Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 1

1. Ομπρέλα , Να Μία Λούλα !

…Μια φορά και έναν καιρό και…
…τη μπαρμπουνοκεφάλα μου την αναψοκοκκινισμένη ! Δεν ησυχάζει και καθόλου από την ώρα που η νεραϊδούλα τούτη σφηνώθηκε ’κει μέσα…Α ! Νάτη ! Τη βλέπω ! Ορί-στε. Μια και δεν έχετε ορατότητα αλλιώς και ’σεις να σας δείξω. Παρά λίγο και θα τη χάναμε ! Μέσα σ’ ένα άλσος βρίσκεται ήδη η Λουλούκα. Αμάν το χέρι της και ο ενθου-σιασμός της για το εύρημά της το ατιθάσευτο…
- Στικ Σποτ !!
Μόλις πέρασε ξυστά πλάι από ’να κάδο απορριμάτων στριφογυρνώντας το χέρι της ζωηρά όπως πρόφερε ετού-τη τη σβέλτη λεξοβαβούρα. Να , βάρεσε αφηρημένη με το ξόρκι που μόλις εκσφεντονίστηκε μια στραπατσαρι-σμένη , χιλιοφθαρμένη , πολύ ψηλή , κλειστή μα τρομερά πλατύγυρη αν άνοιγε , ομπρέλα.
Βρήκε όμως και σημάδεψε ένα δείγμα για δοκιμή ό,τι πρέπει. Τούτη η ομπρέλα που έκλεισε απότομα με θόρυβο σκουριασμένης μανιβέλας μοιάζει πάντοτε μεσ’ το νερο-μπαμπαλομυαλό μου σαν μέτρο πτυσσόμενο ντυμένο με μια αξιοθρήνητη , γκριζωπή καρό μπανελοκελεμπία. Ένα πράγμα που αν όντως τό ’βλεπε και άλλος κανείς θα νόμι-ζε πως ετοιμαζότανε για να γίνει από μια σακαράκα στο σχήμα του ελληνικού γράμματος ξι ένα ανήσυχο , δηλαδή ποτέ ικανό να μείνουνε οι άκρες του ίσιες , γιότα. Πάνω που με κόπο ίσιωνε η μια μεριά της , ξαναστράβωνε η άλλη.
Ελέφαντας νά ’χε έρθει να δοκιμάσει σε θέση σπλιτ μπαλέτου με τα δυο πόδια του μπρος και τα άλλα πίσω σε ελεφαντόξαπλες πλατύφαρδες να καθήσει πάνω της , πάλι δε θά ’μενε ίσια η ομπρέλα τούτη. Η οποία να που σηκώ-θηκε και στάθηκε έτσι όπως ήτανε το όλο παράστημά της , ίδια μ’ ένα ζιγκ-ζαγκ ζωντανεμένο , πατώντας στο έ-δαφος στην κατακατσαρωμένη απ’ το βιδοστράβωμα το υπερβολικό , μύτη της.
Μόλις την πλεύρησε βαδίζοντας η Λουλού , η ομπρέ-λα τούτη , τεράστια και κατασβαρνισμένη βούτηξε για να κολλήσει στη διάπλατα ανοιχτή μούτζα που σχημάτιζε η παλάμη της. Η τσικλοφουσκονεράιδα μισοτέντωσε το χέ-ρι της στο πλάι σημαδεύοντας έτσι την πελώρια ομπρέλα. Δείχνοντας δεξιά όπως ήτανε αφηρημένη , κατευθείαν πάνω στην ομπρελάρα τη σαραβαλιασμένη. Ενώ περπα-τούσε αμέριμνη χαζεύοντας κατά μπρος. Περνώντας πλάι απ’ τον σκουπιδοτενεκέ.
- Ώπα !!! Τί ’ναι τούτη η ομπρελοκονταροπηρούνα που μου κόλλησε στο χέρι ; Εε ! Ξεκόλλα ρε ομπρελοτερατό-γοπα ! Άντε !!…Το φουντάρησα…Μα !!! Πάλι για κράτη-μα μου ήρθες ;
Η Λουλούκα αντέδρασε εκνευρισμένη όσο και έκ-πληξη γεμάτη απ’ το αναπάντεχο ομπρελοξύπνημα. Το οποίο η ίδια προκάλεσε και τώρα έκανε ό,τι μπορούσε για να ξεφορτωθεί απ’ τη λαβή της τούτο το κελεπούρι. Αν και δε ζήτησε με κανένα τρόπο να αποκτήσει κάτι τέτοιο , πάντως το ομπρελοκονταροπανοκότσυφο δαύτο ήρθε να της φορτωθεί. Μιλώντας της κιόλας όπως κούμπωνε πά-νω στο χέρι της Λουλούς αυτό το κάτι που την αιφνιδίασε από το πουθενά. Η ομπρελάρα δηλαδή η οποία μπασα-δούρικη και βραχνή σαν αγουροξυπνημένος οπωροπώλης μάγκας πού ’χει βγει να ξεπουλήσει δέκα τόνους ραπανά-κια , είπε…
- ’Μάστα ! Είμαι συνοδεία !
- Δε γίνεται να μην είσαι ;
Ρώτησε σβέλτα η νεραϊδούλα που θέλησε να συντο-μεύει.
- Τώρα όπως με κάλεσες σαν τζίνι πού ’ναι φαντάρος σε εφεδρεία που να ξέρω τι να κάνω για να μην είμαι ; Να είμαι θα μού ’πες !
Απάντησε χωρίς περιστροφές η ομπρελάρα που μιλιά είχε. Το στόμα δεν ήξερες ακριβώς κατά που βρισκότανε. Η νεραϊδούλα τά ’χασε ελαφρώς. Έψαξε να βρει από που βγαίνει η εξυπνάδα με φωνή από τούτη τη μπανελόβιδα της βροχής τη δίμετρη. Ταυτόχρονα μέχρι να βρει το κόλ-πο απάντησε ,
- Δε μπορεί !!!
Οπότε συνέχισε και η ομπρελάρα την πάρλα ξαναρω-τώντας σβέλτα ,
- Δε μού ’πες ;
- Τί νά ’πα ;
Η Λουλού ματαξαναρώτησε το μακρουλοκαλαμόπα-νο βρισκόμενη νοητικώς σε άλλο μήκος κύματος.
- Νά ’μαι ό,τι μού ’πες…
Της εξήγησε κατά πως νόμιζε η ομπρέλα.
- Δε σού ’πα νά ’σαι…
Την κοντράρησε η Λουλούκα ξανά. Τινάζοντάς την από το χέρι χωρίς αποτέλεσμα. Η τερατοπανοκονταράκλα τούτη είχε γίνει αυτοκόλλητη πάνω στην παλάμη της. Σαν παλιός περιπλανώμενος και λίαν αλλόκοτος οτοστοπα-τζής είχε βρει τη διάπλατα ανοιχτή παλάμη της νεραϊδού-λας σαν καρότσα από νταλίκα ξεφορτωμένη και ανέβηκε επιβάτης. Έτσι τούτη η ομπρελάρα αφότου πήρε φόρα δεν έλεγε να κατέβει απ’ το χέρι της Λουλούς με τίποτα. Η οποία απ’ τη μεριά της ένιωθε σαν νά ’χε πασαλειφτεί με σούπερ κόλλα αόρατη καθώς η κονταροπανοσκεπή η κλειστή και παλαβιάρικη τράβαγε τούτη την κουβέντα ό-λο και μακρύτερα λέγοντας αμέσως ,
- Μού ’πες !
- Σού ’πα ;
Έμεινε η Λουλούκα να παιδεύεται με την απορία.
- Μού ’πες !!
Αποκρίθηκε η ομπρελάρα κοφτά.
- Πώς σού ’πα ;
Ξαναντέδρασε ενοχλημένη η νεραϊδούλα με την ο-μπρελαράκλα πάντα κολλημένη στο ανοιχτό της χέρι ό-πως το ταρακούναγε σποραδικά μπας και την ξεκολλήσει επιτέλους από ’κει.
- Μού ’πες και είμαι όπως θα μού ’πες νά ’μαι !
Απάντησε μετά από ’να ακόμη ταρακούνημα ετούτη η γιγαντοπανοκόνταρη , σβαρνισμένη κουρελοσαΐτα. Θέ-λοντας νά ’χει και την τελευταία λέξη σε τούτη την άσκο-πη λογομαχία μετατρέποντάς τη σε μια εναλλαγή από «σουπαμούπες» κυριολεκτικότατες. Ανοίγοντας ξαφνικά τέτοιου είδους ιστορίες σαν τον ψύλλο πού ’ναι πίσω απ’ του σκύλου το αφτί. Όπου εκεί που βρέθηκε ζητάει ο ψύλλος να τον ξύσει ο σκύλος. «Να , στην πλάτη. Πιο μπροστα και λίγο πιο δεξιά αν γίνεται , σκυλουλίνο μου γιατί έχω φαγούρα απ’ του προηγούμενου γκριφόν το σαμπουάν». Έτσι έβλεπε την όλη κατάσταση και η Λου-λούκα να γίνεται. Ώσπου καθώς δεν άντεχε να συνεχίζει μια κουβέντα σαν και αυτή , βρήκε μια ιδέα. Άρχισε να σφίγγει την ομπρελάρα όπως την κράταγε απ’ το κέντρο. Τον κλειστό ετούτο κονταροπανογέρακα.
Ο μακρυφουστανοσωλήνας δαύτος ξέσπασε τότε σ’ ένα μπάσο τσιγαρόβηχα εντελώς απασχολημένος με σκο-τισμένη την προσοχή διότι στραμπουλήχθηκε απότομα απ’ τη νεραϊδούλα. Η οποία σε υπερένταση όρμησε και τη σφήνωσε ως τη μέση σε μια κούφια , οριζόντια , μεταλλι-κή μπάρα απ’ το σύνθετο κιγκλίδωμα ενός περίπλοκου μονόζυγου. Της κοντινότερης παιδικής χαράς.
- Εγώ δεν ξέρω τίποτα ! Φεύγω !
Μονολόγησε η νεραϊδούλα φωναχτά. Χωρίς να δίνει δεκάρα τσακιστή για μια ομπρέλα σμπαραλιαστή όπως αυτή που παρατούσε σφηνωτή μέσα σ’ ένα κάγκελο κα-ταμεσής σ’ ένα άλσος. Ούτε καν απευθυνότανε σε τούτη την στειλιαρόπανη κότα. Απλώς συνέχιζε ξεμπλοκάρο-ντας επιτέλους απ’ τον περίπατο. Μόνο που δεν είχε λο-γαριάσει τι σημαίνει τσίκλα μάρκας «Ζαμάν Φου !». Ας φώναζε ήδη το ξόρκι της , φτιαγμένο από λέξεις τόσο α-λαμπουρνέζικες όσο είναι εκείνες που προφέροντάς τις α-κούει τον εαυτό του κανείς να λέει «Στικ Σποτ !». Το ο-ποίο πάντως ήτανε αποτελεσματικό προς το παρόν. Μέχρι καρυδώματος.
- Έρχομαι και ’γω !! ’Συ ’σαι τ’ αφεντικό !!
Την ακολούθησε τούτη η ομπρελοβαλτόχηνα τρεχά-τη. Χοροπηδηχτά τρεχολογώντας στην ομπρελομύτη της και βρισκόμενη από σφηνωμένη σ’ ένα κάγκελο , πλάι στη Λουλού. Απ’ τη μια στιγμή στη άλλη.
- Να μη σ’ ακούω !
Της απάντησε νευριασμένη η Λουλούκα χωρίς ούτε να γυρίσει να τη δει.
- Στις μύτες ρολλάρω !
Την πιλάτεψε η ομπρέλα απτόητη.
- Καλώς !
Είπε ενώ έκανε μια μεταβολή σταματώντας απότομα με τα χέρια στη μέση της η Λουλού για να κανονίσει την πορεία της με τη μπανελογκαζοτανάλια τούτη.
- Ό,τι θες κυρά…
Της αποκρίθηκε η ομπρέλα και η Λουλού το εννόησε ως άλλη μια ομπρελογαλιφιά μπασαδούρικη.
- Τρυπητήρι για τυροτρίφτες…
Είπε έτσι λοιπόν η Λουλούκα κατευθείαν τη γνώμη της για την ομπρελαράκλα επισημαίνοντας όλο το λάθος πού ’χε γίνει στην κατασκευή και ξεγελιότανε το μάτι με την όλη παρούσα όψη της.
- Αμέσως !
Απάντησε τούτο το φροκαλοκάμακο το τυλιγμένο με το αδιάβροχο κουνουπιερόπανο. Έτοιμο να εξυπηρετήσει το αφεντικό της για ό,τι ζητήσει.
- Σκάσε επιτέλους ! Έχω φάει τη μισή μέρα να προσπα-θώ να δω πως πιάνει αυτό το ξόρκι ! Τη μισή μέρα !
Απηύδησε η νεράιδα φωνάζοντας στο αξεσουάρ το μουτζωμένο.
- Με πόσες τρύπες νά ’ναι ο τυροτρίφτης ;
Μάζευε πληροφορίες για να εκτελέσει επακριβώς την επιθυμία της Λουλούκας το ομπρελοτσάμπουρο τούτο το φασκελοβαρεμένο. Στημένο όρθιο στη μύτη του , μπρο-στά της και πάλι. Προφανώς χοντρόπετσο μόνο στις νε-ραϊδοκατσάδες.
- Στικ Σποτ , ρε μυτόσφηνα !!
Τη σημάδεψε πάντως την ομπρελάρα η νεραϊδούλα γεμάτη φούρκα ξαφνικά , ξεσπώντας μπας και ξορκίσει το πράγμα τούτο από μπρος της επιτέλους.
- Ώπα , κυρά λοχαγός ευπειθώς αναφέρω…βοηθητικός πεζικάριος…ε…πώνυμο…εμμ…ε…ναι…
Έγινε πιο χάλια με τούτο το φρέσκο νεραϊδοφάσκελο η ομπρέλα.
- Ρε , μπελάς ! Κοίτα να δεις που έπεσε ένα ξόρκι απα-νωτά ! Τώρα ; Αυτός ο γαντζοπανολεβιές δε λέει να πάρει χαμπάρι !
Μουρμούρησε η Λουλού με τα χέρια στη μέση της.
- Με λένε…
Έψαχνε για διακριτικά αναγνώρισης η ομπρελάρα α-κόμη που τό ’χε βάλει πείσμα να καταταγεί εθελοντής βοηθός νεράιδας.
- Άμα βρέχει ανοίγεις ;
Έκανε μια πρακτικής φύσεως ερώτηση για να δει πως θα βγει από τούτο το αδιέξοδο στο μεταξύ η Λου-λούκα.
- Μπα !
Απάντησε ο κονταροπανογάντζουλας. Αφήνοντας με παραπάνω ανησυχία τη νεραϊδούλα για την όποια χρησι-μότητα του νέου της ετούτου εξαρτήματος της βροχής. Το οποίο θα καθότανε μονίμως κλειστό και ας τη λουζότανε απ’ ό,τι καταλάβαινε τελικά ως μοναδική της κάτοχος η Λουλού. Μαζί με τη βροχή. Τρώγοντάς τη , αν θα τόλμα-γε κανείς να πει κάτι τέτοιο. Βεβαίως. Δεν αντιλέμε. Αρ-κεί μια τέτοια κουβέντα αν όντως την έλεγε μεγαλοφώ-νως κανείς να την εννοούσε μόνο μεταφορικώς. Διότι τέ-τοιο πράγμα κανονικά δεν τρωγότανε. Χωρίς συζήτηση.
- Όπου νά ’ναι θα σε χρειαζόμουνα.
Είπε η Λουλούκα στην ομπρέλα τούτη που αντί για αξεσουάρ της βροχής ένιωθε σαν να ξύπνησε απότομα τζίνι. Μια στήλη με μπανέλες. Με ένα τρύπιο βρακί από πολυαμίδιο…
- Του τυροτρίφτη τις τρύπες δεν κάναμε σούμα !
Ξανάκανε μαντάρα την όλη συνεννόηση μεταξύ τους τούτο το ξαφνικό βοήθημα της αρχηγού. Το σουρωτηρα-λεξιβρόχινο εξάρτημα δαύτο.
- Ρε , θα βρέξει !!!
Την ταρακούνησε κανονικά την ομπρελάρα μήπως και τη συνεφέρει και αντιληφθεί για ποιο πράγμα μόνο την έβρισκε η Λουλού τέλος πάντων χρήσιμη.
- Ε !…και ;
Αποκρίθηκε το πράγμα τούτο που λίγο ακόμη και θα θύμιζε παράδειγμα για κόμπο ναυτοπροσκόπων που κά-πως εφαρμόστηκε με ομπρέλα.
- Ρε , δεν είσαι ομπρέλα ;
Προσπάθησε να μεταδώσει στο τερατοτρυπανόπανο τούτο η νεραϊδούλα την αίσθηση των πραγμάτων. Διότι αν υπήρχε τέτοια αίσθηση ανέκαθεν σε νεραϊδομουτζω-μένες ομπρέλες ποτέ , τότε έπρεπε να ξαναβρεθεί και α-μέσως μάλιστα.
- Μ’ αρέσει που είμαι συνοδεία πιο πολύ ! Όμως μ’ αρέ-σει και ομπρέλα !
Εξήγησε με νοοτροπία χιμπατζή που άμα τον αμολύ-σεις απ’ το κλουβί του ζωολογικού κήπου κάνει το μπέ-μπη με σωβρακάκι στις γεροντοκόρες με τα γυαλάκια που ήρθανε να τον δούνε , η ομπρελάρα η παλαβωμένη μέχρι ομιλίας από μια νεραϊδόφαπα.
- Ναι , μα άμα βρέξει ;
Επέμενε η Λούλουκα να βλέπει τα πράγματα απ’ τη φυσική τους πλευρά. Την απολύτως χρηστική , εφ’ όσον τις ομπρέλες τις θεωρούσε πάντοτε ως πράγματα. Με ξόρκι ή άνευ. Μι-λώντας πάντως ακόμη όχι σε ό,τι θα α-ποκαλούσε κάποιος «ον» μα , αν μη τι άλλο σε ένα ομι-λόν πράγμα. Σε μια ομπρέλα που κακείν-κακώς συνέβει και ξαφνικά η ομπρελένια της χρησιμότητα την αποχαι-ρέτησε.
- Άμα βρέξει , έβρεξε ! Τυροτρίφτη θα βρω ;
Η ομπρελαράκλα επέμενε όλως παραδόξως να νιώθει αλλιώτικα και μάλιστα ολοένα και καλύτερα. Λίαν ορεξά-τη για δράση αν και δεν της φαινότανε καθόλου.
- Λαμαρινοβιδάκλα της βροχής , σκουριασμένη !
Εξάντλησε η Λουλού κάθε ρανίδα υπομονής εκφρά-ζοντας με ένα πολύ παραστατικό τρόπο τη γνώμη της για τούτη την τεράστια ομπρέλα τη φλύαρα ομιλούσα με την άθλια όψη.
- Προχώρα ’συ καί ’ρχομαι ’γω ! Τί θες να βρω πρώτο ;
Η μακρουλοπανόβεργα τούτη , ατάραχη από τα ό-ποια αρνητικά σχόλια μέχρι που είδε μια ιδανική ευκαιρία να παρουσιάζεται για να δείξει τι σημαίνει να έχει στην κατοχή του κανείς ένα παραπάνω μουτζωμένο απ’ το κα-νονικό τέτοιο κελεπούρι.
- Πώς θα συνεννοηθώ ;
Μπάφιασε η Λουλούκα αναρωτώμενη φωναχτά για τον τρόπο που μπορούσε να βρεθεί για να μην υπάρχει πλέον το οποιοδήποτε άλλο με τούτη την ομπρέλα ανεπι-θύμητο φαινόμενο. Ώστε η νεραϊδούλα να παραμείνει α-νενόχλητη.
- Όνομα βγάλε μου για να ξέρω πως με λένε πριν μου πεις τι χρειάζεσαι !
Ξαναμίλησε η ομπελάρα που φαινότανε ικανότατη για ν’ απαντάει σε κάθε ερώτηση της Λουλούς. Ασχέτως του πως εξελισσότανε ο μεταξύ τους διάλογος. Μάλιστα αναπάντεχα ξανακοντράροντας την όλη θέληση της νερά-ιδας. Απαντώντας τούτο το στραβοσουραυλόπανο αυτή τη φορά με τρόπο που να ευνοήσει τις συνθήκες συνεργα-σίας του με τη Λουλού. Η οποία αναρωτήθηκε τι το ήθελε νά ’ναι απρόσεχτη και του έριξε σαν ξυπνητήρι την πρώ-τη κεραμίδα.
- Πετάξου Μια Στιγμή , σ’ αρέσει ;
Αδιαφορώντας για την προηγούμενη ένδειξη καλής θέλησης της ομπρελάρας να κάνει το παν για να παραμεί-νει ακόλουθος στην υπηρεσία της Λουλούς , το πραγμα-τικό θέλημα της νεράιδας φανερώθηκε τώρα με έναν ηθε-λημένα άκομψο τρόπο. Καθώς δηλαδή ανταποκρίθηκε στη λύση που της πρότεινε για να βολευτεί στα σβέλτα η ομπρέλα , ακολουθώντας τη. Έτσι έδωσε στο αξεσουάρ τούτο για όνομα τον καημό της η Λουλού. Ο οποίος ένας μονάχα ήτανε εκείνη την ώρα. Να πήγαινε ανεπιστρεπτί επιτέλους η αγριοβαλτοκονταρόχηνα δαύτη για μια και καλή από ’κει που ήρθε.
- Αμέ !
Η ομπρελαράκλα απ’ την πλευρά της έκανε τα πάντα να δείχνουνε πως οδηγούνε σε ένα δρόμο που κανένας άλλος δε θα μπορούσε ποτέ του να δει για λύση με τίπο-τα. Οπότε , γουστάροντας απλώς οτιδήποτε και αν έλεγε η Λουλούκα , συμφώνησε αναντίρρητα με την τελευταία της αυτή επιθυμία. Όποια και αν ήτανε τέλος πάντων…
- Ωραία !
Απάντησε με ικανοποίηση η νεράιδα στο μακρουλο-στραβοραβδοβελονόπανο. Νομίζοντας ότι η ομπρέλα θα της έκανε το μεγάλο εκείνο χατήρι να εξαφανιστεί δια πα-ντός , αντιλαμβανόμενη πλήρως τη σημασία της ειρω-νείας του ονόματος. Πάντως ακόμη και αν ταίριαζε και άλλο όνομα σε ’κείνο το πράγμα , η Λουλούκα μόνο ε-τούτο ’δω θα διάλεγε. Οπότε και της τό ’δωσε. Μια και αν δεν καλυτέρευε η κατάσταση ας έμενε μαζί και τ’ όνο-μα δαύτο πάνω σ’ αυτόν τον κατασαραβαλιασμένο κοντα-ροπανόσαυρο για να βγαίνει το άχτι της Λουλούς κάθε φορά που θα τον φώναζε.
- Αυτό νά ’λεγες τόση ώρα θά ’χαμε ξεμπερδέψει !
Η ομπρέλα έκανε να φύγει για να βγει απλώς και μό-νο η παραγγελία που εκκρεμούσε για τον ειδικό τυροτρί-φτη κατά τη συνήθη απερίσκεπτη νοοτροπία της αλλά κο-ντοστάθηκε. Οπότε μέσα στην παρόρμηση που τη χαρα-κτήριζε για να εκπληρώνει εντελώς βιαστικά κάθε φράση της νεραϊδούλας ως μια επείγουσα να πραγματοποιηθεί ε-πιθυμία όταν δεν έπιανε καλά το νόημά της , ξαναρώ-τησε ,
Άμα έχει πάνω από εννενηνταεννέα τρύπες ο τυροτρί-φτης να φέρω κανένα άλλο ;
- Πετάξου Μια Στιγμή…
Είπε η Λουλού , προλαβαίνοντας ίσα-ίσα να προφέ-ρει τ’ όνομα που μόλις πήρε η ομπρελάρα. Η οποία τρω-γότανε από τη λαχτάρα να εκπληρώνει το καθήκον και ή-τανε έτοιμη να εκσφεντονιστεί. Το όνομα που ακούστηκε πολυσήμαντο ήτανε τουλάχιστον για την ώρα το αναμε-νόμενο σινιάλο για την ομπρέλα τούτη. Αν όχι ακόμη ως όνομα , ήτανε χρήσιμο πάντως και έτσι. Ποτέ κανείς δεν πρέπει να αμφιβάλλει αμέσως για τίποτα.
- Έφυγα !
Είπε λοιπόν ξαφνικά η παλαβιαροφυσούνα τούτη η αδιαβροχοκουρελόπανη και έγινε μπουχός χωρίς άλλες κουβέντες.
Η Λουλούκα δε σάστησε για πολύ. Απλώς σήκωσε τους ώμους και συνέχισε να προχωράει διασχίζοντας αρ-γά το υπόλοιπο άλσος. Σκεπτόμενη πιο σοβαρά τι να κά-νει πλέον μ’ ένα τέτοιο ξόρκι σαν το «Στικ Σποτ !». Διότι για να πάρει μια ανάσα να ηρεμήσει μασουλώντας και μια τσίκλα ώστε να κάνει και κανένα ψιλό ταχυδακτυ-λουργικό προκειμένου να μη βαρεθεί , δεν υπήρχε πρό-βλημα. Αρκεί από ’δω και μπρος να έπιανε καμιά κουβέ-ντα με τα ρούχα της για να τα ανακουφίζει όταν θά ’χανε φαγούρα. Μακάρι νά ’πεφτε πάνω σε καμιά παρέα πού ’χε βγει με της ίδιας μάρκας τσίκλες στο στόμα. Για να παίξουνε «περνά-περνά η μέλισσα». Μέχρι να φλιτάρει ο ένας μεταμορφωμένος τον άλλο που θά ’τρεχε για να σω-θεί βουίζοντας.
Το πιο πιθανό ήτανε πως θ’ άρχιζε να κάνει καμιά ε-ξερεύνηση. Ταξιδεύοντας μ’ ένα νέο «παφ !» κάπου στο παρελθόν για ν’ αλλάξει περιβάλλον. Θα αποφάσιζε με την ησυχία της. Ενώ θα συνέχιζε να βολτάρει στο ωραίο εκείνο άλσος τελικά. Ναι…

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH