Το Μυστικο Κλειδι Της Λειτουργιας Του Χρονου

Ο ΞΕΝΟΣ

Ο ΞΕΝΟΣ | Η ΠΥΛΗ | Ο ΚΟΣΜΟΣ

Ητανε καποτε λεει, οχι πολυ παλια, πριν απο μερικα χρονια θαρρω, ενας ταξιδευτης στον τοπο μας απο πλουσια γενια, που γυριζε πολεις και χωρια γνωριζοντας ανθρωπους.
Απο μικρο παιδι ειχε μια διψα και μια πεινα φοβερη, να γνωρισει τον κοσμο. Κι ετσι οταν τελειωσε το σχολειο, αποχαιρετησε τους δικους του και πηρε τους δρομους.
Πριν ξεκινησει ομως, εβαλε εναν ορο στον εαυτο του: οπου κι αν πηγαινε, σ’ οποιο μερος του κοσμου κι αν τον εβγαζε ο δρομος του, δεν θα χρησιμοποιουσε αλλο μεσο μετακινησης εκτος απο τα ποδια του.

* Ειμαστε συμφωνοι; ρωτησε τον εαυτο του

- Συμφωνοι, απαντησε ο εαυτος του και ξεκινησαν.

Περπατησε πολυ καιρο, μονος, μεσα στους καμπους και τα βουνα. Και το νεαρο αγορι αντρεψε και θεριεψε, μαθαινοντας τον κοσμο.

Ψηλος πια, μελαχροινος, γεροδεμενος αντρας, γυρω στα τριαντα, με μακρια μαλλια δεμενα πισω κι ενα πυκνο μαυρο γενι σχεδον μυτερο να σκεπαζει το σαγονι του, πολυπειρος ταξιδευτης και οδοιπορος, ετυχε ενα πρωϊνο, χαραμα ητανε, ν’ ανηφοριζει στην πλαγια ενος λοφου. Λιγα μετρα ηθελε ακομα μεχρι την κορυφη και σταθηκε για μια στιγμη κουρασμενος, ακουμπωντας στο χοντρο ραβδι του.
Εριξε μια ματια μακρια στο γαλαζωπο οριζοντα με τα ξεθωριασμενα βουνα και μετα στραφηκε να τελειωσει το ανηφορικο μονοπατι.
Βουνισιος δρομος, σπαρμενος με βραχια σε καθε του βημα. Πυκνη χαμηλη βλαστηση σκεπαζε τον τοπο με αγκαθερους θαμνους.
Εφτασε στην κορυφη, με δυο-τρεις μεγαλες δρασκελιες και σταματησε παλι. Ξαναπηρε μια βαθια ανασα∙ εφτιαξε λιγο την πολυκαιρισμενη φορεσια του και αναστεναξε με ανακουφιση κοιταζοντας ισια μπροστα του.

* Επιτελους, μουρμουρισε, θα δω και παλι ανθρωπους.

Στα ποδια του απλωνοταν μια πλατια κοιλαδα με πλουσια βλαστηση, περιβολια και αμπελια και ελαιωνες στα πλαγια, με τις ελιες φυτεμενες σε σειρες. Και εκει προς το κεντρο της κοιλαδας, σπιτια πολλα, με στεγες κοκκινωπες και παραθυρα τζαμωτα που αντιφεγγιζαν το φως του ηλιου που ανετειλε εδω και καμποση ωρα πισω του.
Ξαναφτιαξε και παλι τη φορεσια του καλυτερα και μετακινησε λιγο περα-δωθε τη ζωνη στη μεση του. Καπου στο πλαϊ, μισοφανηκε ενα βαρυ πουγγι που κουδουνιζε ελαφρα.

Ο οδοιπορος πηρε και παλι το μονοπατι κατηφοριζοντας αυτη τη φορα, με μεγαλυτερη προσοχη ομως.
Η αποσταση ητανε μακρινη μεχρι το κεντρο της κοιλαδας και θα του ’παιρνε ωρες μεχρι να φτασει.

Περπατουσε πιο ξεκουραστα τωρα, παραμεριζοντας καπου-καπου με το ραβδι του τα χαμοκλαδα. Μια-δυο φορες αναγκαστηκε να περπατησει και πανω στους αγκαθερους θαμνους, γιατι ειχανε κλεισει εντελως το μονοπατι.
Οταν εφτασε στη ριζα του λοφου ο ηλιος ειχε ανεβει αρκετα, μα η πρωϊνη δροσια ητανε ακομα ζωντανη. Ο τοπος ημερεψε και το μοναπατι εγινε φαρδυτερο. Βαδιζε τωρα πιο σταθερα. Μετα απο λιγο, τελειωσε και το μονοπατι και βγηκε στο δρομο που οδηγουσε στο χωριο.
Μεσημεριαζε πια οταν εφτασε στα πρωτα σπιτια. Δεξια και αριστερα του απλωνονταν φραχτες και περιβολια γεματα με πορτοκαλλιες, που ητανε φορτωμενες με ολοασπρους ανθους που σκορπιζαν στον αερα το μεθυστικο τους αρωμα.
Ενας σκυλος του γαυγισε απο καπου στο βαθος κι αμεσως δυο-τρεις αλλοι του αποκριθηκαν μανιασμενα.
Διψαγε και το στομαχι του γουργουριζε κι αυτο πεινασμενο.
Καπου στα δεξια του, ειδε μια σκυφτη γυναικεια σιλουεττα πισω απο ενα συρματοπλεγμα.
Λοξοδρομησε και περνωντας, μ’ ενα μικρο πηδημα το αυλακι στην ακρη του δρομου, πιαστηκε απο το συρμα για να μη πεσει και φωναξε:

* Κυρα! Ε! κυρα...

Η γυναικα ανασηκωθηκε λιγο κρατωντας τη μεση της. Ενας σκυλος ορμησε πανω στον ξενο γαυγιζοντας αγρια∙ κι αυτος, πισωσταθηκε λιγο αφηνοντας το συρμα.

- Ποιος εισαι του λογου σου και μου φωναζεις; μιλησε η γυναικα.

* Καλημερα σου κυρα! ξαναειπε ο αντρας. Ερχομαι απο μακρια και περπαταω πολλες ωρες... Λιγο νερο, μπορεις να μου δωσεις;

Η γυναικα πλησιασε στο συρμα, κρατωντας στο χερι ενα μαχαιρι της δουλειας, ενω ο σκυλος εξακολουθουσε να γαυγιζει στο πλαϊ της.

- Παψε κι εσυ, στραφηκε και του φωναξε αποτομα η γυναικα κι ο σκυλος μαζευτηκε για λιγο, ξερογλειφοντας τα χειλη του, κρατωντας ομως τ’ αυτια του ορθια και τα ματια καρφωμενα στον αγνωστο.

- Απο που ειπες οτι ερχεσαι; ξαναμιλησε η γυναικα.

* Απο μακρια κυρα, απο πολυ μακρια και κολλησε το στομα μου, απο το δρομο και τη σκονη... Ενα ποτηρι νερο μπορεις να μου δωσεις; Αν ειναι ευκολο, συμπληρωσε.

Η γυναικα τον ξανακοιταξε απο πανω μεχρι κατω προσεκτικα και ειπε:

- Νερο ειναι ευκολο να σου δωσω ξενε... Αλλα ξερεις... Εδω οι ανθρωποι ειναι παραξενοι... Καλυτερα να προχωρησεις παρακατω∙ θα βρεις αλλον... Μη σε παρει και κανενα ματι...

Και γυρνωντας του αποτομα την πλατη, απομακρυνθηκε προς τα μεσα τραβωντας το σκυλο απο το περιλαιμιο.
Ο αντρας την κοιταξε μια–δυο στιγμες αποσβολωμενος και μετα σηκωνοντας ελαφρα τους ωμους του με αμηχανια, περασε παλι το αυλακι και ξαναπηρε το δρομο σκεφτικος.
Ειχε μπει πια για τα καλα στο χωριο και αλλο ανθρωπο δεν ειχε συναντησει. Μα λιγο πριν φτασει στη μεγαλη στροφη του δρομου στ’ αριστερα, ακουσε τον ηχο ενος αυτοκινητου που κατεβαινε. Ταυτοχρονα μεσα στ’ αυλακια του δρομου δεξια κι αριστερα, αρχισε να κελαρυζει νερο.
Μια πορτα εκλεισε δυνατα στο πλαϊ του και μια τσιριχτη γυναικεια φωνη εσκισε τον αερα:

- Γιωργή, ελα να διαβασεις... Σε λιγο πρεπει να φας και να φυγεις... Ποτε θα διαβασεις...

- Καλα ρε μανα, ερχομαι, μη φωναζεις, απαντησε μια αγοριστικη φωνη. Κι αμεσως μετα ακουστηκαν γρηγορα βηματα, ν’ ανεβαινουν σε ξυλινη σκαλα.
Ενα κοκκινωπο αγροτικο φανηκε στη στροφη του δρομου και ο οδοιπορος κοντοσταθηκε παραμεριζοντας.

- Καλημερα πατριωτη, του φωναξε ο οδηγος, σκυβοντας λιγο προς το μερος του κι απομακρυνθηκε γρηγορα στο δρομο πριν προλαβει να ακουσει την απαντηση του ξενου.

Ο οδοιπορος συνεχισε, εστριψε αριστερα περνωντας κατω απο το μεγαλο πλατανο και βγηκε στην πλατεια του χωριου. Δηλαδη, τι πλατεια... Ενα πλατωμα ηταν ολο κι ολο που το δημιουργουσαν τεσσερις - πεντε δρομοι του χωριου που κατεληγαν στο ιδιο σημειο! Και ητανε γεματο λογης ανθρωπους. Αλλοι πηγαιναν, αλλοι ερχονταν και ολοι μιλουσαν δυνατα, φτιαχνοντας με τις φωνες τους και τις παρουσιες τους ενα παραξενο μειγμα. Και γυρω - γυρω στις ακρες του πλατωματος διαφορα καταστηματα. Κανα-δυο ητανε κλειστα, με τα μισοσκουριασμενα τους ρολα κατεβασμενα.

* Θα εχουνε φαινεται πολυ καιρο να λειτουργησουν, συλλογιστηκε ο ξενος.

Σταθηκε καπου στη μεση της πλατειας, ψαχνοντας με το βλεμμα του τριγυρω.

* Δεν μου λετε σας παρακαλω, ειπε ξαφνικα σ’ εναν περαστικο, μηπως υπαρχει περιπτερο στο χωριο σας;

Ο αλλος κοντοσταθηκε για λιγο κι αφου περιεργαστηκε αστραπιαια τον ξενο, του ειπε:

- Ναι! Εδω πιο πανω, εχει ενα... Και σηκωνοντας το χερι του, εδειξε προς τον κεντρικο δρομο. Και μετα κινησε να φυγει, μα ξανασταθηκε:

- Ειναι ομως κλειστο αυτες τις μερες, προσθεσε.

Και πριν προλαβει ο οδοιπορος να μιλησει συνεχισε:

- Εχει κι ενα ακομα στην αλλη ακρη του χωριου, μα ειναι καπως μακρια. Αν θες να πας, απο ’κει πανε...

Και χωρις να παρει ανασα συνεχισε με ορμη:

- Ειχαμε κι αλλο ενα, εδω πιο κατω στη στροφη, στο στενο, μα ο ιδιοκτητης του το ’κλεισε γιατι ο γιος του περασε στο μεγαλο σχολειο, στην πρωτευουσα και αυτος πηγε μαζι του. Δηλαδη ολοι εφυγαν για να μην ειναι το παιδι μονο του...
’ Αλλα για στασου, τι το θες το περιπτερο; Καπνιζεις; Τσιγαρα θες;

Ο οδοιπορος χαμογελασε ελαφρα.

* Να, ξερετε... Θα ’θελα να παρω κατι... Γιατι ειμαι πολλες ωρες στο δρομο, χωρις φαγητο και... καταλαβαινετε...

- Και γιατι δεν πας στο φουρνο; Πισω σου ειναι... Στο κτιριο με την καμιναδα... Και λιγο πιο πανω στην ιδια πλευρα, εχει κι ενα μπακαλικο. Μπες και κατι θα βρεις... Κι εδω παρα διπλα, στο δευτερο δρομο εχει μια ψησταρια... Οχι σπουδαια πραγματα βεβαια... Tης ωρας! Μονο που δεν ξερω, αν ειναι ανοιχτος τετοια ωρα... Αντε, γεια σου τωρα...

Και πριν προλαβει ο οδοιπορος να τον ευχαριστησει, γυρισε και απομακρυνθηκε, βιαστικα. Μαζι του διαλυθηκαν και δυο-τρεις μικροπαρεες, που ειχαν σταθει και παρακολουθουσαν τη συζητηση.
Ο κουρασμενος οδοιπορος, οπως τον ειχε συμβουλεψει ο περαστικος, γυρισε προς την μερια της καμιναδας κι ανοιγοντας το βημα του, περασε απεναντι και βρεθηκε μπροστα στο φουρνο. Με τη μυρωδια του ψωμιου στα ρουθουνια του, μπηκε μεσα και κατευθυνθηκε προς τον ξυλινο παγκο με την ταμειακη μηχανη.
Πισω απο τον παγκο, στεκοταν ενα κοριτσοπουλο με μακριες πλεξιδες και μολις ο ξενος πλησιασε τον ρωτησε:

- Οριστε κυριε, τι θελετε;

Κι ο ξενος, ριχνοντας μια γρηγορη ματια στα ψωμια, που βρισκονταν αραδιασμενα στα ραφια, εδειξε ενα.
Το κοριτσι κατεβασε το ψωμι, το τυλιξε σ’ ενα χαρτι και το ’σπρωξε προς τον αντρα λεγοντας την αξια του. Κι αυτος, παραμεριζοντας ελαφρα τη φορεσια του που σκεπαζε το πουγγι, το ανοιξε και πιανοντας ενα νομισμα το αφησε πανω στο παγκο.
Το κοριτσι με τη σειρα του πηρε το νομισμα στο χερι και κανοντας να δωσει τα ρεστα, το ξανακοιταξε με εκπληξη και εβαλε μια δυνατη φωνη:

- Πατερα... Για ελα ’δω.

- Τι ’ναι κορη μου; της αποκριθηκε ενας αντρας απο το βαθος.

- Ελα να δεις, γιατι εγω δεν ξερω... Ελα...

Κι αμεσως σχεδον, απο τη μισανοιχτη πορτα πισω απο το κοριτσι, προβαλε ο φουρναρης πασπαλισμενος με αλευρι και με τη μακρια ολοσωμη ασπρη ποδιά να κρεμεται μπροστα του.

- Τι ειναι παιδι μου, τι θελεις;

- Τι ειναι αυτο πατερα; Ξαναειπε η μικρη, τεινοντας του το νομισμα.

Ο φουρναρης πηρε το νομισμα κι αφου το κοιταξε καλα-καλα και απο τις δυο πλευρες, γυρισε με εκπληξη προς τον ξενο:

- Μα, αυτο κυριε μου, ειναι χρυσο!

* Το ξερω! του απαντησε κι ο αλλος απορημενος.

- Και μου δινετε, ενα χρυσο νομισμα; Για να παρετε ενα ψωμι; Λυπαμαι δεν γινεται...

* Και γιατι δεν γινεται; ρωτησε και παλι ο ξενος.

- Μα κυριε μου, ενα ψωμι κανει πολυ λιγοτερο απο αυτο το ακριβο νομισμα. Κι εγω δεν εχω ρεστα να σας δωσω... Αλλο εχετε; Μικροτερο...

* Ναι, εχω! απαντησε ο ξενος.
Και παραμεριζοντας για δευτερη φορα τη φορεσια του, ανοιξε ξανα το πουγγι, επιασε ενα μικροτερο νομισμα και το δωσε στο φουρναρη παιρνοντας πισω το μεγαλυτερο.
Ο φουρναρης κοιταξε και παλι με τον ιδιο τροπο το δευτερο νομισμα και ξαναειπε με ακομα μεγαλυτερη εκπληξη:

- Μα κι αυτο χρυσο ειναι... Λυπαμαι κυριε μου, λυπαμαι πολυ, αλλα δεν γινεται...Τα νομισματα σας, ειναι πολυ ακριβα για μενα.
Και δινοντας πισω και το δευτερο νομισμα στον ξενο, τραβηξε το διπλωμενο ψωμι προς τα μεσα και το αφησε μπροστα στο παιδι:

- Βαλτο κορη μου στη θεση του, δεν μπορουμε να εξυπηρετησουμε τον κυριο.

Και απευθυνομενος για τελευταια φορα στον μελαχροινο αντρα, του ειπε:

- Εδω διπλα μας, στα δεξια οπως βγαινεις, προς την ανηφορα, δυο πορτες παρα πανω, ειναι ενας μπακαλης... Μπορει αυτος να εχει να σου το αλλαξει.

Και γυριζοντας την πλατη του χωθηκε και παλι μεσα στη μισανοιχτη πορτα, τιναζοντας με το χερι του το αλευρι απο τη ποδια του. Ενω ο οδοιπορος, με τα ματια του κοριτσιου καρφωμενα πανω του, στραφηκε προς την εξοδο και βγηκε απο το φουρνο, περισσοτερο πεινασμενος απο πριν, ανηφοριζοντας προς τα δεξια.
Φθανοντας στην πορτα του μπακαλικου, οπως του ειχε πει ο φουρναρης, σταματησε για λιγο διστακτικος, αλλα μετα αποφασιατικα μπηκε μεσα.
Στη μεση του μαγαζιου, στεκοταν ορθιος ενας καλοντυμενος αντρας που τον καλωσορισε:

- Καλημερα σας κυριε, τι θελετε;

Εκεινη τη στιγμη, απο καπου στο βαθος δεξια, ακουστηκε ενας πνιχτος γδουπος, σαν πεσιμο. Κι ο καλοντυμενος μαγαζατορας γυριζοντας, φωναξε αγρια:

- Ρε Νικολα; Προσεχε λιγο ρε... Το βαρελι με το τυρι, ειναι ακριβο πραγμα... Προσεχε, γιατι αλλοιμονο σου...

Και ξαναγυριζοντας προς το μερος του ξενου, ξαναρωτησε ευγενικα:

- Οριστε κυριε μου, τι ειπατε οτι θελετε;

Ο οδοιπορος χωρις αλλη κουβεντα, ανοιξε το αριστερο του χερι οπου κρατουσε ακομα τα νομισματα απο το φουρνο και πιανοντας το μικροτερο με το δεξι το δειξε στο μπακαλη, λεγοντας:

* Εχω αυτο το νομισμα... Μπορειτε να μου δωσετε κατι φαγωσιμο;

Ο μαγαζατορας εγειρε λιγο προς το μερος του ξενου, με το ματι του να γυαλιζει ελαφρα διεσταλμενο, απλωνοντας συναμα και το χερι του. Μα ξαφνικα, το μετανιωσε! Και πισωπατωντας, σηκωσε το απλωμενο του χερι ψηλα σα να ηθελε να αποκρουσει κατι και χωρις ευγενειες πια ειπε στον αλλο κοφτα:

- Οχι, κυριε μου, δεν μπορω να σου δωσω τιποτα, μ’ αυτο το νομισμα. Κι ουτε κανείς εδω στο χωριο μας μπορει να το δεχτει...
Ο ξενος σαστισε στιγμιαια και ο μαγαζατορας συνεχισε:

- Ξερουμε οτι υπαρχουν και κυκλοφορουν τετοια νομισματα κυριε μου, αλλα εδω σ’ εμας δεν κανουν!
’ Το χωριο μας ειναι μικρο... Και τοσο πολυ χρημα μαζεμενο, μας ειναι αχρηστο! Δεν μπορουμε να το χρησιμοποιησουμε...
’ Καλυτερα να φυγεις απο ’δω. Κανεις δεν μπορει να σ’ εξυπηρετησει... Αν δεν εχεις απο τα συνηθισμενα χρηματα, τοτε πρεπει να πας αλλου...
Και δειχνοντας την εξοδο, συμπληρωσε:

- Αν περιμενεις λιγο εξω απο την πορτα, θα περασει καποιο απο τα δυο ταξι του χωριου, να σε παει στη μεγαλη πολη, πισω απο τα βουνα... Καμμια ωρα δρομος ειναι, το πολυ. Εκει θα μπορεσουν να δεχτουν τα νομισματα σου. Γιατι εκει το κυκλοφορουν πολυ, αυτο το μεγαλο χρημα.

Κι ο ξενος, ο οδοιπορος μας, λυπημενος και κατηφης, βγηκε για δευτερη φορα στο δρομο... Ανηφορησε λιγο ακομα πανω στο πλακοστρωτο πεζοδρομιο και σωριαστηκε σχεδον σ’ ενα μικρο πετρινο πεζουλι που βρεθηκε μπροστα του. Ενιωθε πραγματικα πολυ κουρασμενος!...
Μα ξαφνικα, τιναχτηκε και παλι πανω πανω μονολογωντας:

* Λες; Λες να μου ζητησουν να πληρωσω και για το πεζουλι; Και δεν θα εχω, τι να τους δωσω... Καλυτερα θα ειναι να περπατησω...

Και μουρμουριζοντας, ξαναπηρε το δρομο με την πεινα και τη διψα να τον βασανιζουν και να τον συμβουλευουν παραξενα πραγματα!
* Με τοσο χρημα πανω μου και να μη μπορω να αγορασω κατι για φαγητο σ’ αυτο το χωριο.... Κατι πρεπει να κανω τελικα! Δεν μπορω να να συνεχισω ετσι χωρις φαγητο... Κι ουτε νερο δεν θα μου δινουν...
Και τοτε το αποφασισε:

* Θα γυρισω στα σπιτια του χωριου, ζητωντας μια ελαχιστη φιλοξενια... Κατι να φαω και κατι να πιω... Αυτο θα κανω... Ε! Καποιος θα βρεθει...

Και στριβοντας αποτομα δεξια, στο πρωτο στενο που βρηκε μπροστα του, εβαλε σε εφαρμογη το σχεδιο του.

Αργα το αποσημερο, θα ’ταν τεσσερις με τεσσεραμιση η ωρα, ο ξενος ξαναβγηκε στον κεντρικο δρομο. Πολυ πιο πανω ομως απο το πλατωμα με το φουρνο και το μπακαλικο που ειχε συναντησει οταν πρωτομπηκε στο χωριο. Κι επειδη πρωτυτερα ειχε κοψει δυο-τρεις φορες τον κεντρικο δρομο καθετα, ψαχνοντας μεσα στη νταλα του μεσημεριου για το φιλοξενο σπιτι, τωρα ξαναφανηκε στο δρομο απο την αλλη του πλευρα.

Απεναντι του ακριβως ορθωνε επιβλητικα το αναστημα της μια μεγαλη πετροκτιστη εκκλησια, με ευρυχωρο τετραγωνο αυλογυρο και σκουρωπα καγκελα πανω σε μια κοντη μαντρα.
Το σχημα της ητανε αρκετα περιεργο και τραβηξε αμεσως την προσοχη του! Μα πιο πολυ απ’ ολα, το βλεμμα του στηλωθηκε στη μακροστενη κοκκινωπη κεραμοσκεπασμενη στεγη της και στο ψηλο τρουλο της με τα πολλα μικρα παραθυρα γυρω-γυρω, σκεπασμενος κι αυτος με τα ιδια κοκκινα κεραμιδια, οπως και η υπολοιπη στεγη της εκκλησιας. Δεν ειχε ξαναδει κατι τετοιο...
Σκεφτηκε να μπει ν’ αναψει ενα κερι και με το βλεμμα του αναζητησε την πορτα... Μα ηταν κλειστη μεσ’ το μεσημερι...

Διπλα στην εκκλησια στ’ αριστερα της, κολλητα σχεδον, βρισκοταν ενα καφενειο, με μεγαλη αυλη και πολλα πυκνοφυλλα δεντρα, που εριχναν τη σκια τους πανω στα τραπεζακια του. Ερημο ηταν τετοιαν ωρα... Ψυχη δεν φαινοταν.

Ψευτοακουμπησε αποσταμενος σ’ ενα δεντρακι που ηταν διπλα του αντιστηλωμενο μ’ ενα χοντρο και ψηλο τετραγωνισμενο πασσαλο στο χρωμα του ξυλου και βυθιστηκε στους συλλογισμους του.

* Θεε και Κυριε! μουρμουρισε. Μα ηταν δυνατο, ολοκληρο χωριο, να μη μπορει να φαει και να πιει κατι; Και να πεις, οτι δεν ειχε χρηματα; Αφθονα...Αλλα δεν περναγανε σε τουτο τον τοπο. Αχρηστα ηταν... Και οι ντοπιοι;

- Ε! παλικαρι μου, ακουστηκε μια βροντερη φωνη.

Ξαφνιαστηκε... Γυρισε το κεφαλι αλαφιασμενος προς την μερια της φωνης. Απο το καφενειο απεναντι, ενας αντρας στη σκια του εγνεφε με το χερι να παει κοντα του.

- Ελα απο ’δω, να μη σε καιει ο ηλιος μεσημεριατικα... Ελα να πιεις ενα ποτηρι νερο... Να ξαποστασεις λιγο...

Ο οδοιπορος απορησε, γιατι ηταν η πρωτη φιλικη κουβεντα που ακουγε στο χωριο. Και ριχνοντας στα κλεφτα δυο γρηγορες ματιες στο δρομο, περασε στην αλλη πλευρα.
Εν τω μεταξυ ο καφετζης, ενας ανάκοντος γεροδεμενος αντρας, με παχυ γκριζωπο μουστακι, ειχε φερει με περισση σβελταδα απο μεσα μια κανατα κρυο νερο κι ενα ποτηρι.
Ελα να καθισεις εδω, ξαναειπε στον ξενο.

Και αφηνοντας την κανατα και το ποτηρι σ’ ενα τραπεζι, καθισε και ο ιδιος τραβωντας μια καρεκλα κοντα.
Ο ξενος με τη σειρα του, καθισε κι αυτος διπλα στον καφετζη και δειχνοντας το νερο, ρωταει:
* Μπορω;

- Εμ! Για σενα το ’φερα, φιλε μου... Πιες οσο θες...
Και αφηνοντας τον διψασμενο οδοιπορο να πινει ενα και μετα ενα δευτερο ποτηρι νερο, συνεχιζει:

- Ηθελα να ηξερα ανθρωπε μου, τι γυρευεις μεσημεριατικα μεσ’ τους ερημους δρομους. Και κανει και ζεστη τετοια ωρα! Τι ψαχνεις να βρεις;

Ο οδοιπορος χωρις να μιλησει, παραμεριζει για μια φορα ακομα το ρουχο του, ανοιξε και παλι το πουγγι του, εβγαλε ενα μικρο χρυσο νομισμα και το αφησε πανω στο τραπεζι:

* Το βλεπεις αυτο; ρωτησε τον καφετζη... Αυτο μ’ εστειλε μεσ’ το μεσημερι να ψαχνω στους δρομους του χωριου.

Κι ο καφετζης, ριχνοντας μια ματια στο νομισμα, εβαλε τα γελια:
- Χα, χα, χα! καταλαβα... Θελησες κατι ν’ αγορασεις κατι μ’ αυτο και δεν σου το δεχτηκε κανεις στο κεντρο. Κι ετσι πηρες γυρα τους δρομους, μηπως και βρεις καποιο μαγαζακι να σου τ’ αλλαξει... Ετσι δεν ειναι;

* Οχι! απαντησε κοφτα, ο ξενος. Το οτι τα νομισματα μου, δεν εχουν περαση στο χωριο σας, το ’μαθα νωρις, εκει, στο κεντρο οπως λες.
’ Αλλα το γυρο του χωριου, τον εκανα, ψαχνοντας να βρω καποιον, να μου δωσει ενα κομματι ψωμι, γιατι ’μουν πεινασμενος και απο μακρινο δρομο.

- Και βρηκες; ρωτησε ζωηρα και με ενδιαφερον ο καφετζης.

* Οχι! απανταει και παλι κοφτα, ο ξενος...

Και συνεχιζοντας την κουβεντα του πιο μαλακα αυτη τη φορα, προσθεσε:

* Αλλα τετοια ωρα που ηταν... Ειχαν δικηο οι ανθρωποι... Αλλοι καθισμενοι στο τραπεζι ετρωγαν, κουρασμενοι απο τη δουλεια της ημερας κι ενοχληθηκαν απο την παρουσια μου. Κι αλλοι ξεκουραζονταν ηδη κι εγω πηγα και τους ταραξα... Μερικοι μαλιστα μου ’βαλαν και τις φωνες... Τους καταλαβαινω ομως... Κι εγω το ιδιο θα ’κανα στη θεση τους...

Ο ξενος σταματαει για λιγο, φερνοντας το ποτηρι στα χειλη.

- Λοιπον, λοιπον; ξαναρωτησε ο καφετζης, τι εγινε παρα κατω;

* Να! λεει ο ξενος, καταπινοντας μια γουλια νερο ακομα... Αρκετοι ηταν αυτοι, που ελειπαν απο τα σπιτια τους και βρηκα μονο μικρα παιδια. Και τα παιδια δεν ανοιξαν βεβαια στον ξενο. Και καλα εκαναν! Γιατι οι καιροι ειναι δυσκολοι και πονηροι.... Κι εδω στο χωριο σας, οπως και στις μεγαλες πολεις το ιδιο γινεται... Φαινεται οτι αρχιζετε κι εσεις να το καταλαβαινετε αυτο σιγα-σιγα!
’ Ρωτησαν ομως τα παιδια ποιος ηταν, ποιος χτυπουσε και μετα ειπαν: Δεν ανοιγουμε σε ξενους...

Ξανακατεβασε δυο γουλιες νερο και συμπληρωσε:

* Σε μερικα σπιτια, δεν ητανε κανεις... Χτυπησα, ξαναχτυπησα, αλλα τιποτα! 'Η δεν ακουσαν οι ανθρωποι ή θα ελειπαν, που ειναι και το πιο λογικο...

Ο καφετζης κουνησε το κεφαλι του με συγκαταβαση, μελαγχολικος.

* Α! ναι! συνεχισε ο ξενος. Ηταν και πολλα σπιτια, στα οποια δεν πηγα. Εκει σιγουρα καποιον θα εβρισκα... Αλλα ημουν πολυ κουρασμενος και προτιμησα να αποφυγω, τις πολλες ανηφορες... Να! εκει... Προς τους ελαιωνες... Σιγουρα καποιον θα εβρισκα, αλλα δεν πηγα...

- Δηλαδη, σχολιασε ο καφετζης στοχαστικα, ενα ολοκληρο χωριο, δεν μπορεσε να σου δωσει κατι να φας και να στηλωθεις στα ποδια σου... Κανεις; Ουτε κι ενα ποτηρι νερο;

* Ε! οχι και κανεις, αντισχολιασε ο ξενος.

- Μα τωρα δα, δεν μου 'λεγες...

* Εσενα εννοουσα ανθρωπε μου, συνεχισε ο μελαχροινος ξενος.

- Μα εμενα δεν μου ζητησες τιποτα, ξαναπε λιγο ξαναμμενος ο καφετζης.

* Γι’ αυτο και το νερο σου ειναι πιο δροσερο, συμπληρωσε ο οδοιπορος. Μου το ’δωσες με την καρδια σου και γι ’αυτο δεν το χορταινω! Και ολοκληροντας τη φραση του, κατεβασε μισο ποτηρι νερο ακομα.

- Στενοχωριεμαι μονο που δεν εχω και κατι να σου δωσω να φας, ειπε ξανα ο καφετζης. Ειμαι καφενειο βλεπεις και οχι εστιατοριο ή ταβερνα..

Για μερικες στιγμες επεσε μια κρυσταλλινη σιωπη αναμεσα τους, καθως εμειναν βυθισμενοι και οι δυο στις σκεψεις τους.
Μετα ο καφετζης, ειπε ξαφνικα:

- Και δεν μου λες Ξενε, ερχεσαι απο μακρια;

Ο ξενος σα να μην ακουσε την ερωτηση, ρωτησε κι αυτος με τη σειρα του τον καφετζη:

* Δεν μου λες καλε μου ανθρωπε... Ο μπακαλης εκει κατω στο κεντρο, αυτος που ειναι διπλα στο φουρνο, μου ειπε οτι εδω κοντα ειναι μια μεγαλη πολη. Με συμβουλεψε μαλιστα να παρω ενα ταξι απο το χωριο για να με παει... Καμμια ωρα δρομος, λεει...

- Ε! οχι και μια ωρα, τα παραλεει ο μπακαλης, τον εκοψε ο καφετζης. Αλλά τρια τεταρτα ναι, συμπληρωσε... Γιατι ειναι και ανηφορικος ο δρομος πολυ ... Τουλαχιστον στην αρχη, βγαινοντας απο το χωριο...

* Και απο που παει αυτος ο δρομος; ξαναρωτησε ο ξενος.

- Να! Απο ’δω, απαντησε ο αλλος κι εδειξε το κεντρικο δρομο μπροστα απο το καφενειο, σαρωνοντας με τ’ αριστερο του χερι, απο την πλευρα του χωριου που ηταν η εκκλησια, προς τα εξω, προς τα βουνα.

* Ε! καιρος μου πια να πηγαινω, ξαναπε ο ξενος και σηκωθηκε ορθος φτιαχνοντας τη φορεσια του.

Ο καφετζης ξαφνιασμενος, σηκωθηκε κι αυτος ορθιος:

- Ε! που πας, του λεει, ειναι νωρις ακομα... Καθισε να πεσει λιγο ο ηλιος, να δροσισει... Θ’ αναψεις μεσα στη ζεστη.

* Δεν πειραζει ειμαι συνηθισμενος, ειπε ο ξενος και βγηκε στο δρομο.

Ο καφετζης πηγε κοντα κι αυτος, προσπαθωντας να τον συγκρατησει:

- Καθισε λιγο, να περασει το ταξι, να σε παει πιο γρηγορα, θα κουραστεις πολυ...

* Γεια σου φιλε μου και σ’ ευχαριστω, ξαναπε ο ξενος και απομακρυνθηκε με γρηγορο βημα προς τα βουνα.

Ο καφετζης, συνοφρυωμενος, με μια γκριματσα αποριας χαραγμενη στο προσωπο του, γυρισε στο τραπεζι να παρει την κανατα με το ποτηρι... Και τοτε ειδε το μικρο χρυσο νομισμα του ξενου. Το αρπαξε με βιαση και βγηκε τρεχατος στο δρομο ανεμιζοντας το στον αερα:

- Ξενε, το νομισμα σου...

Αλλα ο ξενος δεν τον ακουσε, γιατι ηταν ηδη πολυ μακρια, σα να πετουσε.

Ο ηλιος εγερνε προς τη δυση του, οταν ο ξενος περασε και παλι, σε μια απο τις πολλες στροφες του βουνισιου στριφογυριστου δρομου. Δηλαδη ετσι του φανηκε οτι ο ηλιος εδυε, γιατι τον επιασε η σκια. Αλλά εκει στα δεξια του τα απεναντι βουνα και η μιση και παραπανω κοιλαδα, ηταν ακομα λουσμενα στο λαμπερο φως. Τι τον ενοιαζε ομως; Αυτος τουλαχιστον θα περπατουσε σκιερα, οσο μπορουσε ακομα.

Ο τοπος ητανε ιδιος οπως το πρωϊ στο λοφο, γεματος με αγκαθερους θαμνους. Αλλά ο δρομος τωρα ητανε πλατυς και ασφαλτοστρωμενος και δεν ειχε δυσκολια στο βαδισμα.
Πειναγε, ναι! Ειναι αληθεια οτι η πεινα του θεριζε τα σωθικα. Αλλά εκανε κουραγιο. Σημερα κιολας αν προλαβαινε, λιγο δυσκολο βεβαια με το δρομο που ειχε μπροστα του, το πολυ αυριο, θα εφθανε στη μεγαλη πολη κι εκει θα ετρωγε καλα.

Επαιξε λιγο με το ραβδι του στο δρομο, σημαδευοντας και χτυπωντας στο πλαϊ δυο πετραδακια που βρεθηκαν μπροστα του πανω στην ασφαλτο.. Μετα το στριφογυρισε μια - δυο φορες στον αερα και το περασε στους ωμους, σαν τους τσοπανους και κρεμασε πανω τα χερια του.
Ενιωθε αναλαφρος αν και πεινασμενος. Περπατουσε στην ακρη του δρομου, προς την μερια που κατεβαιναν οι αποτομες πλαγιες του βουνου, σιγοσφυριζοντας, ριχνοντας καπου - καπου λοξες ματιες στους γκρεμους που εχασκαν πλαϊ του.
Ρουφηξε μερικες φορες, με μεγαλες βαθιες ανασες και με απολαυση, το δροσερο βουνισιο αερα, σα να ’τανε κρυο νερο που τον ξεδιψαγε.
Ητανε ταξιδιωτης και περπατουσε εδω και καμποσα χρονια. Κι ο δρομος ητανε το στοιχειο του...

Απο μακρια φανηκαν, μια συσταδα ψηλοι μονακομματοι βραχοι, σα να φυτρωναν ξαφνικα μεσα στο βουνο. Περιεργο θεαμα και εξαισιο συναμα.
Πλησιαζε, ειχε φθασει σχεδον κοντα, με τη σκεψη, να καθισει λιγο να ξεκουραστει, οταν ειδε τη φιγουρα ενος ανθρωπου, εκει σε μιαν ακρη, με την πλατη ακουμπισμενη στο βραχο.
Πλησιασε ακομα περισσοτερο...
Ενας γεροντας φτωχοντυμενος, με ρουχα τριμμενα και χειροτερα απο τα δικα του, φαινοταν σα να κοιμοταν. Μια μακρια ασπρη γενειαδα σκεπαζε το προσωπο του που ηταν γεματο ζαρες, σαν τους ριζωμενους μοχθους της ζωης.

* Ε! γεροντα, του φωναξε σιγαλα για να μη τον τρομαξει, χτυπωντας ελαφρα το ραβδι του στις πετρες.

Ο γεροντας ανοιξε αργα και κουρασμενα τα βλεφαρα του, τα ανοιγοκλεισε δυο - τρεις φορες και ανακαθισε, ακουμπωντας καλυτερα στο βραχο.

* Εισαι πολυ ωρα ’δω; ξαναμιλησε ο ξενος.

- Μπα! οχι και πολυ, απαντησε ο γεροντας, με βραχνη φωνη. Να! Κατηφοριζα προς το χωριο και ειπα να ξαποστασω λιγο. Ειναι μακρια ακομα ως εκει;

* Ναι! γεροντα, ειναι μακρια για σενα, τωρα... Κι απο που ερχεσαι; επεμεινε και παλι ο ξενος.

- Να! απο πανω, απαντησε ο γεροντας αινιγματικα, κανοντας μια αοριστη κινηση με το κεφαλι, προς τα πισω, προς την πλευρα του βραχου και του βουνου.
Και συνεχισε:

- Ελα να κατσεις και συ, κουρασμενος μου φαινεσαι...

* Ναι γεροντα, να καθισω κι εγω λιγο, επανελαβε ο ξενος.

Και διαλεγοντας μια πλακουτσωτη πετρα, ανασηκωσε λιγο τη φορεσια του και καθισε κρατωντας με τα δυο του χερια το ραβδι ακουμπισμενο ορθιο στο εδαφος, αναμεσα στα μισανοιχτα γονατα του.

- Κι εσυ λεβεντη μου, ερχεσαι απο μακρια; Απο το χωριο; ρωτησε ο γεροντας.

* Απο το χωριο ερχομαι γεροντα τωρα, αλλά περαστικος ημουνα... Στην πραγματικοτητα κι εγω ερχομαι απο μακρια, ειπε ο ξενος το ιδιο αινιγματικα οπως και ο γεροντας και συμπληρωσε:

* Και παω για τη μεγαλη πολη, εκει πισω. Την ξερεις;

- Κατι εχω ακουσει, απαντησε ο γεροντας, παιρνοντας μια βαθια ανασα και αναστεναζοντας σχεδον.

* Αναστεναζεις γεροντα! παρατηρησε ο ξενος. Γιατι... Τι σε βασανιζει;

- Τα χρονια της ζωης, γιε μου... Και τα ποδια μου που ειναι βαρια και ασηκωτα πλεον, πολυ βαρια...

* Ε! τοτε, τι θελεις και παιρνεις τους δρομους και τα βουνα, στην ηλικια σου; Παιδια δεν εχεις να σου κανουν τις δουλειες;

Ο γεροντας κουνησε μελαγχολικος το κεφαλι του.

* Μακαρι να ’χα, γεροντα κατι, να σου δωσω να στηλωθεις, γιατι σε βλεπω πολυ ανημπορο, αλλά να, εκει κατω στο χωριο, δεν μπορεσα να αγορασω τιποτα.

Ο γεροντας τον κοιταξε με βλεμμα ζωηρο, μεσα στο σουρουπο που επεφτε γοργα.

- Δηλαδη, δεν βρηκες τιποτα στο χωριο, παλικαρι μου; ρωτησε με περιεργεια
* Βρηκα γεροντα, βρηκα... Αλλά δεν δεχτηκαν τα νομισματα μου, γιατι ητανε λεει χρυσα και μεγαλα γι’ αυτους... Ετσι εμεινα χωρις φαγητο... Μονο λιγο νερο καταφερα να πιω. Κι αυτο χαρις στη γεναιοδωρη προθυμια ενος καλου ανθρωπου λιγο πριν βγω απο το χωριο... Κατα τα άλλα ειμαι ακομα πεινασμενος και μαλιστα περισσοτερο τωρα μετα απο τοσο δρομο που εκανα μεχρις εδω.

- Και γιατι δεν χτυπαγες μια πορτα, να ζητησεις κατι; ξαναπε ο γεροντας.

* Ε! που να τους ανησυχω τωρα ξενους ανθρωπους, μεσα στην καψα του μεσημεριου, δικαιολογηθηκε ο ξενος. Ειπα οτι ηταν καλυτερα να παρω και παλι το δρομο μου. Ξαποστασα λιγακι και δροσερεψα, εκει στο καφενειο, διπλα στην εκκλησια και να ’μαι τωρα εδω, μετα απο καμποσες ωρες.

Εμειναν λιγο σιωπηλοι κι οι δυο.

- Κι εμενα; Εμενα, δεν θα μου ζητησεις τιποτα; ρωτησε ξαφνικα ο γεροντας.

Ο ξενος εμεινε καταπληκτος και παραξενεμενος, ειπε στο γεροντα:

* Μα εσυ γεροντα, εισαι τελειως ανημπορος... Τι να σου ζητησω; Μηπως εχεις τιποτα φαγωσιμο; Ε! οχι δα... Και αν εχεις κατι, εσυ το χρειαζεσαι πιο πολυ απο μενα... Ετσι δεν ειναι;

- Ε! τοτε, αφου δεν θελεις τιποτα απο μενα, καλυτερα να πηγαινω... Αρκετα μου που καθισα, ειπε αποτομα ο γεροντας, οπως ο ξενος οταν εφευγε απο του καφετζη. Κι εκανε να ανασηκωθει.
* Στασου γεροντα να σε βοηθησω να σηκωθεις, φωναξε ο ξενος.
Και παρατωντας το ραβδι, πεταχτηκε ορθος, με μια γρηγοραδα που δεν προλαβε ουτε καν να τη σκεφτει.
* Ειναι ωρα τουτη γεροντα να τρεχεις και παλι μεσα στα βουνα μονος σου; Καθισε εδω μαζι μου μεχρι το πρωϊ και μετα χωριζουν οι δρομοι μας.
- Οχι παιδι μου! Ειναι η ωρα μου να πηγαινω... Κι εκανε παλι να σηκωθει ακουμπωντας με τον αγκωνα του στο βραχο.

Ο οδοιπορος πηγε κοντα του, τον εστριψε λιγο και βαζοντας τα δυο του χερια κατω απο τις μασχαλες του, στηλωσε τα ποδια του στο εδαφος για να τον ανασηκωσει. Αλλά πραγμα παραξενο, ο γεροντας ητανε πολυ βαρυς και δεν τα καταφερε.
Σταματησε.
Ξαναστηλωσε τα ποδια του πιο γερα στο εδαφος, πηρε μια βαθιαν ανασα στα γρηγορα και βαζοντας ολη του τη δυναμη προσπαθησε παλι, κλεινοντας και τα ματια του σφιχτα, για να συγκρατησει τη δυναμη στο βαρος που σηκωνε.
Τα καταφερε! Αργα στην αρχη... Πιο γρηγορα μετα... Και στο τελος, κλασματα του δευτερολεπτου αργοτερα, το βαρος ειχε εκμηδενιστει σαν πουπουλο...
Ανοιξε τα ματια του ξαφνιασμενος, μα ο γεροντας ειχε γινει αφαντος! Μονο μια αχνη αχτιδα φωτος κατεβαινε απο το σημειο που πατουσε μολις πριν ο γεροντας, προς τη δημοσια και το χωριο... Και σηκωνοντας τα ματια του ψηλοτερα, ειδε ενα λευκο και λαμπερο φως, σαν κομητης προς το απειρο, να σβυνει αργα και μελωδικα περα μακρια στο μισοσκοτεινο δρομο... Τοσο πολυ μακρια που απορησε.
Ξανακοιταξε κατω μπροστα του και ειδε πανω στα χερια του, να λαμπυριζει λιγο απο το φως του Γεροντα!
Αφησε το σωμα του να πεσει μονοκομματο ακριβως στη θεση που καθοτανε προηγουμενως ο Γεροντας, βαθια παραξενεμενος:

* Τι λες κι εσυ; Τι ηταν αυτο που μας συνεβη; ρωτησε ο ξενος απευθυνομενος στον εαυτο του.
Αλλά ο εαυτος του, δεν εδωσε τουτη τη φορα απαντηση φανερη.

Ο ξενος εμεινε με την απορια χαραγμενη στο προσωπο του κι ενα πελωριο ερωτηματικο να σχηματιζεται μεσα στο μυαλο του, ενω στ’ αυτια του κουδουνιζαν τα τελευταια του λογια, του Γεροντα:

“ Κι εμενα; Εμενα δεν θα μου ζητησεις τιποτα; ”

Ενιωσε πανω στη γλωσσα του, να παιζουν περιτεχνα, τα δικα του λογια προς το Γεροντα:

“ Στασου Γεροντα, να σε βοηθησω να σηκωθεις ”.

Μια γλυκια γευση ξεπηδησε απο το παιγνιδισμα αυτων των λεξεων, που γεμισε το στομα του και το λαρυγγι και τελικα απλωθηκε σε ολοκληρο το σωμα του.
Κι ητανε περιεργο αληθινα, πολυ περιεργο πραγμα, το οτι δεν ενιωθε πλεον ουτε πεινα αλλα ουτε και διψα.

Χαλαρωσε το σωμα του απαλα ακουμπισμενος στο βραχο και βυθιστηκε σ’ ενα ξεκουραστο υπνο, ενω μεσα στην καρδια του κουδουνιζαν αρμονικα και χαρμοσυνα τα χρυσα του νομισματα.

Επόμενο κεφάλαιο

Ο ΞΕΝΟΣ | Η ΠΥΛΗ | Ο ΚΟΣΜΟΣ