ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΤΟ BOOKSINFO

Το πλήρωμα του χρόνου και ο Μήτσος

Ελένη Φουρνάρου

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

1.

Ο Μήτσος μπήκε για τα καλά στη ζωή μου εκείνη την προτελευταία βδομάδα του Οκτώβρη. Ερχόταν στο σπίτι καθημερινά, από την Τρίτη ως την Παρασκευή, κατά τις 11.00 κι έφευγε στις 3.00.
Ανάμεσα στους καφέδες και τα ούζα, πρόλαβε να μου δείξει κουτσά-στραβά πώς ανοιγοκλείνουν αυτά τα μηχανήματα, πώς να ψιλοχειρίζομαι τα windows για να γράφω και να παίζω, και πώς να επισκέπτομαι τις ηλεκτρονικές σελίδες του Διαδικτύου. Τώρα πια είχα δική μου διεύθυνση στον κυβερνοχώρο και, φυσικά, το πρώτο μήνυμα το έστειλα στον Κων/νο που σκίρτησε από υπερηφάνεια.
Πιο πολύ όμως κουβεντιάζαμε (ο χρόνος μας ήταν αρκετός κι εγώ τα παίρνω εύκολα). Κουβεντιάζαμε για όλα, τη ζωή μου, τη ζωή του, τους δικούς μας ανθρώπους, τα τρέχοντα. Μέσα σ’ αυτές τις τέσσερις μέρες απέχτησα, για καλή μου τύχη, άλλον έναν καλό φίλο.
Ο Μήτσος είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Ανικανοποίητος κι αχόρταγος. Διαρκώς ακροβατεί σ’ ένα δίλημμα. Έντονο και καθοριστικό. Στο Λύκειο ακόμα δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει αν θέλει να σπουδάσει Θετικές ή Ανθρωπιστικές Επιστήμες.
- Είχα τρέλα με τους αρχαίους συγγραφείς. Φιλόσοφους και δραματουργούς. Σ’ όλα τα γενέθλια, γιορτές και Χριστούγεννα ζητούσα βιβλία. Κι όταν δεν είχα τίποτα να διαβάσω έπιανα την εγκυκλοπαίδεια. Κανονικά, απ’ το Άλφα, λες κι ήταν μυθιστόρημα. Ξεκινούσα το μεσημέρι, νύχτωνε και δεν το καταλάβαινα ν’ ανάψω το φως. Διάβαζα με τη λάμπα του δρόμου. Η μάνα μου τα ‘χε παίξει. Με κυνηγούσε από πίσω, να ‘χω φως να μη χαλάσω τα μάτια μου.
Στη Δευτέρα Λυκείου γράφτηκε φροντιστήριο για Γ’ Δέσμη. Ονειρευόταν να περάσει στη Φιλοσοφική. Ώσπου το καλοκαίρι πριν την 3η τάξη γνώρισε τον Άρη.
- Μέσα σ’ ένα απόγευμα έφερε τα πάνω κάτω. Ήταν καθηγητής στο φροντιστήριο, Φυσικός. Απίθανος τύπος, τεράστια μόρφωση. Δούλευε ερευνητής στο Δημόκριτο, αγανάκτησε με τα γραφειοκρατικά και τα παράτησε. Προτιμούσε να δουλεύει με τους νέους. Εγώ είχα ένα φίλο στην πρώτη Δέσμη και πήγα μαζί τους στη Φωκίωνος για καφέ. Είχα μείνει μ’ ανοιχτό το στόμα.
»Εκεί συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα του θετικού λόγου. Και την απεραντοσύνη της επιστημονικής γνώσης.
- Και παράτησες τα σχέδια για τη Φιλοσοφική.
- Δεν τα παράτησα καθόλου. Απλώς, αποφάσισα να κατανοήσω πρώτα τον φυσικό κόσμο για ν’ αφιερωθώ στη συνέχεια στον κόσμο των Ιδεών, μου είπε με ύφος.

2.

Τα ίδια και με τα πολιτικά. Έξι χρόνια στο ΚΚΕ - στους Νέους Πρωτοπόρους, την ΚΝΕ, τη Σπουδάζουσα. Είχε όλα τα φόντα να γίνει πρωτοκλασάτο στέλεχος στο κόμμα, όταν το ’89 τα πήρε στο κρανίο με την αποσιώπηση της σφαγής στην Τιεν αν μεν.
- Ούτε πορεία δεν μας άφησαν να κάνουμε. Είχα ανέβει στην Αθήνα για να δω τι γίνεται...
- Και η Σχολή σου;
- Ποια Σχολή; Κατά διαόλου πήγε εκείνη η χρονιά. Το φαντάζεσαι; Έξι χρόνια δήλωνα κομμουνιστής, για μια ελεύθερη αταξική κοινωνία, και τι μου λένε; Ό,τι αφού το Κ. Κ. Κίνας δεν έχει ανακοινώσει σφαγή, για μας δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ καμιά σφαγή. Πάρ’ τα, μαλάκα.
- Μα αφού το έδειξε η τηλεόραση, το θυμάμαι κι εγώ.
- Η τηλεόραση, αθώα μου, είναι προπαγανδιστικό και προβοκατόρικο όπλο των καπιταλιστών. Καταλαβαίνεις; Έξι ολόκληρα χρόνια κοκορευόμουν στον εαυτό μου πως συμμετέχω στην επανάσταση. Έξι χρόνια! Αμέτοχος, γρανάζι του συστήματος. Διαιώνιζα και προστάτευα ό,τι προσδοκούσα να καταργήσω. Όλη η ΚΝΕ έβραζε.
- Και τι έγινε;
- Μας κάλεσε η ηγεσία να μας νουθετήσει. Να κόψουμε, είπαν, τις μαλακίες και να κοιτάξουμε τα μαθήματά μας γιατί οι καθηγητές απ’ τα Πανεπιστήμια τους κάνανε παράπονα. Πετάχτηκα πάνω και ούρλιαζα. Διέσχισα ολόκληρη την αίθουσα πατώντας σε καρέκλες, φωνάζοντας και τρέμοντας. Ούτε θυμάμαι τι έλεγα.
»Όταν σταμάτησα να πάρω ανάσα σηκώθηκαν όλοι και με χειροκροτούσαν σαν τρελοί. Μ’ έβγαλαν έξω σηκωτό, μ’ αγκάλιαζαν και με φιλούσαν, μου έσφιγγαν το χέρι...
- Και πώς ένιωσες;
- Εκείνη την ώρα Θεός. Όταν το ξανασκέφτηκα ακόμα πιο μαλάκας.
- Γιατί;
- Τρόμαξα, κυρία μου. Είχα γίνει αυτό που έβριζα. Ο χαρισματικός ηγέτης της σοφής πρωτοπορίας, που τάσσεται στον ιερό σκοπό της καθοδήγησης του πλήθους. Ο κόσμος έχει μάθει στην εξουσία. Εύκολο είναι, νομίζεις, να δράσεις αυτεξούσια; Να πάρεις πρωτοβουλίες και τις ευθύνες τους; Ε, λοιπόν, εγώ δεν μπαίνω σ’ αυτό το παιχνίδι. Αρκετά!
- Κι έτσι έφυγες απ’ το Κόμμα.
- Με διαγράψανε. Μαζί με πολλούς άλλους συντρόφους που έφτιαξαν άλλα σχήματα. Στην αρχή προσπάθησα να συμμετάσχω. Τα ίδια σκατά παντού. Εμείς, οι εκλεκτοί, θα σώσουμε τον κόσμο. Ίσα, ρε μεγάλε, ποιος είσαι, ο Σούπερμαν;
- Όμως τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα...
Δεν χωράω πουθενά, πουθενά, πουθενά!

3.

Την Πέμπτη το πρωί η φωνή του Μήτσου ήταν μια οκτάβα χαμηλότερη απ’ της μακαρίτισσας της Σωτηρίας Μπέλου.
- Ήσουν στην πορεία συμπαράστασης για τους Zapatistas; τον ρώτησα για να μου φύγει η περιέργεια, αλλά και για να δείξω ενημερωμένη.
- Όχι, στο γήπεδο, μου απάντησε. Στη Φιλαδέλφεια. Παίζαμε με τον Ολυμπιακό για το κύπελλο.
Χαμογέλασε σαν πιτσιρίκι που μόλις πέτυχε η ζαβολιά του, χωρίς να το ανακαλύψει κανείς:
- Νικήσαμε!
Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Ο νεοαποκτηθέντας φίλος μου, ο μορφωμένος, κουλτουριάρης Μήτσος, με την πολιτική και κοινωνική δράση, ήταν κατά βάθος ένας κοινός χούλιγκαν;
- Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, είναι το βίτσιο μου. Το κρυφό μου πάθος. Στο πατρικό μου ζούσαμε στους ρυθμούς του πρωταθλήματος. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου βλέπω μπάλα και παίζω μπάλα.
- Μα καλά, βρε Μήτσο, ποδόσφαιρο; τον πείραξα. Το ποδόσφαιρο δεν είναι το όπιο του λαού;
- Ξέρω κι εγώ, τι να σου πω; Δεν έχω καταλάβει πώς κολλάω έτσι. Ούτε με δέκα χρόνια ψυχανάλυση δεν πρόκειται να ξεπεράσω το σύνδρομο του οπαδού. Γιατί δεν είμαι καν φίλαθλος. ΑΕΚ και ξερό ψωμί. Φανατικός μέχρι τρέλας. Αφού, λέω, στη Φιλαδέλφεια θ’ αφήσω τα κοκαλάκια μου. Θα χάσουμε κανένα πέναλτι, θα σφυρίξει ο διαιτητής κανένα οφ-σάιντ και θα πέσω ξερός. Έμφραγμα στην κερκίδα.
- Ξεφτίλα, Μήτσο. Θα γίνεις θέμα συζήτησης στα τηλεοπτικά παράθυρα. Και δεν μου λες, συνέχισα την καζούρα, είσαι απ’ αυτούς τους κακούς; Που σπάνε καθίσματα και πλακώνονται με τους άλλους;
- Όχι ρε, δεν κάνω τέτοια πράγματα. Είχα πολύ πειθαρχημένη κοινωνικοποίηση. Το Κόμμα βλέπεις. Έχεις ακούσει κανέναν κομμουνιστή να τρέχει στα γήπεδα; Το ‘κρυβα απ’ όλους σαν παραχαράκτης, που λέει και το τραγούδι.
- Εσύ, προφανώς, διοχέτευες την εφηβική σου επιθετικότητα στις διαδηλώσεις.
- Άντε το πολύ-πολύ, να πλακωνόμουνα με κανένα ΔΑΠίτη. Έχω όμως φίλους που στα δεκαπέντε τους σπάγανε καθίσματα στο ΟΑΚΑ και τώρα βάζουνε γκαζάκια στ’ αυτοκίνητα.
Τα μάτια και το στόμα μου άνοιξαν διάπλατα:
- Έχεις φίλους που βάζουνε γκαζάκια στ’ αυτοκίνητα;
- Γιατί εσύ δεν έχεις; Λάθος ερώτηση. Πού να τους βρεις; Εσένα οι φίλοι σου είναι αυτοί που έχουν τα αυτοκίνητα. Η εφηβική επιθετικότητα, όπως πολύ σωστά το έθεσες. Που εκφράζεται με συνθήματα και κασκόλ. Που θεωρείται ψιλονορμάλ απ’ το κράτος και ψιλοαπαραίτητη. Όσο εκφράζονται μέσα απ’ τα κασκόλ και τα συνθήματα είναι ακίνδυνοι και ελεγχόμενοι.
»Τι αντιπροσωπεύουν σήμερα οι ομάδες; Εταιρείες, μαγαζιά. Ούτε τους πρόσφυγες, ούτε την εργατική τάξη του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης.
»Κι όταν το καταλάβεις αυτό κι είσαι νέος, φτωχός, χαμηλόμισθος ή άνεργος, όταν στη ζωή σου δεν διαφαίνεται η παραμικρή πιθανότητα βελτίωσης, τι κάνεις; Γαμάς το ποδόσφαιρο και βγαίνεις στο δρόμο. Καις αυτοκίνητα και σπας βιτρίνες. Τότε, όμως, είσαι επικίνδυνος για το κράτος. Και φροντίζει, με τον τρόπο του, να σε συμμορφώσει.
- Εσύ, όμως, δεν είσαι έτσι. Ούτε βιτρίνες σπας, ούτε και καθίσματα - ελπίζω.
- Εγώ δεν έχω κανένα ιστορικό βίας στην ανατροφή μου. Εγώ είμαι βέρος μικροαστός κι οι μικροαστοί έχουν μάθει να προσαρμόζονται, κουτσά-στραβά να τα βολεύουν. Δεν μου είναι καθόλου οικείες αυτές οι κινήσεις, να χτυπήσω κάποιον ή να πετάξω μια πέτρα.
»Όμως, κυρία μου αστή, καλοαναθρεμμένη, ο κόσμος δεν είναι μόνο σαν κι εσάς ή σαν κι εμάς. Υπάρχουν κι άλλα κοινωνικά στρώματα, έστω κι αν αγνοείς την ύπαρξή τους.
- Δεν την αγνοώ καθόλου, παρεξηγήθηκα χοντρά. Αλλά τι θες να κάνω; Ν’ αρχίσω τις φιλανθρωπίες και τις δηλώσεις συμπαράστασης; Αυτά που κοροϊδεύω; Το πρωί να υπογράφω τσεκ για τους αναξιοπαθούντες και το βράδυ να ξοδεύω τρία τους μηνιάτικα στα μπουζούκια.
- Μην κάνεις τίποτα, προς το παρόν. Αρκεί που ξέρεις, μου είπε με σοβαρό ύφος ο Μήτσος. Κι έδειχνε πως το εννοούσε.

4.

Η Παρασκευή ήταν η τελευταία μας μέρα. Κι η πιο ουσιαστική. Φτύσαμε την υψηλή τεχνολογία κι ασχοληθήκαμε με τα προσωπικά μας. Είχε λιακάδα κι έτσι πήραμε τα ούζα και βγήκαμε στον κήπο. Είχα φτιάξει αποβραδίς μια πολύ ωραία τυρόπιτα με παστουρμά -που σιχαινόταν ο Σύζυγος- έβγαλα και κάτι κεφτεδάκια με μπόλικο σκόρδο και μαϊντανό, που ‘χαν περισσέψει απ’ την προηγουμένη.
Ο Μήτσος γέλασε όταν είδε τι κουβαλούσα:
- Γουστάρω χλιδή! Παστουρμάς κι ελιές δίπλα στην πισίνα.
- Το θέμα είναι ότι θα βρωμοκοπάμε μετά. Και καλά εγώ, είμαι παντρεμένη γυναίκα. Εσένα τι θα πει η κοπέλα σου που θα τη φιλήσεις και θα πέσει ξερή;
Ο Μήτσος δεν είχε κοπέλα. Ήταν μόνος εκείνο τον καιρό. Χάρηκα. Παρόλο που δεν τον διεκδικούσα ερωτικά -ή έτσι νόμιζα, τέλος πάντων- για κάποιο λόγο δεν ήθελα να έχει άλλη. Μια οποιαδήποτε, μια τυχαία. Θα ‘θελα να βρει κάποια αντάξιά του. Σημαντική και μοναδική.
Θυμάμαι πως μου πέρασε απ’ το μυαλό η Στέλλα κι αποφάσισα να βρω έναν τρόπο να οργανώσω το προξενιό.
- Είσαι απ’ αυτούς τους μάτσο τύπους που γυρνάνε με πολλές αλλά δεν αγαπάνε καμία; άρχισα να συλλέγω πληροφορίες.
- Εγώ; Ώστε δείχνω τέτοιος τύπος, κυρία Αποστολοπούλου;
- Δεν δείχνεις, συνέχισα απτόητη, αλλά ποιος δείχνει; Όπως λέει κι ο σοφός λαός μας, τα σιγανά τα ποταμάκια να φοβάσαι.
- Σε πληροφορώ, λοιπόν, πως στη ζωή μου έκανα όλες κι όλες δύο σχέσεις. Μακροχρόνιες και σοβαρές. Η πρώτη ήταν στο Λύκειο με μια συντρόφισσα δυο χρόνια μεγαλύτερή μου κι η άλλη στην Κρήτη, όταν πήγα να σπουδάσω. Η Αλίκη, συνομήλικη και Κρητικοπούλα.
- Κρητικοπούλα; Μπράβο γενναιότητα ο Μήτσος! Και δεν φοβήθηκες μη σε τυλίξει; χαμογέλασα.
- Και ποιος σου είπε πως δεν με τύλιξε; Σε πληροφορώ, λοιπόν, -και μη γελάς ειρωνικά- πως δεν ήμουν πάντα ο λαμπρός, συνειδητοποιημένος επιστήμονας που βλέπεις. Για τρεις ολόκληρους μήνες υπήρξα assistant manager σε ξενοδοχείο και σοβαρός αρραβωνιαστικός!
- Μη μου πεις! Πες μου, πες μου!!!
- Ήμουν στο δεύτερο έτος στο Πανεπιστήμιο και στα κακά μου χάλια. Δεν μ’ άρεσε η Σχολή, μ’ είχε απογοητεύσει φριχτά, είχα βρεθεί εκτός κόμματος -εκτός, δηλαδή, ενός βασικού κομματιού της ζωής μου- και τα καινούρια πολιτικά σχήματα δεν είχαν να μου πουν τίποτα καινούριο. Είχα χωρίσει και με τη συντρόφισσα - χωρισμός λόγω κοινωνικών φρονημάτων, δεν είναι αστείο;
Η Αλίκη του μόλις είχε περάσει. Πρωτοετής, φρέσκια κι έξω απ’ όλα αυτά. Τον ταλαιπώρησε λίγο μέχρι να τη ρίξει κι αυτό τον έκανε να πιστεύει πως την αγαπούσε αφόρητα.
Ήταν όμορφη, γεματούλα και πολύ περιποιημένη. Είχε ένα υπερεξοπλισμένο, ιδιόκτητο δυάρι με πλυντήριο και στερεοφωνικό, και οδηγούσε ένα Renault Clio του κουτιού. Αμέριμνη, πάντα γελαστή και φοβερή νοικοκυρά.
- Με καλούσε στο σπίτι της και με τάιζε ζεστό, σπιτικό φαγάκι. Έστρωνε λινά τραπεζομάντιλα κι άναβε κεριά. Απίθανη γκόμενα. Δεν μ’ άφηνε να κάνω τίποτα. Φρόντιζε εκείνη για όλα. Μετά το φαγητό περνάγαμε στο σαλόνι και μου ‘φερνε το γλυκό, σερβιρισμένο στο δίσκο με δαντελένιο πετσετάκι. Άσε τα ρούχα μου. Τα ‘πλενε και τα σιδέρωνε με τα χεράκια της.
- Κι ακολουθούσαν μαγικές νύχτες γεμάτες πάθος; ρώτησα, με μια υποψία ζήλιας στη φωνή.
Δεν ακολουθούσε τίποτα, με πληροφόρησε ο Μήτσος. Για ένα τρίμηνο τον τάιζε, τον έπλενε και μετά κάθονταν στον καναπέ να δουν τηλεόραση. Τον άφηνε να τη φιλάει, να τη χαϊδεύει κι όταν τον άναβε καλά-καλά γλιστρούσε απ’ την αγκαλιά του και χασμουριόταν επιδεικτικά.
- «Αχ, αγάπη μου»,κορόιδεψε τη φωνή της. «Νύσταξα. Είμαι πτώμα. Κι αύριο έχω να ξυπνήσω στις δέκα. Θα έρθεις να πάρουμε πρωινό;»
Επί τρεις μήνες του ‘κανε τα μούτρα κρέας. Ο Μήτσος έφευγε απ’ το σπίτι της σε άθλια κατάσταση κι έψαχνε τους φίλους του στα μπαρ.
- Έπινα ώσπου να γίνω λιώμα. Ξέρεις, ζούσα την προσωπική μου τραγωδία. Το μελό μου. Και το καταφχαριστιόμουνα! Μάζευα τους κολλητούς και καταστρώναμε σχέδια, πώς να τη ρίξω στο κρεβάτι. Δεν σκεφτόμουνα τίποτα άλλο όλη μέρα. Το τέλειο άλλοθι. Αντί ν’ ασχοληθώ με τα υπαρξιακά μου -διαδικασία δύσκολη και ψυχοφθόρα- προσπαθούσα να χωθώ στο βρακί της Αλίκης.
- Και πώς έπεσε, τελικά, η μικρή παρθένα;
- Έπεσε από μόνη της, όπως το ‘χε προγραμματίσει. Και δεν ήταν καθόλου παρθένα. Ίσα-ίσα που τη βρήκα πολύ ενημερωμένη για την ηλικία της.
Τη μέρα που έκλειναν τρεις μήνες η Αλίκη, τελικά, του κάθισε. Ο Μήτσος ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη γη. Είχε ανακαλύψει την τέλεια γυναίκα. Όμορφη, κοινωνική, ναζιάρα και καλή νοικοκυρά. Τον φρόντιζε, τον αγαπούσε, δεν έδινε δικαιώματα και τον άφηνε να τη γαμάει.
Το καλοκαίρι τον βρήκε απροετοίμαστο. Πώς θα πήγαινε στην Αθήνα αφήνοντας την καλή του μόνη στον μεγάλο, εχθρικό κόσμο;
Αλλά η Αλίκη το είχε φροντίσει κι αυτό. Ο πατέρας της είχε ξενοδοχεία στα Χανιά. Πολλά ξενοδοχεία. Γιατί δεν πήγαινε να δουλέψει εκεί, ζουζουνάκι της; Οι γονείς της δεν είχαν καμία αντίρρηση, ίσα-ίσα που ψόφαγαν να τον γνωρίσουν.
- Και πήγες, τον πρόλαβα.
- Και πήγα. Τα υπόλοιπα έγιναν με συνοπτικές διαδικασίες. Έπιασα δουλειά στο ξενοδοχείο, στη ρεσεψιόν. Σε δυο βδομάδες πήρα προαγωγή: βοηθός διευθυντή, όπου διευθυντής φυσικά ήταν ο μέλλοντας πεθερός μου.
»Η νέα μου οικογένεια εκτίμησε την εργατικότητα και το φιλότιμό μου και με καλοδέχτηκε για ταίρι της μοναχοκόρης. Λογοδοθήκαμε και κανονίσαμε ν’ αρραβωνιαστούμε στα τέλη του Σεπτέμβρη, που κόβει κι η ζέστη, και να παντρευτούμε το επόμενο Πάσχα. Κάποια στιγμή θα έκοβα την αναβολή μου - ο ξενοδόχος είχε όλα τα μέσα να με βάλει στο Ναυτικό, στη βάση της Σούδας, να είμαι και κοντά στο σπίτι μου.
Ο Μήτσος γλυκάθηκε απ’ όλες αυτές τις υποσχέσεις ευτυχίας. Μια καλή δουλειά και μια όμορφη οικογένεια. Θα βούλιαζε απαλά στην απάτη του μικροαστικού ονείρου, θα κολυμπούσε στα ζεστά νερά του και δεν θα χρειαζόταν ν’ ανησυχεί για τίποτα.
- Θα περιόριζα τον κόσμο στα Χανιά. Ούτε επιστήμες, ούτε φιλοσοφίες, ούτε πολιτική. Μια κανονική ζωή για κανονικούς ανθρώπους.
Μόνο που ο Μήτσος δεν ήταν ακόμα κανονικός άνθρωπος - και δεν παίρνω όρκο αν θα γίνει ποτέ. Δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα εικοσι ένα. Δεν είχε κάνει τίποτα απ’ αυτά που ονειρευόταν. Κι ένα μικρό τμήμα του μυαλού του, κι ένα μεγαλύτερο της καρδιάς του, τον ενοχλούσαν συστηματικά υπενθυμίζοντάς του αυτό ακριβώς, πως είχε, δυστυχώς, και μυαλό και καρδιά.
Παρόλα αυτά, πήρε την Αλίκη και ανέβηκαν στην Αθήνα να τη γνωρίσει στους γονείς του. Οι δικοί της ετοίμαζαν τον αρραβώνα, με χίλιους καλεσμένους και δυο ορχήστρες, μια παραδοσιακή και μια μοντέρνα.
Όλα προχωρούσαν κανονικά. Μέχρι που η Αλίκη έβαλε τα χεράκια της κι έβγαλε τα ματάκια της.
- Ήθελε να πάμε στο Κολωνάκι να δει νυφικά. Είχε λυσσάξει. Μα, καρδούλα μου, της έλεγα - ναι, μη γελάς, χρησιμοποιούσαμε όλα τα υποκοριστικά που περιλαμβάνει η ελληνική γλώσσα, και είναι αστείρευτη. Συνεχίζω. Δεν είναι γρουσουζιά, της έλεγα, να δει ο γαμπρός τη νύφη με το νυφικό; Αλλά η Αλίκη μου ήταν προχωρημένη, δεν πίστευε στις επαρχιώτικες προλήψεις, η πρωτευουσιάνα! Όπως φαντάζεσαι, καλύτερα να πίστευε.
Όταν την είδε τυλιγμένη στα τούλια και τους ταφτάδες, ένα μπιμπελό με πέπλα κι άνθη λεμονιάς, έχασε το χρώμα του. «Τι πάω να κάνω, ο καραγκιόζης» σκέφτηκε.
- Επειδή αυτή πιστεύει πως σκοπός του ανθρώπου είναι ο γάμος πρέπει εγώ να κουνάω την ουρά μου και ν’ ακολουθώ; Εγώ, γαμώ την πίστη μου, δεν ξέρω ακόμα τον δικό μου σκοπό, θ’ αποφασίσω για ολόκληρη την ανθρωπότητα;
- Και τι έγινε;
- Της πουτάνας. Γυρίσαμε πίσω άρον-άρον. Η Αλίκη να κλαίει και να ουρλιάζει πως γκρέμισα όλα της τα όνειρα, οι γονείς της να με βρίζουν αχάριστο και λιγούρη, που με μάζεψαν σπίτι τους και το αποκορύφωμα; Μου ζήτησαν τα λεφτά που είχαν ξοδέψει ήδη για τον αρραβώνα, κάπου 600.000 τότε.
- Τους τα ‘δωσες;; αν και ήξερα την απάντηση.
- Μέχρι δεκάρας. Γύρισα στο Ηράκλειο έξαλλος. Έπιασα δουλειά, οικοδομή. Δεν έτρωγα, δεν έβγαινα, αλλά τους τα πλήρωσα όλα.
»Και πες μου τώρα, κυρία Αποστολοπούλου, τι υποχρέωση έχω εγώ -κι ο καθένας- απέναντι σ’ αυτούς που στηρίζουν τα όνειρά τους στην πλάτη μου; Με ποιο δικαίωμα με φορτώνουν ευθύνες που δεν μπορώ καν να ελέγξω; Εδώ αδυνατώ να οριοθετήσω τα δικά μου όνειρα, το παρόν μου, πρέπει βάσει του αρσενικού προτύπου να κάνω πέτρα την καρδιά μου στις δυσκολίες και να εκπληρώνω τα όνειρα που χτίζεις εσύ πάνω στην πλάτη μου; Και πίσω απ’ την πλάτη μου;
Δεν μίλησα. Τι να πω; Μήπως αυτό δεν κάνουμε όλοι; Βρίσκουμε κάποιον, κάποιους, κάτι και πάνω του δικαιολογούμε τη μιζέρια της ζωής μας. Τη στολίζουμε με φω μπιζού και παριστάνουμε πως τη ζούμε ως το μεδούλι της. Τι να πω στον καινούριο μου φίλο, που τολμούσε να παραδεχτεί την αλήθεια;
Ο Μήτσος σηκώθηκε απ’ τη σεζ-λονγκ και προχώρησε ως την άκρη της πισίνας. Στάθηκε με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στις τσέπες του τζιν του. Οι πλάτες του μου έκρυβαν τον ήλιο και θαύμασα το δυνατό, αντρικό κορμί με τον καλοσχηματισμένο πισινό και τα μακριά πόδια να στηρίζουν την ακλόνητη ομορφιά του. Θεέ μου, σκέφτηκα, έχω αρχίσει ν’ ακούγομαι σαν Άρλεκιν.
Γύρισε προς το μέρος μου. Το μπλουζάκι του τσίτωνε στους ώμους και την κοιλίτσα, που είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της.
Πρόσεξε πως τον κοιτούσα και μισογέλασε:
- Τελικά, δεν ήταν και τόσο κακή η οικοδομή. Βοήθησε το σώμα μου να δέσει. Αλλιώς θα ήμουν ακόμα ένα ψηλό και άχαρο αγόρι.
- Δεν μπορώ να σε φανταστώ άχαρο, του είπα λίγο βραχνά αυτό που σκεφτόμουν. Έχεις πολύ ωραίο, πολύ καλοσχηματισμένο κορμί.
- Κι εσύ, μου είπε ο Μήτσος σοβαρά και σηκώθηκε να φύγει.

5.

Το Σαββατοκύριακο δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά. Μου ήταν αδύνατον να χωνέψω τον τρόπο που σηκώθηκε κι έφυγε. Βέβαια, η συζήτηση είχε εκτροχιαστεί. Δημιουργήθηκε πολύ επικίνδυνη κατάσταση: ούζα και προσωπική κουβέντα δίπλα στην πισίνα μια ηλιόλουστη μέρα. Ειδικά μεταξύ ενός όμορφου άντρα και μιας νέας γυναίκας στα πρόθυρα νευρικής κρίσης από βαρεμάρα.
Ήθελα να τον ξαναδώ. Μόνο αυτό είχε σφηνωθεί στο μυαλό μου. Φλυάρησα με τα κορίτσια -δεν τους είχα πει λέξη ακόμα για τον Μήτσο- συνόδευσα τον Κων/νο σ’ ένα φιλικό σουαρέ, ήπια τσάι με τους γονείς μου, σαμπάνια με τα πεθερικά μου. Δεν μπορούσα να τον χάσω, όχι τώρα που τον χρειαζόμουν τόσο πολύ. Πώς θα επικοινωνούσα μαζί του;
Τη λύση μου την έδωσε, άθελά της, η αγαπημένη μου πεθερούλα:
- Θα έρθετε τη Δευτέρα στους Τσακιρόπουλους; ρώτησε στα καλά καθούμενα.
- Γιατί, τι έχουν; αναρωτήθηκε ο γιος της.
- Γιορτάζει ο γιατρός, καλέ. Αφού τον λένε Δημήτρη, μας διαφώτισε η Πεθερά.
Φυσικά, του αγίου Δημητρίου, η τέλεια δικαιολογία για να τηλεφωνήσω στον Μήτσο. Θα του ευχόμουν για την ονομαστική του εορτή, θα εξομάλυνα την -ερωτικού περιεχομένου- ένταση και θα του πρότεινα να συναντιόμαστε που και που ώστε να διατηρήσουμε τη νεογέννητη φιλία μας.
- Οπωσδήποτε θα έρθουμε, είπα κι ένα ολόλαμπρο χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό μου. Είναι δυνατόν να χάσουμε τη γιορτή του γιατρού; κι άφησα όλη την οικογένεια Αποστολοπούλου κάγκελο με την ασυνήθιστη προθυμία μου.

6.

- Καλημέρα σας. Εδώ Αποστολοπούλου. Μήπως θα μπορούσα να μιλήσω στον Μήτσο, τον νεαρό που μου έφερε τον υπολογιστή; είπα στην τηλεφωνήτρια με το πιο γλυκό μου ύφος, πρωί-πρωί της Δευτέρας.
- Λυπάμαι, κυρία Αποστολοπούλου. Ο Μήτσος δεν θα ‘ρθει σήμερα στο γραφείο, μου ‘δωσε η σκύλα τη χειρότερη απάντηση.
Σιγά μην το έβαζα κάτω:
- Μήπως ξέρετε που μπορώ να τον βρω; Είναι απόλυτη ανάγκη.
- Στο σπίτι του, ίσως. Θέλετε να σας δώσω το νούμερο;
Τώρα μιλάς σωστά, καλή μου τηλεφωνήτρια. Έγραψα τον αριθμό, βολεύτηκα στο κρεβάτι -το υπόλοιπο σπίτι καθαριζόταν απ’ την κυρία Στέπα- πήρα βαθιά ανάσα και βούτηξα.
Το σήκωσε με την τέταρτη.
- Εμπρός! άκουσα αυστηρή τη φωνή του.
- Μήτσο; είπα χαδιάρικα.
- Ποιος είναι; ρώτησε διστακτικά.
- Εγώ! απάντησε η πριγκίπισσα του σύμπαντος.
- Ω, η κυρία Αποστολοπούλου! Πώς ήταν αυτό το πρωινό;
Του εξήγησα με φόρα. Χρόνια πολλά και ό,τι επιθυμούσε και πάντα ευτυχισμένος και καλό πτυχίο και καλή τύχη κι ένα σωρό ώσπου το ακατάσχετο γέλιο του κατάφερα να με προβληματίσει.
- Γιατί γελάς; ρώτησα με παράπονο.
- Την πάτησες, καλή μου κυρία Αποστολοπούλου. Άκουσες Μήτσος και συμπέρανες πως βγαίνει προφανώς απ’ το Δημήτρης.
- Προφανώς, άρχισα να μουτρώνω.
- Γι’ αυτό την πάτησες, μου είπε γλυκά. Δεν βγαίνει απ’ το Δημήτρης.
- Αλλά;
- Απ’ το Θεόδωρος, κυρία μου. Απ’ το Θεόδωρος!
Υποθέτω πως από κείνη την απάντηση και μετά εγώ, η κυρία Αποστολοπούλου, σοβαρή αστή από καταγωγής, ερωτεύτηκα τον Μήτσο-Θεόδωρο, διανοούμενο κομπιουτερά.
Και μη χειρότερα!

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΗΤΣΟΣ