Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 7

7. Αμάν Νταντά

Α , Φθινόπωρο. Πυκνόφυλλα και δροσοσταλάτα , α-φάνες σε τόνους ακόμη πράσινους τα δέντρα. Παρ’ όλο που επί τρεισήμισυ εβδομάδες ο καιρός όλο ετοιμάζεται. Προμηνύονται δηλαδή κάτι σταγόνες , χοντρές σαν κρα-σομπουκάλες.  Ε , για την ώρα μόλις κάνει να ψιχαλήσει μέσα  απ’ τον βαρυβλέφαρο , γκριζοφρύδικο , σχεδόν μπαρουτοσύννεφο ουρανό σκάει ένα μόλις λοξό χαμογε-λάκι και ο ήλιος και ξαναχάνεται πίσω απ’ την τζαναμπέ-τικη τούτη γκριζοσυννεφιά της αναβολής της ατελείωτης.

Ταυτόχρονα , αρχίζει να φυσάει δυνατός άνεμος τέ-τοιος που πιλατεύει και τα πιο γεροριζωμένα δέντρα. Μέ-χρι που μεσ’ τις φωλιές τους τα σπουργίτια παίρνουνε α-νάποδες στροφές βλαστημώντας μετεωρολογικώς κάθε τρίλεπτο και από ένα κόντρα άνεμο. Διότι κοντεύουνε να γίνουνε  απ’ τα τσαταλιασμένα νεύρα δρυοκολάπτες. Ό-που νά ’ναι θα τριβελίζουνε μυτοσπαθίζοντας τους κορ-μούς των δέντρων σκαρφαλωμένα απ’ έξω όρθια. Αν παρ’ όλα αυτά δεν αρχίσουνε να κοπανάνε αποτρελαμένα τα κουκουτσοκέφαλά τους ντουγρού εκεί πάνω όπως θά ’ναι πλέον λόγω θύελλας με τις φωλιές σαν ψάθες για παρα-λία.

Μάλιστα…Τα φαινόμενα του καιρού αυτά είναι προς το παρόν σε όλη την περιοχή όπου θα συνεχίσουμε με τούτη την ιστορία. Όμως ας κοντοσταθούμε μια στιγμού-λα γιατί κάπου εδώ πρέπει να βρίσκεται το σπίτι των Μπακς. Γι’ αυτό ήρθαμε σ’ αυτό το μέρος. Μια στιγμή να ρίξω μια ματιά…Επ ! Νάτο ! Εδώ είμαστε ! Ορίστε. Οδός Νεροκολοκυθομάχης 717. Το βρήκαμε ! Είναι το τσαρδί πού ’χουνε στήσει αμφότεροι. Απ’ όπου και πηγαινοέρχο-νται ενώ τρώνε τρέχοντας και κοιμούνται όρθιοι. Καθότι μπαινοβγαίνουνε απ’ το σπίτι σε μια μεγάλη εταιρία με είδη υγιεινής διατροφής. Δημητριακά για πρωινό. Εξαιρε-τικότατα. Οι Μπακς έχουνε κολλήσει με το να τα συνι-στούνε.

Εκείνη είναι υπεύθυνη αγοράς διαφημιστικού χρόνου σε οπτικοακουστικά μέσα για τούτα ακριβώς τα προϊόντα. Εκείνος είναι υπεύθυνος διανομής για τα καταστήματα. Πάντα για τα δημητριακά της ίδιας εταιρείας. Φανατικοί οπαδοί υγιεινής διατροφής και οι δύο οι Μπακς. Όχι τώρα τελευταία. Από χρόνια. Καλαμποκονιφαδοπουλερικά απ’ τα λίγα. Με καριέρα κανονικότατη. Έτσι θα εξηγείται τό-ση αντοχή που βρίσκουνε για τρεχάλα ακόμη και νυσταγ-μένοι. Άλλωστε μάρκα «Έφυγες !!» είναι οι τροφές που διαθέτει στην αγορά η εταιρεία τους...και ποιος δεν θα ξέ-ρει τι σόι πράγμα είναι. Οπότε μάλλον από τούτη την ε-νέργεια γεμάτοι όπως θά ’νιωθαν με το νιφαδοτουρμπινο-καλάμποκο αυτό το πασίγνωστο θα συναντηθήκανε μια αλαφιασμένη μέρα από σύμπτωση στο σπίτι αφού θα βρήκανε στο κουτί πού ’ναι πάντα «μέγεθος γίγας» πρώτα τις απαραίτητες βιταμίνες και τελικά έτσι θα αποκτήσανε και την εξής μία κόρη τους.

Η οποία έγινε κιόλας οχτώ χρονών και είναι γεγονός πως πρόκειται για παιδί-θαύμα. Είδατε τα υγιεινά προϊό-ντα ; Αμέ ! Για να καταλάβετε , μέχρι που σε κάνει η μι-κρή να θες να φας σιδερόβεργες για μακαρόνια. Φουλά-ρεις από νεύρα και μένεις ρέστος από δόντια. Καθότι , ά-μα περισσεύει ενέργεια χάρη στα μπρέκφαστ τα ενισχυμέ-να γίνεται ο ένας πιο τσίφτης από τον άλλο στο άψε-σβή-σε. Το αβγό κάνει την κότα και τη βγάζει και βιταμινο-θρεμμένη με νοημοσύνη όλων των προγόνων σουμαρι-σμένη. Η τόση δα κόρη των Μπακς δεν πιάνεται.

Στο κολλέγιο ήδη. Παραμύθι είναι , που λέω αλήθεια εδώ αλλά τό ’χει πάρει πολύ απάνω της μια που τα λέμε το όλο θέμα περί ιδιοφυίας. Ναι…Έχει μεγάλο στόχο. Θέ-λει να γίνει άσος στην καλαμποκονιφαδοκατανάλωση. Ό-χι όμως πρακτικώς. Επιχειρηματικώς και φραγκοσακκου-λιασματικώς. Παραβγήκε έτοιμη απ’ την κούνια για χρυ-σές και έξυπνες δουλειές η πιτσιρίκα. Εμ , τρεχαλητοξε-πατώνονται στο 717 της οδού Νεροκολοκυθομάχης στη μπίζνα την κερδοφόρα. Βέβαια , είναι το άτιμο το τρόφι-μο τέτοιο που το παρακάνουνε οι Μπακς οικογενειακώς , μα δεν πειράζει. Η τρεχάλα στην υγεία κάνει και καλό.

Μόνο που χρειάζονται οι γονείς της μικρής λόγω του σπορ μια νταντά επί εικοσιτετραώρου βάσεως για να βο-ηθήσει. Φροντίζοντας για την κανονική ζωή ενός παιδιού όπως η Καίτη Μπογοδιφραγκομαζωξοπούλου εδώ , δηλα-δή η Γκέτεμ (παρατσούκλι απ’ το Κέιτ) Μπακς. Ώστε να κάνει άλλωστε ό,τι και οποιοσδήποτε όταν είναι μόνο ο-χτώ χρονών. Πρόκειται για ανάγκη κατεπείγουσα. Αφού λείπουνε όλοι. Μια νταντά για τη μικρή Μπακς λοιπόν είναι άκρως απαραίτητη. Μα , όχι για τα γεύματα. Εκεί παραείναι ικανή από μόνη της η μπομπιροτσακμακόπε-τρα. Πρέπει όμως νά ’χει μια συνοδό για τα παιδικά της ηλικίας της δικής της γραβατόγλωσσα τρεχαλητά. Μια και η συνοδός θά ’χει την ευθύνη σε ένα πλήρες ωράριο για εξόδους και ψυχαγωγία κατάλληλη. Το πράγμα όπως φαίνεται είναι κιόλας ρυθμισμένο. Από λεπτό σε λεπτό α-ναμένεται στο σπίτι των Μπακς η άφιξη μιας τέτοιας ορε-ξάτης βοηθού.

Μα κρίμα είναι να στεκόμαστε απ’ έξω πολυλογώ-ντας. Δεν κάνουμε τον κόπο να δούμε τί γίνεται ; Ε ; Κιχ. Αφού έπεσα σε τάμα περίεργο και δε μιλάτε μπαίνω να δω. Όποιος θέλει , έρχεται. Μέχρι να πείτε «ύποπτος βολ-τάρει στη Νεροκολοκυθομάχης» έχω θέα μέσα στο σπίτι των Μπακς περνώντας μέσα απ’ την κλειστή την πόρτα αθέατος σαν σκιά.

Εδώ είμαστε. Ορίστε. Νάτη και η Γκέτεμ Μπακς. Έ-τοιμη να υποδεχτεί για πρώτη φορά την παραμάνα της που θα φτάσει σε λίγο. Η μικρή την περιμένει μπαφια-σμένη. Ντυμένη μ’ ένα ταγιεράκι σαν τουρτοπόλεμο , όλο πουά λευκοκίτρινα , πορτοκαλομπλέ και καφέ ανοιχτά. Φορώντας μαζί κάτι σανδάλια τόσο περίπλοκα δεμένα που τα πόδια της μοιάζουνε σαν δυο πακέτα με λουριά. Τα μαλλιά πλεγμένα σε μια μακριά κοτσίδα μ’ ένα πάνινο κόκκινο φιόγκο. Στο τηλέφωνο ήδη. Για εφαρμογή σχε-δίου διάσωσης από ντανταδομπλεξίματα.

Ο Άλσελ (παρατσούκλι από το Άλεκ) Φορνόουλες , σαν να λέμε ο Αλέκος Φραγκοδεκατεβαίνογλου , από την άλλη μεριά της τηλεφωνικής γραμμής είναι ο επιλαχών για να βοηθήσει. Οχτάχρονος μπόμπος και τούτος. Φακι-δόφατσος , στρουμπουλός , κοστουμαρισμένος ολόκλη-ρος σαν πρασινοπορτοκαλί καρό κολατσοβαλιτσάκι και με παπούτσια σαν φραντζόλες φτιαγμένες εκλεράκια. Μακρουλά , καφετιά , καρουμπαλάτα και φουσκωτά με άσπρες σόλες.

Το σπίτι του Άλσελ βρίσκεται ακριβώς δίπλα στης Γκέτεμ Μπακς. Να και η τηλεφωνική τους συννενόηση με απόσταση ανάμεσα στα δυο ακουστικά κάτι λίγα βή-ματα , ένα τοίχο και δυο εξώπορτες , τη μία πλάι στην άλ-λη.

- Άλσελ Φορνόουλες ! Κατάπιε ό,τι έχεις δαγκώσει μη σε ακούω να μασουλάς ! Έλα από ’δω μόλις σε κλείσω ! Κοίτα μην ξεχαστείς εκεί αγκαλιά με μια κούτα γκοφρέ-τες ! Μην μπερδευτείς. Λοιπόν ! Για άκου ! Μου φέρνου-νε για να με προσέχει μια νταντά. Ακούς ρε ;

Η Γκέτεμ με το που ακούστηκε η φωνή του Άλσελ με ένα καταμπουκωμένο στόμα να λέει «εμπρός !» βρα-χυκύκλωσε επιτόπου. Δεν υπήρχε και ώρα που να το πε-τύχει χωρίς να μασουλάει αυτό το παιδί. Λέγοντάς του σαν τηλεγράφημα ό,τι της συνέβαινε. Σε τόνο μάλιστα που να φαίνεται πως το πράγμα αναβολή δε σήκωνε.

- Γκ-κ-κ…Μμμ ; Τί σ’ έπιασε ; Εγώ τί φταίω ;

Ο Άλσελ δεν ήθελε και πολύ για να στραβοκαταπιεί όταν κάθε φορά που σήκωνε το τηλέφωνο του απαντούσε η Γκέτεμ ξεκουφαίνοντάς τον όπως ήτανε πάντα μπουρι-νιασμένη από διάθεση.

«Κατάπιε ο γκοφρεταλιγάτορας ! Κοντεύει να φάει και το ακουστικό του τηλεφώνου !» , παρατήρησε η από ώρα εκνευρισμένη Γκέτεμ Μπακς. Αν και ο εκνευρισμός δε σήμαινε ότι έπεφτε και έξω στην εκτίμηση της όλης κα-τάστασης στην άλλη μεριά της γραμμής.

- Έλα από δω ρε φαγάνα ! Μια πόρτα δρόμος. Δε χάνεις θερμίδα ! Με πιο πολλές θα φτάσεις απ’ ό,τι όταν ξεκινή-σεις.  Τι σοκολατοχλιμίτζουρας είσαι δε λέγεται !

Απάντησε στον Άλσελ η Γκέτεμ για να τον βγάλει α-πό την απραξία και να τον φέρει σβέλτα στους Μπακς μή-πως τη βοηθήσει να ξεφορτωθεί τον ανεπιθύμητο επισκέ-πτη που θά ’φτανε.

- Καλά , έρχομαι. Γλυκά βγάλε.

Έκανε ο Άλσελ ατάραχος. Μετά από μια ντουζίνα τέ-τοια παραγγέλματα τη μέρα είχε μάθει πια όλες τις προτε-ραιότητες που έπρεπε να θυμάται για λογαριασμό του. Αν και δεν είχε ποτέ το νου του για να μην τον βρούνε οι τα-κτικοί μπελάδες. Τα απανωτά , συνήθως παραπάνω του ε-νός ,  Γκετεμοκαψόνια που του τυχαίνανε κάθε φορά σαν και τούτη.

- Τί ;

Έκανε η Γκέτεμ έτσι ρωτώντας όπως ήτανε και σκο-τισμένη ήδη. Που να διανοηθεί κάθε φορά του Άλσελ τις αντιδράσεις. Όποτε μάλιστα του ζητούσε να τη σώσει από μια σοβαρή κατάσταση. Σαν ετούτη ’δω τη συγκεκριμμέ-νη.

- Για τη μις που θα σε αναλάβει υπόθεση. Σίγουρα έρχε-ται να βρει κορίτσι για ντάντεμα ! Βέβαια ! Τι ντάντεμα όμως δε λέγεται ! Νταντάς ! Για να τη νταντεύεις σού ’ρχεται ! Μέχρι πλήρους ξεμασχουλώματος ! Να δει τι ε-στί Γκέτεμ Μπακς ! (ελληνιστί Καίτη Μπογοδιφραγκομα-ζωξοπούλου είπαμε).

Ο Άλσελ χωρίς να ιδρώνει από καιρό στ’ αφτί της ε-ξήγησε καλύτερα όσα της απάντησε πιο πριν αντί να τα ε-παναλάβει. Εννοώντας αυτομάτως ότι θά ’τανε προτιμό-τερο ο ίδιος να λείπει ενώ δήθεν έλυνε επιτόπου και το προβληματάκι της Γκέτεμ για το σπάσιμο του πάγου. Για να γνωριστεί η φίλη του με τη συνοδό της και σβέλτα χω-ρίς ν’ ανησυχεί και πολύ.

- Έλα και θα φας !

Είπε αμέσως η Γκέτεμ στον αναίσθητο φίλο της που το μόνο επείγον θέμα που ήξερε ήτανε οι καραμελοσοκο-λάτες να βρίσκονται σαν βουναλάκι σε δίσκο. Έκανε και τον έξυπνο. Αν περίμενε κανένα μεζέ θα τον δοκίμαζε βλέποντας και φωτοβολίδες μαζί από τίποτε ξενυχιάσμα-τα στις πατούσες.

«Ωχ ! Είναι μπάνικη όμως αν και μπαρούτι. Πάμε να δούμε τι θα φάμε». Μονολόγησε ο Άλσελ καθώς πήγαινε τελικά στο σπίτι των Μπακς να δει τι θα γίνει μ’ όλα αυτά μαζί. Μήτε των σοκολατομπουκιών εξαιρουμένων. Πράγ-μα που σημαίνει ότι σε δυο λεπτά ο παιδικός τούτος φίλος της και οχτώ χρονών σοκολαταλογόμυγα ή όπως αλλιώς τον στόλιζε το στόμα της Γκέτεμ ήτανε κιόλας εκεί. Έ-φτασε με ’κείνο το καρό κοστουμάκι για καουμπόηδες και ας μην είχανε τέτοιους οι Άγγλοι.

- Ήρθα ! Φέρε ένα κέρασμα !

Αιφνιδίασε τη Γκέτεμ όπως το σχεδίασε ακριβώς ο Άλσελ με το που κατέφτασε. Μετά όρμησε ντουγρού μέ-σα στο σπίτι για να χαιρετήσει επειγόμενος για άλλα σο-βαρά ζητήματα.

- Άλσελ ! Θα σε φασκελώσω και θα φας τσαντιά ! Ά-κουσε λίγο ! Έρχεται γκουβερνάντα !

Τού ’κοβε , νόμιζε , του φίλου της του καλού τη φόρα η Γκέτεμ με τούτο το αυστηρό ύφος. Λέγοντάς του γρή-γορα και άνευ καλωσορίσματος όπως τό ’χε συνήθειο για ό,τι το ξαφνικό ανακάλυπτε για θέμα σοβαρό που την α-πασχολούσε.

- Ναι. Μού ’πες ! Κέρασμα όμως θα πέσει ; Τί θα γίνει ;

Άλλαζε και ο Άλσελ θέμα στα επείγοντα προβλήματα θίγοντας ένα πολύ σοβαρό δικό του που δε σήκωνε συζή-τηση.

- Ρε γκοφρετοβρυκόλακα ! Θέλω νά ’σαι και ’συ στις βόλτες ! Μην πάθω καμιά λαχτάρα ! Αντέχεις , δεν παίρ-νεις ντιπ χαμπάρι. Ε ; Ναι ;

Η Γκέτεμ συνέχιζε την προσπάθεια για να συντονι-στεί ο Άλσελ στη σοβαρότητα της όλης υπόθεσης. Μπας και τον κάνει να καλμάρει τα γουργουρίσματά του για τα παστογκοφρετάκια προσωρινά. Καθώς η μικρή Μπακς έ-νιωθε με την προοπτική μιας μόνιμης συνοδού ως μπά-στακα μαζί της σε κάθε της βήμα , στριμωγμένη. Ο Άλ-σελ δε , πεινάλας αθεράπευτος. Όχι ! Μόνο να άνοιγε το στόμ…

- Όοο…

Έτοιμο τό ’χε όμως στην άκρη της γλώσσας και ο Άλσελ το βουλημικολιχούδικο κακοκάρδισμα για τη φίλη του.

- Ναι ! Έτσι και κουνηθείς σε μάσησα !

Είπε η Γκέτεμ που είχε ακόμη την εντύπωση ότι ή-ξερε τα πάντα για τα φρένα και περίμενε νά ’χει αποτέλε-σμα η αγριάδα στου Άλσελ την ασυγκράτητη όρεξη. Ό-ταν λέμε δηλαδή όρεξη ποτέ δεν εννοούμε και ’μεις για βοήθεια. Μόνο για μάσα. Αν και δεν ήτανε κακή η προ-σπάθεια. Πρώτα όμως ακάθεκτο το άτιμο το σοκολατο-μπίντονο τούτο πήγε στην κουζίνα της Γκέτεμ να φουλά-ρει όπως-και-δήποτε. Όταν ξαφνικά , πάνω που τσάκιζε μια σοκολάτα γεμιστή με φράουλα , πάντα όμοιος με κο-στουμαρισμένο κροκόδειλο στην όρεξη ο μπόμπος , να που ακούστηκε και το κουδούνι της πόρτας.

Ο Άλσελ τρεχάτος  έφυγε να σκαρφαλώσει για να δει από το ματάκι. Στα σβέλτα τσάκωσε ένα σκαμνί , αυτό που υπήρχε για τα βάλε-βγάλε των παπουτσιών όποτε οι Μπακς και οι επισκέπτες τους μπαινοβγαίνανε στο σπίτι. Το σκαμνάκι τούτο ήτανε πλάι στην πόρτα. Ο Άλσελ πά-τησε γρήγορα για ν’ ανέβει , αλλιώς ένιωθε πως δεν προ-λάβαινε να μπανήσει πρώτος τη φρέσκια κοπέλα που ήρ-θε. Να τσεκάρει για να βγάλει συμπέρασμα για το χαρα-κτήρα της. Βέβαια , μυτοπάτησε όσο γίνεται πάνω στο σκαμνάκι αλλά του λείπανε του Άλσελ στο ύψος κάτι πό-ντοι ακόμη.

Οπότε τεντώθηκε και παρά λίγο να ξηλωθεί. Το γαζί από τις μασχάλες του σακακιού του δηλαδή ήτανε που έ-κανε ένα θόρυβο.

- Τί γίνεται ;

Ρώτησε η Γκέτεμ ανυπόμονα.

Ο Άλσελ στράφηκε στη φίλη του με χαμόγελο. Κρα-τούσε τώρα μια γκοφρέτα που είχε και τούτη προλάβει να τη δαγκώσει.

- Τί γελάς ρε ; Σοκολατοχωνί για ζαχαροπλαστείο ! Ά-νοιξε !

Του είπε εκνευρισμένη χαμηλόφωνα η Καίτη και κα-ταχλαπάκιασε τη μπουκιά ο μπόμπιρας ο γκοφρετομπαγά-σας.

- Είναι όπως εσύ μεγάλη ! Το ίδιο μάτι παίρνω !

Ξανάπε , ξαναπήρε μάτι ο Άλσελ και ξαναδάγκωσε.

- Ρε , άνοιξε ! Λιγούρα που σε δέρνει ! Τί ’σαι…

Τον ξύπνησε η Γκέτεμ γουρλώνοντας και δείχνοντάς του την ακόμη κλειστή πόρτα μπροστά του.

Πήγε ο Άλσελ το σκαμνί παράμερα μ’ ένα κλώτσο. Γύρισε το πόμολο. Τράβηξε την πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι πίσω απ’ το χαλάκι μακρύπαλτη , κατακουμπω-μένη ολόκλη-ρη μια αδύνατη , λέτσω. Ψηλέας , λελέκω ! Ροδομάγουλη όμως κοπέλα. Καθώς έριχνες μια ματιά , αν έπεφτε στα παπούτσια της , το νούμερο που θα φόραγε πρέπει νά ’τανε ίσαμε εβδομηνταοχτώ και φορεμένα ανά-ποδα. Όπως στεκότανε ακίνητη , οι γόβες αυτές σαν χο-ντροτάκουνα βατραχοπέδιλα , γκρίζες σκούρες αλληλο-κοιταζόντουσαν και κάνανε νοήματα για να μπούνε στα ίσα με την πρώτη ευκαιρία. Μάλιστα , εκτός από το ότι ή-τανε φορεμένες αλλ’ αντ’ άλλων κάθε τρεις και λίγο στραπατσαριζόντουσαν και από τη φαγούρα. Μια και ε-πιπλέον οι πτυχές από τη μακριά γκαμπαρντίνα της μου-σαφίρισσας ετούτης  όπως αγγίζανε τη φασολομυταρόλα του κάθε της τέτοιου τακουνοπάπουτσου το γαργαλάγανε με το παραμικρό σ’ όλη  τη μουτσούνα. Ζαλίζοντάς τα και τα δυο με μια γκριμάτσα για ένα φτάρνισμα που πηγαινο-ερχότανε χωρίς να λέει να βγει στο τέλος ποτέ. Το πρωτο-φανές αυτό παίδεμα έκανε κατευθείαν τον Άλσελ να γε-λάσει. Αντιθέτως η Γκέτεμ μπροστά στο ίδιο θέαμα στρί-τζωσε. Δηλαδή παραξενεύτηκε ενοχλημένη.

Πάντως ακόμη και να βρισκότανε στον κόσμο ένας που να δείξει λίγο ψυχραιμία σε κάτι τέτοιες καταστά-σεις , από την πλευρά μου πάλι δε θα άντεχα. Πρέπει να το παραδεχτώ ότι μια νταντά σαν και τούτη θα μ’ έκανε να τα χάσω. Δε λέω βέβαια εκείνος που οφείλει απ’ την αρχή στο κάτω-κάτω να εξηγηθεί σε όσους παραέχουνε απορήσει για την αιτία επιλογής σχετικά με το σουλούπι και γενικώς το αχαροψηλοκαμηλοπαρδαλάτο μπόι ετού-της της νεράιδας δεν είναι άλλος κανείς εκτός από ’μένα και ας βγήκε η Λουλού από χάι-τεκ φρουτότσικλες τέλος πάντων. Οπότε να μην το αναβάλλω για άλλη ώρα. Η α-πόφαση λοιπόν για την όλη μορφή που πήρε ένας τέτοιος πρωταγωνιστής δικαιολογείται από τον εξής άκρως προ-σωπικό τρόπο σκέψης.

Το όλο εκτός κανονικών διαστάσεων παρουσιαστικό σε καθετί που υπερέχει των φυσικών ικανοτήτων , σχεδόν στιγμιαία μου φάνηκε ως ένας απ’ τους πιο ταιριαστούς τρόπους για να έχω στο νου μου το κολοκυθοπατατοκε-φτεδοπλασμένο όσο παραστατικά γίνεται , δυο πράγματα. Το ένα είναι η υπερβολικά παραπανήσια ενέργεια που δι-αρκώς πρέπει να αφήνει την εντύπωση ότι περισσεύει σε αποθέματα. Οπότε ψάχνοντας για διέξοδο για να βρει τον απαιτούμενο ικανό χώρο όπου θα περιέχεται , βγάζει ε-κτός των κανονικών του διαστάσεων οποιονδήποτε ή οτι-δήποτε μέσα στα οποία θα τύχει να εισχωρήσει. Γι’ αυτό και υφίσταται το κάθε πρόσωπο ή πράγμα ένα αναπόφευ-κτο ξεσουλούπωμα.

Η άλλη λεπτομέρεια , αν δεν την αντιληφθεί σαν πα-ρατραβηγμένη ιδέα για την πραγματικότητα κανείς είναι η όσο το δυνατόν παραστατικότερη απεικόνιση της αί-σθησης του δέους που θα προκαλούσε ο καθένας που θα αναλογούσε σε ικανότητες σε μια γεμάτη από υπερφυσι-κή ενέργεια νεράιδα. Αρκεί να ήτανε όντως για τι καή-καμε.

Άλλωστε , ξαναφέρνοντας στη σκέψη του κάποιος τα διάφορα εξωπραγματικά συναπαντήματα με τυχόν νεράι-δες μέσα από φανταστικές ιστορίες , ακόμη και σε μια μοντέρνα εποχή που μοιάζει πολύ με τη σημερινή μπορεί να ξυπνάνε σκόρπιες , αμυδρές αναμνήσεις από αμήχανα φαποχαϊδέματα. Στο κεφάλι κάθε σαστισμένου που υπήρ-ξε κάποτε μπόμπιρας. Καθώς θα θυμάται ότι συνήθιζε να κοιτάει και να ξανακοιτάει προς τα πάνω προκειμένου να εντοπίσει τις φάτσες των μεγάλων. Ώσπου να πιαστεί το σβέρκο του καθώς προσπαθούσε να τραβήξει στο βλέμμα του το πρόσωπο ενός κάθε φορά απείρως πιο ψηλέα από ’κείνον ενηλίκου που έστεκε δίπλα του.

Η πρώτη απορία για έναν πάλαι-ποτέ πιτσιρίκο αν θυμάμαι και ’γω καλά ήτανε γιατί δεν έφτανε γρηγορότε-ρα αφότου ήρθε στον κόσμο και έστεκε παρομοίως στα πόδια του , στο ίδιο ανάστημα με ’κείνους τους ψηλούς τύπους και μέχρι πότε δηλαδή θά ’πρεπε να περιμένει για να ρίξει τόσο μπόι. Τραβώντας στο μεταξύ τα μπαντζάκια και τις φούστες τούτων των ανθρωποτηλεγραφόξυλων. Μπας και γνωρίζουνε πως να του απαντήσουνε. Μήπως και υπήρχε τουλάχιστον η περίπτωση να συμβεί το θαύμα μέχρι αύριο.

Επομένως , αν ποτέ στη θέση των πανύψηλων εκεί-νων τύπων βρισκότανε κάποια νεράιδα , από τη μπάζα που θά ’χε κάνει σε υπερφυσική δύναμη , όσοι την αντι-κρίζανε είτε το γνωρίζανε , είτε όχι θά ’πρεπε νά ’ναι τότε σ’ αυτούς αισθητά προφανές πως για κάτι ξεχωριστό πρό-κειται. Κάνοντας τον κάθε απροετοίμαστο που θα τη συ-ναντούσε , ακόμη και αν δεν τύχαινε να εκπλαγεί , να ζα-λιστεί έστω λίγο από κάποια διαταραχή μιας τουλάχιστον από τις αισθήσεις του.

Διαλέγοντας νά ’ναι οπτικό το ερέθισμα ακόμη και στη θέση μιας εξαιρετικά γλυκειάς φωνής σε μια τέτοια αντίδραση , πολύ με βόλευε μια τέτοια αλλόκοτη υψομε-τρική διαφορά ανάμεσα σ’ ένα συνηθισμένο άνθρωπο και σε μια , όπως και να το εξετάσει κανείς , νεράιδα. Διότι α-κόμη και το επιπλέον ανάστημα ως ένα θαύμα που τυχόν συνέβαινε ε , με τρόπο μυστηριώδες απ’ τη μια στιγμή στην άλλη κατά πάσα πιθανότητα θά ’τανε πολύ μεγαλύ-τερο από το αναμενόμενο αν η επιθυμία , συνήθως εκπλη-ρωμένη βιαστικά , περιοριζότανε γενικά σε ένα απότομο όσο και λαχταριστό ψήλωμα. Ώστε να φαίνονται όλα μια σταλιά διασκεδαστικότερα…

Παραβγήκαμε απ’ την πορεία μας όμως. Πρέπει να επανέλθουμε. Για να συνεχίσουμε λοιπόν αφού μισοεξη-γηθήκαμε για την όψη δαύτης της ανθρωπομπασκέτας της ξεχειλωμένης απέναντι στην οποία βρεθήκανε ξαφνικά οι μικροί , ετούτη η νταντά στάθηκε αρχικώς στο ύψος της αν και εξωπραγματικό. Τουλάχιστον για όσο κρατάει μια κομμένη ανάσα. Καθότι , στάθηκε μεν αξιοπρεπώς στο κατώφλι όμως ήτανε κάτι που δε θα κράταγε  για πολύ.

Σε χρόνο μηδέν με τό ’να της χέρι συγκράτησε πατη-κώνοντας απότομα το ούτως ή άλλως κατσιασμένο καπέ-λο στο κεφάλι της. Μετά έκανε ένα «χοπ !» με τα δυο τα ποδάρια μαζί και πάτησε κατά μέσα. Με άλμα χωρίς φό-ρα. Σαν βατραχοπρίγκηπας , μπλιααά , αφίλητος. Απ’ το κατώφλι σαλτάρησε σε ύψος μισού μέτρου περνώντας πάνω απ’ το χαλάκι. Συγχρόνως τη μιμηθήκανε μ’ ένα «ζβουπ !» πλάι της μια τσαντάρα και μια ομπρελάρα. Η γαϊδουρότσαντα κουδούνησε δυνατά. Με το που τιναχθή-κανε πάνω. Μέσα , τούτη η χοντροβαρελότσαντα ήτανε αχούρι σκέτο. Ενώ η νταντά έτσι όπως σαλτάρησε σηκώ-νοντας τα ποδάρια της για να κάνει την είσοδό της με αε-ροπλανικό κόλπο στο χωλ του σπιτιού της Γκέτεμ Μπακς ούτε στρουθοκάμηλος νά ’τανε.

Προσγειώθηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Εντε-λώς σαλταπήδικα , αφύσικα ψηλά και ξαφνικά μ’ ένα «νταπ !» άνευ προηγουμένου απ’ τις χοντροτακουνάρες της αυτές μέσα στο ξένο σπίτι. Ήτανε δε να μη σου τύχει να σε τσαλαπατήσει. Σε είχε αφήσει με πόδια για παπού-τσι , ειδική παραγγελία. Νούμερο εβδομηνταοχτώ συν ει-κοσιοχτώ και λίγο λέω. Πάνω που έκανε κιόλας τούτο το πηδηχτό και σφυροπάπουτσο ποδαρικό και πατουσοπλά-νταξε το σπίτι ως το ταβάνι , τους χαιρέτησε κατευθείαν. Τούτη ’δω η απερίγραπτα ασουλούπωτη , λεπτή και σαν όρθιο χιλιόμετρο ψηλή , ίδια λελεκοπελεκάνος , όχι μόνο στα μάτια τους , κοπέλα.

Ο μικρός ό,τι θα μασούλαγε το κατάπιε αμάσητο. Η Γκέτεμ ε , δεν αιφνιδιάστηκε λιγότερο. Διότι σίγουρα όχι από σύμπτωση ο χαιρετισμός της νταντάς μαζί με το πα-τουσομπάσιμό της το θυελλώδες περιλάμβανε εκτός απ’ το όνομα της Γκέτεμ και ’κείνο του παιδικού της φίλου. Οπότε η Γκέτεμ αν και ανέκφραστη συνήθως μπροστά σε οτιδήποτε θα προκαλούσε σε άλλους μια έκπληξη , από-μεινε τώρα με τα φρύδια όρθια.

Μα , πως αλλιώς να γινότανε ! Καθότι να , ήτανε η Λούσι Μπόμπινγκς αυτοπροσώπως που τους έκανε αυτό το κεραυνοκάρπαζο και παρκετογδουποτάκουνο νεραϊδο-ποδαρικό. Αλέως ονομαζόμενη και Λούλα Μπουμπουνη-ταριδοσυννεφίδου. Η νεραϊδονταντά. Ναι. Η οποία αν ή-σουνα μικρούλης και μπερμπαντάκος σού ’λεγε ,

- Φάε γλυκάκι ! Γιατί σε βλέπω ότι θες να με γλυκοφι-λήσεις που είμαι καλούλα αν και κομματάκι ψηλούλα και δε με φτάνεις. Όμως δεν είναι «κρίκετ !». Δεν είναι δηλα-δή πρέπον. Αν και δε γεροντοκοροφέρνω επίτηδες. Ας έχω ντυθεί Τολ Μπόις αντίκα με σοφτ τοπ , δηλαδή οροφή που αναδιπλώνει . Τό ’χω καιρό το λουκ. Φίνο ; Ε ; Σασί γκαμπαρντίνας σαν αμάξι κειμήλιο και πολύ σπάνιο κομ-μάτι !

Έλεγε για παράδειγμα ευγενικά στο ανάλογο , με ή χωρίς γλυκάκι , ύφος. Εκτός και αν σε έβλεπε όπως τον Άλσελ να σαβουρώνεις τον δέκατο μεζέ και βάλε και σε ανθιζότανε ότι ήσουνα για νταντά με ζαχαροπλαστείο δι-κό της. Οπότε σαλταρομπαίνοντας είπε να συστηθεί να πιάσει δουλειά αμέσως και γρήγορα. Έτσι κατακουμπω-μένη απ’ το λαιμό ως τον αστράγαλο είπε τελικά για να ενημερώσει τις δυο μικρές καταστροφές τις αυτοπροω-θούμενες. 

- Από ’δω η νέα σας παρέα ! Με λένε Μπόμπινγκς. Λου-λού Μπόμπινγκς.

Όπως συστηνότανε το χέρι της διέγραψε ένα τόξο δείχνοντας τα συμπράγκαλα και τον εαυτό της ενώ σβέλ-τα μετά ξερόβηξε για να μην αρχίσει κανένα πανηγύρι που της βγήκε έτσι τ’ όνομα.

- Από που βγαίνει το «Λουλού» ;

Τη διέκοψε όμως τότε ακριβώς ο Αλέκος απορώντας για το όνομά της. Το μικρό όνομα της νεραϊδονταντάς ε-τούτης ήτανε που τον παραξένεψε πιο πολύ τον μικρό.

- Ορίστε ; Το Λου...Α ! Ε...Απ’ το Χαρίκλεια ! Χάριετ με λένε...Χαϊδευτικά Χάτι...και όχι μόνο απ’ το καπέλο...δη-λαδή Χαρικλούλα...από ’κει Λούση , Λούλα , Λουλούκα , Λουλού...

Είπε ετούτη η μόλις αφιχθείσα παραμάνα , ψιλοϊδρώ-νοντας μάλιστα από την ξαφνική ερευνητικότητα του σπόρου ετούτου ονόματι Αλέκου. Διότι διέκρινε και κα-τευθείαν ως σπίρτο νεραϊδένιο ασύγκριτο τα δυο στραβο-μουτσουνιάσματα απέναντί της. 

Όμως πριν προλάβει να πάρει τον αέρα των δυο ετούτων μικρών ο Αλέκος ο Φραγκοδεκατεβαίνογλου έριξε μια ακόμη ερώτηση ,

-Από που είσαι ;

-Από τη Μαγκουφάνα ρε ’συ Φραγκοδεκατεβαίνο- γλου , μα δε βλέπεις καλά ; Τι ρωτάς...

Ψιθύρησε η Καιτούλα η Μπογοδιφραγκομαζωξοπού-λου στον φίλο της τον καλό ενώ τον σκούνταγε με τον α-γκώνα της.

-Από την ευγενή οικογένεια Μαγκαφά ;

Ρώτησε την φίλη του ο Αλέκος – επίσης ψιθυριστά εννοείται –  ενώ κοίταγε όπως και η Καίτη την νέα επι-σκέπτρια.

-Από το «μαγκούφα Άννα» !

Τού ’τριξε τα δόντια εκνευρισμένη η Καίτη του Αλέ-κου που της το γύρισε της φίλης του στο αστείο παίζοντας τον ανήξερο.

-Κανταβριγιώτισσα...

Είπε και η Λουλού απαντώντας πρόχειρα.

-Από τα Κανταβρικά βουνά στη βόρεια Ισπανία ή από την Κανταβριγία ;

Είπε τώρα η Καιτούλα και μουρμούρισε στο αφτί του Αλέκου ,

Δηλαδή τι Κανταβριγία. Εμένα μου λες. Τι άβρα και κατάβρα ειν’ αυτή που τη βρήκε ολόσωμα ! Καταβρισιώ-τισσα να μας έλεγε τρωγότανε κάπως το χωρατό. Αμ , θα της ρίχνουνε βρισίδι οι συχωριανοί που θα πέφτει σύννε-φο και δε θα τη φτάνει άλλο κατακούτελα τίποτα.

-Από το Κέμπριτζ...

Είπε η σπιρτοξυλογίγαντη παραμάνα χαμογελώντας.

-Χαρίκλεια απ’ το Κέμπριτζ...

Ξεστόμισε η Γκέτεμ έτσι που να τ’ ακούσει η φαλ-τσοστέκα η δίποδη που έστεκε απέναντί της πίσω ακόμη απ’ το χαλάκι της εισόδου.

-Λουλού να με λέτε...ή μις Λούσι...

Αντέδρασε λέγοντας και η κρεμανταλοτσιμπήδα που μόλις είχε φτάσει στο σπίτι της Γκέτεμ – της Καίτης Μπακς δηλαδή – για να κάνει τη νεραϊδονταντά.

Το όνομα της Χαρικλώς δεν ηχούσε ποτέ καλά και φρόντιζε άλλωστε να μη το πολυκαμαρώνει στις πρώτες συστάσεις με καινούργιους πιτσιρίκους νεραϊδοφυλασσό-μενους. Οπότε τις ενοχλημένες φάτσες και το αλληλοκοί-ταγμα των μπομπιρώνε μεταξύ τους μόλις τους απάντησε ήτανε κάτι που το εξέλαβε σαν μια αιτία για ένα ξεκίνημα με τρανό χασομέρι. Με το οποίο σίγουρα οι μικροί θα σκοπεύανε σε μια επιτόπου μεταβολή από την πλευρά της. Γι’ αυτό ύστερα η παλτοδιπλοκουμπωμένη , ψηλή σαν στειλιάρι , νεράιδα τους είπε συμπληρώνοντας εν-θαρρυντικά στο τέλος ,

Φεύγουμε κατευθείαν αν δε σας πειράζει ! Μαζί θα πη-γαίνουμε πολλές εκδρομές και θα βγαίνουμε καθημερινά για βόλτα. Πάμε ; Άλλωστε γι ’αυτό ήρθα και έχω κιόλας προαίσθημα καλό !

Οι μικροί που χαζεύανε παρατηρώντας τη για λίγο έτσι μακρύπαλτη που ήτανε , αργήσανε κάπως να αντι-δράσουνε. Γιατί να μην ξεχνάμε πως η νταντά είχε και μια μυστήρια συνοδεία. Όπως είπαμε , από τη μια μεριά τού-της ’δω της γκουβερνάντας έστεκε , πιο συγκεκριμμένα , μια ομπρέλα τεράστια. Της παραλίας αλλά με λαβή για τη βροχή. Σε χρώμα γκρι καρό ανοιχτό , καταφθαρμένη. Στραβοσκελετωμένη και ξηλωμένη από ’δω και από ’κει. Πατούσε στο τσακισμένο , ελατηρένια γαμψό , μυτερό ά-κρο της ισορροπώντας από μόνη της.

Από την άλλη πλευρά της νταντάς , το ματαξαναλέμε και αυτό , είχε σκάσει κάτω – επίσης από μόνη της – μια ασήκωτη σαν ρεκόρ αρσιβαρίστα , τσαντάρα. Καστανή με σχεδιάκια , μεγέθυνση γυναικείου πορτοφολιού με μπανέλες. Στο κέντρο είχε ραμμένες γερά δυο χειρολαβές σαν όρθια αφτιά. Μήπως γινότανε από νεράιδα ενίοτε και εξαψήφιας γραμμής αμέσου κλήσεως υδραυλικός τεχνί-της ; Τέτοιου είδους εντυπώσεις αφήνανε όλα αυτά. Ώ-σπου τα δυο μικρά τσακάλια όπως στέκανε και τη χαζεύ-ανε , φέρανε το βλέμμα τους κατά το κεφάλι τούτης της παραμάνας της οδοντογλυφιδοχιλιόμετρης.

Χαζεύοντάς το διαπιστώσανε πάραυτα πως πραγμα-τικά η φιγούρα της φρέσκιας στην παρέα που χαμογελού-σε χαζοχαρούμενα απέναντί τους χειροτέρευε από ένα κα-πέλο. Γκρίζο σκούρο με πλατύ γείσο. Πάνω του είχε λευ-κά , αχνά σαν σύννεφα , παχουλά γράμματα παντού. Φαί-νεται πως υπήρχε μια μακρόσυρτη , ακατανόητη λέξη τυ-πωμένη. Πάντως το όλο σουλούπι του καπέλου έδινε την εντύπωση ότι η κάτοχος τσακωνότανε τακτικά για εισ-πράξεις γραμματίων.

Μα , ας πάμε και παρακάτω. Απ’ το σαγόνι κατεβαί-νοντας ήτανε κυριολεκτικά τυλιγμένη με το παλτό. Το φο-ρούσε κατακουμπωμένο ως το λαιμό και έφτανε ως τους αστραγάλους της. Καθότι σημαντικό το ξαναλέμε και τούτο κάμποσες φορές για να μην ξεχνιόμαστε. Ό,τι φαι-νότανε μονάχα από τα ρούχα της αυτό ήτανε. Επίσης σκούρο γκρι. Ασορτί με το καπέλο. Τούτο το παλτό ήτανε παχύ και άτριχο μα χνουδωτό. Με φουσκωτούς , σαν μα-ξιλαράκια μεγάλους , γιακάδες. Τα κουμπιά σφαιρικά. Μεγάλα και σκουρότερα. Γκρίζα και τούτα. Εν ολίγοις έ-να ντύσιμο ψιλολετσέ και καθόλου εμφανήσιμο. Κατά-γκριζο σύννεφο στις αποχρώσεις η νέα στο οικοδομικό τετράγωνο. Ασορτί με τα γιαπιά , τον καιρό και τις δεκαο-χτούρες. Πάλι καλά που υπήρχε πάνω της λίγο λευκό απ’ την πλατύγυρη την καπελαδούρα.

Με δυο λόγια χαιρόσουνα που δεν την έβλεπες δε θα πει τίποτα. Να δεις που οι βροχοσυννεφιές τσιγγουνευό-ντουσαν το ψιχάλισμα για να μην τη δει και ο ήλιος και γκριζάρει μόνιμα.

«Πωωω ! Την κάτσαμε τη βάρκα ! Η Χαρικλώ η ντα-ντά από ’δω σαν τη θεία μου την Ατυχία είναι ! Αν είχα έ-τσι θά ’τανε ! Τούτη ’δω κάνει σαν μαϊμού που κλέβει μπανάνα από άλλη ίδια και χειρότερη με δαύτηνε. Πώς μπήκε έτσι ; Τη λένε και Χάριετ. Άμα τη λέγανε Χάριερ θα θύμιζε αεριοθούμενο ακόμη πιο εύκολα. Έτσι λένε αε-ροπλάνο που πάει καί ’ρχεται κάθετα φεύγοντας από κο-τζάμ αεροπλανοφόρο. Πάλι καλά που μοιάζει της Γκέτεμ. Ας χαζέψουμε προς το παρόν γενικώς και μετά βλέπου-με». Έκανε ο Άλσελ μέσα του.

Καθότι επρόκειτο για ένα εξίσου αναπάντεχο γεγονός το ότι η όψη ακόμη και μιας νεράιδας τέτοιου τύπου θα ή-τανε λίαν δυνατόν να σκανδαλήσει στο πι και φι μέχρι και κάτι τόσους δα μπόμπιρες σαν τον Άλσελ. Οι οποίοι έτσι και αλλιώς θα τό ’χανε στο αίμα τους να τσιγκλάνε τα πά-σης φύσεως κοριτσάκια ασχέτως αναστήματος για τίποτε φιλάκια. Σιγά να μην περιμένουνε και αυτοσυγκρατιού-νται μέχρι να έρθουνε με ’κείνες , θα μου λέγατε , στο ί-διο μπόι. Αν πρόκειται δηλαδή για δεσποινίδες που συμ-βαίνει να βγούνε από ’κείνους αρκετά πιο ψηλέες. Ας μα-σάνε εκείνες και φρουτότσικλες που τους αβγατίζουνε το μπόι κρυφά όσο καιρό οι μπόμπιρες θα αρκούνται σε λι-χουδιές με σοκολάτα που κάνουνε το ίδιο πράγμα αλλά σε ρυθμό αναρριχητικής σαρανταποδαρούσας με χαλασμένα φρένα που μαζεύει και απλώνει αργά και ήσυχα. Μακραί-νοντας στο ύψος απότομα μεν , όμως μόνο προσωρινά ό-ταν έχουνε παστοκαραμελολόξυγγα.

Έτσι ξεχάστηκε κοιτώντας σαστισμένος ελαφρώς ο Άλσελ για λίγο όπως καρατάριζε το νέο ετούτο θηλυκό είδος. Ώσπου ακουστήκανε παλαμάκια που τον βγάλανε όπως και τη Γκέτεμ απ’ την έκπληξη. Την επόμενη στιγμή έπειτα από ένα επιπλέον «Άντε ! Μπρος !» ζωηρό , οι μι-κροί κινηθήκανε σαν υπάκουα , τηλεκατευθυνόμενα ρο-μποτάκια. Αμάγευτα όμως.

Η νταντά παραμέρησε για να ακολουθήσει τελευταία και έτσι βγήκανε πρώτοι οι μπόμπιρες μαζί με την καμη-λοπαρδαλότσαντα. Αυτή της νταντάς σαν πολυκατοικία εμπριμέ και την ομπρέλα , την επίσης δική της. Την μα-κρουλή σαν σούβλα για αγριογούρουνο του Ηρακλή. Τούτες οι δυο προχωρούσανε από μόνες τους. Με χορο-πήδημα ανεπαίσθητο. Τόσο ο πάνινος ο μυτογάντζουλας που τη συνόδευε , ίδιος με μαδημένη κονταρόσκουπα , ό-σο και ο αγκωναρόσακκος για μπάζα , ο ασήκωτος με τα δυο χερούλια τα άχρηστα. Αλλιώτικα η μία δε σηκωνότα-νε και η άλλη δεν κρατιότανε. Σαν τις γεροντοκόρες τις τρίτες ξαδέρφες τις συνομίληκες τις ανόμοιες που πάνε παντού μαζί. Επιπλέον , στο σημείο τούτο , μια άλλη λε-πτομέρεια ήτανε πως πριν απομακρυνθούνε το σπίτι κλεί-δωσε με κόλπο αόρατου τηλεκοντρόλ απ’ την ίδια τη Λούλα τη Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου. Λούσι Μπό-μπινγκς κατά το αγγλικότερο όπως αναφέραμε.

Εδώ , αν υποθέσουμε πως θα άξιζε τον κόπο να περι-γράψουμε το σπίτι τούτο απ’ το οποίο μόλις αναχωρού-σανε ήτανε έτσι περίπου. Όπως το παρατηρούσες για να συγκρατήσεις τις λεπτομέρειες με κόπο , φαινότανε σαν ένα συνονθύλευμα από όρθια παράθυρα στενομακροτε-τράγωνα και τζαμαρίες οριζόντιες για εκατόν πενήντα μέ-τρα. Από ’κείνες τις αμιγώς αγγλικές σπιταρόνες που τις σκαρώνουνε με πριτσινοπίστολο και πριόνι. Οι μάστορες πρώτα φτιάχνουνε το σπίτι αχυρώνα. Με τέσσερεις τοί-χους από σανιδοκατασκευή οριζόντια αλληλοεπικαλυπτό-μενη και βαθμιδωτή. Αφού το ετοιμάσουνε μετά το κοιτά-νε για λίγο. Αόριστα ενοχλημένοι όπως είναι όλο φρίκη τότε αρπάνε το πριόνι ξανά και ανοίγουνε αμέσως  μονο-κοπανιά διακόσια παράθυρα όπου τους έρθει στα γρήγο-ρα. Με χίλιες-δυο προσθήκες σαν μυτερές σοφιτοροπαλο-καρουμπαλιές που μόνο αγγλικό εποικοδομητικό πνεύμα αφαντάσματο αλλά αφάνταστο μπορεί να συλλάβει.

Εκεί όπου πέρισυ ήτανε μάλιστα μια σκεπούλα του θεούλη ωραία και συμμαζεμένη σαν χωρίστρα τσατσαρο-βιομήχανου στη μέση της κεφάλας του , τώρα ο ένοικος πως τό ’κανε κιόλας βρες άκρη εσύ , την έχει κατακαπε-λώσει με μια δεύτερη οροφή επίπεδη για νά ’χει σοφιτο-ταράτσα. Επίπεδη έγραψα , δεν ξέρω αν το προσέξατε. Το σπίτι ήτανε πια όλο λάμδα σαν ανοιγμένα μανταλάκια απ’ τα κεραμιδοπαραθυράκια που προεξέχουνε. Με ένα πι σαν κούτα τσιγάρων καβάλα του. Πάνω από διπλά λοξή σκέπη , ναι !!! Ανάποδα , όχι. Δεξιοτίμονη είναι και η οι-κοδομή. Καλά το φαντάζεστε. Καμάρι όμως το έχουνε κά-μποσοι κατά ’κει. Άσε που το Γκετεμο-Αλσελομέγαρο ή-τανε και διπλοτρίδιπλο φτιαγμένο , δυο σπίτια τριόροφα οπτικώς , ενωμένα με την ίδια στέγη και με αντικατοπτρι-σμό το χάλι δεξιά-αριστερά. Μια πορτούλα της Γκέτεμ , μια του Άλσελ και γύρω-γύρω θάλασσα…εεε…σπίτι μο-νοκόμματο. Με μια γρασιδομαραμενοκουρεμένη αυλή , έστω. Όμως με πρόσοψη , όσο και πίσω , άνω , κάτω και πλαγίως όψεις σαν αποκριάτικη μάσκα γκαβομάρας με γυαλιά υπερμετρωπίας  απ’ τις τζαμάρες τις πολλές. Ε ; Φτάνει ως εδώ νομίζω. Παρασχοληθήκαμε με το σπίτι τούτο.

Καθότι , οι υπόλοιποι κάπου αλλού είχαμε μείνει. Α ,    ναι ! Όπως λέγαμε λοιπόν πριν να σοκαριστούμε απροε-τοίμαστοι ψυχολογικά όπως το είδαμε για οίκημα απότο-μα , η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου το νεραϊ-δοφασκέλωσε. Κάτι πού ’γινε για καλό αφού με αυτό τον τρόπο τού ’βαλε και αντικλεπτικό με ξόρκι απλωτό και δαχτυλοπάλαμο , ίσως και διπλό. Δηλαδή , αν δεν ήσουνα περίοικος ή γείτονας νόμιζες πως το κατάντησε η ίδια έ-τσι με το κλείδωμα τούτο το νεραϊδοφασκελάτο.

Το γεγονός τράβηξε την προσοχή του Άλσελ έτσι και αλλιώς. Ο οποίος έπειτα απ’ το μαγικό κλικ-μπλιπ-πίου-πίου-μπλε με εφέ σειρήνας περιπολικού ήτανε ένας απ’ αυτούς που σηκώσανε τα φρύδια. Αν και το μάτι κανενός δεν πήρε είδηση αν υπήρχανε τριγύρω τίποτε νεοφερμέ-νοι περαστικοί. Όσο για ’μένα , τις αντιδράσεις των ό-ποιων κοντινών , αγνώστων και μη στο μέρος εκείνο της οδού Νεροκολοκυθομάχης , βλεμμάτων μόνο να τις μα-ντέψω εξακολουθώ να μπορώ αφού χάζεψα από το περι-στατικό παρομοίως. Την συγκεκριμμένη στιγμή είδα ό-μως ότι  η Γκέτεμ δεν πισωγύρισε , ούτε κούνησε βλέφα-ρο όσο στεκότανε για να συγυριστεί με την πλάτη γυρι-σμένη προς το σπίτι της. Τρωγότανε με τα ρούχα της για νά ’ναι σίγουρη ότι είναι τα πάντα οκέι και φορεμένα σω-στά. Τα ρούχα με την έξω πλευρά απ’ έξω και τα σανδά-λια σωστά στο κάθε πόδι και ζευγάρι ίδιου τύπου.

- Ευτυχώς είναι ίδια και δύο. Πως δεν έγινε να δω το έ-να χιονοπέδιλο βγαίνοντας κανείς δε θα μου πει…

Αρκέστηκε να μουρμουρήσει αναστενάζοντας δηλα-δή η Γκέτεμ.

Ο Άλσελ καθώς είπαμε κόντεψε να χάσει τα φρύδια του όπως σηκωθήκανε απότομα. Γιατί είδε το κτιριάκι πως αμπαρώθηκε όλο σαν υστερικό με το ξόρκι τούτο το ξαφνικό. Νόμιζε πως έβλεπε κουρδιστό κούκο να μπαινο-βγαίνει από πορτάκι ρολογοφωλιάς. Βέβαια δεν παρασύρ-θηκε και για πολύ  ο Άλσελ. Διότι ο μπόμπιρας , εγγλέζος γέννημα-θρέμμα , θρεφτάρι σωστό εγγλέζικο – φτου να μη βασκαθεί – ξαναβρήκε το φλέγμα του. Τουλάχιστον για δέκα δευτερόλεπτα πάντως έμεινε κόκκαλο.

Μέχρι που ξανασήκωσε τα φρύδια γιατί πήρε μάτι καλύτερο. Μια περαστική μ’ ένα σκυλί ράτσας. Της γέλα-σε κιόλας όλο σοκολάτα , με φιστίκι μαζί στο δόντι όπως τη χάζευε. Γιατί ο Άλσελ όταν τύχαινε , κράταγε γλυκό και κοίταγε και θηλυκό. Δεν ήτανε ένας απλός καρχαριό-μπομπος. Δεν ξέρω αν τό ’πα και αυτό προηγουμένως. Ε-νώ μετά και απ’ αυτό ο σοκολατοστρόβιλος τούτος ο α-χόρταγος έβγαλε και δάγκωσε ίσαμε τρεις διπλές σοκολα-τογκοφρέτες μαζί. Τον άκουγε όμως η Λούλα Μπόμπινγκς να κάνει κάτι «σκλουπ !» και κάτι «ζγρουτς !» σ’ όλη τη διαδρομή απροετοίμαστη εντελώς. Αν και ήτανε μόνο έ-νας δεκάλεπτος περίπατος της φάνηκε ότι είχε σπαταλή-σει σε δαύτον αποκλειστικά τη ζωή της ολόκληρη. Λίγο κρατιότανε να μη κάνει του μασουλομπόμπιρα το σαγόνι να φρακάρει με ξόρκι με την καθεμιά του δάγκα. Μέχρι να συμφωνήσει να το κόψει το ροκάνισμα με όρκο. Βε-βαίως η σιωπή τούτη δε θα κράταγε παρά μόνο κανένα δεκάλεπτο το πολύ.

- Πού πάμε ;

Ρώτησε η Γκέτεμ μετά από ένα οικοδομικό τετράγω-νο ξεμασελιάσματος του παιδικού της φίλου. Η απορία α-κούστηκε βαθιά υπαρξιακή όμως ήτανε μόνο μια φυσιο-λογική αντίδραση εξάντλησης της υπομονής και εκδήλω-σης της όλης ανησυχίας για τον προορισμό του περιπά-του. Κάτι που υπονοεί φυσικά πολλά περισσότερα για την όλη αίσθηση ανασφάλειας και κλυδωνισμού της λογικής για την ιδιοσυγκρασία της Γκέτεμ όλη εκείνη την ώρα. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως και νά ’λεγα ότι η α-πορία ήτανε αθώα και τίποτε παραπάνω δεν έτρεχε , θά ’μουν άγαρμπος ψεύτης. Πάντως είναι απολύτως σίγουρο πως φιλοσοφικής χροιάς η ερώτηση δεν ήτανε. Η Γκέτεμ δε φιλοσοφούσε ποτέ για τίποτα. Δεν έβλεπε καν το λόγο.

Η Λούσι Μπόμπινγκς αφού άκουσε την ερώτηση , έ-στριψε το κεφάλι της. Για να δει μαζί τους δυο μικρούς δίπλα της. Πιο ’κει από μια αυτοκινούμενη τσαντάρα και μια επίσης ευθεία κατευθυνόμενη σε όρθια θέση με το γάντζο να αιωρείται δυο πόντους απ’ τη γη , ομπρελάρα. Οι οποίες ακολουθούσανε βαριεστημένες σαν καραβάνι πού ’χει δυσπεψία επειδή σούβλησε και έφαγε τις καμή-λες ντάλα καταμεσήμερο. Όπου και να πηγαίνανε καλά ήτανε. Άσε που η ομπρέλα είχε φρακάρει και δεν άνοιγε. Άλλωστε έμπαζε ήλιο μπόλικο. Όχι πως υπήρχε εκείνη την ώρα και αυτός χωρίς σύννεφα. Παρά λίγο για καται-γίδα είχε ανατείλλει τη μέρα εκείνη. Στη ζέστη δηλαδή δεν ήτανε ζωηρός καθόλου. Δεν φαινότανε απ’ τα γκριζό-μαυρα σύννεφα και έτσι και ήτανε η λιακάδα για καύσω-να μεσογειακό , η ομπρέλα καθότι ασυνήθιστη θά ’χε μεί-νει μπροστόβαρη , όρθια αλλά μισοπεσμένη να κάνει το ανεμοδαρμένο φοινικόδεντρο.

Ας επανέλθουμε όμως. Η Λούλα η Μπουμπουνητα-ριδοσυννεφίδου λοιπόν αφού γύρισε την καπελοκεφάλα της και τους είδε σε απαρτία άρχισε να ατενίζει αυτόν τον ουρανό που μόλις περιγράψαμε. Παράλληλα στη φάτσα της φάνηκε ένα μισό χαμόγελο. Βαδίζοντας ενώ αγνά-ντευε τον ουρανό με αυτή την περίεργα ευχάριστα δυσά-ρεστη – ή ανάποδα – έκφραση στο πρόσωπο επειδή αδυ-νατούσε να εξηγηθεί με πιο σαφή τρόπο τους απάντησε με τα εξής απλά λόγια. Ειλικρινή λόγια θα λέγαμε.

- Εδώ στο πάρκο είναι ένας παλιόφιλος που παίζει μου-τζούρη μόνος του. Κάνει ότι ξέρει να ζωγραφίζει αλλά δεν ξέρει που πάνε τα τέσσερα ! Ζωγραφίζει τοπία απ’ την εξοχή που όμως δε βλέπονται. Πάντως ό,τι γραμμές βγαίνουνε είναι για να κάνουμε άλλη δουλειά. Γιατί όπως κοιτάζεις τον πίνακα απ’ έξω , μετά για να βγάλεις μια ά-κρη τι είναι αυτό που βλέπεις άμα καταζοχαδιαστείς , δί-νεις μια και μπαίνεις με φόρα. Ορμώντας να τον πατήσεις για να στανιάρεις πού ’φαγες εκεί τόση ώρα. Κάνεις όμως βουτιά κατά μέσα στη ζωγραφιά χωρίς να κλείνεις τη μύ-τη. Άλσελ ; Γιατί με κοιτάς με σηκωμένα φρύδια ;

- Νόμιζα πως μού ’πες μις νταντά να μη σου κλείνω το μάτι και να μη σκαλίζω τη μύτη.

Είπε ο Άλσελ με ύφος βαριεστημένο. Τόσο γιατί δεν άντεχε για πολύ να ξεποδαριάζεται στον περίπατο , όσο και γιατί δεν κατάλαβε λέξη απ’ όλα αυτά.

- Πόσες φορές μας μπάνησες μασουλώντας ως εδώ ρε μικρέ , σοκολατοβαμπίρ ;

Τσίγκλησε η νεραϊδονταντά τον μπόμπιρα και διατη-ρώντας το ίδιο μισό χαμόγελο συνέχισε ,

Πάντως για να σου εξηγήσω όσα δεν κατάλαβες θα χρειαστεί να κάνεις , όπως και η Γκέτεμ , λιγάκι υπομονή. Απλώς έδωσα στη καλή σου φίλη μια περίεργη απάντηση. Γιατί για να πιστέψει αυτά που ακούει έτσι απλά τό ’χω απολύτως απίθανο. Μόλις θα φτάσουμε θα δείτε για τι πράγμα μιλάμε.

- Εγώ απλούστατα αυτά που κατάλαβα είναι ότι πάμε κάπου να μάθουμε παιχνίδια με σημαντική λεπτομέρεια πολλά σαλταρίσματα. Μήπως μ’ αυτά που θα δούμε θα μας στρίψει νωρίς ;

Της απάντησε σοβαρότατα η Γκέτεμ. Ταυτόχρονα , κοιτώντας τη. Ατενίζοντας παρομοίως λίγο χαμηλότερα απ’ τον ουρανό τη νεραϊδοκεφάλα ε , της συνοδού της ε-τούτης της μυστήριας.

- Ελπίζω να διασκεδάσετε γιατί θά ’ναι έτσι και αλλιώς απερίγραπτα όλα με λογικό τρόπο. Έχει μπόλικη τρέλλα το μέρος , αυτό το ομολογώ. Είναι για να χαρείτε λιγάκι σαν παιδιά. Να γελάσετε όσο σας χρειάζεται. Είμαι σί-γουρη ότι τούτο θα γίνει όντως. Άντε ! Κάντε λίγο σβέλ-τα !

Ήτανε η μόνη διευκρίνιση που θέλησε να τους δώσει μιλώντας ακόμη πάντως ήρεμα η μακρουλοφλογέρα στην όψη , πανύψηλη νεραϊδοπαραμάνα.

Όσο για τους δυο τετραπέρατους μικρούς , εκείνοι σκεφτόντουσαν ο ένας πανομοιότυπα με τον άλλο. Πίσω απ’ τη βόλτα κάτι άλλο θα υπήρχε. «Ρε , μπίζνες οι νεράι-δες δε θα κάνανε ; Απίστευτο τους φαινότανε πως όλα  ή-τανε για γέλια και χαρές. Θα κάνανε σιγουρότατα. Οπότε περιμένανε για να δούνε , να μαθαίνουνε και τα πιο ου-σιώδη. Σιγά τα εφέ και τις ταχυδακτυλουργίες.

Να , η Γκέτεμ. Όπως πάντα. Δύσπιστη σαν πελάτισ-σα παλιάς μάρκας απορρυπαντικού που την ψήνουνε για να το αλλάξει με ένα πολύ πιο ξελεκιαστικό και ντιπ κα-ταντίπ κατακαίνουργιο. Τούτα ’δω τα υπερφυσικά φαινό-μενα ας ήτανε πέραν λογικής. Δεν ήτανε άξια για να την κάνουνε να συγκινηθεί ιδιαίτερα. Ωστόσο , δεν κατόρθω-νε να αποφύγει κάποιες αμυδρές εκδηλώσεις μιας κάποιας σαστιμάρας. Τρομερής έκπληξης όχι. Παρέμενε απλώς συγκροτημένη σε όλη τη μέχρι εδώ υπόθεση , χωρίς συν-αίσθημα. «Νά ’χει ένα σκοπό το καθετί. Σκέτη χαρά ; Για ποιο λόγο ; Κέρδος αν υπάρχει , μας ενδιαφέρει».

Όσο για την σοκολατοτσαταλιάστρα τον μικρό , είχε μπουκωθεί ήδη με άλλο γλυκό μέχρι η νταντά να πει «άντε !». Ασυνήθιστος σε υπερθέαμα προχωρημένο με κάμποσες εκπλήξεις που όμως θεωρούσε ως κάποιο κόλ-πο που θά ’χε λογική εξήγηση. Κάτι το απαραιτήτως μυ-στικό για λόγους διατήρησης της επαγγελματικής επιτυ-χίας. Δηλαδή , σοβαρός ανταγωνιστής. Καθώς ο Αλέκος Φραγκοδεκατεβαίνογλου , ο Άλσελ από ’δω είχε γονείς που απασχολούνταν στη βιομηχανία του υπερθεάματος του γνωστού , του κινηματογραφικού.

«Ακούς εκεί νεράιδες ! Υπήρχανε ρε , ποτέ τέτοιες ; Ας μασουλάμε , ας περιμένουμε και καθ’ οδόν ας βλέπουμε».

Σκεφτότανε προσγειωμένος με διάθεση αφόρρητης πλήξης μεταμφιεσμένης σε απόλυτη ψυχραιμία μέχρι πλήρους αδιαφορίας. Απάθεια μετά μασουλήματος. Έκα-νε το χαζούλιακα με παραπάνω βλακομουτρομέτρηση πα-ρεξηγημένη. Είχε συμφέρον. Μικρός και φαγάς αλλά τού ’χε μείνει κουσούρι να γίνει ματσό και με φράγκα να κά-νει κάτι ξάπλες όσο γίνεται πιο κοσμογυρισμένες. Όπως και η Γκέτεμ η φίλη του. Μόνο που ο Άλσελ είχε το στιλ «χαζόδειχνε και θα διασκεδάσεις». Όχι , θά ’χε σκοτούρα πως θα βγάλει άκρη με τους όποιους νεραϊδοβαρεμένους.

Μάλιστα , εδώ ακριβώς ο ειρμός της σκέψης του έ-κανε μεταβολή επιτόπου με το που έφτασε στο «νεραϊδο-βαρεμένους». Επειδή θυμήθηκε πως ήτανε η νταντά , σαν τσικλολουρίδα περιτυλιγμένη , απ’ τις υγιεινές με τη γεύ-ση την απαίσια , σαν μαρτύριο μασημένο. Άγλυκη  , ψη-λέας , χαζοβιόλικη , με κοκκαλοδάχτυλα κολπατζήδικα που κάνουνε βαβούρα.   

«Γλυκά ρε ! Κανένα τρικ πώς θά ’χουμε κοκό τουλάχι-στον , θα μάθουμε ντιπ ; Επειγόμαστε μις…»

Έκανε να συνεχίσει και την κοίταξε. Όπως έμοιαζε σαν τον πύργο του Άϊντε ε , σχεδόν τού ’φυγε η διάθεση να σκεφτεί τέτοιο ον συνδέοντάς το με σιρόπι και κρέμες ζαχαροπετιμέζικες.

Τελικά μ’ ένα βαρύ ξεφύσημα έβγαλε το άχτι του για το όλο θέμα λοξοκοιτώντας όμως ακόμη τη νταντά. Πήρε ανάσα , μπουκιά , γεύση , κατάπιε πρώτα τον μεζέ το σο-κολατωμένο και μετά πήρε αμπάριζα. Επειδή δηλαδή δεν τον άντεχε να μασάει συνέχεια , αποφάσισε να της πει τα εξής για να εξηγηθεί για τη γερή του όρεξη που άλλωστε τον έκανε να νιώθει κανόνι. Ε , ναι…Καλώς εννοώντας τι εστί «κανόνι» βεβαίως. Όχι αεριτζήδικα πράγματα…

Είπε λοιπόν για να γίνει σαφής ,

- Ψιλά για σοκολάτες εγώ , βαριέμαι να κρατάω. Παίρ-νω από πριν όλο το απαραίτητο καύσιμο για το δρόμο και το κυκλοφορώ τσεπωμένο. Οπότε , λιγούρα και τσακ , κρατς , πάει μια και έξω και η δωδέκατη καραμελογκο-φρέτα και τραγανάμε την επόμενη κατευθείαν. Παιδάκι είμαι μις νταντά ! Τί να πάρω δηλαδή μαζί μου ; Τραινάκι με φουγάρο κορναριστό ; Θα με κυνηγάνε για φασαρία και αταξίες οι γιαγιάδες της περιοχής. Καλύτερα να τρώω κανένα μεζέ να μην τις τρομάζω κιόλας. Για καθείστε ! Πού αλλού να πιάσουνε τόπο τα χαρτζηλίκια ;

Άσε που με το που ξεφούρνησε το «χαρτζηλίκια» εί-πε να θίξει με τρόπο και το θέμα για τα κέρδη τα τρελλά και τα μπικικίνια τα πολλά χάρη στις νεράιδες αλλά κρα-τήθηκε. «Εκεί καλύτερα να κόβει το μάτι για να προσέ-χεις πως γίνεται τι. Θα μαρτυρηθεί το μυστικό από μόνο του αν προσέχουμε όσο πρέπει. Αλλιώς ό,τι μάθουμε» , λογάριασε ο Άλσελ κάνοντας τους σχετικούς συνειρμούς.

Να , τότε όμως πάνω που έκανε όλες αυτές τις σκέ-ψεις – αφού έδωσε πιο πριν την απάντηση στη νταντά της φίλης του – που κόντεψε να πνιγεί. Καθώς δεν πρόλαβε καν να ηρεμήσει το μυαλό του για τις απορίες τις ανείπω-τες περί χρήματος μαγικού όταν άκουσε να σκίζει τον αέ-ρα και τα τύμπανα των αφτιών του η φωνή της Καίτης Μπογοδιφραγκομαζωξοπούλου , δηλαδή της Κέιτ «Γκέ-τεμ» Μπακς , της φίλης του.

- Πρώτα να ρωτάς τη Γκέτεμ που ξέρει τι της γίνεται για να σου βάλει μυαλό. Βάλτα ρε , σε μερίδια και αυτά μαζί με  τ’ άλλα. Τράπεζα μόνο το στομάχι έχεις ! Εγώ ξέρω καλύτερα ! Πρέπει να τρώμε υγιεινά ! Να κάνουμε και στην μπάντα ό,τι έχει παραπάνω θερμίδες και να περιμέ-νουμε να ξεφορτωθεί απ’ τις τσέπες και τα ρέστα και κα-νένας μάπας άλλος που τα ξοδεύει. Του τα μαζεύουμε όλα εμείς και είμαστε και οι πρώτοι !

Πετάχτηκε η Καίτη και έκανε ο Άλσελ ένα λεπτό για να πνίξει το βήχα. Δηλαδή , παρά λίγο και θα κλατάριζε όπως βηχοκρατήθηκε. Ταυτόχρονα , όσο και αν παιδευό-τανε να βρει την ανάσα του απ’ το ξεροκατάπημα το παρά τρίχα τελευταίο σχολίαζε από μέσα του όσα ολοκάθαρα παρ’ όλα αυτά άκουσε. Να τι σκεφτότανε για τη φίλη του που τον κοψοχόλιασε έτσι ξαφνικά.

«Βρήκε αμέσως την ευκαιρία να αναρτήσει διαφημιστι-κή πινακίδα ! Τρώτε φρουτόκρεμες με δημητριακά που είναι μάρκας «Έφυγες !» για γερό μυαλό απ’ το μπεμπέ το καροτσάκι που θα σας κάνουνε όλες εσάς τις νταντάδες απανταχού να κυκλοφορείτε στους δρόμους με κινγκ-σάιζ απαλλαξίδια. Για να κάνετε κλακέτες στη βροχή. Με κα-πέλο και ομπρέλα μαζί με τακούνι ξεγυρισμένο για κάτι κλακετοκλακατακλάκ πρώτου μεγέθους. Βροχόπανο από τζην και μπαστούνι με τσιγκέλι από ομπρελολαβή και χο-ρευτικό αστροφρεντερικό. Τί ’ναι αυτό ; Χορός που κά-νει το ίδιο με τις επείγουσες τρεχάλες με φιγούρες τρεις όρθιες πλαγιοκανιές χιαστί. Μου κόπηκε το αίμα , μπρά-βο ! Ωραίο κόλπο αν και λίγο παραπάνω αιμοβόρικο. Αν και δεν πρόσεξα μήπως μού ’κλεισε το μάτι ! Μα , τι ! Ε-μένα λες να βρήκε πάλι για να εκραγεί ; Η νταντά να τρό-μαξε και ’γω καλά κάνω και ροκανάω. Περνάω κοτσάνι».

Το ίδιο ξαφνικά άκουσε τότε ο Άλσελ τη Λουλού τη Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου να λέει ,

- Μικρέ , σοκολατοκόρακα μικρέ θα σε στρώσω , δε με ξέρεις καλά ! Το ίδιο να γίνει σαφές και για την άλλη τη μις τη μικρή , την αγριοπαραδοσακκούλα από ’κει. Σας χρειάζεται και πρέπει γρήγορα να βρείτε λίγη παιδική ζω-ηράδα. Πρέπει να ξεφύγετε απ’ τη μονοτονία. Λίγο παι-χνίδι και φαντασία είναι ό,τι πρέπει.

Από την άλλη πλευρά , ακριβώς πάνω στην ώρα έ-νιωσε και ο Αλέκος Φραγκοδεκατεβαίνογλου , ο Άλσελ , πως βρήκε την ανάσα του για να απαντήσει. Μήπως δώ-σει στη νταντά να καταλάβει ότι αλλαγές σε ωραίες συνή-θειες , δεκτές δε γίνονται. Καθόσον ψιλοφοβότανε πως θα τους έβαζε να τρέχουνε για ποιος ξέρει πόσο με τα υπό-λοιπα να κόβονται μαχαίρι. Χωρίς γλυκά θα τρεχολογά- με ; Οπότε σκέφτηκε «να σου πω μια στιγμή» και είπε κα-νονικά στην παραμανονεράιδα της φίλης του ,

- Εγώ μις νταντά κάνω παιχνίδι με τη φαντασία όλη την ώρα. Με ένα αφρατοσερμπέτικο γλυκάκι ανθογαλοκρεμο-ζούπηχτο. Να νιώθεις από τη ζάχαρη φρουί γκλασέ ολό-κληρος όπως τα τουλουμιάζεις στη μπάκα σου. Αν πάλι δε γουστάρετε σας κερνάω όχι σοκολατάκι αλλά ένα συνο-λάκι. Για να σενιαριστείτε , πολύ περιπάτου. Έχω δει από την από ’κει πλευρά κάτι εξαντρίκ κομμάτια σε βιτρίνα , άλλο πράγμα ! Σαν μπουγελομπογιές ! Δεν κάνουμε ένα έτσι να πάμε ; Τ’ αφήνουμε άμα είναι αυτά που θα δούμε σε λίγο για άλλη φορά.

Γιατί εγώ το σόου το κάνω κέφι όχι μόνο για να αλλά-ξω παράσταση αλλά και για να δώσω ! Να σπάσω πλάκα θέλω ! Με κενιματόγραφους μάλτιπλεξ τί ασχολούμαστε στην οικογένεια νομίζετε ; Μπρίκια κολλάμε ; Το θέαμα είναι δράση για καναπέδες για έναν έξυπνο που ζει έξυ-πνα , μις νταντά !

Μετά από τούτη την απάντηση η νεραϊδοπαραμάνα  απόρησε σκεπτόμενη αρχικά ως εξής ,

«Μα , μπάκα λέει ετούτος ο ντολμά-μπαξές την κα-ραμελονταμουντζάνα δαύτη ; Την έχει και για καμάρι α-συναγώνιστο έτσι πού ’ναι τουρλωτή και καταμπαζωμέ-νη. Είναι τώρα κατάσταση νά ’χει τέτοια σοκολατοκοιλά-ρα σαν όχθη αρχιπόταμου , λες και έχει πάρει τον τίτλο του κόμη στο καθησιό ;»

Στη συνέχεια , μετά από μια σχετική παύση για αυτά τα συμπεράσματα , επιμένοντας στην καλή ιδέα των δι-κών της σχεδίων , ξανάρχισε το ίδιο βιολί λέγοντας στους δυο μικρούς ,

- Πρέπει να σας βρει λίγη χαρά , παιχνίδι , γέλιο ! Θα με κάνετε να φάω το καπέλο μου αν μου…

Νόμιζε ότι θα πρόφταινε να πει τούτη η δίμετρη κα-πελοπαλτοκρεμάστρα. Η Λούση η γκουβερνάντα.

- Ε , θα σας πάρω τόσα που θά ’σαστε από καπέλα φί-σκα ! Θα σιχαθείτε να τα βλέπετε. Γι’ αυτό σκάτε ;

Τη διακόπτει ο μικρός σοκολατολόξυγγας που ήθελε πέντε κιλά γλυκά στο χέρι παρά δέκα χιλιόμετρα σάλτα και τρεχαλοκαρτέρι. Οπότε κάπου εκεί την έπιασε για τα καλά η τσατίλα την παραμανονεράιδα , τη Λούλα Μπό-μπινγκς. Αφού μετά απ’ την τελευταία αυτή ατάκα ο Άλ-σελ νταμουντζανορεύτηκε κιόλας. Απ’ την πολλή μασα-μπούκα τη ζαχαρομελωμένη. Σαν σαλεπιτζής που ξεμονά-χιασε όλο του το εμπόρευμα. Καθόσον τα γλυκά τα χώ-νευε αυτόματα και μηχανικά και όχι από συμπάθεια.

Επιπλέον , ξαφνικά χοροπηδηχτό βγαίνει από μόνο του το καπέλο της νταντάς απ’ την κεφάλα της για να πά-ρει αέρα απ’ το ρέψιμο του Άλσελ. Άρχισε να ξεμακραίνει σα λαγός που τρέχει με πηδηματάκια. Λες και μόλις εντό-πισε πιο ’κει στο χορτάρι καμιά γόπα καρότου , γκάζωσε να την τραγανήσει. Βλαστημάει λοιπόν η νταντά όπως ξαφνιάζεται για το καπέλο της το γκρίζο , το μονόμπαντα ζουπηγμένο που ήτανε στην όψη για τα σκουπίδια. Εκείνο δε , μπροστά της πεσμένο σαλτάρει στο έδαφος ενώ απο-μακρύνεται. Η νεραϊδοπαραμάνα πρώτη από αντανακλα-στικά , κατευθείαν έκανε έφοδο με ’κείνα τα χοντροπά-πουτσα τα φορεμένα ανάποδα , με τις φτέρνες τις εξογκω-μένες σαν μαούνες χοντοπισινάτες και τα ψηλά και πλα-τιά τακούνια , που άμα σε πετυχαίνανε θα γινότανε η πα-τούσα σου ραβιόλι φρέσκο. Για το κάνει το καπελάκι πίτα.

Ευτυχώς της ξέφυγε αλλά κανείς δεν κατάλαβε ότι γλύτωσε από μόνο του και δεν το πήρε το αεράκι. Άσε που το κυνήγησε σαλτάροντας με τα δυο πόδια μαζί ίσα-με εκατόν πενήντα μέτρα μέχρι το σημείο αφίξεως της βόλτας στο πάρκο. Τα σύνεργα πίσω της. Η χοντομπαου-λότσαντα σαν παραπάνω του κανονικού σκληροτράχηλη καουμπόισσα μ’ ένα «ζβίιιιιν !» όμοιο με τσαντάρας μο-τοσυκλετοκλέφτρας , καβάλα σε ομπρελοσικλέτα με μα-κριά τιμονοπηρουνομύτη της λεωφοροπεριπλανήσεως , την ακολουθήσανε.

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH