ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΤΟ BOOKSINFO

Το πλήρωμα του χρόνου και ο Μήτσος

Ελένη Φουρνάρου

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

1.

Την Τετάρτη συνάντησα τα κορίτσια σ’ ένα μπαράκι στην πλατεία Μαβίλη. Μικρό και διακριτικό, μαζεύει κυρίως παράνομα ζευγαράκια και μοναχικούς, ημι-αλκοολικούς γιάπηδες. Ήταν για μας το στέκι «εκτάκτου ανάγκης», εκεί μπορούσαμε να τα πούμε με την ησυχία μας, χωρίς τον φόβο της ξαφνικής εμφάνισης κάποιου γνωστού.
Το πρωί μου είχε τηλεφωνήσει σ’ έξαλλη κατάσταση η Λίλιαν:
- Πρέπει να σας δω οπωσδήποτε, άρχισε χωρίς προκαταρτικά και τονίζοντας το «οπωσδήποτε». Έχω ειδοποιήσει και τη Στέλλα. Στις 9.00 στην πλατεία, εντάξει;
- Τι έπαθες, παιδάκι μου; Συμβαίνει τίποτα; απόρησα, περισσότερο απ’ το αλάφιασμα που άκουγα στη φωνή της.
- Δεν μπορώ να σου πω απ’ το τηλέφωνο. Α, και μην κάνεις καμιά μαλακία, έχω πει στον Λεωνίδα πως θα πάμε θέατρο. Στον Τσακίρογλου. Γεια!
Μου το ‘κλεισε. Άκου στον Τσακίρογλου! Φυσικά περίττευαν οι λεπτομέρειες. Χέστηκε ο Κων/νος -κι ο Λεωνίδας, επίσης- για τις θεατρικές μας επιλογές.
Πήρα τη Στέλλα. Ζήτησα απ’ το κέντρο να με συνδέσουν κι άκουσα τη γνώριμη, κοφτή φωνή:
- Νικολάου! απαντούσε πάντα μ’ αυτοπεποίθηση.
- Στ’ αρχίδια μας, της ανταπαντούσα.
Ήταν η μόνιμη αντίδρασή μου στη χαριτωμένη αλαζονεία της. Της το ‘κανα απ’ όταν ήμασταν έφηβες και παρόλα αυτά την ξάφνιαζα ακόμα.
- Δεν ντρέπεσαι, ρε τσόλι, παντρεμένη γυναίκα; Τέτοια σου ‘μαθα να λες; Έτσι σε μεγάλωσα; Πού είναι η ανατροφή σου; Οι καλοί σου τρόποι;
- Δεν σου απαντάω γιατί θ’ απογοητευτείς περισσότερο, γέλασα. Δεν μου λες, τι έπαθε η άλλη πρωί-πρωί;
- Δεν ξέρω, ρε γαμώτο, κι εγώ ανησύχησα, σοβαρεύτηκε η Στέλλα. Λες να συμβαίνει τίποτα τραγικό;
- Υποψιάζομαι πως πρόκειται για προεόρτιο σύνδρομο, μίλησε η λογική και η πείρα μου σχετικά με τη Λίλιαν. Ο αντρούλης της σκοπεύει να δεξιωθεί για τα Χριστούγεννα όλο το προσωπικό του. Λίγο ο πανικός των προετοιμασιών, λίγο που θα ‘ρθει φάτσα-κάρτα με τον Αλέκο και τη γυναίκα του - πολύ θέλει η Λίλιαν για να φλιπάρει;
Συμφωνήσαμε πως κάτι τέτοιο έτρεχε, φλυαρήσαμε λίγο ακόμα κι είπαμε au revoir για το βράδυ. Μόνο που φυσικά πέφταμε έξω. Τα πράγματα ήταν σοβαρότερα απ’ όσο φανταζόμασταν.

2.

Στις 8.30 βρισκόμουν στην Κηφισίας μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες κι αλλοδαπούς, που επέλεξαν -για άγνωστους λόγους- να κατέβουν Τεταρτιάτικα στο κέντρο.
Θυμάμαι πως ήμουν σε έξαλλη κατάσταση, τα χέρια μου έσφιγγαν δυνατά το τιμόνι και τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου, συμπαρασύροντας στην πορεία τους την καινούρια υποαλλεργική μου μάσκαρα. (Μαύρο δάκρυ, στην κυριολεξία του.)
Είχα μόλις σκοτωθεί με τον Κων/νο μετά από πολύ καιρό συζυγικής νηνεμίας. Εκεί που πίναμε τον απογευματινό μας καφέ καμαρώνοντας το φρεσκοστολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο μας, στα καλά καθούμενα δηλαδή, μου ‘ρθε ν’ ανασύρω απ’ τα βάθη του παρελθόντος τη μοναδική αιτία ενός τρικούβερτου καβγά:
- Κων/νε, έχω βαρεθεί να κάθομαι όλη μέρα στο σπίτι. Θέλω να ξαναδουλέψω.
Έτσι, στην ψύχρα. Χωρίς καμιά πολιτική, ένα «ξέρεις, μωρό μου» ή ένα «σ’ αγαπάω, αγάπη μου». Τίποτα. Απλά, με τον μόνο τρόπο που ξέρω να μιλάω, τον τρόπο που μου προσάπτει με τη χαρακτηριστική της ευφράδεια η μαμά μου:
- Είσαι ζώον, πουλάκι μου. Δείξε λίγη διπλωματία, λίγη τσαχπινιά. Χριστέ μου, σε ποιον έμοιασε αυτό το παιδί; Παίξε τις βλεφαρίδες σου, χαμογέλασε λίγο, άκουσες ποτέ κανέναν να τον έβλαψε ένα χαμόγελο;
Η παραπάνω συμβουλή ακολουθεί τον δρόμο και των υπολοίπων που μου δίνει κατά καιρούς η μαμά: στα παλιά μου τα παπούτσια. Έτσι το σκεφτόμουν, έτσι το αισθανόμουν, έτσι έπρεπε να το πω.
Ο Κων/νος έκανε πως δεν άκουσε. Μάλιστα, σηκώθηκε, μάζεψε το σερβίτσιο του καφέ, το πήγε στο νεροχύτη κι άρχισε να το πλένει (τι κάνει ο άνθρωπος για ν’ αλλάξει συζήτηση)!
Εγώ τον ακολούθησα κι επανέλαβα και ξαναεπανέλαβα, ώσπου αυτός πήρε το σοβαρό του ύφος κι άρχισε να μου λέει πως δεν είναι σωστά αυτά τα πράγματα, πως το ‘χουμε ξεκαθαρίσει απ’ την αρχή, πως δεν ανέχεται να είναι η γυναίκα του χορεύτρια - ούτε αυτός, ούτε η οικογένειά του, ούτε ο κοινωνικός μας περίγυρος.
Ο κοινωνικός περίγυρος ήταν που μ’ έκανε, μάλλον, να τα πάρω στο κρανίο:
- Χέστηκα για τους άλλους, Κωνσταντίνε! Εδώ μιλάμε για μένα, για τις ανάγκες μου. Νοιάστηκες ποτέ τι κάνω όλη μέρα κλεισμένη μέσα στο σπίτι; Κοντεύω να πάθω κατάθλιψη κι εσύ μου λες για τον κοινωνικό μας περίγυρο; Στο φινάλε, δεν σου ζήτησα να κάνω στριπ-τιζ οριεντάλ, σε μια σχολή θέλω να πάω να δείχνω πιρουέτες στα πιτσιρίκια!
Κι άλλα πολλά. Η κουβέντα χόντρυνε, ο Κων/νος ήταν ανένδοτος και του είπα ένα σωρό, που μπορεί στην πραγματικότητα να τα εννοούσα, αλλά όλα μαζί ακούστηκαν λάθος.
Εκείνος πληγώθηκε και κλείστηκε στο γραφείο με τον υπολογιστή κι εγώ απέμεινα να κλαίω στο σαλόνι, μόνη, προσβεβλημένη και ανίσχυρη.

3.

Αυτή τη φορά είχαμε εκπληκτικό timing. Μπήκα πρώτη στο μισοσκότεινο μπαράκι, έκλεισα το μάτι στον Τάκη τον barman κι έκατσα σ’ ένα γωνιακό, απομονωμένο τραπέζι. Την ώρα που έβγαζα το παλτό μου μπήκε φουριόζα η Στέλλα, με το κράνος και τις μπότες της, χαιρέτησε μ’ αυτόν τον αμερικάνικο μπασκετικό τρόπο τον Τάκη και φίλησε εμένα σταυρωτά. Μέχρι να βολευτεί, έκανε την εμφάνισή της η Λίλιαν μ’ ένα εκπληκτικό καπέλο και λεοπάρ, συνθετική γούνα. Δεν χαιρέτησε κανέναν. Μας είδε κατευθείαν, ήρθε καρφωτή στο τραπέζι και σωριάστηκε στην καρέκλα μ’ έναν θεατρικό αναστεναγμό.
- Τι έγινε, παιδάκι μου, μας κατατρόμαξες, της είπαμε με μια φωνή.
Μας έκανε νόημα να περιμένουμε.
- Ένα μπουκάλι Glenfiddich, πάγο και τρία ποτήρια, διέταξε τη σερβιτόρα. Περιμένετε, διέταξε εμάς.
- Ποιος θα πιει ένα μπουκάλι, ρε Λίλιαν, αντέδρασε η Στέλλα. Όλες οδηγούμε. Εγώ έχω έρθει με το βεσπάκι...
- Αμάν, ρε Στέλλα, αυτό το βεσπάκι, εξέφρασα την ανησυχία μου. Μες τον ψόφο! Μια ζωή το ‘χεις, έχω σιχαθεί να σε βλέπω...
- Αυτό ήθελα να σας πω, μου απάντησε. Λέω να πάρω καινούρια μηχανή, κανονική, εξακοσάρα. Αλλά μάλλον -δίστασε, ρίχνοντας μια ματιά στη Λίλιαν- μάλλον, μπορεί να περιμένει.
Όπως μπορούσε να περιμένει κι ο καβγάς με τον Σύζυγο που πήγαινα αποφασισμένη να τους ανακοινώσω. Η Λίλιαν καθόταν απέναντί μου, εμφανώς κατάχλομη ακόμα και στο ημίφως, αμακιγιάριστη και με τρεμάμενα χέρια που δυσκολεύονταν να κρατήσουν το ποτήρι με το ουίσκι, που ‘χε φτάσει στο μεταξύ.
Πήρε βαθιά ανάσα:
- Η γυναίκα του Αλέκου τα ξέρει όλα!
Χλομιάσαμε κι εμείς. Ώστε αυτό ήταν, λοιπόν. Ούτε προεόρτια κρίση, ούτε κούραση, ούτε τίποτα. Σε ανύποπτο χρόνο, συνέβη αυτό που έτρεμε οχτώ ολόκληρα χρόνια.
- Μα πώς..., έκανε μια απόπειρα η Στέλλα.
Πώς! Όπως γίνεται συνήθως. Η αδελφή της είχε μια δουλειά στο κέντρο και είχε χαθεί στα στενάκια. Ξαφνικά βλέπει απ’ τη γωνία τον γαμπρούλη της, που ήταν τάχα στο γήπεδο, να μπαίνει με δικό του κλειδί σε μια πολυκατοικία. Πέντε λεπτά αργότερα τον ακολούθησε μια εντυπωσιακή ξανθιά, που κάτι της θύμιζε - αλλά δεν θυμόταν τι.
Τα πρόλαβε όλα στην αδελφή της κι αποφάσισαν να προσλάβουν ντεντέκτιβ, ώστε ν’ ανακαλύψουν τι συμβαίνει. Σε δυο βδομάδες είχαν στα χέρια τους όλες τις αποδείξεις: διευθύνσεις, τηλέφωνα, τις ακριβείς ώρες που συναντιόταν το παράνομο ζεύγος και το κυριότερο; φωτογραφίες! Μεγάλου μεγέθους έγχρωμες φωτογραφίες, που απεικόνιζαν σε τρυφερά ενσταντανέ τον ήσυχο φίλαθλο Αλέκο και την κοσμική σύζυγο του αφεντικού του.
Άφρισε η καμηλοπάρδαλη! Τον περίμενε να γυρίσει το μεσημέρι απ’ τη δουλειά, και του τα σερβίρισε αντί για τα γεμιστά που του είχε τάξει.
- Κι ο Αλέκος πώς αντέδρασε; εξέφρασα την απορία μου σίγουρη πως εκπροσωπώ και τη Στέλλα, που ‘χε μείνει με το στόμα ανοιχτό.
Ο Αλέκος βρήκε την ώρα να θυμηθεί πως είναι άντρας. Τα παραδέχτηκε όλα, με σοβαρότητα και ψυχραιμία. Δήλωσε στη γυναίκα του πως είναι ερωτευμένος τρελά με τη Λίλιαν, πως βλέπονται συστηματικά εδώ και χρόνια και, τελικά, πως ευχαρίστως θ’ αναλάμβανε τις ευθύνες του δίνοντάς της διαζύγιο και διατροφή.
Η κυρία του, φυσικά, τον πέταξε έξω με τις κλωτσιές απειλώντας τον πως δεν θα τον αφήσει ποτέ να ξαναδεί τα παιδιά του, πως θα κάνει έναν αιώνα να πάρει διαζύγιο, πως θα το μετανιώνει σ’ όλη του τη ζωή, πως θα τα πει όλα στον Λεωνίδα.
- Ω, Θεέ μου, μίλησε η Στέλλα αυτή τη φορά. Πιστεύεις πως θα το κάνει;
Ο Αλέκος τη διαβεβαίωνε πως όχι. Παρότι καμηλοπάρδαλη, ήταν καλή και αξιοπρεπής γυναίκα. Μόλις ξεπερνούσε το πρώτο σοκ -που δεν ήταν και μικρό- θα τους άφηνε στην ησυχία τους. Να χαρούν, επιτέλους, τον έρωτά τους.
- Κοντεύω να σκάσω, κορίτσια. Ο ηλίθιος, πλέει σε πελάγη ευτυχίας. Επιτέλους, μου λέει, θα μπορέσουμε να ζήσουμε μαζί σαν κανονικό ζευγάρι. Λες κι όλος μου ο καημός τόσα χρόνια ήταν πώς θα τ’ αντιμετωπίσει η γυναίκα του! Πώς θα ζήσουμε μαζί; Στη γκαρσονιέρα; Ή σε κανένα αυθαίρετο στην Ελευσίνα; Που μόλις τα μάθει ο Λεωνίδας όχι μόνο θα τον απολύσει αλλά θα φροντίσει να μην ξαναβρεί δουλειά στον αιώνα τον άπαντα. Και τα παιδιά; Τρία τα δικά μου, κι ένας ο μεγάλος του γιος - που θα τον πάρει - τέσσερα. Πώς θα ζήσουμε;
Είχα πιει τρία ποτήρια καλού ουίσκι. Άκουγα την τραγική αφήγηση της φιλενάδας μου με σφιγμένα χείλη. Όταν όμως έφτασε σ’ αυτό το τελευταίο δραματικό «πώς θα ζήσουμε;» δεν άντεξα άλλο. Άρχισα να γελάω ασυγκράτητα, τόσο ασυγκράτητα που νίκησα τη δυνατή μουσική κι έκανα όλο το μπαρ να γυρίσει να με κοιτάξει.
Φανταζόμουν τη Λίλιαν με συνθετικό φουστάνι συνοικιακής μπουτίκ, σαγιονάρες και μαύρες ρίζες στην κάποτε κατάξανθη κόμη της να ποτίζει μια γλάστρα με γεράνια στο μικροσκοπικό μπαλκόνι τους. Μέσα στο δωμάτιο με τα σουηδικά έπιπλα τσακώνονται τα τέσσερα σκατόπαιδα για το τηλεκοντρόλ. Κι απ’ τη γωνιά του δρόμου εμφανίζεται ο Αλέκος, σαν άλλος Ξανθόπουλος, με τα βρώμικα ρούχα της δουλειάς κι ένα τεράστιο χαμόγελο για την οικογενειακή του ευτυχία.
Κατάφερα να τους διηγηθώ το όραμα μέσα απ’ τα γέλια μου και σε λίγο όλο το μπαρ διασκέδαζε με τις τρεις κομψές κυρίες που ξεκαρδίζονταν σαν χαζές, κρατώντας τις κοιλιές τους.
Ώσπου διαπίστωσα πως η Στέλλα δεν γελούσε πια. Με το πρόσωπο κρυμμένο στις παλάμες της έκλαιγε με τους ανεξέλεγκτους λυγμούς μιας νευρικής κρίσης.
Μείναμε να την κοιτάμε χωρίς να ξέρουμε πώς ν’ αντιδράσουμε σ’ αυτό το ξέσπασμα, αφού δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε τι το είχε προκαλέσει.
Τότε η Στέλλα σήκωσε τα μάτια και μας κοίταξε μ’ ένα άσχημο, πικρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.
- Το φαντάζεσαι, Λίλιαν; Ο άχρωμος, βαρετός Αλέκος βουτάει στο άγνωστο, παρατάει τα σίγουρα για να ζήσει τον έρωτά του. Σ’ αγαπάει και στο αποδεικνύει κομματιάζοντας όλα του τα δεδομένα.
» Ενώ ο γοητευτικός, περιπετειώδης Μιχάλης μου, προτιμά να με πηδάει κάθε Τρίτη και Πέμπτη, η τέλεια λύση για έναν εργαζόμενο.
» Είσαι κωλόφαρδη, Λίλιαν. Έχεις το δικαίωμα να διαλέξεις.

4.

Γύρισα στο σπίτι με ταξί, καλές τρεις τα ξημερώματα. Είχαμε πιει, τελικά, το μπουκάλι συν έξι σφηνάκια καμικάζι του Τάκη. Ήμασταν λιώμα κι οι τρεις όταν χωρίσαμε, αφού είχαμε γελάσει κι είχαμε κλάψει, ευτυχισμένες τουλάχιστον που είχαμε η μια τις άλλες.
Μπήκα στο χολ παραπατώντας, προσέχοντας να μην κάνω φασαρία και ξυπνήσω το μπαμπούλα. Το βλέμμα μου έπεσε στον μεγάλο καθρέφτη που αντανακλούσε όλη μου τη μεγαλοπρέπεια.
- Φαντάσου να σ’ έβλεπε σ’ αυτά τα χάλια, απευθύνθηκα επικριτικά στον εαυτό μου. Ή, ακόμα καλύτερα, φαντάσου να σ’ έβλεπαν οι αγαπημένοι σου γονείς, ανόητη μαλακισμένη!
Μου χαμογέλασα ναζιάρικα και μου θύμισα τη μαμά μου. Με παρατήρησα καλύτερα (ή «μας» τέλος πάντων, αφού μ’ έβλεπα διπλή). Εκτός απ’ τα μαλλιά μου και τα ψηλοτάκουνα χορευτικά παπούτσια με τη μπαρέτα, όλα τ’ άλλα πάνω μου ήταν «δανεικά». Η φαρδιά μεταξωτή φούστα έμοιαζε βγαλμένη απ’ τη γκαρνταρόμπα της κουνιάδας μου, το στενό, μοντέρνο μπλουζάκι ταίριαζε σίγουρα στη Στέλλα και το μακρύ, δερμάτινο παλτό -που στοίχιζε όσο ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο- θα μπορούσε άνετα να ‘χει αγοραστεί απ’ τη Λίλιαν.
Ακόμα και το ύφος μου, σοβαρό κι ειρωνικό, παρέπεμπε εμφανώς στον πατέρα μου.
- Γι αυτό δεν έχεις όνομα, μικρή μου. Για τους άλλους είσαι αγάπη τους, μωρό τους, κουκλίτσα τους και για κείνον κυρία Αποστολοπούλου. Το πιο αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό σου είναι η έλλειψη προσωπικότητας. Σε συμπαθεί όλος ο κόσμος γιατί δεν βρίσκουν λόγο να σ’ αντιπαθούν. Κι αν τους ρωτήσεις ποια είσαι στ’ αλήθεια, δεν θα ξέρουν τι να σου πουν.
» Πόσο καλά μπορείς να κρύβεσαι! Ένα γλυκό, χαριτωμένο πλάσμα, μια κούκλα για παιδιά, που όταν την κουνάς ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα και λέει σ’ αγαπώ.
Ήμουν μεθυσμένη. Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα, πέταξα από πάνω μου τα ρούχα-σημάδια των άλλων και καβάλησα τον Κων/νο.
Τελείωσε με την κραυγή μου, πριν προλάβει καλά-καλά να ξυπνήσει, πριν καταλάβει τι σήμαινε αυτός ο έρωτας για μας.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΗΤΣΟΣ