ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΤΟ BOOKSINFO

Το πλήρωμα του χρόνου και ο Μήτσος

Ελένη Φουρνάρου

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

1.

Έχουν περάσει οχτώ μήνες από κείνο το πρώτο απόγευμα στο σπίτι του Μήτσου. Τους τελευταίους πέντε, δεν ζω πια στο όμορφο σπίτι της Φιλοθέης.
Ένα πρωί, την τελευταία μέρα του Μάη, έβαλα μερικά ρούχα στον παλιό τουριστικό μου σάκο και κατέβηκα στον Πειραιά. Είχα αφήσει ένα σημείωμα: «Φεύγω». Το ίδιο απόγευμα μπήκα στο καράβι για την Κρήτη.
Το πρώτο καλοκαιρινό ξημέρωμα με βρήκε στο Ρέθυμνο. Μπήκα σ’ ένα ταξί και του ζήτησα να με πάει στο καλύτερο παραλιακό ξενοδοχείο της πόλης. Έπιασα ένα όμορφο δωμάτιο με θέα στη θάλασσα και για μια βδομάδα έκανα μπουρζουάδικες διακοπές, παριστάνοντας τη θλιμμένη κόρη.
Τα πρωινά κολυμπούσα και λιαζόμουν στην πισίνα με illustration περιοδικά, πλατύγυρο καπέλο και ύφος έκπτωτης Ρωσίδας πριγκίπισσας. Τα βράδια έπινα πολύχρωμα κοκτέιλ στο beach bar, αποφεύγοντας με τη σιωπή και το κακό μου βλέμμα τα επίδοξα καμάκια, εδώδιμα και αποικιακά.
Τις λίγες φορές που η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο και δυσκολευόμουν να τα βγάλω πέρα με τους μεθυσμένους επιβήτορες, έσπευδε να σώσει την αγνότητά μου ο Χάρης, ο barman του μαγαζιού.
Είναι ο πρώτος φίλος που έκανα στην πόλη και μάλλον ο καλύτερος. Αθηναίος, τριανταπεντάρης κι όμορφος, με μια ήρεμη, αγορίστικη ομορφιά. Βρέθηκε στο Ρέθυμνο ένα καλοκαίρι πριν έξι χρόνια κι από τότε κόλλησε για τα καλά.
Στην αρχή φοβήθηκα πως με βοηθά στις δύσκολες για να μου την πέσει ο ίδιος. Έδειχνε πολύ τσαχπινούλης, άπλωνε εύκολα χέρι εκεί που θεωρούσε πως τον έπαιρνε κι έδινε γενικά την εντύπωση πως δεν αφήνει καμιά ευκαιρία να πάει χαμένη.
Εγώ, απ’ την άλλη, μετά την τελευταία συζήτηση και το τελεσίγραφο του Μήτσου, δεν μπορούσα ν’ ανεχτώ την ιδέα δημιουργίας μιας σχέσης, έστω και για μια βραδιά. Εννοώ, κυριολεκτικά, πως δεν μπορούσα να το ανεχτώ ούτε οργανικά. Και μόνο η ιδέα του φλερτ μου προκαλούσε ναυτία, πονοκέφαλο και ταχυπαλμία. Έπεφτε το ζάχαρό μου και μ’ έλουζε κρύος ιδρώτας.
Φαίνεται πως το μυαλό μου απαιτούσε τη θέση του στη ζωή μου και για να τα καταφέρει προσπαθούσε να ελέγξει το σώμα μου, τις ορμές μου, να τιθασεύσει την -υπεύθυνη για όλα τα δεινά μου- αχαλίνωτή μου σεξουαλικότητα.
Όμως, ευτυχώς, δεν κινδύνευα απ’ τον Χάρη. Φρόντισε ο ίδιος να καθησυχάσει τους φόβους μου, απ’ την πρώτη στιγμή που τους αντιλήφθηκε.
- Μην ανησυχείς, καλή μου, μου είπε λίγο ειρωνικά. Δεν πρόκειται να στην πέσω.
Κοκκίνισα. Δεν ήθελα να μπω σε τέτοια συζήτηση. Έκανα ν’ απαντήσω καμιά σάχλα αλλά δεν μ’ άφησε.
- Όχι, άκουσέ με μια στιγμή. Είσαι όμορφη, κομψή και πολύ φινετσάτη. Απλώς δεν είσαι ο τύπος μου.
Αυτό με ανακούφισε κάπως, αλλά μ’ έτρωγε η περιέργεια - ίσως και η ματαιοδοξία:
- Και ποιος, exactly, είναι ο τύπος σου;
Έσκυψε κοντά μου συνωμοτικά:
- Αυτός! και μου έδειξε με τρόπο έναν ψηλό Σκανδιναβό. Φρόντισε μόνο να μείνει μεταξύ μας. Έχω και μια φήμη να διατηρήσω!

2.

Για να εξηγήσω στους γονείς μου ξόδεψα μια ολόκληρη περιουσία. Μη φανταστείτε πως το πήραν κατάκαρδα. Στεναχωρήθηκαν, βέβαια, λίγο, ξαφνιάστηκαν περισσότερο, αλλά αυτό που στ’ αλήθεια τους σύγχυσε ήταν η παράκληση να μαζέψουν τα πράγματά μου απ’ το σπίτι της Φιλοθέης. Τους πρότεινα να το αναθέσουν σε μια εταιρεία και να μου στείλουν τον λογαριασμό. Το μόνο που θα είχαν να κάνουν ήταν να επιβλέψουν τη διαδικασία και -δυστυχώς- να συνεννοηθούν με τον Κων/νο.
Η μαμά άρχισε τις τσιριμόνιες, επενέβη όμως ο πατέρας μου και μου είπε να μην ανησυχώ:
- Θα τα φροντίσουμε όλα εμείς, παιδί μου. Εσύ κοίτα να προσέχεις. Κι αν χρειαστείς τίποτα μη διστάσεις, συνέχισε σε μια έκρηξη πατρικού ενδιαφέροντος. Από λεφτά πώς είσαι;
Ήμουν καλά. Τουλάχιστον από λεφτά. Είχαν έναν λογαριασμό στην τράπεζα που δεν πείραζα ποτέ - λογαριασμός εκτάκτου ανάγκης, καλή ώρα. Ένα αρκετά υψηλό ποσό που αντιπροσώπευε δώρα γενεθλίων και Χριστουγέννων πολλών χρόνων, από γιαγιάδες και νονές.
Ένα απ’ τα πλεονεκτήματα του κύκλου μας είναι ότι οι συγγενείς αποφεύγουν να χαρίζουν Barbie και τρενάκια. Αντίθετα, προσπαθούν να συμβάλλουν όσο μπορούν στην πνευματική καλλιέργεια του παιδιού -δωρίζοντας βιβλία και μαθήματα πιάνου και γαλλικών- και στην οικονομική του ανεξαρτησία, ώστε να μπορέσει να εκμεταλλευτεί την πρώτη. Έτσι έκαναν οι γονείς τους, έτσι κάνουν κι αυτοί, κι έτσι η γενιά των ευκατάστατων διανοούμενων θα βασιλεύει ακάθεκτη εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Αν υπολογίσει κανείς και τα (πολλά) λεφτά που μ’ έπεισε ο Ερνέστος να δεχθώ ως αμοιβή για τους τρεις μήνες που τελικά έλειψε, τότε ήμουν σχεδόν πλούσια.
Καθησύχασα τον πατέρα μου, του υποσχέθηκα πως θα ξανατηλεφωνήσω σύντομα κι ετοιμαζόμουν να το κλείσω όταν άρπαξε το ακουστικό η μητέρα μου:
- Είναι κι ο Μήτσος μαζί σου, αγάπη μου; μου ράγισε την καρδιά με τον κομψό της τρόπο.
- Όχι, μητέρα, μα τι φαντάστηκες; Πώς το ‘σκασα με τον έρωτά μου; Αυτό είναι ταξίδι αυτοπροσδιορισμού, μαμά, όχι του μέλιτος!
Πόσο μ’ είχε εκνευρίσει! Θυμάμαι πως συγκρατούσα με κόπο τα δάκρυά μου και την έβριζα μέσα απ’ τα δόντια μου που αρνιόταν να με πάρει στα σοβαρά, που δεν προσπάθησε ποτέ να με καταλάβει, που δεν μ’ έμαθε -σαν μάνα- ν’ αγαπώ.
Κι όσο το σκεφτόμουν, περπατώντας έξαλλη στην παραλία, τόσο περισσότερο θύμωνα, γιατί καταλάβαινα πως έχει δίκιο: με ξέρει πολύ καλά και δυστυχώς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ. Αλλά όχι να χάνω.

3.

Όταν ήμουν μικρότερη -μέχρι πολύ πρόσφατα, για να είμαι ειλικρινής- θεωρούσα τον εαυτό μου ιδιαίτερα χαρισματικό άτομο. Πίστευα πως είμαι ξεχωριστή, ταγμένη να κάνω σπουδαία πράγματα, ν’ αφήσω το στίγμα μου σ’ αυτόν τον κόσμο και να τον αλλάξω - προς το καλύτερο.
Έτσι, όταν μου προέκυψε αυτή η ιστορία με τον Μήτσο φρόντισα να τη ζήσω σ’ όλο το μεγαλείο της, μ’ όλες τις δραματικές διαστάσεις που είχα πλάσει με το μυαλό μου. Έκλαψα, ούρλιαξα, πόνεσα μέχρι οδύνης, μούλιασα στο ποτό τις τύψεις και τις ενοχές μου - τράβηξα τη φυσική ροπή μου προς το μελό στα πιο απόλυτά της άκρα.
Όμως εδώ, στην εξοχή, με το κεφάλι μου καθαρό και το κορμί γλυκά κουρασμένο απ’ τη δουλειά και το κολύμπι, μπορώ να δω τα πράγματα πιο ρεαλιστικά. Κι όλο τριγυρνούν στη σκέψη μου τα λόγια του Ερνέστου την τελευταία φορά που τον είδα.
Έκλαιγα με λυγμούς στην αγκαλιά του -εκείνον τον καιρό δεν έκανα άλλο απ’ το να κλαίω σε διαθέσιμες αγκαλιές- κι ευχόμουν να πεθάνω, όταν μου είπε κάτι που μου φάνηκε το σκληρότερο πράγμα που είχε ειπωθεί στην ιστορία της ανθρωπότητας:
- Πώς κάνεις έτσι, βρε χαζό, δεν ήρθε κι η συντέλεια του κόσμου! Να δεις που σε λίγο καιρό θα τα θυμόμαστε όλα αυτά και θα γελάμε.
Τότε τον μίσησα για την αναισθησία και την κακία του. Τώρα πια απορώ με την αναίδειά του να ξεστομίσει μια τέτοια κοινοτοπία.
Ακόμα, θυμάμαι πάντα μια κουβέντα που κάναμε με την Άννα-Μαρία σε ανύποπτη στιγμή. Μόλις είχα δεχτεί την πρόταση γάμου του αδελφού της -μ’ όλα της τα παρελκόμενα- κι έπλεα σε πελάγη ευτυχίας.
Καθόμασταν εγώ, αυτή κι ο Ερνέστος στο μπαλκόνι της στο Λυκαβηττό και τους ανακοίνωνα τις αποφάσεις μου να παντρευτώ και να σταματήσω το χορό. Υπεραμυνόμουν αυτών με μεγάλα λόγια για την αληθινή αγάπη, την ηρεμία που έφερε στη ζωή μου ο Κων/νος, τις μέρες που περνούσαν ήσυχα, την καλοκαιρία στην καθημερινότητά μου που διαρκούσε.
Οι δυο τους με κοίταζαν πολύ επιφυλακτικά και ξαφνικά η -μέλλουσα τότε, πρώην τώρα- κουνιάδα μου είπε, σαν να μην απευθυνόταν σε κανέναν συγκεκριμένα:
- Το ζητούμενο στον έρωτα δεν είναι η διάρκεια μα η στιγμή. Στιγμές ψάχνουμε όλοι μας κι αφού δεν τις βρίσκουμε συμβιβαζόμαστε αναγκαστικά με διάρκειες.
Έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε επεξηγηματικά:
- Το ιδανικό θα ήταν στιγμές που διαρκούν. Χαίρω πολύ!
Τότε δεν πήρα τα λόγια της ιδιαιτέρως επί πόνου. Για την ακρίβεια φαντάστηκα πως ήταν μια έμμεση διευκρίνιση για τον Ερνέστο - η Άννα-Μαρία άφηνε πάντα να πλανιέται μια σκιά αμφιβολίας πάνω απ’ τους έρωτές της ώστε να μη μπορεί να θεωρηθεί τίποτα δεδομένο, ούτε καν απ’ την ίδια.
Βρήκα, όμως, αυτά ακριβώς τα λόγια στο καινούριο της βιβλίο, που αγόρασα από δω. Και πείστηκα πως τότε απευθυνόταν σε μένα -ίσως σε μακροεπίπεδο και στον αδελφό της.
Ήταν η μοναδική κριτική που άσκησε στον γάμο μας, τον οποίο, σύμφωνα με τον Ερνέστο, έβρισκε αταίριαστο και προφήτευε τη βραχυβιότητά του. Ο φίλος μου επιμένει μάλιστα, πως το μόνο που γύρευε από μένα η Άννα-Μαρία ήταν να σαγηνεύσω ελαφρώς τον αδελφό της, να του προσφέρω δυο-τρία υγιή πηδήματα ώστε να ξεκαρφώσει λίγο, να βγει απ’ το τριπ της βαρετής ζωής του και να μάθει να δρα.
Υποθέτω πως έχασε. Όπως κι εγώ, όπως κι ο Κων/νος. Όπως όλοι μας σ’ αυτό το παιχνίδι.
Ξέρω, λοιπόν -για να τελειώνω με την ψυχανάλυσή μου- πως γι αυτό τα μάζεψα και ταξίδεψα εδώ κάτω. Δεν άντεχα ν’ ανταλλάξω τις μαγικές στιγμές μας με τον Μήτσο με οποιαδήποτε διάρκεια -είτε μαζί του, όπως επιθυμούσε ο ίδιος, είτε ξανά με τον Σύζυγο, όπως απαιτούσε η κοινή ηθική.
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα απολύτως όσο δεν αποφάσιζα να προσδιορίσω εξαρχής και σε ορατά πλαίσια τον εαυτό μου.
Ήθελα -και προσπαθώ- να κερδίσω με την αξία μου το άκουσμα του ονόματός μου απ’ τον άντρα που αγαπώ.

4.

Χρειάστηκα άλλες δύο περιουσίες για να εξηγήσω τη φυγή μου στα κορίτσια. Η μισή ήταν για τη Στέλλα -αυτή ξέρει από τέτοια και είναι πάντα πρόθυμη να δικαιολογήσει και να επικροτήσει μια πράξη τρέλας. Εξάλλου, ο ξαφνικός έρωτάς της με τον Σωτήρη την είχε απορροφήσει εξολοκλήρου.
Εκεί που τα βρήκα σκούρα ήταν με τη Λίλιαν. Αφού με ξέχεσε καλά-καλά γιατί δεν την είχα ειδοποιήσει εκ των προτέρων, άρχισε να με ρωτάει τα πώς και τα γιατί.
- Δεν ξέρω, ρε ούφο σου λέω, άσε με ήσυχη! Έτσι μου σηκώθηκε κι έφυγα. Μ’ είχατε πρήξει όλοι να κάνω αυτό, να κάνω εκείνο...Τι σκατά να κάνω, κατέληξα με παράπονο.
Η φίλη μου άρχισε το κλασσικό της κήρυγμα για το πρότυπο υγιούς ζωής της νοήμονος γυναίκας, που περιλαμβάνει, φυσικά, και σύζυγο και εραστή.
Αφού είδε πως δεν τσίμπαγα προθυμοποιήθηκε να έρθει να με βρει για να με βοηθήσει από κοντά.
- Εξάλλου, έχω να συμβάλλω και στην εκστρατεία ενημέρωσης για την προστασία της θαλάσσιας χελώνας της Κρήτης, συνέχισε με ύφος.
Της είπα να κάτσει στ’ αυγά της. Δεν συμπεριλαμβανόμουν στα προστατευόμενα είδη, μπορούσα να τα βγάλω πέρα και μόνη μου.
Εδώ, μάλλον, πρέπει ν’ αναφέρω πως, μετά τον επεισοδιακό χωρισμό της με τον Αλέκο, η Λίλιαν ξαναθυμήθηκε το νεανικό της πάθος για τα κοινά και το άσβεστο όνειρό της να σώσει τον κόσμο.
- Η νέα δύναμη είναι το οικολογικό κίνημα, κορίτσια, μας έπρηζε μ’ ενθουσιασμό σε κάθε μας συνάντηση. Ξέρετε τι λένε: αν δεν είσαι μέρος της λύσης...
- ...είσαι μέρος του προβλήματος, συμπληρώναμε εν χορώ.
- Τι πλανήτη, βρε, θα παραδώσουμε στα παιδιά μας; συνέχιζε απτόητη την παράθεση των κλισέ, παρά τ’ απελπισμένα μας πρόσωπα.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν έγινε ενεργό μέλος της Greenpeace. Αφού τους έδωσε πολλά απ’ τα λεφτά του Λεωνίδα και πέρασε άλλα τόσα πρωινά απ’ τα κεντρικά τους γραφεία, της επέτρεψαν να συμμετάσχει στα προγράμματά τους (άνθρωποι είναι κι αυτοί, η Λίλιαν σκάει άνετα γάιδαρο όταν της σφηνωθεί κάτι στο κεφάλι).
Τέλος πάντων, παρόλο που με τη Στέλλα διακωμωδήσαμε αρκετά αυτή τη νέα εμμονή της, κατά βάθος χαρήκαμε με την καρδιά μας την ευκολία με την οποία ξεπέρασε έναν δεσμό και μάλιστα οχτάχρονο και παράνομο. Κι ένας λόγος παραπάνω που δραστηριοποιήθηκε σχεδόν πολιτικά, γιατί η Λίλιαν είναι αγνή αριστερή αλλά και ικανότατη συνδικαλίστρια. Το οικολογικό κίνημα έχει κερδίσει έναν άξιο υποστηρικτή.
- Δεν αφήνεις τις χελώνες να πας να δώσεις κανένα μάθημα; την πείραξα εκείνη την ημέρα στο υπεραστικό.
Είχε ξαναρχίσει και τη Νομική. Σκόπευε, μάλιστα, να περάσει τέσσερα μαθήματα στην εξεταστική του Ιουνίου μήπως και του χρόνου το καλοκαίρι κατάφερνε να πάρει πτυχίο -τελικά πέρασε έξι κι, αν ξεμπερδέψει με τη Σύνθεση Δημοσίου, τη βλέπω να ορκίζεται πριν το Πάσχα.
Κι έπειτα μπήκα στην επικίνδυνη περιοχή. Δεν αισθανόμουν έτοιμη ν’ αντιμετωπίσω την Άννα-Μαρία, έτσι η Λίλιαν ήταν ο μοναδικός μου σύνδεσμος με τον Κων/νο. Τη ρώτησα πώς το πήρε.
- Δεν νομίζω πως το ‘χει καταλάβει, αγάπη μου. Ξέρεις τι στόκος είναι ο άντρας σου. Χτες που του τηλεφώνησα μου είπε πως έχεις πάει να ξεκουραστείς λίγες μέρες. Κι απ’ ό,τι φαίνεται το πιστεύει.
Αποδείχτηκε πως η φιλενάδα μου είχε δίκιο. Ο Κων/νος άργησε πολύ να εκτιμήσει την κατάσταση (από άμυνα; από βλακεία; από αδιαφορία;). Παρόλους τους καβγάδες και τη διαρκή ένταση, τους δυο μήνες που δεν είχαμε κάνει έρωτα, παρόλο που του ‘χα μιλήσει πολλές φορές για χωρισμό -στην αρχή δοκιμαστικά, όταν αγρίεψαν τα πράγματα χωρίς δοκιμαστικά.
Το κατάλαβε πια όταν του τηλεφώνησε ο πατέρας μου να τον ενημερώσει πως είχε ζητήσει απ’ την κ. Στέπα να μαζέψει τα πράγματά μου και ποια μέρα τον βόλευε να στείλει τον μεταφορέα.
Απ’ ό,τι μαθαίνω, δεν φάνηκε να τον πειράζει ιδιαίτερα. Εδώ και τρεις μήνες, μάλιστα, βγαίνει με την αδελφή ενός φίλου του κι ακούγεται σοβαρό. Άλλωστε, είναι γνωστό τοις πάσι πως ο Κων/νος είναι γαμήλιος τύπος. Κι αν λάβουμε υπόψη μας πως το διαζύγιο προχωράει ολοταχώς -θα έχει βγει το πολύ ως το επόμενο καλοκαίρι, κοινή συναινέση- προβλέπω πως συντομότατα θα συνεχίσει τη ζωή του σχεδόν σαν να μην υπήρξα ποτέ.
Είναι ο χαρακτήρας του τέτοιος. Εξάλλου δεν ήταν εύκολο γι αυτόν μαζί μου. Κι όχι μόνο τον τελευταίο καιρό που η υστερία μου ξεπέρασε τα όριά της. Ήταν δύσκολο απ’ την αρχή. Ποτέ δεν έγινα αυτό που ονειρεύτηκε, μια Σύζυγος κι εγώ, να συμπληρώσω την ύπαρξή του.
Στάθηκα λίγη γι αυτόν. Ή πολλή. Πάντως, σίγουρα έξω απ’ τα μέτρα του.

5.

Τους λίγους μήνες που είμαι εδώ έχω οργανώσει αξιοθαύμαστα τη ζωή μου. Το λέω αυτό γιατί τώρα που κατακτώ -σιγά-σιγά είν’ η αλήθεια, και περισσότερο μέσω του γραψίματος- την τέχνη της αποστασιοποίησης, τολμώ για πρώτη φορά να κρίνω τις πράξεις μου σε πρώτο χρόνο. Κι αυτό το αριστούργημα, πως πέτυχα μέσα σε πέντε μήνες πράγματα που δεν τολμούσα ούτε να διανοηθώ για σχεδόν τριάντα χρόνια, ξέρω πως το οφείλω αποκλειστικά σε δύο παράγοντες: το πλήρωμα του χρόνου και τον Μήτσο.
Στην αρχή, βέβαια, βοήθησε πολύ κι ο Χάρης. Εκείνος μου βρήκε την πρώτη μου δουλειά, που ουσιαστικά με συντηρεί ακόμα: ταμίας σ’ ένα σούπερ μάρκετ. Εκείνος με πληροφόρησε για το επιπλωμένο διαμέρισμα που νοικιαζόταν στη διπλανή του πολυκατοικία και συνέβαλλε στο ν’ αποκτήσω στέγη. Κι όχι μόνο αυτό. Κατάφερε να μου μεταδώσει την αισιοδοξία του όταν απελπίστηκα με την πρώτη ματιά που του έριξα κι, επιπλέον, έβαλε ένα χεράκι -μάλλον χερούκλα- στο καθάρισμα και το βάψιμο.
Έτσι έγινε και κατάφερα να εγκατασταθώ σ’ αυτήν την όμορφη πόλη, βασιζόμενη στην καλοσύνη των ξένων, που έλεγε κι η Μπλανς Ντυμπουά. Τώρα η γκαρσονιερίτσα μου είναι κούκλα, με το μπλε καρό πάπλωμα, τις ασορτί κουρτίνες και τα κίτρινα ντουλάπια. Η πρωινή δουλειά μου μού παρέχει τ’ απαραίτητα της επιβίωσης ενώ η απογευματινή τα της ζωής.
Γιατί από τα μέσα Σεπτέμβρη άρχισα ξανά να χορεύω. Η συνοικιακή σχολή, βέβαια, δεν είναι El amor brujo, ούτε και τα λεφτά είναι σπουδαία, αλλά τη βρίσκω πραγματικά μ’ όλα αυτά τα πιτσιρίκια που με κοιτάζουν, με τις αλογοουρίτσες και τα φορμάκια τους, και προσπαθούν να κρατήσουν ψηλά το κεφάλι ακολουθώντας τα βήματα.

6.

Την πιο περίοπτη θέση στο σπίτι μου κατέχει ο υπολογιστής μου. Μου τον έστειλαν οι γονείς μου μαζί με τα υπόλοιπα προσωπικά μου είδη αφού, κατά την κ. Στέπα, ο Κων/νος επέμενε πως μου ανήκει. Ή ήταν ξεπερασμένο μοντέλο, σύμφωνα με τις κακίες του πατέρα μου.
Τελικά, ο πρώην Σύζυγος είχε δίκιο. Μέσω αυτού του θαυμαστού μηχανήματος μπορώ πραγματικά να επικοινωνώ με τις φίλες μου. Η Στέλλα παίρνει τα μηνύματά μου στη δουλειά της και η Λίλιαν στο pc του γιου της (ο οποίος μ’ ενημερώνει ανελλιπώς για όλες τις εξελίξεις στις βρωμοκουβέντες και τα γηπεδικά συνθήματα που κυκλοφορούν). Δεν συγκρίνεται, βέβαια, με τις Σαββατιάτικες εξορμήσεις μας, αλλά έχει πλάκα ν’ ανταλλάσσουμε μπούρδες και κουτσομπολιά με λατινικούς χαρακτήρες.
Αντίθετα, η αλληλογραφία μου με τον Ερνέστο ακολουθεί πιο συμβατικές οδούς: κάρτες και γράμματα. Ο καλύτερός μου φίλος βρίσκεται για άλλη μια φορά στην Ολλανδία. Έφυγε για κει στα τέλη του Φλεβάρη, υποτίθεται για δεκαπέντε μέρες, και γύρισε ένα μήνα αργότερα για να μου ζητήσει ν’ αναλάβω το μαγαζί εξολοκλήρου.
- Πρέπει να τη δεις, μου καυχιότανε. Ένα πλάσμα! Το μεγαλύτερο θαύμα της φύσης. Κάτι ματάκια, κάτι χειλάκια, μια μυτούλα...
- Θα μοιάζει στη μάνα της, τον δούλευα εγώ.
Είχε ξετρελαθεί με την κόρη του. Βέβαια, η πρώην γυναίκα του είχε παντρευτεί έναν συμπατριώτη της χρηματιστή, αλλά δέχτηκε με χαρά την προοπτική να περνά η μικρή όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο με τον φυσικό της πατέρα.
- Ξέρεις πώς τη λένε; Ιώ! Το ‘πιασες; Σαν το νησί, ρε βλάκα, προς τιμήν του λίκνου που γέννησε και φιλοξένησε τον έρωτά μας, συνέχιζε ο όψιμος ποιητής.
Εγώ τόσα χρόνια νόμιζα πως απ’ την Ιώ είχε βαφτιστεί το Ιόνιο, αλλά τολμούσα να τον διακόψω;
- Κι είναι τόσο έξυπνη! Απίστευτα έξυπνη! Αυτός ο τύπος, ο πατριός της, έχει ασχοληθεί πάρα πολύ μαζί της. Το παιδί, παιδί μου, ξέρει να διαβάζει, να γράφει, ξέρει την προπαίδεια κι αναγνωρίζει όλους τους αστερισμούς! Μου είπε πώς έγινε η Μεγάλη Έκρηξη, πώς δημιουργήθηκε το Σύμπαν...
- Τώρα που θα την περιλάβεις εσύ θα μάθει και πόκερ, του την έλεγα για να τον τσιγκλήσω.
Να μην τα πολυλογώ, ο κολλητός μου την ψώνισε για τα καλά. Με θερμοπαρακάλεσε να κρατήσω τη διαχείριση του El amor brujo, τουλάχιστον μέχρι ν’ αποφασίσει τι θα κάνει. Εξάλλου, όπως με πληροφόρησε, είχε μια σπουδαία δουλειά στα σκαριά. Θ’ άνοιγε μαζί με την πρώην του -που βαρέθηκε να παριστάνει την Ιπτάμενη Ολλανδή- μια ελληνική καφετέρια στο Άμστερνταμ, όπου, άκουσον-άκουσον, δεν ήξεραν τον φραπέ!
Αυτό το διάστημα που έπαιξα την πολυάσχολη manager νυχτερινού κέντρου -με τους γονείς μου να ωρύονται και τον Κων/νο να μου κάνει τη ζωή δύσκολη και τούμπαλιν- αποτέλεσε, όπως φαίνεται, τον καταλύτη της φυγής μου. Το πλήρωμα του χρόνου, που έγραψα πιο πριν.
Αυτό κι ο Μήτσος, ο ωραίος Μήτσος, που επί τρεις μήνες μου έκανε έρωτα, χωρίς ούτε μια φορά να με φωνάξει με τ’ όνομά μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΗΤΣΟΣ