Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 23

23. Η Μπούλα , Ο Μπούλης ,

Ο Νεραϊδομπελάς

Και Τα Κανονομπαλοπετάγματα

Ξεκινώντας , ας ξαναπάμε λιγάκι πιο πίσω. Από ’κει όπου θά ’ριχνε ο ναύαρχος το «έτοιμοι ;». Ακριβώς πριν απ’ το «εγκαταλείψατε τις θέσεις σας». Τις οποίες ήτανε έτοιμοι όντως να αφήσουνε γρήγορα. Όσο πιο γρήγορα γίνεται. Οι καλεσμένοι του οι ακάλεστοι πάντα. Όταν η νεραϊδοπαρέμβαση τους άφησε σε περίεργες πόζες απελ-πισίας και τρόμου λόγω κακού τυροσυναπαντήματος. Το οποίο καθ’ όσον τό ’χανε γρουσούζικο αρωματικώς φρο-ντίζανε για να φύγουνε αμέσως. Μα για τη συνέχεια να τι άλλο έγινε με το ξόρκι.

Ο Άλσελ και η Γκέτεμ τότε παγώσανε. Ε , λόγω «στικ σποτ !» και κάτι λίγων νεραϊδομουντζωμάτων και δαχτυλομπινελικιών που πέσανε σε νεραϊδοαργκό. Λες και τα κοκκάλωσε μουσικό κουτί ξεδοντιάρας που θέλει να τα φάει ψητά αλλά δεν έχει κάνει πρόβα για να δει αν μπορεί να φάει ούτε πουρέ. Οπότε τα κάνει να μοιάζουνε σαν τα κατεψυγμένα. Μια και δεν έχει ούτε ψυγείο. Γι’ αυτό τους ρίχνει για μια στιγμή δυο τύφλες να δει πως τρώγονται στον καρακαξονυχτεριδοδηγό μαγισσομαγειρι-κής και τα ξαναξεπαγώνει.

Ο Ντερτ πρόλαβε και έγινε ένας γρήγορος καπνοδο-χοξεβουλωτής που θυμήθηκε ότι έχει μια δουλειά στην Ιρλανδία να πεταχτεί για δυο λεπτά. Όμως έμεινε σε στιγ-μιότυπο μεταβολής επιτόπιας και σταματημένης στα μι-σά , πέτρα ντούρος και άφωνος. Τα άφησε τα λεπρικονο-ξωτικά τα μανιταρομποϊλίδικα με μπουρί βουλωμένο ,   Ο’ Χάλια.

Από την άλλη μεριά ξύπνησε και ο Ρεντ. Παθαίνο-ντας την αντίθετη ζημιά από τους υπόλοιπους. Απ’ το νε-ραϊδοξόρκι και αυτός. Ξαφνικά , μετά από μια νωρίτερη εμπλοκή μαγική συνήλθε βλέποντας τους άλλους σκόρ-πιους δεξιά-αριστερά να αγαλματομαρσάρουνε.

«Τι κατάμπρα σαν συνεργείο με ανταλλακτικά από σακαράκες είναι πια και αυτή η ρημάδα ! Να δεις που στο τέλος θα τους χρεώσει η νεραϊδονταντά για αυτά εδώ τα χάλια».

Αναρωτήθηκε λοιπόν και ο Ρεντ για κάμποση ώρα και μάταια για ό,τι του συνέβει διότι άκρη δε μπόρεσε να βγάλει. Μέχρι που είδε τελικά τη Λουλού Μπόμπινγκς στο τραπέζι αριστερά απ’ τον ξεκαρδισμένο γερο-Ζουμ. Ο οποίος καθότανε στην κεφαλή του τραπεζιού και έσπαγε κέφι κοιτώντας το γενικό σαλτάρισμα και πάγωμα των άλλων πάνω απ’ τα καθίσματά τους έπειτα απ’ την τυρο-φρίκη που τους είχε φυλαγμένη για έκπληξη.

Ο Ρεντ όπως έριχνε ματιές γρήγορες τριγύρω μέσα σε απορία απέραντη έπεσε τότε και σ’ ένα στιγμιότυπο που ήτανε το άκρον άωτον της αταραξίας. Έτσι , του φά-νηκε τόσο μυστήριο που χάζεψε όπως έβλεπε τη νεράιδα νά ’χει μείνει ήρεμη βάζοντας στη φάτσα της λιγάκι πού-δρα. Η Λουλού Μπόμπινγκς καθότανε ολόισια στο σκα-μνί. Σαν να είχε καταπιεί την παλτοκρεμάστρα την αλφα-δοκόνταρη που είχε η Χαμ-Μπαγκ στην κοιλάρα της όπο-τε η νεραϊδονταντά έβγαζε τη γιακαδουροπαλταδούρα που φόραγε για να την κρεμάσει.

Πάντως ο Ρεντ μόλις βαρέθηκε , έκλεισε το στόμα του που έχασκε αφού πρώτα φρόντισε να βρει το άδειο του ποτήρι. Δίπλα του ριγμένο από πριν. Τούτο φαινότανε να είναι η καλύτερη ιδέα που μπορούσε να κατεβάσει η κούτρα του η αγουροξαναξυπνημένη. Έτσι για να κατα-φέρει τη νεράιδα να τον ανεφοδιάσει με το ρούμι το έξ-τρα σπέσιαλ δυνατό και ήδη γεμάτο με πάγο και μούτζα διπλά και χωρίς μεζούρα , δαχτυλοχτύπησε ο Ρεντ το ά-δειο του ποτήρι.

Το οποίο τώρα το κράταγε και τό ’δειχνε για ξαναγέ-μισμα με τον αντίχειρα του άλλου του σφυρόχερου. Κο-ντά στο κανόνι του Ζουμ καθότανε , στο δάπεδο με τα πό-δια τεντωμένα και την πλάτη στο μπαούλο ο Ρεντ. Από ’κει τράβηξε και την προσοχή της νεραϊδονταντάς με τον δικό του ποτηροθόρυβο. Η Λουλού Μπόμπινγκς όντως μένοντας πολύ ψύχραιμη του έγνεψε με όρθια κλειστή παλάμη «για στα...» και ετοιμάστηκε να του παραδώσει ανά χείρας με γιούπι-εξπρές αερομεταφορά το μεγάλο ε-κείνο κύπελο που δεν είχε προλάβει ο Ρεντ να πιεί. Το ει-δικά για δαύτονε παραμανονεραϊδομαγεμένο. Εκείνο το καρακαταγιγαντοσαλατοβραβειοκύπελο. Ανάσα να πάρω μια στιγμή. Όλος ο νεραϊδόκοσμος σαν να καθαρίζεις πα-σατε-μπάκια κατάντησε εδώ πέρα. Α , ναι ! Που να μη... Χαμ-Μπαγκ !

¾ Μπααα !

Μπα ! Το λέει και ο Κάρολος. Άσε διότι κάτι έχει πει για κάτι τέτοιους ασήμαντους εκνευρισμούς και ένας εκ του ανωνύμου πλήθους για τον κόσμο όλο και για ένα βούισμα από μύγα μονάχη.

Όμως ! Όμως ; Όμωωως , πάνω που θα τά ’πινε ως τα μπούνια ο Ρεντ ο ρούμιας γουστάροντας ρέγγα , ρού- μι , κόλα σαν το τραγούδι ε , πήρε μυρωδιά από άλλο πιά-το ανάμεσα απ’ το μενού το α λα καρτ. Ταβέρνα «Η Τρύ-πια Καβελοτυρόμποχα». Να νιώθεις σαν ξύλινο ποδάρι τη μισή σου τη γλώσσα απ’ τη γεύση του τυριού του γερο-Ζουμ και να κατεβάζεις το μαύρο το ματομπάλωμα στη μύτη αμέσως.

Ξέχασε ο Ρεντ με όλη την τυροσαρδελοταγγίλα , ό-πως τού ’ρθε άγαρμπα , τι έγινε γενικώς. Μόνο που έκανε απότομα ακολουθώντας το νέφος ρουθουνοπηγαίνοντας ,

¾ Άααα...πού τά ’χαμε αυτά αλήθεια ;

Χωρίς δισταγμό κολάτσισε το κάθε τυρί επιτόπου. Για πότε τα άδειασε ο ύπαρχος ένα-ένα τα σεντούκια , στο μέγεθος τεσσάρων χοντρών τούβλων το καθένα , που υπήρχανε στο τραπέζι μπροστά απ’ τους ακινητοποιημέ-νους τυρόπληκτους ούτε και αυτός το κατάλαβε. Η δε νταντά σερβίριζε αεροκινώντας εκείνο το κύπελο ενώ έ-μενε καθιστή. Το βραβείο αγώνων φόρμουλα ένα με ρου-μοφράουλα τίγκα. Το οποίο έβγαλε πιο πριν η τσαντοκα-ντινάρα φτιαγμένο ειδικά για τον Ρεντ. Το καταείπαμε και αυτό.

Η νεράιδα του το πασάρησε με τηλεκουμάντο , τού-τος το πήρε με τα δυο χέρια με νεύμα το «ευχαριστώ» , ή-πιε , ήπιε , ήπιε , ήπιε , ήπιε , ήπιε , ήπιε , ήπιε , ήπιε , ή-πιε και στο ξεδίψασμα πάνω έπεσε και το «στικ σποτ !» οπότε νάτο και το νεραϊδοξόρκι που έχει πιαστεί το χέρι μου να γράφω και όλο τέτοιες λέξεις. Οι οποίες τί μου φέρνουνε στο μυαλό πού ’χω το ελαφροπετρέ το αχτύπη-το ντουβαροχαλκοσαγανοτρόπως μέχρι τώρα ; Να , το στιλ των λέξεων στη γερμανική γλώσσα. Εξ ακοής δηλα-δή , όχι και πως σκαμπάζω καθόλου. Τούβλο.

Α , ρε όμως τα αδέλφια οι Γκριμ νά ’ναι καλά με τα παραμύθια που συγκεντρώσανε για τις καληνύχτες των μπομπιρώνε. Ξέροντάς τα βεβαίως απ’ έξω των αδελφών Γκριμ όλοι οι γονείς τα παραμύθια , παραχαλαρώνουνε και δεν μπορεί και ο κάθε μπόμπιρας να τους πάει σηκω-τούς ως τα δικά τους τα στρωσίδια που είναι ίσαμε έξι μπομπιροκρέβατα. Όμως μακάρι να βγει και δαύτο ένα τέτοιο κοιμηστερό και χασμουρηχτικό παραμύθι. Καζα-μίας για τα μελλούμενα καμιάς εποχής μεθαυριανής μη μου βγει.

Έτσι λοιπόν , με το νεραϊδοξόρκενμπλιξ για να μην ξεχαστούμε με τα ιδιοκατασκευασμένα τα μακρυνάρια τα λεκτικά που μου θυμίζουνε αναπόφευκτα τα γερμανικά χωρίς άλλο λόγο. Έμεινε ξερός ο Ρεντ πάλι σε νέα δόση να χαιρετάει με ανε-κπλήρωτη χειραψία «θένκς !» τη νε-ραϊοδονταντά. Όπως είχε ξεραθεί πλέον , με τό ’να του χέρι έδειχνε και τον ουρανό σαν ρομπότ βραχυκυκλωμέ-νο. Ταβλιασμένος ανάσκελα σε επανάληψη φραουλογρα-νιτορουμένιου ξεδιψάσματος πολύ βιαστικού.

Το ξόρκι ετούτο το σαλταπήδικο φρόντισε βέβαια ώ-στε αμέσως μόλις ξανασωριάστηκε ο ύπαρχος του Ζουμ να ξυπνήσουνε τα υπόλοιπα μέλη της ταρατσοσυμμορίας. Ο Ντερτ έτρεξε για την ιρλανδέζικη την καπνοδοχομπίζ-να. Μα φυσικά χάρη στο «στικ σποτ !» το χλιαρό , το μι-σοεγγλέζικο που μάλλον σήμαινε κατά το ελληνικότερο «στοιχειωμένη σπόντα». Εξαιτίας ετούτης και ο Ντερτ ξα-μολύθηκε στο πι και φι όπως οι άλλοι όλοι. Μέχρι που δαχτυλοσφύριξε η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφί-δου. Τότε , πάνω στην τρεχάλα του ο Ντερτ ντεραπάρησε φρενάροντας.

¾ Μια γράνιτα γρήγορα !!! Δεν αντέχουμε !!!

Μπήκανε πάλι σε δράση ο Άλσελ και η Γκέτεμ. Ποιος ξέρει πως , βρήκανε από μία στο χέρι τους. Ο Ντερτ έμεινε με τη μυρωδιά αλλά έβγαλε και ’κείνος στο παρά τρίχα προτού ξεραθεί απ’ τη γιδοκολώνια τη στερε-οποιημένη σαν τυρί που αν τόλμαγες το μάσαγες και κα-τέβαζες μερίδα για να χορτάσεις , έβγαλε λέω σαν πιστο-λέρο ο Ντερτ ένα μπουκαλάκι με άρωμα και πήρε από δαύτο μια πολύ βαθιά εισπνοή. Παλιό , σωτήριο δώρο για λιποθυμίες και λοιπά διανοητικά μπλοκαρίσματα από τη Λούλα Μπόμπινγκς. Μετά ο Ντερτ φρεσκαρισμένος   είπε ,

¾ Λοιπόν ο Ζουμ ο Μούργας παρά λίγο να μας στείλει ! Ιπτάμενους , όρθιους , καθιστούς , νηστικούς , φαγωμέ-νους , αφάγωτους και καθόλου χορτάτους ! Αν το κάνει τόσο κέφι , Λουλού Μπόμπινγκς , μήπως θά ’χες την κα-λοσύνη να πεις στην κορνίζα την Τρέχα Γύρευε , τη Γκόου Φίγκερ να σταθεί μπρος στο κανόνι για να πάμε α-πό ’κει που ήρθαμε ; Ένας-ένας , σαν οβίδες...

Η Λουλού Μπόμπινγκς περίμενε και γι’ αυτό. Οπότε φρόντισε κατευθείαν για το αυτόματο ξέβγαλμα απ’ το τυρόλουτρο το ανυπόφορο. Των απροσκάλεστων που πλακώσανε στου γερο-Ζουμ , εννοείται , το μέρος συμπε-ριλαμβανομένης και της νεραϊδούλας της γαργαντουο-φουρκέτας της κροκαδόπαλτης. Στέλνοντας μπρος στην κάννη του κανονιού το καδρολαγούμι. Ώστε να τον ξεχά-σουνε και για να τους ξεχάσει και ο Ζουμ όσο γινότανε γρηγορότερα. Βάζοντάς τους για την επιστροφή όχι μέσα σε ταξί αλλά μέσα στο χοντροκάνονο. Του πειρατομπα-ρουτοπρογόνου του ή δικό του , αγορασμένο από γιου-σουρούμ. Αδιάφορο γενικώς στην περιοχή. Πάντως για τα «πιασίματα» της μέσης και τα μουδιάσματα ένα γιατρικό άλλο πράγμα.

¾ Κα-τα-πλη-κτι-κή ιδέα ! Ντερτ ! Πάνω που θα σας έ-λεγα το ίδιο με προλάβατε ! Να σε φιλήσω ! Άντε ! Να ξεκουμπίζεστε επιτέλους ! Δεν περίμενα τέτοια αντίλη- ψη ! Μα έπεσα έξω. Αφού καθαρίζεις τελευταία και καμι-νάδες με ακροβατικά. Αξιοζήλευτα ακόμη και από καλλι-τέχνες του τσίρκου.

Ήτανε η απάντηση του Ζουμ στου Μητσάρα την ιδέα για την στιγμή του αποχαιρετισμού και την πολυαναμενό-μενη την αποχώρηση επιτέλους από τούτο το μπουρλοτο-στάσιο με τη βολιδοτσουκάλα.

¾ Έι !!

Πέταξε μια φωνή όλο παράπονο και ο Μπίλιας που του κλέβανε το μεροκάματο. Μπορεί και τη δόξα.

¾ Μπρος ! Ένας-ένας ! Άντε , να μου αδειάζετε τη γωνιά γιατί στενοχωριέμαι όταν σας βλέπω. Γκέτεμ ; Έτοιμη ; Ρώτησε ο ναύαρχος την πιο βιαστική. Η οποία ήτανε πα-νέτοιμη να πάρει φόρα και χωρίς κανόνι για να πιάσει τα-ράτσα απέναντι στο σπιτάκι της. Φυσικά , έγνεψε ογδό-ντα φορές «ναι» και η μικρή τούτη που τρύπωσε πρώτη.

Μ’ ένα «Μπουουούμ !!!» την έκανε η καδροσήραγγα αμέσως να γίνει μακρινή ανάμνηση για τον Ζουμ , η τόση δα η γειτόνισσά του. Αν την είχε συγγενή μήπως δε θα τον ονειρευότανε οβίδα παρομοίως ; Το συντομότερο. Εννοεί-ται. Φυσικά μετά από το άδοξο από μια Γκέτεμ το κατα-φουρνέλιασμά του έτσι και ο ναύαρχος ήτανε κανονικός της θείος - όπως θα τον είχε αφήσει να σιτέψει για να γί-νει βλήμα με σημάδι κατευθείαν στον αγύριστο , το σπίτι με το κανόνι άσε που θα ήτανε όλο δικό της. Μικρά μπο-ρεί νά ’τανε αλλά καλύτερα να μένανε σπίτι τους.

Η Γκέτεμ βγήκε πάντως απ’ τη μπούκα και βούτηξε ακριβώς μέσα στην κορνίζα με τη βολή τούτη την πρώτη. Για να μπει δεύτερος αμέσως κασκαντέρ χωρίς κάσκα και με τ’ άντερο που γουργούριζε λόγω φρέσκιας πείνας ξα-ναβρίσκοντας τη φόρμα του την παλιά τη βαρυκόκκαλη ο φίλος της μικρής Μπακς ο επίσης τόσος δα. Σαλτάροντας στο κανόνι μέσα.

¾ Άλσελ , έφυγες !!!

«Μπουουουουουμ !!!»

Ακούστηκε σαματατζήδικο το κανόνι και πάλι όπως και ο Ζουμ την ίδια στιγμή με τη μπαρουτοκουδουνίστρα του δαύτη. Με το χέρι του ακόμη να δείχνει προς τα ’κει που σουταρίστηκε ο μικρός. Το άλλο το κανόνι της γειτο-νιάς το αμολυμένο.

¾ Ο επόμενος !!!

Έκανε ο Ζουμ ο επιλεγόμενος ναύαρχος καθώς ο Άλ-σελ χάθηκε χαιρετώντας τους όλους σαν στιγμιότυπο στα φλας προς το βάθος του κάδρου.

¾ Ντερτ ;

Απευθύνθηκε η νταντά στον παλιόφιλο.

¾ Τί ’ναι ; Οι κυρίες δεν προηγούνται ;

Προσποιήθηκε τον ιππότη με το θέμα της αναχώρη-σης της πειρατοκάνονης ο Ντερτ στην παλιόφιλη. Η ντα-ντά έγνεψε «όχι» μισοχαμογελώντας.

¾ Λιγάκι ;

Την τσίγκλησε ο Ντερτ. Η Λουλού Μπόμπινγκς αντέ-δρασε κάπως απρόθυμα ανασηκώνοντας τα φρύδια. Του έγνεψε ξανά «όχι».

¾ Να μπω. Καλά. Τι να κάνω. Ζουμ ! Ρίξε μια άκαρδη κανονιά στο φίλο σου πού ’κανε και πειρατής στο καράβι σου ! Γριά αλεπού ! Πόσα ονόματα έχεις που να σε πάρει ανεμοθύελλα και να σε σηκώσει με το μυδραλιοβόλο σ...

Παραπονιότανε ενώ μπουκάριζε και έφευγε με τη μουρμούρα κομμένη απ’ τη βολή ο Ντερτ.

«Μπουουουουουμμμ !!!»

Χάθηκε και ο επονομαζόμενος και «ζωγράφος» μόνο για ποικιλία στις προσφωνήσεις γρήγορα μέσα στην ίδια του την , αδύνατο να χαρακτηριστεί αλλά άσε πόσα λάθη έχουνε γίνει ως εδώ οπότε μια που χάλασε εκεί μέσα ο κόσμος ε , ας την πούμε , ζωγραφιά – την λειψοσχεδια-σμένη κατά τα άλλα τσαπατσουλιά. Την οποία είχε στο νου του να χρησιμοποιήσει από πριν σαν φαρσοκοντυλιά που ήθελε πολύ μα ατύχησε νά ’ναι για τον νεραϊδοσυρ-φετό ένα ξεπροβόδισμα καλά προσχεδιασμένο. Μου φαί-νεται δηλαδή. Μάλλον θα πρόλαβε και θα προσχεδίασε. Για νά ’ναι σίγουρος πού θα καταλήξει. Λέω. Διότι κανέ-νας δεν είδε αν έγραψε , τι έγραψε. Όποιος ξέρει να βοη-θήσει μετά.

¾ Γεια σου , Ντερτ !!! Θα τον χαλάσει η στεριά τελείως !

Είπε τώρα ο ναύαρχος απευθυνόμενος σε νταντά , Μπίλια , νεραϊδοπάπουτσα , ομπρέλα και τσάντα. Εκείνα ψιλοκουνηθήκανε αμφιβάλλοντας για την τύχη που τα πε-ρίμενε μόνο και τίποτ’ άλλο.

¾ Λουλού Μπόμπινγκς τελείωνε , θα αργήσω για την κα-νονιά των δώδεκα. Άλλη φορά να ειδοποιείτε τους γέρους να φρεσκάρονται !

Της έκλεισε το μάτι του για το αστείο ο ναύαρχος και με τη σειρά της η νεράιδα είπε να του απαντήσει πρώτα σιωπηλά κάνοντας από τακτ που πρόλαβε να το θυμηθεί ως αρμόζοντα κώδικα συμπεριφοράς , κάτι σεμνά νεύμα-τα αποχαιρετισμού. Έτσι η Λουλού στα λόγια τούτα του Ζουμ , αμέσως έτριψε με τον δείκτη του δεξιού της χε-ριού στο σημείο που κανονικά βγαίνει μουστάκι για να δει αν χορτάριασε όσο και για να ρίξει ένα υπονοούμενο για τα «ευχάριστα» αρώματα της υποδοχής. Της αχολό-σκαστης όσο και παρά λίγο κεφαλοθρύψαλλης και οβιδο-καταμέτωπης αλλά και αξεστονοικοκύρικης στη συνέχεια όσο και κασερόμουχλης βαρυσυννεφιάς της πειρατοφού-μαρης και ταρατσοπαρλιακότατης. Καθότι υπήρχε ακόμη έντονη οσμή των τυριών εκείνων σαν ένα μυστικό όπλο που έδιωχνε όσο τίποτ’ άλλο τους ανεπιθύμητους.

Η νεραϊδούλα η τερμιτολοφόψηλη με το δάχτυλο ο-ριζόντια κάτω απ’ τη μύτη της έριξε στο Ζουμ μια σοβα-ρή ματιά χωρίς καμιά γκριμάτσα. Έπειτα έβαλε τα χέρια της στη μέση , ρούφηξε τη μύτη της κοφτά στραβώνοντάς τη με μια εισπνοή λίαν άτζαλη , ρουθούνησε και έναν α-ναστεναγμό με τη μύτη χαλαρωμένη και γλίστρησε σαν να τό ’χε άθλημα στο χοντροκάνονο μέσα. Χοροπήδησε , ήρθε αστραπιαία σε μια οριζόντια θέση με τις καγκουρο-πατουσάρες της μπροστά από την κάννη και το ίδιο α-στραπιαία μπουκάρησε να χωρέσει το μπόι της καλά στο ατσαλινομπούμπουκο το εκρηκτικό που δεν έλαχε και αυ-τό νά ’χει ανθήσει πιο νωρίς και νά ’χει αχρηστευθεί από τα παιχνίδια του ναυαρχούλη του μουρλούλη τα ρολογο-βομβισμένα.

Από μέσα υπόκωφα ο Ζουμ την άκουσε για λίγο να του λέει ,

¾ Με το μαλακό γερο-Μούργα , Ζουμ , Σαμ , Σαλαμ...

Πάνω που θά ’λεγε όμως Σαλαμούρα αντί Σαλαμίνα και Κούλουρη που πήγε μαζί με την ψυχή της η Λουλού συμπούρμπουλη , χάθηκε κατά μπρος. Από την κανονιά που ακούστηκε ξανά , ορμώντας στην κορνίζα η νεράιδα που με τα δυο της τα μακρουλόχερα βαστούσε την καπε-λάρα της.

«ΜΜΜΜΠΟΟΟυουουμμμ !!!»

¾ Α !...και ξέχασες να μου ξανακουρδίσεις τον ύπαρχό μου , ακούς Μπόμπινγκς ;

Φώναξε δήθεν δυσαρεστημένος απ’ όλα αυτά μαζί με τον κανονιοβολισμό λέγοντάς τα ο Ζουμ σαν άλλος ένας τέτοιος θόρυβος και χειρότερος.

Στο μεταξύ πήγανε και σαλτάρανε η τσαντάρα της νεραϊδοπαραμάνας με τα σέα της και η ομπρελάρα. Η τσαντοβοϊδάμαξα σαν το ταίρι το μπρατσωμένο της ο-μπρέλας πήγε όλο μούσκουλο αφράτο στην όψη και μπά-ζα στο περιεχόμενο που κάνανε ολοφάνερο ότι είχε βάρος τόνων ανυπολόγιστων και στάθηκε στην κονταροπανομα-στίχα τη μασημένη δίπλα. Θυμίζοντας ένα γνωστό ντου-έτο χοντρόλιγνο το οποίο ταυτόχρονα με το θέμα το πολύ παλιό το μουσικό έκανε «φουπ !» και χάθηκε. Σαλτάρο-ντας ίσα πάνω μονάχα , μπροστά απ’ την κάννη. Ανάμεσα πάντως στο κανόνι και την κορνίζα.

Η οποία κορνίζα τους έκανε σάντουιτς με το στόμιο του κανονιού όταν έγινε από ομπρέλα και τσάντα το εν λόγω σάλτο. Όπως θά ’τριβε στη μούρη του αρχιμάγειρα ο πελάτης την πιατέλα με το μάπα το γεύμα το οποίο νό-μιζε για νόστιμο και το περίμενε αφήνοντας και γένια που βγαίνουνε μετά από τρεις μέρες. Αμέσως , έτσι όπως τα πιατελομούτζωσε τρακάροντάς τα πάνω στο χείλος του πισινοκλωτσοκάνονου του γερο-Ζουμ χάθηκε και η κορ-νίζα η φαγάνα μαζί τους παρομοίως. Αφήνοντας όλη ε-τούτη η τελευταία η κολαουζοχλεμπάγια η νεράιδινη και βοηθητική στο τέλος μια νεφέλη αχνή σαν πουδράρισμα αστραφτερό. Ώσπου γρήγορα η συννεφόσκονη διαλύθηκε και τούτη και μπροστά από την οβιδοσακκούλα την χαλύ-βδινη και ξεκαπνισμένη απ’ το μπαρούτι πλέον δε φαινό-τανε το παραμικρό.

¾ ...Μπόμπινγκς !...Που ν’ ακούσεις εσύ ! Παίρνεις χα-μπάρι ;

Σχολίασε φωνάζοντας τζάμπα στο τίποτα ήδη ο καπε-τάνιος. Οπότε , ξεχνώντας τα πάραυτα όλα , νιώθοντας και πάλι ξαφνικά ασκότιστος τελείως ο Ζουμ έβγαλε απ’ την εσωτερική τσέπη του σακακιού του την πίπα του. Χωρίς να θυμάται την επόμενη στιγμή ούτε και το τελευ-ταίο του εκείνο σχόλιο , ρούφηξε εντελώς ασυγκίνητος λίγο αέρα απ’ το στόμιο όπως την άναβε. Την ίδια στιγμή έγνεψε λέγοντας στον Μπίλια τον Αστραποσπιθοστέκα την οβίδα ,

¾ Για σάλτα Μπίλια κατά μέσα ! Την ώρα μη χάνουμε ! Ας χτυπήσουμε δώδεκα ακριβώς να μην αργούμε ! Να α-ράξω μ’ ένα ωραίο , ζεστό τσαγάκι να βρω ησυχία ! Έμπα να ξεμπουκώσουμε τα τύμπανα του Ρεντ !

¾ Έγινε ! Μόνο , βάλε μπόλικο μπαρούτι νά ’ναι μακρι-νή η βολή γιατί και ο Μαυρογρέζης από την άλλη την τα-ράτσα στο νησί μετά τον ορίζοντα περιμένει να του πω τα χαμπάρια τα δικά σου.

Είπε η οβίδα στον Ζουμ κλείνοντας τό ’να μάτι. Αμέ-σως , συνέχισε.

Συνήθως ρίχνεις μία , τρέχω ένα γύρο τον κόσμο καί ’ρχομαι ! Τι σού ’ναι οι νεράιδες με τις τσάντες. Ό,τι θέ-λουνε βγάζουνε από ’κει μέσα.

Μονολόγησε και αυτοκοιτάχτηκε το βλήμα του Ζουμ προς τα κάτω με απορία για το τρομερά δυναμικό παρου-σιαστικό του.

¾ Μπίλια πολλά λες ! Έτοιμος ; Χαιρετισμούς στο γερο-Γρέζη !

Απάντησε ο Ζουμ κλείνοντας και ’κείνος το μάτι του το αμπάλωτο στο βλήμα του κανονιού του για να μπει στο πυροβόλο. Το οποίο μπορεί και νά ’τανε δώρο της Μπόμπινγκς απ’ το γιουσουρούμ. Αγορασμένο απ’ το μα-γαζί του Τέλη του Ντούκουρα τελικώς. Άμα θα μάθουμε ποτέ...Όχι πως πειράζει αν δε μάθουμε. Μου ’χει γίνει το κεφάλι καζάνι να αναρωτιέμαι για τέτοια. Ωπ !!! Η βο-λή !!! Παρά λίγο !!!

«ΜΠΟυΟυμμμ !!!»

Προλάβαμε. Πάλι καλά. Οπότε μετά και απ’ αυτή την τελευταία στη σειρά βολή χάθηκε σβέλτα και ο Μπίλιας ο Αστραποσπιθοστέκας. Αλλιώς ονόματι Μπολ Λαστπόκετ. Για να σημάνει με ακρίβεια γεροντοπαλληκαρομισότρελ-λη την ώρα των δώδεκα τη μεσημεριανή. Μεσ’ την ησυ-χία και τη γαλήνη ακριβώς. Σαν την τελευταία μπίλια που μπαίνει στην τσέπη ενός βαβουριάρικου , όλο στράκες α-πό μπίλιες τραπεζιού του μπιλιάρδου όπως λέει και το εγ-γλέζικο τ’ όνομά του.

Βρε τον άτιμο τον τόσο δα τον κύριο Μπολ Λαστπό-κετ ! Πήγε σαν σίφουνας κατά μπρος όπως ξεμπουκάρησε τελευταίος μέσα απ’ το κανόνι πού ’χε ο Ζουμ για παντο-ξεκουμπίσματα. Η μέρα τελείωνε μ’ αυτό τον τρόπο από ’κει για νά ’ρθει στην ώρα του μ’ ένα «νταν !» ή μάλλον μ’ ένα «Μπουουουουούμ !!!» εξωφρενικό και χιλιοβλα-στημισμένο περιφερειακώς να σκάσει εκκωφαντικό το μεσημέρι. Όποιους είχανε να μαζεύουνε στην περιοχή με-τά την ώρα εκείνη για την ανάπαυση την αιώνια πια τους βρίσκανε με τα ρολόγια τσέπης στο χέρι.

Τυπική περίπτωση γενικής διασάλευσης αξεπέρα-στης. Χαρακτηριστικότατη σε όλη την – ανεξαιρέτως και αποκλειστικώς εκ ναυαρχοσυστήματος – αγχώδη βιοποι-κιλότητα μιας εκτάσεως ίσαμε είκοσι οικοδομικά τετρά-γωνα μακριά για να ξέρουνε άπαντες οι ζωντανοί οργα-νισμοί οι εντός βεληνεκούς απ’ τα τραντάγματα των φουρνελοβιδιώνε τι ώρα είναι εδαφικώς και υπεδαφικώς στο περιβάλλον ετούτου του ναυάρχου του κατάμουρλου. Ο οποίος ανέκαθεν διέμενε – και με τόσο πυρομαχικό δη-λαδή δεν θα σκόπευε και αλλιώτικα ποτέ και επ’ ουδενεί λόγω – στην κατοικία την ασταποβροντούσα ανά ώρα επί των οδών Νεροκολοκυθομάχης και Κοτοπουλομαδήμα-τος.

Ένα υπόδειγμα οικοδεσπότη που μάλιστα ταχτάριζε τα παιδιά με τραταμέντο κάτι παλιές τυρόφολες και έπει-τα τα ξεπροβόδιζε σαν νά ’τανε οβιδομαϊμούδια. Διότι πράγματι , τα εκτόξευε με κανόνι για να επιστρέψουνε αυτομάτως το καθένα με τη σειρά του σε όποια ζουγκλο-φωλιά λονδρέζικη εκείνο έμενε λες και έπρεπε να πάρου-νε ύψος για να πέσουνε διάνα στον κοκοφοίνικα αντί να τον σκαρφαλώνουνε. Μπάχαλο τα πέριξ με τον ωριαίο σάλαγο , ρολογομπουρλοτιάζοντας πρωινά , μεσημέρια , απογεύματα και βράδια κατ’ επανάληψη.

Όσο για μένα «μπαμ !» να κάνω για να χαθώ άμα δε φάω δυναμίτη αναμμένο δε γίνεται. Δίπλα θά ’μαι. Να , στο κεφάλαιο το παρακάτω.

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH