![]() |
ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH |
|
Μίλα Μου Για ΞόρκιαΚεφάλαιο 25 25. Τα Καπέλα , Τα Μπαλόνια , Τα Μπερκέτια Και Τα Νεραϊδοσερμπέτια Η Γκόου Φίγκερ ήτανε ως γνωστό εκείνη η παλαβιά-ρα η Τρέχα Γύρευε η ζωγραφιά. Ανοιγόκλεινε τον ουρανό σαν αχνό τετράγωνο σύννεφο όπως τα μπισκοτάκια βανί-λιας πτι-μπερ στο σχήμα της. Για βουτήματα. Από συννε-φόπορτα γινότανε μετά κορνίζα ιπτάμενη. Αποφάσισε λοιπόν να αμολύσει τους επίσης γνωστούς ταξιδιώτες κο-ντά στη γειτονιά του Μπομπ του Καραμέλα. Όχι φυσικά χωρίς απρόοπτα. Όλα συμβαίνανε ακριβώς μεσημέρι. Το δελτίο και-ρού είχε προβλέψει τη μέρα καλή. Ούτε κουβέντα για μια ουρανοκατέβατη ανθρωποκαταιγίδα δεν ακούστηκε όμως σαν πρόγνωση από πουθενά. Παρ’ όλο που ξέσπασε εκεί-νη τη στιγμή. Πρώτος ξεμπουκάρησε απότομα μεσ’ τα α-σπραφρατομπάμπακα τα ουρανοσύννεφα ο Κλίκετι Κλακ. Έτσι λέγανε το καπέλο της Λούλας Μπόμπινγκς. Σαν να λέμε δηλαδή Κεφαλοδεσμοβελέντζα Καυκαλογκλαβαδό-καλου σε μετάφραση παραπάνω ελεύθερη για να πετύχει η νεραϊδούλα μια αντίστοιχη ονομασία με την εγγλέζικη την κουδουνιστικότερη περιγραφικώς. Δίνοντας ωστόσο μια ανάγλυφη αίσθηση της όλης κατακέφαλης εφαρμογής ετούτου του συμπληρωματικού ενδύματος με τάση λακί-σματος που το κατραπάκιαζε ιδιοχείρως η κάτοχός του κάθε τρεις και λίγο βάζοντας στη θέση του μαζί κάπως ά-γαρμπα και το περιεχόμενο του όλου της του κεφαλοκόκ-καλου. Αυτό δηλαδή που λέγεται αλλιώς μυαλό. Τρομάρα της. Το καπέλο το θεοπάλαβο κανείς δεν κατάλαβε πως μα είχε ζωηρέψει και τού ’ρθε να βρει για λίγο ένα άδειο , από ψηλά όμως , κεφάλι. Ξένο εξ ολοκλήρου για να ανα-νεωθεί. Δηλαδή , βρήκε ενός πλανόδιου πωλητή μπαλο-νιών. Ο τύπος κατατρόμαξε γουρλωμένος. Ο σίφουνας ! Πως ήρθε και του σφηνώθηκε έτσι απότομα από πάνω ! Το άτιμο ! Καθώς βαστούσε από μια αρμαθιά ποικίλα στο σουλούπι μπαλόνια σφιχτά ως εκείνη την ώρα στο κάθε του χέρι έχασε τότε ταυτόχρονα ένα μέσα από κάθε του χούφτα. Επειδή οι γεμάτες του , από τους μπαλονόσπαγγους , γροθιές χαλαρώσανε ξαφνικά από το καπέλωμα του γλι-στρήσανε του μπαλονά δυο φουσκωτά ανθρωπάκια. Τα πήρε ένα αεράκι σκέτο πειραχτήρι. Τα σήκωσε και τα έ-φερε στη συνέχεια να τα βρει τό ’να το χέρι της Γκέτεμ που ήτανε για όποιον αμφιβάλλει πάντα έτοιμο να κόψει τη φόρα σε ό,τι θα ’ρχότανε απλανώς πάνω της ενώ το άλλο μπαλόνι το σταμάτησε χωρίς καθόλου κόπο αλλά με αετίσιο τσάκωμα που δε θα του ξέφευγε ούτε σοκολατο-σποράκι που έπεσε από τρούφα ε , ο Άλσελ. Οι μικροί τα γραπώσανε εύκολα αφού τα μπαλόνια ανεβαίνανε αργά για να τους συναντήσουνε ψηλά στον αέρα. Οι μπόμπιρες μόλις είχανε ξετρυπώσει απ’ την Τρέ-χα Γύρευε. Βρισκόντουσαν σε ύψος τέτοιο όπου μπορού-σανε να διακρίνουνε ακόμη την Κεφαλοδεσμοβελέντζα Καυκαλογκλαβαδόκαλου της Λούλας , δηλαδή τον Κλί-κετι Κλακ , το καπέλο. Εκείνο έμοιαζε μόνο σαν μια γνώ-ριμη σιλουέτα σε μέγεθος ενός στρογγυλού κουμπιού από κάποιο ρούχο. Φαινότανε όσο χρειαζότανε για να ξέρουνε όλοι οι συμπλέοντες εναερίως που βρίσκεται. Βεβαίως κάτω στο έδαφος το καπέλο έκανε κεφαλο-πειρατεία. Όπου , πριν να τον σημαδέψει το σκανταλιάρι-κο , το νεραϊδοσκασμένο , ο ξαφνικός του , νέος τώρα χα-σομπούσουλας κάτοχος κατευθυνότανε κατά ’κει που έ-βλεπε κόσμο. Την προσοχή του ακάπελου ως τότε μπαλο-νά είχε τραβήξει ένα χαρούμενο πανδαιμόνιο από χειρα-ψίες και αλληλοκαλημερίσματα. Ενώ γνωστοί τρατάρανε γνωστούς γλυκίσματα δείχνανε κατά το μαγαζί του Μπομπ του Καραμέλα. Αυτό το γεγονός ήτανε που είχε κινήσει την περιέργεια του μπαλονά. Το καπέλο έπαιρνε ό,τι σχήμα του γουστάριζε όταν βρισκότανε στα κέφια του. Εκεί που έπεσε λοιπόν , πάνω στον ανυποψίαστο πλανόδιο πωλητή έγινε για να περνάει η ώρα του τώρα , αγνώριστο αλλά τρομερά αστείο και πολύ ψηλό. Λες και ήτανε τραβηγμένο και μάκρυνε από ένα χέρι αόρατο. Το χρώμα του είχε αλλάξει σε πράσινο ίδιο στον τόνο με ενός ανοιχτόχρωμου μαρουλόφυλλου χωρίς να γίνεται όμως καθόλου κίτρινο. Ο φιόγκος χρω-ματίστηκε λουλακί και φούσκωσε. Το σχήμα της δεμένης ετούτης κορδέλας που πάντα τύλιγε της Λουλούς το καπέ-λο ήτανε σε δυο στιγμές όπως αυτό που έχει ένα πολύ α-φράτο τσουρέκι. Έτσι ο μπαλονάς έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη για το καπέλο φίλος του με το ζόρι. Η Κεφαλοδεσμοβε-λέντζα Καυκαλογκλαβαδόκαλου τον βρήκε απλώς για την πλάκα της. Απολύτως τυχαία...Όταν αντιλήφθηκε λοιπόν ο μπαλονάς ότι ήρθε να τον στέψει απ’ το πουθενά , τρό-μαξε. Οπότε άφησε τον Κλίκετι Κλακ πάνω του μετά από την απώλεια. Αλλιώς θα παιδευότανε χειρότερα αν και κοψοχολιασμένος. Τώρα ωστόσο , με το καινούργιο , ίδιο μ’ ένα φάλτσο μα πολύ στρογγυλεμένο μισοφέγγαρο πανύψηλο , ενάμι-ση μέτρο ψηλό και πολύ πλατύγυρο – μ’ ένα γείσο ακτί-νας ενός μέτρου – γυριστό προς τα πάνω , θυμίζοντας ένα πελώριο σομπρέρο στο σουλούπι που πήρε το καπέλο στο κεφάλι του χωρίς να ρωτήσει κανένα , ο μπαλονάς ξανα-φοβήθηκε και με το παραπάνω. Τα χέρια του ήτανε πά-ντοτε γεμάτα κορδόνια μπαλονιών που τεντώνονταν όλα κατά τον ουρανό απ’ τα δεμένα πολύχρωμα μπαλόνια στην άκρη τους. Με διάφορα τινάγματα του κεφαλιού προσπάθησε λοιπόν να αποσπάσει απ’ το κεφάλι του τον ενοχλητικό καπελολαθρεπιβάτη. Ήθελε να το ξεφορτωθεί αλλά μόλις τα γεμάτα χέρια του το πλησιάζανε να το βγά-λουνε σπρωχτό με γροθιές αυτό χοροπηδούσε. Οι κόρες των ματιών του είχανε έρθει να το κοιτάνε γυρίζοντας όσο γίνεται πιο πάνω. Τα χέρια μαζί με τα πό-δια του κάνανε τις πιο ξέφρενες κινήσεις. Καταξεβιδωνό-τανε λοιπόν με κοφτές , απότομες εναλλαγές από γροθο-τινάγματα , τσινίσματα του κεφαλιού και άτζαλα χοροπη-δήματα και δρασκελιές για να απαλλαγεί από δαύτο. Τα γόνατά του από τις αφηνιασμένες προσπάθειες ξεκαπελώ-ματος φτάνανε ως το σαγόνι του. Άρχισε έτσι μια παλα-βιάρικη παντομίμα. Σαν να έκανε πως διώχνει ένα άγριο μελίσσι. Όμοιος με ξεχαρβαλωμένο , κουρδιστό , τηλεκα-τευθυνόμενο παλιάτσο με καπέλο και μπαλόνια. Βραχυ-κυκλωμένος ολόκληρος. . . . Ο κόσμος είχε όλος κέφια. Ο καπελωμένος γυρολό-γος όπως διέσχιζε το πλήθος άρχισε να προσφέρει όχι ένα ακόμη μα το πιο ξαφνικό σπαρταριστό θέαμα σε σύγκρι-ση με το υπόλοιπο εύθυμο αλαλούμ που επικρατούσε τρι-γύρω του απ’ τα κεράσματα του Καραμέλα Μπομπ. Άθε-λά του φυσικά όλοι το παρουσιαστικό του το βρίσκανε ξεκαρδιστικά πρωτότυπο. Διότι απλώς το καπέλο δεν έλε-γε να φύγει απ’ το κεφάλι του. Βρήκε κιόλας ένα ρυθμό χορευτικό βγάζοντας το ίδιο και μουσική ζωηρή μαζί. Μάκραινε στο ύψος για ένα μέτρο ακόμη σαν φίδι που λι-κνιζότανε και μετά ξανακόνταινε απότομα. Το βρίσκανε όλοι απίθανο. Όταν ξαφνικά λούσανε τον μπαλονά σε μια τέτοια κερματοπλημμύρα που έφτυνε τα κέρματα σαν να ήτανε χαρτοπόλεμος. Νυχοπατούσε για να τη γλιτώσει να μην κατασκοτωθεί. Το πλήθος συνέχιζε. Τον τρέλλαινε στη δι-φραγκογιορτή και στο χειροκρότημα. Ενώ όλο το νούμε-ρο ήτανε τελικά μια καπελόφαρσα ουρανοκατέβατη. Πρώτου μεγέθους στην πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα ήτανε να χάσει την ισορροπία του τελικά όπως βάδιζε στις μύτες των ποδιών του. Πατώντας τα κέρματα πατινά-ριζε άγαρμπα με ορμή χωρίς να μπορεί να σταματήσει. Μ’ αυτό τον τρόπο διέσχισε χωρίς φρένο στη συνέ-χεια μια μακριά κατηφόρα από καταστήματα σ’ ένα φαρ-δύ δρόμο λιθόστρωτο. Από ’κείνους που γλιστράνε στα λαξευτά καρούμπαλα όπως και αν βαδίσεις. Παρ’ όλα αυ-τά αν και με απίστευτους κλυδωνισμούς και θορυβώδες χειροκρότημα από τον περίγυρο που τον χάζευε , ο μπα-λονάς κατέληξε εκεί όπου σκόπευε έτσι και αλλιώς να φτάσει. Φτάνοντας αλλιώς. Τον Κλίκετι Κλακ το νεραϊδο-καπέλο πριν την είσοδο στο κατάστημα του Μπομπ του Καραμέλα το φορούσε πάντως όπως και νά ’χε το πράγ-μα. . . . Ο ζαχαροπλάστης είχε να απασχολείται με αρκετούς μερακλήδες κάθε είδους γλυκίσματος. Είχε φροντίσει λοι-πόν να στήσει ένα πάγκο. Έξω ακριβώς απ’ τη βιτρίνα του. Πλάι στην κατατοπιστική , διπλή σαν λάμδα πινακί-δα υπήρχε μια γενναία ποσότητα μέσα σε βαθιές πιατέλες σερβιρίσματος. Επομένως φυσικό ήτανε. Στο σημείο εκεί-νο συγκεντρώθηκε τριγύρω στον μπουφέ τον γαβαθογε-μάτο ένα πολύβουο πλήθος από εύθυμους συζητητές. Σε μια στιγμή , μέσα σ’ όλη τη φλυαρία των αναρρίθ-μητων διάσπαρτων θαμώνων των κερασμένων με γλυκά απ’ το κατάστημα του Καραμέλα Μπομπ , επειδή απλώς έκανε κέφι το ποτό πολύ ένας γλυκά μα και τύφλα μεθυ-σμένος , ο Μπιχλιμπιδοκουδουνοτσεποτσουμπλέκης ας πούμε , όπως κυκλοφορούσε κοντά στο ζαχαροπλαστείο εκείνο να τι έτυχε και πήρε το μάτι του. Κάποιον να τού ’ρχεται γρήγορος σαν καρπαζιά κυνηγώντας ένα κατοστα-ροδόλαρο να το μαζέψει μια και τό ’δε να πετάει καταχα-ρούμενο και αμέριμνο. Ώσπου όπως τον προλαβαίνουνε πάντα τα δυο γκαβά του Μπιχλιμπιδοκουδουνοτσεπο-τσουμπλέκη , του χαρωπού και ροδομάγουλου κρασοντε-πόζιτου , ο κατοσταροδολαροτρεχάλας ετούτος πέφτει πά-νω σ’ ένα τρίτο ανυποψίαστο Γιάγκουρα , άγγλο πάντοτε , που είναι σαν αγριοβούβαλος. Την ώρα που ο χοντρό-Γιανγκος δειγματίζει σανό με σοκολάτα στο κοπάδι το υ-πόλοιπο και το μαζεύει για καραμελοπαστοβοσκή δοκι-μαστική. Κάνοντας επιλογή προτίμησης σε βοσκότοπο. Δηλαδή , για να δει που κάνει κέφι να τρώει το κοπά-δι πρωινό κάθε μέρα , ο βουβαλαρχηγός του προτείνει έ-να πιάτο από σανό καινούργιο. Με σιρόπι , σε περιτύλιγ-μα. Όταν αμέσως εκείνος ο ξέμπαρκος τύπος , ο κυνηγός της κατοσταροδολαροπέρδικας που του ξεφεύγει συνέ-χεια ψηλότερα στον αέρα , καταφτάνει με τα χέρια όρθια. Δίνοντας ένα τραγότρακο. Πάνω κατακούτελα στον αρχι-βούβαλο του μαζεμένου του καραμελοσταζοσιροποσάγο-νου του κοπαδιού. Το οποίο μασάει με ασταμάτητα «μμμ-μμμμμ !!!» , απασχολημένο κατά τα άλλα πάρα πολύ. Ο αρχιβούβαλος παρά λίγο να μείνει φαφούτης. Με την έφοδο που του κάνει καθώς τον πατάει και τον μετα-τρέπει σε χαλκομανία δηλαδή ο ανεμοκατοσταροδολαρο-πιλάλας μπουκάρωντας με δύναμη σε μια σπηλιά που λά-μπει. Ο ευτυχής κρασοβαρελόχαχας , ο Μπιχλιμπιδοκου-δουνοτσεποτσουμπλέκης μετά απ’ αυτό εδώ το σκηνικό απομένει ελαφρώς σαστισμένος. Να χάσκει με το στόμα ορθάνοιχτο και τα φρύδια ψηλά για να ξεσπάσει σε πολύ βροντερά γέλια που τα κόβει ένα «χικ !» σαν ήχος από μια ξεκολλημένη βεντούζα. Τελικά , έπειτα απ’ αυτό το λόξυγγα , αφήνοντας μόνο τούτο το «χικ !» που θα ξε-κούφαινε και παππού με μαγκούρα άμα πλησίαζε βηματί-ζοντας με πολύ αργό ρυθμό , έφτανε δίπλα στον κρασοπο-τισμένο και σαλτάριζε κοψοχολιασμένος , ο Μπιχλιμπιδο-κουδουνοτσεποτσουμπλέκης πέφτει για λίγο ξερός ανά-σκελα στο πλακόστρωτο... Όμως όσο νά ’ναι νομίζω πως χρειάζονται μερικές περαιτέρω διευκρινήσεις για να μην μπερδεύεται κανείς εκεί που δεν χρειάζεται. Καθόσον όλα αυτά εδώ αν δεν τά ’βλεπε έτσι μεσ’ τη θολούρα του την κρασοχαρούμενη ο Κορνήλης... - Γαβρήλης... ...Ναι , σημαίνουνε την εξής παρακάτω φάση. Εξερχόμενος ο Καραμέλας Μπομπ , εισερχόμενος με φόρα πυραυλοκίνητη , πατιναριστή , αμπλαούμπλικη ο μπαλονάς. Με την καπελαδούρα τη μουσαφίρικη. Πέρασε πάνω από τον αιφνιδιασμένο ζαχαρωτοποιό. Με όλα τα τσαμπιά των μπαλονιών να χάνονται απ’ τα χέρια του. Να ανεμίζουνε αργά προς τον ουρανό δημιουργώντας μια πρόσθετη αναμπουμπούλα από μπαλονοκυνηγητό στο δρόμο. Λες και ήτανε μέρα πού ’χε βγει η γειτονιά γεμάτη κέφι για να παίξει χιονοπόλεμο. Η Κεφαλοδεσμοβελέντζα Καυκαλογκλαβαδόκαλου , ο Κλίκετι Κλακ ψιλόλιγνος τσούγκρησε στην κάσα της εισόδου. Στον αέρα πάντα , ταρακουνήθηκε να συνέλθει. Με πτήση χαμηλή μπήκε στο ζαχαροπλαστείο. Αναζητού-σε το γουστόζικο κεφάλι , το στόχο του. Ευτυχώς , ξαφνι-κά ο μπαλονάς του ξέφυγε. Πήγε να σβαρνίσει μεσ’ τις λουκουμαδαλευρόσκονες. Κατευθείαν μέσα στα ανοιχτά σακιά τα φρέσκα και νεραϊδένια. Άστραψε σαν ηλιαχτίδα η ζάχαρη. Εκεί βρέθηκε σφηνωμένος με την κεφάλα όλη μέσα ο μπαλονάς. Τα πό-δια του να σπαρταράνε ανάποδα , με τις σόλες προς το ταβάνι. Οι σάκκοι ξεφυσήξανε μ’ ένα απαλό , κουδουνι-στό «παφ !». Σε αχνά χρώματα γαλανού , ροζ , κίτρινου , πορτοκαλί και κόκκινου κερασένιου λαμπερού μεταξύ άλλων. Οι υπόλοιπες οι καραμελόσκονες αναστενάξανε από τη φόρα του το ίδιο. Μαζί με το αλεύρι σηκώσανε έ-να πολύ όμορφο και μυρωδάτο σύννεφο από φρουτοαρώ-ματα. Το καπέλο φταρνίστηκε. Όλα γίνανε ένα τέλειο , α-συμμάζευτο αχούρι. Το μέρος γέμισε νιφάδες ομίχλης φω-τεινής και λαμπιρίζουσας. Ο Μπομπ είχε ξαπλωθεί στην είσοδο. Ένας τράκος με τον φουριόζικο και ανήμπορο να κουμαντάρει τα ποδάρια του μπαλονά. Αυτό και αν ήτανε συναπάντημα. Πράγμα που έκανε άθελά του τον ζαχαρο-πλάστη για πρώτη φορά να ρίξει τον σκούφο του πέφτω-ντας τρικλοποδιασμένος. Ανασηκώθηκε με κεφάλι καμπα-νοκουδουνιστό. Ξανακοτσάρησε όπως-όπως το φουσκωτό σκουφί. Α-ντιλήφθηκε το πέσιμό του και έγινε σούστα. Τινάχθηκε όρθιος φεύγοντας με πιλάλα κατά το γλυκοσυννεφιασμέ-νο του εργαστήρι να σώσει ό,τι προλάβαινε. - Μπα σε καλό ! Τί κεραμίδα ήτανε τούτη ; Τέτοια όρε-ξη τους ανοίξανε οι καραμέλες και οι γλυκομπουκιές που έρχονται με φόρα σαν αααα...σαν... ...σαν...τυφώνααααααααπσς !!! Φταρνίστηκε με ορατότητα μηδέν και χάθηκε στην ομίχλη ζάχαρης και αρωματικών υλών και ο ζαχαροτω-ποιός ο ίδιος. Σκεπάστηκε και τούτος σ’ ένα τύφλα από φρουτόσκονες , αλεύρι και ζάχαρη ανακάτεμμα , σωστό πανηγύρι. Όπου και βέβαια σκόνταψε παρομοίως. Έπεσε μόλις μπήκε για να σφηνωθεί όπως και ο απροσδόκητος δοκιμαστής των υλικών του σ’ ένα ζαχαρόλοφο από κατά-σπαρτα υλικά για ζύμες , για κρέμες και πολύχρωμα γυα-λιστερά γλάσα. Τρεις που φταρνιζόντουσαν. Ο Μπομπ , ο μπαλονάς και η καπελαδούρα της νεράιδας. Η Λούλα η Μπουμπου-νηταριδοσυννεφίδου μόλις που κατέφτασε φουριόζα και δαύτη στο μαγαζί με τα γλυκά. Έβλεπε τα γεγονότα πάνω απ’ τον πάγκο λιανικής. Με τα δυο της χέρια πάνω του. Σε γκριμάτσα αγανάκτησης. Λες και της πασάρανε μπα-γιάτικο εμπόρευμα. Ώσπου να διαλυθεί το σύννεφο στο παρασκευαστήριο να βγει ένα συμπέρασμα. Διότι είδε ό,τι πρόλαβε. Από την τρεχάλα του Καραμέλα Μπομπ ε-κεί πέρα μέσα και μετά. Με το σούσουρο φυτρώσανε και αναρρίθμητα κεφά-λια από πάντοτε εύθυμους αλλά ελαφρώς απορρημένους θαμώνες. Χαζεύανε από κάθε πλευρά της ανοιχτής εισό-δου σαν να κάνανε «τσα !» κατά ύψος. Άλλοι μπήκανε και στεκόντουσαν να δούνε καλύτερα από πιο κοντά , λί-γο πιο πίσω απ’ τη Λούλα τη Μπουμπουνηταριδοσυννεφί-δου. Εκείνη έδωσε μια με την παλάμη στον πάγκο λέγο-ντας μέσα απ’ τα δόντια , - Εδώ κοίτα !! Κλακ , δε μου γλιτώνεις !! Έτσι όπως θα σε βάλω κάτω να σε πατήσω !! Θα σε κάνω μπισκότο πλακέ , διακοσμητικό σε γλάσο καμιάς τούρτας. Φρόντι-σε να γίνεις κράνος για να γλιτώσεις !! Γιατί κακομοίρη μου αλλιώς σε βλέπω να καρουμπαλιάζεις σαν καμηλο-πάρδαλη που φοράει άλλη μία για καπέλο !! - Πιάνει το «στικ σποτ !» ; Ρωτάει και ο Ντερτ. - Κάποιος θα πέσει πάλι ξερός και θα ξυπνήσει ένας άλ-λος. Κάνει η Γκέτεμ με τό ’να δάχτυλο στο μάτι για να βγάλει μια τσίμπλα που είχε από ώρα. - Από ’δω παράπονο δεν έχω , ήτανε ό,τι έπρεπε. Λέει και ο Άλσελ που ξεφυσάει με νοσταλγία. Το ίδιο στρουμπουλός όπως όταν είχε φτάσει κατά ’κει και την πρώτη φορά. Αμέσως μετά η Λούλα Μπόμπινγκς είπε στον Ντερτ δίπλα της , - Η Τρέχα Γύρευε θυμήθηκε κουτουρού τα προηγούμε-να δρομολόγια και μας ξανακουβάλησε στο ζαχαροπλα-στείο που μαζέψαμε τον Φραγκοδεκατεβαίνογλου τον μι-κρό. Καλή φουριόζα και δαύτη ! - Αλέκο πάλι καλά που σού ’φυγε η ζαχαροπαλάβρα αλλιώς μας έβλεπα όλους να δαγκωνόμαστε και να μασάμε ο ένας τον άλλο για χρόνια πολλά ! Έκανε η Καίτη Μπακς που θυμήθηκε τα προηγούμε-να κάνοντας τούτη την παρατήρηση για τη λιγούρα του φίλου της του καλού , του Φραγκοδεκατεβαίνογλου του Αλέκου πού ’χε και ώρα να ροκανήσει ζάχαρη. Η Καιτού-λα αφού έκανε μια παύση , μια και όπως πρόσεξε δεν δια-ταρράχθηκε απ’ ό,τι μόλις είπε η σιωπή εκεί όπου είχανε πέσει οι υπόλοιποι του νεραϊδοπληρώματος , της ήρθε λί-γη όρεξη ίσα-ίσα για να συμπληρώσει δηλαδή τις παρατη-ρήσεις και να σπάσει και την ανία της λέγοντας , - Πάντως σώσαμε τα μπαλόνια. Όλοι στο δρόμο φέρανε από δυο-τρία για να μπουκωθούμε με τα μουρλογλυκί-σματα ! Τι ζαχαρωτομουρλοπαντιέρα είναι τούτο το μέ-ρος δε λέγεται ! - Ουφ !!! Μια στιγμή να σκεφτώ ! Μην ακουγόσαστε ! Κομμένη η μουρμούρα ! Χαμ-Μπαγκ ! Γρήγορα ! Φασί-να ! Χωρίς καθυστέρηση ! Πρόσταξε η νεραϊδογκουβερνάντα και έτσι έγινε. Ά-νοιξε ο χασμουρητομπαμπούλας , η βαριεστημένη τσα-ντάρα τον μπεζαχτά και για πρώτη κίνηση ράντισε τον τό-πο με μια δέσμη από χοντροκαραμέλες που πετάξανε με μια φιγούρα σε πορεία σπιράλ σαν σούστα στον ελιγμό. Περάσανε την είσοδο της αλευραποθήκης όπου είχε ήδη μπουκάρει η κομάντος η μπεζερισμένη και με ’κείνο το βαριαναστεναγμό που νόμιζες πως ήτανε κολοβό συνθη-ματικό. Σαν κανένα παρατσούκλι , όπως ας πούμε «Χα-μπάρι Μπακανιάρικο». Με κοιλάρα καταπρησμένη δηλα-δή. Πάντως άνοιξε η καραμελοφαμπρικότσαντα και πέσα-νε σε μπολ που βγήκε μαζί τους απ’ την τσάντα ιπτάμενο όλες οι καραμελάρες οι σπαζομασέλικες. Γεμίσανε το μπολ εν πτήσει και συνεχίσανε καθώς αυτό προσγειώθηκε στον πάγκο λιανικής. Όπου οι καραμέλες τελικά το ξεχει-λίσανε για τα καλά πέφτωντας σαν βροχή. Πίσω στο εργαστήρι μέσα απ’ την τσαντάρα είχανε ήδη βγει μετά το καραμελοσυντριβάνι δυο σκέτα και με-γάλα γαλανοδιάφανα χέρια. Σαν αγνή , γαλανή νεφέλη. Τα οποία χτυπήσανε δυο φορές στον αέρα παλαμάκια. Το πολύχρωμο ζαχαρονέφος πού είχε σηκωθεί από την ανα-μπουμπούλα έγινε επιτόπου μια ποικιλόχρωμη , αραχνοΰ-φαντη κουρτίνα. Τα αφρατοδιάφανα , γαλανά χέρια την τραβήξανε και άνοιξε. Η ζαχαροκουρτίνα γεμάτη χρώμα-τα χωρίστηκε στα δύο ενώ δέθηκε κομψά με δυο όμοιες αιθέριες κορδέλες. Έπειτα ό,τι αλευροτουμπαρισμένο υπήρχε διάσπαρτο γύρισε αντίστροφα στη θέση του. Σαν ανάποδη βόμβα ό-που τα θρύψαλλα ξανασυναρμολογούνται και όλα είναι ήδη καλά όπως πρώτα μέχρι να βλεφαριάσεις. Τότε τα α-φράτα , μεγάλα και αχνά σαν γαλανός καπνός χέρια χαθή-κανε μ’ ένα «παφ !». Μ’ ένα «φλουπ !» απ’ το κομψό συμμάζεμα που έκα-νε η καμαριεροκροκαλοζαχαρωτότσαντα , ξεσφηνώσανε από ’κει και σταθήκανε όρθιοι στη στιγμή και ο Χαραλά-μπης ο Καράμπελας από τη Γελαδοκουδουνοτροκάνα της Ημαθείας της αγγλικής και ο μπαλονάς ο μάλλον κοντο-χωριανός. Μεσ’ την καλή χαρά. Όλο ευτυχία. Σε τελείως δικό τους κόσμο. Με κουδουνάκια αόρατα στ’ αφτιά. Αλ-ληλοκοιταχθηκάνε καταχαμογελαστοί με το χέρι στο στό-μα. Αφήνοντας πνιχτά «χπφχμφ». Μετά αγκαλιαστήκανε μέσα σε «χαχαχα !» και πέσανε με τον πισινό στο πάτω-μα. Αγκαλιασμένοι και οι δυο και λυμένοι στα γέλια. Έτσι κατάχαμα καθιστοί αλληλοκοιταζόντουσαν και ξαναξε-καρδίζονταν. - Θέλω και ’γω ένα γλυκό ρε , για κοίτα ! Άκουσε η Γκέτεμ να λέει στον εαυτό της. Η Κεφαλοδεσμοβελέντζα Καυκαλογκλαβαδόκαλου , ο Κλίκετι Κλακ , ξανακάθησε πάνω στον ανασηκωμένο στο πάτωμα ακόμη μπαλονά. Ξεχείλωσε μέχρι να φτάσει στο ύψος το ένα μέτρο . Σαν καπελότουρτα και στο σχή-μα και στα χρώματα. Ε , όχι και μπισκότακι ! Τούρτα α- μέ , ευχαρίστως να γίνουμε ! Με πονοκεφαλόπαρλα πά-ντα και φωνή σκίουρου πού ’χε φάει γλιστρίδα. Ραπτο-μηχανή σε ταχύτητα. -Τεϊκμιοφμιτεϊκοφμιτεϊκμπατιτσοκεϊοφτεϊκχεντεϊκχεντ-τεϊλχεντεϊλχεντεϊκοφοκεϊτσμπατεϊκμιοφτεϊκ !!! Τά ’πε όλα μαζεμένα σαν απόδειξη ταμείου. Στρογ-γυλοκαθισμένο στου μπαλονά το κεφάλι ξανά σαν εικο-σαόροφη πολυκατοικιότουρτα ολόλευκη και πληθωρική , διάστικτη από παστέλ τόσα δα μικρά ψευτοζαχαρωτά , ταρακουνιότανε σύγκορμο. Επιπλέον το γείσο του , διότι καπέλο νεράιδας ήτανε και όχι γλυκό που τό ’χανε για κα-τόρθωμα ζαχαροπλαστικής , απλωνότανε ολοένα. Τελικά ο πλατύς δίσκος που σχημάτιζε το γείσο του Κλίκετι Κλακ έγινε σαν τεράστια βάση τούρτας , χιονόλευκος ε-πίσης , ολοστρόγγυλος με πολλές φράντζες ημικυκλικές σαν μαργαρίτα , ντούρος. Ολόισιος. - Ωραίος ο σκούφος ! Παρατηρεί με θαυμασμό ο ζαχαροπλάστης Καραμέ-λας. - Ωραίο το μέρος ! Απαντάει με όμοιο θαυμασμό ο μπαλονάς. - Ε , τότε βρήκες μια θέση στην πιο πολυσύχναστη σερ-μπετοπηγή ! Θα σκαρώνουμε τα γλυκά παρέα ! Πρότεινε ο χαρωπός ζαχαρωτοτεχνίτης. - Σύμφωνοι φίλε μου ! Με λένε Πατ Ποπ ! Έλαμψε ο ευτυχής , όχι πια μπαλονάς. Αμέσως μετά συστήθηκε με εγκάρδια χειραψία καθιστός στο δάπεδο ό-πως και ο Χαραλάμπης ο Καράμπελας. Ο οποίος Μπά-μπης σαν να παραξενεύτηκε διότι η προφορά του και-νούργιου καλού του συνεργάτη άλλα φανέρωνε. Αν και η εντύπωση επιβεβαιώθηκε κατευθείαν. - Από το Πανάγος Χατζηπολυδωρογρηγοροκυριακόπου-λος. Απ’ τα Τραγονέραντζα της Αργολίδας της Ουαλέζι-κης. - Αααα...Ε , λοιπόν Πατ Ποπ...όχι της ελληνικής Αργο-λίδας ; Ο Χαραλάμπης ο νουγκατινολόγος ο ειδικός στις συ-νταγές για επιδορπιοθεραπείες από ζαχαραβιταμίνωση , δηλαδή πτι-φουρ-ίασης , βολ-ο-βαν-ιάσματος και μαρον-γκλασε-διά-σματος μεταξύ άλλων ζαχαρωτοστερητικών παθήσεων αναρωτήθηκε για κάτι πατριωτικές λεπτομέ-ρειες πάνω που θα σιγούρευε με τη χειραψία την ευτυχή συνεργασία. - Είναι κομμάτι μπερδεμένο το ζήτημα... Αποκρίθηκε ο νέος συνεργάτης του Χαραλάμπη. Καθόλου δεν ενοχλήθηκε απ’ την απάντηση όμως ο Καραμέλας Μπομπ πολιτογραφημένος πάντα εξ Ημαθεί-ας αγγλικής σε σχετικές ερωτήσεις χωρίς νά ’ναι και απο-λύτως βέβαιη η γεωγραφική λεπτομέρεια για το θέμα που αφορούσε στο συγγενολόι του και δαύτου παρομοίως εν τέλει. Οπότε είπε και ο Χαράλαμπος στον καινούργιο , -Ναι. Λοιπόν. Πατ Ποπ , Τραγονέραντζα φυτρώνουνε και αλλαχού. Όμως μόλις έγινες ζαχαρωτοποιός στην «Ωραία Γελαδοκουδουνοτροκάνα»... - Την εγγλέζικη ; Ενδιαφέρθηκε όμως ιδιαιτέρως να εξακριβώσει με τη σειρά του το ίδιο θέμα τελικά και ο Πανάγος λες και ήτα-νε άκρως απόρρητο ακόμη για τρίτους. Αντιρωτώντας δη-λαδή παρομοίως τον Μπομπ τον Καράμπελα ο Πατ ο Χα-τζηπολυδωρογρηγοροκυριακόπουλος τα περί Γηραιο-Αλ-βιόνικης πρωτευουσιάνικης εντοπιότητας της καταγωγής. Καθόσο ίσαμ’ εδώ η τύχη τά ’φερε και γινόντουσαν μόλις μακαντάσηδες οι μορφές τούτες ’δω οι αγγλοφανείς. Ναι. Ε , δηλαδή όταν λέμε τώρα «Άγγλοι» , εννοούμε πως ή-τανε Άγγλοι αμφότεροι μεν , στο περίπου δε. - Πάντα ! Τον διαβεβαίωσε λοιπόν γι’ αυτό και ο Χαραλάμπης ο Καράμπελας τον νεοπροσληφθέντα καλό του βοηθό ο οποίος ονομαζότανε και Πανάγος Χατζηπολυδωρογρηγο-ροκυριακόπουλος. Χωρίς , παρ’ όλα αυτά ο αρχιζαχαρο-τωμάστορας ο Χαράλαμπος να διαλύσει και ’κείνος εντε-λώς στ’ αφτιά του νέου βοηθού και συνεταίρου τις υποψί-ες για το αν υπήρξε ποτέ έστω και ίχνος από εγγλέζικο χνώτο στη φαμίλια των Καραμπελέων. «Όμως δε βαριέ-σαι οι δουλειές καλές θά ’ναι» , σκεφτήκανε ταυτόχρονα και δυο και δώσανε τα χέρια. - Τόκα το ; - Τόκα το ! - Τόκα το ! Αφού έγινες Πατ Ποπ και ’συ ζαχαρωτο-ποιός αξίζει μια γιορτή το καλό ετούτο νέο ! Κερνάω... Σε ανύποπτο χρόνο όλα αυτά , από αστραπιαία σύ-μπτωση συμβαίνανε με το που έγινε το συγύρισμα. Μα είχε ξεμπερδέψει πλέον η τσαντάρα – σαν επίδειξη προϊ-όντος καθαρισμού – με τη φασίνα. Η οποία όσο διαρκού-σε , έκανε τη νταντά με όλες τις μέχρι εκεί αναποδιές να χαζεύει ψιλοζαβλακωμένη. Ώσπου είδε πως είχε γίνει το καπέλο της πάλι πάνω στον Πατ Ποπ και συνήλθε. Ξεφω-νίζοντας και διακόπτοντας έτσι τους δυο χαρούμενους , σαν γάντι σε χέρι ταιριαστούς και μόλις φρέσκους φίλους. - Επ !! Νάτος ο Κλακ !!! Έκανε ξαφνικά η νεραϊδονταντά χτυπώντας και τις δυο παλάμες της μαζί πάνω στον πάγκο συναλλαγής του καταστήματος. Τότε , χωρίς δεύτερη κουβέντα διότι πήρε μπρος γύρω στην εντέκατη , ε ! Τό ’ριξε ένα «στικ σποτ !» με φωνή και δαχτυλόστρακες. Οπότε μια και είχε αλλάξει το καπέλο της ολομόναχο το σχήμα του ήδη , το κανόνισε επιτόπου η Λουλού. Καθότι το ατίθασο καρκα-λοεξάρτημα είχε καταντήσει ένα χοντροπαστοτουρτο-μπάλονο μακρουλό και γυαλιστερό. Οπότε το άλλαξε με το ξόρκι της από λευκόκρεμο με αμέτρητες παστέλ κουκ-κίδες απ’ όλα τα χρώματα εικοσαόροφο τουρτοπαστουρα-νοξύστη , στο προηγούμενο κανονικό , ατσαλάκωτο σχή-μα. Με μια φιγούρα λοξής , στυλάτης , στριφογυριστής μετατροπής ήρθε υπάκουο ξανά και έπεσε στο κεφάλι της καλμαρισμένης απότομα σαν μωρό με μπιμπερόν , Λού-λας Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου. - Εσείς οι δυο κύριοι , είστε γεννημένοι για θαύματα του ταψιού ! Είπε κατ’ αρχήν δήθεν αυστηρά. Χαλάρωσε όμως α-μέσως γλυκαίνοντας. Γλίστρησε τον αντίχειρα πάνω στο μεσαίο δάχτυλο μετά με δύναμη. Μ’ ένα «σναπ !» των δαχτύλων της τέτοιο και με ξόρκι το «στικ σποτ !» τους αποζημίωσε και τους δυο. Από ένας σκούφος βρέθηκε α-στραπιαία στου καθενός ζαχαρωτοτεχνίτη το κεφάλι. Μα-κρύς , φουσκωτός και σκερτσόζικος ! Ίδιος και καλύτερος ο Κλίκετι Κλακ. Σε διπλή εκδοχή. Οι Μπομπ και Πατ ξανακοιταχτήκανε μεταξύ τους. Αμέσως μετά ξανασκάσανε στα γέλια. Τα καινούργια τους σκουφιά κουνηθήκανε χορευτά πέρα-δώθε. - Πάνω που γλύκανε η μέρα ! Ο κόσμος περιμένει τόση ώρα για ένα σας κέρασμα ! Πού θα το ξαναβρεί ; Οπότε Καραμέλα Μπομπ , Πατ Ποπ , καλά γαλακτομπουρεκο-μπερδέματα ! - ...Όλο τον κόσμο ; Συνέχισε ο Πατ Ποπ από ’κει που σταμάτησε πριν λί-γο ο Καραμέλας Μπομπ ο οποίος έγνεψε «ναιναιναιναι-ναι !» πολύ γρήγορα με το κεφάλι. Φωνάξανε όλοι χαρούμενα. Η νεραϊδογκουβερνάντα έκανε στροφή κατά την έξοδο. Εκεί ακόμη κάνανε «τσα !» κατά ύψος κεφάλια λοξά πλάι απ’ την πόρτα. Από ’δω και από ’κει. Βλέποντάς τα είπε η Λούλα στους ξαφ-νιασμένους χαρούμενους , - Είχαμε μείνει από ζάχαρη και μόλις παραλάβαμε ! Μπορείτε να πείτε σε όλους όσους θέλουνε να έρθουνε για να γλυκαθούνε ! Πάλι όλοι να ξανασκάνε στα γέλια. Ακριβώς μέσα σε τούτο το πανηγύρι έγνεψε τελικά αντίο όλη η παρέα. Η πόλη ξαναζωντάνεψε με κέφι. Η Γκόου Φίγκερ έκανε έ-ναν ελιγμό έξω ακριβώς απ’ τη βιτρίνα. Ο Δερβισοψηλο-λελέκογλου ο Μητσάρας έγραψε «ω καθαίννας σπύτυ του». Ακαταχώρητες οδηγίες και δαύτες στη μνήμη της κορνίζας του. Κατακαίνουργιο λεξιλόγιο αμφισβητήσιμης οπωσδήποτε ακριβείας. Η νεράιδα και η ακολουθία της μαζευτήκανε επομένως σε κύκλο. Κρατώντας από το χέρι τον διπλανό τους όλοι βουτήξανε σαν μπισκότα βανίλιας και βουτύρου μεσ’ το γάλα και χαθήκανε στη ζωγραφιά τη φρικτή και αβελτίωτη μέσα σε μαύρα , γραμμοκατσια-στά απ’ την ειδική την κηρομπογιά του νεραϊδόμπαρμπα , χάλια. Απομείνανε σαν αχώριστο ντουέτο στο γλυκισματο-ποιείο την Ωραία Γελαδοκουδουνοτροκάνα από ’δω και μπρος ο Χαραλάμπης ο Καράμπελας και ο Πανάγος ο Χατζηπολυδωρογρηγοροκυριακόπουλος...Κάθε μέρα στέ-κονταν και θαυμάζανε. Μεσ’ το κατάστημα άλλωστε το καθετί γινότανε από μόνο του. Νιώσανε γι’ αυτό το γεγο-νός βαθιά ανακουφισμένοι. Το μόνο που είχανε να κάνου-νε ήτανε να τσιμπάνε και από μια γλυκειά μπουκιά κάθε πρωί. Η Ωραία Γελαδοκουδουνοτροκάνα έγινε το πιο ξα-κουστό μέρος για κεράσματα σ’ ολόκληρη την πόλη. Με ένα «Καλημέρα !» τα χέρια , τις τσέπες και το καπέλο του κάθε γλυκομερακλή που ερχότανε κατά ’κει του τα γεμί-ζανε με ζαχαρωτά μέχρι να ξεχειλίσουνε. Με τη βουτιά ετούτη από ’κει ξέχασε όμως ο Δερβι-σοψηλολελέκογλου απλώς να σημειώσει συμπληρώνο-ντας ότι , «ώλλα ύνε καλλά ώτταν ταιλυόνουν καλλά !». . . . Ευτυχώς δηλαδή που η Τρέχα Γύρευε χόρτασε όπως όλοι από ζαβολιές και ανακατωσούρα. Η Καίτη η Μπογοδιφραγκομαζωξοπούλου βρέθηκε κατευθείαν στον καναπέ του σαλονιού της να γλυκοκοι-μάται σαν μια φρόνιμη δεσποινίς το απομεσήμερο. Η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου αποσύρ-θηκε και εκείνη στον ξενώνα για λίγο καιρό. Έμεινε στους Μπογοδιγραγκομαζωξοπουλέους για κάτι ξεσκά-σματα παραπάνω στην περιοχή την κοντινή στην οδό Νε-ροκολοκυθομάχης. Ταλανίζοντας τους δυο μπόμπιρες το κατά δύναμιν. Πάντως , μετά από ετούτη τη νεραϊδότσαρκα γνωρι-μίας ο Αλέκος ο Φραγκοδεκατεβαίνογλου έκανε τον κα-λύτερό του ύπνο απ’ όσο θυμότανε άπαξ και έσκασε μύτη η παραμανονεράιδα της Καιτούλας κατά τα λημέρια τους. Ακόμη και στο όνειρό του είχε αρχίσει τις νεραϊδόβολτες. Πάντα έχοντας μια μικρή αδυναμία στα γλυκίσματα. Επι-πλέον ήτανε πάντοτε το πρώτων βοηθειών άλλο μισό της Καίτης της Μπογοδιφραγκομαξωξοπούλου. Αν και κατέ-ληγε εκείνος να χρειάζεται τις γάζες. Ο γνωστός και μη εξαιρεταίος πια Μητσάρας Δερβι-σοψηλολελέκογλου έμενε όπως πάντα λίγο παρακάτω. Κοντά στου Ζουμ το μπουμπουνισμένο το τριόροφο με το βολιδοβόλο το άνευ προηγουμένου. Σε μια απλή σοφίτα την άπλωνε την αρίδα του ο Μήτσος. Λίγες στέγες παρα-πέρα. Έχοντας πάντως χώρο για μια Τρέχα Γύρευε. Την ταξιδιάρα παρτενέρ που ήτανε πλάι στο στρωσίδι του. Τη μέρα εκείνη με το που επέστρεψε στο δικό του το τσαρδί αποκοιμήθηκε με μια αέρινη μουσική να του χαϊδεύει τ’ αφτιά. Ασήκωτος απ’ την κούραση. Όπως κάθε φορά με-τά από μια εξόρμηση με τη παλιά , καλή του φίλη. Τη νεράιδα και πανύψηλη σαν καναρίνι υπερτροφικό σε στε-νή εικόνα , σινεμασκόπ τελείως και νταντά ε , την...πέ-στηνε ρε Μητσάρα ! Την ταξιδιωτική πράκτορα , τη λελε-καβγουλόκροκη παλτονεράιδα την ατσουμπαλοτάκουνη ; - Μπου...ριδο...σι...λ...φφφ...φίδου...σσσς...Ζουμ , να σε...και σ...να...και τ...φφφ...ο κανό...ψψψψ...νι...σου... Τη Λούλα τη Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου που θέ-λει να πει και ο φίλτατος ο Δερβισοψηλολελέκογλου ο Μήτσος με τ’ όνομα. Ο οποίος υπναρομουρμούρικα κιό-λας φαντάζεται πως θά ’τανε αν τον καπετάνιο με το κα-νόνι του τά ’χε ε , δεμένα. Μόνο μη θορυβείτε και του χα-λάσει η όλη ξάπλα όπως βλέπει και σκηνές από το πρό-σφατο έργο. Δεν χρειάζεται να ανησυχεί άλλο κανένας. Μ’ άλλα λόγια , όλα μετά από εκείνα τα άνευ πλάνου τα τρεχολογήματα γνωριμίας με τη Λουλού εξελιχθήκανε φυσιολογικότατα. Τόσο ο Άλσελ όσο και η Γκέτεμ και ο Ντερτ μετά από το «αλάτι χοντρό-αλάτι ψιλό , νεράιδα με φασκέλωσε και θέλω φυλαχτό» βγήκανε εκεί όπου είχε ευτυχώς υπόψη του ο καθένας. Έχοντας ανεξαιρέτως ξα-πλωθεί , όπως είπαμε , για μία σιέστα. Έχοντας ξεχαστεί δηλαδή τελείως. Αμέριμνοι όλοι με μια μορφή στην εκδο-χή την απ’ έξω τους ενός – με πολύ τέχνη μεταλλαγμένου – αχλαδιού έξτρα-έξτρα λαρτζ στο μέγεθος έκαστος. Δια-θέτοντας στο αχλαδοκούτελο από ένα μάτι κύκλωπα με υπερκόπωση και από πάνω του στην κορυφή εννιά τρίχες. Εκεί ακριβώς στην αχλαδοκορυφή να έχουνε αγριοβλα-στήσει στον καθένα από δύο φλεβόαιμες , κατακόκκινες από αϋπνία αλλά εντός λίγων δευτερολέπτων και πάρα πολύ βαρυβλέφαρες , ματόμπαλες χοντρές πάνω σε αντί-στοιχες λεπτές , ψηλοκρεμαστές κεραίες. Στην υπόλοιπη δε την αχλαδόφατσα κάτω απ’ το με-σαίο το μάτι το επίσης κατάκοπο να έχει πιάσει το χώρο πρώτα το μεταλλικό , σωληνωτό μαρκούτσι το τσακιστό από τρόμπα βενζίνης που γεμίζει τα ντεπόζιτα και περνάει πλέον για μύτη. Όλο το από ’κει και κάτω υπόλοιπο να το πιάνει μια στοματοσπηλιά με αραιά , γλιτσοπράσινα βο-τσαλόδοντα σχηματισμένα σαν σταλακτίτες και σταλαγ-μίτες αλλά στρογυλλεμένους. Ακριβώς εκεί πέρα μέσα να λιμνάζει μια ανηφοροκατηφορική , παχιά γλώσσα σαν μπλε λαστιχοπάπλωμα με εκείνο το χαρακτηριστικό στις γελοιογραφίες το πολύ βαθύ λοφολακκάκι στη μέση. Ναι. Αντί για τα δυο τους τ’ αφτιά , ξαφνικά υπήρχε από έ-να πιάτο για δορυφορική τηλεόραση σε μέγεθος πιάτου σούπας που είχε όμως μαζί στο κέντρο του σφηνωμένο πιο μέσα από τον κάθε πιατελόπατο από ένα συρμάτινο χτυπητήρι για αβγά. Τα χέρια ; Όλες αυτές οι τρεις οι κοντούλες οι διπλο-κρέβατες τά ’χανε ακόμη. Η όλη διάπλαση έμοιαζε στα μπράτσα σαν νά ’τανε δυο βρασμένα μακαρόνια , απ’ τα χοντρά για παστίτσιο. Υπήρχε εξουθενωμένος από ένας τέτοιος νερόβραστος σωλήνας στη μέση κάθε βοϊδόφρου-της πλευράς όχι μόνο της ανάσκελα σωριασμένης Καίτης μα και του έτσι ακριβώς ροχαλίζοντος Αλέκου καθώς και του Μήτσου που αχλαδομέτραγε πρόβατα κάπως πιο πλευροπλαγιασμένος και μισομπρούμυτος. Μαζί και από μια χούφτα στην κάθε μακαρονένια άκρη. Πλουμιστή χά-ρη στις τέσσερεις μεγάλες φαρμακοκάψουλες τις αλλιώ-τικα δίχρωμες μεταξύ τους που γίνανε τα πρώην πέντε δάχτυλα και με μια παλάμη φτιαγμένη από ένα αλογοχάπι για πονοκέφαλο. Για νά ’χουμε πλήρη εικόνα να μην αφήσουμε όμως απ’ έξω πάνω στο φινάλε μια περιγραφή απ’ τα πόδια τους. Τα οποία άλλωστε βρισκόντουσαν πάντα στην κάτω πλευρά. Από δυο λαστιχένιες κλειδώσεις δύο πόντων οι οποίες καταλήγανε η καθεμιά σε μια διπλομπίφτεκη σα-ντουιτσοπατουσάρα με τέσσερα νυχοδάχτυλα σαν κάστα-να με το φλούδι. Όλα αυτά για να είναι συναρμολογημένα σε πατούσα ήτανε κολλημένα μεταξύ τους γερά... Αφουγκραζόμενοι αμυδρά την απολύτως σκοταδερή την ησυχία μέσα σ’ ένα φωτεινό ακόμη αν και αδιάφορα συννεφιασμένο καταμεσήμερο και ο Αλέκος και ο Μή-τσος αλλά και η Καίτη με τις κεραίες τους τις θηριωδώς σαλιγκαρομάτικες όσο και σβέλτα ολοσχερώς βλεφαρο-κουκουλωμένες. Άμα θα ξυπνούσανε θα ’ρχότανε και η ώρα που θα βλέπανε ολοκάθαρα στον καθρέφτη τους και τι καλό που κάνει πάντα μια καδροβουτιά πριν από τη με-σημεριάτικη την ανάπαυση. Βέβαια άμα κάτι τέτοια φτά-σεις και δεν θυμάσαι μια βδομάδα αργότερα πόσες φορές τα ξανάπαθες , λες στο τέλος και από μόνος σου ότι ίσως να λείπει και μάτι τέταρτο γιατί τα τρία πάλι δε φτάνουνε για να προλαβαίνεις τα χαντακώματα. Κάτι που είπανε άλλωστε , από μέσα τους και απ’ έξω τους και οι τρεις οι αχλαδοπαθόντες αναπόφευκτα με τη Λούση για αρχιλο-χία. Μεταξύ μας τώρα , με τέσσερα μάτια άμα σε ξανα-φέρνουνε νεράιδες σαν τη Λουλού στην καθημερινότητα , καλύτερα να έρχεσαι αλλαγμένος στην όψη σαν ηλεκτρι-κή κουζίνα. Όχι ό,τι κουζίνα νά ’ ναι κιόλας. Μόνο τελευ-ταίο μοντέλο και η καλύτερη μάρκα της αγοράς. Μέσα σε κανένα από τα χίλια και βάλε καταστήματα του Κλωτσό-βολου. Καλύτερα να γίνει πολυμάτικ φούρνος το στόμα σου και η κεφάλα σου να βράζει κανονικά πάνω της από καφέ μέχρι σπαραγγόσουπες παρά να ξυπνάς κάθε Δευτέ-ρα πρωί ολόιδιος με ένα τέτοιο σαπιλάχλαδο τσίμπλικο , πολυμάτικο. Όχι πως θα καθήσουμε για να στεναχωριόμαστε εξαι-τίας τους πάντως. Διότι μετά και από το καρέ του απιδιού που κατρακύλησε από τον κορνιζόσακκο ο οποίος χώραγε ποιος ξέρει και πόσα παρομοίως καρουμπαλιασμένα ίδια φρούτα ακόμη , εδώ θα πρέπει να είναι η στιγμή που πέ-φτει η κουρτίνα η ντραπέ. Αν και με μπόλικη τζάμπα κα-θυστέρηση καθόσο όλα αυτά δε γίνανε μόνο γρήγορα μα ήτανε γραφτό να μείνουνε και σαν μια ακόμη πολύ καθη-μερινή συνήθεια και στην Καίτη και στον Αλέκο και στο Μήτσο έπειτα από τις ολοήμερες πενηνταβδόμαδες επα-ναλήψεις σε ποικίλες παραλλαγές που τους είχανε μείνει για υπόλοιπο της θητείας ετούτου του ντανταδιάσματος. Δηλαδή χαίρετε... Ε ; Καιρός δεν είναι ; Να αραιώνουμε δηλαδή όλοι σιγά-σιγά. Να πάτε και ’σεις όπου θέλετε. Άντε , γιατί μέ-χρι να κλείσουμε κανένα μάτι θά ’ρθει πάλι Χειμωώ-ναααας. Χασμουρήθηκα. Φραουλογρανιτοχαιρετίσματα καρακαταξαναξεματιασμένα σε όλους και αντίο επιτέ-λους για ύπνους αξόρκιστους και γουρλήδικους ! - Σσσσστ ! - Σσσσστ ! - Σσσσστ ! - Σσσσσσσσσστ !!! - Σσσσστ ! Σαλαμούρας Σαμ εδώ ! Όνειρα στριφτά και καληνύχτα σας και πολύ σας είναι ! Άντε ! -Σσσσστ , γερο-Ζουμ ! Ήρθα φυσέκι ! - Σκάσε Μπίλια να στρίβουνε στον ύπνο και στον ξύ-πνιο τους να πάνε αλλού όλοι ετούτοι να κάνουνε τίποτ’ άλλο. Ακόμη εδώ είναι ! Τέλος , παίδες. Άντε κοιμήδια !!! - Εεε... - Τί ’ναι ρε ; - ...Μπα , τίποτα. Καληνύχτα ! - Άντε μπράβο γιατί ξημέρωσε ! - ...νύχτα !! -...Ζουμ...ο...κα...λ...ο...ς...σσσσς...ψψψψ...κλ...ααα...κ... Χα...μμ μμ...Μπα...πα...πα... Πάπαλα , επιτέλους που κουτσολέει τώρα μόλις και ο Δερβισοψηλολελέκογλου ο σπαρτσακαμίνος που όλο γκριτζιαλάει τις τσιμινιέρες τσαπατσούλικα με το φουγα-ροστείλιαρο. Καθότι την κοπαδοπροβατομετράει τη νύ-στα με το καντάρι. Δηλαδή όχι μόνο ο Μήτσος. Μέχρι και μια τέτοια τσιντίλω , σαν γλομπόσυρμα ανθρώπινο λια- νή , πανύψηλη μα και μοναδική στο είδος της αγαρμπο-νταντά σαν τη Χαρικλώ τη Μπουμπουνηταριδοσυννεφί-δου τον θέλει τον ύπνο τον θεριακλήδικο. Άντε. Λύσε-δέσε το γουρούνι , μακρυσκοίνησε την κλώσσα , πέρασε η μέρα. Ούτε που είμαστε για να ψάχνουμε για άλλες φά-σεις και λεπτομέρειες...Σιγά να μη μας ενδιαφέρει η συνέ-χεια πλέον. Μισοκοιμόμαστε ήδη. ΤΕΛΟΣ ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25 |