![]() |
ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH |
|
Μίλα Μου Για ΞόρκιαΚεφάλαιο 6 6. Πως Ξεμπάφιασε Το Δάσος (περιληπτική ενότητα) Με εκείνη λοιπόν την παράσταση που δώσανε για χάρη της Λούλας τα πέντε ζωντανεμένα μουσικά όργανα σχεδόν τελείωσε η παραμονή της νεραϊδούλας τούτης στο άλσος της γειτονιάς της στο μελλοντικό έτος 4010. Μόλις ολοκληρώθηκε το νταβαντούρι λίγες στιγμές αργότερα ό-λα τα τρομπετοκουδουνομπούζουκα τα ξεσαλωμένα βου-τήξανε για να χαθούνε ξανά μέσα στην τσαντάρα. Το ίδιο πράγμα έκανε τελευταία στη σειρά και η βαζάρα με το «Μαρμελαδογκριματσοκοκό». Για να κλείσει μετά η γι-γαντοτσαντοφασολιά τούτη να καλμάρει και το περιβάλ-λον. Η Λούλα , εκεί ακόμη στο έτος 4010 μόλις είχε βρει τη συνταγή για να παίζει «περνά-περνά η νεράιδα !». Έ-χοντας και τα βοηθητικά της εξαρτήματα τα δυο πάντοτε. Το εξής ένα ναι , ήτανε εκείνο το γιγάντιο ομπρελοτιρ-μπουσόν. Μάλιστα , μετά από τη διόρθωση στο ξόρκι της με το παλτοζωνάρι της στο δέντρο η νεραϊδούλα κατάφε-ρε να στρώσει το γαντζοσουστόπανο δαύτο με το κοντάρι το μακρύ για να τό ’χει ως βοηθητικό εξάρτημα. Το οποίο άκουγε επιτέλους πια για ονοματάκι του το Πετάξου Μια Στιγμή. Ακριβώς προτού αποκτήσει η Λούλα εκείνη την παραγεμισμένη μελιτζανότσαντα. Όταν η ζώνη απ’ το πε-ρίεργο παλτό της πήρε τέτοια μορφή. Μιας τσαντάρας ί-διας με τριθέσιο καναπέ στο μέγεθος. Όσο για τα αντικείμενα που είδε η Λούλα να μπαινο-βγαίνουνε για μια επίδειξη γνωριμίας , τούτα δεν ήτανε παρά μια απειροελάχιστη ποσότητα από όλο εκείνο τον συρφετό που υπήρχε καταχωνιασμένος εκεί μέσα. Σε τού-τη την τσανταράκλα που αν την άνοιγες για να ρίξεις μια ματιά έβλεπες μόνο ένα πυκνό , πολύ ανοιχτό γαλανό νέ-φος. Αν άγγιζες δε τούτο το εσωτερικό νόμιζες πως έπια-νες ένα σωρό από ολοστρόγγυλες , στιβαγμένες κοτρωνά-ρες. Μάλλον μια γερή μπάζα λύσεων έτοιμων και φυλαγ-μένων σε τούτες τις σφαιρικές , ασήκωτες και γι’ αυτό λί-αν μυστήριες πάντοτε κάψες. Δηλαδή κάψες για κάθε εί-δους προβλήματα. Για όποιον τυχόν θα είχε έστω και ένα στο έτος 4010. Πάντως , σ’ αυτόν τον ομιχλώδη σωρό α-κουγότανε μονίμως κάποια βαβούρα. Άλλοτε ψίθυροι , κάποτε επιφωνήματα από ενοχλήσεις μέσα σε στριμωξί- δι , όπως συχνά και χαρωπές φωνές. Οι οποίες βρίσκανε τα πάντα ωραία και γουστάρανε το καθετί σαν φοβερή ιδέα. Η Λούλα παρ’ όλο που είχε γίνει υπερβολικά ψηλότε-ρη για το ύψος κανονικού ανθρώπου έχοντας χάρη σε ’κείνη την τσίκλα με γεύση κερασιού τώρα τόση πολλή ε-νέργεια , δεν έχασε στιγμή. Μια και μπορούσε ε , μόνο να το σκεφτεί χρειαζότανε και μ’ ένα «παφ !» χανότανε και ταξίδευε όπου ήθελε και στο χρόνο. Κάτι που της έδωσε την ευχέρεια περνώντας έτσι τόσο καιρό μασουλώντας τέτοιες φρουτότσικλες με γεύσεις από φραγκοστάφυλο , φράουλα , κεράσι και απ’ όποιο άλλο φρούτο έκανε κέφι να μεγαλώσει με αυτή ακριβώς τη συνήθεια. Επιστρέφο-ντας κάθε λίγο στους αυτόματους πωλητές νεραϊδοφρου-τότσικλας και στα περίπτερα του έτους 4010 για να ξα-νάρθει στα ίσα της μετά από κάθε της εξόρμηση στο χρό-νο. Ξεφυτρώνοντας , μακρόστενη πάντα , πίσω στη γειτο-νιά της. Προκειμένου με μια ακόμη τέτοια τσίκλα να εξουδε-τερώνει όλες τις έξτρα δυνάμεις της προηγούμενης απ’ τον εγκέφαλό της και με μια νέα να ξαναστυλώνεται. Όσο για τα δυο της αξεσουάρ , την ομπρελάρα και την τσαντά-ρα , τούτα εξανεμίζονταν πάντα το ίδιο απλά μόλις η Λού-λα με μια τσίκλα σκεφτότανε να επανέλθει στον παλιό , απλό εαυτό της. Φυσικά , το ίδιο εύκολα χάρη στη μνήμη της τα ξανάβρισκε αμφότερα με την κάθε νέα της λαχτά-ρα για νεραϊδοτσικλοτσάρκες. Επιπλέον , θά ’πρεπε να συμπληρώσω εδώ κάτι που ακολούθησε με το που ολοκληρώθηκε η πρώτη εκείνη παράσταση απ’ τα μουσικά όργανα που βγήκανε τελευ-ταία απ’ την τσαντάρα μεσ’ το άλσος. Τη στιγμή λοιπόν που η Λούλα θά ’κανε μια σκέψη για την πρώτη της εκ-δρομή για κάπου αλλού μέσα στο χρόνο , εμφανίστηκε για να την αναζητήσει ο πάντοτε κεφάτος θείος της. Η Λούλα γεμάτη χαρά φρόντισε κατευθείαν να τον ενισχύ-σει μ’ ένα μόνιμο «Στικ Σποτ !». Οπότε κατάφερε έτσι να τον πείσει σαν συνταξιδιώτη της να αλλάξει εποχή και πε-ριβάλλον σχεδόν μόνιμα. Εκείνο το ταξίδι ήτανε τόσο πε-τυχημένο που ο θείος της Λουλούς βολεύτηκε σύντομα , περνώντας καλύτερα εκεί , σ’ ένα γραφικό , τριόροφο εξο-χικό σε μια εποχή πολύ πριν απ’ το έτος 4010. Δεν υπάρχει αμφιβολία έπειτα από τόσα ταξίδια σε άλλες εποχές μέσα στο χρόνο με τις εμπειρίες που θα μά-ζευε η Λούλα από την κάθε της αλλαγή σε νεράιδα πως θά ’χαμε και έμεις να μαθαίνουμε από νέα ουκ ολίγα. Σχεδόν όπως θά ’νιωθε λοιπόν από την περιέργεια εκείνος που δε θά ’θελε να περιμένει και θά ’κανε ό,τι μπορεί για να φανταστεί όσα θα μπορούσανε να συμβούνε , δοκίμα-σα και ο ίδιος να ονειροταξιδέψω από ’δω προς μια ελάχι-στα λογική , πρέπει να πω , συνέχεια. Πειράζοντας όμως λιγάκι το χρόνο στις επόμενες σελίδες. Καθώς η Λουλού-κα έχει μεγαλώσει αν και νέα και κινητικότατη ομολογου-μένως ακόμη. Διαλέγοντας ωστόσο για να τριβελίζει άλ-λους και να τριβελίζεται παρομοίως σ’ αυτή τη συνέχεια που πρόκειται να ακολουθήσει στα επόμενα κεφάλαια την ίδια εποχή που βρέθηκε και την πρώτη φορά με τον θείο της τον εύθυμο. Ο οποίος θεώρησε πολύ καλή ιδέα την εγκατάστασή του σε ’κείνο το μέρος ήδη από τότε , όπως είπαμε. Μάλιστα η Λούλα άμα και έβγαλε φρονιμίτες βρήκε ως και πλήρη απασχόληση χάρη στις τσικλόφουσκες της εποχής της δικής της. Κάνοντας την παραμανονεράιδα ό-πως σουλατσάριζε συχνά-πυκνά ταξιδεύοντας στο χρόνο. Αμέ ! Νεραϊδοσυνοδός για παιδιά. Κελεπούρι. Αμ , εδώ οι νόμοι της φύσης θα πάνε κάποτε περίπατο. Οι μπόμπι-ρες θα μένανε χωρίς νταντά μεσ’ το σπίτι να περιμένουνε απεριπάτητοι ; Οπότε ως γκουβερνάντα με χαρίσματα που θά ’χε διαφορετικά μια ανειδίκευτη μονάχα σε μαγικά κόλπα νε-ράιδα , η Λούλα ανέλαβε καθήκοντα. Βεβαίως , όταν λέμε «νεράιδα» δε θα πρέπει κανείς να μπερδεύει τη φιλοφρό-νηση που γίνεται για κάποιο πρόσωπο που έμφυτα διαθέ-τει αποθέματα εξαιρετικής γαλήνης και παρουσιάζει εξαι-ρετική αυτοκυριαρχία στο όλο ταπεραμέντο του. Μιλάμε κυριολεκτικότατα. Εννοώντας ναι , μια παρουσία που διαθέτει , έστω και μασώντας ’κείνες τις φρουτότσικλες , την ικανότητα να αγουροξυπνάει μέχρι και τις πολυθρό-νες και να κάνει να σε χαιρετάνε ως και τα πόμολα απ’ τις πόρτες. Επομένως τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Για όλες τις παραλειπόμενες λεπτομέρειες άμα ακόμη δεν αρχίσατε να ψιλοβαριόσαστε , προχωράτε αν θέλετε στις επόμενες σε-λίδες. Όσοι από εσάς θα το διαβάσουνε αντί να δοκιμάσει μήπως καταφέρει να τους κοιμήσει κανείς άλλος μ’ αυτό , έναν καφέ ίσως να τον χρειάζονται. Μήπως – λέω – ξα-γρυπνήσουνε χωρίς καφέ γιατί θά ’χουνε να το θυμούνται. Σε κάθε περίπτωση αν δεν το θεωρούσα περιττό θα σας ζήταγα συγνώμη ελπίζοντας να σας φανεί υποφερτή και η υπόλοιπη ανάγνωση. Όμως κάτι τέτοιο τελικά το θεωρώ περιττό. Ουδεμία ευθύνη φέρει ο εμπνευστής για όποια πεισματάρικα θορυβώδη μετεικάσματα , αναλαμπές από τουμπανοκέφαλη και κροταφικώς παλλόμενη δηλαδή α-νάμνηση – κουρκουτοπισθοφλασιά ή φλάσμπακ μ’ άλλα λόγια – παρουσιαστούνε μετά την απομάκρυνση από το μυθιστόρημα τούτο. Πάντως αν το αποφασίσετε ε , εύχο-μαι να το βρείτε , έστω και ξώφαλτσα κάπως συμπαθη-τικό. 6. Πως Ξεμπάφιασε Το Δάσος (περιληπτική ενότητα) Με εκείνη λοιπόν την παράσταση που δώσανε για χάρη της Λούλας τα πέντε ζωντανεμένα μουσικά όργανα σχεδόν τελείωσε η παραμονή της νεραϊδούλας τούτης στο άλσος της γειτονιάς της στο μελλοντικό έτος 4010. Μόλις ολοκληρώθηκε το νταβαντούρι λίγες στιγμές αργότερα ό-λα τα τρομπετοκουδουνομπούζουκα τα ξεσαλωμένα βου-τήξανε για να χαθούνε ξανά μέσα στην τσαντάρα. Το ίδιο πράγμα έκανε τελευταία στη σειρά και η βαζάρα με το «Μαρμελαδογκριματσοκοκό». Για να κλείσει μετά η γι-γαντοτσαντοφασολιά τούτη να καλμάρει και το περιβάλ-λον. Η Λούλα , εκεί ακόμη στο έτος 4010 μόλις είχε βρει τη συνταγή για να παίζει «περνά-περνά η νεράιδα !». Έ-χοντας και τα βοηθητικά της εξαρτήματα τα δυο πάντοτε. Το εξής ένα ναι , ήτανε εκείνο το γιγάντιο ομπρελοτιρ-μπουσόν. Μάλιστα , μετά από τη διόρθωση στο ξόρκι της με το παλτοζωνάρι της στο δέντρο η νεραϊδούλα κατάφε-ρε να στρώσει το γαντζοσουστόπανο δαύτο με το κοντάρι το μακρύ για να τό ’χει ως βοηθητικό εξάρτημα. Το οποίο άκουγε επιτέλους πια για ονοματάκι του το Πετάξου Μια Στιγμή. Ακριβώς προτού αποκτήσει η Λούλα εκείνη την παραγεμισμένη μελιτζανότσαντα. Όταν η ζώνη απ’ το πε-ρίεργο παλτό της πήρε τέτοια μορφή. Μιας τσαντάρας ί-διας με τριθέσιο καναπέ στο μέγεθος. Όσο για τα αντικείμενα που είδε η Λούλα να μπαινο-βγαίνουνε για μια επίδειξη γνωριμίας , τούτα δεν ήτανε παρά μια απειροελάχιστη ποσότητα από όλο εκείνο τον συρφετό που υπήρχε καταχωνιασμένος εκεί μέσα. Σε τού-τη την τσανταράκλα που αν την άνοιγες για να ρίξεις μια ματιά έβλεπες μόνο ένα πυκνό , πολύ ανοιχτό γαλανό νέ-φος. Αν άγγιζες δε τούτο το εσωτερικό νόμιζες πως έπια-νες ένα σωρό από ολοστρόγγυλες , στιβαγμένες κοτρωνά-ρες. Μάλλον μια γερή μπάζα λύσεων έτοιμων και φυλαγ-μένων σε τούτες τις σφαιρικές , ασήκωτες και γι’ αυτό λί-αν μυστήριες πάντοτε κάψες. Δηλαδή κάψες για κάθε εί-δους προβλήματα. Για όποιον τυχόν θα είχε έστω και ένα στο έτος 4010. Πάντως , σ’ αυτόν τον ομιχλώδη σωρό α-κουγότανε μονίμως κάποια βαβούρα. Άλλοτε ψίθυροι , κάποτε επιφωνήματα από ενοχλήσεις μέσα σε στριμωξί- δι , όπως συχνά και χαρωπές φωνές. Οι οποίες βρίσκανε τα πάντα ωραία και γουστάρανε το καθετί σαν φοβερή ιδέα. Η Λούλα παρ’ όλο που είχε γίνει υπερβολικά ψηλότε-ρη για το ύψος κανονικού ανθρώπου έχοντας χάρη σε ’κείνη την τσίκλα με γεύση κερασιού τώρα τόση πολλή ε-νέργεια , δεν έχασε στιγμή. Μια και μπορούσε ε , μόνο να το σκεφτεί χρειαζότανε και μ’ ένα «παφ !» χανότανε και ταξίδευε όπου ήθελε και στο χρόνο. Κάτι που της έδωσε την ευχέρεια περνώντας έτσι τόσο καιρό μασουλώντας τέτοιες φρουτότσικλες με γεύσεις από φραγκοστάφυλο , φράουλα , κεράσι και απ’ όποιο άλλο φρούτο έκανε κέφι να μεγαλώσει με αυτή ακριβώς τη συνήθεια. Επιστρέφο-ντας κάθε λίγο στους αυτόματους πωλητές νεραϊδοφρου-τότσικλας και στα περίπτερα του έτους 4010 για να ξα-νάρθει στα ίσα της μετά από κάθε της εξόρμηση στο χρό-νο. Ξεφυτρώνοντας , μακρόστενη πάντα , πίσω στη γειτο-νιά της. Προκειμένου με μια ακόμη τέτοια τσίκλα να εξουδε-τερώνει όλες τις έξτρα δυνάμεις της προηγούμενης απ’ τον εγκέφαλό της και με μια νέα να ξαναστυλώνεται. Όσο για τα δυο της αξεσουάρ , την ομπρελάρα και την τσαντά-ρα , τούτα εξανεμίζονταν πάντα το ίδιο απλά μόλις η Λού-λα με μια τσίκλα σκεφτότανε να επανέλθει στον παλιό , απλό εαυτό της. Φυσικά , το ίδιο εύκολα χάρη στη μνήμη της τα ξανάβρισκε αμφότερα με την κάθε νέα της λαχτά-ρα για νεραϊδοτσικλοτσάρκες. Επιπλέον , θά ’πρεπε να συμπληρώσω εδώ κάτι που ακολούθησε με το που ολοκληρώθηκε η πρώτη εκείνη παράσταση απ’ τα μουσικά όργανα που βγήκανε τελευ-ταία απ’ την τσαντάρα μεσ’ το άλσος. Τη στιγμή λοιπόν που η Λούλα θά ’κανε μια σκέψη για την πρώτη της εκ-δρομή για κάπου αλλού μέσα στο χρόνο , εμφανίστηκε για να την αναζητήσει ο πάντοτε κεφάτος θείος της. Η Λούλα γεμάτη χαρά φρόντισε κατευθείαν να τον ενισχύ-σει μ’ ένα μόνιμο «Στικ Σποτ !». Οπότε κατάφερε έτσι να τον πείσει σαν συνταξιδιώτη της να αλλάξει εποχή και πε-ριβάλλον σχεδόν μόνιμα. Εκείνο το ταξίδι ήτανε τόσο πε-τυχημένο που ο θείος της Λουλούς βολεύτηκε σύντομα , περνώντας καλύτερα εκεί , σ’ ένα γραφικό , τριόροφο εξο-χικό σε μια εποχή πολύ πριν απ’ το έτος 4010. Δεν υπάρχει αμφιβολία έπειτα από τόσα ταξίδια σε άλλες εποχές μέσα στο χρόνο με τις εμπειρίες που θα μά-ζευε η Λούλα από την κάθε της αλλαγή σε νεράιδα πως θά ’χαμε και έμεις να μαθαίνουμε από νέα ουκ ολίγα. Σχεδόν όπως θά ’νιωθε λοιπόν από την περιέργεια εκείνος που δε θά ’θελε να περιμένει και θά ’κανε ό,τι μπορεί για να φανταστεί όσα θα μπορούσανε να συμβούνε , δοκίμα-σα και ο ίδιος να ονειροταξιδέψω από ’δω προς μια ελάχι-στα λογική , πρέπει να πω , συνέχεια. Πειράζοντας όμως λιγάκι το χρόνο στις επόμενες σελίδες. Καθώς η Λουλού-κα έχει μεγαλώσει αν και νέα και κινητικότατη ομολογου-μένως ακόμη. Διαλέγοντας ωστόσο για να τριβελίζει άλ-λους και να τριβελίζεται παρομοίως σ’ αυτή τη συνέχεια που πρόκειται να ακολουθήσει στα επόμενα κεφάλαια την ίδια εποχή που βρέθηκε και την πρώτη φορά με τον θείο της τον εύθυμο. Ο οποίος θεώρησε πολύ καλή ιδέα την εγκατάστασή του σε ’κείνο το μέρος ήδη από τότε , όπως είπαμε. Μάλιστα η Λούλα άμα και έβγαλε φρονιμίτες βρήκε ως και πλήρη απασχόληση χάρη στις τσικλόφουσκες της εποχής της δικής της. Κάνοντας την παραμανονεράιδα ό-πως σουλατσάριζε συχνά-πυκνά ταξιδεύοντας στο χρόνο. Αμέ ! Νεραϊδοσυνοδός για παιδιά. Κελεπούρι. Αμ , εδώ οι νόμοι της φύσης θα πάνε κάποτε περίπατο. Οι μπόμπι-ρες θα μένανε χωρίς νταντά μεσ’ το σπίτι να περιμένουνε απεριπάτητοι ; Οπότε ως γκουβερνάντα με χαρίσματα που θά ’χε διαφορετικά μια ανειδίκευτη μονάχα σε μαγικά κόλπα νε-ράιδα , η Λούλα ανέλαβε καθήκοντα. Βεβαίως , όταν λέμε «νεράιδα» δε θα πρέπει κανείς να μπερδεύει τη φιλοφρό-νηση που γίνεται για κάποιο πρόσωπο που έμφυτα διαθέ-τει αποθέματα εξαιρετικής γαλήνης και παρουσιάζει εξαι-ρετική αυτοκυριαρχία στο όλο ταπεραμέντο του. Μιλάμε κυριολεκτικότατα. Εννοώντας ναι , μια παρουσία που διαθέτει , έστω και μασώντας ’κείνες τις φρουτότσικλες , την ικανότητα να αγουροξυπνάει μέχρι και τις πολυθρό-νες και να κάνει να σε χαιρετάνε ως και τα πόμολα απ’ τις πόρτες. Επομένως τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Για όλες τις παραλειπόμενες λεπτομέρειες άμα ακόμη δεν αρχίσατε να ψιλοβαριόσαστε , προχωράτε αν θέλετε στις επόμενες σε-λίδες. Όσοι από εσάς θα το διαβάσουνε αντί να δοκιμάσει μήπως καταφέρει να τους κοιμήσει κανείς άλλος μ’ αυτό , έναν καφέ ίσως να τον χρειάζονται. Μήπως – λέω – ξα-γρυπνήσουνε χωρίς καφέ γιατί θά ’χουνε να το θυμούνται. Σε κάθε περίπτωση αν δεν το θεωρούσα περιττό θα σας ζήταγα συγνώμη ελπίζοντας να σας φανεί υποφερτή και η υπόλοιπη ανάγνωση. Όμως κάτι τέτοιο τελικά το θεωρώ περιττό. Ουδεμία ευθύνη φέρει ο εμπνευστής για όποια πεισματάρικα θορυβώδη μετεικάσματα , αναλαμπές από τουμπανοκέφαλη και κροταφικώς παλλόμενη δηλαδή α-νάμνηση – κουρκουτοπισθοφλασιά ή φλάσμπακ μ’ άλλα λόγια – παρουσιαστούνε μετά την απομάκρυνση από το μυθιστόρημα τούτο. Πάντως αν το αποφασίσετε ε , εύχο-μαι να το βρείτε , έστω και ξώφαλτσα κάπως συμπαθη-τικό. ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 |