Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 11

11. Τρώω Κεράσια Και Χορεύω Σάμπα

Ξεκαπνίζω Και Τις Καμινάδες Τζάμπα

Ο τίτλος είναι ένα καμιναδοσουξέ του Ντερτ. Δεν α-ρέσει καθόλου στις νεράιδες αλλά το ρίχνει σε τρεις στροφές μαζί με χορογραφία επαγγελματικού επιπέδου. Πάνω στις στέγες τις εγγλέζικες , ακόμη και στις λοξές και μονόμπαντες , τις άτιμες πού ’ναι κατηφορικές όπως τις έχουνε και στοιχισμένες με στιλ φάλτσο , πριονωτό. Μια ταρατσόλοξα καταναγκαστική λόγω βροχοπτώσεων καρεκλοποδαριασμένων , ντόπιων ντιπ καταντίπ.

Αν και για να ’μαστε ακριβείς σε άλλου είδους οροφή ουρανοπέφτανε τώρα. Όταν μάλιστα λέμε ουρανοπέφτανε το εννοούμε. Καθώς η κορνίζα του Μητσάρα του Δερβι-σοψηλολελέκογλου συχνά-πυκνά όπως συνέβει και εδώ αμόλαγε το μυστήριο της φορτίο με σύστημα εξελιγμένου ασανσέρ. Ξεφυτρωμένου κοντά στα σύννεφα αλλά λίγο πιο πάνω. Οπότε αυτή τη στιγμή με μια ελεύθερη πτώση , από ’κείνες που πρέπει νά ’ναι τέτοιες ώστε να επιζήσονε στο τέλος σε παραμύθι όσα είδη έχουνε μια σχετική ομοι-ότητα με ανθρώπινα όντα , πέφτανε όλοι οι ατρόμητοι ε-τούτοι κατευθείαν σε οροφή που ήτανε αποτέλεσμα μιας άλλης πάρα πολύ αγγλικής αρχιτεκτονικής. Μια στέγη ε-πίπεδη μεν όμως κολλημένη πάνω σε μια άλλη μυτερή. Κουμπωμένη έτσι που να τη βλέπεις και να λες «δε γίνε-ται !».

Εμ ! Που να το φανταστείτε ! Φαντάζεται κανονικός ανθρωπάκος τέτοιο απίθανο πράγμα ; Όμως γίνεται. Πα-ραγίνεται και λένε και ένα τραγούδι με τα πόδια σε ακρο-βατικό κόλπο για δοκό , νυχοπατουσοχοροπηδώντας εκεί ακριβώς. Άσε που τούτη είναι η στάση του κορνιζολεω-φορείου μέσα και όξω του και θα τη χάσουμε. Εδώ κατε-βαίνουμε. Ωω-ώώώπ !

Ορίστεεε ! Φτάσαμε ! Νά ’μαστε λοιπόν στο τέρμα του δρομολογίου για τη νεράιδα και τους τέσσερεις τώρα μαζί με τον Ντερτ που ερχόντουσαν να κουραστούνε για καμιά-δυο μέρες ταρατσοχοροπηδώντας αφρενάριστοι μήπως και κλείσουνε μάτι στο τέλος. Εδώ ! Να και η κορ-νίζα ! Έγινε , μα δε βλέπετε ; Ε , ξεστραβωθείτε και λίγο ντε ! Έγινε , λέω η κορνίζα σαν ένα τετράγωνο καδροσύν-νεφο και βγήκανε ψηλά σε άλλον αέρα όλοι. Μετά πήρε το σχήμα της το δαντελομπισκοτένιο το τετράπλευρο η καδροσήραγγα η σφεντονολαστιχένια για τα ξεμπουκαρί-σματα και βρέθηκε όρθια να πέφτει πλάι στον ανεπίδεκτο μαθήσεως και για καλαμπούρι μονάχα επιλεγόμενο και «ζωγράφο» , Ντερτ. Εκείνος ουρανοπέφτωντας την τσά-κωσε και την κράταγε ήδη παραπόδας.

Τι χαρτάκι σοκολάτας έριξε από πάνω στην προσγεί-ωση ο Άλσελ δε λέγεται. Απολαμβάνοντας μια αναπάντε-χα εκπληρωθείσα ευχή που τον έκανε να τσεποπλημμυρί-σει στα παστογκοφρετίνια την ώρα που κορνιζορισκάριζε κατά την ξαφνική του τρομάρα τα ήδη μασουλημένα και αποθηκευμένα σε Αλσελοσιλουέτα να γίνουνε κατάρα πε-ριπλανώμενη και εγκαταλελειμμένη. Γι’ αυτό και ευχήθη-κε νά ’χει και κάτι να τραγανίζει για να μη μοναχοκλατά-ρει ανόρεχτος.

Κάτι που έγινε αμέσως παρ’ όλο που ήτανε μια καθα-ρή σύμπτωση. Για την οποία έφταιγε το όλο νεραϊδοεφέ της αλλαγής περιβάλλοντος με τη μεσολάβηση τούτης της τυφλοπόντικης λαγουμοπιατέλας. Έτυχε και το ευχή-θηκε ο μικρός όταν έπρεπε. Δηλαδή καθώς κορνιζοβού-ταγε στο μπισκοτοτελλάρο το προ πολλού νεραϊδοφα-μπρικάτο. Το κάργα από μουτζοξόρκι γερό. Μάλιστα χω-ρίς ούτε καν να εννοήσει ο Άλσελ το πόσο καλά σοκολα-τανεφοδιάστηκε. Απλά εντελώς μηχανικά τσεποψαχου-λεύοντας συνέχισε αδιάκοπα το μασούλημα το πρωτα-θλητικό.

Ξεπροβάλλοντας ο μπόμπος ετούτος στον αέρα για να χαμηλώσει απ’ τον ουρανό αργά και ήσυχα , κοίτα μυ-στήριο. Ενώ επιπλέον φτάνανε στη δική του , στην από ’δω μεριά της οροφής , σημάδι ήτανε το φουγάρο , όλοι τους – τέσσερεις με-τράτε τώρα , τό ’παμε – εν πτήσει χωρίς όμως να χρειάζονται αερόπλοιο. Έριξε που λέτε ο μικρός σοκολατόχαρτο που πήγε σύννεφο. Φέιγ βολάν για εκλογές και καρναβάλι αποκριάς όπου πετάνε τα περιτυ-λίγματα με γλυκά μέσα. Βέβαια τώρα δεν υπήρχε περιτυ-λιγμένο στα χαρτάκια τα σκόρπια που νιφαδοπέφτανε στην ίδια ταράτσα με τον Άλσελ και τους ρέστους αερο-πλόους , ούτε απόγλυκο. Το μέσα τό ’χε κατασπαράξει τούτος ο τζαρομαρμελαδόμαγκας.

- Ρέψου τραγουδιστά μπας και βγει μιούζικαλ και γίνει σουξέ και αποκατασταθούμε αν δεν πέσουμε χωρίς να γκρεμοτσακιστούμε μόλις θα πιάσουμε ταράτσα ! Μ’ αυ-τά τα ρημαδοπεριτυλίγματα !

Τού ’βαλε η νεραϊδονταντά τις φωνές.

Σε ’κείνη την κατσάδα πάνω , ακριβώς πριν την προσγείωση ξεφορτωνότανε απ’ τις τσέπες του ο Άλσελ τα – τελευταία ; Λάθος αν το νομίζετε – σοκολατόχαρτα. Τα οποία πέσανε και αυτά στην ταράτσα αλλά από τη με-ριά του σπιτιού του. Κάτω από τα πόδια του δυο μέτρα στην αρχή. Μα χάρη στο αεράκι αμέσως πήγανε πιο ’κει οπότε τα πάτησε ο Ντερτ. Έτσι αφού χόρεψε αυθόρμητα ό,τι καλύτερο μπορεί άνθρωπος γεννημένος σε αυτή τη γη αφού διαφορετικά όρθιος δε θά ’μενε με τίποτα , κατά τα άλλα όλα πήγανε περίφημα.

- Θαύμα ! Έλα μάνα να δεις !

Αναστέναξε η Καιτούλα αποτυπώνοντας την παραμι-κρή λεπτομέρεια. Αρχίζοντας να θολώνει ελαφρώς , κα-θώς θυμότανε της σχετικές εξηγήσεις της μητέρας της. Για την άφιξη και το άξιον λόγου και ύπαρξης μιας συνο-δού στην καθημερινότητά της. «Όλα θα πάνε περίφημα ! Έτσι μού ’πε η μάνα μου ρε παιδιά ! Δε λέω ψέμματα !».

- Ώστε περίφημα , ε ;

Αιθεροθαλασσοσεργιάνιζε πότε αφώνως και πότε μουρμουρίζοντας χαμηλοφώνως το μυαλό της Γκέτεμ Μπακς. Της οκτάχρονης κόρης παλιών στελεχών σε τρο-φές για κοτέτσια ανθρώπινα. Από καλαμπόκι και άλλα δημητριακά , αν θυμόσαστε.

Παράλληλα , λίγο παραπέρα καθώς επίσης ουρανο-κατέβαινε η Λούλα Μπόμπινγκς , ψευτοαμόλαγε εναερί-ως την τσαντάρα δήθεν αρπάζοντάς την ενώ βρέθηκε στο νεραϊδόχερο από μόνη της. Δίνοντάς της υποτίθεται φόρα. Τη στιγμή που το τσαντοβάρελο έκανε απλώς φυγοκέ-ντριση χωρίς υπερβολές από μόνο του. Ήτανε γεγονός ! Η Λούσι Μπόμπινγκς  θά ’χε σαρώσει όλα τα ροντέος. Πως δεν της βγήκε το κουλό απ’ τη μασχάλη είναι ν’ απορείς. Η τσιμεντότσαντά της έσκασε στη στέγη βαρύγδουπη με φασαρία παλιοσιδερικών τίγκα στο γιουσουρούμ. Βέβαια το αμάξωμα του τέρατος δαύτου τι να καταλάβει. Ντου-βαροστέριωσε επιτόπου μα έμεινε άθικτη σαν γατί. Τσα-νταρκουδόγατα !

Στη συνέχεια ήρθε το ομπρελοξυλάγγουρο και βρέ-θηκε στη λαβή της νταντάς όπως χαμηλώνανε προς το έ-δαφος. Ήτανε και από ’δω μέχρι τη γωνία , σχεδόν ίδια η κάτοχος. Ζορισμένη κιόλας πού ’χε μαγκώσει ε , έκανε σαν μαέστρο που φταρνίστηκε την παρανεράιδα δαύτη. Αφού όταν μπόρεσε η Λουλού και την άνοιξε , συνέβει με φόρα τόση που πέφτωντας κιόλας έγινε ο γνωστός αυτός φραμπαλάς με τις ανάποδα ανοιγμένες ομπρέλες. Τις με-γάλες , όχι τις κανονικές. Τις άλλες που δεν πάει το μυαλό σας αλλά είναι όντως οι σωστές. Οι οποίες πάνε σαν σετ με βαριά βάση στήριξης για την ακρογια-λιά. Όταν πρό-κειται για σωστά κατασκευασμένες δηλαδή και όχι κατά λάθος με μια λαβή για τη βροχή. Με δυο λόγια άμα οι μπανέλες τιναχθήκανε προς τα μπρος παρά λίγο να κάνει τον επισκευαστή για τηλεγραφόξυλα η νεραϊδούλα η πι-ρογοδίκουπη που ήτανε μόλις μισό μέτρο λειψότερη από τηλεγραφοκολώνα.

Μα ναι ! Ήτανε δε και η ομπρέλα η σακαφιόρα , α-γριορνιθολαίμω , μακρουλοσιδερογριέντζω αλλά βαστιό-τανε ακόμη. Η οποία έβαζε και από μόνη της άλλη τόση δύναμη για βοήθεια. Άνοιξε έτσι τελικά με κόπο κατά τη μύτη. Το αλεξίβροχο της Λουλούς το καλό. Τρύπιο και ά-γαρμπο έμεινε απ’ τη μέρα που το πρωτοκράτησε το ρη-μάδι. Από τότε που το βρήκε και το ξαναφουντάρησε στο άψε-σβήσε. Το ξεφορτώθηκε όμως προς στιγμή μονάχα. Ούτε το περίμενε καθώς διέσχιζε το άλσος της γειτονιάς της η Λουλού ότι θά ’κανε ετούτη η στραβοβεργότεντα σαν σούστα πλάι απ’ τον κάδο απορριμάτων την ανάποδη διαδρομή ξανακολλώντας στο ακόμη ανοιχτό χέρι της που δεν είχε προλάβει καν να το κατεβάσει ελεύθερο.

Διότι το ομπρελοδόκαρο τούτο άπαξ και το φασκέ-λωσε άθελά της , δεν ήτανε και τόσο στραπατσέ όσο έ-δειχνε. Κάτι που δεν ψυλλιάστηκε αμέσως η νεραϊδούλα. Μια και το εξάρτημα αυτό έτυχε να το αγουροξυπνήσει εντελώς απορροφημένη μέσα σε μια στιγμή χαράς ε-μπλουτισμένης με νεραϊδοιδιότητες. Οι οποίες σε περι-πτώσεις απροσεξίας σε φιλοδωρούσανε με φαινόμενα ζω-ηρέματος σαν ετούτο. Παρ’ όλο που το κίνητρο για την αυτόματη ετούτη ρύθμιση για τυχόν αδεξιότητες στο χει-ρισμό των ιδιοτήτων που σε παραγέμιζε μια τσίκλα μάρ-κας «Ζαμάν Φου !» ήτανε πάντοτε η διατήρηση της ευθυ-μίας μέχρι την αποκατάσταση της ευρυθμίας. Για κάθε νεράιδα στο στιλ της Λουλούς.

Μια τελειόφοιτη της νεραϊδοσχολής «Άμπρα-Κατά-μπρα Και Δρόμο» μα της έμεινε η ομπρέλα στο τέλος. Α-μανάτι. Αφού την καρμπυρατερομπραχάλεψε με δοκιμές από μούτζες , κακό μάτι και γλωσσοφαγιά σε συνδυασμό με ξόρκι το «Στικ Σποτ !» και την έκανε βοηθητικό εξάρ-τημα του χεριού της , καλή ήτανε να την έχει πλέον από κοντά. Ως παρατρεχάμενη στις προσταγές της η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου. Για ακόλουθο πιο πολύ παρά για τη βροχή ή για επείγουσα εφαρμογή σε έκτακτα περιστατικά. Πόσο μάλλον τώρα για σύστημα καθόδου που αυτό και αν χρειαζότανε α-μπε-μπα-μπλομ-ες στο φρενάρισμα.

Σε τούτη την κάθοδο όμως της γλίστρησε το χέρι απ’ τη λαβή μέσα σ’ όλη της την αναποδιά. Ώστε το ομπρελο-κάλαμο τούτο να φτάσει αμπλαούμπλικα να αυτοεπισκευ-αστεί στη στέγη. Πρώτα έριξε ένα φτάρνισμα ίδιο επιλο-χία. Καθώς διέθετε και μια φωνή σαν βροντή. Μετά , η ο-μπρελοκουνουπιέρα τούτη φτερούγησε άτζαλα πριν κλεί-σει. Από ’κει και έπειτα καθυστέρησε να ξαναμπεί σε δράση. Στεκότανε θεατής σε όσα ακολουθήσανε.

Η Λούσι Μπόμπινγκς τελικά ήρθε ακριβώς πίσω απ’ την ομπρελαγριόπαπια δαύτη και πάτησε στη στέγη. Έ-βγαλε το καπέλο που είχε έρθει στο κανονικό του , το α-τσαλάκωτο σχήμα κατά την αεροπλεύση και το πέταξε μπροστά της. Έδωσε ένα σάλτο ίσαμε ενάμιση μέτρο και το τσαλαπάτησε. Τό ’κανε πίτα. Αμέσως μετά , τσαλαπα-τημένο το ξαναφόρεσε. Η τελετουργία ετούτη ήτανε κάτι ανάμεσα σε άσκηση πειθαρχίας και τήρηση ενδυματολο-γικού κώδικα. Ενδυματολόγος και καπελονόμος ταυτό-χρονα. Βέβαια τη νεράιδα άντε βρες πως το τραβούσε ο οργανισμός της και την έκανε , καθόσο τελικώς όχι οι φυ-σικοί , ούτε για ζήτω και οι αφύσικοι νόμοι δεν είχανε τα κέφια να την υπακούσουνε με την πρώτη. Οπότε αμόλαγε το ζοχάδιασμα περιστασιακώς και προκαταβολικά ρημά-ζοντας την καπελαδούρα στα πατητά. Με τέτοιο νούμερο γόβα , σε πρωτάθλημα πατουσοπόλεμου με τσαλαπατή-ματα δε θά ’μενε σε άλλη όχι μόνο επάργυρο κύπελο , ού-τε γαβαθοφλιτζάνα για γιαουρτοκαρυδόμελο ακέρδιστη.

Να δούμε όμως και τους ρέστους της ζωηροκορνιζά-της τούτης εξόρμησης. Όπως ο Άλσελ. Ο μπόμπιρας τώρα ε , σε όλη την προσταράτσωση είχε τον νόμο με το μέρος του ή ακριβέστερα ο νόμος είχε αλαφιάσει να προσπαθεί να τον ρίξει κάπως τον μπόμπιρα τον καλοθρεμμένο με αυτοσχέδιο κεφαλοκλείδωμα. Καθόσον , της βαρύτητας ήτανε και ο Άλσελ και ο νόμος και ισοφαρίζανε. Οπότε μια και επικράτησε του Αλέκου η ευστάθεια , προσγειώ-θηκε με τις πατούσες κανονικά και χωρίς αερόσολες. Με το υπόδημα σε κατάσταση κλαταρίσματος ήδη , σαν να φόραγε ξαφνικά τίποτε ψωμάρες , ιταλικού τύπου , βαρ-κουλοπλακέ τώρα στο σχήμα , σαν χωριάτικα σάντουιτς που γίνανε παπούτσια παντοφλέ.

Το μόνο πράγμα που τα μάτια κανενός θα μπερδεύα-νε με ιταλικής προέλευσης παρασκευάσματα το πατούμε-νο του μικρού ήτανε τα φραντζολάκια. Ακόμη και στα πό-δια του φορεμένα. Με κόπο το πίστευες ότι πρόκειται πε-ρί παπουτσιών κανονικών και σού ’μενε και μια αμυδρή αμφιβολία στο τέλος μόνιμη. Έπεσε φορώντας τα με πρα-λίνα λοιπόν αυτά μέσα σε πελάγη ζαχαροσοκολατένιας , πασαλειμμένης και σκουροκα-φετιάς οδοντικής έκφρασης με καρό μοτίβο που περιγράφεται μάλλον ως χαρά. Πιο ’κει απ’ τα χαρτάκια ο τσ…ακαλάκος.

Η Γκέτεμ ; Α , θα προτιμούσε νά ’χει πέσει ακριβώς στο κατώφλι. Πάνω στο χαλάκι και με ανοιχτή την πόρτα. Να την περίμενε , αν είχε , ο αρχι-υπηρέτης αλλά κατέλη-ξε να αιωρείται για πέντε ολόκληρα λεπτά σε ύψος πέντε μέτρων. Προσπαθούσε να σπάσει το αόρατο δάπεδο. Χο-ροπηδώντας , κλωτσώντας προς τα κάτω με τη φτέρνα της και κοπανώντας με όλο το πέλμα του κάθε ποδιού το κενό για να συνεχίσει να γλιστράει. Μέχρι που κουρά-στηκε.

Παρατήρησε όμως αμέσως τότε ότι ο Ντερτ πριν να τον δει να κατασκοτώνεται στα Αλσελοχαρτάκια , κατέ-βαινε με φυσικότητα δίπλα της. Γλιστρούσε ολόρθιος αν και θα προτιμούσε να κοιμότανε κανονικά ενώ έριχνε στη Γκέτεμ εκείνη την κορνίζα με μια χειρονομία για οδηγία να πηδήσει μέσα. Ο Ντερτ , που ανάθεμα δηλαδή αν ζω-γράφιζε , έκανε κάτι λίγες σκιτσοτσαχπινιές εξασκούμε-νος από καιρό τώρα και εν πτήσει με τις τρέλλες της Λού-λας Μπόμπινγκς. Όπως ακριβώς έγινε μόλις άρχισε να γλιστράει απ’ τον ουρανό κάθετα προς τη στέγη. Αφού κατά την κάθοδο πρόφτασε και σκάρωσε μια ε , ζωγρα-φιά.

Τι ζωγραφιά δηλαδή , τσάτρα-πάτρα. Σαν υπογραφή. Συνάντησε τη σταματημένη Γκέτεμ , της πέταξε την κορ-νίζα με την αφηρημένη τέχνη ενώ συνέχισε ακάθεκτος.   Ε , όπως πάτησε πέφτωντας , άρχισε απ’ την επαφή με την ταράτσα να γλιστράει. Σε χορευτικές φιγούρες αρχα-ρίου λίαν μετανιωμένου που τού ’ρθε να κάνει πατινάζ σε χαρτοσοκολατοδρόμιο. Χωρίς πολλά-πολλά , καταγλι-στρώντας από όρθιος γύρισε ανάποδα ακουμπώντας στη στέγη όπως οι χειροβάτες. Ξεκινώντας να χορεύει όπως και πριν αλλά με τα χέρια στο πάτωμα και τα κανιά του τα σκουποξυλόμακρα να καρβουνιάζουνε με τις σόλες τον αέρα και ακριβώς στη ανάποδη κατακορύφως θέση απ’ αυτή που κουρκουτοέβλεπε αλέως τον ντουνιά όταν τον γέμιζε πατημασιές εδάφους. Δηλαδή , για όσο έπρεπε στα ίσα στερεωμένος , κυριολεκτικώς επί ποδός , να βρί-σκεται και με το καμιναδοτριβελιστήρι επ’ ώμου. Μάλι-στα πήρε τον αέρα τσάκα-τσάκα σε αυτή τη μαγική , ανα-πάντεχη τούμπα.

Η Λούσι Μπόμπινγκς τού ’χε ήδη φτιάξει με ξόρκι «Στικ Σποτ !» τα βήματα πριν φτάσει ο Ντερτ που ερχό-τανε χωρίς προθέρμανση να πατήσει τις σοκολατομπανα-νόφλουδες στην οροφή που στέγαζε τις κατοικίες των οι-κογενειών των αξιότιμων κ.κ. Μπογοδιφραγκομαζωξό-πουλου και Φραγκοδεκατεβαίνογλου. Επιπλέον ο Ντερτ ίσα που πρόλαβε να ψυλλιαστεί την ταχυδακτυλουργική παρέμβαση της νεραϊδοσυνοδού των πιτσιρίκων και κα-λής του φίλης από ό,τι το ξαφνικό άρχισε να του συμβαί-νει. Όσο και αν έβαλε τα δυνατά του για να μένει σε ε-γρήγορση δεν κατάφερε ο Μήτσος και τίποτα πάντως. Θέλοντας και μη , παρέμεινε τελείως ακοντρολάριστος για τον ίδιο του τον εαυτό. Εξαιτίας του μαγικού του φά-σκελου δε μπορούσε παρά να εμπλουτίζει όλη τη γκαντε-μοπαράσταση που του προέκυψε με υποχρεωτικά παλα-μάκια ενδιάμεσα. Άλλο ήθελε να κάνει , παλαμάκια τού ’βγαινε.

Σαν να μην ήτανε το ζόρι αρκετό , η νεραϊδονταντά ατάραχη του έκανε τη φιγούρα όλη μαρτύριο με φρίσμπι το ισοπεδωμένο καπέλο της. Εκείνο πέρναγε ανάμεσα απ’ τα χέρια του Ντερτ όταν έκανε κάθε φορά από ένα παλα-μάκι. Κάτι που επαναλήφθηκε για καμιά δεκαριά φορές. Ύστερα γύρισε μόνο του στο κεφάλι της κυράς του. Ανα-πήδησε δέκα φορές στο ξε-ρό της το κολοκυθοκρανίο και έσκασε μόνο του μπροστά της. Αμέσως η καπελάρα της ετούτη φρόντισε να τεντωθεί για να έρθει στα ίσα της. Μα ούτε καν πρόλαβε.

Η Μπόμπινγκς με άλμα τό ’κανε το καπέλο πλακέ για άλλη μια φορά. Πρώτα στάθηκε απάνω του. Μετά πα-τώντας το , γράπωσε την ομπρέλα που μυτο-ισορροπούσε λίγο πιο ’κει γαμψομύτικη , τσακισμένη , με τη λαβή προς τα πάνω. Χαμήλωσε , τσάκωσε και γύρισε τραβώντας κά-τω  απ’ τις πελματάρες της το καπέλο ανάποδα. Το ξανα-πάτησε για σιγουριά. Ξανάκανε άλμα , χάθηκε μέσα στο καπέλο και βγήκε απ’ τη λεωφορειοτσαντάρα μαζί με την τουφεκισμένη την μπανελονερόκοτα , βέβαια. Μετά την καπελοβουτιά η νεραϊδούλα το άφησε το ξεφούσκωτο το ακορντεονοκεφαλομαϊμούδι να βολτάρει.

Το καπέλο με τούμπες κορώνα-γράμματα σαν κάλπι-κη , δαγκωμένη και στραβή δεκάρα γυρόφερνε τη στέγη χαμηλά. Στο δάπεδο. Πότε γραμματοκορωνοβαδίζοντας και πότε-πότε τεντώνοντας υπερβολικά. Όσο τρία μέτρα. Χωρίς να αλλάξει σε φάρδος. Μάζευε καθώς ανέβαινε στα ύψη πού ’χε τεντωθεί σαν λαιμός γριάς που τον τσι-τώνει με κρεμ ντε νουί για μια ώρα. Πατηκωνότανε αιω-ρούμενο εκεί πέρα και ξανάπεφτε πιο γρήγορα απ’ ό,τι πήγαινε όταν τραβιότανε κατά πάνω σαν τσίκλα σε στό-μα αγοροκόριτσου που καταμπλαβιάζει και μαγκάκια σε καρπαζές άνετα. Επέστρεφε στο δάπεδο σαχλοκουδου-νιασμένο , πατημένο , έχοντας γίνει σαν πίτα λεπτό και σαν στραβοφτιαγμένος λουκουμάς τέτοιας εμφάνισης , που λυπόσουνα να το κοιτάς να σαλεύει ώσπου να ξανα-θυμίζει από κουρκουτοκουταλιά σε φριτέζα και πάλι κα-πέλο.

Ισορροπούσε σε θέση όρθια. Στην κόψη του. Έκανε κάτι λίγα βήματα έτσι με κίνηση σαν να βαδίζει στο νερό. Μέχρι τελικά να ξεζαλιστεί για να γραμματοκορωνοβαδί-σει με τούμπες πάλι και πάει λέγοντας. Η πάνω του πλευ-ρά έγραφε «τέιλχεντ» μόνο όταν ήτανε προς τα κάτω ενώ η κάτω του πλευρά έγραφε «χέντεϊλ» μόνο όταν βρισκό-τανε προς τα πάνω. Το καπέλο με φωνή ψιλή σαν σκίου-ρου τις θυμότανε τις πλευρές ανάποδα. Τις μπέρδευε , φωνάζοντάς τις. Όταν καθότανε στο κεφάλι της Λούσι Μπόμπινγκς , από μέσα έγραφε «εϊκχεντέιλχεντ» και απ’ έξω «τέικμιοφμιτέικοφμιτέικμπατιτσοκέιοφτέικ».

Ο Μητσάρας στο μεταξύ σαλτιμπαγκοβολόδερνε α-σταμάτητα και ’κείνος. Όλο τούμπες έκανε που τον ξανα-προσγειώνανε στα χέρια με τα πόδια προς τον ουρανό. Καθώς χειροβατούσε , φρενάριζε απότομα χωρίς να το ε-λέγχει. Τιναζότανε μια δόση ανάποδα και κατακόρυφα εναερίως μα πάνω που αναρωτιότανε προς τα που να ρί-ξει το διπλοφάσκελο αμέσως ξαναχειροβάδιζε.

Σε λίγο χωρίς να καταλάβει τι συνέβει καλά-καλά άλ-λαξε χορογραφία. Τιναζότανε προς τα πάνω σπρώχνοντας με τα χέρια. Έπαιρνε ύψος και με πορεία τοξοτή κάνοντας ανάσκελα καμάρα έπεφτε με ανάποδη βουτιά προς τα πί-σω. Από το δάπεδο της ταράτσας πάνω στο χείλος και α-πό μιας καπνοδόχου των δυο ενωμένων με κοινή σκεπή κατοικιών. Μόνο με τα χέρια τις κουλάντριζε τις οισοφα-γοανακατοσούρικες αυτές χοροπηδογραφίες που κάνανε τον Δερβισοψηλολελέκογλου με  τ’ όνομα κεφτεδικώς και λεμονοπορτοκαλαδικώς άνω-κάτω. Καταγλιστρούσανε και τα χέρια απ’ τη σκόνη.

Ωστόσο ήτανε προρυθμισμένος με φάσκελο για χο-ρευτικό παντός εδάφους και τραμπολινοχόρευε με το που τσάκωνε με τις χερούκλες το στόμιο της καμινάδας όπου κατέληγε. Στηριζόμενος πότε παράλληλα , πότε χιαστί. Τόσο με τα δυο χέρια , όσο και στο κάθε χέρι χωριστά. Πότε λοξά κατακορύφως , πότε κάθετα ενώ άφηνε τό ’να χέρι και κράταγε μια πλευρά του φουγάρου μόνο με τ’ άλ-λο. Σε κάθε ισορρόπηση έδινε και από ένα ανάποδο κατα-κόρυφο σάλτο με παλαμάκια πριν αλλάξει με τα χέρια στήριξη. Το νούμερο λεγότανε Τζόλι Όντμπολ. Η σπεσι-αλιτέ του ; Πού έλεγε προηγουμένως ; Αυτή εδώ είναι. Σε ελεύθερη μετάφραση , Ζουρλοπαντιεράτη Ορθαναποδο-μουτζότουμπα.

Η χορευτική σύνθεση ετούτη εμπλουτιζότανε από νούμερο ζογκλέρ. Με πινέλα πλακέ και στρογγυλά. Σε στάση πάντοτε άνω-κάτω-γιούπι-με-χαρά λες και έκανε πρόβα το πανηγύρι άμα θα κέρδιζε το λαχείο. Ενώ τού ’ριχνε τα ζωγραφοπινελάκια τα λιγνά και σουραυλωτά η Λούσι Μπόμπινγκς. Με τις χούφτες , αμέτρητα. Εκείνος τα γύρναγε κυκλικά επιτόπου κάνοντας μαζί και το Τζόλι Όντμπολ στις τσιμινιέρες των τζακιών.

Άμα θα παντρευότανε , θα ’ρχότανε η μέση να γίνει ένα με την κοιλιά αλλά…άτυχος , άτυχος. Άτυχος και κό-ντευε να πάρει και σασί και να χτυπήσει μπιέλες που λένε και στα φαναρτζήδικα αυτοκινήτων. Αφού σαλταροχό-ρευε με τελική ταχύτητα σαν νά ’τανε σπορ αυτοκίνητο , οδοστρωματοσκοτώστρα τέτοια που πιάνεις την άρπα στον αέρα. «Πάρε ’δω για το ασανσέρ μέχρι το σύννεφο , όχι το δεύτερο , τρίτο δεξιά , πρώτη πόρτα ίσα απέναντι. Μη χαθείς στη στροφή πάλι ; Έτσι παλληκάρι ; Όπως πριν από τρεχαλονταλκά και τζάμπα !» , που θά ’λεγε ο άγγελος υπηρεσίας.»

«Παραμύθι δηλαδή και έχουμε νυστάξει κιόλας ήδη αλ-λά είμαστε και μισοεκπαιδευμένοι στο ακροβατικό τούτο και όσο νά ’ναι καλά προστατευμένοι και από ντεραπαρί-σματα. Χάρη σε μούτζα που σε φτιάχνει με φρένα για να κάνεις χορευτικό μπαλλέτου για ψύλλου πήδημα δε θα πει τίποτα. Ακριβώς το ίδιο το ψύλλου πήδημα κάνεις φιγού-ρα. Σαν να δίνεις εξετάσεις για πτυχίο στο πώς να τρυπώ-νεις σε τριχοκουρτινομάτικο , αρκουδομάλλικο , παραδο-σιακό αγγλικό τσοπανόσκυλο. Σουστοσαλταπηδώντας ξα-φνικά σε ύψος ίδιο με ψηλού βατήρα για καταδύσεις αλ-λά χωρίς σανίδα , πισίνα και νερό από κάτω. Σταματώ-ντας και άψογα στις μύτες των παπουτσιών άμα λάχει ό-ταν προσγειώνεσαι. Μέχρι και με οχταπλή πιρουέτα χωρίς ποτέ νά ’χεις ξανακάνει μαθήματα.».

Αυτά ψιλοσκεφτότανε ο Ντερτ ή αλλιώτικα Δερβισο-ψηλολελέκογλου. Μήτσος το μικρό. Τέτοιος λάτρης της καπνοδοχοκαθαριότητας που καλόπιανε στην πράξη την καμινάδα πριν την αναλάβει.

Μόλις τελείωσε το νούμερο που πήρε μπρος εξαιτίας των γυαλιστερών των Αλσελόχαρτων η Γκέτεμ ξεμπουκά-ρησε ψηλά , κατάμαυρη μέσα απ’ την καμινάδα του σπι-τιού της βήχωντας φούμο. Μετά βγήκε η κορνίζα. Άθικτη και αμαύριστη. Βρέθηκε ακριβώς κάτω απ’ τη Γκέτεμ που ξαναχάθηκε μέσα της για να ξαναβγεί από ’κει δέκα φο-ρές , πάλι καθαρή. Όμως με κάποιες αλλαγές.

Μια χωμένη εναλλάξ σε μαγιό μακρύ ριγέ που έφτα-νε ως τον αστράγαλο , αντιπρογιαγιάς , μια ντυμένη με τα ρούχα της που ήτανε σαν τουρτοπόλεμος λες και η μάγισ-σα του παραμυθιού δεν είχε δόντι γερό να τη φάει και η κουζίνα της η ηλεκτρική είχε κάψει ασφάλειες. Οπότε , της φάγανε το σπίτι με τον Άλσελ και ρουχοσκουπιστήκα-νε αφού πρώτα παίξανε πετόσφαιρα με τα οικοδομικά τα υλικά του τουρτοκαραμελόσπιτου του φρικτού. Έτσι δη-λαδή νόμιζε απλώς κανείς βλέποντας τους δυο μικρούς μέσα στα ρούχα με τα οποία βγήκανε για τον περίπατο με τη Λούλα.

Άλλαζε λοιπόν η Καιτούλα η Μπακς μια και ασχο-λούμαστε με τούτη τώρα , μια με μαγιό παλιομοδίτικο , μια με ταγιεράκι χάλια και δαύτο του οίκου τραγικής ρα-πτικής «Λουκία Καρακιτσάρα και δε συμμαζεύεται».    Α !…και τα σανδάλια της που μένανε όπως είχανε πά-ντως. Δεμένα με πολύ μυστήριο τρόπο στα πόδια της τα τόσα δα. Τα οποία όμως ήτανε τέτοια στην κλωτσιά ώστε πιο καλοφτιαγμένα για το σπορ δεν υπήρχανε.

Τελικά της έμεινε τι κιτς το σακάκι το παρδαλοφα-ντεζί και πιτσιλωτό , το μαγιό το μακρυβράκι και τα σαν-δάλια που φόρεσε το πρωί. Για τις βόλτες με μια απείρου κάλλους περίπτωση συνοδού σαν τη Μπουμπουνηταριδο-συννεφίδου τη Λούλα. Άρχισε να μην πολυασχολείται. Ριγέ μαγιό ; Ριγέ μαγιό. Όχι , σάμπως πριν ήτανε ντυμέ-νη καλύτερα !

Ο Άλσελ , που ήθελε να πιάσει το καπέλο για να δει αν βγάζει κανένα γλυκό για μάσα στα γρήγορα γλίστρησε πάνω στα ίδια του τα περιτυλίγματα επιτέλους , πατώντας τα μάλιστα τελευταίος και καλύτερος. Ε , διότι έτσι έφυγε με φόρα. Πέφτωντας μέσα στην κορνίζα. Αμέσως βγήκε στον αέρα σε τέσσερα μέτρα ύψος. Μετά γύρισε ανάποδα ακριβώς εκεί πάνω. Μένοντας σ’ αυτό το ύψος ταλαντεύ-τηκε πάνω-κάτω για δεκαεφτά φορές , ρεύτηκε για δύο δευτερόλεπτα πολύ δυνατά , ήρθε δέκα τούμπες χωρίς να χαμηλώσει , επιτόπιες και έπλευσε στο ίδιο ύψος όπου βρέθηκε μέχρι την καμινάδα του ζαχαροπλαστείου μιας περιοχής στον ορίζοντα. Ενώ , τόσο ο καπετάνιος ο γεί-τονας , δηλαδή ο ναύαρχος Ζουμ όσο και η Λούλα Μπό-μπινγκς παρατηρούσανε με το κυάλι τους ο καθένας τον ιπτάμενο Αλέκο ταυτόχρονα.

Με μια δαχτυλοεπίκρουση , γλιστρώντας δυνατά τον μέσο πάνω στον αντίχειρά της η νεραϊδοπαραμάνα φάνη-κε να παίρνει τον έλεγχο. Γιατί εκ πρώτης όψεως συμμα-ζεύτηκε η ταράτσα απ’ το χαρτομάνι. Αποδήμησε πετώ-ντας συμπούρμπουλο. Να πεταχτεί σε τίποτε κάδους. Το καπέλο ξαναγύρισε για να αράξει στο κεφάλι της Λου-λούς επιτέλους ! Όμως με αυτό το «τσακ !» των δαχτύ-λων της ο Ντερτ αφού καταδύθηκε , μπαινόβγαινε στην καμινάδα χωρίς σκούπα και την καθάριζε ολομόναχος χωρίς σύνεργα.

Ώσπου ένα νέο «ζβουπ !» απ’ τα δάχτυλα που κάνανε «τσακ !» ξανά , της Λούσι Μπόμπινγκς εννοείται τα δά-χτυλα , έφερε τον Ντερτ σε ύψος τριών μέτρων απ’ την καμινάδα. Μετά το ξόρκι από τα νεραϊδομπελαλήδικα τούτα τα δάχτυλα τον γύρισε στα ίσα όρθιο στον αέρα. Απ’ όπου ξανακατέβαινε διαγράφοντας μια αόρατη δια-δρομή σε σχήμα σκάλας στριφτής. Ήτανε σαν φιδάκι σε σκάλα γυριστή , στριφτή και σιδερένια που παίζει «ανέ-βα-κατέβα !». Αμορτισεροσκαλοπατογαλιά που κουτρου-βαλοσαλτάρει σαν σούστα. Φρένα δε , ντιπ !

Τόσο δύσκολα ισορροπώντας που νόμιζες ότι όλα τα δάχτυλα στην κάθε του ποδάρα ήτανε μόνο δύο. Τα μεγά-λα και ένα ακόμη μόνο διπλανό τους. Η κάθε του πελμα-τάρα έμοιαζε σαν ανθρωπόμορφη πατουσάρα που είχε α-πό δυο δικά της δαχτυλόποδα. Τα οποία δαχτυλοβαδίζανε από δυο-τρεις φορές το καθένα. Όμως κατεβαίνοντας τρία-τρία τα αόρατα σκαλιά με πολύ αργό ρυθμό συνεχώς σε στάση ακριδοδρασκελιάς ολόρθιας και παρατεταμμέ-νης όσο δεν παίρνει άλλο. Με τρεμούλα δαχτυλοβαδίζου-σα όπως περιγράψαμε , στις μύτες των ποδιών και με τα χέρια να ψάχνουνε κανένα κάγκελο για να κρατηθούνε. Για καμιά τριανταριά τέτοια σκαλιά έτσι κατηφόριζε σκα-λοπατοψαχουλεύοντας το κενό ο Μητσάρας ώσπου στά-θηκε επιτέλους με ένα άτζαλο στραβοπάτημα εμπρός στη Λούση Μπόμπινγκς.

- Ε , να κάνουμε και κάτι ! Να μην καθόμαστε σαν χαζοί όλη την ώρα !

Του κάνει η νταντά αρπάζοντάς τον απ’ τους καρπούς για να του δώσει την ευκαιρία να βρει την ισορροπία του. Ο Ντερτ , κοτζάμ Δερβισοψηλολελέκογλου κιόλας βλα-στήμησε μέσα απ’ τα δόντια του εαυτού του. Έτσι που κόντεψε δηλαδή εξαιτίας των ακροβατικών να αφήσει το κουφιοκέφαλό του να πιστέψει πως σ’ όλη τη ζωή του μέ-χρι εκείνη τη στιγμή μόνο αυτό είχε κάνει. Ένιωσε σαν να ήτανε το κεφάλι του το καμιναδοκαπνοφλομωμένο ένα κουδούνι ,  να !

Στην πραγματικότητα , αν σας τύχει μια τέτοια , μ’ αυτό τον τρόπο λειτουργούσε το ξόρκι ανάλογα με τις φο-ρές που χτύπαγε τα δάχτυλά της η νεραϊδονταντά η κρι-τσινομακρουλούλα η Λούλα , δημιουργώντας αυτοσχεδι-ασμούς που δεκαπλασιάζανε του αλλουνού τη γκαντεμιά. Κάτι που οδήγησε αυτομάτως στο στήσιμο της χορογρα-φίας του Τζόλι Όντμπολ. Της Ζουρλοπαντιεράτης Ορθα-ναποδομουτζότουμπας. Χωρίς ο Ντερτ να την έχει προ-σχεδιάσει.

Αφού τού ’φυγε το βούισμα απ’ τα αφτιά , της άρπα-ξε της νεραϊδούλας το καπέλο , τό ’ριξε μπροστά της , έ-δωσε ένα σάλτο , το πάτησε , μετά τό ’σβησε όπως τις γό-πες πρώτα με τό ’να πόδι και μετά με τ’ άλλο. Το πήρε , το δάγκωσε τσιτώνοντας το τραβηχτά με τα δόντια , τού ’ριξε μια γροθιά που βγήκε  απ’ το καπάκι και της το φό-ρεσε. Το καπέλο φώναξε ό,τι έγραφε μέσα και έξω. Πρώ-τα σε ρυθμό αργό , παραμορφωμένο φωνητικώς , ρίχνο-ντας ένα «έικχεντ !» μια φορά και μετά με ταχύτητα έκα-νε λέγοντας «τέικμιοφμιτέικμπατιτσοκέιοφτέικ !».

Ξανασυγκολλήθηκε και αυτοσυμπιέστηκε σε κατά-σταση τσαλαπατημένου , γύρισε κορώνα-γράμματα πέντε φορές , το καρπάζωσε ο Ντερτ , γύρισε περιστρεφόμενο αντίθετα , ίσιωσε και έμεινε μετέωρο λίγο πάνω απ’ το κεφάλι της νταντάς. Εκείνη το άρπαξε με τα δυο χέρια και το ξαναφόρεσε. Το καπέλο έκανε μια τελευταία περιστρο-φή και ηρέμησε. Τότε αιφνιδιάζοντας τους υπόλοιπους , μαζί και μια κεραμιδόγατα που ξέμπλεξε μόλις από καυγά και σφηνώθηκε με το κεφάλι σ’ ένα άδειο χαρτόκουτο η νεραϊδοπαραμάνα είπε «Στικ Σποτ !». Ήρθε η κορνίζα με τσαλίμια «φεύγω-μένω» και την πρόγκηξε η Λουλού οπό-τε χαμήλωσε σαν αγγελούδι στη σκεπή. Πιαστήκανε οι τρεις ετούτοι εναπομείναντες απ’ τα χέρια και βουτήξανε στον πίνακα όπως ο Άλσελ πριν λίγο.

Βγήκανε στον αέρα ψηλά χωρίς να πατάνε στο δάπε-δο και βρεθήκανε εκεί πέρα σε ύψος τεσσάρων μέτρων ο ένας δίπλα στον άλλο , όρθιοι. Χωρίς να πέσει καπέλο με επιτόπια τούμπα σε ’κείνο πάντα το ύψος , γυρίσανε ανά-ποδα. Με τα κεφάλια κάτω και τα πόδια προς τα σύννεφα. Ανακινηθήκανε γρήγορα για δεκαεφτά φορές βρισκόμενοι στον αέρα ακόμη , υψωμένοι τέσσερα μέρα πάνω απ’ το δάπεδο της οροφής των κατοικιών όπου διέμεναν η Καίτη και ο Αλέκος. Ταρακουνηθήκανε σαν να ήτανε μέσα σε α-ναδευτήρι για φραπέ καφέδες που το κράταγε κάποιος γι-γάντιος σερβιτόρος για να ετοιμάσει τα ροφήματα σε τρεις επίσης γιγάντιους διψασμένους πελάτες.

Ρευτήκανε όλοι για δυο δευτερόλεπτα πολύ δυνατά , ήρθανε δέκα τούμπες στο ίδιο σημείο και φύγανε. Για την καμινάδα του ζαχαροπλαστείου στον ορίζοντα για να βρούνε τον Άλσελ. Η ομπρέλα πέρασε στις λαβές της κο-τρωνότσαντας και τελευταίες και καλύτερες ακολουθήσα-νε την κουστωδία με μια τούβλινη , βαριά κατάδυση. Η ζωγραφισμένη κορνίζα με ένα «παφ !» χάθηκε απ’ την ί-σια , επίπεδη , μόνο με δυο φεγγίτες και δυο φουγάρα τζακιών στέγη , απ’ τη μεριά της κατοικίας όπου έμενε ο Άλσελ Φορνόουλες , δηλαδή ο Αλέκος ο Φραγκοδεκατε-βαίνογλου. Η ταράτσα από κάτω φόραγε και σπίτι όχι με διπλά λοξή , τριπλά με το επίπεδο το από πάνω της κατα-σκεύασμα στέγη. Αν δηλαδή κρίνει κάποιος τη λόξα της σκεπής όχι από τις ανηφοροκατηφόρες των κεραμιδιώνε αλλά από το καπελωμένο πλακέ ρετιρέ πού ’χε προστεθεί ολόπλευρα στην από ’κει και κάτω κανονική σκεπή δαύ-τη. Διότι με την εν λόγω οροφή το σπιτάκι ετούτο ήτανε σαν ηπειρώτης κουλουρτζής με τη λουκουμαδόντανα για μαλλιά και την τάβλα τραγιάσκα.

Όσο για τους προορισμούς τούτους ήτανε «για αλλού να πηγαίνουμε και αλλού να βρισκόμαστε». Όλοι τους τα κάνανε όλα στο περίπου. Διότι η κορνίζα άμα ζωγράφιζες μόνο ή ξεχνούσες να γράψεις ακριβώς τα δρομολόγια σε δούλευε σαν νά ’σουνα τουρίστας-ναυαγός για κανένα παλιότερο Ροβινσώνα μισόμουρλο που έπαιζε τον ταξιτζή και ολομόναχος για να διασκεδάζει.

- Να σε πάω να δεις τα αξιοθέατα και άμα θυμηθείς που πάμε μου λες. Θες απ’ την απάνω ρούγα , για απ’ την από κάτω ;

Ο ναύαρχος Ζουμ που κοιτούσε όλα τα γεγονότα με το κυάλι , ρεύτηκε δυνατά για δυο δευτερόλεπτα. Μετά έστρεψε το βλέμμα πλάι του ρίχνοντας μια ματιά για την αναμενόμενη συνέχεια. Ο ύπαρχος που στεκότανε κοιτά-ζοντας παρομοίως με το δικό του το μονόκυαλο τον αντί-κρυσε χωρίς να βγάλει το τηλεσκόπιο απ’ το μάτι του. Ο-πότε και ρεύτηκε επίσης για δύο δευτερόλεπτα , πνιχτά όμως για να μην ενοχλεί το χνώτο. Αμέσως μετά ο ανεμο-δείκτης αφού στριφογύρισε δεξιά-αριστερά αλλάζοντας φορά έπειτα από λίγες βόλτες προς την κάθε κατεύθυνση ξανάρθε στα ίσα του , σημαδεύοντας βορειοανατολικά.

Ο Ζουμ έχωσε σαν νά ’γλειφε σάλτσα το δάχτυλο στο στόμα και τό ’βγαλε σβέλτα υψώνοντας τον δοκιμα-σμένο δείκτη του χεριού του στον αέρα. Η ανεμοδούρα στη στέγη του , παλαβή όσο και δαύτος στροβιλήστηκε σαν σβούρα. Πράγμα που σήμαινε ότι και τα κουκιά να ρίχνανε ο Ζουμ ο ναύαρχος με τον ύπαρχό του που είχανε μονίμως για το παραμικρό περιστατικό στα πέριξ το νου τους , πάλι δε θα βγάζανε άκρη για το που θα κατέληγε το νεραϊδοπλήρωμα το επιπόλαιο.

Όμως οι υπόλοιποι μη σκοτιζόσαστε. Τα επόμενα τα κεφάλαια οι ιστορίες γι’ αυτό τα έχουνε. Άμα σας έρθει ποτέ ξανά η όρεξη τα παρακάτω θα τα μάθετε και αυτά χωρίς τηλεφακό. Αφού είναι τέτοιες οι νεραϊδόγκαφες α-κόμη που μπορεί να βγάλουνε κάνα μάτι. Αλλιώς για ’κεί-νους με την πετιμεζάτη σκέψη που κάτι τέτοια τα υπολο-γίσανε μόνο σαν κάτι μικρο-αναποδιές άνευ ίχνους ανη-συχίας μακάρι κιόλας νά ’χα περιλάβει μεριμνώντας και τηλέφωνα ανάγκης για τον πλέον ξουράφα οφθαλμίατρο της περιοχής τους…Επομένως όσοι έχετε θολώσει απορ-ροφημένοι , για τα παρακάτω ε , καλά κρασά. Χωρίς τη-λεφακό στο τσακ τη γλιτώνετε. Μια και δεν είναι για κα-κό ας βρίσκονται κοντά τα γυαλιά σας. Ίσως νιώσετε πιο ακατάβλητοι όσοι έχετε… Προπάντων η σιγουριά από πάσης πλευράς. Διότι όσα θα διαβάζετε στη συνέχεια της ιστορίας θα τα βλέπετε γραμμένα όντως. Αμ , γιατί τα λέω και ’γω τόση ώρα αυτά…

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH