ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΤΟ BOOKSINFO

Το πλήρωμα του χρόνου και ο Μήτσος

Ελένη Φουρνάρου

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

1.

Ο πρώτος στον οποίο το παραδέχτηκα ανοιχτά ήταν ο Ερνέστος. Μας είχε δει μαζί δυο φορές και, όπως αποδείχτηκε, του έφταναν και του περίσσευαν.
Είχαν τελειώσει -επιτέλους, έλεγα- οι γιορτές, κόντευε Φλεβάρης κι είχα περάσει ένα απόγευμα απ’ το μαγαζί να τον δω, γιατί τον είχα χάσει. Μετά θα ‘ρχόταν ο Κων/νος να με πάρει να βγούμε με τον Λεωνίδα και τη Λίλιαν.
- Λοιπόν, μου χαμογέλασε, πότε υπολογίζεις να ρίχνεις τον ωραίο σου φίλο;
- Δεν κατάλαβα, αν και είχα καταλάβει πολύ καλά.
- Τον Μήτσο, διευκρίνισε. Πότε υπολογίζεις να πέφτει;
Ήταν η δεύτερη φορά που μου το ‘κανε. Η πρώτη ήταν στο σχολείο με τον Βασίλη, ένα συμμαθητή μας στο Πειραματικό.
Ωραίος γκόμενος ο Βασίλης αλλά ανεκμετάλλευτος. Και ακατέργαστος. Δεν ήξερε να ντυθεί, δεν ήξερε να φερθεί. Μόνο με τα Μαθηματικά ασχολιόταν, το καμάρι κι η ελπίδα της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας.
Εμένα όμως μου άρεσε. Κι όσο έδειχνε ν’ αγνοεί την ύπαρξή μου, τόσο κόλλαγα. Ο κακομοίρης, όπως αποδείχτηκε, κώλωνε και καλημέρα να μου πει. Αν δεν ήταν ο Ερνέστος, που κατάλαβε πως τον γουστάρω και φρόντισε να μας αφήσει μόνους στο δωμάτιο στην πενταήμερη, ο Βασίλης πιθανότατα θα ήταν ακόμα παρθένος. (Μετά από μένα ξεψάρωσε και τελευταία έμαθα πως παντρεύτηκε μια μοντέλα δίμετρη, που δεν μπορεί να κάνει ούτε πρόσθεση).
Με τον Μήτσο, όμως, ήταν αλλιώς. Εγώ εκείνη την εποχή δεν το ‘χα παραδεχτεί ούτε στον εαυτό μου. Ούτε εκείνος, άλλωστε, μου ‘δειχνε κάτι.
Παίζαμε ακόμα τους φίλους. Και μάλιστα πολύ πειστικά. Συναντιόμασταν σε καφετέριες και κουτούκια, στριμώχναμε ανάμεσά μας άδεια ποτήρια και γεμάτα τασάκια και κουβεντιάζαμε για τη ζωή και τον άνθρωπο.
Ποτέ δεν αφήναμε τις συνομιλίες μας να ξεστρατίσουν στο φλερτ κι αν τύχαινε καμιά φορά, κάναμε τα κορόιδα κι αλλάζαμε θέμα.
Ο Μήτσος είχε ενταχτεί στην παρέα μου, την εκτός-γάμου παρέα μου. Τον ήξεραν οι γονείς μου, τα κορίτσια, η Άννα-Μαρία και δυστυχώς -ή ευτυχώς;- ο Ερνέστος.
Γι αυτό έκανα πως αρπάχτηκα μ’ αυτό που μου είπε. Άρχισα τα «μα, όχι», τα «τι ‘ναι αυτά που λες» και «δεν μπορώ να έχω έναν καινούριο φίλο; να, πώς είμαστε εμείς».
- Εγώ, λουλούδι μου, σε τρώω στη μάπα χρόνια τώρα. Εγώ σ’ έχω γεννήσει. Σ’ έχω δει να κλαις, να ξερνάς, να κατουράς στη μέση του δρόμου. Όσο και να προσπαθήσω δεν μπορώ να σε δω σαν γυναίκα, με πληροφόρησε ο Ερνέστος.
- Α, γι αυτό δεν τα ‘χουμε φτιάξει τόσα χρόνια. Γιατί δεν θέλεις εσύ! παρεξηγήθηκα.
- Άσε τις μαλακίες, μικρή! Εμείς είμαστε αδέλφια. Ξέρεις πολύ καλά τι σου λέω για τον Μήτσο. Μην μου κάνεις την παλαβή. Υπάρχει κάτι μεταξύ σας, χημεία, ξέρω ‘γω; Αιωρείται στην ατμόσφαιρα, όταν κοιτάζεστε στα μάτια δημιουργείται στο ενδιάμεσο ολόκληρο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο.
» Μέσα σου το ξέρεις πολύ καλά. Τώρα δεν σου μένει άλλο από το να το παραδεχτείς.

2.

Το βράδυ η Λίλιαν ήταν μες την τρελή χαρά. Πήγαμε για φαγητό σ’ ένα από ‘κείνα τα νεοϋορκέζικου στιλ μαγαζιά, όπου άλλοι πίνουν κι άλλοι τρώνε - όλοι, πάντως, πληρώνουν τα κέρατά τους.
Δεν έβαλε γλώσσα μέσα. Έκανε αστειάκια στον Λεωνίδα, τον τάιζε στο στόμα, μέχρι που σηκώθηκε να χορέψει το I will survive.
Στην τουαλέτα -εκεί που οι γυναίκες πάνε δυο-δυο γιατί, όπως λέει ο θρύλος, η μια τουλάχιστον είναι μεθυσμένη- δεν μου ‘δωσε κανένα στοιχείο.
- Όλα πάνε καλά, αρκέστηκε να μου πει. Θα σας τα εξηγήσω λεπτομερώς αύριο.
«Αύριο», που ήταν η καθιερωμένη Σαββατιάτικη τσάρκα, μας τα είπε με το νι και με το σίγμα.
- Η καμηλοπάρδαλη πέρασε στην αντεπίθεση, αγάπες μου. Συναντήθηκε με τον Αλέκο και του βγήκε απ’ τ’ αριστερά.
- Πόσο αριστερά; ρώτησα ανήσυχη.
- Άκρα αριστερά! Τον είδε έτσι ράκος και φαίνεται τον πόνεσε η ψυχή της.
Για να μην τα πολυλογεί η Λίλιαν, η Σύζυγος έδειξε πρόθυμη να τα ξεχάσει όλα. Του είπε πως η ερωτική αποκλειστικότητα είναι μια μικροαστική μπούρδα, πως είχε κι αυτή εραστή τα πρώτα χρόνια του γάμου τους και πως δεν την ένοιαζε για τη γυναίκα του αφεντικού - απλώς δεν ήθελε να χάσει τον Αλέκο που ήξερε κι αγαπούσε.
Είχα μείνει ξερή. Ήταν το τελευταίο που περίμενα ν’ ακούσω απ’ τα χείλη μιας -κατά τη γνώμη μου- συνοικιακής κυράτσας.
Η Στέλλα, αντίθετα, εμφανίστηκε πιο καχύποπτη:
- Δουλεύει η καμηλοπάρδαλη; ρώτησε.
- Όχι, απάντησε η Λίλιαν. Ούτε το Λύκειο δεν έχει τελειώσει.
- Ε, γι αυτό, αγάπη μου, την είδε Σιμόν ντε Μποβουάρ! Προκειμένου να χάσει το μισθό, έστω και του λογιστάκου, προτίμησε να το παίξει σεξουαλικά απελευθερωμένη. Πώς θα τα ζήσει δυο παιδιά;
- Χέστηκα, Στέλλα. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι πως του πρότεινε να γυρίσουν πίσω στο Βόλο, στους δικούς της, και να κάνουν μια νέα αρχή.
Κι ο Αλέκος αποφάσισε να ενδώσει, αφού όπως είπε στη Λίλιαν με πόνο καρδιάς ήταν κρίμα, στα καλά καθούμενα, να κλείσουν δυο σπίτια.
- Μα το Θεό, κορίτσια, μας έλεγε ξεκαρδισμένη η φίλη μας, έτσι μου είπε. Να κλείσουμε δυο σπίτια!
Γελάσαμε πολύ εκείνη τη μέρα με την τροπή που ‘χε πάρει ο παράνομος έρωτας της Λίλιαν και του Αλέκου. Κι έπειτα ήρθε η σειρά της Στέλλας να μιλήσει:
- Έχω κι εγώ να σας πω ένα νέο, φιλενάδες. Θυμάστε εκείνον τον τύπο που σας έλεγα απ’ το γυμναστήριο; Απ’ την τάξη της aerobic; Ε, λοιπόν, χτες πιάσαμε την κουβέντα. Είναι έξι μήνες μικρότερός μου, τον λένε Σωτήρη και κάνει διδακτορικό στην Ψυχολογία. Μου φάνηκε πολύ συμπαθητικός.
(Η Στέλλα τα ‘λεγε όλα αυτά με κατεβασμένα μάτια και μια τσαχπινιά στη φωνή, που είχα να την ακούσω προ Μιχάλη).
- Είπαμε να βγούμε αύριο. Για κανένα σινεμά, τίποτα σπουδαίο. Να γνωριστούμε λίγο καλύτερα.
- Έλα, Παναγία μου! αναφώνησε με γνήσια θεσσαλική προφορά η Λίλιαν. Κι ο Μαλάκας;
- Ο Μαλάκας έχει αρχίσει και μου τη σπάει. Όσο φουσκώνει η Μαλάκω, τόσο πιο μουρόχαβλος γίνεται. Έχω μάθει τα πάντα για το συναρπαστικό ζήτημα της εγκυμοσύνης στα σαράντα. Νομίζω πως αρχίζω σταδιακά και τον βαριέμαι.
Να, λοιπόν, που κι οι δυο μου φιλενάδες, μέσα σ’ ένα πρωινό, διόρθωσαν τις ζωές τους, τις έφεραν -όμορφες και γελαστές- στα μέτρα τους. Για μια φευγαλέα στιγμή ένιωσα να τις ζηλεύω. Μα αμέσως υπερίσχυσε η χαρά μου.
- Αυτά πρέπει να τα γιορτάσουμε, κορίτσια. Και μάλιστα άμεσα. Την άλλη βδομάδα που, όπως είναι παγκοσμίως γνωστό, έχω τα γενέθλιά μου, θα κάνω ένα πάρτι προς τιμή σας.
- Μόνο που αυτή την τιμή θα την ξέρουμε αποκλειστικά οι τρεις μας, διευκρίνισε η Λίλιαν.
Οι τέσσερίς μας, σκέφτηκα εγώ, αλλά δεν το είπα.
- Το άλλο Σάββατο, εντάξει; Θα γίνει της κακομοίρας! Θα καλέσουμε μόνο φίλους και θα το κάψουμε, συνέχισα ενθουσιασμένη.
Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν με νόημα:
- Θα καλέσεις και τον Μήτσο; με ρώτησαν χαδιάρικα.
Δουλειά σας! είπα αυστηρά, αλλά δεν το εννοούσα. Και κοντά τα χέρια, που το εννοούσα.

3.

Ο Μήτσος ήταν ο τέταρτος που ήξερε τις περιπέτειές μας. Χωρίς ονόματα, φυσικά -φύλαγε τα ρούχα σου- αλλά με κάθε λεπτομέρεια.
Εκείνος μ’ άκουγε με προσήλωση: έσμιγε τα φρύδια όταν τα πράγματα γίνονταν σκούρα, τα σήκωνε ειρωνικά στις τραγικές μου εξάρσεις, χαμογελούσε στ’ αγαπησιάρικα και ξελιγωνόταν όταν άρχιζα τις κρυάδες - που ο φίλος μου θεωρούσε «αστεία».
- Ψοφάω να μου διηγείσαι, Αποστολοπούλου, μου έλεγε. Έχεις έναν τρόπο! Βέβαια, υποψιάζομαι πως τα πλακώνεις στη σάλτσα...
- Οικογενειακό κουσούρι, αγαπητέ μου, του απαντούσα. Πώς νομίζεις πως έγινε διάσημος για τις παραδόσεις του ο πατέρας μου; Ή πώς πουλάει αυτές τις μπούρδες για «τέχνη» η μάνα μου; Αν δεν έχεις τίποτα να διηγηθείς απ’ τη ζωή σου, Μήτσο, τότε δεν ζεις. Δεν θυμάμαι που το διάβασα, αλλά μερικές φορές νιώθω σαν να το ‘χω πει εγώ...
- Αλήθεια, γιατί δεν γράφεις; μου πρότεινε μια μέρα.
- Α, όχι, δεν είναι για μένα αυτά. Έχω μεγαλώσει ανάμεσα σε συγγραφείς, ξέρω τι σου λέω. Δεν έχω την απαιτούμενη πειθαρχία και αυτοσυγκέντρωση. Άσε, που δεν μπορώ να με φανταστώ ακίνητη τόσες ώρες. Εμένα ο λόγος της ύπαρξής μου είναι η κίνηση.
- Γιατί σταμάτησες να χορεύεις; με ρώτησε εκείνο το μεσημέρι, που συναντηθήκαμε να του πω για το πάρτι.
- Αυτή είναι μια άλλη ιστορία, τον έκοψα.
- Όχι, αυτή είναι η σωστή ιστορία, επέμεινε σοβαρά. Έχεις τέσσερις μήνες τώρα που με τραβολογάς σε καφετέριες και κρασάδικα. Μου μιλάς ασταμάτητα. Ξέρω τα πάντα για τις φίλες σου - δεν ξέρω, όμως, τίποτα, για σένα. Τίποτα ουσιαστικό. Μου τα παρουσιάζεις όλα ρόδινα - τη ζωή σου, το γάμο σου... Κι όμως, έχεις αυτό το θλιμμένο βλέμμα κάθε φορά. Μίλα μου, Αποστολοπούλου, δεν είμαι φίλος σου;
- Ορίστε, ρώτα με. Τι θες να μάθεις;
- Γιατί δεν χορεύεις;
- Γιατί βαριέμαι τις φασαρίες, Μήτσο. Δεν μ’ αρέσει να τσακώνομαι. Ο Κων/νος δεν ανέχεται την ιδέα να δουλέψω. Δεν είναι του επιπέδου μας, κατάλαβες; Ήταν το μόνο πράγμα που μου ζήτησε, κι εγώ σαν ηλίθια...
- Ν’ απαρνηθείς αυτό που είσαι; Κι ισχυρίζεται πως σ’ αγαπάει;
Δεν απάντησα. Είχαν τελειώσει τα προσχήματα μεταξύ μας. Δεν μπορούσα - δεν ήθελα να τον κοροϊδεύω άλλο. Ούτε τον εαυτό μου.
Για λίγη ώρα μείναμε σιωπηλοί. Και ξαφνικά:
- Τον έχεις απατήσει ποτέ;
- Ποτέ. Δεν έχω απατήσει κανέναν. Είναι ζήτημα προσωπικής ηθικής. Πρόσεξε: δεν κατακρίνω αυτούς που το κάνουν. Οι άνθρωποι που ξέρω, τουλάχιστον, έχουν τους λόγους τους και για μένα είναι σεβαστοί. Απλώς δεν μπορώ να το κάνω εγώ. Δεν υπάρχει λόγος. Όταν πάψω να θέλω κάποιον, τον αφήνω.
Σταμάτησα λίγο και σκέφτηκα αυτά που έλεγα. Ο Μήτσος με κοιτούσε στα μάτια μ’ ένα παράξενο βλέμμα. Χαμήλωσα το δικό μου στο φλιτζάνι μου.
- Κι έπειτα, δεν μπορώ την ταλαιπωρία, συνέχισα σε πιο ανάλαφρο τόνο. Ψέματα, κρυφά τηλεφωνήματα, βιαστικές συναντήσεις. Γιατί να βασανίζω το κορμάκι μου;
- Μάλιστα, σχολίασε στο γνωστό του ύφος.
Άρχιζε να με μαθαίνει επικίνδυνα. Και για κάποιο, απροσδιόριστο ακόμα, λόγο δεν προσπαθούσα να του κρυφτώ.
- Λοιπόν, θα ‘ρθεις στο πάρτι μου;
- Μπορώ ν’ αρνηθώ; μου χαμογέλασε.
- Όχι.
- Τότε θα ‘ρθω.

4.

Το πάρτι έγινε τελικά Κυριακή που ήταν κλειστό το μαγαζί, ώστε να μπορέσει να έρθει κι ο Ερνέστος. Ήταν όλοι εκεί. Τα κορίτσια, ο Λεωνίδας, ο Σωτήρης -που αποδείχτηκε όντως νόστιμος και πολύ συμπαθητικός- η Άννα-Μαρία, δυο απ’ τα Αποστολοπουλέικα ζευγάρια που μ’ άρεσαν για παρέα, κάποια παιδιά απ’ το μαγαζί και ο Μήτσος.
Είχα νοικιάσει κάτι φοβερά μηχανήματα: μείχτες, ηχεία χιλιάδων watt, πικ-απ και τα ρέστα. Ο Ερνέστος είχε αναλάβει τη μουσική, ροκάκια και, για πιο μετά, λαϊκά και ρεμπέτικα.
Είχαμε τρελαθεί στο χορό, ειδικά εγώ που, πριν περάσει πολλή ώρα, είχα κατεβάσει έναν τόνο βότκα και είχα γίνει φέσι. Είχα ξεκινήσει τη βραδιά μ’ ένα κατακόκκινο, έξαλλο φόρεμα με ντεκολτέ, ψηλά τακούνια και τα μαλλιά μου κότσο. Στην πορεία έμεινε μόνο το φόρεμα. Τα παπούτσια πετάχτηκαν σε μια γωνιά, ο κότσος κατέρρευσε κι εγώ δεν άφηνα χορό για χορό.
Ο Μήτσος χαμογελούσε ακουμπισμένος στο μπουφέ, μ’ ένα ποτήρι στο χέρι, συζητώντας πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Δεν χόρευε. Στριφογυρνούσε για λίγο όποια από μας του κουνιόταν πολύ, αλλά δεν είχε πατήσει στην πίστα.
Ώσπου ακούστηκαν οι πρώτες νότες από ‘κείνο το θαυμάσιο τραγούδι του Πορτοκάλογλου: «Σαν μοναχός, χωρίς το ράσο...». Με κοίταξε και γονάτισα να του χτυπήσω παλαμάκια. Πάτησε σταθερά στο παρκέ και άνοιξε τα χέρια του.
«...κλείσε τα μάτια σου, να φύγω, να χαθώ,
γι αυτά τα μάτια σου θα ξαναρθώ.
Γι αυτά τα μάτια σου πεθαίνω, ξεψυχώ,
κλείσε τα μάτια σου ν’ αναστηθώ.»
Το πιο όμορφο ζεϊμπέκικο που ‘χω δει να χορεύουν. Αυτός ο θεόρατος άντρας κινούσε το κορμί του με μιαν απίστευτη χάρη, αργά, βαριά, χωρίς περιττές κινήσεις, χωρίς φιγούρες και καμώματα.
Γονάτισε μπροστά μου, έγειρε προς τα πίσω και χτύπησε την παλάμη του στο πάτωμα. Το ποτήρι που είχα στα χέρια μου έφυγε στον απέναντι τοίχο κι έγινε χίλια κομμάτια.
Οι άλλοι γύρω μας γελούσαν και χειροκροτούσαν. Ο Ερνέστος μου ‘κλεισε το μάτι. Η Άννα-Μαρία με κοιτούσε εξεταστικά. Τον Κων/νο δεν τον πήρε το μάτι μου.
Λίγο καιρό αργότερα, όταν κόντευαν να τελειώσουν εκείνοι οι δύσκολοι μήνες και μπορούσαμε ακόμα να συζητάμε σαν φίλες, η πρώην κουνιάδα μου μού είπε πως εκείνο το βράδυ το κατάλαβαν ακόμα κι οι τυφλοί.
- Αυτό λέγεται σεξ, μωρό μου. Την ώρα που γονάτισε και κοιταχτήκατε, το κάνατε κανονικά μπροστά σε όλους μας. Ο έρωτας, μερικές σπάνιες φορές, γίνεται κι έτσι. Χωρίς σωματική επαφή, μόνο με τα μάτια.
Έχω να την δω από τότε.

5.

Την άλλη μέρα ξύπνησα άρρωστη. Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει, το στομάχι μου ανακατευόταν και τα μάτια μου δεν έλεγαν ν’ ανοίξουν.
Στο σαλόνι η κ. Στέπα μάζευε τα σπασμένα γυαλιά. Στο ψυγείο βρήκα στερεωμένο με μαγνητάκι ένα σημείωμα του Κων/νου που έλεγε να μην τον περιμένω για φαγητό, θα συναντούσε κάτι πελάτες.
Έβαλα μια κούπα καφέ και τηλεφώνησα στον Ερνέστο:
- Πρέπει να σου μιλήσω. Είχες δίκιο.
- Πάντα έχω δίκιο, απάντησε με μετριοφροσύνη. Δεν έρχεσαι να φάμε μαζί; Έλα απ’ το μαγαζί, θα φτιάξω κοτόσουπα. Θέλω κι εγώ να σου μιλήσω.
Έξω είχε βρομόκρυο. Τυλίχτηκα με κασκόλ και γάντια, και φόρεσα κάτι τεράστια μαύρα γυαλιά, να μη φαίνεται η κατάχλομη, ένοχη φάτσα μου. Πήρα ταξί για το Κολωνάκι, δεν ήμουν σε θέση να οδηγήσω.
Ο Ερνέστος ξέρει να γίνεται πολύ τρυφερός, όταν το θέλει. Μ’ αγκάλιασε, με χάιδεψε, με κανάκεψε, σκούπισε τα δάκρυα και τις μύξες μου και με τάισε δυο πιάτα ζεστή, μυρωδάτη κοτόσουπα.
- Τον θέλω, έλεγα μέσα απ’ τους λυγμούς μου. Τον γουστάρω. Θέλω να κοιμηθώ μαζί του, να ξυπνήσω δίπλα του. Γιατί; πες μου. Δεν είσαι αδελφός μου; Γιατί τα «πάντα» μου δεν μπορούν να διαρκέσουν; Γιατί τα «ποτέ» μου τα κυνηγώ και τα λούζομαι;
Όσο του άνοιγα την καρδιά μου τόσο βαλάντωνα. Το γεγονός ότι παραδεχόμουν το πάθος μου μ’ έκανε να νιώθω ακόμα πιο ένοχη. Όχι για τον Κων/νο, αυτόν μάλλον τον είχα ξεγράψει απ’ το πρώτο εκείνο πρωινό που μπήκε ο Μήτσος στην κουζίνα μου.
Ένιωθα ένοχη για την ανεπάρκειά μου, για την αδυναμία μου να φτιάξω μια ξεκάθαρη σχέση. Φίλοι-φίλοι ή εραστές-εραστές. Σαν την Λίλιαν.
- Νιώθω μπερδεμένη σαν έφηβη, Ερνέστο.
- Μα είσαι έφηβη, βρε βλάκα, μ’ αποπήρε και μ’ έκανε να χαμογελάσω. Δικαιούσαι την επανάσταση που δεν έκανες ποτέ. Μια ζωή θα παριστάνεις τη βολική και το καλό κορίτσι; Αν δεν διεκδικήσεις δεν θα ωριμάσεις ποτέ.
Άλλαξε ύφος. Πήρε αυτό που με διαόλιζε: του ξερόλα.
- Θες να σε σώσω; Να σε βγάλω απ’ τη δύσκολη για άλλη μια φορά;
Δεν περίμενε να του απαντήσω.
- Σε χρειάζομαι. Αν με βοηθήσεις θα ξεχαστείς για λίγο - άσε που θα νιώσεις χρήσιμη στην κοινωνία, άχρηστη αστή κυράτσα.
- Τι να κάνω; τον ρώτησα, σίγουρη πως ήθελε να τον καλύψω για καμιά γυναικοδουλειά.
- Πρέπει να λείψω για δυο βδομάδες. Θα πάω στην Ολλανδία να δω την κόρη μου. Μεγαλώνει και πρέπει να γνωρίσει τον πατέρα της. Θέλω να κρατήσεις το μαγαζί. Ξέρεις τα κατατόπια και σου ‘χω εμπιστοσύνη. Μπορείς να το κάνεις;
Φαντάστηκα τα μούτρα του Συζύγου. Ένιωθα να τον μισώ απεριόριστα για την απραξία και την αδιαφορία του. Προτιμούσα να με πλάκωνε στο ξύλο, παρά να κάθεται να περιμένει να τον αφήσω μόνο και κερατά.
Τώρα που το σκέφτομαι πιο ψύχραιμα καταλαβαίνω πως ο Ερνέστος με καθοδηγούσε, με ανάγκαζε να επισπεύσω τα γεγονότα και να πάρω τις αποφάσεις μου. Σαν μεγάλος αδελφός.
Τότε απλώς υπερίσχυσε το πείσμα μου να πικάρω τον Σύζυγο - και να εντυπωσιάσω τον Μήτσο.
- Θα μπορούσα να αρνηθώ; Πήγαινε να δεις την κόρη σου και δώσ’ της δυο φιλιά από μένα.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΗΤΣΟΣ