ’χε ξανά ποτέ του εξωτερικεύσει. Ο οποίος Μητσοκόκκορας ε , προκύπτοντας από ατυ-χή διαταραχή , τη στιγμή ετούτης της κατά φαντασία μο-νάχα μεταλλαγής , πάντα με τη μορφή την εξωτερικώς ανθρώπινη χτυπιότανε ξελαιμιασμένος να ειδοποιήσει όσους καλοκοιμόντουσαν μια και το πήρε χαμπάρι πρώ-τος ότι χαράζει μια καινούργια , ωραία μέρα. Κάνοντας για ένα ολόκληρο λεπτό με το Ντελελεκό στα χείλη του σαν πρώην κοτετσάτορας με το μαλλί τσαλακωμένο σε λειρί αχυροσκουπάτο. Ο Μήτσος δηλαδή το έψαχνε εν-θουσιωδώς τούτο το όνομα μόλις μεταμορφωμένος υπο-τίθεται σε ζωγράφο αν και πάλι όχι τελείως. Με κάποια αισθητικώς εκνευριστικά κατάλοιπα από τον παλιό εαυτό του τον πετεινό. Επομένως , η νταντά άρπαξε με φόρα το τηγάνι ετού-το πού ’χε βρει η Γκέτεμ για να φτιάχνει σωτέ τα κεφαλο-καρούμπαλα. Βάζοντας μαζί σε δράση επιτόπου και την τσαντάρα. Το ασήκωτο μαλλινορέταλο τέρας συνεργα-σίας που τα μάζευε όλα. Το οποίο ανοίγοντας το στόμα του το πελώριο μπουζούριασε το σκεύος μπαμ και κάτω. Σαν νά ’φαγε την τηγανοσκουφίτσα. Λύκος ντυμένος τσάντα. Άλλο πράγμα και τούτο. Για φυσιγγιοθήκη ό,τι έ-πρεπε. Άνω του μεγατόνου σε φορτίο. Ένα νεραϊδοκατα-σκεύασμα σκαρωμένο συμπτωματικά που όμως καθώς φάνηκε ήτανε σε καταστάσεις επείγουσες όπως η παρού-σα μια τερατοτελαμώνα ένα και ένα για τον ραμπαδοξυ-λόμακρο παραμανολοχία τον ατζαμή. Της παρεξηγήσεως παρομοίως και αυτό το βοήθημα. Μέχρι φαρσοκωμωδίας. - Τί ’ναι τούτο ; - Τσάντα. Σου λέει ο άλλος που όπως και ’συ ούτε πού ’χει ιδέα για τι τρομερό πράγμα μιλάτε. Καθότι είναι καμιόνι οπλι-ταγωγό για ασκήσεις μάχης και εκστρατεία κανονικότατο. Τσαντοφορτηγό τύπου Ρ.Ε.Ο. καμουφλαρισμένο καλά. Η μπανελοπορτοφολότσαντα περιφερότανε φίσκα από ένα κάρο σέα. Τά ’τρωγε βλέπετε και δαύτη όλα. Χωρίς ρεψί-ματα. Ακόμη και δυναμίτες. - Ωραία !!! Νομίζει επιπλέον η νεραϊδονταντά μεγαλοφώνως. Στα γρήγορα γλιστράει μεταξύ τους τα δυο της δάχτυλα , το τρίτο με τον αντίχειρα η γκουβερνάντα αυτή , ωραίο κουμάντο , τε’ σ ’πάντων , «Στικ Σποτ !» λέει μαζί και με-τά ξεφωνίζει , - Σκασμός !!! Στοπ !!! Χωρίς καμιά καθυστέρηση μισανοίγει τό ’να μάτι του ο Άλσελ που απόμενε απ’ την κορυφή ως τα νύχια σε ημι-λειτουργία. Η νεραϊδοπαραμάνα καπελώνεται το βοηθό που θα το βάλει κάτω να το πατήσει αργότερα για να έρ-θει να γίνει πίτα ατήγανη. Ξανανοίγει τον καταπιώνα η ρουκετομπαουλότσαντα να φτύσει το τηγάνι , σκύβει ο Ντερτ , η νεράιδα σφυρίζει με τα δάχτυλα και τελικά πε-τάει η κορνίζα και πέφτει μπροστά τους σαν ξεκρέμαστη ομίχλη από τοίχο γκαλερί που κρύβει κάτω από το αχνι-στό συννεφάτο τίποτα μια χαράδρα χιλιόμετρη. - Χέρια !!! Φωνάζει η Λούλα η νεράιδα η αστροπελεκοδάχτυλη. Την αρπάνε ο Μήτσος και η Καιτούλα που πάντως βαστάει τον εκτός δράσης Αλέκο. Ξανακλείνει ο τσαντό-σαυρος που κάνει ότι τον έχει τσακώσει γερά ο Μητσά-ρας να μη τύχει και τον χάσουνε. Η ομπρέλα περασμένη στις λαβές της τσάντας , το τηγάνι νά ’χει μείνει κόκκαλο στον αέρα πίσω από την πόρτα και όλοι να σαλτάρουνε. Ακριβώς πάνω στην ώρα που θά ’χανε ανοιχτά τα ζαχα-ροπλαστεία. Μαζί και αυτά πού ’ναι έναν ορίζοντα δρόμο απ’ την ταράτσα της Κλωτσαποτέτοιους , της Γκέτεμ Μπακς , μελλοντικής χρυσοφλουροδαγκάνας. Το πέτο μου σκονίστηκε από τις αλευρόσκονες , να το τινάξω μια στιγμούλα ε ; Επιπλέον , πάλι κάνανε μισές δουλειές και πέσανε ό-πως-όπως στην κορνιζοπισίνα. Με τη μικρή μόνο να φο-ράει μαγιό. Εκείνο το μουσειακό ριγέ. Φεύγοντας όλοι με ασημείωτη τη διεύθυνση παράδοσης. Η καδρο-καρτπο-στάλ η νεραϊδένια σβησμένη από κάθε λέξη και γραμμές και ο Ντερτ να συμπληρώνει ώρες ύπνου που διακόπηκε με αισθήσεις μόνο για κορνιζοβούτο όρθιονε. Ο παραλή-πτης άγνωστος. Την γκουβερνάντα να την τρώει η ανα-μπουμπούλα και νά ’ναι αφηρημένη... Μέσα σε τούτο το σαλτιμπαγκομπούλουκο όλοι ήτα-νε σκέτη φρίκη. Άπαντες λες και ήτανε χαλασμένα βαρό-μετρα μοιάζανε. Σαν εκείνα ’κει τα ξύλινα ανθρωπάκια που μπαινοβγαίνουνε από ’να επίσης ξύλινο σπιτάκι-μινιατούρα με εξάρτυση για μπόρα. Ένα καιρικό φαινόμε-νο που άμα σεργιανάει κανείς μαζί με νεράιδες που φέρ-νουνε τον κατακλυσμό ξεσπάει πολύ εύκολα και μέσα σε χώρους όπως αυτός ενός καταστήματος ευγεύστων γλυκι-σμάτων. Ασχέτως του ωραρίου λειτουργίας. Οπότε δε θά ’βλαπτε και πολύ παραπάνω έπειτα , μό-λις δηλαδή θα περνάγανε το κατώφλι μαζί της όσοι συ-μπορεύονταν για να βγούνε απ’ την οποιαδήποτε πόρτα το να μη θυμούνται πως οι λιακάδες οι λονδρέζικες είχανε βραχυκυκλώσει παντελώς και υπήρχε ένας καιρός σαν να βγαίνανε και το πρωί τα φαντάσματα στη γύρα. Άλλωστε πάντα σε κάθε ξημέρωμα καλοκαιρίας όλοι τό ’χανε ζήσει με το παραπάνω το φαινόμενο εκείνο όπου έρχεται με φό-ρα παλληκαρά για να στήσει καραούλι και να σπάσει κέφι με τους κακομοιριασμένους ένα βουβαλοσύννεφο , να ! Βαρύ σαν τηγανιά κατακέφαλη. Κάτι περιττό πάντως έτσι και αλλιώς για να χάνει πολλή ώρα κανείς. Καθότι είναι πια γνωστό μέχρι και στις μπαγκατελιασμένες ομπρέλες για τι μουτσουνιασμένο μουστοθολόκαιρο πρόκειται. Έτσι τα πράγματα σε τούτη τη γκαφαδοπαρέα δεν α-φήνανε άλλα περιθώρια από το να πάει κατά ’κει όπου σκόπευε παρά μόνο παρακάμπτωντας άρον-άρον τα ου-ρανομπουγελώματα. Καταφεύγοντας σ’ έναν ακόμη αρ-πακολλατζήδικο τρόπο δράσης. Επειδή για μια νεράιδα του φυράματος της Λούλας έφτανε και περίσσευε η ύ-παρξη εκείνης της μοναδικής στο είδος της μπισκοτοει-δούς και ευρύχωρης κορνίζας που προσάρμοζε τις διαστά-σεις της ακόμη και για τέτοια σαλταρίσματα οχταπόδαρα. Προκειμένου να γίνονται σχετικά αμούσκευτες οι μετακι-νήσεις. Όσο και αν δεν ήτανε και δαύτο – πιο συχνά απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς – τίποτ’ άλλο από ένα απρόβλεπτο σκουντουφλοπλατύσκαλο. Διότι κακά τα ψέμματα. Πέφτωντας μέσα στο κενό τούτης της πινακίδας αρχικά μπορεί να ξεμάκραινες απ’ τις νεροποντές. Κάθε φρέσκο πέρασμα από ’κει μέσα ό-μως δεν έπαυε να ξαναφήνει απαράλλαχτη την πρωταρ-χική του αίσθηση. Ίδια με μιας τυφλής βουτιάς. Για δυο αρχάριους μπόμπιρες που δεν ήτανε δυνατό να γίνει το δι-κό τους κέφι και να διαφωνήσουνε για να μην πάρουνε μέρος σε τέτοια εντελώς ακατατόπιστα τριγυρίσματα τού-το ήτανε ένα άλμα «...που μπορεί να σέ ’στελνε οπουδή-ποτε ! Να βρεθείς μέχρι και μπρούμητα με τη φάτσα να κοιτάει ίσα μπροστά καθώς θα αφήσεις αχνάρι ολόσωμο , εσώγλυφο σε σχήμα «Χ» μα πολύ καλλιγραφικό , το ίδιο απρόσμενα πάνω στο λαμαρινένιο κατάστρωμα κανενός αθέατου πλοίου , όσο και μπηγμένος μέσα σε χιονόλακκο δεκάμετρο σε βάθος , οπουδήποτε στην κορυφή καμιάς παντελώς άγνωστης , χιονισμένης οροσειράς !». Την ώρα τούτης της κάλλιστα κορνιζοθαλασσόγκρε-μης , καθότι επρόκειτο περί κατάθολης χωρίς να προβλέ-πεται ντιπ από τα παραπέρα , ορθοπόδαρης βουτιάς , η Καιτούλα η Μπογοδιγραγκομαζωξοπούλου η σκληροτρά-χηλη όπως το σκέφτηκε μαζί με τα αμέσως προηγούμενα παραστατικότατα πλεονεκτήματα , έβαλε αμετανόητη μια τελευταία πινελιά στις οραματιζόμενες εξελίξεις. Μνημο-νεύοντας την τακτική της σαγανόφαπας λοιπόν ως το ιδε-ώδες προσωπικό αμυντικό σύστημα το πήρε απόφαση , «Όποιος προλάβει να στείλει τον αντίπαλο να κάνει γούβες πρώτος έτσι που πέφτουμε όπου νά ’ναι μέσα σε κάτι τέτοιες κορνιζοχαράδρες , αφήνοντας ντε και καλά την ανεμοσκαλο-Λουλού ομαδάρχη για να μας καταβρο-χθίζει η καταχνιά ! Να ξεμπερδεύουμε και μάλιστα το συ-ντομότερο !». Για δαύτες τις νεραϊδοτσαπατσουλιές δεν υπήρχε ε-μπιστοσύνη ούτε για χαρτομάντηλο σε ώρα φταρνίσμα-τος. Από ειρωνεία της τύχης μέσα στην όλη φούρια και με τους υπεύθυνους νά ’χουνε αμελήσει να γράψουνε όπως κιόλας είπαμε στην επιφάνεια του κάδρου το σημείο της εξόδου , παίρνοντας όλη τη δουλειά απάνω της τούτη η πρόσοψη η ξεπατωμένη από αζωγράφιστο καμβά συννε-φάτο με τη μακρόστενη τη μαρκίζα τη μπισκοτολαξευμέ-νη δε δίστασε να διαλέξει προορισμό από μόνη της για τους διαπλέοντες το πλαίσιό της. Εσείς πάλι...Τυχεροί δεν ξέρω αν είσαστε επειδή δε χρειάζεται στο μεταξύ να κρατηθείτε. Ευτυχώς κιόλας που δεν διατρέχετε κίνδυνο ούτε να μου το μαρτυρήσετε γιατί ίσως νά ’τανε τελικά κακό για το γούρι σας. Μεταξύ μας όμως , τον κόρφο σας αν θέλετε φτύστε τον. Με τέ-τοιες σελίδες που έρχονται για συνέχεια... ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 |