Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 18 

18. Άντε Τρέχα Σύνελθε

- Πω-πω ! Κάρβουνο έγινα ! Φτου ! Καπνίζω ολόκληρη σαν πατάτα σε φρεσκοσβησμένη θράκα ! Πού είμαι ;

Η νεραϊδούλα η μακρουλή ακούστηκε πρώτη να μουρμουρίζει από κάπου.

- Τττου !!! Κάπνα ! Πού πέσαμε ρε ; Άλσελ !!!

Έφτυσε πολύ δυνατά με τη γλώσσα ανάμεσα στα χεί-λη της η Γκέτεμ. Ψάχνοντας για γνώριμα πρόσωπα.

- Μη !!!

Βγήκε μια κάπως γνωστή αλλά όλο τρομάρα στο χρώμα φωνή.

- Τί ;

Σάστησε η Γκέτεμ.

- Άσε να φύγει η θολούρα γιατί θα φάω τις φάπες με κα-πνοσύννεφο. Σταμάτα να διώχνεις με τα χέρια το τίποτα μεσ’ το σκοτάδι γιατί δε με βλέπω έτσι και αλλιώς καθό-λου καλά ! Τ’ ακούω που βουίζουνε όπως τα κουνάς και τρέμω !

Απαντούσε ο Άλσελ που έσκυβε. Ταυτόχρονα άκουγε ήχο από παλαμάκια χεριών που ξεσκονίζονταν όταν τού ’ξυσε ένα χέρι με πηγαινέλα σαν πινέλο ξυρίσματος την άκρη της μύτης και του στόματος. Πάνω που τραβήχτηκε νομίζοντας πως γλίτωσε όταν κάτι τον ξαναχάιδεψε στο αριστερό αφτί οχτώ φορές και έξι ακριβώς στην άκρη των τριχών τού κεφαλιού του πάνω απ’ το κούτελο.

- Ε , μήπως εγώ σε βλέπω ;

Απάντησε ξερά η φίλη του η καλή που ξεσκονιζότανε όπως νά ’ναι αδιαφορώντας για τον περίγυρο. Σαν να μην υπήρχε άλλος κανείς.

- Μπόμπινγκς !

Ακούστηκε αμέσως μετά μια αθέατη μα επίσης γνω-στή και μη εξαιρετέα φωνή.

- Ο Ντερτ !

Αναγνώρισε η νεραϊδονταντά τον καπνοξεφρακαρι-στή των τζιμινιερώνε των σπιτιών τον παλιόφιλο που πρό-φερε τ’ όνομά της πρώτος και λέγοντας αμέσως μετά με μια ίδια νευρικότητα το όνομα το δικό του η Λούση. Βγά-ζοντας τη φωνή τη δική της σαν κλώσσα που γέννησε και κατατρόμαξε από τ’ αβγό που έκανε. Καθότι παρέμενε λίαν καπνοσκόταδη όπως και οι ρέστοι οι τρεις οι στρα-βοδιπλωμένοι που για να φύγει η γρουσουζιά που τους βρήκε κουνιόντουσαν από τη θέση τους την κάθε φορά τελευταία ακόμη κουτρουβαλιάζοντας. Σαν αριθμομπαλά-κια για λαχείο μπας και πέσουνε σε κανένα μέρος κάπως πιο γούρικο. Πολύ τζαναμπέτες. Ούτε πρωτομηνιά νά ’τανε.

- Ώπα !! Κάτι έπιασα με δοντάρες τετράγωνες !!

Είπε ξαφνιασμένη η Γκέτεμ.

- Μπάλα , σέσκουλο , αγκαβά , κοτακότα !!

Μίλησε άλλος ένας πλάι στη Γκέτεμ αμέσως.

- Ναι ! Τούτος μας έλειπε ! Μπαλοσέσκουλο μπαρουτο-καπνισμένο , πίσσα μαύρο ντιπ καταντίπ !!! Αμ , τη γλί-τωσε το κοτοπουλάκι ;

Μουρμούρησε η νεραϊδοπαραμάνα που περίμενε να δει φως μέσα σε ένα τίποτα από συνωστισμό μυστήριο.

- Ο τύπος ο «κοτακότα» που μας καδροξεσφήνωσε ! Νάτονε που ξαναφάνηκε !

Έβγαλε ένα συμπέρασμα φωναχτά για το πυκνό σκο-τάδι μέσα σ’ αυτό επίσης χαμένος ο Άλσελ.

- Πώς ξαναφάνηκε ρε άσχετε από μαυρίλα μαύρη και ά-ραχλη ; Ούτε φαίνεται τίποτα !

Τού ’βαλε τις φωνές η Γκέτεμ που τον τράβαγε ήδη απ’ το γιακά του στο σβέρκο για να μη χάσει την ισορρο-πία της εντελώς ενώ παραπάταγε.

- Δ...ια...λ...ύ...ε...ταιτοσύν...ν...εφο !

Της απάντησε ο Άλσελ που έχανε το μπούσουλα και κατασκοτωνότανε πλαγιοκουτσαίνοντας με άλμα να μη φάει καμιά τυφλή τούμπα. Όπου και να βρισκότανε την ώρα εκείνη πια τέλος πάντων !!

- Ούτε του χρόνου !!!

Διαφώνησε έντονα ο Μητσάρας ο Δερβισοψηλολελέ-κογλου επιτόπου. Ο οποίος ακούστηκε απολύτως σίγου-ρος για αυτό που μόλις είπε , απαντώντας στον Άλσελ α-μέσως.

- Σαρανταχωριαχούρια !!!

Ακούσανε απότομα μετά όλα τ’ αφτιά να λέει ’κείνη η φωνή που ξανακούσανε λίγο πιο πριν και να το νιώθου-νε όπως ακριβώς το εννοούσε , πελαγώνοντας εντελώς.

«Μπάάάάάάμ !!! »

Ακολούθησε πιο ανατριχιαστικός ακόμη ένας κρότος στο σκοτάδι που σου τριβέλιζε το κουράγιο.

«πάάάάφ !!!»

Βγήκε επιπλέον ένας θόρυβος αμέσως μετά από την έκρηξη.

- Ώπα ! Η Γκέτεμ. Το στόχο όμως τον βρήκε. Μού ’φυγε το μάγουλο !!

Ψιθύρησε ο Άλσελ καθώς κουδούναγε από μέσα όλο του το κεφάλι. Έτσι όπως δοκίμασε τη δυναμομέτρηση σαν σφυρί του λούνα-παρκ απ’ το άγαρμπο και ασήκωτο χεράκι της Γκέ-τεμ Μπακς. Της φίλης του της συνομήλι-κης – μα πως στο κα-λό γίνεται ! Πώπω ! Σκέψου και νά ’τανε φίλοι όπως ακριβώς τούτη τη στιγμή άμα εκείνος ή-τανε και δυο-τρία χρονάκια μικρότερος. Μετά όπως ένιω-θε σαν νά ’ναι σε τραινάκι μέσα που κάνει ανάποδη βου-τιά σε ράγες που έχουνε ανήφορο το πάνω μέρος κύκλων όπου και τρέχει ο σιδηρόδρομος στο εσωτερικό τους , εί-πε μεσ’ τη ζαλάδα του ο Άλσελ ,

- Πού είναι τα πιατίνια που με ξυπνήσανε ; Θέλω να τα φιλήσω !

-Άϊντε ! Αραιώνει το νέφος !

Αναφώνησε η νταντά κάπου πιο ’κει την επόμενη στιγμή.

- Μπορεί και κανένα δόντι σοκολατοκαρό μαζί !

Έβγαλε ο Άλσελ όμως μια παραπονιάρικη φωνή αυ-τοσαρκαζόμενος ενώ πόναγε ακόμη.

- Ναι. Σιγά. Λες και άμα δε σου πέσει δε θα το φας κατά λάθος !

Τού ’ριξε μια πικρόχολη , ψυχρή εντελώς , γεμάτη α-ναισθησία , άπονη απάντηση τελείως τούτου του φίλου της. Του Αλέκου Φραγκοδεκατεβαίνογλου. Πάντα το ίδιο στριμμένη στο χαρακτήρα και περίεργη η Καιτούλα η Μπογοδιφραγκομαζοξωπούλου. Τι πράγμα ήτανε και τού-το !

- Καλά. Σκάστε ! Να οι μάγοι !

Έκοψε σαν άμεση δράση την όλη μουρμούρα η γκου-βερνάντα που ανυπομονούσε για το ξεμπέρδεμα.

- Τούτοι ρε ξεβιδώνονται στο χορό !

Της είπε ο Δερβισοψηλολελέκογλου που έδινε επίσης τη δέουσα σημασία με τον τρόπο τον εντελώς δικό του.

- Πόσοι είναι ; Α , πέντε και ο εξής ακόμη ένας , έξι. Ναι.

Μονολόγησε η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου.

- Όχι. Επτά. Έχουνε και τον τύπο τον «κοτακότα» που μας καδροξεσφήνωσε πριν.

Παρατήρησε η Γκέτεμ που προσπαθούσε να ξεστρα-βωθεί απ’ τη σκοταδούρα όσο πιο σβέλτα γίνεται.

- Εγώ μας ξεσφήνωσα και ακόμα το μετανιώνω μόνο που το σκέφτομαι.

Της θύμησε όμως η νταντά. Η φαινομενικά ικανή για όλα νεράιδα που είναι και παραμάνα αλλά με δυσκολία και στα δυο καθήκοντα. Η ψηλή , λιγνή και λίαν ασου-λούπωτη ξανά-μανά εδώ πέρα Λούλα Μπόμπινγκς. Επο-μένως όταν λέμε «ικανή για όλα» εννοούμε «ικανή για κάθε μορφής χάλια».

- Μ !!! Τσακατσακακάρε , Τομπάγκο , Τρίνινταντ , Τσακα-τσακαχούρια !!!

Λέγανε οι μαυριδεροί με μεγάλα , τετράγωνα δόντια άγριοι με ντύσιμο από λεπτές , γυαλιστερές , κοντότριχες γούνες. Οι οποίοι επαναλαμβάνανε το όλο θέμα με αλ-λαγμένους ρυθμούς.

«Μπάάάάμ !!!»

Έγινε σε λίγο μια σπινθηροβόλα και κάπως φλογερή αλλά χωρίς μεγάλες μαυρίλες νέα έκρηξη απροειδοποί-ητα.

- Μόλις ξαναφανήκανε να που ξαναχαθήκανε !

Είπε σαστισμένη με το καπέλο της στο ίδιο χέρι με το οποίο και δαχτυλόξυνε το κεφάλι της το ξέσκεπο η νεράι-δα γεμάτη αμηχανία.

- Τους πήρανε τα σκάγια απ’ τα ίδια τους τα τροπάρια τα αχουρομαζεμένα σε σαράντα χιλιόμετρα.

Σχολίασε ο Δερβισοψηλολελέκογλου.

- Ε , ξαναγίνανε ποδοσφαιροσαμάνοι επιτραπέζιοι.

Ήτανε το συμπέρασμα των όσων είδανε τα μάτια της Γκέτεμ.

- Ούτε «ευχαριστώ» δεν πρόλαβα να τους πω. Πρέπει να τους ξαναπετύχω όπως-και-δήποτε. Για να μου πούνε πως το χορεύουνε το τσατσατσά με τα κοκκαλοφυλαχτά.

Πρόσθεσε απορημένη για τα στιγμιαία αυτά γεγονό-τα που συμβαίνανε μπροστά σε όλους η νεραϊδονταντά.

- Τελικά μας αφήσανε σύξυλους στο παλιατζήδικο μέσα σε χάλια κατάμαυρα.

Παραπονέθηκε τραβώντας τα πισσόμαυρα απ’ την κάπνα μαλλιά του με τα δυο τα χέρια μαζί που ήτανε το ί-διο κατάμαυρα απ’ την όλη αναμπουμπούλα τούτη την ε-κρηκτική ο Άλσελ.

- Μπόμπινγκς κούνα τις χερούκλες πού ’χεις και κάνε κάτι να βρούμε την κορνίζα ! Φτιάξτηνε να φεύγουμε για-τί αρχίζω και βλέπω ξύπνιος όνειρο ότι με σαπούνησε πλυντήριο ρούχων και άστραψα.

Την ταρακούνησε τη νεράιδα με τον αγκώνα του ο Μητσάρας ο Δερβισοψηλολελέκογλου δίπλα της.

- Όνειρο ε ; Νομίζεις ! Εγώ να δεις τι είδα όμως !! Άσε που άστραψα παραπάνω και έγινα κάρβουνο !!

Του απάντησε αφού πρώτα γύρισε και τού ’ριξε για μια στιγμή , ένα επίμονο βλέμμα για να σχολιάσει σιωπη-λά με το ανέκφραστο μούτρο της τα χάλια του Ντερτ. Χά-λια που μόνο ξόρκι καθάριζε σβέλτα. Όχι πως η νεράιδα πήγαινε πίσω από καθαριότητα στην εμφάνιση. Ίδια με το υπόλοιπο γενικώς αλαλούμ ήτανε. Μαύρη σαν καλιακού-δα από πάνω μέχρι κάτω , σαν νά ’χε μόλις κάνει πόλεμο με «στικ σποτ» κατάρες έχοντας κατατροπώσει καμιά άλ-λη φαρμακομύτα μαγίστρω.

- Να σου πω ! Άμα λες «Στικ Σποτ !» φωναχτά μπας και και βλαστημάς τίποτ’ άλλο κρυφά από μέσα ;

Έβγαλε μια παλιά του απορία μια και το θυμήθηκε ο Μήτσος ο Δερβισοψηλολελέκογλου. Έτσι όπως την κοί-ταγε τη στιγμή εκείνη ακριβώς τη φίλη του τη νεράιδα. Α-φού πρώτα και ’κείνος παρομοίως γύρισε και την κοίταξε το ίδιο μουγγός για δυο στιγμές και χωρίς να πεταρίζει βλέφαρο προτού της ρίξει την ερώτηση τούτη την άκρως σημαντική και μάλιστα σε χρόνο εντελώς ανύποπτο.

- Μήτσο , η Χαμ-Μπαγκ έχει χώρο μπόλικο μέσα και δεν θέλω πολύ...

Του είπε μισοσοβαρά-μισοαστεία η νεραϊδούλα αλλά μετά από μια παύση λίγων δευτερολέπτων. Ανέκφραστη επίσης σαν και ’κείνον προηγουμένως. Ενώ του ζούπαγε με το μακρουλοσουβλερό δείκτη του αριστερού της χε-ριού το κέντρο του στέρνου του η φίλη του ετούτη η πα-λιά και κατά τα άλλα ούτε στο ελάχιστο γλυκομίλητη. Η Λουλού Μπόμπινγκς. Ναι αυτή ήτανε όπως την ξανακοί-ταγε τη νεράιδα να στέκεται πιο ’κει τρία χνώτα σε από-σταση από ’κείνη ο Μητσάρας.

Ακούς οι νεράιδες ! Ορίστε πως είναι μία ! Να ! Σαν πουρόκαφτρα αβάνας όρθια. Με πόδια. Μα τι πόδια ! Σαν ακρίδα με βατραχοπέδιλα φτιαγμένη δυο μέτρα μπόι. Α-κόμη πιο ψη-λή και λιγνή από ’κείνον και με παλτό. Τυ-λιγμένη σαν σουβλάκι χωριάτικο με πίτα αν εξαιρέσεις το καπέλο. Αυτή ήτανε πράγματι. Έτοιμος να της το θυμίσει αν αναρωτιότανε τυχόν για την όλη εντύπωση που του ά-φηνε η νταντά η φίλη του. Παρά τρίχα κατάφατσα μπρος της ο Ντερτ. Ο οποίος παρ’ όλα αυτά είπε ,

- Για να το πω εγώ στα σβέλτα το ξόρκι σου το ρημάδι να ξεμπερδεύουμε ! Αλλιώς μέχρι να συμμαζευτείς με κα-πελαδούρες και αποσκευές καλύτερα να βγάλω την κηρο-μπογιά του μπάρμπα σου του Νώντα του Καλαμπουρο-μπουρμπουληθρόπουλου , του Άλμπερπ να μας γράψω από μια τιμή στον καθένα ! Θα μας περάσουνε για αντί-κες μέχρι να τελειώσεις με κάθε σου παπούτσι απ’ το ξε-σκόνισμα !

Αποφάσισε να δώσει την απάντηση μετά από μια κά-ποια ακινησία ο Ντερτ. Ενώ η νεραϊδογκουβερνάντα είχε βαλθεί , ώσπου ο φίλος της να ξεκολλήσει απ’ το επίμονο χάζι που κατέληξε σε βλέμμα απλανές να κάνει περιποίη-ση της όλης της εξάρτυσης. Ξεσκονίζοντάς την όταν ο α-νεπίδεκτος βελτίωσης καδρογραφιδοσούρτης ξανανετά-ρησε τη νεράιδα καλά βγάζοντας το φλου απ’ τα μάτια του. Οπότε και γκρίνιαξε αναλόγως. Μια και την έβλεπε να ξεσκονίζεται ατάραχη αντί να δράσει αλλιώτικα.

Η νεράιδα όντως γυάλιζε τις γόβες της σχολαστικό-τατα όταν ο Ντερτ της είπε να συντομεύει. Οι νεραϊδόγο-βες βήχανε κιόλας. Κοφτά και γρήγορα. Με ήχο παιδιού που έμοιαζε πιο πολύ καλικάντζαρος. Όπως τις ξεμαύριζε του απάντησε. Αφοσιωμένη στο χειροκίνητο , άνευ μαγι-κών βερνικιών γυάλισμα των χοντροπαπουτσιών της. Άλ-λης μιας νεραϊδοπερίπτωσης στο γενικό ύφος της όλης της εξωτερικής εμφάνισης. Για τα οποία χοντροπάπουτσα η Λούλα Μπόμπινγκς δικαιολογήθηκε ενώ τα γυάλιζε στο πόδι. Καθόσο εκτός απ’ το ότι τά ’χε μονοφόρι ήτανε μέ-ρος του φασκελωμένου από το «Στικ Σποτ !» ενδυματο-λογικού της εξοπλισμού. Έτσι τώρα είχε έρθει η ώρα για μια στιγμή φροντίδας. Παρ’ όλο βέβαια που συνήθως ντύ-νανε οι ίδιες οι χοντρόγοβες χωρίς βοήθεια απ’ τα χέρια της κυράς τους ενώ εκείνη βρισκότανε ανυψωμένη στον αέρα μ’ ένα της ξόρκι , τα ποδάρια της τα λιγνομακρουλά και μάλιστα διαλέγοντάς τα ανάποδα.

- Λίγο ακόμα και θα μου τά ’τρωγε στο «τσακ» καμιά α-σφυξία !

Είπε με ύφος αυστηρό στον Ντερτ η νεράιδα.

- Άσε ! Για να μην πω για το καπέλο σου το σουξουμου-τζήδικο. Παρλαπίπα που είναι για τον ήλιο ό,τι και η ηλί-αση.

Της έδωσε την απάντηση ο Ντερτ με εκνευρισμό που μεγάλωσε.

- Το φοράω ;

Τον ρώτησε τώρα η Λούλα Μπόμπινγκς καθώς προ-σπαθούσε να δαγκώσει ένα κουμπί κοντά στους γιακάδες του παλτού της για να το τραβήξει. Να κουμπώσει καλά. Μια και είχε μισοσφηνώσει στην κουμπότρυπα επίμονα.

- Σχεδόν.

Της αποκρίθηκε ο Ντερτ χωρίς να γίνει καθόλου πιο σαφής.

- Μμμ-μ ;

Μουρμούρησε η νεραϊδούλα ρωτώντας το «ναι» ενώ δάγκωνε το κουμπί ακόμη που σχεδόν είχε βγει απ’ την τρύπα του παλτού. Παρά λίγο έτοιμο να κουμπώσει.

- Ανάποδα κάθεται στην κεφάλα σου ρε Μπόμπινγκς και βγάζει δαχτυλίδια με καπνό.

Την πληροφόρησε ο Ντερτ.

- Χεντχεντ ! Χεντχεντχεντ...

Τους ενόχλησε και τους δυο με τη φωνή σαν του σκί-ουρου ίδια το καπέλο της Λουλούς και σουφρώσανε και οι δυο τα φρύδια τους. Ο Ντερτ κοιτώντας το και η Λού-λα η Μπουμπουνηταριδοσυννεφίδου ενώ κούμπωνε μανι-ωδώς με τα δόντια το στριμμένο το κουμπί στο παλτό της το κίτρινο και μακρύ , γεμάτο από κάπνα σε μούτζες.

- Γελάει ;

Ρώτησε η Γκέτεμ για ετούτο το καπέλο που μόλις εί-χε βγάλει τα καπελίστικα τα μπινελίκια της δικής του της διαλέκτου για το μαύρο το χάλι μέσα στο γιουσουρούμ του μπαρμπα-Τέλη του αντικέρ. Αφού εκεί είχανε ξανα-βρεθεί τελικά όλοι τους. Στο μεταξύ η μικρή Μπακς κα-θώς ρώταγε , ψείριζε και την κοτσίδα της.

- Μπας και τού ’πεσε η επιστροφή στο παλιατζήδικο λί-γο βαριά και τραυλίζει ; Γιατί , ότι χρειάζεται επισκευή κάνει «μπαμ !» και δαύτο.

Βγήκε μια ακόμη απορία. Απ’ το στόμα του Άλσελ Φορνόουλες. Ενώ προσπαθούσε να ξεμουντζουρώσει τη φάτσα του αλλά πασσαλείβοντάς τη διαρκώς χωρίς απο-τέλεσμα.

- Άμα θα βγάλεις και τον Τέλη από το κάδρο θα του φο-ρέσω το νεραϊδοκαπέλο με λουρί κάτω απ’ το σαγόνι. Βρήκε το πρόσωπο που χρειαζότανε για να ξεσπάσει ο Ντερτ.

«Μπάάάάάάάάμ!!!»

Ακούστηκε τότε όμως ένας νέος κρότος στον ίδιο χώ-ρο και τους κοψοχόλιασε όλους την ίδια στιγμή.

- Ώπα !!!

Αντέδρασε στον ήχο τον ξαφνικό τρομαγμένη η Γκέ-τεμ που αγκάλιασε τη Χαμ-Μπαγκ. Η οποία , μ’ ένα ζω-ντανό σκουπάκι που κινούνταν μόνο του , αυτοξεσκονιζό-τανε αμέριμνη και πνίγηκε απ’ το σφιχταγκάλιασμα ξαφ-νικά. Βγάζοντας για γλώσσα ένα κόκκινο χαλί υποδοχής στενόμακρο που ξεπετάχτηκε κυματιστό μέσα απ’ το μπανελοτσαντόστομα.

- Άλσελ !!! Κάνε στη μπάντα !!!

Προσπάθησε να τον ειδοποιήσει εγκαίρως η Λούλα Μπόμπινγκς.

- Σιγά που θα προλάβαινε !

Έκανε ο Δερβισοψηλολελέκογλου που είδε τον μικρό να σκεπάζεται από μια ομίχλη στο μπόι του το καμιναδό-λιγνο.

- Μ !!! Ε ! Κατάμπρα Καπαμά ! Γκάφα Γκάφα Γκάφα Λουλούκα  Όπου Να ’ναι Πάει Για Ρούμπο ! Μαντάρα Τα Κούλουμα !

Φύτρωσε στη θέση του Άλσελ ένας απ’ τους πεντέξι σαμάνους που τον είχε άθελά του τον μπόμπιρα καβάλα στους ώμους. Ζαβλακωμένο και αλλοίθωρο.

- Ο Άλσελ ξαναπάχυνε !!

Είπε με κρεμασμένα χείλη η Λούλα Μπόμπινγκς ό-πως τον ξανάδε φουσκωτό. Εύσωμο όπως πρώτα.

- Ήρθε ο σαμάνος να μας φέρει...μια...κλώσσα !

Συμπλήρωσε η νεραϊδονταντά ακόμη πιο σαστισμέ-νη.

- Πάρτηνε !

Την παρότρυνε βιαστικός και ο Ντερτ χωρίς έλεγχο των αντιδράσεών του.

- Τί να την κάνω ρε Δερβισοψηλολελέκογλου ; Ο σαμά-νος τούτος θα νόμιζε ότι ήτανε η κότα η άλλη πιο πριν δι-κή μου. Λοιπόν !!! Για περιμένετε όλοι !!! Στικ Σποτ !!!

Είπε η νεραϊδονταντά. Πιο παλαβωμένη από ποτέ. Με κυκλοθυμική διάθεση που από ψιλοεκνευρισμός έγινε υστερία σε κλάσματα δευτερολέπτου.

«ΖμπανταΜπάάάάάάάάμ !!!»

Ακούστηκε τότε ξαφνικά με το που ξεφώνησε το ξόρ-κι η Λουλού και μια φρέσκια , παχιά ηχητικώς , δυνατότε-ρη απ’ όλες τις άλλες έκρηξη που τους έκανε όλους να κλείσουνε τ’ αφτιά τους με τις παλάμες για να μη γίνουνε κουδούνια απ’ τον θόρυβο τούτο τον ανυπόφορο και ανα-πάντεχο.

- Ρε Άλσελ !!! Φοράς το μαγιό μου !!! Χαχα !...και το χρωματιστό...χαχαχαχα....σακάκι μου...χα...χαχαχαχαχα-χαχα !!!

Έμεινε ξερή σχεδόν μα όρθια ακόμη και με κουράγιο να πει ό,τι μόλις ακούστηκε σαν διαπίστωση απ’ το στόμα της η Γκέτεμ. Με γερές δόσεις τρανταχτού , ξεκαρδιστι-κού γέλιου ανάμεσα στις αργές , κομματιασμένες φρά-σεις.

- Ε ; Πώς ; Α !!! Τί θέλεις μέσα στο καρό το κοστουμάκι μου το καουμπόικο ρε Γκέτεμ !!! Αμάν !!! Φοράω σανδά-λια !!!

Ο Άλσελ με τη σειρά του έμενε σοκαρισμένος μέσα σε απερίγραπτη ανατριχίλα σαν να τον είχε χτυπήσει ηλε-κτρικό ρεύμα.

- Εγώ ; Τί να πω !!! Παπούτσια με φουντουκοπραλίνα μου τύχανε !!! Αίσχος !!!

Φώναξε με ξεχασμένο ένα χαμόγελο που έσβησε α-πότομα ενώ τά ’δε τα παπούτσια του φίλου της φορεμένα στα δικά της πόδια και τά ’δειχνε η Γκέτεμ. Χωρίς να α-ντιληφθεί αμέσως τις κινήσεις της ή το τι βλέπανε ξαφνι-κά τα δυο τα μάτια της και δείχνανε μαζί τα χέρια της.

- Ψψψψτ ! Κοίτα ! Ε ! Τί δίνεις για την κότα ;

Έσκισε το χώρο σε χίλια πεντακόσια τριανταοχτώ κομμάτια μια φωνή. Ενώ η νεράιδα φαντάστηκε ότι τα μέτρησε αστραπιαία όλα και τα βρήκε σωστά.

- Όταν θα πάω...

- ...κυρά μου...

-...στο παζάρι...

Αφήσανε το αμοιβαίο χάζεμα της απότομης εναλλα-γής των ρούχων τους , βρισκόμενοι ο ένας να φοράει του άλλου ξαφνικά , η Γκέτεμ με τον Άλσελ. Για να γυρίσου-νε να δούνε κατά την είσοδο. Πρώτα μίλησε η Γκέτεμ. Έ-πειτα ο Άλσελ και πάλι η Γκέτεμ. Αφού πέρασε μια στιγ-μή απόλυτης σιωπής.  Μόλις είδανε τον τύπο να ρωτάει για κάτι τέτοιο λίγο θέλανε για να μην τρελλαθούνε εντε-λώς όλοι.

Ήτανε ένας άγνωστος κοκκινοσγουρομάλλης τύπος , χαρωπός σαν να είχε ξαναδεί τα πάντα και επιπλέον έχαι-ρε και άκρας υγείας. Πάνω που είχανε αρχίσει να ξεχνάνε τα ονόματά τους οι μικροί όταν τους έκοψε το τραγούδι η φωνή της έξαλλης νεραϊδονταντάς.

- Κόφτε το !!! Ε ; Α ; Ναι ;

Ενεργοποιήθηκε η Λούλα η Μπουμπουνηταριδοσυν-νεφίδου.

- Πέντε ;

Της είπε ο άγνωστος τύπος μ’ ένα ανοιχτό χέρι που τεντώθηκε κατά τη φάτσα της Λουλούς.

- Δέκα ;

Σβέλτα απευθύνθηκε συννενοούμενη με νοήματα κά-νοντάς του η νεράιδα το κοπλιμέντο του τύπου διπλό.

- Τί ; Μουτζώνονται ;

Απόρησε η Καίτη η Μπογοδιφραγκομαζωξοπούλου , δηλαδή η Γκέτεμ.

- Παζάρι κάνουνε.

Εξήγησε απαθής ο Ντερτ.

- Ορίστε ! Βγήκε και ο μετρητής της ο χερουκλοπελώ-ριος. Για βοήθεια στις πεντάδες.

Έδειξε το χέρι το σκέτο και μαγικό ο Ντερτ.

- Πώωω ! Τί μούτζα ρε ειν’ αυτή που πετάει !

Ακούστηκε ο Άλσελ να λέει έκπληκτος.

- Μούτζωσε η Μπόμπινγκς την κότα κατά λάθος και το κοτόπουλο το ανυποψίαστο χάθηκε ! Εμείς να δούμε  πότε !

Παρατήρησε ο Ντερτ που πρόσεχε καλά μη του ξε-φύγει τίποτα από όσα έβλεπε να συμβαίνουνε. Λαχταρώ-ντας και ύπνο.

- Επ ! Ακούστηκε απ’ το σακάκι του τύπου ένα κρώξι-μο ! Τ’ ακούσατε ;

Έκανε ο Άλσελ που τον έτρωγε η ανησυχία και ένιω-θε ξανά ατάιστος πενηνταοχτώ μέρες και δυο λεπτά της ώρας.

- Να και η κότα. Κότα !!! Κότα ;

Χοροπήδησε απ’ τη θέση του ο ξένος όπως έμπλεξε με νεραϊδόμουτζες και πουλερικά. Το ένα από τα φάσκε--λα που πέφτανε παραήτανε απλωτό και ορθάνοιχτο. Διότι είχε βγει απ’ την τσανταράκλα και φασκελοσιγοντάριζε τη Λουλού εκείνο το γαργαντουόχερο που τό ’χε για βοη-θό στους υπολογισμούς. Μέχρι που το πτηνό βρέθηκε να ξεμυτίζει μέσα απ’ το σακάκι του ενδιαφερόμενου , έτσι και αλλιώς να το αποκτήσει , τύπου. Οπότε και ξαναχάθη-κε η χερούκλα η καλοφτιαγμένη με το παραπάνω για βοή-θεια στα φάσκελα τα εξπρές. Για να δει κανείς τι πα’ να πει μούτζα.

- Ναι !!! Κότα !!! Χωρίς τα μπαλοσέσκουλα και τις σού-πες !! Τι σου λέω !! Άλλος είσαι ’συ ! Τράβα όμως για να βγει. Πιάστηνε απ’ τα πόδια , απ’ το λαιμό , βγάλτης τον , δώσε της όνομα ή μάθε τη πατίνια , δε με νοιάζει ! Μόνο πάρτηνε και άιντε στο καλό !

Τού ’πε η Λουλού χωρίς πολλά-πολλά πλέον ούτε και για την κότα την ανήσυχα φρέσκια που δεν φαινότανε να τη γλιτώνει από τη χύτρα στο τέλος. Αδιαφορώντας η νε-ραϊδονταντά ετούτη μέσα σε χίλιους δυο ταμπλάδες το ί-διο και για το ταραγμένο από τα ταχυδακτυλουργικά της ύφος του αγνώστου του επιτόπου φιλοδωρημένου με το κοτόπουλο και παρά λίγο μαρμαρωμένου από την έκπλη-ξη τύπου. Κάποιου ξαφνικού περαστικού που μπορεί με το τελευταίο ξόρκι της Λουλούς να προέκυψε και δαύτος από το πουθενά. Ξαφνικά ξεφυτρώνοντας απ’ τη γη , χο-ροπηδηχτά σαν ελατήριο έξω απ’ το παλιατζήδικο του μπαρμπα-Τέλη του Ντούκουρα.

Όπως και νά ’χε το πράγμα , του κοκκινοσγουρομάλ-λη εκείνου τού ’ρθε η κότα πεσκέσι τηλεμεταφερόμενο. Στην τσέπη την από μέσα του σακακιού του. Από ’κει φούσκωσε η κότα απότομα για νά ’ρθει να κάνει «ποκόόόκ !» στο κανονικό της μέγεθος και να φανεί μέσα απ’ το ένα πέτο ετούτου του τύπου. Ε , έτσι ειν’ αυτά. Α-ντί να του σκάσει στα χέρια σε πακέτο για το σπίτι τυλιγ-μένη σε λαδόχαρτο με πατατούλες λεμονάτες φούρνου. Τι να κάνουμε.

- Θενκς !! Ε...Όου...Ααα...Μπάι !

Είπε τελικά ο τύπος για να ευχαριστήσει για την όλη χειρονομία. Άσε που θά ’πε και για τις μούτζες από μέσα του και άλλα τόσα «νά ’σαι καλά» στη Λουλού που θα του τις έστειλε. Σίγουρα. Έτσι αφού την φαντάστηκε την κότα μέσα σε συννεφάκι ψητή πάνω απ’ το κεφάλι του την πήρε στραμπουλώντας τη απ’ το λαιμό , δηλαδή ολο-ζώντανη κρατώντας τη ακόμη αλλά κάπως πιο σφιχτά και έφυγε σίφουνας.

- Άιιι...Στικ Σποτ !!!

Τον μισοκατευόδωσε η Λουλού να πάει κατά ’κει ό-που νόμιζε τον περαστικό με το κοτόπουλο το εντός μερι-κών λεπτών ψητό αν και δεν θά ’τανε στο θέμα αυτό κα-θόλου συνεργάσιμο το ίδιο το πουλερικό διότι έκανε ήδη σχέδια ξεμπαλταδιάσματος. Ενώ σχεδόν αμέσως της Λού-λας της ήρθε να πει εκείνη τη μαγική μπελαδοκουβέντα κατά λάθος από τα νεύρα. Λέγοντάς τη και νεραϊδατζαμή-δικα τελείως. Δείχνοντας του Δερβισοψηλολελέκογλου την κορνιζογαλότσα με τον σπληναντερόπονο χωρίς να το παίρνει χαμπάρι.

Ενώ έστριβε η Λουλού δηλαδή απ’ το κατώφλι του παλιατζήδικου και ερχότανε ξανά προς τα μέσα κοιτάζο-ντας ακόμη κατά το δρόμο μπουχτισμένη και με τον τσι-λιβιθρολαιμό το μακρύ γυρισμένο παρά λίγο μέχρι την πλάτη ώσπου να χαθεί από μπρος της ο κοκκινομάλλης  ο κοτοπουλαλαφιασμένος. Για να γίνει με αυτή την αφηρη-μάδα της το «Έλα να δεις !» επιτόπου.

«Μπεεεεερπ...»

«μμπρρρμπερμπρεεεεεεεε!!!»                       

« Ε !!!»

Τους ξάφνιασε τ’ αφτιά ένας ήχος ξεβουλωμένου σι-φονιού νεροχύτη για μαγέρικο γιγάντων. Όχι των φασο-λιώνε αλλά των ντερεκιών των παραμυθιώνε.

- Πωωω !!! Έχω ν’ ακούσω τέτοια ξεγυρισμένη χώνεψη    απ’ το γλέντι το προπέρσινο στον τριήμερο διαγωνισμό κόκκινης μπίρας !

Είπε εντυπωσιασμένος για τον άκρως γνώριμο ήχο μπυραρίας κάπου μέσα στον ίδιο χώρο του παλαιοπω-λείου ο Ντερτ.

- Όου !

Έκανε και ο Ντόναλντ Ντάνκαν και όλοι όπως γυρί-σανε αμέσως και τον είδανε , σκοτιστήκανε πάραυτα.

Παρ’ όλο που τον έβγαλε να ξαλαφρώσει τελείως πλέον η κορνίζα που ξαναΐσιωσε με το τελευταίο ξόρκι. Αμολώντας τον μπαρμπα-Ντούκουρα ολόκληρο και όρθιο με το εξής ένα του φρύδι , το δεξί , ανασηκωμένο ενώ το άλλο ήσυχο. Με τα κουρασμένα μπράτσα του να κρέμο-νται απ’ τους ώμους μουδιασμένα και τις παλάμες να τις έχει ξεχάσει από την έκπληξη με τα δάχτυλα ανοιχτά και τεντωμένα.

- ΄Οξις και χαίρετε !!! Γράφω ή γράφεις !!!

Έκανε ξαφνικά η νεραϊδογκουβερνάντα που ενεργο-ποιήθηκε. Συγκράτησε μόνο το καπέλο της που έμεινε μισο-όρθιο ανάποδα χωρίς να γυρίσει τελείως να την κα-πελώσει καλά. Ξέχασε τα πάντα και όρμησε φτάνοντας μπροστά στην κορνίζα με τον Ντερτ μαζί και τους μι-κρούς που από ένστικτο ορμήσανε κατά την ίδια κατεύ-θυνση.

- Όχι !!! Γράφω εγώ !!! Τρία...

Ήτανε πάντα έτοιμος και περίμενε ο Ντερτ να συμβεί κάτι σαν και αυτό εδώ το πράγμα. Οπότε κουτσόγραψε κάτι αμέσως χωρίς να σκαλώσει για να σκεφτεί. Κρατώ-ντας φωναχτά και αντίστροφη μέτρηση.

- Ντερτ !

Τον πρόσεξε η νεραϊδούλα η μονοκοντυλόμακρη και κατσιασμένη ενδυματολογικώς τον παλιόφιλο όπως ήτανε παρομοίως και τούτος σε κατάσταση παροξυσμού για πο-νηρή εφαρμογή σχεδίου διαφυγής και του φώναξε να τον συνεφέρει.

-...Δύο...

Συνέχισε ο Ντερτ να μετράει ενώ έκανε σαν να τον κυνηγάνε για να τελειώσει σε χρόνο μηδέν και κάτι με το σκιτσάρισμα το πάντα φριχτό. Κοτσάροντας και τη λεκτι-κή περιγραφή του προορισμού για να μη λείπει τίποτα πλέον.

- Τι έγραψ...

Αναρωτήθηκε η νεραϊδούλα , για να μείνει όμως η ε-ρωτησή της μισή.

- Ένααααααααα !!!

Ξεφώνησε ο Ντερτ και σήκωσε την κορνίζα όπως τε-ντώθηκε από γονατιστός απότομα όρθιος. Τραβώντας τη κοντά του λες και θα του την κλέβανε. Όταν όλα τα αξε-σουάρ της Λούλας Μπόμπινγκς μαζί με τους μικρούς και την ίδια τη νεραϊδονταντά κάνανε πως του ορμάνε. Οπότε τους την πέρασε κολλάρο χωρίς να περιλαμβάνει και τον εαυτό του. Βρίσκοντας κατευθείαν το κέφι του ξεσπώντας σε γέλια.

Πάνω που χαιρότανε , η θεραπευμένη κορνίζα ήρθε και αναποδογύρισε όμως στο δάπεδο απ’ τη μαστιχολα-στέξ την πλευρά για το πηγαινέλα το τυφλοπόντικο. Ο Ντερτ έτριβε τα χέρια του από ανακούφιση και έκανε το πρώτο όσο και το τελευταίο βήμα για να πάει με τα πόδια μέχρι το σπιτάκι του να ταβλιαστεί σε ύπνο βαθύ. Για να πέσει σε χειμερία νάρκη μάλλον μέχρι νά ’ρθει η Άνοιξη.

Το ποδάρι του αμέσως λοιπόν , καθώς προχώρησε για να βγει απ’ το παλιατζήδικο μπήκε τελικά μεσ’ το ρημα-δόκαδρο και έγινε βήμα σε γκρεμό. Τότε βρήκε , που δεν υπήρχε πίσω ρέμα. Πάνω που έλεγε να φύγει σαν κύριος απ’ την πόρτα ο πάντα σκουντούφλης , γκαντεμοβαρεμέ-νος μονίμως , Ντερτ. Απ’ την ίδια του την κορνίζα. Βου-τώντας με ορμή σε στάση βήματος μισοπατημένου οριζο-ντίως στο κενό με «χεχεχεχε !» που χάνεται στην άβυσσο.

Ε , μετά απ’ αυτό κατευθείαν , η κορνίζα χάθηκε από ’κει στο άψε σβήσε παρομοίως. Αφήνοντας τζίφρα αλλιώ-τικη. Έναν πολύ αφράτο λευκό καπνό σε μέγεθος και σχήμα ακανόνιστα σφαιρικού ποδαρομαξιλαριού για μο-σχοποδολουτραρισμένο χαλίφη στη θέση του ριζοχάρτι-νου αχνού που συνήθως απόμενε ως πολύ φευγαλέο , μό-νο της ίχνος. Μπροστά στα απαθή , καθ’ όλη τη διάρκεια όλου του μυστήριου ξεμπαρκαρίσματος , μάτια του πα-λαιοπώλη. Περί του οποίου από μακριά ήτανε γνωστό πως επρόκειτο για παλιαραχνοκαραβάνα ασύγκριτη.

Μέσα στο κατάστημα ξαναβασίλευε σε μισό μόνο λεπτό η απόλυτη απραξία. Ο Τέλης ο Ντούκουρας απ’ το Τροχοσπαζοβοϊδαμαξοχώρι Φθιώτιδας , της αγγλικής πά-ντα , μόλις είχε βρει το σφυρί πλάι του στον πάγκο. Τό ’πιασε με τα δυο χέρια , το κοίταξε και είπε φλύαρα ,

- Όου.

Αφού έβγαλε απ’ την πολυλογία τούτη το άχτι του ξανάφησε το σφυρί στον πάγκο. Πήρε από ’κει όπου την είχε παρατήσει από πριν τη μυγοσκοτώστρα εποχής Λου-κουμαδοβίκου δεκάτου εβδόμου , σταύρωσε τα χέρια πί-σω απ’ την πλάτη κρατώντας τη μυγοκαρπαζαντίκα και στάθηκε στο κατώφλι του μαγαζιού του. Τις μύγες τις είχε ο απέναντι έμπορος για την ώρα και παίζανε όλοι μαζί για να περάσει η ώρα.

- Κοίτα να δεις...

Αναστέναξε λέγοντας με μια υποψία ζήλειας εμπορι-κής ο μπαρμπα-Ντόναλντ ο Ντάνκαν. Η οποία του τάραξε τη διάθεση τόσο που σάλεψε η μυγοκατραπακιάστρα η προπολεμική στα χέρια του πισθάγκωνα. Καθώς ξεστόμι-ζε τις λέξεις ετούτες όλο παράπονο. Διότι τριγύρω του δεν είχε πουθενά έξω απ’ το κατάστημα ούτε σκνίπα για φάπα...

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH