Το Μυστικο Κλειδι Της Λειτουργιας Του Χρονου

Η ΠΥΛΗ

Ο ΞΕΝΟΣ | Η ΠΥΛΗ | Ο ΚΟΣΜΟΣ

Οταν ο ξενος ανοιξε και παλι τα ματια του, το πρωτο πραγμα που αντικρυσε ηταν το φως. Ενα παραξενο λευκο ακτινοβολο φως, που σκεπαζε τα παντα με μια ασπραδα εκτυφλωτικη.

Ανακαθισε στη θεση του και βαλθηκε να εξεταζει το χωρο γυρω του. Θυμοταν βεβαια ολοκληρη την περιπετεια του στο χωριο την προηγουμενη μερα και το πως κατεληξε να αποκοιμηθει ακουμπισμενος στο βραχο. Μα αυτο που εβλεπε τωρα μπροστα του, δεν εμοιαζε σε τιποτα με το δρομο και το βουνο, ουτε και με το γεροντα που εξαφανιστηκε μεσα απο τα χερια του.

Εριξε μια ματια στο σωμα του... Κι αυτο αλλαγμενο ηταν. Και τα ρουχα του ηταν αλλιωτικα. Κι ο ιδιος εμοιαζε σα να ειναι μεταμορφωμενος... Και ενιωθε νεoτερος, σχεδον παιδι... Μα ναι! Παιδι ηταν.
Και το καθισμα του... Δεν ηταν η ριζα του βραχου που ακουμπησε και αποκοιμηθηκε το προηγουμενο βραδυ... Ενα κοιλωμα ηταν, σμιλεμενο σ’ ενα λευκο μαλακο υλικο, στο οποιο καθοταν πολυ ανετα και ξεκουραστα. Λες και ηταν ειδικα κατασκευασμενο για το σωμα του.
Αργα–αργα, το βλεμμα του αρχισε να ξεκαθαριζει τα πραγματα στο χωρο. Διπλα του, δεξια και αριστερα, απλωνοταν μια μεγαλη σειρα με καθισματα σαν το δικο του. Αλλα και πισω του και μπροστα του, υπηρχαν πολλες αλλες παραλληλες ιδιες σειρες. Παραξενο θεαμα και συναρπαστικο.

Ξαφνου, κατι αστραψε στο μυαλο του και οι αισθησεις του επανηλθαν τελεια.
Ο χωρος γυρω του "γεμισε" με κοσμο, κυριως παιδια, αγορια και κοριτσια και ελαχιστους μεγαλους, που ολοι τους μιλουσαν χαμηλοφωνα. Και ολοι τους φορουσαν λευκους χιτωνες.
Και τοτε συνειδητοποιησε οτι βρισκοταν σε μια τεραστια αιθουσα, πλημμυρισμενη με το καθαρο φως που ειχε αντικρυσει στην αρχη. Το πιο καθαρο φως που ειχε δει στη ζωη του!
Η αιθουσα εμοιαζε περισσοτερο με ενα κυκλικο αμφιθεατρο γιγαντιο, μεσα στο οποιο κυκλοφορουσαν με τη συνοδεια μεγαλων παρα πολλα λευκοντυμενα παιδια, αναζητωντας μια θεση να καθισουν.

Στο κεντρο της αιθουσας, κατω, χαμηλα, στο βαθος, βρισκοταν ενα τριγωνικο τραπεζι, με τις γωνιες του κομμενες σαν μισοφεγγαρα με εσοχες. Και ακριβως μπροστα στις εσοχες ηταν τρια καθισματα παρομοια με αυτα που καθονταν ο ιδιος και τα αλλα παιδια, απο ενα σε καθε μια.

Αληθινα δεν καταλαβαινε τιποτα απ’ ολ’ αυτα... Αλλα δεν απορουσε κι ολας... Κατα ενα μυστηριωδη τροπο ολα οσα του συνεβαιναν, τα εβρισκε φυσικα.
Ενιωθε μια περιεργη δροσεραδα να διαπερνα το κορμι του και να τον ξυπναει, με ενα τροπο μοναδικο και ευχαριστο.
Δεν κοιμοταν βεβαιως, αλλα ειχε την αισθηση οτι τωρα καθε του κυτταρο αφυπνιζοταν μετα απο ενα βαθυ και μακροχρονιο υπνο.

Σταματησε να σκεπτεται και διαπιστωσε οτι γυρω του, αλλα και σε καθε σημειο της αιθουσας, επικρατουσε απολυτη σιωπη.
Χαμηλα και στο κεντρο του χωρου με το τριγωνικο τραπεζι, στεκονταν τωρα δυο επιβλητικες μορφες, λευκοντυμενες και ακαθοριστες, με τα χερια σταυρωμενα εμπρος τους σε αναμονη. Ολοι οι υπολοιποι μεσα στην αιθουσα ηταν ορθιοι μπροστα στα καθισματα τους, ενω οι οδηγοι τους στεκονταν αραια στους διαδρομους, ορθιοι κι αυτοι. Η μοναδικη παραφωνια ηταν ο ιδιος που καθοταν ακομα.
Σηκωθηκε γοργα και αθελητα, νιωθοντας ενα ισχυρο και αορατο κυμα που εφτανε απο ολη την αιθουσα να τον ορθωνει. Σταυρωσε τα χερια μπροστα του, οπως και οι αλλοι και περιμενε.

Ενα ελαφρυ βουητο απλωθηκε αργα σε ολο το χωρο. Μονοτονο και γραμμικο στην αρχη, δυναμωνε σταδιακα χωρις να παραλλαζει, γεμιζοντας το σωμα του εσωτερικα, με χαρμοσυνες και μελωδικες κωδωνοκρουσιες.
Επιασε τον εαυτο του να συμμετεχει προθυμα, σ' αυτο το θριαμβικο βουητο με τις συνειδησιακες αντηχησεις.

Οι λευκοντυμενοι οδηγοι, ορθιοι στους κλιμακωτους διαδρομους του τεραστιου αμφιθετρου, αρχισαν να σηκωνουν τα χερια τους αργα προς τα πανω, τεντωμενα και μισανοιχτα,. Υπηρχε μια τελετουργικη μεγαλοπρεπεια εκπληκτικη σ' αυτη την απλη κινηση, καθως την εβλεπε να ξετυλιγεται ολογυρα του σε ολα τα επιπεδα των σειρων.

Το βουητο, με τις αθεατες ηχητικες αποχρωσεις, συνεχιζοταν και δυναμωνε μεσα στη λευκοφωτισμενη αιθουσα, οσο τα χερια των οδηγων ανεβαιναν. Κι οταν αυτα εφτασαν ψηλα και λοξα, στα πλαγια του κεφαλιου, σε σταση ικεσιας, σταματησε αποτομα. Το εργο του ειχε τελειωσει και σωπασε...
Στο κεντρο του γεματου αμφιθεατρικου χωρου, οι δυο λευκοντυμενες ακαθοριστες μορφες, ανοιξαν τα χερια τους και γερνοντας ελαφρα εμπρος, τα ακουμπησαν πανω στις αιχμηρες ακρες, των εσωκομμενων κορυφων του τριγωνικου τραπεζιου. Και τοτε, ενα φως απροσδιοριστο φανηκε σαν να γεννηθηκε στο μεσο του τραπεζιου, το οποιο απλωθηκε γρηγορα και ρυθμικα σε τρια ισοχρονα κυματιστα ρευματα, προς την περιφερεια του. Και φθανοντας στα ακουμπισμενα χερια των επιβλητικων μορφων διεισδυσε στα σωματα τους και μεταμορφωθηκε σε ολα τα χρωματα του ουρανιου τοξου, ακτινοβολουμενο σε καθε σημειο του τεραστιου χωρου και δημιουργωντας στον αερα, στροβιλιζομενους κροσσους πανεμορφους, που αλληλοδιαδεχονταν ο ενας τον αλλον.

Οι οδηγοι, με τα χερια τους σταθερα υψωμενα σε σταση προσευχης, αρχισαν να απαγγελουν ρυθμικα μιαν επικληση, ενω απο τα σωματα ολων των παιδιων και απο το μερος της καρδιας τιναχτηκαν λεπτες και αιχμηρες γαλαζιες ακτινες, σαν ινες μεταξινες καλογυαλισμενες, κατευθυνομενες στο κεντρο της αιθουσας με το φωτογενες τραπεζι και τις ακτινοβολες παρουσιες.

Η ρυθμικη ψαλμωδια της ικεσιας των οδηγων, απλωνοταν αναλαφρα στη Μητροπολιτικη Αιθουσα Της Ανανεωσης, με τη αρμονια των φθογγων και των νοηματων να πλημμυριζουν τις διανοιες των μετεχοντων:
" Κυριε Παντοκρατορα Και Κυβερνητα Του Παντος
Κυριε Αφανερωτε Τοις Πασι Αληθως
Κυριε Εκφραζομενε Δι’ Ενος Εκαστου Εξ Ημων
Ιδου Ημεις Ενωπιον Σου, Ικετευομεν Σε Και Παρακαλουμεν Σε
Διαδοσον Εις Ημας Τον Λογον Σου
Δια Των Δουλων Σου Και Λειτουργων Σου Και Γονεων Ημων...
Διοτι Παντες Εις Τον Κοσμον Δι’ Αυτων Υπαρχομεν
Και Δια Αυτων Θελομεν Ολοκληρωσει Την Ζωην Ημων... "

Ολη η αιθουσα κατακλυστηκε τωρα και απο τις ποικιλοσχημες φωνες των παιδιων, που μπηκαν κι αυτα στο χoρο, συνθετωντας μια υπερκοσμια πολυφωνικη και πολυσυμπαντικη χορωδια.
Οι γαλαζιες καρδιακες ακτινες, ενωθηκαν επιτελους στο κεντρο της αιθουσας, τροφοδοτωντας σταθερα μια ακτινοβολα σφαιρα με πυκνες αλλα ευδιακριτες λεπτογραμμες, η οποια περιεκλειε τον χωρο Της Τραπεζας Της Επικοινωνιας, με τους Ιερους Συνδαιτημονες Του Λογου.

" Ναι! Κυριε Ο Θεος Ημων, Δικαιοκριτα Και Πλαστουργε
Ριψον Ευμενως Το Βλεμμα Σου Εφ’ Ημων
Και Σταλαξον Βαλσαμον Ειρηνης Εις Τας Καρδιας Ημων
Δια Του Νοος Και Της Καρδιας Και Των Χειλεων Των Δουλων Σου...
Ινα Αναπεμπομεν Εις Σε Δια Των Πραξεων Ημων Διηνεκως
Κανονα Πιστεως Και Εικονα Πραοτητος. Αμην."

Ο Ξενος, σαν παιδι, μετειχε ολοψυχα σ' αυτο το πολυχρωμο μωσαϊκο της χαρας. Κι αυτο το τελικο "Αμην", γεμισε την υπαρξη του με την λιτη και ευχαριστη βεβαιοτητα Της Ακλονητης Πιστης Στην Συνεκτικη Παρουσια Του Ενος.

Μερικες ωρες αργοτερα οπως του φανηκε, ηλθε η σειρα του, οποτε και ακουσε μεσα στο μυαλο του τη φωνη του οδηγου του, απαλη και επιτακτικη:

- Ελα!

Σηκωθηκε και στραφηκε αριστερα προς την πλευρα της φωνης. Τα λυγισμενα γονατα των αλλων παιδιων που περιμεναν και αυτα υπομονετικα τη σειρα τους, σωστο δασος συμπαγες μπροστα του, ακουμπουσαν σχεδον στις πλατες των μπροστινων καθισματων και του ’κλειναν το δρομο. Ωστοσο ξεκινησε χωρις να το πολυσκεφτει.
Σε καθε του βημα το ελαχιστο διακενο φαρδαινε αρκετα, ωστε να προχωραει ανετα και γρηγορα. Εφτασε στο λευκοντυμενο οδηγο του και τον αφησε να τον οδηγησει κατεβαινοντας τα σκαλια στο κεντρο της αιθουσας, στο εσωτερικο της γαλαζιας σφαιρας.
Καθησε στην αδεια θεση που του υπεδειξε ο οδηγος και στραφηκε στις δυο επιβλητικες παρουσιες που καθονταν και αυτες στις δυο αλλες κορυφες του τραπεζιου.

Ξαφνιαστηκε οταν οι ακαθοριστες μορφες μορφοποιηθηκαν ακαριαια μπροστα του και ειδε εκπληκτος ολοζωντανους τους δυο γονεις του. Το γνωστο χαμογελο της μητερας του και το αυστηρο και συναμα θωπευτικο βλεμμα του πατερα του.
Χαμογελασε με αμηχανια και προσπαθησε να μιλησει...

+ Καθισε παιδι μου χαλαρα και ηρεμα, ακουσε και παλι μεσα στο μυαλο του ταυτοχρονα, τις γνωστες και αγαπημενεες φωνες των γονιων του.
Ο συντονισμενος λογος των δυο επιβλητικων μορφων, ειχε μεσα του τον αποηχο της επικλητικης ικεσιας των οδηγων, με τους δροσερους τονους των νεανικων υπερβολων.
Γαληνεψε!

+ Πες μας παιδι μου το ονειρο σου, ακουστηκε και παλι εσωτερικα ο συνδυασμενος γονεϊκος λογος.

Να τους πει το ονειρο του; Μα ποιο ονειρο; Αυτος δεν θυμοταν ποτέ να ’χει κοιμηθει για να δει ονειρο... Εκτος απο την τελευταια φορα, εκει στο βραχο!
Και τοτε η σκεψη του διαμορφωσε ακαριαια μιαν απαντηση:

* Αα! Ναι! Αυτο που ζω τωρα ειναι ενα ονειρο και αυτο θελουν να τους πω... Αλλα αυτο το ζουν και οι ιδιοι και το ξερουν... Αρα τι θελουν να τους πω;

+ Το ονειρο σου παιδι μου επεμεναν οι γονεις του, με τον εναρμονισμενο λογο τους. Το ονειρο σου και οχι αυτο που ζεις!

* Μα για πιο ονειρο ελεγαν; Τι του ζητουσαν; Αυτος δεν ηξερε τιποτα τετοιο...

Και ξαφνικα, το μυαλο του σφηνωθηκε πισω, στην εποχη που τελειωμενος μαθητης πια, αποφασισε να γνωρισει τον κοσμο περπατωντας... Τοτε που αφησε το σπιτι του και τους γονεις του.

* Μα για τη ζωη του ηθελαν να τους μιλησει;

+ Ναι! Παιδι μου... Για το ονειρο σου... Για το ονειρο της ζωης σου. Μιλα λοιπον, σε ακουμε, ξανακουσε πιο χαρουμενη τωρα την συγγονεϊκη φωνη.
’ Και μη σκεφτεσαι τα πραγματα σαν να ’σαι μονος σου, συμπληρωσαν. Να σκεφτεσαι σαν να μιλας κατ’ ευθειαν σε μας... Γιατι σε ακουμε καθαρα... Οπως και συ μας ακους καθαρα...
’ Γιατι η ακτινοβολια της γαλαζιας σφαιρας που βρισκομαστε, μας το επιτρεπει αυτο εσωτερικα... Κι ετσι υπαρχει απολυτη ειλικρινεια μεταξυ μας.

* Κι εξω; αναρωτηθηκε αυθορμητα το παιδι

+ Εξω, η εσωτερικη επικοινωνια ειναι ελεγχομενη. Και επιτρεπεται μονο μεταξυ των οδηγων και του καθε υποψηφιου ξεχωριστα, απαντησαν οι γονεις.

* Μα για ποιους υποψηφιους μιλατε; Μονο παιδια υπαρχουν εξω, ξανασκεφτηκε αστραπιαια το νεαρο αγορι.

+ Ειναι υποψηφιοι, επεμεναν οι γονεις μεσα στο μυαλο του και πανω στο προσωπο τους χαραχτηκε μια ευχαριστη εκφραση απο την αντιδραση του παιδιου. Γιατι ηταν μια γρηγορη, σφριγηλη και γνησια ειλικρινης, νεανικη αντιδραση.

* .......

+ Ειναι υποψηφιοι στο χωρο των ελεγχομενων ονειρων, συνεχισαν οι γονεις.
’ Τα γνωστα και σε σενα ονειρα του υπνου, ειναι τυχαιες παρορμητικες καταστασεις ασυνειδητων ωθησεων, στις οποιες καποιος μετεχει ή δεν μετεχει αθελητα. Αυτα ειναι για τους αρχαριους, για τα παιδια της ζωης.
’ Στις προχωρημενες ομως καταστασεις συνειδησης, συνεχισαν, ο ανθρωπος δημιουργει μονος του τα ονειρα του, σαν υπερβατικες πυλες και μπαινει μεσα!

* Δηλαδη μου λετε οτι ειμαι κι εγω ενας τετοιος υποψηφιος; Και τι ειδους υποψηφιοτητα εχω θεσει; ρωτησε ζωηρα ο νεαρος.
+ Οχι μονο εχεις θεσει υποψηφιοτητα, απαντησαν το ιδιο ζωηρα οι γονεις του, αλλα απ’ οτι καταλαβαινουμε ηδη εχεις βαλει το ποδι σου σταθερα στο δικαιωμα της υπερβατικης διασπορας! Διαφορετικα δεν θα βρισκοσουν τωρα εδω...
Ο νεαρος τα ’χασε, ξαφνιασμενος απο τη γρηγορη και χειμαρρωδη αποκαλυψη των γονιων του.

* Εγω δεν ξερω τιποτα απο ολα αυτα που μου λετε, σκεφτηκε εντονα, αποκρουοντας την ευδαιμονικη αποδοχη των γονιων του.
’ Το μονο που ξερω, ειναι οτι ολα αυτα τα χρονια εζησα μια θυελλωδη περιπετεια ζωης μακρια απο το σπιτι, με καταθλιπτικο επιλογο τη χθεσινη μου μερα στο αφιλοξενο χωριο.

Το κρυσταλλινο κελαρυστο γελιο των γονιων του, απλωθηκε στο χωρο. Ολοκληρη η γαλαζωπη σφαιρα αντιβουησε και τα φυσικα του αυτια γεμισαν με χαρουμενες ηχητικες δροσοσταλιδες.
Ο νεαρος επικεντρωθηκε στο βλεμμα του και διαπιστωσε οτι οι γονεις δεν του μιλουσαν πλεον τηλεπαθητικα, αλλα αμεσα...

+ Καλο μου παιδι, του ειπαν απ’ ευθειας, αυτο θελουμε να μαθουμε. την περιπετεια της ζωης σου. Γι’ αυτο εισαι εδω τωρα, μαζι μας... Για να μας πεις τα σχεδια σου.

Ο νεαρος ενιωσε να θυμωνει. Τη μια του μιλουσαν για ονειρα, την αλλη για τη ζωη του και τωρα για τα σχεδια του.

* Για ακουστε να σας πω, μιλησε αποτομα, αν θελετε να με κοροϊδευετε να μου το πητε να το ξερω. Μου μιλατε μπερδεμενα για διαφορα πραγματα και δεν καταλαβαινω τι ζητατε απο μενα. Αν συνεχισετε ετσι θα σηκωθω να φυγω, οπως τοτε που ημουνα παιδι και μαθητης.

Και οι γονεις του χωρις να χασουν το ευθυμο υφος τους, απαντησαν απλα:

+ Και που θα πας παιδι μου; Μονος σου εφυγες τοτε απο το σπιτι, οπως λες, και μονος σου περιπλανηθηκες στην περιπετεια της ζωης σου. Μονος σου εφτασες μεχρις εδω και παλι... Πως θα φυγεις λοιπον; Και που θα πας αυτη τη φορα; Εχεις τιποτα αλλο να κανεις στη ζωη:

* Δηλαδη μου λετε οτι ειμαι φυλακισμενος τωρα; Δεν βλεπω πουθενα δεσμοφυλακες... Ποιος θα με εμποδισει να φυγω;

+ Κανεις δεν θα σε εμποδισει παιδι μου, ειπαν και παλι οι γονεις με ενα στομα. Αλλα πιστεψε μας, τωρα δεν εχεις πλεον αλλο πραγμα να περιμενεις στη ζωη σου. Εχεις εξαντλησει ολα τα περιθωρια...

* Κι εσεις που το ξερετε οτι εχω εξαντλησει ολα τα περιθωρια; αντιμιλησε και παλι ο νεαρος.

+ Παιδι μου, απαντησαν για αλλη μια φορα οι γονεις, δεν γνωριζουμε πραγματικα τη ζωη σου, ουτε αν εχεις αλλες δυναμεις μεσα σου. Ομως εδω που εφτασες σημαινει οτι τερματισες το δρομο σου! Διαφορετικα θα πλανιοσουν ακομα στον κοσμο...

* Δηλαδη μου λετε οτι ειμαι τωρα νεκρος; Αυτο θελετε να καταλαβω;

Το ζευγος των επιβλητικων μορφων, ξαναγελασε και παλι κρυσταλλινα και η σφαιρα αντιλαλησε απο τον ηχο τους, δημιουργωνας ευχαριστους μελωδικους συνειρμους.

+ Κατα ενα τροπο ναι! του απαντησαν. Αλλα οχι οπως νομιζεις ή φανταζεσαι. Εισαι νεκρος ως προς τη ζωη σου, αλλα εισαι περισσοτερο ζωντανος απο ποτε με ολα οσα βιωνεις τωρα.

Και πριν ο νεαρος προλαβει να μιλησει συνεχισαν:

+ Αυτο που θελουμε να σου πουμε με τουτο, ειναι ειναι οτι το ονειρικο κομματι της ζωης σου, αυτο που το κρατας κλειδωμενο μεσα στο κεφαλι σου, εχει ολοκληρωθει. Και αρα δεν μπορεις να κανεις τιποτα αλλο παραπανω σ’ αυτο. Ειναι ενα εργο καλα δομημενο, με αρχη, μεση και τελος... Και αυτο πρεπει να το παραδεχτεις.

* Κι εσεις που το ξερετε; τολμησε να αντιμιλησει για αλλα μια φορα το παιδι.

+ Μα παιδι μου, σου το ειπαμε ηδη... Το γεγονος οτι βρισκεσαι τωρα εδω, μαζι μας, μας λεει πολυ περισσοτερα πραγματα , απ’ οσα μπορεις εσυ να φανταστεις.

* Και τοτε αφου τα ξερετε, γιατι με ρωτατε να σας τα πω;

+ Διοτι ολα τα λογια μας, καταγραφονται απο τη σφαιρα! Και τα οσα μας πεις εσυ, δεν θα μπορεις μετα να τα αμφισβητησεις... Διοτι θα ειναι λογια δικα σου. Επομενως θελουμε εσυ να παραδεχτεις ειλικρινα, το ονειρικο ταξιδι της ζωης σου.
* Δεν εχω να παραδεχτω τιποτα, ξεσπασε ο νεαρος.
’ Αυτο που ξερω εγω, ειναι οτι ξοδεψα ολοκληρη τη ζωη μου, γυριζοντας τον κοσμο... Κι οπου κι αν βρεθηκα συναντησα καλοκαρδους ανθρωπους, που μου προσφεραν απλοχερα οτι χρειαζομουνα.
’ Και στο τελος οταν πραγματικα θελησα να αγορασω κατι, στο τελευταιο μερος που βρεθηκα, κανεις δεν δεχτηκε τα χρηματα μου. Κι ουτε κανεις μου προσφερε κατι απ’ οσα ζητησα...
’ Μονο μια στιγμη πριν βγω απο το χωριο, βρηκα το νερο που ζηταγα και ξεδιψασα! Αλλα κι αυτο χωρις να το ζητησω.
+ Εισαι σιγουρος παιδι μου οτι δεν το ζητησες;

* Ναι! Μα ναι, σας λεγω... Ο καφετζης μου φωναξε και μου το ’δωσε μονος του.

+ Μηπως το χες ζητησει απο αλλον;

* Οχι! ... Ναι!!! Αλλα τι σχεση εχει το ενα με το αλλο;

+ Δηλαδη;

* Δηλαδη οταν πρωτομπηκα στο χωριο, ζητησα απο μια γυναικα ενα ποτηρι νερο κι αυτη αρνηθηκε... Και μ’ εστειλε σε αλλους πιο μεσα, γιατι φοβοτανε λεει τον κοσμο και τους περαστικους, με τα μισολογα τους...

+ Αρα ζητησες νερο στο χωριο.

* Ναι! Αλλα...

+ Ζητησες και ελαβες αυτο που ηθελες τελικα...

* Και στο φαγητο γιατι δεν ελαβα τιποτα;

+ Γιατι βιαστηκες να φυγεις... Αν εδειχνες λιγο υπομονη θα λαβαινες πλουσιοπαροχο γευμα, χωρις να ξοδεψεις τα χρηματα σου... Αλλα εσυ προτιμησες να το απαιτησεις, προβαλλοντας το χρημα σου... Για να εξαναγκασεις τους ανθρωπους να σου δωσουν αυτο που ηθελες.
’ Αληθεια ομως που το βρηκες τοσο χρημα και μαλιστα χρυσο; Το ειχες παρει φευγοντας απο το σπιτι; Δεν θυμομαστε κατι τετοιο...

Το παιδι δεν μιλησε αμεσως, μονο εμεινε λιγο σκεφτικο και μετα ειπε;

* Για να ειμαι ειλικρινης, ουτε κι εγω ξερω που το βρηκα... Θυμαμαι μονο οτι καποια στιγμη, λιγο καιρο μετα που εφυγα, βρεθηκα ξαφνικα μ’ ενα πουγγι να κρεμεται στο ζωναρι μου. Κι απο τοτε λιγο - λιγο βαραινε με χρυσο, καθως κυλουσαν τα χρονια. Η αληθεια ειναι οτι ποτε δεν το χρειαστηκα. Μα ηξερα οτι οταν το ηθελα θα το εβρισκα εκει.

Το ακτινοβολο ζευγαρι χαμογελασε παραξενα.

* Γιατι γελατε; ρωτησε ο μικρος. Δεν θα μου πητε;

+ Προχωρα και θα το βρεις μονος σου, απαντησαν οι γονεις.

* Τι αλλο θελετε να σας πω; ρωτησε το παιδι... Τα υπολοιπα τα ξερετε... Δεν τα ξερετε;

+ Τελικα εφαγες ή δεν εφαγες, τον ρωτησαν μ’ ενα στομα...

* Οχι! Δεν εφαγα τιποτα, ξαναειπε το παιδι...
+ Τελικα η πεινα σου περασε ή οχι;

Ο νεαρος ξαφνιαστηκε...

* Μου περασε, αλλα δεν εφαγα τιποτα... Ουτε και ο γεροντας που συναντησα στα τελευταια, πανω στο βουνο διπλα στο βραχο, ειχε τιποτα φαγωσιμο... Ενας φτωχος και ανημπορος γερος ηταν μονο...

+ Και τοτε πως σου περασε η πεινα, παιδι μου;

* Οχι μονο η πεινα αλλα και η διψα, προσθεσε το παιδι, αλλα χωρις φαγητο και χωρις νερο!

+ Και αυτο πως εγινε;

* Να! Την ωρα που ο γεροντας, θελησε να σηκωθει για να φυγει, τον βοηθησα... Και μετα ουτε πεινουσα ουτε διψουσα... Μυστηριο πραγμα...

+ Και γιατι τον εστειλες στο χωριο; ρωτησαν αποτομα οι γονεις του

* Δεν τον εστειλα εγω, μονος του εξαφανιστηκε προς τα ’κει ακτινοβολωντας, διαμαρτυρηθηκε ο νεαρος. Εγω ουτε που προλαβα καν να τον δω την ωρα που τον σηκωνα...

+ Εσυ τον σηκωσες παιδι μου ή αυτος σε σηκωσε μεχρι που εφτασες εδω;

* Δηλαδη;

+ Την ωρα που σε επαιρνε ο υπνος, δεν ακουσες τα νομισματα σου να κουδουνιζουν; ρωτησαν οι γονεις

* Αυτο ειναι αληθεια, παραδεχτηκε ο νεαρος

+ Τα ειχες ακουσει αλλη φορα;

* Οχι! απαντησε και παλι ο νεαρος

+ Αναρωτηθηκες γιατι; ρωτησαν και παλι με τη σειρα τους οι δυο γονεις.

* Οχι! Δεν προλαβα... Αποκοιμηθηκα... Και μετα βρεθηκα εδω... Ποτε να προλαβω;

+ Μπορεις να αναρωτηθεις τωρα, του παρατηρησαν οι γονεις. Εχεις αρκετα πραγματα για να το κανεις: Τα χρυσα νομισματα που μαζευτηκαν χωρις να ξερεις πως... Το χωριο που αρνηθηκε να σε φιλοξενησει... Ο γεροντας που βρεθηκε αναπαντεχα μπροστα σου... Και τελος το κουδουνισμα των χρυσων νομισματων σου...

* Βοηθηστε με σας παρακαλω, τους ειπε το παιδι... Τι μου συμβαινει τελικα;

+ Τι κερδισες απο τη ζωη σου παιδι μου; ρωτησαν οι γονεις.

* Πολυτιμες εμπειριες ζωης, απαντησε το παιδι.

+ Να τοτε, τα χρυσα σου νομισματα...
’ Και που βρεθηκαν τα νομισματα αυτα;

* Μεσα στο πουγγι μου, αποκριθηκε το παιδι.

+ Η προθυμια σου να μαθεις και η καλη σου διαθεση να γνωρισεις, σχολιασαν οι γονεις του...
’ Και στο χωριο γιατι αρνηθηκαν να σε εξυπηρετησουν;

* Γιατι πηγα να τους πληρωσω με τα χρυσα νομισματα απο το πουγγι...

+ Πηγες να εξαργυρωσεις τα πολυτιμα αποκτηματα σου, χωρις προηγουμενως να τα εχεις αφομοιωσει, ξαναειπαν οι γονεις. Αυτα τα πραγματα ηταν ξενα και αγνωστα σ’ αυτους, αλλα πολυτιμα σε σενα, αφου ετσι τα θεωρουσες εσυ. Γι’ αυτο και σε εστειλαν αλλου, οπου θα μπορουσαν να σε βοηθησουν να τα κατανοησεις και να τα εμπεδωσεις αποτελεσματικα.

* Και ο γεροντας που με περιμενε στο βραχο; ρωτησε ξεθαρρεμενος ο νεαρος.

+ Ε! Αυτος ηταν ο εαυτος σου παιδι μου, οπως τον οραματιστηκες ολοκληρωμενο για το τελος της ζωης σου... Εμπειρο και σοφο πλεον, αληθινα!

* Και γιατι γυρισε πισω στο χωριο;

+ Δεν γυρισε παιδι μου, εσυ τον εστειλες σου ξαναλεμε. Αφου του εδωσες την ευκαιρια, να σου δωσει ενα καλο μαθημα, με τη “γεροντικη” του σοφια, τον εστειλες πισω στο χωριο... Τον εστειλες πισω στο μερος που σε “εδιωξαν”, για να κατανοησει το μυστηριο της αφιλοξενιας των ανθρωπων του.

* Και πως με βοηθησε γονεις μου, ο γεροντας... εαυτος μου;

+ Σε βοηθησε παιδι μου, γιατι σου εδωσε να καταλαβεις οτι τα πολυτιμα αποκτηματα της ζωης σου, εξαργυρωνονται βοηθωντας αφιλοκερδως τους αλλους.
’ Και αυτο ηθελαν να σου πουν τα νομισματα οταν κουδουνισαν χαρμοσυνα στην καρδια σου.
’ Και ετσι εσυ βρεθηκες εδω! Διοτι κερδισες το εισιτηριο της Ανανεωσης, βοηθωντας το σοφο εαυτο σου απο το μελλον, να ξαναγυρισει στην Ενεργο ζωη. Διοτι η Επιστροφη του στο χωριο σημαινει Επιστροφη στη Ζωη.

* Κι εγω;

+ Κι εσυ πρεπει να αποφασισεις τωρα, τι θελεις να κανει αυτος εκει...

* Μμμ! Δυσκολο να σας πω, γιατι δεν ξερω.

+ Το ξερουμε αυτο! Μα πρεπει, τον ενθαρρυναν οι γονεις του.

* Τι θα μπορουσε να κανει αραγε, γέρος και ανημπορος, χωρις εφοδια...

+ Τα εφοδια σου ειναι εφοδια του, απαντησαν οι γονεις. Αλλωστε μη ξεχνας το φως του και τη γρηγοραδα του, παρομοια μ’ αυτην που εδειξες κι εσυ φευγοντας απο του καφετζη...

* Αν μπορουσα να του μεταβιβασω τα “μαθηματα” μου, θα ηταν το τελειο, μονολογησε στοχαστικα το παιδι... Αλλα πως;

+ Ποια ειναι αυτα παιδι μου, τον παροτρυναν και παλι οι γονεϊκες φυσιογνωμιες.

* Οτι στη ζωη σου πρεπει να δινεις και να παιρνεις, και να κρατας τα νομισματα σου σε χρησιμη και πρακτικη μορφη. Αλλιως διογκωνονται και αχρηστευονται. Και μετα αναρωτιεσαι γιατι δεν σε δεχονται. Πως να δεχτουν τους υπερπολυτιμους θησαυρους σου, που απαιτουν στομαχι γιγαντα, ενω εχεις να κανεις με απλους καθημερινους ανθρωπους... Αν θες να μεινεις με τους ανθρωπους, πρεπει να παραμενεις καθημερινος.

Σηκωσε τα ματια και κοιταξε τους γονεις του. Τους ειδε να τον καμαρωνουν.

* Τα λεω καλα γονεις μου; ρωτησε

+ Δικα σου ειναι παιδι μου τα λογια σου και ειναι παντα καλα! Μονο που πρεπει να τα πεις και στο γεροντα σου, του ειπαν...

* Δηλαδη; ανησυχησε ελαφρα ο νεαρος.

Μα οι δυο μορφες δεν ξαναμιλησαν... Οι επιβλητικες και λιτες φυσιογνωμιες τους, εμοιαζαν να ξεθωριαζουν μαζι με τη γαλαζωπη και ακτινοβολα σφαιρα. Ολα εμοιαζαν να σβυνουν απο γυρω του και να περνανε στον κοσμο του ονειρου πραγματικα.

Και ελαχιστες στιγμες αργοτερα, το μελαχροινο αγορι βρεθηκε και παλι μονο του καθισμενο στο γραφειο του μεσα στο συθαμπο του δωματιου του, ενω το σουρουπο επεφτε γυρω του γοργα.
Αναψε το πορτατιφ με το αριστερο του χερι, ενω με το δεξι σημειωσε πανω στο χαρτι που εγραφε, το συμπερασμα της υπερβασης του: Η Γεροντικη Σοφια Ειναι Το Κλειδι Της Καθημερινης Πρακτικης.

Προηγούμενο κεφάλαιο | Επόμενο κεφάλαιο

Ο ΞΕΝΟΣ | Η ΠΥΛΗ | Ο ΚΟΣΜΟΣ