ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΤΟ BOOKSINFO

Το πλήρωμα του χρόνου και ο Μήτσος

Ελένη Φουρνάρου

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

1.

Τότε άρχισε ο χειμώνας που ονόμασα «εποχή των συζητήσεων». Όλοι μιλούσαν με όλους. Εγώ με τον Κων/νο και τα κορίτσια, τα κορίτσια μεταξύ τους, ο Ερνέστος με την Άννα-Μαρία, η Άννα-Μαρία με τους γονείς της, οι γονείς μου με μένα, εγώ με τον Ερνέστο.
Όμως, ο κύριος όγκος των συζητήσεων γινόταν ανάμεσα σε μένα και τον Μήτσο. Κρυφά και φανερά. Για μερικά και για όλα. Ο Μήτσος έγινε το alter ego μου, ο κρυφός εξομολογητής, ο δικηγόρος μου του διαβόλου. Ο όμορφος Μήτσος, με τα πρόθυμα αυτιά και το ανοιχτό μυαλό του, μου ‘δωσε πίσω τα χαμένα χρόνια και τα ξεχασμένα όνειρα της εφηβείας μου, τον παραμερισμένο εαυτό μου.
Του τα ‘λεγα χύμα, χωρίς αναστολές, χωρίς άμυνες, και μου απαντούσε αναλόγως. Σαν άτυπη ψυχανάλυση. Σαν να ζητούσα, ανώνυμα, τη γνώμη ειδικής συμβούλου σε γυναικείο περιοδικό.
Τον είχα συστήσει σε όλους ως καλό μου φίλο και όλοι τον είχαν αποδεχτεί. Δεν ξέρω τι έλεγαν πίσω απ’ την πλάτη μου, μπροστά μου πάντως κανείς δεν είχε τολμήσει ν’ αμφισβητήσει το ποιόν της σχέσης μας.
Εξάλλου, πάντα εμφανιζόμουν ως χρυσό παιδί, ποτέ δεν έδινα δικαίωμα για σχόλια με τη συμπεριφορά μου, κι ας ήμουν τις περισσότερες φορές λίγο στον κόσμο μου. Έτσι, όλοι εμφανίστηκαν πρόθυμοι να παραβλέψουν την εκκεντρικότητα της «απλής φιλίας» μου μ’ έναν νέο, όμορφο άντρα αφού κατά τα άλλα ήμουν τύπος και υπογραμμός.
Όσο για τον Κων/νο, αυτός δεν θ’ αντιδρούσε ποτέ. Δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα του.

2.

Ο Μήτσος συστηνόταν πάντα ως Μήτσος. Οι μόνοι που γνώριζαν το πραγματικό του όνομα ήταν οι γονείς μου.
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα όταν αποφάσισα παρορμητικά να τους τον αναφέρω. Άρχισα χαριτολογώντας απ’ τη μητέρα μου:
- Μαμά, ξέρεις, έχω ένα φίλο, της είπα σε ύφος τηλεοπτικού σποτ.
- Φίλο; Μα καλά, κι ο Κων/νος; μου απάντησε αναλόγως. Ακούς; φώναξε στον πατέρα μου, που διάβαζε το δικό του άρθρο στην εφημερίδα. Η κόρη σου έχει φίλο!
Ο πατέρας μου αποφεύγει την τηλεόραση. Έτσι αρκέστηκε σε μια διαφορετική αντίδραση:
- Φίλο; Τι φίλο, γκόμενο; Με την ευχή μου, αρκεί να παρατήσεις αυτόν τον ημιμαθή νεόπλουτο.
- Δυστυχώς για σένα, μπαμπά μου, είναι φίλος-φίλος κι όχι φίλος-γκόμενος, παρεξηγήθηκα - αλλά όχι για πολύ.
- Πώς τον λένε; Πού τον γνώρισες; Τι δουλειά κάνει; Είναι ωραίος; η μαμά μου με μια ανάσα.
Τους εξήγησα με το πιο αδιάφορό μου ύφος. Χαμογέλασαν με τον τρόπο της γνωριμίας μας, ενθουσιάστηκαν με τις σπουδές του, αδιαφόρησαν -ο μπαμπάς- και με λοξοκοίταξαν -η μαμά- για την εμφάνισή του κι αποδοκίμασαν τ’ όνομά του.
- Μα τι μαλακίες είναι αυτές; πρόλαβε να πεταχτεί ο μπαμπάς. Τι ανόητη συνήθεια να καταστρέφουν τα ονόματά τους. Γιατί δεν τ’ άφηνε Δημήτρης; Εύηχο κι ελληνικότατο. Άκου Μήτσος!
Παύση. Το γνωστό-σιχαμένο συγκαταβατικό μου χαμόγελο. Και μετά:
- Μα, αγαπητοί μου γονείς, το Μήτσος δεν προέρχεται απ’ το Δημήτρης.
Νέα παύση, μικρότερη, και νέο χαμόγελο:
- Προέρχεται απ’ το Θεόδωρος! και κέρδισα την απόλυτη προσοχή τους.

3.

Μου είπε την ιστορία την ημέρα της υποτιθέμενης γιορτής του. Αφού με κούφανε στο τηλέφωνο, μου πρότεινε να συναντηθούμε για καφέ. Βρεθήκαμε στην τσαγερία του Ψυχικού. Το πρώτο μας ραντεβού (τι αηδίες!).
- Δεν πιστεύεις πως τ’ όνομά μας συμμετέχει, έστω ελάχιστα, στον προσδιορισμό της ταυτότητάς μας; άρχισε ο Μήτσος. Πες πως σε λένε Γιάννη. Αλλιώς σ’ αντιμετωπίζουν οι άλλοι ως Ιωάννη κι αλλιώς ως Γιαννάκη. Ίσως αντιμετωπίζεις κι εσύ ο ίδιος διαφορετικά τον εαυτό σου. Ή πες ότι σε λένε Ηρακλή. Δεν αισθάνεσαι, σαν πιτσιρίκι, μια συγγένεια με τον ήρωα; Λειτουργεί κάπως μεταφορικά για τον χαρακτήρα σου, είναι σαν μια σχέση αντικατάστασης. Εσύ να πραγματοποιείς όλους τους άθλους ή να νομίζεις πως μπορείς να τους πραγματοποιήσεις. Δεν μπορώ να στο τεκμηριώσω επιστημονικά. Δεν το 'χω ψάξει εμπεριστατωμένα, ούτε έχω τις γνώσεις, άλλωστε. Απλά, υποπτεύομαι πως είναι κάπως έτσι. Για σκέψου, κουβαλάμε τ’ όνομά μας σ’ όλη μας τη ζωή και πιθανώς είναι το πρώτο μη σωματικό χαρακτηριστικό που μαθαίνουμε για τον εαυτό μας.
Θυμήθηκα την Άννα-Μαρία, τον Ερνέστο, την επαρχιώτισσα Βαγγελιώ που μεταμορφώθηκε στην πρωτευουσιάνα Λίλιαν.
- Για συνέχισε.
- Λοιπόν, εγώ με τ’ όνομά μου έχω μια έντονη σχέση αντίθεσης. Απ’ όταν κατάλαβα τι συμβαίνει στον κόσμο, συνειδητοποίησα -ή αν προτιμάς αποφάσισα- πως δεν πιστεύω σε κανένα Θεό. Είμαι απόλυτα άθεος.
- Δεν μπορείς να ‘σαι απόλυτα άθεος, τον διέκοψα. Μπορείς ν’ αποδείξεις πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας πως δεν υπάρχει Θεός;
- Δεν είναι δική μου δουλειά αυτό, κυρία Αποστολοπούλου, μου χαμογέλασε αφοπλιστικά. Απόδειξέ μου εσύ, ο καθένας, πως υπάρχει. Δεν πιστεύω στον Θεό όπως δεν πιστεύω στα φαντάσματα και το τέρας του Λόχνες. Πού είμαστε, στη Ζώνη του Λυκόφωτος; Πώς να πιστέψω σε κάτι που δεν έχω την παραμικρή ένδειξη για την ύπαρξή του, που δεν έχει κυκλοφορήσει ποτέ στην πιάτσα και που, κυρίως, δεν χωράει στην ορθολογική, υλιστική μου θεώρηση για τον κόσμο;
- Κι αφού δεν υπάρχει Θεός, δεν μπορείς κι εσύ να ‘σαι το δώρο του.
- Προφανώς. Όμως πάει πιο πέρα. Καλώς ή κακώς -μάλλον κακώς- ανατράφηκα με τη χριστιανική νοοτροπία. Στις δύσκολες φώναζα «Παναγία μου» και στις ανάποδες έβριζα τον Χριστό μου. Το εννοούσα; Όχι, βέβαια, μια συνήθεια ήταν, η οποία όμως με στεναχωρούσε, αφού μ’ εξομοίωνε μ’ αυτούς που διαφωνούσα.
- Και πήρες την οριστική απόφαση να ξεκόψεις απ’ τη χριστιανική και γενικώς θεοκρατική ορολογία. Έκοψες τις Χριστοπαναγίες και ξαναβαφτίστηκες Μήτσος. Αλλά γιατί Μήτσος;
- Γιατί δεν σημαίνει τίποτα. Είναι μια προσφώνηση, τελικά, σαν το «ρε» ή το «Αζόρ». Είναι κενό, χωρίς νόημα, δεν μπορεί να με προσδιορίσει. Μπορώ να οριοθετήσω τον εαυτό μου ξανά και ξανά, χωρίς την εξάρτηση απ’ τ’ όνομά μου.
Ξαναχαμογέλασε.
- Εξάλλου, το Μήτσος έχει πλάκα, δεν έχει; Είναι σαν ένα ανέκδοτο που μοιράζομαι με τον εαυτό μου. Κάθε φορά που συστήνομαι ως Μήτσος υπονομεύω τη όποια μου σοβαροφάνεια. Αυτοσαρκάζομαι σε προσωπικό επίπεδο και οι άλλοι γύρω μου δεν παίρνουν χαμπάρι.
- Και το δικό μου όνομα; τον ρώτησα γιατί θα ‘σκαγα. Πώς με προσδιορίζει;
- Α, δεν ξέρω, ποιος είμαι ο Φρόιντ; με πείραξε. Για μένα πάντως, όσο δεν προβάλλεις με τσαμπουκά την προσωπικότητά σου, θεωρείσαι άνευ προσωπικότητας και κατά συνέπεια άνευ ονόματος. Σκέψου το, κυρία Αποστολοπούλου.

4.

Ο πατέρας μου ξεκαρδίστηκε κι εξέφρασε την επιθυμία να τον γνωρίσει.
- Ανακάλυψες τον Θεόδωρο τον Άθεο τον Β!, με πληροφόρησε ενθουσιασμένος.
- Γιατί υπάρχει και ο Α; απόρησα.
- Αγράμματη νεολαία! Θεόδωρος ο Άθεος, φιλόσοφος της Κυρηναϊκής Σχολής, τον 4ο αιώνα π.Χ. Αμφισβητούσε την ύπαρξη οποιουδήποτε θεού και κήρυττε ότι οι σοφοί βρίσκονται πάνω απ’ τους νόμους. Οι δε νόμοι, κατά τη διδασκαλία του, έγιναν για τους άμυαλους, με ενημέρωσε η Πάπυρος Λαρούς.
Η μητέρα μου, σαν πιο αυθόρμητη, τον κάλεσε σε γεύμα το επόμενο Σάββατο. Ο Μήτσος δέχτηκε, μάλλον από περιέργεια. Εγώ, για άλλη μια φορά στη ζωή μου, δεν μπορούσα να καταλάβω τι σκατά πήγαινα να κάνω.
Το γεύμα κι ήταν απόλυτα επιτυχημένο, εκτός από κάποιο δεκάλεπτο όταν ο ανύποπτος φίλος μου ανέφερε το ποδόσφαιρο κι έφαγε στη μάπα ένα γενναίο κήρυγμα απ’ τον διάσημο για τους αφορισμούς του μπαμπά μου.
Κατά τ’ άλλα, όλα ήταν τέλεια. Οι γονείς μου σχεδόν τον λάτρεψαν - ακαριαία. Ο ένας γιατί πάντα χαίρεται την καλή παρέα -που σπανίως έβρισκε στους κατά καιρούς φίλους μου- κι η άλλη γιατί φανταζόταν πως μ’ αυτό το γεύμα συνέβαλλε πανηγυρικά στο κεράτωμα του Συζύγου.
Ο Κων/νος ήταν απροκάλυπτα ανεπιθύμητος στο διαμέρισμα του Κολωνακίου και τη ζωή τους. Αντιπροσώπευε τον κύκλο των ανθρώπων που οι δικοί μου σνόμπαραν συστηματικά: νεόπλουτος, με κακή ανατροφή, επιδεικτικός, δεξιός, ημιμαθής και άγουστος. Δεν μας καλούσαν ποτέ στο σπίτι ή έξω, απέφευγαν έξυπνα τι δικές μας προσκλήσεις - σε γενικές γραμμές, κάθε φορά που συναντούσαν το Αποστολοπουλέικο, ίσα που τους μιλούσαν.
Φυσικά, ήταν απίστευτα υπερβολικοί. Εντάξει για τα πεθερικά, αλλά ο Κων/νος μου ήταν πολύ συμπαθητικός, κομψός και με τρόπους, ευγενικός και διακριτικός. Δεν αγαπούσε την όπερα και το θέατρο και προτιμούσε τον αμερικάνικο κινηματογράφο απ’ τον ευρωπαϊκό, αλλά δεν ήταν δα και κανένας άξεστος!
Μ’ εκνεύριζε αυτή η έμμονη αντιπάθειά τους και μ’ έφερνε σε δύσκολη θέση. Ευτυχώς, ο Σύζυγος δεν έδειχνε να ενοχλείται ιδιαίτερα - αντίθετα με τα πεθερικά μου, που ψόφαγαν να γίνουν αποδεκτοί στον κύκλο των γονιών μου.
Η μόνη που συμπαθούσαν κι έβλεπαν συχνά, συχνότερα κι από μένα, ήταν η Άννα-Μαρία. Αλλά αυτή, στο φινάλε, δεν πιάνεται γι’ Αποστολοπούλου.

5.

Την άλλη μέρα του γεύματος, Κυριακή, μας είχαν καλέσει τα Πεθερικά για τσάι. Όταν λέμε τσάι στην Εκάλη, εννοούμε τριάντα πιάτα πλήρους διατροφικής αξίας. Κέικ γλυκά και κέικ αλμυρά, σολομοί, πέστροφες και χαβιάρια, μπλίνις, μάφινς, ντόνατς, πίτες και στρούντελ και ούτω καθεξής.
Από την πρώτη φορά που με κάλεσαν, με είχε προειδοποιήσει σχετικά η κουνιάδα μου κι έτσι δεν έπεσα ξερή απ’ τους ένστολους σερβιτόρους και τα πορσελάνινα σερβίτσια. Ούτε απ’ τα άπαντα της Chanel και του Gucci. Μόνο απ’ τη βαρεμάρα κινδύνεψα, αλλά μ’ έσωσε η γερή μου κράση.
Έτσι, την ημέρα του συγκεκριμένου τσαγιού, είχα όλη την πολυτέλεια να κοιμηθώ μέχρι αργά, αφού δεν χρειαζόταν να μαγειρέψω. Θα τρώγαμε ένα σάντουιτς, που ήταν σπεσιαλιτέ -άρα και αρμοδιότητα- του Κων/νου και θα κρατούσαμε την όρεξή μας για τ’ απόγευμα.
Εξάλλου, δεν είχα καμιά επιθυμία να σηκωθώ. Η μέρα ήταν μουντή και κρύα και η διάθεσή μου την ακολουθούσε πιστά. Ήθελα ν’ αποφύγω τον άντρα μου, να μη με ρωτήσει πώς τα πέρασα στους γονείς μου, να μην αναγκαστώ να του πω ψέματα.
Δεν ήξερε τίποτα για το γεύμα με τον Μήτσο. Πώς να του το ‘λεγα άλλωστε; Εκείνον δεν τον είχαν προσκαλέσει ούτε μια φορά, ενώ λάτρεψαν τον άλλον μόνο απ’ τις ενθουσιώδεις διηγήσεις μου. Θα πληγωνόταν, και με το δίκιο του. Τι ήταν για μένα ο Μήτσος ώστε να τον παρουσιάσω στους γονείς μου;
Αυτά σκεφτόμουν και κουκουλωνόμουν περισσότερο με τα σκεπάσματα και τις ενοχές μου. Ώσπου χτύπησε το τηλέφωνο:
- Η μητέρα σου, φώναξε ο Κων/νος. Θα το πάρεις;
Το πήρα. Η μητέρα μου, που ήθελε να μου υπενθυμίσει τα εγκαίνια της Τετάρτης στη γκαλερί της (υποθέτω πως θα την έχετε ακουστά). Δήθεν τάχα μου. Κι ένας ενθουσιασμός και μια χαρά! Για τα εγκαίνια.
Ώρες-ώρες αισθάνομαι πως αυτή η γυναίκα με αντιμετωπίζει σαν τρίχρονο(μάλλον τις περισσότερες ώρες). Θέλει να μου πει κάτι και το γυρίζει από δω, το φέρνει από κει, το γυροφέρνει, το γυροφέρνει και ξαφνικά μου το πετάει στα μούτρα:
- Λοιπόν, τι θα κάνεις από δω και μπρος; μπήκε στο ψητό.
- Συγνώμη; διατήρησα μια τελευταία ελπίδα.
- Λέω, βρε παιδάκι μου, τώρα που θα χωρίσεις. Το συζητήσαμε με τον πατέρα σου και συμφωνήσαμε να σταθούμε στο πλευρό σου, ηθικά και οικονομικά, συνέχισε ακάθεκτη.
Αυτή τη φορά δεν κατάφερα ούτε ν’ απαντήσω. Της έκλεισα το τηλέφωνο στα μούτρα και το ‘βγαλα απ’ την πρίζα.
- Κων/νε κοιμάμαι! Αν με ζητήσει κανείς, πες πως πήγα ανθρακωρύχος στο Βέλγιο.
Φυσικά, δεν καταδέχτηκε να ξαναπάρει. Μα φαντάζεστε τι φρίκη έφαγα με κείνο το τηλεφώνημα; Πάνω που βρίσκεις έναν άνθρωπο να συνεννοηθείς, ξαφνικά τον εγκρίνουν οι γονείς σου! (Καλά οι δικοί μου έφτασαν παραπέρα, προθυμοποιήθηκαν να μου κάνουν πλάτες για να κερατώσω ή να χωρίσω τον άντρα μου).
Άρχιζα ν’ αμφιβάλλω για την αξία της καινούριας μου φιλίας. Τώρα γελάω μ’ εκείνη την εποχή, με την ολοφάνερη αναποδιά της υπαρκτής ακόμα εφηβείας μου. Όμως εκείνη τη μέρα ήμουν πολύ δυστυχισμένη. Ο Μήτσος στο στόχαστρο της αυτοκριτικής μου και το απόγευμα τσάι στους Αποστολόπουλους!

6.

Όπως τις περισσότερες φορές, η πνευματική μου ακεραιότητα διατηρήθηκε χάρη στην Άννα-Μαρία. Εμφανίστηκε στο τσάι πάνω που ετοιμαζόμουν να κλειστώ σ’ ένα απ’ τα δεκατέσσερα μπάνια της έπαυλης και να κόψω τις φλέβες μου με τα δόντια μου.
Σχεδόν τη βλέπω μπροστά μου, μαυροντυμένη και λαμπερή, με μια απίθανη μεταξωτή εσάρπα να χαϊδεύει τους ολοστρόγγυλους, γυμνούς της ώμους. Χαμογέλασε αστραφτερά στο πλήθος κι ήρθε να με σώσει απ’ την κυρία Υπουργού Μεταφορών, που μ’ είχε πιάσει μονότερμα με το σκατόπαιδό της, πρωτοετή στο London School of Economics.
Από τότε που «συμφιλιώθηκε» με το οικογενειακό της περιβάλλον δεν έχανε εκδήλωση για εκδήλωση των Αποστολόπουλων.
- Συγγραφέας είμαι, αγάπη μου, συνήθιζε να λέει. Αυτοί οι άνθρωποι που μαζεύονται και κοσμικεύουν είναι το υλικό μου, η μαγιά των βιβλίων μου. Αν δεν γράψω γι’ αυτούς για ποιους θα γράψω; Για σένα και για μένα; Οι γονείς μου μπορεί να με ταλαιπώρησαν πολύ στη ζωή μου, να με φόρτωσαν ενοχές και συμπλέγματα που ακόμα παλεύω να ξεπεράσω, αλλά δεν μπορώ να μην τους αναγνωρίσω την τεράστια συμβολή τους στη συγγραφική μου καριέρα. Χωρίς αυτήν την εξωφρενική οικογένεια θα ήμουν ένας ακόμα φυσιολογικός, υγιής άνθρωπος. Σου ακούγεται αυτό για συγγραφέας;
Τη λατρεύω την Άννα-Μαρία. Την καμάρωνα και την καμαρώνω ακόμα, παρόλο που ‘χω μήνες να τη δω. Περιμένω μ’ αγωνία την έκδοση κάθε καινούριου της βιβλίου, ρουφάω μ’ απόλαυση τις λέξεις της και ξαναβρίσκω ανάμεσα στις γραμμές το ανατρεπτικό γέλιο και την πληθωρική, θηλυκή της φιγούρα.
Εκείνο το πικραμένο Κυριακάτικο απόγευμα την υποδέχτηκα σαν από μηχανής θεά. Με βούτηξε απ’ το μπράτσο και με παρέσυρε στην άλλη άκρη της σάλας. Κάτσαμε στο σκαμνάκι του πιάνου. Λίγο πριν γυρίσω -με χαρά- την πλάτη μου στους κοσμικούς, έψαξα με το βλέμμα να βρω τον Κων/νο. Κουβέντιαζε -τα των υπολογιστών, υποθέτω- με το γενικό κουμάντο της IBM στην Ελλάδα. Μπορούσα να κουτσομπολέψω χωρίς ν’ ανησυχώ γι αυτόν.
- Μεγάλη ιστορία αυτό το πιάνο, άρχισε η κουνιάδα μου. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα μαρτυρικά απογεύματα που προσπαθούσα να μεταμορφωθώ σε σολίστ, υπό τις ένρινες οδηγίες της ανέραστης Γαλλίδας δασκάλας μου. Το σιχαινόμουν το πιάνο! Θεέ μου, τι μπορεί να τραβήξει ένα παιδί απ’ τις μονομανίες των γονιών του!
Εμένα μου λες! Η ταμένη στη διανόηση κόρη, που τόλμησε να επιδείξει ταλέντο στο χορό.
Σκέφτηκα την εικόνα μας, έτσι όπως καθόμασταν σ’ εκείνο το σκαμνάκι. Δυο όμορφες, νέες γυναίκες, με τις πλάτες γυρισμένες στη δήθεν πραγματικότητα. Η μια προοριζόταν για άχρωμη και άοσμη κοσμική, διακοσμητική φιγούρα στο πλευρό ενός βιομηχάνου ή εφοπλιστή συζύγου. Έγινε μαχητική φεμινίστρια, αναρχική, συγγραφέας και παντρεύτηκε έναν μπρατσαρά οικοδόμο.
Η άλλη, προοριζόμουν για φεμινίστρια, μαχητική αριστερή, διανοούμενη, ίσως συγγραφέας. Έγινα παρολίγον χορεύτρια και διακοσμητική σύζυγος στο πλευρό ενός πλούσιου Συζύγου.
- Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε απ’ την επιρροή των οικογενειών μας, συνέχισα φωναχτά τη σκέψη μου. Αντιδρούμε στις επιλογές και τις προσδοκίες τους πράττοντας τα εκ διαμέτρου αντίθετα. Και δεν μπορώ να βγάλω απ’ το μυαλό μου πως οι δήθεν συνειδητές αποφάσεις μας παίρνονται μόνο και μόνο για τη χαρά της κόντρας.
- Μίλα για τον εαυτό σου, απάντησε η κουνιάδα μου. Εγώ πάντα ήθελα να γράφω. Ίσως αν είχα την υποστήριξή τους να ‘γραφα πιο εύκολα και πιο αντικειμενικά. Ίσως και όχι. Όσο για τον ανόητο γάμο μου, δεν μετανιώνω, καλή μου. Μου ‘δωσε τη Ρόζα.
Δεν είχε κι άδικο. Εκείνη -μετά από σαράντα κύματα- κατάφερε να φτιάξει τη ζωή της όπως την είχε φανταστεί. Πάλεψε και μάτωσε, αλλά δε λύγισε. Ίσως γιατί είχε να παλέψει και για τη Ρόζα.
Ενώ εγώ; Βολόδερνα βολεμένη στην τεμπελιά μου, ξόδευα τον χρόνο μου ψάχνοντας να βρω ενόχους για την απραξία μου. Η μαμά, ο μπαμπάς, ο Κων/νος και η πουτάνα η κοινωνία.
Εκείνη τη στιγμή, στο σκαμπό του πιάνου των Αποστολόπουλων και με την πλάτη μου γυρισμένη στο τσάι, ένιωσα πόσο πολύ μου έλειπε ο χορός.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΗΤΣΟΣ