Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 21

21. Φτου Παραμυθοπειρατο...

...ψαριλοτυριλότρυπα !

- Κανονικά οι ιστορίες του κάπτεν Μούργα είναι σαν πι-στολίδι στην Άγρια Δύση. Μύρισες , τέζα και τέλος ! Με-τά δεν ξέρει μύτη ζωντανή τα υπόλοιπα. Τα λάφυρα με το χάρτη είναι ακόμη σε καραντίνα. Μέχρι να βρεθεί εμβό-λιο για να σκάψεις να τα χαρείς με το σεντούκι ανοιχτό ! Να θυμάστε τη γεύση που έχει η γρανίτα που απολαμβά-νετε για καλό και για κακό !

Είπε ο ναύαρχος που από την επόμενη στιγμή θα ξε-τύλιγε κανονικά την ανέμη της ιστορίας του. Απόλυτη σιωπή σκέπασε το χώρο της στέγης εκείνης με το – αν εί-ναι δυνατόν – αληθινό κανόνι του καπετάνιου και γείτο-να. Το οποίο έριχνε κάτι βολές , μακρινές δε θα πει τίπο-τα ! Μέχρι που βλαστημάγανε οι Κινέζοι ακροβάτες μέσα απ’ τις τέντες των τσίρκων τις πορσελάνες όλες. Διότι ό-πως γυρνάγανε τα βάζα βόλτες με τις πατούσες , ερχότανε εκεί ακριβώς ο Αστραποσπιθοστέκας να τα κάνει πέρα για να βγει φωτογραφία πάνω σε ποδάρι ανθρώπου-λά-στιχο στην άλλη άκρη του κόσμου. Όπου τον είχε στείλει για να τον ξεφορτωθεί για λίγο και ο Ζουμ. Μέχρι δηλαδή να του ξανάρθει ο Μπίλιας πίσω με τσιρκοκανονιά τρεχά-τος και τσιρκοδοξασμένος.

Αν και σε όσους είχε πέσει πάνω ο Μπίλιας ο Αστρα-πο-σπιθοστέκας , όλοι τον είχανε στην υδρόγειο τριγύρω στη μπούκα του κανονιού στην κυριολεξία. Καθότι είχε πιάσει τα καλά πόστα και τρύπωνε μόνος του στις κάννες κανονιών που ήτανε πάντα σε δράση. Χωρίς να τον δει μάτι. Οπότε με κανονιοβολισμό επέστρεφε στο παλιό του λημέρι κοντά στον Ζουμ.

Αυτά όλα αναπολούσε το βλήμα στο μεταξύ , ακού-γοντας το ναυτικό , τουλάχιστον στα χούγια , κύριό του. Ο οποίος ούτε που έλεγε να έρθει στα σύγκαλά του. Επι-μένοντας νά ’χει το συνήθειο των κανονιοβολισμών μέσα σε μια μακριά απ’ τη θάλασσα , τυπική , αγγλική συνοι-κία. Μια κατάσταση που υπό το περικάλυμμα της σημα-σίας για την ακρίβεια στον υπολογισμό των ωρών της κά-θε ημέρας ανελειπώς είχε γίνει ανελέητη , για την ηρεμία της ευρύτερης περιοχής , συνήθεια στο γερο-Ζουμ.

Ο ίδιος ο κανονιέρης του Αστραποσπιθοστέκα ο προ-αναφερόμενος δεν έδινε πεντάρα για ησυχία. Άλλωστε τις πεντάρες τι να τις έκανε ένα βλήμα ; Ο αρχηγός του όπως τον κοίταζε το σφαιρίδιο δαύτο ήτανε τώρα όμως σε ειρη-νικό περιβάλλον ανάμεσα , παρέα με παλιούς του γνώρι-μους. Καθιστός πίσω από ’να νεραϊδοτραπεζάκι μαζί  τους. Οπότε όλοι κάνανε στο γερο-Ζουμ τη χάρη μια και είχε αφήσει στη μπάντα τις κανονιές για την επισήμανση την κεφαλορθότριχη των ωρών , να τους διηγηθεί την ι-στορία του. Γι’ αυτό βγάζω και ’γω το σκασμό μια και αρ-χίζει επιτέλους να λέει τη ρημαδοπεριπέτεια που υποσχέ-θηκε. Αρχή του παραμυθιού λοιπόν...

- Κάποτε ήτανε ένας καπετάνιος ανεμότρατας. Ο οποίος τελικά το σκυλοβαρέθηκε το φόρτωμα από ψάρια. Άλλω-στε όσο και αν τα βγάζανε φρέσκα τα καΐκια πάντα φτά-νανε στις ψαροκασέλες έτοιμα για θάψιμο. Στις πίσω αυ-λές αμαγείρευτα. Γι’ αυτό αποφάσισε να σηκώσει για αλ-λαγή μπαϊράκι. Σημαία πειρατική. Βάλθηκε λοιπόν να τρέχει στο κατόπι αργοκίνητων και βαρυφορτωμένων ι-στιοφόρων. Δεν ήτανε και λίγα ! Αρμενίζανε κάμποσα τέ-τοια , κάργα από καρυκεύματα και εξωτικά μυρωδικά. Φερμένα από την Ανατολή. Τη μακρινή για όποιον πήγαι-νε κατά ’κει με τα πόδια ή σε καράβι με πανιά.

Είπε ο Ζουμ ενώ , με ύφος που φανέρωνε ότι μάντευε τα οβιδοξεστρατίσματα , στράφηκε να κοιτάει τον Μπίλια τον Αστραποσπιθοστέκα , το μουλωχτό με το παραπάνω καμάρι του κανονιού του το λίαν απερίγραπτο.

Τότε ο Αστραποσπιθοστέκας έβγαλε δάφνες στο μπι-λοκέφαλο και φούντωσε στις παρασηματάρες πάνω του ολόκληρος. Με στολή. Μια λιβρέα πορτιέρη λουξ ξενο-δοχείου κομπλέ από στρογγυλοβουρτσάρες πάνω στους ώμους και ένα κορδόνι ίσαμε πενήντα σειρές περαστό απ’ τη βλημομασχάλη. Δυο στιγμές αργότερα όλα τούτα χα-θήκανε και επανήλθε στο πιο σύνηθες στιλ ντυσίματος με το πουά ασπρόμαυρο πουκάμισο και τις γκέτες στα φου-σκωτά του λουστρίνια το βλήμα το ζωηρό. Ο Ζουμ το ά-φησε από τα μάτια του και συνέχισε.

- Τον παλιό και τρισάθλιο τον καιρό τα εδέσματα τα προτιμούσανε όλες οι κομψές οι μαϊμούδες πασπαλισμένα με δέκα δάχτυλα από εξωτικά μπαχαρικά για νά ’χουνε σπάνιο χνώτο μετά να το καμαρώνουνε. Γιατί από δόντι για να καμαρώνουνε δεν υπήρχε και πολύ. Γεμάτος ο κό-σμος από χαμογελοκουφάλες πρώτου μεγέθους αριστο-κρατικότατες. Όμως σπάνια είδη τα μπαχάρια και η ζάχα-ρη και γι’ αυτό τά ’χανε οι πειρατές για μπάζες πρώτης τάξεως.

Βγήκε παιδιά λοιπόν την παλιά εποχή εκείνη ο Μούρ-γας μια ωραία μέρα και έδεσε το σκαρί του. Κατακεφά-λιασε και δυο-τρεις στα σβέλτα που το πήρανε χαμπάρι ό-τι ναυτολογηθήκανε μόνο όταν ξυπνήσανε στο καΐκι του. Έπειτα βιράρησε και όταν έκανε πανιά άρχισε να κυνη-γάει ατάκα όλες τις γριές τις σκούνες...

Είπα σκούνες ; Μα πως την ξέχασα ακαλωσόριστη για τόση ώρα ! Χαμ-Μπαγκ !!

Θυμήθηκε ο Ζουμ ξαφνικά όπως και ο θείος Νώντας ο Καλαμπουρομπουρμπουληθρόπουλος τη βροντοσαυρο-σπιτότσαντα της νεράιδας. Η οποία είχε στρογγυλοκαθή-σει παρομοίως , όχι μακριά του , αφού ήτανε μέλος του α-κροατηρίου του απ’ τα πιο προσηλωμένα.

- Μπααα !

Έκανε αμέσως και ’κείνη σαν γελάδι σε μάθημα ορ-θοφωνίας.

Μάλιστα εδώ ακριβώς έρχεται η δική μου η σειρά να κάνω ακόμη μια παρεμβολή. Δε γίνεται...Μια και μνημό-νευσε την παρουσία της ο Ζουμ κάνοντας πρώτος την πα-ρεμβολή του ε , θα τον σιγοντάρω. Κρίμα είναι να μη ξέ-ρετε τι εστί Χαμ-Μπαγκ όπως έχει πέσει και πάνω μου τόση αφηρημάδα. Θα παγώσω και στην ανάγκη το στιγμι-ότυπο της μέχρι εδώ αφήγησης. Η ευθύνη για την ατσα-λοσύνη δική μου. Ακούστε λοιπόν.

Ενωμένο τούτο το «Μπαααα...» της τσαντάρας μαζί με τ’ όνομα της σημαίνει με δυο λόγια «σαχλαμάρες !». Πρόκειται για μια έκφραση του Σκρουτζ. Του ήρωα του κλασικού παραμυθιού που έγραψε ο Κάρολος Ντίκενς. Ε-κεί όπου ο Σκρουτζ αποστρέφεται άπασες τις ψευτογιορ-τές. Δείχνοντας την απέχθειά του με απάντηση το «Μπα ! Χαμ-Μπαγκ !». Όπως ήτανε το πλήρες ονοματεπώνυμο του βουβαλοτομαρόσακκου ετούτου. Πριν να βαφτιστεί δηλαδή και δαύτος έτσι αλλά όχι από την προγιαγιά της Λουλούς τη μάγισσα όπως θα νομίζανε όλοι όσοι αποτε-λούσανε το ακροατήριο του Ζουμ. Αφού κανένας δεν ή-ξερε το παραμικρό για το γεγονός όπως πραγματικά συνέ-βει.

Βέβαια εκεί , στου καπετανέου Ζουμ το τσαρδί κάλ-λιστα θά ’χανε την εντύπωση όλοι οι μη γνωρίζοντες τσα-ντολεπτομέρειες πως όντως το είχε κάνει ξόρκι της τσα-νταράκλας τ’ όνομα και τη χαιρετούρα της τη μονότονη καμιά γιαγιαγιαγιά δοκτορέσσας της Λουλούς της Μπου-μπουνηταριδοσυννεφίδου ντιπ καταντίπ καρακαταμαγισ-σογκιοσσάρα αλλά από τις καλές. Όταν θα διάβαζε σε κα-μιά εγγονή μα επίσης γιαγιά αργότερα πια για τη γενιά της Λουλούς τα Κάλαντα Των Χριστουγέννων.

Πάντως , ο κατ’ εξοχήν λόγος γι’ αυτό το τσανταρα-κλόνομα ήτανε ο εξής πιο παράξενος. Η τσαντάρα είχε την πολύ άγαρμπη συνήθεια να εκσφεντονίζει κάτι ριπές από καραμέλες σκληρές , χοντρές και απ’ το φιογκάτο πε-ριτύλιγμα αστραφτερές σαν χοντρομπάμπουρες. Οι οποί-ες όπως ξεπετάγονταν μέσα από την τσανταράκλα δαύτη βουίζανε κιόλας. Δίνοντας στην τσάντα για το λόγο αυτό και τ’ όνομά της. Όπως το σκέφτηκε η ίδια η Λουλού και της τό ’δωσε όταν πρωτόβγαλε τούτο το αξεσουάρ ένα πί-δακα τέτοιων ζαχαρωτών από μέσα του. ’Κονομήθηκε την ονομασία αυτή της νεράιδας το βοήθημα από το βού-ισμα δηλαδή που κάνανε όλες αυτές οι μασελοτσαταλιά-στρες οι ζαχαρένιες που έβγαζε σαν ευγενική χειρονομία στις επισκέψεις για το «Καλώς σας βρήκαμε !».

Άλλωστε οι Άγγλοι πράγματι τη χοντροκαραμέλα σε στριφτό περιτύλιγμα τη λένε Χαμ-Μπαγκ , που σημαίνει «βαβουροζούζουνο» καθότι αυτό τους θυμίζει το περιτυ-λιγμένο με ασημί χαρτί σαν φιόγκος στην όψη , ζαχαρω-τό. Όσο για την ίδια την τσαντάρα άφηνε την εντύπωση πάντοτε πως το ξεφούρνιζε επίτηδες τούτο το επιφώνημα αποδοκιμασίας και περιφρόνησης για να δείχνει άλλης κλάσεως. Τελικά σε όλους κάθε φορά που άρθρωνε τούτο το «Μπαααα...» θύμιζε στοιχειωμένο σάψαλο , κειμήλιο δηλαδή και μάλιστα βιοϊδανακτόρωνε...

Τώρα ήρθε η στιγμή να ξεπαγώσουμε με το τηλεχει-ριστήριο τον Ζουμ και τον περίγυρο.

- ...σκούνεεεες !

Ξανακούγεται κατευθείαν και η φωνή του ναυάρχου. Ο οποίος συνεχίζει τη διήγηση χωρίς να πει στην τσαντά-ρα άλλο τίποτα αφότου τη χαιρέτησε.

- Σκούνες που κουβαλούσανε πολλά και εκλεκτά στα α-μπάρια τους. Γυρόφερνε ο Μούργας τα νερά στις εφτά θάλασσες ψάχνοντας για τέτοια ακριβώς σκάφη. Πολύ γρήγορα ωστόσο φάνηκε ίδιος ο θαλασσινός αυτός με γλάρο που μεγάλωσε στους κάμπους μαζί με καλαμποκό-ρακες. Στο πλιάτσικο και στην ανταρσία ήτανε άβγαλτος. Πήγε και μάζεψε για πλήρωμα κάτι μόρτες που κυνηγού-σανε και ’κείνοι τα ψάρια από χρόνια. Ώσπου αυτά να φτάσουνε να γίνουνε από αθερίνα , φάλαινα. Τα ψάρια τα βαφτίζανε κιόλας μετά για να τα σταμπάρουνε. Χόμπι Ντιπ.

Πάνω στο πλοίο λοιπόν έγινε μάχη. Βγήκανε μαχαίρια , είχε μπόλικο κυνήγι στα ξάρτια και πέσανε και πιστολιές. Το πλήρωμα , σκυλιά άγρια αλλά σύντομα μια ξέρα ήρ- θε , φύτρωσε να πει ένα «γεια χαρά !» στην παρέα και κα-ραβοτσάκισε το σκαρί του Μούργα που τό ’χε βαφτίσει «Βυθό». Έπιασε πάτο και βγήκε προφητικό και τ’ όνομα. Απ’ ό,τι απέμεινε στον αφρό των κυμάτων όμως , τα ση-μάδια όπως η θάλασσα τά ’δινε δείχνανε καθαρά πως ό-λοι είχανε πατώσει εκτός από τον καπετάνιο. Μούργας τ’ όνομα είπαμε ! Ο οποίος Μούργας ξημέ-ρωσε σ’ ένα μπούρτζι. Ένα φρούριο σε ’κείνες τις ακροθαλασσιές , γαντζωμένο πάνω σε απόκρημνους βράχους. Όλο πέτρι-νο. Χτισμένο στην άκρη ενός γκρεμού ίδιου με πελώριο μαντρότοιχο καμιάς χώρας γιγάντων στο ύψος. Ένα θέα-μα να σου φεύγει το ξύλινο , το θαλασσοδαρμένο το τσι-μπούκι και να παγώνει ο καπνός απ’ την ανάσα σας αγα-πητοί επισκέπτες μου.

Έτσι ο Μούργας , τότε ακόμη γνωστός εμποροκαϊκο-ψαρικώς ως Σαλαμούρας Σαμ που σήκωσε μπαϊράκι για να κάνει τη μπάζα του είχε πριν καλά-καλά ξανοιχτεί , πά-θει πολλά από την τέχνη της πειρατείας χωρίς να μάθει τί-ποτα. Το φως της μέρας το είδε πίσω από μια βαριά , όλη με σιδερόβεργες για κάγκελα , πόρτα ενός μισοσκότεινου κελλιού. Όπως είχε σαστίσει με βλέμμα απλανές , στρα-βοξυπνημένος σε άγνωστο μέρος , άρχισε να φαντάζεται ότι χάραζε τις μέρες στο λιθαρότοιχο. Είδε τον εαυτό του μέσα στο μυαλό του σύντομα να πετσoκοκκαλιάζει και τελικά να τον τρώει το μπουντρούμι. Κάποτε , μέσα στη ζάλη τα αφτιά του πιάσανε ένα θόρυβο που ερχότανε από δίπλα του. Ό,τι και νά ’τανε καλό θά ’τανε αν τρωγότανε πρώτα ή αν άνοιγε τις διπλοκλειδωμένες πόρτες.

Ένα γατοποντικοκυνηγητό και μόνο αποδείχτηκε όμως όλος και όλος ο θόρυβος. Τον ξάφνιασε για μια στιγμή. Η γάτα περνώντας μπροστά του μέσα απ’ τα κάγκελα τρό-μαξε χειρότερα. Έκανε μεταβολή και έφυγε πρώτη μόλις τον αντίκρυσε. Μια ανυπόφορη , αδύνατο να την περι-γράψει με λέξη μπόχα τσάκισε τότε απότομα τα ρουθού-νια του. Παρά λίγο να του φύγουνε τα μάτια όπως αλλοι-θωρήσανε. Από την αφόρρητη δυσωδία που τον πλεύρη-σε. Με ένα πήδο ως το ταβάνι πέταξε σχεδόν για να βρε-θεί στην πέρα γωνιά του σκοτεινού εκείνου κελλιού. Έ-μεινε με το στομάχι και το κεφάλι να γυρνάνε από μέσα ταυτόχρονα. Με φορά το καθένα δική του.

Μα όπως έσκυψε , ξαναξύπνησε αμέσως. Αφού με το που άρχισε να χαλαρώνει το βλέμμα , η ματιά του ξανα-βρήκε το σαστισμένο τρωκτικό. Ξεσηκώθηκε με ένα τί-ναγμα πέφτωντας ολόκληρος πάνω στο ποντίκι. Εκείνο τελικά πρόλαβε και έγινε καπνός. Αφήνοντας πίσω του έ-να σβωλάκι τόσο δα που τον τσατάλιαζε τον Μούργα λίγο-λίγο. Φρόντισε να το ξεφορτωθεί όσο γινότανε γρη-γορότερα. Το εκσφεντόνησε με το χέρι σβέλτα από τον α-πρόσιτο σε ύψος , χτιστό σαν οριζόντιο άνοιγμα δυο σπι-θαμών , φεγγίτη του κελλιού του. Μετά άφησε την κρατη-μένη του ανάσα για να ουρλιάξει βρίζοντας. Να γλιτώσει απ’ την αφόρρητη σιωπή. Καθώς η απομόνωση έκανε να φαίνεται η ώρα σαν αιώνες.

Η κραυγή του δεν άργησε να φέρει πίσω απ’ την πόρτα έναν από τους φρουρούς με ράσο μοναχού. Το κλειδί γύ-ρισε. Η πόρτα τρίζοντας άνοιξε. Ο Μούργας τσακισμένος μόλις που αντιλήφθηκε τον άγνωστο. Ο φύλακας τον σή-κωσε απ’ τις μασχάλες μισογονατισμένο. Ο Μούργας είχε ατονίσει για τα καλά. Τα πάντα ξεθωριάζανε. Έχασε τότε κατευθείαν τη ρέστη αντοχή του και λιποθύμησε. Χωρίς ούτε πως κατέληξε εκεί πέρα μέσα να προλάβει να βρει. Πως να προλάβει δηλαδή που τον κεραυνοξύπνησε σε μπουντρούμι μέσα μια ζαβλακόμποχα χωρίς να ξέρει τα υπόλοιπα.

Ευτυχώς τα πράγματα μπήκανε σε μια σειρά κάποια στιγμή. Το καστέλλο όπως φάνηκε αργότερα είχε μόνους υπερασπιστές ένα τάγμα από καλόγερους. Τούτοι δε φτιά-χνανε μόνο ρούμι. Από αφάνταστη για τον Μούργα ζαλά-δα και της ίδιας του της τύχης είχε πέσει σε ένα μέρος ό-που όλοι οι καλόγεροι είχανε βρει και ένα παρασκεύασμα άλλου είδους. Μιλάμε για κάτι άκρως φρικαλέο αν σκε-φτείς ότι το φτιάχνανε άνθρωποι του Θεού. Δηλαδή για έ-να τυρί που η μυρωδιά του ταρρίχευε ακαριαία χωρίς αμ-φιβολία κάθε νεοφερμένο προς τα ’κει και θεονήστικο. Ό-σοι θα φτάνανε ως το φρούριο τούτο αν τους ταΐζανε με το τυρί δαύτο θά ’τανε για θανάσιμη τιμωρία σίγουρα. Αλλιώς μοναχοί τόσο φρικώδεις σε συνήθειες νηστείας δεν έπρεπε να είναι αληθινοί. Αυτή είχε σαν πρώτη εντύ-πωση.

Διαψεύστηκε ωστόσο σύντομα. Ο αδελφός του όποιου τάγματος που τον έβγαλε απ’ το κελί του τα φανέρωσε ό-λα με δυο λόγια. Η τοποθεσία στον πανύψηλο εκείνο γκρεμό που έχασκε πάνω απ’ τη θάλασσα να γιατί χρησί-μευε. Ως το μόνο διαθέσιμο κελλάρι του ασφυξιότυρου του απερίγραπτα δύσοσμου. Τυριού , πως ! Τυριού ! Τυρί ήτανε. Ε , αυτό έτυχε να προκύψει μέσα απ’ τις δοκιμές. Πως κατέληξε για κελλάρι είναι άλλο θέμα. Πάντως οι μοναχοί αυτό ξέρανε να φτιάχνουνε.

Ανακάλυψη ετούτου του ηγούμενου που ήρθε στον Σαμ τον Μούργο-Σαλαμούρα και τον ξεμπουντρούμιασε. Άμα δεν καζανόβραζες κανένα λουλουδόνερο για εντριβή και εισπνοές μετά από το ξεβίδωμα σαν θα σκαρφάλωνες εκεί πάνω στα αγριογκρεμά , μόνο τυριλοτραγίλα θα σου ερ-χότανε από παντού καθώς θα ανάσαινες βαθιά στην ύ-παιθρο με τόσα γίδια που κοτρωνοβοσκάγανε τριγύρω. Σίγουρα καυκαλίδες για να συνέλθει θα ονειρεύτηκε ότι βγήκε να μαζέψει και ο ηγούμενος τη στιγμή που θα άνοι-γε τα μάτια του από τη λιποθυμία της πρώτης γνωριμίας και ’κείνος ως τύραρχος καλόγερος. Καθότι ήτανε όχι μό-νο ο πρωτομυριστής αλλά και ο πρωτοφτιάχτης του τυ-ριού εκείνου.

- Το τυρί γιατί το φτιάχνετε ; Είναι για να μετανιώσετε για ό,τι έχετε κάνει στη ζωή ;

Ρώτησε με ειλικρινή απορία ο Μούργας , όπως καθό-τανε εξαντλημένος σ’ ένα χώρο για σίτιση , τον ηγούμενο. Η αίθουσα γέμιζε στο κέντρο από ένα στιβαρό τραπέζι α-πό χοντρόξυλα πλανισμένα , πολύ μακρύ. Με δυο σειρές από πάγκους , μια σε κάθε πλευρά σε όλο το μήκος του τραπεζιού. Όπως και από ένα σκαμνί σε καθεμιά από τις δυο στενές άκρες του.

Ο Μούργας είχε καμπουριάσει αφήνοντας τα χέρια του να ξεκουραστούνε ακουμπώντας τα μπροστά του πάνω στο τραπέζι από τις παλάμες έως τους αγκώνες. Ο ηγού-μενος που στάθηκε φιλικός μέχρι εκεί και ακίνδυνος , στα καλά καθούμενα εντελώς , πλησιάζοντας τον ρημαγμένο ναυτικό τον κοψοχόλιασε σαν σεισμός. Η απάντηση του καλόγερου βγήκε κατ’ αρχήν σαν ένα ξαφνικό και λίγο παραπάνω βροντερό γέλιο. Ίδιο ανθρωποφάγου άγριου που σου γελάει ενώ σε βράζει στο τεράστιο καζάνι του. Αμέσως μετά παρά λίγο να τον ξεκάνει ταρακουνώντας τον. Αφού τον χτύπησε αδελφικά στην πλάτη με παραπά-νω αδελφική αγάπη καλογέρικη.

Το φαρδύ σαν φουρνόφτυαρο χέρι ήρθε με φόρα στον σκυφτό Μούργα. Ο σχεδόν πειρατής ο ταλαίπωρος κου-νήθηκε ξεχαρβαλωμένος. Αμέσως ο μοναχός έκανε μετα-βολή. Στη στιγμή έφερε ρούμι και ε , από εκείνο το τυρί. Φυλαγμένα κάπου πιο πέρα σε ένα κατάλληλο για το σκο-πό αυτό ντουλάπι. Το τυρί τέτοιο ήτανε που σου άνοιγε αυτόματα τα μάτια. Έμενες έτσι να το κοιτάς. Δεν ήθελες πολλή ώρα να πάρεις το χρώμα του το κίτρινο. Σιγά-σιγά πέτρωνες χάνοντας τα λογικά σου.

- Φάε φίλε μου ! Νά ’σαι καλά ! Χο ! Αααα...Ο Θεός δεν αφήνει κανέναν όπως ξέρεις πλέον. Οι άνθρωποι Τον υπηρετούνε ’δω πιστά. Κάνουνε όλους τους αναθεματι-σμένους δαίμονες να το ξανασκεφτούνε να Τον ξαναβε-βηλώσουνε. Το μετανιώνουνε ορκιζόμενοι στ’ όνομά Του.

Μόνο με τη θέα του θαύματος πού ’χεις μπροστά σου ! Πάντως αν πρέπει να μάθεις κάποια λεπτομέρεια είναι ότι έχει μέσα του για άρωμα σε κάθε είκοσι κιλά που ζυγίζει το κάθε κεφάλι τυριού , τρεις σειρές από πλεξίδες σκόρ-δων. Μαζί με άλλα θαυματουργά ! Θα με θυμάσαι αν φας. Γιατί ο ακατανόμαστος θα σε αφήσει σε ησυχία ! Ό,τι και να τον τράβηξε σε ’σένα. Η κατάρα που σε παι-δεύει θα βρει το μάστορά της. Με τη δύναμη του Θεού. Βοηθό μέσα σ’ αυτό το θεϊκό , άκουσέ με που σου λέω , αγαθό ρίχνεις κάτω και το Χάρο. Τον Αχέροντα τον αρμε-νίζεις σαν βαρκάρης τροβαδούρος πού ’χει βγει για σερε-νάτα. Θάρρος νά ’χεις και όλα γίνονται !

Ο Μούργας όμως δεν είχε πάρει μπρος. Οπότε πέτρα α-πό σοκ έφαγε ένα γερό φούσκο απ’ τον θηριώδη καλόγε-ρο. Έτσι άνοιξε το στόμα. Ο άνθρωπος του Θεού τον τάι-σε ένα κομμάτι τυρί και τού ’κλεισε το σαγόνι. Ύστερα τον κοπάνησε στην πλάτη και το τυρί έφυγε για κάτω. Ο μεζές έφτασε αμάσητος ως το στομάχι. Η μπόχα δε να βγαίνει μέσα απ’ τον Σαμ τον Σαλαμούρα τον Μούργα α-πό οποιοδήποτε πόντο του. Συγνώμη κυράδες μου !

Απολογήθηκε άγαρμπα ο γερο-Ζουμ στο σημείο αυ-τό. Η Λουλού η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου τότε πά-νω στο «κυράδες μου !» ήτανε που με το ξόρκι της το γνωστό το γρήγορο και αστραποφτιαγμένο που πιάνει α-μέσως , αυτό το «φλουπ-μπλουπ !» , εε...«ξουτ-σουτ !» ...Όχι. Νάτο ! Απλώς λες «ψιτ , κύριος !»...Ούτε. Μήπως κάνεις μόνο «φσσσστ-φσσσστ!» σαν ψεκαστήρι για τζά-μια ; Μήπως είναι «στήθος κοτόπουλου ή μπούτι ;»...Κα-λά ! Πες ότι τό ’κανε το ξόρκι η...πως-τη-λένε-και-αυτή. Οπότε κάτι ετοιμάστηκε να βγει με φόρα από το κά-που-το ’χω-ξαναδεί το μαγικό το μέρος...Πφφφ...Σου φεύγει το καφάσι με τέτοια μπατζαρτζίλα τυροφαρμακερή... Δη-λαδή , ήθελα να πω , ετοιμάστηκε να βγει μέσα από την νεραϊδότσαντα που στρογγυλοκαθότανε κάτι που μόλις έ-ριχνε εκεί μέσα τρελές κουτουλιές. Ώσπου άνοιξε η βοϊ-δόσακκα ξανά το πελώριο το στόμα. Σαν μηχανικό , α-τσαλινοδόκαρο γεφύρι που χωρίζεται στα δύο.

Τόσο πλατύ το άφησε το χασμουρητό πού ’χε χώρο για να δαγκώσει σάντουιτς φτιαγμένο από φραντζόλα ο-λόκληρη. Να το κατασπαράξει από τη φαρδιά πλευρά άμα θα τό ’χε βάλει η Λούσι Μπόμπινγκς στο μενού για να το μπουκωθεί η τσανταράκλα αμάσητο. Δεν έβαλε όμως μέσα στη μπαζοσακκούλα της η Λούση κανένα τε-ρατώδες ζαμπονόψωμο. Ούτε που είδε μάτι τέτοιο ορε-κτικό. Αντίθετα όπως είπαμε έβγαλε από την καταπακτή τη γεμάτη με ένα σκασμό από άλλ’ αντ’ άλλων πράγματα ένα αναγνωρήσιμο πάντως σε όλους κατασκεύασμα. Τι ; Έναν ανεμιστήρα. Ο οποίος είχε και ποδάρια. Σαν ανθρω-ποειδές τα κουλάντριζε τα σιδερένια του τα κανιά. Με γό-νατα από μέταλλο και κανονικά αθλητικά παπούτσια.

Με δυο αλματάρες ξεμπουκάροντας με φόρα μέσα α-πό την τσαντοηλεκτραγορά βρέθηκε πίσω απ’ τα χέρια της Γκέτεμ που κράταγε τη γρανίτα της. Για να στέλνει προς τον Ζουμ άρωμα φράουλας. Στη μύτη του κατά πά-νω. Αν και δε φάνηκε να το πήρε χαμπάρι. Πάντως ο τό-πος γέμισε από άρωμα φραουλένιου γρανιτοχυμού.

Ο Ζουμ στο μεταξύ συνέχιζε κανονικά.

- ...κυράδες μου ! Έμεινε αλλοίθωρος ο Μούργας τρεις ώρες μέχρι να ρευτεί το τυρί. Άλλαξε τέσσερα χρώματα το πετσί του. Βγήκανε βούλες που αλλάξανε και αυτές σε χρώμα εφτά-οχτώ φορές. Τα μαλλιά του σηκωθήκανε να φύγουνε αλλά φρενάρανε όρθια !

Τελικά αργά , χωρίς όμως άλλες φάπες και αποχρώσεις ήρθε πίσω στην πραγματικότητα. Στην αρχή έμεινε ακί-νητος κοιτάζοντας το τραπέζι με το ρέστο γεύμα απ’ το ψωμοτύρι. Σκεφτότανε πως ήτανε μονάχα για όσους δε σκαμπάζανε από ναυτία. Για να μην μπαίνουνε στα έξοδα και τα κρουαζιερόπλοια από τους ορεξάτους. Οπωσδήπο-τε προτίμησε τα ψάρια τα μπαγιάτικα. Σαν εκείνα που κουβαλούσε κάνοντάς τα εισαγωγή με ημερομηνία παρά-δοσης την ημερομηνία λήξης.

Μ’ όλες τούτες τις βαριές μυρωδιές έτσι όπως βρω-μοκοπάγανε από την αφήγηση στα κεφάλια των ακροα-τών του μέσα ο γερο-Ζουμ προκαλούσε διαρκώς τριβελί-ζοντας τα αφτιά τους ζαβλάκωμα τέτοιο που φανταζότανε ο καθένας γύρω από τη φάτσα του τη γνήσια άλλες δώδε-κα που γυρίζανε κάνοντας κύκλους. Καθότι βλέπανε την κεφάλα τους τη μπαφιασμένη απ’ τη ζαλάδα να μοιάζει σαν μαργαρίτα με πέταλα.

Την οποία την είχε ο Ζουμ στα χέρια του. Στρίβοντάς τους σαν ανεμόμυλους απ’ το βλαστό. Καταντώντας τους από την παραμυθόμποχα να στριφογυρίζουνε μέσα στο μαργαριτοκατσιασμένο το μυαλό τους απ’ όλη τούτη την μπαγιάτικη την τυροκελλαροψαροκασελοσαπίλα. Σαν μαργαρίτες μεν , που μαραθήκανε δε μόλις τις κοτσάρανε μαζί με λεμονόφετες πάνω στα ψαροκάφασα με τα σαπιό-ψαρα οι ιχθυοπώλες. Τέτοιες δηλαδή μαργαρίτες.

Ο Ζουμ ωστόσο φάνηκε ντουβάρι πρώτου μεγέθους από άποψη ευαισθησίας ρουθούνικης. Εκεί ! Συνέχιζε καί ’λεγε ! Ενώ η νεράιδα είχε μπαφιάσει να κάνει να ξεφυ-τρώνουνε ανεμιστήρες με ποδάρια σπορτίφ. Βρεθήκανε από δύο πίσω από τον κάθε φραουλογρανιτοκερασμένο. Δηλαδή σε Γκέτεμ , Ντερτ και Άλσελ. Μα αποτέλεσμα ντιπ. Που να κάνει ο Ζουμ τον κόπο να δείξει , λιγάκι έ-στω , λεπτότητα. Ακάθεκτος τους ρήμαζε τις μύτες με την κουναβοαφήγηση.

Δεν πάτε να βάλετε και ’σεις λιγάκι κολώνια που κά-θεστε έτσι να ενοχλείται το ρουθούνι σας το ξεβουλωμέ-νο ; Άμα  δηλαδή πρέπει ν’ ακούσετε τη συνέχεια. Ακο-λουθεί αμέσως γι’ αυτό σας το λέω. Ουδεμία ευθύνη φέ-ρω για όποια αδιαθεσία σας βρει , έτσι ; Καθότι όπως ει-δοποίησα ακολουθεί η εξιστόρηση του ναυάρχου. Ορίστε.

- Ο ηγούμενος που έκανε «χο-χο-χο !» μεσ’ το τυροβρω-μερό αυτό μαντρί είχε αφήσει τον ζωντανό ακόμη Μούρ-γα μόνο του. Ελπίζοντας πως ο ναυαγός κάποτε θα συνέλ-θει. Πράγμα που έγινε. Αφού δεν έμεινε σέκος απ’ τη δο-κιμή αν και η πείνα τον θέριζε. Μαζί με το νέο άρωμα που έβγαζε ήδη από ώρα το πετσί του όλο είπε να δει τι άλλο θα γινότανε αν κάποιος τολμούσε να χορτάσει με έ-να τέτοιο απόκοσμο είδος τροφής.

Πολύ επιεικής χαρακτηρισμός μάλιστα. Γιατί στο ά-ρωμα του θύμιζε του Μούργα μπότες φορεμένες και ά-βγαλτες προ αμνημονεύτων χρόνων. Αν είστε πιο περίερ-γοι να μάθετε μήπως και υπάρχει γνησιότατη μια ολόιδια προσωπική ρουθουνοζαλάδα  , το μόνο πού ’χω να πω εί-ναι πως προτίμησα ιδιοφελώς σκεπτόμενος να αποφύγω τη σχετική εμπείρια μιας τέτοιας αποκρουστικής κεφαλο-φουρτούνας. Όμως υποθετικώς προσπαθώντας , είπα να τολμήσω με όση σοβαρότητα μου περίσσεψε να διανοη-θώ ότι στο αποκορύφωμα θα πλησίαζε κάπως για παρά-δειγμα – βήχω που το λέω και να ψεκαστείτε με κολώνια αμέσως για παν ενδεχόμενο πριν ξεχάσετε τι πάθατε ξα-φνικά – θα πλησίαζε , λέω , την περίπτωση κατά την ο-ποία του Μούργα οι πατούσες σταματήσανε να μεγαλώ-νουνε από το πρήξιμο μέσα στα παλιωμένα του πλέον τα άρβυλα μετά από ένα τέτοιο ολέθριο και αχανούς χρονι-κού διαστήματος καθιστό και εντελώς σκευροπόδικο μαρ-μάρωμα. Μα δεν τελειώσαμε ! Μετά , πρώτον , ήδη τα κόμματα στις φράσεις αυξηθήκανε , δεύτερο , όμως , όσο και κυριότερο , εξαιτίας της τυρομυρωδιάς , ε , φαντάστη-κε πως όταν αποφάσισε κάποτε και έβγαλε τις μπότες πού ’δε σαν εφιάλτη ακριβώς στο παρά πέντε , πριν σαπίσου-νε δηλάδη απ’ τα ποδάρια του τα τρομερά – και αν ξανα-γυρίσατε διπλά αρωματισμένοι κρατείστε και την ανάσα σας ! – τις έβρασε για τις μαγειρέψει και ήπιε το ζωμό...

Ξαφνικά , ακούστηκε στα λόγια αυτά ένα δυνατό ρούφηγμα γρανίτας απ’ όλο το ακροατήριο σχεδόν. Εκεί-να τα ανεμιστήρια τα όρθια τα τενεκεδοδίποδα με τα χο-ντρόσολα τα σπορ παπούτσια πίσω πάντοτε από τη θέση των επισκεπτών σηκώσανε μποφόρ μήπως γίνει τίποτα αλλά δεν...Παρά λίγο κυκλώνα θα φέρνανε !

Έτσι η Λουλού η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου έ-κανε ένα ξόρκι και τα μυστήρια τα φραουλανεμιστήρια χαθήκανε για να πάνε από ’κει που ήρθανε. Άνοιξε η τσα-ντάρα , οι ανεμιστήρες σαλτάρανε προς τα μέσα με αθλη-τικό αρβυλοβούτο και το μπογοτσαντικό έκλεισε. Η νερά-ιδα ακούμπησε τον αγκώνα της το δεξί στο τραπέζι , έγει-ρε το κεφάλι με το χέρι στο μέτωπο και ξεφύσηξε. Αφή-νοντας τον Ζουμ να μιλάει.

...Διάλειμμα...

...Για αναπνοές...

Ο ναύαρχος Ζουμ σιγά που δε θα συνέχιζε. Πάλι κα-λά που έχει κάποιος το τηλεκοντρόλ για όλα αυτά. Ωπ ! Να , τρέχει πάλι η ιστορία κανονικά.

- Ο Μούργας μάσησε φίλοι μου που λέτε μια μπουκιά. Μέχρι να βρει το στόμα αυτή η μπουκιά πέρασε ένα τέ-ταρτο. Άλλο ένα μέχρι να μασηθεί και να πάει πιο κάτω. Άρχισε όμως να κόβει λίγο-λίγο ψωμοτύρι σκορδοστού-μπι πίνοντας μαζί ένα μπουκάλι ρούμι. Συνδυασμός που ήτανε πια για τον καπετανέο δαύτονε ό,τι για ένα κουφό ένα φουρνέλο σε νταμάρι για κουδούνι εξώπορτας. Διότι το δυνατό εκείνο το ποτό έκανε και τη γεύση ετούτου του μοναδικού στον κόσμο σαπιλοτυριού δυνατότερη.

Έτσι μούδιασε από γεύση για τα καλά. Αναίσθητος από γλυκό , αλμυρό , ξινό , πικρό και συνδυασμούς. Αδιαφό-ρησε όμως για την απώλεια γεύσης μόλις έφτασε στα μι-σά του γεύματος ο Σαλαμούρας. Ο Μούργας ο τρομερός. Σε λίγο έχασε και την οσμή. Πάνω που άρχισε να το γλε-ντάει στο μισό τυρί το υπόλοιπο με τη γουρνοσκαντζίλα τούτης της γιδογαλοσκορδόβομβας της πηγμένης και α-πυρπόλητης ευτυχώς από τσιγαρόφλογα όλα φανήκανε κανονικά.

Η φάτσα του πήρε μια έκφραση χαζοβιόλικα γαλήνια. Από τη μύτη και κάτω αχρηστεύθηκε απ’ όλες τις αισθή-σεις. Μό-λις έφαγε κιόλας αμέσως ρεύτηκε με λόξυγγα. Ύστερα χάρηκε απλώς. Έσκασε το πιο πλατύ χαμόγελο ε-πειδή είχε μόλις χορτάσει με ένα γεύμα το οποίο δεν τον ενοχλούσε πια πουθενά. Απόμεινε ασάλευτος και ξεχά-στηκε κάμποσο εκεί. Έπειτα σηκώθηκε όλος αποπνέοντας αυτή την ανυπόφορη δυσοσμία. Δεν την ένιωθε όμως ο ί-διος στο εξής καθόλου. Βγαίνοντας απ’ την αίθουσα ά-κουσε θόρυβο από ένα διάδρομο στο βάθος. Πλησίασε ώ-σπου έφτασε σε μια στριφογυριστή σκάλα που έβγαζε σε υπόγειο. Ήδη απ’ το κεφαλόσκαλο βρήκε στον τοίχο ένα λαδοφάναρο από σίδερο με μικρά τετράγωνα τζαμάκια και κρίκο μεγάλο για λαβή. Το ξεκρέμασε απ’ τον γάντζο και κατέβηκε να δει.

Ο ηγούμενος τυροκόμος που βρήκε αυτό το τυρί σαν βαπόνα για – δεν ξέρω ούτε ’γω ποιο τυροποδαριλόσκω-ρο βοηθούσε τώρα άλλους. Βάζανε τυριά σε ράφια. Σε μακριές και πολυάριθμες σειρές. Η ένταση σε ισχύ από τις αναθυμιάσεις ήτανε πέρα από λόγια. Για όποιον άμοι-ρο που θά ’μπαινε εκεί και θα του ξεβούλωνε τη μύτη για έκπληξη. Ο Μούργας είχε βέβαια χάσει την ικανότητα για οποιαδήποτε , ακόμη και ανεπαίσθητη οσμή και έμοιαζε σαν να αναπνέει σε βυθό θάλασσας χωρίς αναπνευστήρα.

Ο οποίος ωστόσο έβλεπε όλα τούτα τα τυριά εφιάλτη μέσα σε άλλο περιβάλλον εξαιτίας του ξαφνικού παραλη-ρήματος μπροστά σε τέτοια ποσότητα τόσο φτωχών να τα περιγράψει ακόμη και ο πλέον εμπνευσμένος και πολυτά-λαντος με τις λέξεις τεχνίτης κουνουπιδοτυριώνε χοντρό-φλουδων. Φαντάστηκε λοιπόν ο Μούργας ξαφνικά μια ο-πτασία άλλου είδους. Έναν ειδικό με κρασομύτη ή αρω-ματοποιό με ρουθούνι βουλωμένο από συνάχι που ξεβού-λωσε εκεί μέσα ακριβώς.

Όταν την επόμενη στιγμή εκεί που είχε θολώσει το μάτι του ένιωσε στην πλάτη κανονικά και λίαν χειροπιαστά το γνώριμο , βαρύ σκούντημα του ίδιου καλόγερου που φρό-ντισε και τον κατατόπισε πιο νωρίς. Ο οποίος τώρα είπε ,

- Είναι ευχάριστο να βλέπω άνθρωπο που καταφέρνει να κατέβει ως εδώ. Άμα κιόλας προλάβει να δει τα υπό-λοιπα νιώθω καλύτερα. Μετά από τόσο λίγες ώρες ήρθες σε ένα μέρος που μέχρι και οι τράγοι ψάχνουνε σαπούνι για να κάνουνε μπάνιο. Φίλε μου , εύγε ! Δε σου λέω να βγεις όπως μπήκες. Εννοώ μπράβο. Έφαγες τελικά ελπίζω αυτό τον τρανό μεζέ και ήρθες για να δεις αν έχει και άλ-λο ε ; Όπως συμβαίνει συνήθως με μια τέτοια εμπειρία περίτρανη.

Αν πεις «ναι !» θά ’ναι μεν αμαρτία αλλά ο Θεός συγ-χωρεί τα ωραία αστεία. Ε , γιατί αγαπάει. Ακόμα και τους τολμηρούς στην όρεξη. Άντε , πες μας τώρα και το όνομά σου να ευφρανθούνε μαζί και τ’ αφτιά μας.

- Ναι. Σαλαμούρας Σαμ , καλημέρα σας !

Πλούτισε και τούτος ο ναυαγός ο παλινορθωμένος το μπουγιόζικο από αρώματα , πλημμυρισμένο πλέον κελλά-ρι όσο δεν έπαιρνε άλλο. Το μακρόστενο και μεγάλο υπό-γειο δηλαδή το παραφορτωμένο τυριά που όσο παλιώνανε ωριμάζοντας τόσο πιο δυνατά σε κλούβια σκουπιδοσακ-κουλαυγογιαουρτογιδολαχανοξιδόμποχα γινόντουσαν.

- Αααα , με τέτοιο όνομα μυρίζεις θάλασσα στο κατάλ-ληλο μέρος ! Σκέψου νά ’τανε το κελλάρι αμπάρι ψαρο-κάικου με το τυρί τροφή για το πλήρωμα. Ούτε η θάλασ-σα δε θά ’μενε ασυγκίνητη. Θα τράβαγε να πάει αλλού και ο Ωκεανός για να βρει ησυχία. Τώρα μάλιστα που συ-στήθηκες μου χάρισες μια στάλα ευωδιάς στη σκέψη ακό-μη. Μού ’δωσες δηλαδή μια ιδέα ! Πολύ θά ’θελα να σκαρώσω ένα τυρί σαν ετούτο , που θά ’χει όμως μαζί και άρωμα από φύκι. Για να γίνει πιο λαχταριστός ο μεζές αυ-τός ο ήδη άκρως μυρωδάτος !

Έκανε με καταφανέστατη περηφάνεια για όλο το ως την ημέρα εκείνη επίτευγμα , χτυπώντας ένα κεφάλι απ’ τα τυριά ο βροντοχέρης ηγούμενος. Μετά συνέχισε.

Δε μας έχει γνωρίσει καλά η αγορά ακόμη. Διότι οι χάρτες των ναυτικών δεν έχουνε σημειωμένο το μέρος. Λόγω αρώματος προχωρημένου και πλουσιότατου τα κα-ράβια λοξοδρομούνε απ’ τον ορίζοντα. ’Συ φίλε μας θα-λασσινέ και απροσδόκητε είσαι πάντως καλοδεχούμενος. Αν θέλεις , μένεις πια μαζί με όλους μας. Θα εργαστείς στις ευωδιές ενός καρπού τόσο θείου όσο αυτά εδω τα αγ-γελόχρωμα γαλακτολούλουδα. Σε ολόκληρο το μέρος το σπάνιο ετούτο άρωμα αφήνει τον άνθρωπο του Θεού να προσευχηθεί ήσυχα ολομόναχος. Πιστός Του υπηρέτης και ευτυχής δαιμονοδιώκτης.

Τώρα , μπορεί πάλι να τη λαχταράς τη θαλασσοβοσκή. Τη φουρτούνα να τη θες πιο πολύ από τις γιδοβαλαώρες και το κελλάρι. Αν δε σε κρατάει ούτε αυτός εδώ ο παν-σές της βεδούρας ε , τότε «αέρα καλοτάξιδο !». Να μας θυμάσαι μονάχα και ξαναπέρνα όποτε μπορείς. Φυσικά , θά ’τανε ευτυχία για μας να φύγει καράβι με γεμάτο α-μπάρι αν μπορούσε να γίνει και αυτό. Να πιάσει και λιμά-νι που έχει και καμπόσους με ευαίσθητα ρουθούνια. Εκεί που θα εκτιμήσουνε όπως πρέπει το τυράκι μας ετούτο το μυρωδάτο και ταπεινό. Τί λες να κάνεις ;

Συγχώρεσέ με κιόλας για τη φλυαρία αδελφέ Σαλαμού-ρα. Από ’δω οι αδελφοί Πολύανθος , Αμάρανθος , Λεύ-κανθος , Βιγκόνιος , Καμέλιος. Εγώ είμαι ο ηγούμενος α-δελφός Υάκινθος. Με τέτοιο τυρί μπαρούτι ξεχάσαμε όλοι εδώ τα αρώματα και μας μείνανε τα ονόματα !

Αποκρίθηκε ο καλόγερος εκείνος που ξελευτέρωσε και τάισε τον εξασθενημένο ναυτικό μια τροφή μοναδική στην οικουμένη. Αναμένοντας την απόφαση του πάλι έ-τοιμου για να ξεκινήσει με ηθικό ανανεωμένο , Μούργα. Ενός τύπου τυχερού τελικά εκεί όπου ξεβράστηκε απ’ τα κύματα. Καθότι ανάρρωσε φιλοξενούμενος σε τέτοιο φί-νο μέρος. Βρισκόμενος μέχρι εκείνη τη στιγμή μέσα σε θαλπωρή που έσφυζε από αναθυμιάσεις τυρένιων αποθε-μάτων. Μια πνοή που ανέμιζε στην ατμόσφαιρα σχηματί-ζοντας έναν πλατύ ουράνιο μαντρότοιχο απο αέρα βαρύ. Παρασκοτίζοντας και όλα τα θαλασσοπούλια κατά τις πτήσεις τις χαμηλές σε ώρες ψαρέματος.

- Η μυρωδιά που πήρα ομολογώ ότι μου κούφανε τη μύ-τη αββά Υάκινθε και μου τσατάλιασε το στόμα. Τύφλα νά ’χει ο αρχιπειρατής ο Μαυρογρέζης ! Πάντως θά ’χε εν-διαφέρον ένα ταξίδι με ένα σκαρί γεμάτο μ’ ένα τέτοιο φορτίο. Αν και τα συναπαντήματα και τα πλευρίσματα τούτου του κόσμου θα είναι μια δοκιμασία , αξίζει ίσως τον κόπο.

Ποιος ξέρει. Μπορεί να ανοίγει ο δρόμος για να εξε-ρευνηθεί και καμιά νέα γη. Να βρεθεί και νέο μέρος κα-τοικημένο που θα δεχτεί να φάει αυτό το βρωμερό αίσχος. Το ευλογημένο από τον Παντοδύναμο με μια τέτοια απε-ρίγραπτη – όσο και να προσπαθεί κανείς με λέξεις – μπό-χα υψίστης δυνάμεως. Αν είχατε δηλαδή κανένα πλεούμε-νο δε θά ’χα αντίρρηση και ’γω να μπαρκάρω. Με ολίγα τυροκεφαλάκια παραμάσχαλα. Έτσι όπως θα καταντήσα-νε οι μασχάλες οι δικές μου τώρα που έγινα σαν τυροκα-λικάντζαρος είναι ν’ ανησυχώ ;

Φάνηκε από την απάντηση προθυμότατος να εξορμήσει από ’κείνο το τυροκομείο το υγιεινότατο για νοσηλεία ναυαγών σαν τη χάρη του ο Μούργας. Δηλώνοντας και ε-θελοντής για την έναρξη εκστρατείας διάδοσης του παρα-σκευάσματος αυτουνού στις γύρω χερσονήσους και τα τροπικά νησιά.

- Τέκνο μας και αδελφέ μας ομοιομυρωδάτε άμα σου πω   ότι ,  ε ! Πλεούμενο έχουμε σε όρμο κρυφό από καιρό α-ραγμένο. Είναι ό,τι χρειάζεσαι. Αύριο πρώτα ο Θεός το φορτώνουμε και καλό κατευώδιο ! Με την τύχη ειδικώς αρωματισμένη. Να βλέπει και λίγο κατά την τύφλα τη δι-κιά μας. Ώστε να καταφέρεις να πιάσεις λιμάνι που έχει κόσμο. Ο οποίος θα κάθεται ήρεμος και ατάραχος να σε βλέπει τι ξεφορτώνεις ! Η ονομασία του τυριού περεμπι-πτόντως είναι «Ευωδιαστό Λειβάδι» !

Με το ξημέρωμα φορτώθηκε λοιπόν το καινούργιο μπρίκι. Φίσκα στο τυρί. Μάρκας «Ευωδιαστό Λειβάδι» ί-σαμε δέκα στρέμματα. Ξεπερνώντας σε άρωμα μέχρι και ιδρωμένη αθλητική κάλτσα είκοσι συνταγμάτων το καθέ-να τέτοιο γίδινης προέλευσης έδεσμα. Δώσανε τα χέρια και σαλπάρησε ο Μούργας ο Σαλαμούρας σαν τυροκατά-ρα περιπλανώμενη , τυροκάταρτη να πάει. Ε , στο καλό. Σε κατοικημένο λιμάνι.

Πάντως είχε τον αίολο στα πανιά να δουλεύει σπαζο-πλεμο-νιαζόμενος , φυσώντας σαν νά ’χε μπει κανένα μπρόκολο στα ρουθούνια του αρχιανέμου. Μα που να α-ραιώσει τόσο μπλεγμένη με οστριασιρόκο , ανατολικονο-τιά θαλασσινό , όλη αυτή η πελαγοτυρίλα. Έτσι έκανε και ξεμάκρυνε με τέτοιο μποτζανέμι καραβοταρακουνιστό που αλλιώτικα καμήλες μόνο σκαντζάρανε στη θέση του τιμονιέρη. Του ντουβαραπαθέστατου δηλαδή του Μούρ-γα. Βγήκε δε καθ’ οδόν όπως είχε ξακοστάρει σβέλτα τον όρμο χοροπηδηχτό ψάρι για να πάρει αέρα που πήγε σύν-νεφο. Μέχρι που ζηλέψανε τα χελιδονόψαρα και κοντρά-ρανε τα χελιδόνια ποια θα αποδημήσουνε γρηγορότερα. Μα ξέρει κανείς τι σημαίνει η γάστρα τέτοιου πλοίου νά ’ναι στο νερό μέσα με ψάρια να γλιστράνε απ’ έξω του ; Έτσι και φουντάριζε ούτε πεταλλίδα δε θα κόλλαγε πάνω του. Τουλάχιστον για τριανταοχτώ αιώνες.

Εδώ όμως καλοί μου ακροατές ας μου κάνετε τη χάρη να μ’ αφήσετε ν’ ανάψω για μια-δυο στιγμές την πίπα μου τη θαλασσοφουρτουνιασμένη και σωσμένη από παλλοί-ριες κάμποσες φορές. Μέχρι να φουμάρω λίγο στην κου-παστή ετούτο το τζαναμπέτικο το καπναγέμιστο από ώρα τσιμπούκι , γρανιτοβολευόσαστε ’σεις. Ξέρετε. Κάντε ένα διάλειμμα και άμα θά ’ρθετε στα ίσα σας θα κάνουμε τι-ραμολάρισμα.

Οπότε με το άκουσμα της τελευταίας λέξης του ναυάρ-χου η Λουλού αναπήδησε στη θέση της στρίβοντας το λαιμό της τον στρουθοκαμήλινο απότομα κατά τη φάτσα του. Διότι ξεστομίζοντας τη θαλασσινή αυτή μανούβρα ο ξεμπαρκαρισμένος σε ’κείνη την ταρατσάρα Ζουμ , μπρα-χάλεψε παραπάνω άγαρμπα μια λεπτή εξίσου με την ίδια τη Λουλού ευαίσθητη χορδή της. Μια και η Λούση η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου θύμιζε πολύ ακόμη και στην ίδια , χωρίς να θέλει να το θυμάται , μια γνωστή κορδονολαστιχένια φιγούρα των κόμικς.

Την είχε πατήσει από τις τσίκλες μάρκας «Ζαμάν- Φου !» της εταιρίας «Φραγκο-Μπογο» η νεράιδα μ’ αυτή τη μονίμως τηλεγραφοσυρμάτινη μετάλλαξη , προσπαθώ-ντας μάλιστα να επέμβει με «στικ σποτ !» για να ξαναμα-νασουλουπωθεί αλλά τζίφος ! Γι’ αυτό μόλις έβγαλε ο Ζουμ απ’ το στόμα του εκείνη την κουβέντα που θύμιζε μπεμπέ ζωγραφιά που παριστάνει άνθρωπο με κυκλάκια για κεφάλι , χέρια , πόδια και γραμμές για τα ρέστα μέρη του φούφουτου του ανθρώπινου κοίταξε τον κανονιοβο-λισμένονε σίγουρα και δαύτονε από μπούκα κανενός ακό-μη χειρότερου ναυαρχομουρλοκούκου η Λουλού ρίχνο-ντάς του ένα βλέμμα τσουκνιδερό.

- Ναι. Ναυτικός όρος παλιός Λουλού Μπόμπινγκς. Θα στρίψει ότι είναι να στρίψει λίαν συντόμως...

Αποκρίθηκε ο Ζουμ στην αξάφνως φιδοζωσμένη στη διάθεση νεραϊδούλα. Την πάντα βεβαίως και αλμπουρό-παλτη με πανί γκαμπαρντινέ με γιακαδουροφλόκους δύο και από τ’ αφτιά ως τους αστραγάλους σε χρώμα που ήτα-νε ένα και ένα για να την βλέπουνε από μακριά άμα τύ-χαινε και θαλασσωνότανε. Για να την μαγγανοξεπηγαδιά-σουνε απ’ το πέλαγος τα ναυαγοσωστικά. Ολόκληρη η Λούση μια μαΐστρα στραβοσενιαρισμένη από τύλιγμα. Καραβογιγαντοπανί κοτσαριστό όπως νά ’ναι εμφανησι-ακώς χωρίς να παραλείπονται οι γόβες και το καπέλο και μάλιστα σε χρώμα για να τη σώζουνε και χωρίς ραντάρ στην ομίχλη. Νταντά ! Δυο μέτρα καπελομαουνόγοβα. Πολύ αβγοκίτρινη.

Υπονοούσε κάτι άραγε ο μουρλοθαλασσόκουκος ο ξεροχωραφοναύαρχος κατά τα άλλα έτσι όπως έσμιξε και τις δικές του φρυδάρες πλαγιοδαγκώνοντας μαζί την ξύ-λινη και τσιγγελωτή πίπα του , μειδιώντας της εντελώς μονόμπαντα ;

Αφού παρέτεινε τούτο το μυστήριο εκφραστικώς , δηλαδή φατσικώς και ναυαρχικώς χαμόγελο ο Ζουμ , ήτα-νε τελικά εκείνος που έκανε τη Λουλού να απομακρύνει τη δική της ματιά κατά τα σύννεφα. Η υπόλοιπη ομήγυρη ρούφηξε με αμηχανία μια γερή γουλιά γρανίτας. Ο Ρεντ ο Ρέγγας ; Όπως στρίψανε ο Άλσελ και η Γκέτεμ ταυτόχρο-να , καθιστοί πάντα και τον είδανε τους έφυγε το καλαμά-κι απ’ το στόμα γιατί καταξεροβήξανε γουρλωμένοι.

Τέζα ακόμη ο ύπαρχος. Οι μπόμπιρες ξανάρθανε στα ίσα στις θέσεις τους τεντώνοντας τη μέση τους ενώ γρανι-τορουφούσανε το αναψυκτικό για να δούνε πόσο μακριά απέναντι βρισκότανε από ’κείνη τη θέα το σπίτι τους. Ο Ντερτ στο μεταξύ κοίταξε τον Ζουμ που πήγε απ’ την άλ-λη τη μεριά του κανονιού του. Εκεί που δεν υπήρχε τέζα κανένας και όπως έσκυψε καπνίζοντας μαζί ο ναύαρχος , ο Ντερτ έμεινε με χαμόγελο και γυαλιστερό τό ’να μάτι α-πό κάποια σκέψη ουκ ολίγο ευχάριστη.

- Τιραμόλιασμα ;

Αναρωτήθηκε ο Άλσελ που ξανάριξε μια ματιά. Κατά τη Λουλού κοιτώντας και βγάζοντας την απορία του με-γαλοφώνως.

- Τιραμολάρισμα !!!

Απευθύνθηκε ο Αστραποσπιθοστέκας η οβίδα στον πιτσιρίκο μαζί με τον Ζουμ με τόσο όμοιο τόνο στη φωνή και οι δυο τους που ακουστήκανε σαν νά ’τανε ο Ζουμ δι-κέφαλο τέρας της θάλασσας.

Μ’ άλλα λόγια πλανιότανε στον αέρα μια υποψία πρόφασης για προσεχή ξεγυρισμένα μουσαφιροδιωξίμα-τα. Κανείς δε θά ’τανε με κάτι τέτοια ξέγνοιαστος άμα θα τύχαινε να φορτωθεί ο Ζουμ σαν αγγαρεία μια ώρα πάρ-λας. Για να νιώσουνε κιόλας οι απροειδοποίητα ερχόμενοι κατά ’κει μουσαφιραίοι σαν στο σπίτι τους. Λίγο δύσκολο έτσι και αλλιώς να το αισθανθούνε. Διότι του έμπαινε στην κεφάλα ετούτου του εξίσου μπαλαντσαρισμένου στεριανοθαλασσίως γείτονα εκείνη η ντιπ μπαρουτόμυα-λη , μουρλή πρακτική για τις ώρες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Ο Ζουμ σε αυτό το χούι δε σήκωνε κουβέντα.

Βέβαια ήτανε πολύ πιθανό όλο το επίμονα μαζεμένο , το μουγγό νεραϊδοπήγαδο το εκ πρώτης όψεως άκακο να τον απορύθμιζε τον ταρατσόλυκο εκεί που δε θα το περί-μενε. Όμως προς το παρόν το να πάει κανείς με του ναυ-άρχου τα νερά φαινότανε προτιμότερο.

Καλή ιδέα για μας. Μήπως θα αντέχαμε σε μια τόσο πρωτόγνωρη ρινικώς γοητεία εύκολα χωρίς νεράιδα ; Έ-τσι χρειάζεται και σε μας τους ρέστους μια στιγμή ανά-παυλας. Ευκαιρία είναι και για καμιά πρόβα στις ανάσες τις κρατημένες. Για όσο μπορέσετε. Καθόσο αργούνε οι οσμές των κλουβιοτυριώνε να διαλυθούνε με τις παρα-στατικότατες του Ζουμ τις εξιστορήσεις. Να μη μας πά-ρουνε οι φανταστικές οι αναθυμιάσεις τον αέρα όσο τον εισπνέουμε από ’δω καθαρό , περνώ-ντας από τη μύτη μας μπροστά μετά όπως παραείναι ανάγλυφες οι περιγρα-φές του ναυάρχου γιατί θα μας καταπιεί η τυροξινιλομί-χλη και άντε σώσε μας.

Το ξανασυνιστούμε :

Μπορείτε να ησυχάσετε από τον βαρύ αέρα που θα ξαναρχίσει να περιγράφεται στο κατοπινό κεφάλαιο αν α-ντί για το φουμάρισμα επιλέξετε ένα ανεπαίσθητο παρ-φουμάρισμα. Για να πάρετε δυνάμεις ε , για να συνεχίσε-τε την ανάγνωση τούτης της ιστορίας. Επειδή παρακάτω από μυρωδιά ο αέρας που θα υπάρχει θα είναι χειρότερος από τυρομπακάλικου. Αέρας ο οποίος ήδη φύσηξε με ορ-μή και έκανε την πριμάτσα του καραβιού του κάπτεν Σα-λαμούρα του Μούργα να φουσκώσει με πανταχού παρού-σα μια αύρα από απλυσιά εκατόν εβδομηνταεννέα αιώ-νων από ποδάρες στοιχειο-ιδρωμένες – Ωπ !! Καθόλου δεν προσέχω ! Τί είπα πάλι ! Ορίστε , τη γκάφα την έκανα τάκα-τάκα.

Τελικά κατά το επόμενο μέρος της αφηγήσεως του Ζουμ , η δραστικότερη αντιμετώπιση δε θά ’τανε άλλη α-πό μια γεμάτη αναπνοή διαρκώς βαστηγμένη. Το πιο ανα-κουφιστικό πράγμα μετά το παρφουμάρισμα. Αν δεν έχετε τέτοιου είδους δυσκολίες φροντίστε την αναπνοή να την κρατάτε καλά όση ώρα θά ’ναι και έπειτα ο Ζουμ διατε-θειμμένος να λέει το παραμύθι του. Αλλιώτικα χωρίς χάπι για τη ναυτία άμα σας πιάσει η θάλασσα και ας μην τη βλέπετε πουθενά πώς θα περάσετε με τη διήγηση στη συ-νέχεια χωρίς το κεφάλι σας να μπαγιατογραβιεροτρικυμι-άζεται ; Ωχ ! Να ! Τη γκάφα την ξανάκανα. Αν έχετε πα-ραπάνω δυνάμεις μακάρι να το κάνετε ανάγνωση το παρακάτω σαν νά ’σαστε μέσα σε γόνδολα.

Είπα γόνδολα ! Άλλη περίπτωση. Φταίω που προτρέ-χω. Τέλος πάντων. Αφού και σε ’κείνα τα κανάλια να πλέ-ατε , από σκόρπιες μαρτυρίες ειλικρινών τουριστών , η μύτη θά ’πρεπε να ταξιδεύει γι’ αλλού. Δε γίνεται να σας βοήθήσω καλύτερα. Μάλλον μ’ ένα άρωμα θα είστε βολι-κότερα. Καλή συνέχεια αφαρμάκωτη. Όλα δυνατά είναι...

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH