ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΤΟ BOOKSINFO

Το πλήρωμα του χρόνου και ο Μήτσος

Ελένη Φουρνάρου

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

1.

Ο Σύζυγος, για άλλη μια φορά στην πορεία της σχέσης μας, έκανε τον κινέζο. Δεν κατάλαβε τίποτα όταν εξέφρασα την απόφαση -κι όχι παράκληση, πλέον- να κάνω τη χάρη στον Ερνέστο. Για κάποιο δικό του λόγο προτίμησε να κοιτάζει αλλού.
Βέβαια, μου ψιλοκράτησε μούτρα που εκδηλώνονταν με, συχνότερες απ’ το συνηθισμένο, επισκέψεις στους γονείς του. Οι τελευταίοι έδειχναν να μην ξέρουν τίποτα - αν και στη συνέχεια αυτό μου ‘χε φανεί μάλλον απίθανο: όλο και κάποιος γνωστός τους θα με είχε δει να ξημεροβραδιάζομαι στο El amor brujo.
Πήγαινα καθημερινά στις έξι το απόγευμα, από μια βδομάδα πριν φύγει ο Ερνέστος. Έπρεπε να μου δείξει τα κατατόπια, τους προμηθευτές του, τις κομπίνες του, τις μυστικές κρυψώνες που ‘χε για ώρα ανάγκης.
- Κάνεις λες και θα φύγεις για πάντα, παραπονέθηκα όταν είχε γίνει πια το κεφάλι μου καζάνι.
- Ποτέ δεν ξέρεις, μου απάντησε αινιγματικά, αλλά δεν του ‘δωσα σημασία. Ο Ερνέστος τα συνήθιζε αυτά τα μυστηριώδη.
Το βράδυ πριν φύγει κάλεσε τα κορίτσια και τον Μήτσο για φαγητό - παραδόξως, όχι και την Άννα-Μαρία. Ο τελευταίος εμφανίστηκε καλοντυμένος και γελαστός, κουβαλώντας μαζί του μια ξενέρωτη ξανθιά. (Ψηλή, πολύ γοητευτική, έξυπνη και γενικώς συμπαθέστατη). Μας τη σύστησε ως Μαριλένα, συμφοιτήτριά του στο Πανεπιστήμιο.
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πόσα λίγα ήξερα για τον Μήτσο, τον καθημερινό Μήτσο, που σπούδαζε, δούλευε, ζούσε σ’ ένα διαμέρισμα στην Καλλιδρομίου, είχε φίλους, φίλες, ενδεχομένως και μια άλλη σχέση. Απορροφημένη απ’ τον απαιτητικό εαυτό μου, δεν είχα βρει τον ελάχιστο χρόνο να μάθω τα βασικά της ζωής του υποτιθέμενου κολλητού μου.
Αντίθετα, γνώριζα τις ακριβείς απόψεις του επί παντός επιστητού, το παρελθόν του, το μυστικό του όνομα και πως τον γούσταρα σαν τρελή. Και σαν τρελή ζήλεψα τη Μαριλένα.
Ο Ερνέστος, που την ψυλλιάστηκε, μου γέλασε κατάμουτρα όταν πήγαμε να φέρουμε τα ποτά.
- Φίλη του είναι, ρε χαζή. Τι στραβομουτσούνιασες;
- Στραβομουτσούνιασα που την κουβάλησε. Είπαμε πως είναι η αποχαιρετιστήρια βραδιά σου, τι την ήθελε αυτή; είπα τάχα μου.
- Μα δεν θα κάτσει ούτε για ποτό, με πληροφόρησε εκείνος. Απέξω τη συνάντησε και την έφερε να της δείξει το μαγαζί.
- Αααα, έκανα αδιάφορα, ενώ το χαμόγελο μου ‘χε φτάσει στ’ αυτιά.
- Και ξερός! επαύξησε ο Ερνέστος και πρόσθεσε: Βλαμμένη! Πότε θα μάθεις πια να ζεις τα πάθη σου;

2.

Άρχισα να μαθαίνω το ίδιο κι όλας βράδυ. Το μαγαζί είχε σχεδόν αδειάσει, η ορχήστρα ετοιμαζόταν να τα μαζέψει, είχαμε πιει μια θάλασσα κρασί κι εκεί που γελούσαμε με μια κοτσάνα της Λίλιαν ο Μήτσος στύλωσε το βλέμμα του στο δικό μου:
- Χόρεψέ μας, Αποστολοπούλου.
Οι άλλοι δεν έβγαλαν άχνα κι εγώ δεν έκανα ούτε μια τσιριμόνια. Σήκωσα το μακρύ, ροδί φουστάνι μου, έπιασα τις μπούκλες μου κότσο μ’ ένα μολύβι απ’ το μπαρ και χτύπησα τα τακούνια μου στο πάτωμα.
- Οι καστανιέτες σου είναι στο ράφι, με προέτρεψε ο καλός μου Ερνέστος.
Ζήτησα απ’ τα παιδιά να μου παίξουν ένα αργό, λυπημένο flamenco που αγαπούσα πολύ. Ένιωθα στις φλέβες μου να κυλάει το κρασί και το κορμί μου τόσο ανάλαφρο, έτοιμο ξανά να μαγέψει, κι ας είχε να το κάνει χρόνια.
Στάθηκα στη μέση της σκηνής με τον προβολέα να με λούζει και σήκωσα τα μάτια.
- Εσύ μου χόρεψες, σκέφτηκα. Σειρά μου τώρα για να πατσίσουμε, κι ύψωσα τα χέρια.
Όταν σταμάτησε η μουσική είχα ξαναγίνει εκείνη η θεά, η σαρωτική θεά που ήξερα πως μπορούσα. Υποκλίθηκα βαθιά στο κοινό μου, που χειροκροτούσε και ξεφώνιζε, κι όταν ξανασηκώθηκα έψαξα να δω τον Μήτσο.
Όρθιος, στεκόταν δίπλα στο τραπέζι, κι αφού με κοίταξε στα μάτια για δέκα αιωνιότητες, σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος κι υποκλίθηκε κι αυτός σε μένα. Ύστερα, πήρε το σακάκι του και γύρισε να φύγει.
Στάθηκα αναποφάσιστη για ένα δευτερόλεπτο κι έπειτα άλλαξα τη ζωή μου: έτρεξα πίσω του.

3.

Τον πρόλαβα στην πόρτα.
- Πού πας; του είπα με παράπονο.
- Φεύγω, απάντησε χωρίς να με κοιτάζει.
- Γιατί;
- Γιατί είναι αργά πια, Αποστολοπούλου, με κοίταξε.
- Περίμενε! Θα σε πάω εγώ με το αυτοκίνητο, τον παρακάλεσα.
Γέλασε ανόρεχτα.
- Είσαι μεθυσμένη. Και ιδρωμένη. Θα ξεπαγιάσεις.
- Είμαι μια χαρά. Πάω να φέρω τα κλειδιά μου. Μην τολμήσεις και φύγεις, τον απείλησα.
Ξαναγέλασε κι ακούμπησε στον τοίχο.
Κάναμε τη μικρή διαδρομή αμίλητοι, μ’ εξαίρεση τις ξερές οδηγίες που μου ‘δινε πού να στρίψω και τελικά πού να σταματήσω.
Πάρκαρα δίπλα σ’ ένα σταματημένο, στη μέση σχεδόν του έρημου δρόμου. Έσβησα τη μηχανή κι έμεινα να κοιτάζω μπροστά μου. Εκείνος, με σκυφτό κεφάλι, έπαιζε με τα κλειδιά του.
Πέρασαν κάμποσες στιγμές απτής αμηχανίας ώσπου:
- Ξέρεις...
- Ήθελα να σου πω...
μιλήσαμε κι οι δυο μαζί, όπως στις αμερικάνικες ταινίες που κοροϊδεύαμε.
Για τόσο λίγο τα μάτια μας συναντήθηκαν κι αμέσως επιστρέψαμε στις προηγούμενες ασχολίες μας: εγώ ν’ ατενίζω το δρόμο κι εκείνος να παίζει με τα κλειδιά του.
Η αμήχανη, φορτισμένη σιωπή ξαναγύρισε. Οι ανάσες μας είχαν αρχίσει να θαμπώνουν τα τζάμια. Ξαφνικά ο Μήτσος αναστέναξε αποφασιστικά, γύρισε απότομα προς το μέρος μου και, με μια απίστευτα απαλή κίνηση, πήρε στα χέρια του το πρόσωπό μου και με φίλησε.
Ήταν, φυσικά, τ’ ομορφότερο φιλί της ζωής μου. Τα χείλη του, τρυφερά και κτητικά, προκαλούσαν ένα πρωτόγνωρο μούδιασμα στα δικά μου, ξυπνούσαν μιαν αβάστακτη, τυραννική ερωτική επιθυμία, μ’ έκαναν να νιώθω τη γη να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια μου.
Τη γη; Να φεύγει; Ανοίξαμε τα μάτια μας ταυτόχρονα.
- Μήτσο..., μουρμούρισα με δυσκολία.
- Τσουλάμε! συμπλήρωσε τη φράση μου κι αστραπιαία τράβηξε το χειρόφρενο.
Είχα σταματήσει το αυτοκίνητο μπροστά στον Μύλο, που είναι σχετικά ίσιωμα. Όμως, φαίνεται, πως το παθιάρικο φιλί μας ενεργοποίησε -κύριος οίδε ποιες- ανεξέλεγκτες δυνάμεις της φύσης που μας τσούλησαν σ’ όλη την Καλλιδρομίου, περάσαμε τη Μαυρομιχάλη και σταματήσαμε έγκαιρα, χωρίς ευτυχώς να θρηνήσουμε θύματα.
- Είδες που τελικά δεν υπάρχει Θεός; είπε με μια γκριμάτσα ο Μήτσος, όταν ξαναβρήκε το χρώμα του.
Αρχίσαμε να γελάμε σαν τρελοί. Η δύσκολη στιγμή είχε περάσει - ήμασταν πάλι φίλοι. Την άλλη μέρα θα δικαιολογούμασταν απόλυτα στις συνειδήσεις μας: κάτι το κρασί, κάτι η ατμόσφαιρα, ίσως και το φεγγάρι... Η ουσία ήταν πως είχαμε αποφύγει τα χειρότερα.
- Λοιπόν, ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση, μου είπε τσαχπίνικα.
- Πάντα στη διάθεσή σας, του απάντησα αναλόγως.
- Όνειρα γλυκά. Και να προσέχεις στο δρόμο.
-Ευχαριστώ. Καληνύχτα.
Τι ευγενικοί που μπορούσαμε να γίνουμε αν προσπαθούσαμε λίγο! Τι κοινωνικοί!
Έβαλα μπρος, έσπρωξα την κασέτα στο κασετόφωνο κι έφυγα με χίλια.
«Somebody put something, somebody put something in my drink...», μ’ εξιλέωναν σ’ όλο τον δρόμο οι Ramones.
4.

Το άλλο πρωί μου τηλεφώνησε. Να δει αν είμαι καλά, αν συνήλθα απ’ την οινοποσία κι αν έφτασα ασφαλής.
Το σήκωσε ο Κων/νος. Φλυάρησαν λίγο, υποθέτω για τους υπολογιστές, κι έπειτα ο Σύζυγος φώναξε απ’ το καθιστικό:
- Αγάπη μου, ο Μήτσος στο τηλέφωνο, είσαι ξύπνια;
Απόρησα με την άνεσή του. Θα μου πεις τι περίμενα; Να τον βρίσει; Να του ζητήσει εξηγήσεις; Να του πει «όχι, ρε, δεν στη δίνω, βρες δικιά σου γυναίκα, αυτήν την πρόλαβα εγώ»;
Μπα, δεν είναι το στιλ του Κων/νου Αποστολόπουλου αυτό. Ο αγαπητός μου Σύζυγος μπορεί να είναι ευγενικός και ψύχραιμος, ακόμα κι αν υποψιάζεται πως συνομιλεί με τον γκόμενο της γυναίκας του.
Anyway, με τον Μήτσο δεν είπαμε τίποτα. Κάτι σάχλες, φιλικές και κομψές. Δεν με ρώτησε πως θα περάσω τη μέρα μου -ήταν Κυριακή και το μαγαζί είχε ρεπό- δεν μου πρότεινε να συναντηθούμε, ούτε καν να ξανατηλεφωνηθούμε. Το κλείσαμε δυο λεπτά αργότερα με το αόριστο και βολικό «τα λέμε».
Πέρασα το υπόλοιπο πρωινό στο κρεβάτι και στη μπανιέρα, έφαγα το μεσημέρι ξεροψημένα παϊδάκια στη χιονισμένη Πάρνηθα με τον Κων/νο κι ένα φιλικό ζευγάρι, έπαιξα κουλοχέρη στο καζίνο κι έχασα δεκαπέντε χιλιάρικα.
Το βράδυ κοιμήθηκα άσχημα κι ονειρεύτηκα τεράστια λευκά κύματα που έτρεχαν πάνω σε μια μαύρη θάλασσα σαν στρουμπουλά ερπετά και καταβρόχθιζαν το ένα το άλλο, για να σκάσουν τελικά σε μια τεράστια προβλήτα που είχε τ’ όνομά μου.
Το επόμενο πρωί σερνόμουν στο άδειο σπίτι -η κ. Στέπα ήταν γριπιασμένη και δεν μπορούσε να ‘ρθει- ρίχνοντας πασιέντζες και βλέποντας χαζοχαρούμενες εκπομπές στην τηλεόραση.
Πήρα την απόφασή μου στις 2.15 ακριβώς, όταν ο Κων/νος τηλεφώνησε να μην τον περιμένω - έκαναν απογραφή κι είχε πολλή δουλειά.
Το σκέφτηκα για δύο δευτερόλεπτα. Στις έξι έπρεπε να είμαι ντυμένη και στολισμένη στο μαγαζί.
Πρώτα, όμως, είχα να τακτοποιήσω μια εκκρεμότητα.

5.

Μπήκα στο μπάνιο. Ξύρισα τα πόδια μου, άλειψα το κορμί μου με λάδια κι αρώματα, φόρεσα τα πιο καθημερινά μου ρούχα και τα πιο καλά μου εσώρουχα, έβαλα το βραδινό φόρεμα και το μακιγιάζ μου σε μια τσάντα κι όρμησα στο αυτοκίνητο.
Βγήκα ανυπόμονα στην Κηφισίας. Μποτιλιαρισμένη. Ξαναμπήκα στο Ψυχικό. Έκανα χίλιες παραβάσεις κι άλλες τόσες παρακάμψεις, ώσπου κατάφερα να φτάσω στην Καλλιδρομίου στις 3.30 ακριβώς.
Άφησα τ’ αμάξι σ’ ένα γκαράζ κι έτρεξα στην πολυκατοικία του. Χτύπησα το κουδούνι προσπαθώντας ταυτόχρονα να πειθαρχήσω την αναπνοή μου.
Ξαναχτύπησα. Κανείς. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Πέρασα την τελευταία ώρα τρέχοντας σαν τον Βέγγο, κι ο Μήτσος δεν ήταν καν σπίτι του!
- Λες να μην υπάρχει Θεός, τελικά; μονολόγησα. Ή μήπως υπάρχει και μου κάνει πλάκα;
Την ώρα που προσπαθούσα να καταλήξω σ’ ένα αξιόλογο συμπέρασμα, καθισμένη στα σκαλοπάτια του, τον είδα φάτσα μου, να στρίβει απ’ τη γωνία, κρατώντας μια σακούλα από σούπερ μάρκετ.
Έδειξε να ξαφνιάζεται ελάχιστα. Κοντοστάθηκε στιγμιαία κι αμέσως τάχυνε το βήμα του. Έφτασε στην είσοδο, έβγαλε τα κλειδιά του, άνοιξε και, κρατώντας την πόρτα με το σώμα του, μου άπλωσε το χέρι να σηκωθώ.
Άπλωσα κι εγώ το δικό μου κι έτσι αμίλητοι, πιασμένοι απ’ τα χέρια, μπήκαμε στο σπίτι του - ν’ ανακαλύψουμε πού θα μας έβγαζε αυτή η ιστορία.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠ’ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ
(εκείνης της Άνοιξης)

22/2

...Φοβάμαι. Ώρες-ώρες δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω, να κοιμηθώ, στοιχειώνει τα όνειρά μου, δεν μπορώ να κάνω έρωτα, πρέπει να με πάρει για να πάψουν όλ’ αυτά, δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του, δεν τον αγαπάω, απλά τον θέλω, τόσο έντονα που ξαφνιάζομαι κι η ίδια. Με πειράζει, με πονάει, διαισθάνομαι πως φταίει κάτι άλλο, εγώ, η διάθεσή μου, η κατάθλιψη που μου διέγνωσε η Στέλλα.
Δεν το ‘χω ξαναπάθει αυτό κι αν το ‘χω, το ‘χω ξεχάσει. Ό,τι με προβληματίζει είναι πως μάλλον έχω χάσει την ικανότητά μου να γοητεύω ή βαριέμαι, το ίδιο κάνει.
Πότε σκέφτομαι να ριχτώ με τα μούτρα στην προσπάθεια κι αν βρέξει ας κατεβάσει, πότε με πιάνουν τύψεις και σκέφτομαι πόσοι μπορεί να πληγωθούν απ’ αυτό.
Δεν ξέρω, θα δείξει. Αν και, στο κάτω-κάτω, αξίζω μια περιπέτεια. Δεν έχει βρεθεί ακόμα ο άντρας που θα μου αντισταθεί. Και σίγουρα δεν είναι αυτός. Πάμε!

2/3

...Κι ακόμα δεν υπάρχει ο άντρας που θα μου αντισταθεί. Βέβαια, εγώ του αντιστάθηκα τόσον καιρό, πολέμησα, μάτωσα, έκλαψα, πόνεσα απ’ την προσμονή κι ακόμα πονάω γιατί δεν τον χόρτασα.
Με κοιτάζει στα μάτια και ντρέπομαι, δεν μπορώ να είμαι μέτρια, οφείλω να είμαι τέλεια για κείνον. Και τώρα τι κάνουμε, μικρή; Πώς θα κρύψουμε την αλήθεια; Τα μάτια μου αστράφτουν, τριγυρνάω μ’ ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπο -σουβενίρ της μικρής, μαγικής στιγμής μας- ακούω την ανάσα του και χάνομαι, κλείνω τα μάτια μου και τον βλέπω μπρος μου.
Και μετά τι; Θα μας περάσει; Θα ξαναγίνουμε φίλοι; Θα το θυμόμαστε κάποτε με νοσταλγία; Ή θα καβαλήσω τη μηχανή και θα φύγω μαζί του; Θα τα τινάξω όλα στον αέρα και θ’ ανάβουμε φωτιές στην έρημο τα βράδια; Πόσο θ’ αντέξουμε τα ημίμετρα...
Δεν τα μπορώ τα δράματα, γιατί να μην είναι αλλιώς οι συνθήκες, αλλιώς εμείς, να μπορούσαμε να φύγουμε χωρίς πισωγυρίσματα, χωρίς ηλίθιες ενοχές, να το ζήσουμε τώρα που το θέλουμε κι οι δυο, τώρα που η επιθυμία είναι ρευστή και μας περιβάλλει, δεν το καταλαβαίνουν οι άλλοι; Αφού τη βλέπω, πλανιέται στην ατμόσφαιρα...

4/3

... «Πάμε ένα θέατρο;»
«Βαριέμαι, μωρέ...». Κλασσική, αναμενόμενη, Συζυγική απάντηση σε ηλίθια, ρητορική ερώτηση. Γιατί έμπλεξα; Και τι μ’ εμποδίζει να ξεμπλέξω; Δεν έχω όρεξη να εξασκήσω την πουτανιά μου. Κι αν συνεχίσει έτσι στενεύουν οι επιλογές μου, αγριεύουν οι συγκρίσεις.
... Η διάθεσή μου είναι σαν να ‘χει πάθει μαλάρια. Εκεί που γελάω, ξαφνικά κλαίω. Πώς γίνεται αυτή η χαρά που θέλω να φωνάξω στους άδειους δρόμους, το κενό κι ο κόμπος που με σπρώχνουν να κυλιέμαι στο χώμα; Μήπως, τελικά, αυτός ο ίλιγγος της ταχύτητας είναι η περίληψη των συναισθημάτων μου; Ελευθερία ανάμικτη με φόβο, τρεμούλιασμα κι άγρια ηδονή;
Τι φρίκη κι αυτή, καύλα διαρκής, πονάν τα σωθικά μου, πονάω στ’ αλήθεια, θυμάμαι ξαφνικά και χάνομαι στις αναμνήσεις, κουφή και τυφλή στον έξω κόσμο, σαν να σταματά ο χρόνος - να που το ‘νιωσα κι αυτό.
Κοιμάμαι και ξυπνάω με το illusion της παρουσίας του, τον μυρίζω στον χώρο, στα χέρια μου, ορφάνεψαν τα χέρια μου, παρ’ τα, πάρε με, με ντύνω, με στολίζω, πάρε με, με χαρίζω.
Αχ, γιατί να μην είμαι πάντα high, κεφάτη, γελαστή, περνάν οι ώρες και περνά η χαρά μου, αφού σου ανήκω, πάρε με, δεν την μπορώ την απουσία, η έλλειψη, η λαχτάρα - αυτή είναι η απουσία, και πλάι μου μου λείπεις, έτσι συμβατικά που σε βλέπω.
Τι όμορφος που είσαι, σαν παιδί αγουροξυπνημένο, σαν εραστής, μάχιμος, μη με κοιτάς, μη μου ψιθυρίζεις, μη μ’ αγγίζεις θα φωνάξω, όχι εγώ, έχεις ακούσει κορμί να ουρλιάζει, τον ήχο της καρδιάς που σταματά τον έχεις ακούσει;
Φοβάμαι, δεν την μπορώ τέτοια ευθύνη, τόση σιωπή, θέλω να το φωνάξω, πώς να χωρέσει τόση χαρά, τόσος πόνος σ’ ένα κορμί;...

9/3

Γιατί μου τα λες αυτά; Γιατί με ρωτάς αν είμαι έτοιμη να φύγω; Αμφιβάλλεις; Αφού με ξέρεις, μ’ έχεις, μ’ έχεις δέσει στα μάγια σου, τι μπορώ να σου αρνηθώ όταν με κοιτάς στα μάτια;
Πώς να δουλέψω, πώς να διασκεδάσω; Μου λείπεις. Το μυαλό μου γεμίζει μ’ αυτή τη σκέψη, με την απουσία σου, πώς ν’ αντέξω τις άδειες μέρες στο άδειο σπίτι;
Γιατί μου τα λες αυτά; Εσύ τα νομίζεις απειλές, εγώ τα λέω ελπίδες. Μια ζωή, ρε πούστη, αυτό κάνω. Μια ζωή με θυμάμαι να φεύγω. Τι άντεξε, τι θ’ αντέξει; Πάρε με τώρα που σε θέλω, πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό, γιατί δεν τα ξεχνώ όλα, γιατί κολλάω, αφού αυτό που ήθελα το κατάφερα, πού είναι ο θρίαμβός μου;...

14/3

Δεν υπάρχουν οι «έρωτες της ζωής μας». Τα πάθη μας ζουν και τρέφονται απ’ τη φαντασία μας και προκύπτουν μεγάλα ή μικρά, ανάλογα με τις συνθήκες. Αν σε γνώριζα στο Πανεπιστήμιο ή στο μαγαζί μπορεί να μη γύριζα να σου ρίξω ματιά. Τώρα που δεν μπορώ να σ’ έχω ανάβω στο άκουσμα της φωνής σου κι υποδαυλίζω τη λογική μου κάθε φορά που σε βλέπω.
Η φαντασία μου οργιάζει. Θέλω να πάμε μαζί σινεμά, να περπατήσουμε στα Εξάρχεια, να δούμε συναυλίες, να σιωπούμε στο ηλιοβασίλεμα, να βλέπουμε μπάλα με λεμονάδα και ποπ-κορν.
Σ’ αγαπάω, πρώτη φορά το παραδέχομαι έτσι, θέλω να το ζήσουμε μαζί αυτό, να το κάνουμε καθημερινότητα. Κι όσο κρατήσει...

17/3

Πόσες φορές θα το δω αυτό στη ζωή μου; Το ίδιο σενάριο να επαναλαμβάνεται, σχεδόν απαράλλαχτο: ερωτεύομαι τρελά, βολεύομαι σε μια κατάσταση, προσαρμόζομαι στον καινούριο μου ρόλο και τελικά βρίσκομαι έρημη και δυστυχισμένη, μες τις στιγμές της πιο μεγάλης μου ευτυχίας. Πόσο κόπο, πόσο αγώνα θα χρειαστεί να κάνω για να βρω τον εαυτό μου; Τι σοφή που είμαι όταν είμαι ειλικρινής, πόσο απόλυτα έρχεται η παρακμή στο τέλος!
Τουλάχιστον τώρα ξέρω πως πρέπει να παλέψω μόνη μου, να φύγω κάποτε για το Περού solo, αν θέλει κανείς να μ’ ακολουθήσει καλώς, εγώ στις αποσκευές μου να μην κουβαλάω κανέναν.
Κι όμως λαχταράω το κορμί σου αφόρητα. Κι ας ηρέμησα αυτό το Σαββατοκύριακο ανάμεσα στους φίλους, κι ας άκουσα τη φωνή της λογικής. Αν εξαιρέσεις κάτι φλας που ‘τρωγα ώρες-ώρες .... - κατάλαβα πως τελικά πρέπει να κάνω υπομονή.
Σκατά. Σήμερα κλαίω για μένα, για τα χρόνια που χάνω, για τον εαυτό μου που χάνω... Αδράνεια. Λίγο ακόμα και θα βουλιάξω στην αγκαλιά του ή στην πολυθρόνα και θα ζήσω happily ever after.
Θέλω να καταφέρω να μην εξαρτώμαι από κανέναν. Βαρέθηκα να παριστάνω την κουκλίτσα σας της βιτρίνας. Όμορφη, έξυπνη, πνευματώδης, περιζήτητη, με μια μικρή δόση ανεξαρτησίας και υστερίας για το σασπένς.
Τι μανία φυγής είναι αυτή! Πού είναι η Κούβα, πού το Περού; Μήπως πρέπει ν’ αρχίσω τα LSD; Τριπάκια με τη φαντασία; Πρέπει -το «γαμημένο πρέπει»- ΘΕΛΩ να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου για μια φορά, γι αλλαγή, ν’ απλώσω τα φτερά μου και να στηρίζομαι μόνο στον άνεμο, κι ας τσακιστώ.
Αισθάνομαι καμιά φορά πως ζω τα πράγματα ανάποδα. Θα καταντήσω μια τρελή γριά που θα γυρνά τον κόσμο. Πρέπει να μάθω στους ανθρώπους που αγαπώ να μην πληγώνονται και στον εαυτό μου να μην λυπάται ν’ αφήσει πίσω του καταστάσεις.
Θέλω να μιλήσουμε. Εσύ τουλάχιστον -επειδή μ’ ακούς- έχεις την ικανότητα να με κάνεις να τα λέω.

28/3

Τι όμορφο αυτό το τραγούδι στο ραδιόφωνο!
«Όπου βρεθείς, όπου και να ‘μαι
πάντα τις νύχτες θα περνάμε κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό
Θα με σκεφτείς, θα σε θυμάμαι
κι οι μέρες θα περνάνε δίχως γυρισμό».
Πρέπει να προσέχουμε περισσότερο. Χτες, στο μαγαζί ήταν ολοφάνερο νομίζω. (Καλά που δεν έχει γυρίσει ο Ερνέστος). Πρέπει ν’ αποφεύγουμε να κοιταζόμαστε, ν’ αγγιζόμαστε, όμως μ’ αρέσει να σε κομπλάρω και να χάνεις τα λόγια σου, ψοφάς να με φτιάχνεις και να κρατιέμαι να μη σου ριχτώ. (Πόσο ακόμα πιστεύεις πως θα κρατιέμαι; Ας μην το στοιχηματίσω καλύτερα).
Εκτός κι αν το προγραμματίζεις ασυνείδητα να συμβεί, να το καταλάβουν όλοι. Δεν είναι όμως ο καλύτερος τρόπος αυτός, θα τον πληγώσουμε και δεν θέλω, ας μην τον κάνουμε μαλάκα. Καλύτερα να βρούμε το θάρρος ν’ αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα, να τα παραδεχτούμε και να ζήσουμε με τις ευθύνες μας και το δικαίωμα της επιλογής μας - όμως, πόσο πιο δύσκολο είναι αυτό...
Τι ωραία που ζούμε το δράμα μας - γελώντας! Τι αηδίες είναι αυτές! Γιατί να μπλέξω σ’ αυτή τη σκατοκατάσταση, κι έπειτα γιατί μαζί σου κι όχι με κάποιον ανώδυνο, όπως η Λίλιαν; Γιατί να ‘χω τέτοια κέφια σήμερα, γιατί μου φαίνονται αστεία όλ’ αυτά;
Είσαι παιδί, μάζεψε τα χέρια σου, τι μου λες μ’ αυτόν τον τρόπο; Αφού το ξέρω πως μ’ έχεις, αφού το ξέρεις κι εσύ. Είναι σκληρό αυτό που κάνουμε, για βάλε τον εαυτό σου στη θέση του... Είμαι πολύ ίσια, θα ‘θελα να μπορώ να το πω, να του δώσω μια ευκαιρία να δείξει αν έχει αρχίδια να με κρατήσει. Είναι σαχλό αυτό που κάνω, ηλίθιο, ανέντιμο και άνανδρο. Δεν είναι τύψεις αυτά, προσωπική ηθική είναι. Πρέπει να τον βγάλω έξω να του μιλήσω, να του το πω.
Όμως δεν μπορώ να σε βάλω σε τέτοιο δίλημμα, κι αν σε χάσω; Είναι πολύ αργά -ή πολύ νωρίς- για μένα το να σε χάσω, δεν θα τ’ αντέξω.
Το ίδιο κάνω και με σένα, τελικά. Δεν ρισκάρω, σου κρύβω τον εαυτό μου για να μην τρομάξεις, τι σκατά κρύβω μέσα μου και δεν μπορώ να το δείξω σε κανέναν;
Άρχισα πάλι το μελόδραμα. Δεν την αντέχω, ρε γαμώ το, την αναμονή, δεν έχει ξαναχρειαστεί να περιμένω τόσο για να πάρω στα χέρια μου μια κατάσταση. Και κάτι μου λέει πως θα περιμένω για πολύ ακόμα, θα καιροφυλακτώ να σε δω να μ’ αγαπάς, δεν θα μ’ αγαπήσεις ποτέ.... Και μετά τι; Εύχομαι να βαρεθώ, να φθαρείς, να τελειώσεις, να μην κατοικείς πια ολόκληρος μέσα μου, να μην κινείς τις σκέψεις μου, να πάψεις να διαμορφώνεις τις ιδέες μου, καμιά φορά νομίζω πως θ’ ανοίξω το στόμα να μιλήσω και θ’ ακουστεί η φωνή σου.
Κοντεύω να πάθω, πώς θα περάσουν αυτές οι ώρες της μοναξιάς; Χέστηκα αν περνάμε τις νύχτες μας κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό! Εγώ θέλω να τις περνάμε κάτω απ’ το ίδιο σεντόνι, πάνω στο ίδιο κρεβάτι.
Δε γαμιέται, τόσα άντεξα, θα το περάσω κι αυτό....
29/3

ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με -
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κι επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...

Κ. Καβάφης

31/3

Όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία ορκίστηκα στον εαυτό μου πως δεν θα το αφήσω να γίνει «δεσμός».Στο ‘χα πει άλλωστε: για μένα οι παράλληλες σχέσεις δεν έχουν νόημα. Γι αυτό και άργησα να ενδώσω (στην επιθυμία μου, εννοώ). Όμως δεν το πήρα και πολύ τοις μετρητοίς. Ήσουν φίλος μου, σ’ αγαπούσα, θεώρησα φυσική κατάληξη να πηδιόμαστε που και που. Υπήρχε εξάλλου τόσο έντονη έλξη μεταξύ μας. Είπα, λοιπόν, στον εαυτό μου πως μου αξίζει μια περιπέτεια. Θα τόνωνα την αυτοπεποίθησή μου, την ήδη υπάρχουσα σχέση μου και τη διάθεσή μου, χωρίς άλλα προβλήματα, αφού ήμουν σίγουρη πως κι εσύ κάπως έτσι λειτουργούσες.
Και να ‘μαι τώρα εδώ, πίσω απ’ το μπαρ του El amor brujo, πάνοπλη, να εύχομαι τη μεγαλύτερη καταστροφή προκειμένου να ‘ρθεις. Έστω να τηλεφωνήσεις. Ποιος αλήτης θεός παίζει μαζί μου και γιατί με τιμωρεί - ή μ’ εκδικείται για παλιές αμαρτίες; Δεν μπορώ να χαρώ τίποτα: εσένα δεν σ’ έχω κι ο άλλος μοιάζει θαμπός δίπλα σου.
Θέλω να σου μιλήσω, να στραβώσω, να με δεις κι απ’ την ανάποδη, ενώ δεν περνάν καν απ’ το μυαλό μου οι συνέπειες αν κι εσύ αποφασίσεις να τα παίξεις όλα για όλα. Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα πια. Δεν θέλω απλώς το κορμί σου, απλώς την παρέα σου σε ξεχωριστές δόσεις. Θέλω συσκευασία «δύο σε ένα», πώς να γίνει; Θέλω ο φίλος μου κι ο εραστής μου να γίνουν γκόμενός μου, άντρας μου. Θέλω να σ’ ορίζω και προπαντός να μ’ ορίζεις....
...Παλιομικροαστέ! Κι ακόμα δεν ξέρω ποιος είσαι στ’ αλήθεια, αν μου παρουσιάζεις τον κρυφό σου εαυτό ή ένα σοφά δοκιμασμένο και μελετημένο image, εξαιρετικά πλασμένο στα μέτρα μου, προορισμένο να με ρίξει.
Δεν έχει νόημα αυτή η ιστορία, έλα κορίτσι μου, εμπρός, ξεκόλλα, ρίξ’ του τον εαυτό σου στα μούτρα, να δούμε τι θα κάνει, πώς θ’ αντιδράσει, έχει αρχίδια να φανεί αληθινός; Εσύ πάντως θα ξέρεις πού πατάς, αν μη τι άλλο, μπορείς να κοντρολάρεις τα συναισθήματά σου...
(αργότερα)
Σ’ ευχαριστώ. Που τηλεφώνησες, που είσαι τρυφερός μαζί μου, που μου ζητάς να μη στεναχωριέμαι, που με βάζεις να σου χαμογελώ... Κι ας μου φαίνονται όλα ξενέρωτα εκ των υστέρων. Σε θέλω, ψοφάω να γίνω παιχνίδι στα χέρια σου, είμαι... Αχ, πώς την πάτησα έτσι, αυτή τη φορά για τα καλά!

6/4

Παίζεις μαζί μου, φίλε. Ο θρίαμβος είναι όλος δικός σου. Τα κατάφερες και μπράβο σου. Μαγκιά σου. Τώρα που σέρνομαι πίσω σου, που έχω χάσει τον έλεγχο και την αυτοεκτίμησή μου, που αισθάνομαι σαν ν’ απέτυχα σ’ όλες τις εξετάσεις που μ’ έβαλες να συμμετάσχω... Τώρα που μ’ έλιωσες και μ’ εκμηδένισες.
Θα σου μιλήσω ανοιχτά. Το χρωστάω στον εαυτό μου. Κι έπειτα θα φύγω. Γιατί εμένα δεν μ’ αρέσει να παίζω έτσι. Δεν θέλω άλλα παιχνίδια μαζί σου. Τώρα που τα ‘χασα σχεδόν όλα, τώρα θα μ’ αγκαλιάσω και θα με φιλήσω, θα με κανακέψω, έλα κορίτσι μου, εμείς περάσαμε τόσα, θα σε ξεχάσω και θα κρατήσω τα σημάδια για να θυμάμαι από δω και μπρος να βάζω εγώ τους όρους, να μην ξαναφεθώ, να μην ξαναπονέσω τόσο. Ας διψώ!

7/4

Θέλω πολύ να σου μιλήσω. Στα ίσια. Αντρίκεια. Όχι να στο παίξω ντίβα ούτε μελόδραμα, χωρίς να σου γκρινιάξω ούτε να σε πιέσω. Να σου πω ΟΛΑ αυτά που νιώθω, απλά, έτσι όπως τα αισθάνομαι, χωρίς άμυνες και χωρίς λογικοποιήσεις. Δεν ξέρω τι με πιάνει, γιατί σου παριστάνω πότε την ηλίθια και πότε την αδιάφορη, γιατί κάθε φορά που μιλάμε ή βρισκόμαστε εγώ είμαι ΚΑΠΩΣ. Θα ‘ναι τελείως χαζό να χάσω αυτή τη σχέση -τόσο σημαντική για μένα, μα τόσο- επειδή δεν μπορώ να πάψω να κρύβομαι και να το παίζω. Ακόμα κι αν δεν γίνουν τα πράγματα όπως ονειρεύομαι, ακόμα κι αν μείνουν έτσι, δεν θα ‘θελα να σε χάσω με τίποτα. Έτσι ή αλλιώς, μόνο μαζί σου γουστάρω να μιλάω.
Θέλω όμως να μιλήσουμε για να πάψω να βασανίζομαι. Μ’ αγαπάς, είσαι ερωτευμένος μαζί μου ή απλώς ήθελες να με ρίξεις και τώρα που τα κατάφερες απομακρύνεσαι; Ακόμα κι έτσι να είναι μη μ’ αποφεύγεις, θέλω να είσαι ο φίλος μου, όσο καιρό κι αν μου πάρει ν’ αρκεστώ μόνο σ’ αυτό.

8/4

Έλα απ’ το μαγαζί, σε παρακαλώ. Κι ανάγκασέ με να είμαι ειλικρινής, αφού μπορείς, το ‘χεις ξανακάνει. Ορκίστηκα στον εαυτό μου υποταγή και διαφάνεια και τελικά χτες σου ‘παιξα πάλι τη γκομενάρα. Είσαι μελαγχολικός, σιωπηλός - πόσο μου στοιχίζει αυτό! Με κοιτάς όντως με προσμονή ή προβάλλω στα μάτια σου τις ανάγκες μου;
Ό,τι και να συμβαίνει πρέπει να μου μιλήσεις. Αν θες να διατηρήσεις τη ζωή σου ως έχει, ξηγήσου. Αλλιώς θα το καταλάβουν όλοι, ήδη ξέρουν πως κάτι δεν πάει καλά με μένα, όλοι αναρωτιούνται τι φάση περνάω. Όλοι διαπιστώνουν πως είμαι τελείως στον κόσμο μου.
Δεν θες να τον μάθεις αυτόν τον κόσμο;

Είμαι άρρωστη, άρρωστη, άρρωστη. Ψυχωτική και μανιοκαταθλιπτική. Έλα. Θέλω να δω το πρόσωπό σου. Μου λείπεις αφόρητα. Σε θέλω.

16/4

Λες να έληξε έτσι άδοξα κι αυτή η ιστορία; Η συμπεριφορά του πάντως δείχνει πως απ’ τη μεριά του μάλλον αυτό συμβαίνει. Έλειπε δέκα μέρες στην αδελφή του χωρίς ούτε ένα τηλέφωνο και ξαφνικά εμφανίζεται χτες τόσο άνετος! Τόσο προκλητικός!
Δεν θα σκάσουμε, βέβαια, κιόλας, όμως μου τη σπάει αυτή η αργή διαδικασία του χωρισμού. Πότε ήταν που έλεγες πως βαρέθηκες τα παιχνίδια, πως μεταξύ μας θέλεις να μιλάμε ίσια και να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους; Κι έπειτα γιατί δεν με πονάει και τόσο αυτή η απόρριψη - μήπως γιατί δεν την έχω νιώσει στο πετσί μου;
Ουρανέ, τι με σπρώχνει να μαζοχίζομαι; Όλες οι νορμάλ καταστάσεις μου στραβώνουν και μου βρωμάνε. Το υλικό της σχέσης μας φτάνει για δέκα φιλμ μελό. Κι όσο ψάχνω να βρω τον μπαμπά μου σε άντρες που του μοιάζουν, τόσο τους απορρίπτω όλους γιατί δεν του μοιάζουν αρκετά. Πότε θα τον βρω, επιτέλους, να τον απομυθοποιήσω να τελειώνω; Αμάν πια, κουράστηκα!
Τίποτα δεν μου αρκεί. Κι αν έχω κολλήσει μαζί σου, μωρό μου, είναι γιατί μου φαίνεται πως ξεπερνάς το μέτριο κι έχω να πάρω κάτι παραπάνω. Όμως αυτό που παίρνω ως τώρα δεν μου φτάνει ούτε γι αστείο.
Εκτός κι αν τέλειωσε άλλος ένας μεγάλος, παράφορος, κρυφός έρωτας και τώρα διασχίζουμε την καμένη γη, ψάχνοντας εξαρχής τ’ ανθισμένα λιβάδια, τα δάση και τα βραχώδη βουνά της φιλίας μας (τι καλό!).
Κι όταν -ή άμα- τύχει να βρεθούμε οι δυο μας κόβω το κεφάλι μου πως θα σου χαμογελάω ευγενικά και λάγνα, και δεν θα ξεράσω τίποτα απ’ τα παραπάνω. Και θα διαιωνίζω αυτή την κατάσταση της βλακείας γιατί απλούστατα δεν ξέρω να κάνω αλλιώς...

20/4

Όλη μέρα κοιμάμαι. Ένδειξη όχι μόνο ξενυχτιού, αλλά και αφόρητης βαρεμάρας. Ψάχνω να βρω τι εξυπηρετεί αυτός ο γάμος. Αφού δεν προσπαθεί καν κι εγώ κουράστηκα να προσπαθώ να τον στήσω στα μέτρα μου. Δεν έχει νόημα άλλωστε - είναι άλλος άνθρωπος, καμία σχέση μ’ αυτό που εγώ είχα πλάσει. Δεν φταις εσύ, καλέ μου, η φαντασία μου τα φταίει. Έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν άλλαξε στη διαδικασία ούτε κι αυτή τη φορά: σε βρήκα, σε παντρεύτηκα και σ’ έχρισα το πριγκιπόπουλο του παραμυθιού. Και τώρα που παραδέχομαι πως ουσιαστικά εκμεταλλεύτηκα την αδυναμία σου να λες «όχι», τώρα τρέμουν τα χέρια μου από φόβο.
Τρέμω, τι πλάνο θ’ ακολουθήσει, που να σ’ αφήσω, Κωνσταντίνε μου, ένα παιδί που δεν ξέρει να ζει μόνο, πώς να σε κάνω να παραδεχτείς την αποτυχία, αφού δεν μπορώ να σε κάνω να προσπαθήσεις να σώσουμε ό,τι σώζεται;
Ποια είμαι εγώ, πώς να με μάθεις, ποιος με ξέρει, ούτε εγώ, φορτωμένη πάθη κι ενοχές, από που έρχομαι, τόσο γεμάτη κι όμως τόσο άδεια; Ψάχνω να βρω το τελευταίο κομμάτι του παζλ για να με συμπληρώσω, ποιος μου είπε πως είναι αντρική αγκαλιά, ποιος με φώτισε, κι αν είναι κάτι άλλο; Πώς να χωρέσω σ’ αυτόν τον κόσμο, αφού από παντού με διώχνω, αχ, αυτή η αίσθηση του προσωρινού είναι το μόνο μόνιμο χαρακτηριστικό μου!
Νιώθω τόσο κουρασμένη, ανίκανη να κουνηθώ και να πάρω πρωτοβουλίες. Κι όσο κάθομαι στ’ αυγά μου, τόσο βαριέμαι. Τι θ’ αλλάξει; Τι άλλαξε τις προηγούμενες φορές; Μόνο εγώ βαθιά μέσα μου, κάθε φορά και πιο σοφή κι όμως τόσο έτοιμη να ξανακάνω τα ίδια λάθη...
Αχ, μικρή μου, εσένα δεν θα ‘ρθουν να σε σώσουν πόλεμοι, ούτε καταστροφές, εσύ πρέπει να σηκωθείς μόνη σου και να μιλήσεις, να σ’ ακούσουν ο ουρανός κι η θάλασσα και να σε νιώσουν, για τους άλλους θα ‘σαι πάντα η παράταιρη, η τρελή, η αχάριστη. Ούτως ή άλλως, δικαιούμαι μια επανάσταση, όλες τις επαναστάσεις, εγώ -τ’ ορκίζομαι- θ’ ανακαλύψω τον κόσμο απ’ την αρχή.
Φυλάξου όμορφέ μου, ακέραιε, κι ο κόσμος σου γκρεμίζεται όπου να ‘ναι. Να δω μόνο πώς θα τη χειριστείς την Αποκάλυψη.

24/4

Και να που αρχίζουν τα δύσκολα. Σιγά-σιγά, μαλακά, όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο έντονη νιώθω την ανάγκη της παρουσίας του. Οι ώρες μακριά σου περνούν γλυκά, ανυπομονώ να σε δω, να σ’ αγκαλιάσω (είναι αστείο: όσο κι αν προσπαθώ να αποστασιοποιηθώ, τελικά του απευθύνομαι άμεσα, όλα αυτά που δεν του λέω ποτέ, λες και μπορεί να μ’ ακούσει).
Νιώθω την ευτυχία μου να με ξεπερνά, να γεμίζει τους άδειους χώρους, πληρότητα, όσο μουτρώνει το μουτράκι του, όσο αστράφτουν τα μάτια τα ολόγλυκα, όσο χαμογελούν τα χείλη τα ποθητά, εγώ δεν θα μπορώ να φύγω.
Φοβάμαι τις σειρές βλακείες που θα κάνω, την επιφυλακτικότητά μου, τα μεγάλα λόγια, την κούραση της επανάληψης. Κι όμως έχουν περάσει σχεδόν δυο μήνες κι ακόμα δεν μπορώ να πω πως σε χόρτασα έστω και λίγο για ν’ αρχίσω να ποθώ διακαώς κάτι άλλο - να κάνω καριέρα π.χ. Αντίθετα νιώθω τη λαχτάρα να με τυλίγει σαν θάλασσα ζεστή, τα πόδια μου βουλιάζουν στην άμμο κι ο ήλιος εκτυφλωτικός δεν μ’ αφήνει να κοιτάξω αλλού.
Αυτή η Κυριακή που περάσαμε ανάμεσα στον κόσμο, τη βαριά μυρωδιά της κρεαταγοράς, η χούφτα μου τολμηρά και φυσικά ταιριασμένη στη δικιά σου τη δυνατή, η παρουσία σου παντού απόλυτη. Και γελούσαμε, μου πόζαρες και ντρεπόσουν κι έπαιζε το βλέμμα σου σε κάθε τι ωραίο, σοβαρευόσουν ξαφνικά και: «σ’ αγαπώ».
Ονειρεύομαι, λαχτάρα μου, νύχτες στην αγκαλιά σου και ταξίδια μακρινά, να χορεύω και να φωτογραφίζεις και να κυλάνε γόνιμα τα χρόνια, γεμάτα μαγικές στιγμές. Εγώ κι εσύ, ανέγγιχτοι απ’ τον καιρό, εμείς που σεβόμαστε τη ζωή, τη χαρά και τα όμορφα, οι δυο μας...

30/4

Πέρασαν δυο μήνες κι ήδη νομίζω πως συμβαίνει από πάντα, πως αυτή η κατάσταση είναι κάτι φυσιολογικό, κάτι που γεννήθηκε και θα πεθάνει μαζί μου. Μ’ αρέσει που έλεγα πως τελείωσε! Τελειώνει ποτέ κάτι που δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί; Δεν θα το ξεπεράσω ποτέ αν μείνει έτσι, αν δεν γίνει σχέση κανονική, να το δω να φθείρεται, να μιζεριάζει, να χάνει το φως και τα εκτυφλωτικά του χρώματα, αν δεν βαφτεί εν καιρώ στο γκρίζο της ρουτίνας και της σιγουριάς. Έτσι θα μείνει πάντα ωραίο σαν περιπέτεια, κι όταν ξεπεράσουμε την τωρινή μας αμηχανία και αποδεχτούμε πως αγαπιόμαστε κι αλληλοεξαρτώμαστε θα γίνει μέγα πάθος. Oh, boy, αυτό κι αν είναι μπέρδεμα. Θα διασκεδάσουμε πολύ φέτος, εύχομαι μόνο να μην «διασκεδάσουμε» και τους άλλους.
Αν και κάποιος είπε πως το καλοκαίρι είναι πολύ μικρό για να το παίρνουμε στα σοβαρά.
Anyway, όπως λέω πάντα ο καιρός θα δείξει.

4/5

Σ’ αγαπώ και το ξέρουν όλοι, το ξέρω, ποιος όμως μπορεί να τα βάλει με την καταιγίδα, κανείς δεν μιλά, δεν το παραδέχονται, δεν ρωτούν γιατί φοβούνται τις απαντήσεις. Αναξιοπρέπεια - πως μπορεί να αρκείται σε τόσα λίγα, τι με θέλει αφού δεν μ’ έχει, δεν θα μ’ έχει ποτέ.
Θα ξαπλώνουμε στην παραλία τη νύχτα και θα τραγουδάμε στ’ αστέρια που θα πέφτουν, χωρίς να κάνουμε ευχές γιατί θα ‘χουμε εκπληρώσει μόνοι μας όλα μας τα όνειρα και τις επιθυμίες. Και θ’ αποχτήσουμε παιδιά όμορφα και γερά, παιδιά της αγάπης.
Κι ύστερα μου λες πως ο Τολστόι είναι μεγάλος. Απόδειξέ το, κάνε τα λόγια του πράξη.
«Αν θες να είσαι ευτυχισμένος, γίνε».

6/5

Για άλλη μια φορά στη ζωή μου μπροστά σ’ ένα δίλημμα, να πρέπει να πάρω τις αποφάσεις κι εγώ ν’ αφήνω τον καιρό να κυλάει. Γυρεύω τις απαντήσεις στα σήριαλ λαϊκής κατανάλωσης και τα τραγούδια του συρμού, κι ερμηνεύω ως μοναδικό οιωνό κάθε μαλακία που ψιλοαλλάζει τα στάνταρ. Κι αντί ν’ αποφασίσω πώς θέλω τη ζωή μου για μένα, για σένα, για όλους κάθομαι κι ολιγωρώ και περιμένω να διαβάσω το μέλλον στην τράπουλα...
Ποιος μας φόρτωσε μ’ όλες αυτές τις ενοχές, τι σκατά μας μαθαίνουν τόσα χρόνια; Ό,τι κάνουμε για τον εαυτό μας είναι αμαρτία, πρέπει ν’ αφήσουμε το μυαλό μας να στερέψει και το κορμί μας ν’ αφυδατωθεί απ’ τη στέρηση, να ξορκίζουμε αυτά που λαχταράμε, να μη ζούμε μέρα τη μέρα μοναδικά μα κοπαδιαστά, σαν τους άλλους.
Αισθάνομαι πως μεγάλωσα κι αυτό δεν μ’ αρέσει, όχι με τον τρόπο που γίνεται. Ώρες-ώρες μου φτάνει αυτό το σίγουρο μέτριο που έχω, φοβάμαι ν’ αναμετρηθώ με το αύριο και τις πιθανότητες να αποτύχω. Κι αν θέλω να κρατήσω αυτό που έχουμε τόσο απεγνωσμένα είναι γιατί είναι το μόνο αληθινό που νιώθω αυτόν τον καιρό. Αν ήθελα να είμαι εντάξει με τον εαυτό μου θα ‘λεγα φτάνει, πού ‘ναι το ένστικτό μου της αυτοσυντήρησης, γιατί να ταλαιπωρούμαι έτσι; Είμαι σκυλί σ’ αυτά, αν θελήσω σε σβήνω και συνεχίζω την πορεία μου, αν όχι αλώβητη τουλάχιστον πιο ήρεμη.
Μα δεν θέλω, σε θέλω, ό,τι καλύτερο μπορώ να πάρω απ’ τη ζωή το δικαιούμαι, ας είναι και για τόσο μόνο, ας είναι και μισό.
Περιμένω το μεθαύριο πώς και πώς. Δυο ώρες μαζί σου για ν’ αρχίσω ν’ αναπνέω ξανά, ν’ αφοσιωθώ με καθαρό μυαλό στα σχέδιά μου γι’ αυτό το καλοκαίρι.

10/5

Τι όμορφα που ήταν τις προάλλες! Να που τελικά κατάφερα να είμαι άνετη μαζί σου. Εσύ ειλικρινής και χαλαρός να με πειράζεις και να κοκκινίζω, να μου ζητάς και να σου δίνω -πώς να σου αρνηθώ- να μου λες πως μ’ αγαπάς γιατί είμαι έξυπνη και βρομιάρα, πως σ’ αγαπώ γιατί έχεις γλυκά μάτια και μπορώ να σου μιλάω. Πώς γίνεται να με ξέρεις τόσο καλά; Ξέρω - μόνο μαζί σου δεν παίζω, αισθανόμουν τόσο γαλήνια, πόσα χρόνια που δεν ήμουν ο εαυτός μου και φτάνουν δυο σου λέξεις και δεν θέλω πια να κρυφτώ, είμαι πρόθυμη να στα φανερώσω όλα. Κι ας μην το πιστεύεις. Ακόμα.
....Όλη η παρέα μαζεμένη στο σκυλάδικο κι εσύ στήνεσαι απέναντί μου και με κοιτάς στα μάτια και κατεβάζω τα δικά μου, με ξέρεις καλά, ναι, πόσο με φτιάχνει αυτό. Κι εγώ συμβουλεύω τη φίλη σου τη Μαριλένα «ο γάμος είναι δρόμος, δεν είναι τέρμα» και γελάμε κι οι δυο κοροϊδευτικά. Και τα καψουροτράγουδα ακάθεκτα - τι έμπνευση κι αυτή της Λίλιαν, ξενυχτάδικο στην εθνική: όταν θα φύγεις, αγωνία δυστυχώς να σε μοιράζομαι, θέλει η μοίρα το φινάλε της να παίξει, στα χέρια του κόσμου να βάλεις τη βέρα - το αποκορύφωμα!
Και το φεγγάρι ολοστρόγγυλο μια μέρα πριν την πανσέληνο κι εγώ γελάω και γελάω και βγαίνω απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου κι ανοίγω τα χέρια μου στον αέρα κι εσύ μας προσπερνάς και χάνεσαι.
Πόσο θα ‘θελα να μπορώ να σου ανταποδώσω το βλέμμα το προκλητικό στα ίσια, όμως δεν το κάνω, τελικά μάλλον είμαι μεγάλη κότα, κι όσο το σκέφτομαι τόσο δεν κολλάει... Σου κάνω εγώ άβουλη ηρωίδα να περιμένω να σωθώ; Θυμάσαι, μου λες «εμείς σκοντάψαμε ο ένας πάνω στον άλλον», δεν κανονίζουμε λοιπόν να αλληλοκλεφτούμε;
Μου λες κοινοτοπίες και σάχλες, τα σκέφτομαι και χαμογελώ. Τι όμορφες, τι καινούριες που γίνονται οι λέξεις σε κάθε νέο έρωτα, αστράφτουν κι ηχούν μοναδικές, τι αισθησιακό το σ’ αγαπώ, πες το ξανά και ξανά, και δεν μπορείς να τραβήξεις τα χέρια σου από πάνω μου, και δεν θέλω να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, τι παιδί που είσαι, πόσο καλά με κάνεις να νιώθω!
Και φοβάσαι ακόμα, αγάπη μου, τις δεσμεύσεις της αγάπης, την έχεις ανάγκη όμως, δεν αντέχεις μόνος, χωρίς αποδοχή, δεν μπορείς και να ρισκάρεις ξανά να σε μαντρώσουν. Δεν θέλω να σε δέσω, να σε δαμάσω, μ’ αρέσει αυτή η προσωπική αίσθηση ελευθερίας που κουβαλάς... Και πάλι, ποιος ξέρει; Γι αυτό σου λέω μπορεί να ‘μασταν καλά μαζί - μπορεί και όχι, γι αυτό με ρωτάς για πόσο θα μας αρέσει να ξυπνάμε μαζί το πρωί.
Δεν θα τ’ αντέξω, στο λόγο μου, να σε δω ν’ αλλάζεις, να προσαρμόζεσαι στα καθώς πρέπει και τα δήθεν, (μόλις μου τηλεφώνησες και παραδέχτηκες πως σου ‘λειψα και με σκεφτόσουν όλη μέρα ΚΑΙ το βράδυ, σ’ αγαπώ) να παντρεύεσαι, να κάνεις παιδιά, σπίτια κι αυτοκίνητα, κι ό,τι αγαπώ σε σένα να γίνει γραφικό, να ξεθωριάσει και να σβήσει, να σε βλέπω μια φορά τη βδομάδα στα κρυφά -άλλος ένας μαλάκας γκόμενος της σειράς- δεν ακούγεται πολύ κλισέ αυτό για μας, μωρό μου;
Τέλος πάντων. Θα δείξει. Δεν είμαι έτοιμη ακόμα για σοβαρές αποφάσεις. Άλλωστε ακόμα ελπίζω.

11/5

Μ’ αρέσει που ξεκινά η μέρα μου με τη φωνή σου, που διαμορφώνουμε ο ένας τα κέφια του άλλου. Μ’ αγαπάς-σ’ αγαπώ, αηδίες και ξεράσματα κι όμως ζω αυτόν τον έρωτα με το πάθος της νεοφώτιστης ενώ βαθιά μέσα μου ξέρω πως η πορεία του είναι προγραμμένη, τίποτα συνταρακτικό δεν πρόκειται να συμβεί και με το πλήρωμα του χρόνου θα τραβήξουμε ο καθένας το δρόμο του: εσύ σ’ αυτόν που τραβάς ήδη κι εγώ; ελπίζω στον δρόμο, γενικά. Εκτός κι αν φυσήξει ένας αέρας δυνατός και μας παρασύρει και ζήσουμε μια ερωτική ιστορία που όμοιά της δεν θα ‘χουν δει οι άνθρωποι.
Δεν ξέρω ακόμα, εσένα δεν ξέρω, εγώ έχω έφεση στα εξωτικά και τα εξωπραγματικά, εγώ ζω τη ζωή μου σαν να ‘ναι ταινία με σταρ και κομπάρσους και γκρο-πλαν και μοντάζ, φυσικά, αυτό που εσύ λες black-out μνήμης.
Πατάω αεράτη στην κόψη του ξυραφιού κι όμως αισθάνομαι πως παίζω εκ του ασφαλούς, φοβάμαι μάλιστα μην εκτεθείς εσύ. Φαντάσου να μαθευτεί κάτι...Εγώ θα στεφτώ αυτόματα πουτάνα, αχάριστη και άκαρδη, που δεν κατάφερα να εκτιμήσω αυτό το άξιο παιδί, ενώ εσύ -ως άντρας- μάλλον θα ‘χεις το ακαταλόγιστο: μικρός κι επιπόλαιος και άβγαλτος, πώς να μου αντισταθείς; Φαντάζεσαι γέλια;
Αυτό, μόνο το γέλιο με σώζει, στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου, αυτοσαρκασμός και κοροϊδία, πόσο μελό θα μπορούσα να γίνω αν δεν ήξερα να γελώ!
Ματαιότις, αγάπη μου, τα πάντα. Εγώ, εσύ, οι έρωτές μας, τα λάθη μας και τ’ αντιμετωπίζουμε τόσο σοβαρά όλα, λες και πρόκειται να κλονιστεί η ισορροπία του σύμπαντος με κάθε στραβοπάτημά μας.
Κι αν κλαίω και ουρλιάζω είναι από λύσσα, θέλω να τη ρουφήξω την ομορφιά της ζωής, να βάλω ομορφιά στη ζωή μου, πόσο εφήμερα και τα δυο και νιώθω να μου γλιστράν μέσα απ’ τα χέρια γιατί κάποιοι είπαν πως έτσι πρέπει να γίνεται. Το γαμημένο πρέπει. Πόσες ευκαιρίες έχει θαρρείς καθένας μας στη ζωή του; Δυο, τρεις; Αν τις αφήσουμε να περάσουν ανεκμετάλλευτες, κάτι μου λέει πως τέρμα τα δίφραγκα, μωρό μου, πλήξη, στασιμότητα και θάνατος του πνεύματος και της ύλης.

13/5

Τρεις μήνες σχεδόν και τα ζόρια έχουν αρχίσει να τραβάνε άγρια. Καλημέρα, σ’ αγαπώ - τι ατάκα!...
Γιατί ασχολούμαι τόσο πολύ; Ξέρω - προσπαθώ ξανά ν’ αποφύγω την ευθύνη της απόφασης, ν’ αφεθώ σ’ έναν άντρα δυνατό και να κουρνιάσω στην αγκαλιά του, πόσο μου λείπει αυτή η αίσθηση της ηρεμίας, της ευτυχίας, όταν μέσα απ’ τη γαλήνη της στιγμής αισθάνομαι τόσο δυνατή που αν μου πέσει ο ουρανός στο κεφάλι θα σηκωθώ και θα τινάξω τις σκόνες ανέγγιχτη. Αυτό μ’ αρέσει πιο πολύ: η αγκαλιά του.
Όμως, δεν μ’ εμπιστεύεται. Θα μου πεις, τον εμπιστεύομαι εγώ; Αυτό που κάνουμε μεταξύ μας θα μπορούσαμε κάλλιστα να το κάνουμε κι ο ένας στον άλλον. Μπερδεψοδουλειά. Και φοβάμαι τον πόνο: του χωρισμού, της απόρριψης, της αποτυχίας. Έτσι όπως τα ‘κανα...
Θέλω να δω τις αποφάσεις που θα πάρω
αν θα με σέρνουνε ή αν θα με κουμαντάρω
αν θα σου πω πως θέλω να ‘μαι στη ζωή σου
ή αν θ’ αφήνομαι να γκρεμιστώ μαζί σου.
Θα ‘μαστε οι δυο μας στους παλιούς, μεγάλους δρόμους
Ή θα σεβόμαστε τα ήθη και τους νόμους;
Κι όμως, η παντογνώστρια, ξέρω πως ουσιαστικά με κουμαντάρω, πάντα εγώ είμαι στο τιμόνι, εγώ βγάζω τη ρότα του προσωπικού μου ταξιδιού, πού στο διάολο με πάω όμως - ή μήπως είναι το ίδιο το ταξίδι που μ’ ερεθίζει;
Μπορούν ποτέ να συνυπάρξουν δυο κυνηγοί; Συμβιβάζονται τ’ ασυμβίβαστα; Ή θα σώσουμε απλώς ο ένας τον άλλον και θα μείνουμε οι καλύτεροι φίλοι; Θα καμαρώνω τις κατακτήσεις σου και θα χειροκροτάς τους έρωτές μου;
Ή θ’ αφεθούμε τελικά στα ίδια και θα βλεπόμαστε κρυφά μέχρι να μας τελειώσει το πάθος;

17/5

Δεν θέλω να ψάξω να βρω ποιος φταίει, αλήθεια, δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Θέλω απλώς να λυθεί, οικειοθελώς αν γίνεται. Παράνοια είναι η διαδικασία του χωρισμού. Όταν ο ένας δεν θέλει να καταλάβει τον άλλον, όταν θυμώνουν κι οι δυο με το παραμικρό, όταν με πιάνει το παράπονο και κάθομαι χαράματα και γράφω τον καημό μου γιατί δεν είσαι δω να στον πω. Τι να κάνω; Αλλάζω, μεγαλώνω, σιχάθηκα τον εαυτό μου, τρία χρόνια αδράνειας, όχι, πολύ περισσότερα, ακίνητη σε μια καρέκλα, παριστάνω το καλό κορίτσι για τους άλλους και τη χορεύτρια για μένα (τόσον καιρό, τόσα βράδια στο μαγαζί δεν έχω τολμήσει να κοιτάξω την πίστα, λες και θα μου πάρει τη μιλιά, και πώς θα παριστάνω μετά τον διευθυντή!).
Και δεν είμαι τίποτα, ούτε καλή, ούτε χρυσή, μόνη μου είμαι, τόσα χρόνια μόνη, ψάχνω να βρω τη δύναμη που μου λείπει στις σχέσεις μου, αγκαλιάστε με, προστατέψτε με, στηρίξτε με κάποιος, δεν αντέχω να αισθάνομαι διαρκώς πως διαψεύδω τις προσδοκίες σας, εσύ, εσύ θα μπορούσες να κάνεις κάτι;
Χάνεσαι, ούτε σε σένα μπορώ ν’ ακουμπήσω, δεν ακουμπάς πουθενά, θα σωριαστούμε, κι όμως στις παλάμες σου γεννήθηκε ο νοτιάς (πού το διάβασα αυτό) κι η αγκαλιά σου τόσο σίγουρη, γιατί νομίζω πως μπορώ ν’ αντλήσω δύναμη από σένα; Κουράστηκα να ζω για τους άλλους, να τα βροντάω στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής μου, να τ’ αφήνω όλα μισά και συστηματικά ν’ αυτοκαταστρέφομαι. Βαρέθηκα να κοσκινίζω τις πράξεις μου και να λογοδοτώ γι αυτές, θέλω ν’ αποφασίσω και να πράξω από καρδιάς, όμως σκατά, πώς θα σας αντιμετωπίσω όλους μετά και κυρίως πώς θ’ αντιμετωπίσω εμένα;

18/5

...Θέλω ένα ανοιχτό παράθυρο που να βλέπει στη θάλασσα. Κι εσένα. Με τ’ όνομά μου στα χείλη σου. Με φτιάχνεις και με μελαγχολείς ταυτόχρονα. Υφάκι προβληματισμού και χέρια αχόρταγα, αυτό το άγγιγμά σου στο κορμί μου...
Τώρα συνειδητοποιώ στην πράξη πως τα συναισθήματα είναι παράγωγα των σωματικών επιθυμιών. Σε θέλω και σε χρίζω μοναδικό, μαγκιά μου, είσαι μοναδικός για μένα.
Σ’ αγαπάω, ωραίε μου, και μου λείπεις. Σε θέλω κοντά μου, μου είσαι πια απαραίτητος. Η ηλίθια περηφάνια μου όμως μ’ εμποδίζει να στα πω όλα αυτά, όπως κι ο φόβος ότι θα σε βιάσω, θα σε παρασύρω να κάνεις πράγματα που δεν έχεις σκεφτεί καλά, που δεν είσαι έτοιμος να επιχειρήσεις. Όμως, είσαι μεγάλο παιδί και δικαιούσαι να ξέρεις, καλέ μου...

24/5

Να που, τελικά, οι αποφάσεις προϋπάρχουν μέσα μου. Και ξαφνικά ξυπνάω ένα πρωί και βλέπω πως έχω σχεδιάσει τα πάντα. Και τρομάζω. Πόσο καιρό το ήξερα; Απ’ την αρχή; Από πριν συμβεί κιόλας; Κι αλλάζουν τα πράγματα με αστραπιαία ταχύτητα κι εγώ νομίζω πως κινούνται αργά και τρέχω και τα σπρώχνω και κουράζομαι. Βιάζομαι να ζήσω, να φτάσω πού;
Είμαι τόσο χαρούμενη σήμερα το πρωί, τόσο κεφάτη. Νιώθω ελαφριά, απελευθερωμένη επιτέλους από ένα βάρος που λες και με βασάνιζε αιώνες. Ίσως γιατί γυρίζω σιγά-σιγά στη φυσική μου κατάσταση. Φευγάτη, ελεύθερη και μόνη. Κι αν εξαιρέσεις τον Κων/νο που μοιάζει παραπονεμένο παιδί έτσι όπως στέκεται και με κοιτάζει και μ’ αγκαλιάζει, με την απειλή της απόρριψης και της μοναξιάς και της ανατροπής να κρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι του, όλα τα άλλα μου φαίνονται άψογα. Η ζωή μου αλλάζει, το μέλλον απροσδιόριστο, εσύ αλλού...
Κι όμως χτες απλωνόταν τόσο φυσικά το χέρι μου να σε χαϊδέψει, παραξενευόμουν ξαφνικά που το κεφάλι σου δεν ξεκουραζόταν στα γόνατά μου. Εσένα θέλω. Όμως με τους όρους μου, δικό μου. Αν δεν σ’ έχω ολόδικό μου δεν σε θέλω καθόλου. Και ξέρω καλά πως αυτό σου χρειάζεται, εγώ, και θα ‘σαι καλά, ήρεμος κι ευτυχισμένος. Κι αν ξεπεράσεις τους ηλίθιους φόβους σου θα το δεις κι εσύ. Όμως, δεν θα κάτσω να περιμένω, γι αυτό να ‘σαι σίγουρος.
Οι αποφάσεις ωριμάζουν μέσα μου και δεν μπορώ να το αγνοήσω αυτό, αν δεν προχωρήσω μπροστά δεν θα είμαι αυτή που θέλω να είμαι, αυτή που έπρεπε να είμαι πάντα.
Όλα λύνονται, μικρή μου. Κι όλα περνούν. Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν στις αναποδιές. Γκρινιάζουν απλώς, λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα τη δύναμή τους. Κι ό,τι εμείς εγκαταλείψουμε δεν θα γίνει κάρβουνο, θα επιζήσουν όλοι, θα δεις, κι ίσως να ‘ναι και καλύτερα - όχι ίσως, θα είναι.
Πρωινές ασυναρτησίες. Να κάνεις ό,τι σε φωτίσουν οι θεοί σου. Είσαι έξυπνη και δυνατή και μπορείς να σηκώσεις το βάρος των επιλογών σου. Απλώς παραδέξου ποια είσαι και ζήσε με βάση αυτό.

27/5

Σκέφτομαι ότι μπορεί και να ‘χεις δίκιο. Γιατί το κάνω αυτό; Βάζω δύσκολα στον εαυτό μου, τον μπουρδουκλώνω, χάνομαι μέσα σε σκέψεις και εικασίες, καθυστερώ. Το αναπόφευκτο πλησιάζει και στρουθοκαμηλίζω. Να μη μπορώ να πω μετά πως εγώ αποφάσισα, να επικαλεστώ το άλλοθι της ροής των γεγονότων. Κι αντί ν’ αφεθώ σ’ αυτό που νιώθω, αγόρι μου σε θέλω, πόσο θέλω να σου αφεθώ και τρέμω την απόρριψη, φοβάμαι μην πληγωθώ και πονέσω. Κι άμα; Δεν έχω πονέσει ποτέ έτσι, δεν έχω νιώσει στη ζωή μου αυτόν τον πόνο που τρυπά τα σπλάχνα και γκρεμίζει κι ισοπεδώνει και σ’ αφήνει μετά καθαρό και καινούριο. Κοντά σου μαθαίνω ν’ αγαπώ, αγαπώ με το κορμί μου, μαζί μου θα πεθάνει αυτή η αγάπη, τη νιώθω να με ξυπνά το πρωί και να με κοιμίζει το βράδυ, την κουβαλώ μαζί μου παντού, τη βλέπουν όλοι, θαμπή, απροσδιόριστη, δεν ξέρουν τι συμβαίνει, ξέρουν μόνο πως μ’ αλλάζει και φοβούνται, θα σου αποδώσουν ευθύνες, όλοι ακόμα κι αν δεν φύγουμε μαζί, όλοι θα ξέρουν πως για σένα φεύγω.
Τι να την κάνεις τη ζωή, γιατί -με ρωτάς- ζούμε, μα γι αυτό, δεν το βλέπεις; Για ν’ αγαπάμε και να μας αγαπούν, όλα για αυτό συμβαίνουν, κι οι καριέρες κι οι σπουδές κι οι τέχνες, όλα, γινόμαστε καλύτεροι για να μας αγαπούν όπως αγαπάμε εμάς τους ίδιους. Ατόφιους, ολόκληρους, χωρίς να θέλουν να μας αλλάξουν ούτε να ζητούν να τους αλλάξουμε. Γι αυτό μαθαίνω να σ’ αφήνω να βρεις τα κομμάτια μου, ποιος την αντέχει την ερημιά, γι αυτό προετοιμάζομαι ν’ αναλάβω το ρίσκο: θα μ’ αγαπάς αν με μάθεις;
Δεν θέλω να μου προσάψεις κίνητρα, γι αυτό δεν σου μιλάω - μη νομίσεις πως το κάνω για να σε παγιδεύσω. Και το κάνω κρυφά, συγκαλυμμένα, ύπουλα, χωρίς αναστολές, σου δείχνω πως σε αποδέχομαι και δείχνω ανώτερη και άξια της αγάπης σου.
Κι όμως γκρεμίζω τα τείχη μου κάθε μέρα, γι αυτό σου λέω πως δεν θα σε σβήσω ποτέ, στέκεσαι εδώ πλάι μου κι επιβλέπεις το γκρέμισμα, με χειροκροτείς όταν τα καταφέρνω, με παρηγορείς όταν κουράζομαι.
Δεν με πιέζεις όμως, δεν μου ζητάς, τι ανακούφιση να ξέρω πως δεν σου χρωστάω τίποτα, τι χαρά να μη σε λυπάμαι...Αγάπη μου.

29/5

Ένα αθώο μπλε λαστιχάκι τραβάει σφιχτά τα μαλλιά μου στη βάση του κρανίου. Αισθάνομαι τον πόνο, μ’ αρέσει, τραβάει νομίζω το μυαλό μου προς τα κάτω, να σταματήσω να σκέφτομαι.
Φοβάμαι τόσο πολύ πως θα μ’ απογοητεύσεις, θα σ’ απορρίψω, αν δεν είσαι αρκετά άντρας, αρκετά δυνατός, ξυπνά μέσα μου μια θεά αρχαία, αιώνια, θηλυκή που δεν καταλαβαίνει και δεν συγχωρεί. Έτοιμη να σε αμφισβητήσω, να σε σβήσω, άμυνα, μαγκιά, δεν γίνεται να με κατέχεις αν δεν είσαι εσύ ο γενναίος...
(Με πήρε η καλή μου Πεθερούλα, πόσο μ’ αποθύμησε! Δυο ποτήρια ουίσκι κατέβασα, μονορούφι, κι ακόμα δεν λέει να φύγει αυτή η ξινίλα που μ’ αναγουλιάζει σε κάθε επαφή με τη φάρα τους)
Αφιονιστείτε, μαλάκες, χρυσώστε τις φυλακές σας, εγώ την ελευθερία μου θα την ψάξω και θα την βρω γιατί την αξίζω. Περίεργη και φοβισμένη, όμως τολμώ, δεν είμαι εγώ αντίτιμο για τίποτα, δεν με παζαρεύω, αυτή είμαι, μόνη μου στα σκοτάδια, ναι, μα αν δεν περάσεις τα σκοτάδια δεν αναγνωρίζεις το φως, το φως που εσείς ποτέ δεν θα δείτε, ποτέ!
Δεν είσαι έτοιμος, είσαι έτοιμος, ωραίε μου, να ζήσεις, να τινάξεις από πάνω σου βάρη αιώνων ψευτοηθικής και σκατοαξιοπρέπειας και να φανείς ηθικός κι αξιοπρεπής, τίμιος απέναντι στις ανάγκες του κορμιού και της ψυχούλας σου;
Πόσο το εύχομαι, όμως αργείς, αργείς κι εγώ μακραίνω, φουσκώνουν τα πανιά μου και θέλω να μάθω να ταξιδεύω δίχως άγκυρες, θέλω να μάθω ν’ αφήνω γιατί αλλιώς αφήνομαι, και δεν το θέλω αυτό, θέλω να χαμογελάω στη μέρα που θα ‘ρθει, όχι να κλαίω αυτές που πέρασαν. Με καθορίζει το παρελθόν μου, οι μαλακίες και τα λάθη μου, μα το μέλλον μου θα το φτιάξω μόνη μου, κανένας κερατάς δεν θα μου πει εμένα πώς θα ζήσω τη ζωή μου. Και τ’ αγαπάω τα λάθη μου, απ’ αυτά έγινα αυτή που είμαι, δεν μετανιώνω, ωραίε μου, εγώ - μα δεν κοιτάω και πίσω, ό,τι πέρασε τέλειωσε για μένα, κρατάω αυτά που θέλω να θυμάμαι και πάλι μπροστά, στον σύντροφο το δρόμο.
Κουράγιο, μικρή μου, είναι ζόρικη η διαδρομή, θες την πας, θες την αφήνεις, η ουσία είναι ν’ αποφασίσεις ποιοι θες να σ’ αγαπούν. Πέρασα τόσα, αγκαλιάστηκα με το θάνατο, βίωσα τον φόβο μου ατέλειωτες νύχτες και φαντάσου δεν το ‘χω πάρει ακόμα απόφαση: δεν γίνεται να σ’ αγαπούν όλοι. Χίλια κομμάτια να γίνεις δεν θα τα καταφέρεις. Αγάπα, λοιπόν, τον εαυτό σου κι άσε το κορμί σου να σ’ οδηγήσει σωστά, μην αφήνεσαι να βουλιάξεις, πάντα υπάρχει τρόπος ν’ αναδυθείς στην επιφάνεια, άσε τον ήλιο ν’ ασκήσει την έλξη του, μικρή μου, άσε τη χαρά των αισθήσεων να σε ζεστάνει...

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΗΤΣΟΣ