ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΤΟ BOOKSINFO

Το πλήρωμα του χρόνου και ο Μήτσος

Ελένη Φουρνάρου

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

1.

Την πρώτη φορά που με είδε ο Μήτσος -όπως μου εξομολογήθηκε ο ίδιος αργότερα- φαντάστηκε πως κάτι δεν πάει καλά στα μυαλά μου. Το αφεντικό του τού είπε να παραδώσει τον υπολογιστή στη Σύζυγο του σεβαστού του φίλου Κων/νου Αποστολόπουλου κι εκείνος, φυσικά, φανταζόταν μια τριαντάρα αστή κυρία, επάγγελμα οικιακά αλλά με φιλανθρωπική δράση. Σινιέ ταγέρ, καρέ μαλλί, άντε το πολύ-πολύ ένα ζευγάρι ωραίες γάμπες.
Αντί αυτών, καθώς κοίταξε μέσα απ’ το μεγάλο παράθυρο του σαλονιού, αντίκρισε ένα επεισόδιο του Fame, made in Filothei.
Αφού είχα ξυπνήσει νωρίς, κι αφού η κ. Στέπα μου είχε κάνει όλες τις δουλειές, αποφάσισα να γυμνάσω λίγο το άχρηστο κορμί μου.
Ήταν κάτι που το έκανα συχνά. Έβαζα δυνατά τη μουσική, φορούσα τις παλιές μου φόρμες του χορού και παρηγοριόμουν για τη χαμένη μου καριέρα.
Εκείνη τη ζεστή Πέμπτη είχα διαλέξει ένα μαύρο κολάν με μια μεταμοντέρνα τρύπα από σκώρο στον δεξί γοφό κι ένα λαχανί μπουστάκι, το πάνω μέρος ενός παμπάλαιου μαγιό (το κάτω είχε χαθεί μυστηριωδώς).
Έτσι έγινε κι αντί για την αναμενόμενη Σύζυγο ο Μήτσος αντίκρισε μια έξαλλη, ημίγυμνη κι ημιάγρια, με μακριά, σγουρή αλογοουρά.
- Άλα τις ο Αποστολόπουλος, απεφάνθη και χτύπησε το τζάμι.
Εδώ πρέπει να σας εκμυστηρευτώ πως, εκείνη την εποχή, η μουσική είχε γίνει το μοναδικό μου άλλοθι. Διανύοντας την τρίτη μου δεκαετία, το twenty-something των περιοδικών, άκουγα μουσική για εξεγερμένους έφηβους και τίναζα το κεφάλι μου στον ρυθμό της.
Είχα γράψει τρεις κασέτες : μία με Ξύλινα σπαθιά, μία με Υπόγεια Ρεύματα και μία με Red Hot Chili Peppers και U2. Τις έπαιζα στη διαπασών καθαρίζοντας φασολάκια και θεωρούσα πως δεν είμαι άλλη μία βολεμένη νοικοκυρά, αλλά μια πολύ χάι γκόμενα σαν αυτές που πρωταγωνιστούν στις διαφημίσεις.
Ο τρόπος της ζωής μου ήταν ροκ - τα φασολάκια παρεμπιπτόντως.
Ο Σύζυγος, φυσικά, δεν συμμεριζόταν τις μουσικές μου ανησυχίες ούτε στο ελάχιστο. Εκείνος άκουγε νερόβραστα ιταλικά και γαλλικά τραγούδια ή στο τσακίρ κέφι light λαϊκά. Δεν χόρευε, δεν τίναζε το κεφάλι του στο ρυθμό -του έλειπε άλλωστε η απαιτούμενη πλούσια κόμη- δεν χτυπούσε καν ρυθμικά το χέρι του στο τραπέζι.
Τα κυριακάτικα πρωινά που ξυπνούσε αλαφιασμένος ακούγοντας «...αδρεναλίνη, κανένας δεν θα μείνει» μου χαμογελούσε με συγκρατημένη επιείκεια. Παράλληλα, φρόντιζε, διακριτικά αλλά μεθοδικά, να χαμηλώνει το στερεοφωνικό καθώς το προσπερνούσε τυχαία αναγκάζοντάς με τελικά να το κλείσω. Αν μη τι άλλο, ο σκοπός αυτής της μουσικής πραγματώνεται μόνο στο maximum της έντασής της.
Ο Μήτσος, απ’ την άλλη, με κορόιδευε για τις προτιμήσεις μου από την απέναντι όχθη.
- Αυτά, μικρή μου δήθεν, είναι τα όπλα του καπιταλισμού, η ροκ είναι αυθεντική και δρα ανεξάρτητα απ’ τους κουλτουριάρηδες φλώρους σου με τα ξυρισμένα κεφάλια. Σταμάτα να τα ακούς αυτά, θα κάνουν το ταξικό σου αισθητήριο νιανιά!
Η αλήθεια είναι πως μέσα απ’ αυτή τη μικρή μουσική μου επανάσταση διαδήλωνα την πραγματική μου ανάγκη: μου έλειπε η δουλειά μου.

2.

Πρωτάρχισα τον χορό στα δεκατρία μου, πολύ αργά για καριέρα. Ήμουν, όμως, καλή, πραγματικά καλή, δεν χρειαζόμουν κανέναν να το επιβεβαιώσει. Οι μελωδίες μιλούσαν κατευθείαν στο κορμί μου, οι μύες και τα νεύρα κινούσαν γλυκά κι αρμονικά τα μέλη μου, το μυαλό μου απόν, τα μάτια κλειστά κι η έκσταση απόλυτη.
Η δασκάλα μου με λάτρευε, διέσχιζα τις τάξεις σε χρόνο dt, γινόμουν καλύτερη μέρα με την ημέρα, την έκανα να καμαρώνει με περηφάνια. Βέβαια, δούλευα σκληρά. Με το που τελείωνα το σχολείο έτρεχα στη Σχολή. Γυμναζόμουν έξι κι εφτά ώρες την ημέρα κι όταν κουραζόμουν πια, έμενα να παρακολουθώ τις μεγάλες.
Όταν έκλεισα τα δεκαεπτά η κ. Μαριέτα, η δασκάλα μου, έκρινε πως ήμουν έτοιμη να δώσω εξετάσεις στην Κρατική. Η τεχνική μου ήταν εξαιρετική, οι αυτοσχεδιασμοί μου εμπνευσμένοι και το πρόσωπό μου ιδιαίτερα εκφραστικό, θεατρικό, έλεγε χαμογελώντας.
Οι γονείς μου αντέδρασαν με συγκρατημένη αγανάκτηση. Δεν ήταν και μικρό πράγμα: η μονάκριβη θυγατέρα τους αντί για διανοούμενη προτιμούσε να γίνει χορεύτρια. Μου είπαν, φυσικά, να κάνω ό,τι θέλω, αλλά η απογοήτευση ήταν τόσο εύγλωττα ζωγραφισμένη στα μούτρα τους που μ’ έκανε να θέλω να κλάψω.
Αυτή ήταν κι η μοναδική επανάσταση της, κατά τα άλλα ήρεμης, εφηβείας μου. Δήλωσα συμμετοχή στις εξετάσεις, συνέχισα την εντατική προετοιμασία και τρεις βδομάδες πριν ήρθε η μοίρα να μου αλλάξει τα σχέδια και τελικά τη ζωή.
Τετάρτη πρωί, δεύτερη ώρα, Μαθηματικά. Σηκώνω δυναμικά το χέρι μου, κατευθύνομαι προς τον πίνακα να λύσω τη δύσκολη εξίσωση και στα καλά καθούμενα σωριάζομαι στην αίθουσα λιπόθυμη.
Η ετυμηγορία των γιατρών αμείλικτη: υπερκόπωση. Φυσικά. Έκανα πέντε ώρες την ημέρα χορό, έξι σχολείο, όπου ήμουν υπεύθυνη της θεατρικής ομάδας, αγγλικά κι ισπανικά. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά τα ’χα φτιάξει με τον Βαγγέλη που απαιτούσε να με βλέπει καθημερινά κι έτρεχα ακολουθώντας τον έρωτά μου στα club μέχρι πρωίας.
Ο καημένος ο οργανισμός μου δεν άντεξε. Όπως έλεγε κι η κ. Μαριέτα «αν είσαι ταγμένη στο χορό, είσαι ταγμένη μόνο στο χορό».
Από μικρό παιδί πίστευα -κι ακόμα δεν το ‘χω ξεπεράσει απόλυτα- πως όλα τα πράγματα στη ζωή μου αποτελούν σημάδια, οιωνούς. Και γίνονται πάντα για το καλό μου. Μια μικρή ή μεγάλη αλλαγή στα πλάνα μου, ανοίγει μπροστά μου καινούριους ορίζοντες και με οδηγεί σε νέες κατευθύνσεις.
Γι’ αυτό και σε κάθε μου αποτυχία σταματώ. Ποτέ δεν διεκδικώ, δεν ξαναπροσπαθώ κάτι που έχω ήδη επιχειρήσει. Θεωρώ ότι εφόσον απέτυχα δεν το ήθελα αρκετά ή δεν είναι το κατάλληλο για μένα.
Εκ των υστέρων διαπιστώνω πως αυτός είναι ένας πολύ βολικός τρόπος να δικαιολογώ κάθε μου ανεπάρκεια, για να μην πω τεμπελιά. Κι αυτός είναι ο λόγος που περιμένω πάντα να συμβεί κάτι σπουδαίο στη ζωή μου, ν’ ανοίξουν ξαφνικά οι ουρανοί και να μου αποκαλυφθούν ταλέντα κι ευκαιρίες. Απ’ το πουθενά, χωρίς αγώνα από μέρους μου. Σαν να το αξίζω, τελικά.
Παρόλα αυτά, αν και δεν έγινα τελικά μπαλαρίνα, έμεινα στη Σχολή και συνέχισα να χορεύω. Παρακολούθησα και κάποια σεμινάρια flamenco που στάθηκαν πολύ αποκαλυπτικά για μένα - διαπίστωσα πως σ’ αυτό ναι, έχω ταλέντο.
Έτσι, βρέθηκα δίπλα στην κ. Μαριέτα να διδάσκω τα πρώτα βήματα στα μικρά και flamenco στις σικ κυρίες που φαντασιώνονταν μαγικές βραδιές στην αγκαλιά του Antonio Banderas.
Όταν όμως παντρεύτηκα, ο Σύζυγος απαίτησε ένα και μόνο: να σταματήσω τη δουλειά. Κι απ’ τη στιγμή που αυτός ήταν ο μοναδικός όρος που έθεσε (και για χίλιους άλλους λόγους που θα κατανοήσετε στην πορεία), ζύγισα προσεκτικά αυτά που μου πρόσφερε και κρέμασα, τελικά, τα παπούτσια μου, ως ένδειξη αφοσίωσης και πίστης.

3.

Βέβαια, ποτέ δεν ξεχνούσαμε πως η δουλειά μου ήταν η αιτία που γνωριστήκαμε. Αντίθετα, πολύ συχνά αναπολούσαμε εκείνες τις μέρες και γελούσαμε -εγώ περισσότερο- με τον θεατρικό τρόπο που διάλεξα να του ριχτώ.
Εκείνο το φθινόπωρο περνούσα μεγάλες μοναξιές. Το αγόρι μου, που όπως ψυχανεμίζεστε αγαπούσα με πάθος, υπηρετούσε τη θητεία του στην Κω. Περνούσα τις μέρες μου γράφοντάς του ατέλειωτες σελίδες δακρύβρεχτων συναισθηματισμών, προσμένοντας με λαχτάρα τη στιγμή να ξαναντικρίσω το πολύτιμο πρόσωπό του.
Εντωμεταξύ, δούλευα στη Σχολή της κυρίας Μαριέτας με τα πιτσιρίκια και τις κυρίες που έχω αναφέρει νωρίτερα.
Η ενασχόλησή μου με το flamenco δεν είχε επηρεάσει μόνο το χορευτικό μου στυλ αλλά όλη μου την εμφάνιση. Κυκλοφορούσα σαν τσιγγάνα - γύφτισσα, έλεγε η μητέρα μου. Ξέρετε τώρα: μακριές φούστες, ψηλά τακούνια, κρίκους στ’ αυτιά και δεν συμμαζεύεται.
Όπως το φέρνω στο μυαλό μου, έχοντας μεσολαβήσει τα χρόνια, πρέπει να ήμουν μάλλον εντυπωσιακή φιγούρα. Υποθέτω πως θα τραβούσα πολλά βλέμματα πάνω μου -όχι απαραίτητα θαυμαστικά- με τις μαύρες, αχτένιστες μπούκλες, τα κατακόκκινα χείλη κι όλα αυτά τα πολύχρωμα υφάσματα ν’ ανεμίζουν.
Φυσικά, τότε δεν πρόσεχα τίποτα. Ήμουν απόλυτα απορροφημένη απ’ την προσωπική μου τραγωδία, την στέρηση της μιας και μοναδικής μου αγάπης απ’ τον ελληνικό στρατό.
Ένα μεσημέρι, λοιπόν, καθόμουν ήσυχη στην πλατεία στα Εξάρχεια κι έπινα τον καφέ μου με μια εφημερίδα, κάτι που κάνω ακόμα και σήμερα, όπου βρω ενδιαφέρουσα πλατεία. Ηρεμώ, παρατηρώ τον κόσμο και γεμίζω τις μπαταρίες μου, όταν αισθάνομαι αφόρητη πια την πίεση γύρω μου.
Ξαφνικά ένιωσα ένα σύννεφο αντρικής Cacharel και σχεδόν ταυτόχρονα δυο δυνατά χέρια να μου κλείνουν τα μάτια
- Μάντεψε, είπε η παιχνιδιάρικη φωνή.
- Ερνέστο;, αναγνώρισα την αίσθηση του αγαπημένου μου φίλου.
Ήμασταν συμμαθητές απ’ το Γυμνάσιο, αρχίσαμε όμως να κάνουμε στενή παρέα στη Β’ Λυκείου. Ήταν ο κολλητός μου και η βασική αιτία που είχα 48 αδικαιολόγητες απουσίες σε κάθε χρονιά. Ο Ερνέστος ήταν γενικά καλός μαθητής. Το μόνο που δεν ανεχόταν ήταν τα αγγλικά. Έτσι είχαμε συμφωνήσει να καθόμαστε μαζί: εγώ του έλυνα τις ασκήσεις κι εκείνος μου διηγιόταν σόκιν ανέκδοτα και μου σχεδίαζε στα τετράδια ήρωες από κόμικς.
Η αγγλικού μάς ανέχτηκε για ενάμιση τρίμηνο. Την υπόλοιπη χρονιά, καθώς και την επόμενη, φρόντιζε να μας πετάει έξω πριν καν μπει στη τάξη.
Ήταν από τότε ψιλομουτράκι ο κολλητός μου. Όχι προφανώς, αλλά πάντα κατάφερνε να την κάνει την κομπίνα του. Το άγχος του ήταν πώς να την κοπανήσει απ’ το μάθημα: πότε έβαφε το γυμναστήριο, πότε τραγουδούσε στη χορωδία, πότε κανόνιζε τις εκδρομές – όλα με το αζημίωτο.
Ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής από παιδί και βάφτισε το μοναχογιό του προς τιμήν του αείμνηστου Τσε. (Σε αντιδιαστολή με την κουνιάδα μου Άννα-Μαρία, ο Ερνέστος λάτρευε τον «νονό» του κι έκανε ό,τι μπορούσε για να του μοιάσει σε αισθήματα τυχοδιωκτισμού και αλληλεγγύης).
Οι αριστερές πεποιθήσεις δεν εμπόδιζαν τον εν λόγω μπαμπά να διατηρεί γνωστό και πολύ πετυχημένο σκυλάδικο στην Εθνική, που φιλοδοξούσε μια μέρα να παραδώσει στα άξια χέρια του γιου του.
Εκείνος όμως είχε άλλα σχέδια. Καθώς πίναμε το καφεδάκι μας στον ήλιο του μεσημεριού τον παρατηρούσα, θυμάμαι, διαπιστώνοντας πως τίποτα πάνω του δεν είχε αλλάξει. Είχα να τον δω τέσσερα χρόνια. Είχε ερωτευτεί, αμέσως μόλις τελειώσαμε το Λύκειο, μια Ολλανδέζα αεροσυνοδό που γνώρισε στην Ίο. Την ακολούθησε στην πατρίδα της, της έκανε μια κόρη κι όταν είδε κι απόειδε εκεί στην ξενιτιά, τη φίλησε σταυρωτά και την εγκατέλειψε.
- Οι Ολλανδοί είναι πολιτισμένοι, αγάπη μου. Ούτε στο αεροδρόμιο δεν ήρθε να μ’ αποχαιρετήσει. Εγώ μάσαγα τα λόγια μου πως δήθεν νιώθω άβολα μακριά απ’ τους δικούς μου και τα τοιαύτα, και κείνη μου ‘λεγε «δεν πειράζει, Ερνέστο, μπορείς να γυρίσεις στην πατρίδα σου. Κι όποτε θες να μας δεις μη διστάσεις, το σπίτι μου θα’ ναι πάντα ανοιχτό για σένα».
- Ούτε φωνές, ούτε κλάματα; απόρησα.
- Ρε, τίποτα, σου λέω. Σαν να της έλεγα πως πάω στο περίπτερο να πάρω εφημερίδα.
Να μην τα πολυλογώ, τις λίγες μέρες που είχε εδώ, είχαν ήδη σκεφτεί με τον πατέρα του να στήσουν μια καινούρια δουλειά. Ένα διαφορετικό μαγαζί, κυριλέ, με καλή κουζίνα, λίγο ισπανική, λίγο λατινοαμερικάνικη, ζωντανή μουσική και χορευτές.
- Να’ ρχεται ο καλός ο κόσμος να ντερλικώνει για ν’ ανεβαίνει μετά χορτάτος στο σκυλάδικο.
Και μ’ άρχισε ο Ερνέστος στις γλύκες. Εγώ, που είμαι μεγάλη χορεύτρια, γεννημένη για flamenco (λες και μ’ είχε δει ποτέ !), που δεν κάνει ν’ αφήσω το φιλαράκι μου αβοήθητο στη δύσκολη, που θα μου δίνει τα διπλά απ’ όσα δίνουν στην πιάτσα - που, που, που ... με τούμπαρε.
Έτσι έγινε και βρέθηκα πέντε βράδια τη βδομάδα, με μαύρο ντεκολτέ και κόκκινο τριαντάφυλλο στον κότσο, στην πίστα του El amor brujo.
Βέβαια, το μαγαζί ήταν πραγματικό αριστούργημα. Ο Ερνέστος είχε ρίξει πολλά απ’ τα λεφτά του πατέρα του για να φτιάξει αυτό το ονειρεμένο σκηνικό. Πέτρινοι τοίχοι, ακριβά, ξύλινα τραπέζια και δερμάτινες καρέκλες, φοβερή ορχήστρα και ο καλύτερος σεφ της Αθήνας.
Και, φυσικά, η αυτού μεγαλειότης Carmen Maria de los Dolores, Ανδαλουσιάνα από το Κολωνάκι, που έκανε όλο το λεκανοπέδιο να κλείνει τραπέζι δυο βδομάδες πριν για να την απολαύσει.
Οι μόνοι κοσμικοί που δεν πάτησαν ποτέ ήταν οι γονείς μου. Φαντάζεστε την απογοήτευσή τους; Η χαϊδεμένη μοναχοκόρη τους όχι μόνο έγινε χορεύτρια, αλλά δεν φρόντισε καν να χορέψει στο Covent Garden, άντε στη Λυρική. Όλη κι όλη η επιτυχία της ήταν να εμφανίζεται σ’ αυτό το «άθλιο στέκι των νεόπλουτων».
- Μα είσαι με τα καλά σου, παιδάκι μου; διαμαρτυρόταν η μαμά. Η μοναδική φιλοδοξία σου ήταν να γίνεις καμπαρετζού;
Ο δε μπαμπάς, διατηρούσε περήφανα τη σιωπή του και μου απηύθυνε ψυχρά το λόγο μόνο σε μεγάλη ανάγκη.
Και να πεις πως δεν είχα επιτυχία; Πέταγα. Απ’ την πρώτη στιγμή που ακούστηκε η κιθάρα κι ένιωσα το δυνατό προβολέα να διαγράφει τις κινήσεις μου, κατάλαβα πως είμαι γεννημένη για πίστα. Κάρφωσα με αναίδεια το βλέμμα μου στο κοινό και για έξι ολόκληρα λεπτά τους έκοψα την ανάσα.
Το χειροκρότημα αντηχούσε ακόμα όταν έφτασα ξέπνοη στο καμαρίνι μου. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και για πρώτη φορά συνειδητοποίησα πως, άμα θέλω, μπορώ να γίνω μεγάλη πουτάνα.
Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Όλοι μιλούσαν για το ταλέντο μου.
Ο Ερνέστος, απ’ την πλευρά του, φρόντιζε να διαδίδει αδιακρίτως του κόσμου τις ανακρίβειες: πως ζούσα χρόνια στην Ισπανία, πως διδάχτηκα flamenco απ’ τους τσιγγάνους της Σεβίλλης, πως δεν χορεύω ούτε το μισό απ’ όσο ξέρω γιατί με βαραίνει η κατάρα της μάγισσας του χορού κι όποιος με δει στα φόρτε μου θα χάσει τη μιλιά του, κι ένα σωρό ακόμα ασύστολες ψευτιές.
Φυσικά ήταν τρισευτυχισμένος, αφού είχε πετύχει το στόχο του: το μαγαζί ήταν φίσκα κάθε βράδυ κι ο λογαριασμός του στην τράπεζα φούσκωνε με ζεστά χιλιαρικάκια.
Εγώ, από την άλλη, ζούσα τις πιο λαμπερές στιγμές μου. Είχα ανακαλύψει, σ’ αυτόν τον ανύποπτο χρόνο, μια πολύ διαφορετική πλευρά του εαυτού μου, ενδιαφέρουσα και προκλητική. Έχοντας αποθρασυνθεί κάτω απ’ το καινούριο, σπανιόλικό μου όνομα, έχοντας ξεπεράσει το οικογενειακό στερεότυπο της διανοούμενης κόρης, διασκέδαζα στο έπακρο με τα πλεονεκτήματα του φύλου μου και τρέλαινα τους άντρες στα τραπέζια. Μαζί τρέλαινα και τον Ερνέστο που, ενθαρρυμένος πια απ’ την εξωτική μου αύρα, είχε στηρίξει όλη την ουσία του El amor brujo στο ταλέντο μου.
Το καμαρίνι μου ήταν γεμάτο λουλούδια, συνοδευμένα από τα ανάλογα ραβασάκια. Οι αρσενικοί ματσωμένοι θαμώνες θεωρούσαν υποχρέωση -για να μην πω δικαίωμά τους- να με ρίξουν στο κρεβάτι. Υπήρχε ένα είδος άτυπου ανταγωνισμού αναμεταξύ τους. Κάποτε άκουσα πως πέφτανε και στοιχήματα.(Τώρα που το σκέφτομαι δεν είναι απίθανο- μάλλον τα οργάνωνε ο Ερνέστος).
Φανταστείτε, λοιπόν, μια νεαρή, προστατευμένη απ’ το σπίτι της δασκάλα μπαλέτου, χωρίς πολλές απαιτήσεις απ’ τη ζωή εκτός, ίσως, απ’ τη μετάθεση του αγαπημένου της φαντάρου κάπου πιο κοντά. Και ξαφνικά, οι προβολείς τη λούζουν εκτυφλωτικοί και το κοινό εναποθέτει κάθε βράδυ τη λίμπιντό του στον έλεγχό της.
Ήταν η μοναδική γεύση εξουσίας που είχα ως τότε στη ζωή μου. Οι μοναδικές στιγμές που μπορούσα να ξεντυθώ τον επιβεβλημένο κοινωνικό μου ρόλο και να παίξω τη θεά . Και, φυσικά, μαγεύτηκα.

4.

Μια απ’ τις πιο τακτικές μας πελάτισσες εκείνο τον καιρό ήταν η, μετέπειτα κουνιάδα μου, Άννα-Μαρία. Έλεγε χαριτολογώντας πως το μοναδικό πράγμα που δεν μπορούσε ν’ αποποιηθεί απ’ το αστικό παρελθόν της ήταν η ανάγκη του εκλεκτού φαγητού.
- Δυο απολαύσεις έχουμε, αγάπη μου, στη ζωή μας: το φαγητό και το σεξ. Τουλάχιστον, ας προσφέρουμε στο κορμάκι μας αυτή που αντέχει η τσέπη μας, μου έλεγε ξεκαρδισμένη.
Η Άννα-Μαρία ήταν ο μοναδικός άνθρωπος της νυχτερινής ζωής μου με τον οποίο είχα ανοίξει παρτίδες. Είχε γνωριστεί με τον Ερνέστο απ’ τις πρώτες μέρες της λειτουργίας του μαγαζιού και είχαν αναπτύξει οι δυο τους μια ιδιαίτερη σχέση, για την οποία δεν μιλούσαν ποτέ. Όλοι υποψιαζόμασταν πως «το κάνανε», κανείς μας, όμως, δεν μπορούσε να το αποδείξει.
Ο φίλος μου με απόπαιρνε κάθε φορά που τον ρωτούσα:
- Μικρούλα μου κουτσομπόλα, μόνο το σεξ χωράει στο μυαλουδάκι σου; Δεν μπορούν δυο άνθρωποι να είναι απλώς φίλοι;
Δεν μπορούν. Μου το ‘χει ξεκαθαρίσει η αθυρόστομη μαμά μου. Οι δυο απλώς φίλοι, κάποια στιγμή, θα τύχει να ‘χουν καύλες την ίδια περίοδο.
- Και τότε πάνε περίπατο οι φιλίες! Αυτά, κόρη μου, είναι αηδίες που λένε οι άνθρωποι για να θολώσουν τα νερά. Ακόμα κι αν δεν συμβεί ποτέ, τουλάχιστον ο ένας απ’ τους δύο θα το θέλει πάντα.
Τέλος πάντων. Μάλλον δεν έχει σημασία αν «το κάνανε», τελικά. Σημασία έχει πως είναι κι οι δυο τέτοιοι άνθρωποι, πως καταφέρνουν να δημιουργούν τέτοιες σχέσεις, που θα ‘χουν δίπλα τους αγαπημένους σ’ όλη τους τη ζωή.

5.

Γνώρισα, λοιπόν, την Άννα-Μαρία κι όπως όλοι εντυπωσιάστηκα από τη χειμαρρώδη προσωπικότητά της. Έβλεπα σ’ αυτήν, τη γυναίκα που πάντα ήθελα να γίνω. Πνευματώδης, ανεξάρτητη, απελευθερωμένη απ’ τα κοινωνικά ταμπού, μ’ έναν προφορικό λόγο που ξεπερνά κι αυτόν ακόμα τον γραπτό της.
Εγώ μεγάλωσα ανάμεσα σε συγγραφείς, πραγματικούς και wannabe. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο ανθρώπους μ’ ονόματα που μόστραραν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Και δεν είναι λίγα τα χειρόγραφα που ‘χω διαβάσει πριν τον εκδότη.
Όμως, η Άννα-Μαρία είναι διαφορετική. Πρώτα-πρώτα φανταστείτε μια πολύ γοητευτική γυναίκα. Χυμώδες, γεμάτο κορμί, στρογγυλοί ώμοι, μακριά αεικίνητα δάχτυλα, ένα ολοκάθαρο πρόσωπο με ζεστά πράσινα μάτια κι ένα σύννεφο κοκκινόξανθα μαλλιά που αναδεύονται σαν ζωντανά. Προσθέστε το εφφέ που προκαλούν τα πολύ σκούρα, συνήθως μαύρα, ρούχα όταν στολίζονται με μακριές, πολύχρωμες εσάρπες. Κι ολοκληρώστε την εικόνα βάζοντάς την να μιλάει με μια βραχνή, γεμάτη υποσχέσεις φωνή και να γελάει μ’ ένα αβίαστο γέλιο, που ανατρέπει τα πάντα.
Η Άννα-Μαρία ζει σαν να ‘χει ξεπηδήσει απ’ τις σελίδες των βιβλίων της. Δεν γράφει τίποτα αν δεν το ‘χει εξαντλήσει πρώτα. Οι έρωτές της δεν είναι φανταστικοί, τα αστεία της δεν είναι κατασκευασμένα, οι πολιτικές της τοποθετήσεις είναι πάντα απόλυτες κι οι κρυφές της σκέψεις μοιάζουν με τις σελίδες της: ολόκληρες παράγραφοι που γράφτηκαν και διαβάζονται απνευστί, παράγραφοι που δεν περιλαμβάνουν ούτε μια τελεία.
Τα βράδια που τελείωνα το πρόγραμμά μου και την έβλεπα να κάθεται σ’ ένα απ’ τα πίσω τραπέζια, έπαιρνα απ’ το μπαρ ένα μπουκάλι Κουμανταρία και στρωνόμουν δίπλα της.
- Τι βλέπω, Άννα-Μαρία; την πείραζα. Πάλι προφυλάσσουμε τα νώτα μας ακουμπώντας την καρέκλα μας στον τοίχο;
- Δεν ξεχνιούνται, κουκλίτσα μου, τα παλιά χούγια. Εγώ χουντοβασιλική γεννήθηκα, αναρχική θα πεθάνω!
Κι ο Ερνέστος έστελνε τα παιδιά του μαγαζιού να ξεκουραστούνε κι έφερνε το ποτήρι του στο τραπέζι μας.
- Στην υγειά της Αθάνατης Ελληνικής Οικογένειας, πρότεινε και γελούσαμε κουβεντιάζοντας ως το πρωί.

6.

Ένα βράδυ η Άννα-Μαρία ήρθε στο μαγαζί μ’ έναν διαφορετικό νέο άντρα. Οι φίλοι της, συνήθως, ήταν ηθοποιοί, μουσικοί ή ζωγράφοι. Αυτός δεν ήταν τίποτα απ’ τα παραπάνω, κι αυτό φαινόταν ολοκάθαρα στο ντύσιμο και τη συμπεριφορά του.
Φορούσε ένα καλοραμμένο σκούρο κουστούμι, ακριβή γραβάτα και χρυσά μανικετόκουμπα. Χαμογελούσε συγκρατημένα, δεν χειρονομούσε κι η φωνή του ήταν τόσο σιγανή που κανείς μας δεν μπορούσε να καταλάβει τι συζητούσαν.
Παρόλα αυτά έδειχναν να έχουν μεγάλη οικειότητα μεταξύ τους, η οποία παραδόξως δεν φαινόταν να ενοχλεί τον Ερνέστο. Οι εικασίες έδιναν κι έπαιρναν. Γκόμενος; Φίλος; Συνεργάτης; Συγγενής;
Μα, φυσικά, πρέπει να ήταν ο αδελφός της! Μου ‘χε μιλήσει πολλές φορές γι’ αυτόν. Τον μικρό της αδελφό, τον μόνο απ’ την οικογένεια που αγαπούσε κι επιδίωκε να βλέπει. Τον αναπόφευκτο συνδετικό της κρίκο με το παρελθόν.
Όσο το σκεφτόμουν τόσο σιγουρευόμουν πως ήταν αυτός. Η περιγραφή ταίριαζε άψογα και η αδιαφορία του Ερνέστου δικαιολογούνταν.
Φυσικά, ψόφαγα να τον γνωρίσω. Ήξερα πως ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, είχε μόλις τελειώσει ένα ανώδυνο στρατιωτικό στα γραφεία της αεροπορίας και δούλευε στη οικογενειακή επιχείρηση. Είχε δεσμό με μια υπάλληλο του πατέρα του αλλά δεν σκεφτόταν να την παντρευτεί αφού σεβόταν την απαίτηση των γονιών του να πάρει κάποια του κύκλου τους.
Η επιτομή του καλού παιδιού, εν ολίγοις, που τύχαινε να είναι αδελφός μιας πολύ καλής μου φίλης. Κι αφού ο καλός μου ήταν φαντάρος, μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να φλερτάρω ανώδυνα.
Κακό; Μάλλον. Όμως αισθανόμουν φοβερά μόνη, χωρίς άντρα, χωρίς καριέρα κλασσικής χορεύτριας και με τους γονείς μου να μ’ αντιμετωπίζουν σαν αποτυχημένη. Στο κάτω-κάτω δεν είχα άτιμο σκοπό. Το μόνο που ζητούσα ήταν κάποιος να μου δώσει λίγη σημασία, χωρίς πολλές απαιτήσεις.

7.

Έτσι οργάνωσα ένα πρόχειρο σχέδιο δράσης. Θα πήγαινα να τους μιλήσω μετά το νούμερό μου. Πρώτα θα τον μάγευα με τα κάλλη και τα ταλέντα μου. Μετά με τη γοητευτική μου προσωπικότητα. Σιγά το δύσκολο για μια Carmen Maria κ.λ.π.
Μόνο που τα πράγματα ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Ο Κων/νος παρακολούθησε λίγο αφηρημένα το χορό της φίλης της αδελφής του χωρίς να εντυπωσιάζεται απ’ το εξαιρετικό ταλέντο και τις φλογερές της ματιές. Τη χειροκρότησε χλιαρά και δεν εξέφρασε καμιά φοβερή επιθυμία να τη γνωρίσει. Κι όταν αυτή, όλο νάζια και κουνήματα, θρονιάστηκε δίπλα του της απηύθυνε όλο κι όλο ένα ευγενικό «χαίρω πολύ».
Μιλάμε για το απόλυτο φτύσιμο! Τις επόμενες δυο ώρες δεν καταδέχτηκε ούτε ν’ ανοίξει το στόμα του. Παρακολούθησε τη συζήτηση που φρόντισα να μονοπωλήσω μ’ ένα κάρο πνευματώδεις μαλακίες κι αφού κοίταξε το ρολόι του γύρω στις διακόσιες φορές, μας καληνύχτισε δια χειραψίας κι αποχώρησε, χωρίς καν να προθυμοποιηθεί να με πετάξει στο σπίτι.
Αυτό το βιολί συνεχίστηκε γι’ άλλους δυο μήνες. Ο Κων/νος είχε ξαποστείλει την υπάλληλο κι έβγαινε συχνότερα με την αδελφή του. Τον έβλεπα τουλάχιστον τρεις φορές τη βδομάδα στο μαγαζί ή σε διάφορα cool μπαράκια, πάντα με την Άννα-Μαρία και τον Ερνέστο.
Του την έπεφτα πια απροκάλυπτα. Φρόντιζα να κάθομαι δίπλα του, του μιλούσα διαρκώς, έπινα την τελευταία γουλιά απ’ το ποτό του.
Κι εκείνος; Εκείνος μ’ αντιμετώπιζε με συγκρατημένη αδιαφορία. Ευγενικός, περιποιητικός και τέρμα. Κι ενώ στην αρχή προσδοκούσα ένα ανώδυνο φλερτάκι, είχα φτάσει στο σημείο να λυσσάω απ’ το κακό μου.
Εγώ, η θεά της πίστας, που κάθε βράδυ στα πόδια μου σφάζονταν παλικάρια, δεν μπορούσα να ρίξω έναν φλώρο των Βορείων Προαστίων . Και δώσ’ του να λυσσάω.
Παλιό το κόλπο του, θα μου πείτε. Και χιλιοδοκιμασμένο, θα σας απαντήσω. Μα πάντα αποτελεσματικό.
Ειδικά στην περίπτωσή μου, σ’ εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο. Με την ήδη ξεφτισμένη σχέση-εξ αποστάσεως, τη μιζέρια της οικογενειακής μου πραγματικότητας και τα ολοκαίνουρια, αστραφτερά φτερά της αναπάντεχης γοητείας μου.
Εξάλλου, ο Κων/νος είχε κι άλλο ένα χαρακτηριστικό που με τρέλαινε: δεν μιλούσε. Μαθημένη στο μοντέλο του φλύαρου διανοούμενου, λαχταρούσα να ερωτευτώ έναν αμίλητο άντρα. Τόσο σοφό, τόσο συνειδητοποιημένο, τόσο σίγουρο για τον εαυτό του, που δεν θα χρειαζόταν τον λόγο για να επιβληθεί. Θα αρκούσε η σοβαρή παρουσία του.

8.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, είχα καταντήσει να ζω για τον έρωτά μου. Ένα κουρέλι ψυχολογικό, ξεφτιλισμένη σε φίλους και γνωστούς που με πείραζαν κατάμουτρα, δεν ήξερα πώς να το αντιμετωπίσω.
Ώσπου ένα βράδυ αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τα μεγάλα μέσα: την Άννα-Μαρία. Η οποία, όπως καταλαβαίνετε, καλόβλεπε την προοπτική του ζευγαρώματός μου με τον αγαπημένο της αδελφό και δέχτηκε ν’ αναλάβει δράση.
- Άσ’ το πάνω μου, κουκλί μου. Μόλις τελειώσεις το χορευτικό θα τον στείλω στο καμαρίνι σου, δήθεν να σε φωνάξει. Από κει και πέρα αναλαμβάνεις εσύ. Κανένας άντρας δεν μπορεί ν’ αντισταθεί για πολύ σε μια αποφασισμένη γυναίκα.
Έτσι κι έγινε. Τελειώνοντας το χορό, υποκλίθηκα βιαστικά κι έτρεξα στο καμαρίνι μου. Έβγαλα την περιβολή της Σπανιόλας και φόρεσα ένα καινούριο, μαύρο, χυτό φουστάνι, μακρύ ως το πάτωμα, μ’ ένα ανήθικο σκίσιμο μπροστά που δεν άφηνε κανένα περιθώριο στη φαντασία.
Παράλληλα, προσπαθούσα να θυμηθώ κανένα κλασσικό τρόπο προσέγγισης μεγάλης ντίβας.
Δεν μπορούσα να του ζητήσω να μου κουμπώσει το φουστάνι γιατί δεν είχε φερμουάρ, ούτε να μου ανάψει το τσιγάρο αφού δεν κάπνιζα. Να τον βουτήξω αιφνιδιαστικά και να τον φιλήσω;
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα. «Εμπρός...», δήθεν άνετη, και ο Κων/νος εμφανίστηκε, κομψός όπως πάντα.
- Έτοιμη;
- Ένα λεπτάκι μόνο να ξεβαφτώ και να χτενίσω τα μαλλιά μου, η ψύχραιμη. Κλείσε την πόρτα και κάτσε.
Εγώ έκατσα στο σκαμπό της τουαλέτας μου και σταύρωσα τα πόδια, να μην πάει χαμένο και το σκίσιμο. Αμέσως αισθάνθηκα το δεξί τακούνι να πιάνεται στην αριστερή κάλτσα κι έναν πόντο να κατρακυλάει αργά προς τον αστράγαλο.
- Αχ, πόντος! Πρέπει ν’ αλλάξω κάλτσες, είπα απέξω μου.
Ρε πούστη μου, τελικά υπάρχει θεός, είπα από μέσα μου και πήρα ένα καινούριο ζευγάρι.
Η αποθέωση της πουτανιάς, το απόλυτο show: ανεβάζετε το πόδι στο σκαμπό, κατεβάζετε αργά τη μαύρη κάλτσα και -κοιτώντας τον πάντα στα μάτια- με την ίδια ηδυπάθεια φοράτε την καινούρια. Επαναλαμβάνετε στο άλλο πόδι. Θρίαμβος!
Κάθε ίχνος αδιαφορίας είχε εξαφανιστεί τώρα απ’ το αθώο προσωπάκι του Κων/νου. Τα όμορφα μάτια του είχαν χάσει τη σοβαρή τους διάθεση και είχαν καρφωθεί απροκάλυπτα στα γυμνά μου πόδια.
- Αυτό ήταν, τον προσγείωσα γλυκά-γλυκά.
- Θα...θα...θα σε περιμένω έξω, ψέλλισε και βγήκε αφήνοντας την αυτοκυριαρχία του σκορπισμένη στη μοκέτα.
Απλά μαθήματα γοητείας στηριγμένα σε φτηνά, κινηματογραφικά κλισέ. Μα καλά, τόσο εύκολα πέφτουν οι άντρες;
Έτσι φαίνεται, ειδικά όταν έχουν να κάνουν με μια αποφασισμένη γυναίκα.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΗΤΣΟΣ