ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΤΟ BOOKSINFO

Το πλήρωμα του χρόνου και ο Μήτσος

Ελένη Φουρνάρου

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

1.

Ο Μήτσος μπήκε στη ζωή μου μαζί με τις πρώτες βροχές του Οκτώβρη. Εκείνο το Σάββατο έβρεχε τόσο πολύ που αποφασίσαμε με τα κορίτσια να μην συναντηθούμε στην Αθήνα, όπως συνήθως, για να γλυτώσουμε την ταλαιπωρία της κίνησης και του μουσκέματος.
Δώσαμε ραντεβού σε μια κομψή τσαγερία στο Ψυχικό, με χαριτωμένη διακόσμηση και σπιτικά γλυκά.
Η πρωινή Σαββατιάτικη έξοδος ήταν καθιερωμένη για τις τρεις μας. Σπάνιες οι φορές που δεν βρισκόμασταν κι αυτό μόνο σε μεγάλη ανάγκη. Συνήθως κατεβαίναμε στο Κολωνάκι - η Στέλλα κι η Λίλιαν έμεναν, επίσης, στα βόρεια προάστια. Χαζεύαμε τις βιτρίνες, ψωνίζαμε καμιά μπούρδα κι έπειτα καθόμασταν για καφέ ή φαγητό στα στέκια της μόδας. Βλέπαμε γνωστούς κι άγνωστους κοσμικούς τύπους, κουτσομπολεύαμε, σαχλαμαρίζαμε - μπουρζουάδικα πράγματα, που έλεγε κι ο Μήτσος.
Εγώ κατέβαινα πάντα νωρίτερα στο κέντρο, ώστε να προμηθευτώ τα βιβλία της εβδομάδας, κι όταν χωρίζαμε με τα κορίτσια περνούσα τις περισσότερες φορές να δω τους γονείς μου, που παρέμεναν μόνιμοι κάτοικοι Κολωνακίου.
Γύριζα σπίτι το απογευματάκι, λίγο μελαγχολική και πολύ κουρασμένη, για να βρω τον Κων/νο να κοιμάται μετά απ’ την εξίσου γεμάτη μέρα του.
Τότε γέμιζα τη μπανιέρα και βούλιαζα στο αρωματισμένο νερό αφήνοντας, επιτέλους, τα δάκρυα να κυλήσουν. Περνούσα ώρες μουλιάζοντας στο αφρόλουτρο, λυπούμενη τον εαυτό μου και μιμούμενη τις νευρωτικές, αγαπημένες μου ηρωίδες των ταινιών και βιβλίων.
Φανταζόμουν τη ζωή μου σε πέντε, δέκα, δεκαπέντε χρόνια και μου φαινόταν φριχτά ίδια και απελπιστικά μονότονη. Το πολύ-πολύ να προστιθόταν η ευθύνη κάνα δυο παιδιών ή ένα εξοχικό στην Ύδρα.
Κι ενώ δεν ήμουν δυστυχισμένη γιατί τίποτα, μα τίποτα δεν πήγαινε στραβά, δεν μπορούσα να είμαι κι ευτυχισμένη. Αφού, στην ουσία, τίποτα, μα τίποτα δεν πήγαινε καλά.
Έπειτα, αφού χόρταινα μούλιασμα κι αυτολύπηση, έβγαινα απ’ το μπάνιο να ετοιμαστώ για τη βραδινή μας έξοδο.

2.

Ο Σύζυγος ακολουθούσε δικό του πρόγραμμα τα Σάββατα. Φρόντιζε να κοιμάται μέχρι αργά και μετά έκανε μια βόλτα απ’ το γραφείο, να δει μήπως υπήρχε τίποτα επείγον.
Στην πραγματικότητα, όπως υποψιαζόμουν κι όπως ομολόγησε κι ο ίδιος σ’ έναν καβγά μας, δεκάρα δεν έδινε για τα τυχόν επείγοντα. Πήγαινε στο γραφείο για να μπορέσει, εκμεταλλευόμενος την ηρεμία της αργίας, να παίξει, με την ησυχία του, με τον αγαπημένο του υπολογιστή.
Όταν χόρταινε παιχνίδια και Internet συναντούσε τους φίλους του σ’ ένα υπεργυμναστήριο όπου κανείς δεν πήγαινε για να γυμναστεί. Φορούσαν όλοι τα φιρμάτα αθλητικά τους ρούχα κι έπιναν smart drinks στο μπαρ, βαθμολογώντας τις ξέκωλες γκόμενες που τριγυρνούσαν ψάχνοντας τον ιδανικό μαλάκα με λεφτά.
Μη με παρεξηγείτε. Η χυδαία γλώσσα που χρησιμοποιώ δεν καταδεικνύει ότι ζήλευα τον Σύζυγό μου. Ίσα-ίσα που χαιρόμουν όταν ξεκολλούσε απ’ τη δουλειά και την τηλεόραση.
Απλώς δεν μπορώ να καταλάβω πως γίνεται να χαίρεσαι πληρώνοντας 30.000 δρχ. το μήνα για λίγο φτηνιάρικο μπανιστήρι. Αν προσπαθούσαν, τουλάχιστον, και να γυμναστούν!

3.

Ας επιστρέψω σε κάτι πιο ευχάριστο. Ας μιλήσω για τις φίλες μου. Τη Λίλιαν και τη Στέλλα. Η πρώτη είναι Σύζυγος, κι αυτή, του Λεωνίδα, καλού φίλου και συνεργάτη του Κων/νου.
Τριάντα τεσσάρων χρόνων, επάγγελμα οικιακά. Έχει τρία παιδιά, τη Δανάη που είναι δέκα και τα δίδυμα, αγόρια, που μόλις έκλεισαν τα οχτώ. Χρωστάει ακόμα 12 μαθήματα για να πάρει το πτυχίο της στη Νομική και είναι η μοναδική μου φίλη από τον κύκλο των νεόπλουτων.
Η δεύτερη είναι κολλητή μου απ’ το δημοτικό. Φίλες οι μαμάδες μας -ο μπαμπάς της πέθανε όταν ήταν τεσσάρων χρόνων- σαν αδελφές εμείς. Κοιμόμαστε και τρώγαμε η μια στο σπίτι της άλλης. Χωρίσαμε μόνο τα δυο πρώτα χρόνια που ήμουν με τον Σύζυγο, ένα αρραβωνιασμένη κι ένα παντρεμένη - όταν η Στέλλα έφυγε να συνεχίσει τις σπουδές της στη Σορβόννη.
Οι δυο τους είχαν γνωριστεί σ’ ένα πάρτι του Κων/νου λίγο πριν το γάμο και ταίριαξαν πολύ εύκολα. Οι καλές μου φίλες γίναν καλές φίλες κι οι τρεις μαζί αποτελούσαμε τον φόβο και τον τρόμο των δυο Συζύγων και των εκάστοτε εραστών της Στέλλας.
Εκείνο το Σάββατο έφτασα στην τσαγερία ακριβώς στην ώρα μου. Η Λίλιαν ήταν ήδη εκεί, καθισμένη στο πιο κεντρικό τραπέζι. Δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω στην εικόνα της ξανθιάς, πληθωρικής φίλης μου με το δερμάτινο ταγέρ και τ’ ακριβά κοσμήματα, τριγυρισμένης από σακούλες επώνυμων καταστημάτων.
Ούτε η ίδια θα μπορούσε να το φανταστεί όταν ερχόταν ως Βαγγελιώ-Βαγγελίτσα-Λίτσα, απ’ το χωριό της κοντά στη Λάρισα, να σπουδάσει Νομικά στην Αθήνα. Μια ψηλή νταρντανογυναίκα με πλούσιο στήθος, από φτωχή αγροτική οικογένεια που είχε άλλα τέσσερα παιδιά.
Βολεύτηκε στη Φοιτητική Εστία κι έγινε το πιο αγαπημένο πλάσμα ανάμεσα στους συμφοιτητές της. Χώθηκε αμέσως στ’ ανεξάρτητα αριστερά σχήματα κι έτρεχε από πορεία σε πορεία, οραματιζόμενη μαζί με κάμποσους άλλους μια καινούρια, αταξική κοινωνία.
Στο τρίτο έτος η οικογένειά της τής ανακοίνωσε πως θ’ αναγκάζονταν να της στέλνουν λιγότερα χρήματα, αφού η μικρότερη αδελφή της πέρασε πανηγυρικά στα ΤΕΙ Κοζάνης.
Η Βαγγελιώ δεν πτοήθηκε. Ελάττωσε λίγο την ενασχόλησή της με το φοιτητικό κίνημα κι έπιασε μια απογευματινή δουλειά σ’ ένα δικηγορικό γραφείο.
Εκεί γνώρισε τον Λεωνίδα. Το γραφείο τον εκπροσωπούσε στη διαμάχη που είχε με τα ξαδέλφια του για την τεράστια ακίνητη περιουσία του παππού τους, που είχε πεθάνει χωρίς να ολοκληρώσει τη διαθήκη του.
Μπήκε στο δικηγορικό πέντε λεπτά πριν σχολάσει εκείνη, ένας κοντός, γεροδεμένος άντρας, δέκα χρόνια μεγαλύτερός της, με πρόωρα γκρίζους κροτάφους και θεληματικό πηγούνι.
Πέρασε στο γραφείο του αφεντικού της χωρίς να της ρίξει ούτε μια ματιά και σχεδόν αμέσως ξαναβγήκε. Στάθηκε μπροστά της, έβγαλε ένα πεντακοσάρικο απ’ το δερμάτινο πορτοφόλι του, κάρφωσε το βλέμμα του στο στήθος της και της είπε:
- Δεσποινίς, πηγαίνετε στο περίπτερο και πάρτε μου ένα Marlboro μαλακό.
- Ναι, τι ώρα! του απάντησε η θρασύτατη Θεσσαλή.
- Τώρα! της διευκρίνισε αυτός χωρίς να ενοχληθεί. Κι όταν επιστρέψετε φροντίστε να φρεσκάρετε λίγο το μακιγιάζ σας. Θα βγούμε για φαγητό.
Η ερωτική τους περιπέτεια άρχισε το ίδιο εκείνο βράδυ και συνεχίστηκε στον ίδιο ρυθμό για πέντε μήνες. Την περίμενε έξω απ’ το γραφείο, την τάιζε στα καλύτερα εστιατόρια κι έπειτα την πήγαινε σε μια πολυτελώς επιπλωμένη γκαρσονιέρα όπου την πήδαγε μέχρι να πει «έλεος».
Η μικρή Βαγγελιώ τα ‘χε δει όλα! Τέσσερα γκαρσόνια πάνω απ’ το κεφάλι της να τη ρωτάνε αν της άρεσε το θεσπέσιο φαγητό, να της γεμίζουν το ποτήρι μυρωδάτο κρασί και να τσακίζονται να προλάβουν κάθε της επιθυμία. Και μετά ένα ζεστό, καθαρό σπίτι με παχιά χαλιά και μαλακό κρεβάτι, κι ένας αχαλίνωτος εραστής, που παρεμπιπτόντως ήταν ο πρώτος της.
Πόσο της άρεσε αυτή η ζωή! Δεν τολμούσε να τ’ ομολογήσει ούτε στον εαυτό της. Άρχισε να μην πολυπατάει στη Σχολή, παραμέλησε το κίνημα κι αντάλλαξε τα μαύρα, φθαρμένα ρούχα της με σινιέ συνολάκια, δώρα του εραστή της.
Όταν ξέχασε την ημερομηνία των φοιτητικών εκλογών, συνειδητοποίησε πια πως ήταν ερωτευμένη. Την ίδια εποχή συνειδητοποίησε, επίσης, πως ήταν και τριών μηνών έγκυος.
- Όταν βγήκε θετικό το τεστ κόντεψα να πάθω αποπληξία, μου εκμυστηρεύτηκε. Κλείστηκα στο δωματιάκι μου κι έκανα να βγω δυο εικοσιτετράωρα.
Το χειρότερο κατά τη γνώμη της ήταν ότι ο Λεωνίδας δεν συζητούσε καν την πιθανότητα έκτρωσης. Την είχε ζητήσει αμέσως σε γάμο. Για την ακρίβεια, είχε φροντίσει να ‘ναι ελεύθερος το Σαββατοκύριακο, ώστε να πάνε στο χωριό της και να λογοδοθούν επισήμως.
- Ήταν μεγάλο το δίλημμα, μικρή μου ζαχαρογεννημένη. Απ’ τη μια τα σίγουρα μ’ έναν άντρα που ονειρεύεται κάθε φτωχή χωριατοπούλα...
- Και πρωτευουσιάνα, συμπλήρωνα εγώ.
- ...κι απ’ την άλλη το ισχυρό φεμινιστικό ιδεώδες.
- Και το κίνημα! εγώ, που ‘χα ακούσει το -αρχαίο, πλέον- δράμα της τριάντα φορές.
- Ειδικά το κίνημα, συνέχιζε απτόητη.
Φυσικά, εσείς ξέρετε το τέλος της ιστορίας. Η Βαγγελιώ έκλαψε, φώναξε, κοπάνησε το κεφάλι της στον τοίχο ώσπου τελικά το αποφάσισε: «Καλύτερα πλούσια κι ευτυχισμένη παρά φτωχή και δυστυχής».
Είναι έντεκα χρόνια παντρεμένη με τον Λεωνίδα και την περνάει ζωή και κότα. Κάθε χρόνο το Πάσχα ανεβαίνει στο χωριό με καινούριο αυτοκίνητο και τέσσερις βαλίτσες ρούχα. Αυτοεπιβεβαιώνεται για την επιλογή της πουλώντας μούρη στις κακοπαντρεμένες συμμαθήτριες και τους λιγούρηδες συμμαθητές της, που ονειρεύονταν κάποτε τα θέλγητρα της αγκαλιάς της.
Αυτό που δεν ξέρετε -γιατί κρατιέται απ’ τις τρεις μας εφτασφράγιστο μυστικό- είναι πως τον καιρό που ήταν έγκυος στα δίδυμα γνώρισε κι αγάπησε τον Αλέκο, έναν ασήμαντο λογιστή στην εταιρεία του άντρα της. Το άκρως αντίθετο του Λεωνίδα: ασχημούλης, αδύνατος, με αραιά ξανθά μαλλάκια, άχρωμος και άοσμος, ο τύπος που δεν του ρίχνεις δεύτερη ματιά.
Κι όμως η Λίλιαν -όπως ονομάζεται πλέον- έχει δεσμό μαζί του οχτώ ολόκληρα χρόνια. Βλέπονται κάθε Κυριακή απόγευμα και κάθε δεύτερη Τετάρτη, όταν δηλαδή εκείνος ξεφεύγει απ’ τη γυναίκα του και τα παιδιά του προφασιζόμενος πως πάει στο γήπεδο.
Συναντιούνται σε μια γκαρσονιέρα στον Κολωνό, όπου η φίλη μου ισχυρίζεται πως έχει περάσει μερικές απ’ τις πιο ευτυχισμένες στιγμές στη ζωή της.
Ελπίζω να μη σας σόκαρε αυτό γιατί υπάρχουν και χειρότερα: σκοπεύουν να συνεχίσουν αυτό το βιολί για πάντα! Η Λίλιαν ομολογεί πως έχει βρει τη χρυσή τομή, την απόλυτη ισορροπία που αναζητά κάθε άνθρωπος για να πορευτεί στη ζωή του. Δεν συζητά ούτε γι αστείο να εγκαταλείψει τον έναν απ’ τους δυο άντρες της και με βρίζει «μικροαστή» όταν τη συμβουλεύω να πάρει μια απόφαση επιτέλους.
Κι ο Αλέκος; Ο Αλέκος κάνει πάντα ό,τι του πει η λατρεία του.

4.

Μόλις με είδε με μούντζωσε. Διακριτικά, αλλά με μούντζωσε. Με πιάσαν τα γέλια.
- Πως κυκλοφορείς έτσι, παιδάκι μου; μ’ άρπαξε απ’ τα μούτρα. Σαν το γύφτο! Σ’ έχει βαρεθεί η ψυχή μου. Όλο τζιν και μια κοτσίδα, λες και δεν έχετε λεφτά να πάρεις ένα φουστανάκι, να πας ένα κομμωτήριο να περιποιηθείς αυτή τη μαλλούρα!
- Ναι, μαμά. Μάλιστα, μαμά. Δεν με χέζεις, μαμά;
Πραγματικά, έκανε σαν μαμά μου. Όχι μόνο αυτή, αλλά και η Στέλλα. Έμοιαζαν κι όλας. Ψηλές, δυνατές, πληθωρικές και φλύαρες.
Εγώ, όπως έχω παραλείψει να πω, είμαι πολύ μικροσκοπική φιγούρα. Κοντή, αδύνατη, σοβαρή - γενικά πολύ συμμαζεμένη και διακριτική. Το μόνο που με σώζει και με κάνει να ξεχωρίζω στο δρόμο είναι το περπάτημά μου, η στητή στάση του κορμού και τ’ ανάλαφρα βήματα της χορεύτριας.
- Ε, όχι μόνο το περπάτημα, διαφωνούσε ο Μήτσος. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα για τα οποία ξεχωρίζεις.
- Όπως; πήγαινα γυρεύοντας για κομπλιμέντα.
- Όπως τα υπέροχα πόδια σου. Κι όπως ο ακόμα καλύτερος κώλος σου, απαντούσε με τη χαρακτηριστική του ευφράδεια.
Anyway, ήμουν με τη Λίλιαν στην τσαγερία και περιμέναμε τη Στέλλα, που κατά τη συνήθειά της μας είχε στήσει.
Η δεύτερη επίδοξη μαμά μου. Μ’ έβριζε και με καθοδηγούσε απ’ όταν ήμασταν στο Δημοτικό. Πίστευε πάντα πως μπορούσα πολύ περισσότερα απ’ όσα κατά καιρούς προσπαθούσα κι αναθεμάτιζε την τεμπελιά μου που με κρατούσε άπρακτη.
Ενώ αυτή ήταν τελείως αλλιώς. Η Στέλλα έβαζε συνεχώς καινούριους στόχους. Μόλις κατακτούσε κάποιον έβαζε αμέσως πλώρη για τον επόμενο. Δεν τη θυμάμαι ποτέ χαλαρή, να ξοδεύει τον καιρό της, να σκοτώνει την ώρα της.
Τέλειωσε το Πειραματικό με άριστα, πέρασε τέταρτη στο τμήμα Marketing της ΑΣΟΕΕ, πήρε το πτυχίο της με οχτώ (!!!) κι έκανε δύο master στη Σορβόννη, στην Ιστορία της Τέχνης και την Επικοινωνία. Το μεγαλύτερο μέρος των σπουδών της καλύφθηκε από κρατικές υποτροφίες κι εκτός όλων των άλλων μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και λίγα ιταλικά.
Είναι κάπως ψηλή, με τετράγωνο αθλητικό σώμα -ξημεροβραδιάζεται κι αυτή στα γυμναστήρια - πολύ κοντά, κατακόκκινα μαλλιά και πολύχρωμο εκκεντρικό ντύσιμο. Δουλεύει ως υψηλόβαθμο και υψηλόμισθο στέλεχος σε μια μεγάλη διαφημιστική εταιρεία.
Από τα δεκατρία της, που ερωτεύτηκε πρώτη φορά έναν Δημήτρη, δεν τη θυμάμαι ποτέ χωρίς γκόμενο. Κάνει βραχυχρόνιους, επιπόλαιους δεσμούς που διαλύει πριν προλάβουν να σοβαρέψουν. Ερωτεύεται σφόδρα περίπου ανά τρίμηνο κι όπως της λέει κι η Λίλιαν:
- Αυτή δεν είναι καρδιά, αγάπη μου, είναι περιβόλι.
- Μα τι θέλετε να κάνω; απολογείται η Στέλλα. Αφού μόνο όταν είμαι ερωτευμένη γίνομαι δημιουργική. Οι καλύτερες ιδέες μου ‘ρχονται μετά το σεξ.
- Ε, τότε να ζητήσεις απ’ την εταιρεία να συμπεριλάβει στις αποδοχές σου «γκομενικά» - πώς παίρνουν άλλοι οδοιπορικά; προτείνω την κρυάδα μου και τα κακαριστά γέλια μας αντηχούν σ’ όλο το Κολωνάκι.
Αυτά όλα συνέβαιναν στη ζωή της φίλης μου π. Μ., προ Μιχάλη ή, όπως έχει καθιερωθεί απ’ τη Λίλιαν, προ Μαλάκα. Ο Μαλάκας είναι ο τελευταίος γκόμενος της Στέλλας κι ίσως ο μοναδικός που έχει διαρκέσει ως τώρα σχεδόν ένα εξάμηνο.
Είναι εξέχον στέλεχος της διαφημιστικής, σαρανταπεντάρης αλλά κομψευόμενος και νεανίζων- ωραίος άντρας, με κάτι απ’ την κινηματογραφική γοητεία των αδελφών Baldwin.
Πέρασε την εφηβεία του στο Παρίσι όπου συμμετείχε -κατά τα λεγόμενά του- στα γεγονότα του Μάη του ’68. (Για την ακρίβεια, δυο φορές τον έχω δει όλες κι όλες, και τις δυο μου τα ‘πρηξε με κείνο τον Μάη, λες και ήταν ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ αυτοπροσώπως).
Οι ανατρεπτικές αντιλήψεις των νεανικών του χρόνων δεν του επιτρέπουν να παραδέχεται θεσμούς όπως αυτόν του γάμου. Παρόλα αυτά συζεί εδώ και έξι χρόνια με μια σχεδόν συνομήλική του αρχιτεκτόνισσα -τη Μαλάκω- που, όπως ισχυρίζεται δεν αγαπά πια, αλλά και δεν μπορεί ν’ αφήσει γιατί είναι «πολύ ευάλωτη συναισθηματικά».
- Ρε, μπας κι είναι ανισόρροπη και πάθουμε καμιά πλάκα; αναρωτιέται η Λίλιαν.
Η Στέλλα δεν απαντά. Ο Μιχάλης είναι ο ήρωάς της. Ανέχεται όλες τις παραξενιές και τις ηλιθιότητές του, ανέχεται να την έχει στην αναμονή, ανέχεται ακόμα και να παρουσιάζει τις ιδέες της στη δουλειά ως δικές του.
Μεγάλη αλλαγή για την ανεξάρτητη, δυναμική φίλη μου που ως τώρα είχε πάντα το πάνω χέρι στις σχέσεις της και τους εραστές της σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε.

5.

Η Στέλλα μπήκε στην τσαγερία μισή ώρα αργότερα με τα κοντά μαλλιά της βαμμένα μπλε ηλεκτρίκ. Έριξε το Armani σακάκι της στη διπλανή καρέκλα και γύρισε στο γκαρσόνι που ‘χε απομείνει να κοιτάει μ’ ορθάνοιχτο στόμα, μια την ετικέτα του ακριβού ρούχου και μια την απίθανη κόμμωση.
- Τι με κοιτάς έτσι; Είναι η τελευταία λέξη της μόδας στο Λονδίνο!
- Μάλιστα, κυρία. Τι θα πάρετε;
- Ένα διπλό Jack Daniels, σκέτο.
- Μάλιστα, κυρία. Αμέσως.
Εγώ κι η Λίλιαν δεν είχαμε βγάλει άχνα. Η Στέλλα άνοιξε το δερμάτινο σακουλάκι με τον καπνό της, έστριψε ένα τσιγάρο, το άναψε και ξεφύσηξε στα μούτρα μας.
- Η Μαλάκω είναι έγκυος, μας ανακοίνωσε.
Τώρα μάλιστα. Έτσι εξηγείται η παράσταση. Το μπλε μαλλί, το αυταρχικό ύφος, το τσιγάρο, που υποτίθεται πως είχε κόψει.
- Μα αφού μας έλεγες πως είχαν να κάνουν έρωτα από πέρσι, είπα η ηλίθια για να δω τη φίλη μου να βουρκώνει. Έλα, αγάπη μου, μη μου κλαις. Δεν έχουμε ορκιστεί πως δεν θα κλάψουμε ποτέ για άντρα;
- Εσύ έχεις κρατήσει τον όρκο; με ρώτησε.
- Όχι, απάντησα με απόλυτη ειλικρίνεια.
- Ε, τότε γιατί να τον κρατήσω εγώ; κι έβαλε τα κλάματα.
- Για στάσου, βρε παιδάκι μου, επενέβη η ψυχραιμότερη Λίλιαν. Πού ξέρουμε πως το παιδί είναι του Μιχάλη;
Η Στέλλα σταμάτησε να κλαίει. Σκούπισε τα μάτια της μ’ ένα χαρτομάντιλο. Το πρόσωπό της είχε σκληρύνει και είχε πάρει το γκρίζο χρώμα του χαρτιού.
- Μου το είπε ο ίδιος. Το κάνει, λέει, μαζί της πότε-πότε για να μη φαντάζεται διάφορα. Θυμάστε που ‘χαν πάει τον Σεπτέμβρη στη Σαντορίνη; Ε, είχαν πιει, λέει, κι ήταν απρόσεχτοι... Πολύ θέλει για να γίνει;
- Μα καλά, 40 χρόνων γυναίκα, δε φοβάται την εγκυμοσύνη; απόρησα.
- Η τελευταία της ευκαιρία είναι, είπε αφηρημένα η Λίλιαν.
- Η πουτάνα, επίτηδες το κάνει, συνέχισε η Στέλλα. Για να τον τυλίξει να την παντρευτεί. Φαίνεται είχε ψυλλιαστεί πως κάτι τρέχει. Όλο τηλέφωνα, όλο πέρναγε απ’ το γραφείο στο άσχετο. Τώρα που βρήκε την ευκαιρία, σιγά μην την αφήσει.
- Καλά, κι ο Μιχάλης τι λέει; τη ρώτησα. Πώς το αντιμετωπίζει;
- Έχει χεστεί πάνω του, αγαπητή μου. Απ’ τη χαρά του. Τάχα μου δεν ξέρει πως αισθάνεται, αν αξίζει να φέρνεις παιδιά σ’ αυτόν τον κόσμο και κουραφέξαλα. Γουστάρει σαν τρελός, ο μαλάκας. Αλλά μ’ αγαπάει, λέει, κι αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει τίποτα. Δεν θ’ αντέξει να με χάσει, λέει - και ξαναβούρκωσε.
Αλίμονο! Σαρανταπεντάρησε, ωρίμασε, είναι πλέον έτοιμος να κάνει σπίτι κι οικογένεια. Αλλά τέτοιο αριστερό παρελθόν δεν χωράει σ’ ένα διαμέρισμα, και δη πεντάρι. Ο κάθε μέσος πρώην επαναστάτης μαλάκας διατηρεί και μια γκαρσονιέρα, για να σπιτώνει και να πηδάει τις εφηβικές του διακηρύξεις και τη γκόμενα.
Αλλά πώς να τα πεις αυτά στην αγαπημένη σου παιδική φίλη, όταν μάλιστα είναι μέσα στο χορό; Γύρισα και κοίταξα τη Λίλιαν. Μου κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
- Παράτα τον, της είπα.
- Δεν μπορώ, δεν το καταλαβαίνεις; Είναι ο μόνος άντρας που έχω αγαπήσει στη ζωή μου. Ο μόνος απ’ τους τόσους και τόσους που μ’ έκανε να νιώσω κάτι, που μου προκάλεσε ένα συναίσθημα.
- Ναι, αλλά δεν μπορείς να ζεις έτσι, Στελλίτσα μου, την καλόπιασε η Λίλιαν. Είναι πολύ κουραστικό, για φαντάσου. Θα πρέπει να κρατάτε τα προσχήματα, να προσποιείστε στη δουλειά, δεν θα βγαίνετε μαζί, θα βλέπεστε μόνοι σας πάντα με το άγχος και, το σημαντικότερο, όποτε τον χρειάζεσαι δεν θα μπορείς να τον έχεις.
- Εσύ πώς το κάνεις τόσα χρόνια; ρώτησε, χωρίς ίχνος κακίας, η Στέλλα.
- Εγώ είμαι αλλιώς, βρε βλάκα. Εμένα δε με χαλάει, μ’ έχεις δει να στενοχωριέμαι και να κλαίω; Εγώ την έχω φτιαγμένη τη ζωούλα μου, δεν περιμένω τίποτα απ’ τον Αλέκο. Το μόνο που θέλω είναι να τον συναντάω δυο φορές τη βδομάδα, να ‘ρχομαι στα ίσα μου μετά τον Λεωνίδα. Έχω φτιάξει εκείνη την κάμαρα σαν φοιτητικό δωμάτιο και νομίζω κάθε φορά πως το κάνω μ’ ένα συμφοιτητή μου, υπό τις ευλογίες του Τσε, που κρέμεται στον τοίχο. Εμένα αυτό είναι το βίτσιο μου και τίποτα άλλο. Εσύ, όμως, μια ζωή θα περιμένεις τι θ’ αποφασίσει ο Μαλάκας!
- Δεν την κάνουμε σιγά-σιγά, γιατί έχουμε γίνει ρόμπες; τους πρότεινα ευγενικά.
- Πού να πάμε;
- Πάμε σπίτι μου, είπε η Στέλλα.
Πληρώσαμε και φύγαμε.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΗΤΣΟΣ