Το Μυστικο Κλειδι Της Λειτουργιας Του Χρονου

Ο ΚΟΣΜΟΣ

Ο ΞΕΝΟΣ | Η ΠΥΛΗ | Ο ΚΟΣΜΟΣ

Την αλλη μερα ξυπνησε νωρις απο τους ηχους της καμπανας. Ητανε Κυριακη και αποφασισε ξαφνικα να παει στην εκκλησια. Οχι πως πηγαινε συχνα, αλλα να, σημερα ενιωσε οτι ηθελε να εκκλησιαστει.
Σηκωθηκε γρηγορα και ετοιμαστηκε σχεδον αθορυβα... Το σπιτι ησυχαζε βαθια ακομα...
Βγηκε στο δρομο οπου η μερα εφεγγε καλα πλεον και εμεινε αναποφασιστος μερικες στιγμες. Που να πηγαινε, δεξια ή αριστερα; Εκει κοντα τους ητανε δυο εκκλησιες, σε ιση περιπου αποσταση. Ποια να διαλεγε;
Το αγορι διαλεξε να παει αριστερα, στον Αγιο Στεφανο που ειχε και το ονομα του. Και ανοιγοντας το βημα του προχωρησε γρηγορα, γιατι ειχε αρκετη ψυχρα το πρωϊνο.

Φθανοντας στην πορτα της εκκλησιας την βρηκε ανοιχτη και χωρις δισταγμο ανεβηκε τα λιγα σκαλοπατια της και χωθηκε στο εσωτερικο της.
Αλλη ατμοσφαιρα μεσα! Θαλπωρη, συθαμπο και ψαλμωδιες...
Η λειτουργια δεν ειχε αρχισει και τα μεγαλα κεντρικα φωτα δεν ειχαν αναψει ακομα.
Πηρε απο το παγκαρι δυο κερια, οπως συνηθιζε οταν πηγαινε μονος του στην εκκλησια... Ενα γι’ αυτον και ενα για τα υπολοιπα μελη της οικογενειας του. Τ’ αναψε και αφου σταυροκοπηθηκε, προσκυνησε τις δυο εικονες, δεξια κι αριστερα, του Αγιου Στεφανου και Της Παναγιας και προχωρησε προς τη μερια των Ανδρων.
Λιγα ατομα γυρω του, αλλα μαλλον ειχε ερθει νωρις, γιατι αλλες φορες θυμαται ειχε περισσοτερο κοσμο.

Σταθηκε ορθος καπου παραμερα και εστησε το αυτι του στο ψαλτηρι...
Περιεργες φρασεις και μυστηριες αυτοι οι ψαλμοι, οπως παντα. Αλλα δεν βαριεσαι... Αυτο που δεν καταλαβαινε με το νου, το αναπληρωνε με τη μελωδια των ηχων...
Ενιωθε τα λογια αιχμηρα και καθαρια και ακατανοητα τα περισσοτερα, να διεισδυουν στο εσωτερικο του και εναποθετουν το ψαλμωδικο τους φορτιο στους μυστικους τοπους της ψυχης του και να τον δονουν!

Αρχισε η λειτουργια και προχωρησε... Ο κοσμος πυκνωνε και ο Στεφανος μετακινηθηκε κανα-δυο φορες ελαφρα, κανοντας τοπο σε καποιους να προχωρησουν πιο μπροστα.
Το ιδιορυθμο αρωμα απο το λιβανι στον αερα και οι εναλλαγες στο λογο του παπα και του ψαλτη, μαζι με το ελαφρυ θροϊσμα απο την πολυκοσμια, δημιουργουσαν τελικα μια παραξενη μυσταγωγια, που τον διαπερνουσε ως τα καταβαθα του ειναι του και τον συγκλονιζε.
Εκανε να κλεισει τα ματια του συνεπαρμενος, μα καποιος τον αγγιξε ελαφρα στο δεξι του χερι και γυρισε να δει.. Διπλα του ηταν καθισμενος ενας ηλικιωμενος με ενα κερι στο χερι, που το ετεινε προς το μερος του.
Εσκυψε λιγο και ρωτησε σχεδον ψιθυριστα:

*Θελεις τιποτα παππου;

# Μπορεις παιδι μου, να μου αναψεις το κερι στο μανουαλι ; Πηγαινε σε παρακαλω κι εγω θα σου κραταω τη θεση...

*Ναι παππου να παω, ειπε το παιδι.

Και παιρνοντας το κερι στο χερι του, ανοιξε προσεκτικα δρομο μεσα στο πληθος κι εφτασε πισω στην εισοδο της εκκλησιας... Κι εκει αναψε το κερι, οπως ηθελε ο γεροντας.

Στην επιστροφη ο κοσμος ειχε πυκνωσει περισσοτερο και δυσκολευτηκε. Εφτασε μεχρι τη μεση της διαδρομης και σταματησε. Ο γεροντας θα περιμενε, αλλα δεν πειραζει θα καταλαβαινε.

Μια ωρα αργοτερα η εκκλησια σχολασε και ο νεαρος, μπηκε στην ουρα και υπομονετικα, περιμενοντας τη σειρα του, πηρε αντιδωρο απο του παπα το χερι και βγηκε στον περιβολο.
Η μερα ειχε γλυκανει αρκετα και ηταν ευχαριστο να βλεπεις το πολυχρωμο πληθος, να σκορπιζεται απο την πορτα της εκκλησιας, σε διαφορες κατευθυνσεις, κρατωντας στο χερι τυλιγμενο το αντιδωρο ή τρωγοντας το διακριτικα.

Ο Στεφανος χαιρετησε ενα γειτονα του κι ανακατευτηκε με μια παρεα συνομιληκους του, που τιτιβιζαν φωναχτα με πειραγματα και διαφορα εξυπνα. Ειπε κι αυτος δυο - τρια δικα του κι εκαμε να φυγει, οταν ενιωσε να τον τραβουν απο το μανικι. Γυρισε και ειδε το γεροντα με το κερι.
# Τ’ αναψες το κερι παιδι μου; Δεν σ’ ευχαριστησα... Μα σε περιμενα αρκετη ωρα κρατωντας σου τη θεση. Μετα είδα κι απόειδα και την αφησα.
*Δεν πειραζει παππου, ειχε πολυ κοσμο, ειπε το παιδι.

# Στεφανο με λενε παιδι μου... Μη με λες παππου, δεν μ’ αρεσει...
* Στεφανο σε λενε; ρωτησε μ’ εκπληξη ο νεαρος. Και μενα το ιδιο... Καλο κι αυτο!

Ο γεροντας χαμογελασε.

# Ε! Αφου σε λενε Στεφανο ελα να περπατησουμε μαζι, μεχρι παρακατω στο σπιτι μου. Ελα να γνωρισεις και τη γεροντισσα μου , που ειναι καλη και φτιαχνει και καλο καφε... Αλλα εσυ εισαι μικρος ακομα και δεν πρεπει να πινεις καφε... ΄Η οχι!

*Ναι, παππου! Δεν πινω ακομα καφε... Μονο καπου-καπου, οταν εχω πολυ διαβασμα και δεν θελω να κοιμηθω... Και μια και εχουμε το ιδιο ονομα, ας περπατησουμε λιγο μαζι.

Και ο νεαρος Στεφανος, χαιρετησε βιαστικα τα παιδια της παρεας και ακολουθησε το γερο-Στεφανο, προς την εξοδο του μεγαλου τετραγωνου αυλογυρου της Εκκλησιας.

* Γεροντα, τι ειναι τα “ξυπνια ονειρα”, ρωτησε ο νεαρος το γερο-Στεφανο οταν βγηκαν εξω.

# Αυτο που κανω εγω, του απαντησε ο γεροντας αμεσως χαμογελωντας. Δηλαδη αυτα που σκεφτονται οι ανθρωποι της ηλικιας μου, για οσα δεν εκαναν στη ζωη τους.

* Οχι, οχι! ξαναειπε το παιδι. Εννοω τα κανονικα ονειρα, σαν αυτα που βλεπουμε οταν κοιμομαστε... Αλλά να τα βλεπουμε οταν ειμαστε ξυπνιοι, δηλαδη χωρις να κοιμομαστε, συμπληρωσε.

Ο γεροντας τον κοιταξε απορημενος.

* Ναι! Γεροντα, αληθεια σου λεω, ειπε και παλι το παιδι... Χτες βραδυ, το απογευμα μαλλον, ενω καθομουνα στο γραφειο μου και σκεφτομουνα τη ζωη μου και το μελλον μου και το τι θα μπορουσα να κανω, ξαφνου καποια στιγμη βρεθηκα σ’ ενα τοπο παραξενο, με πολυ κοσμο και πολλα, παρα πολλα παιδια... Και ηταν σα να να μιλησα και καποια στιγμη μα τους γονεις μου, λεγοντας παραξενα πραγματα! Αλλα δεν κοιμομουνα, αληθεια σου λεω, ημουν ξυπνιος και σκεφτομουνα.

Ο γεροντας τον κοιταξε ακομα πιο απορημενος.

# Ακου Στεφανε, του ειπε, νομιζω οτι εισαι καλο παιδι. Απο τη στιγμη που μου ’καμες τη χαρη που σου ζητησα στην Εκκλησια, σε συμπαθησα. Δεν ξερω τι μου λες, αλλά εγω αν ημουνα στη θεση σου, θα κοιταζα μπροστα μου, τι εχω να κανω και τι μπορω να κανω...

*Δηλαδη δεν με πιστευεις; ρωτησε το παιδι.

# Δεν ειπα τιποτα τετοιο... Ειπα; Μονο λεω οτι δεν καταλαβαινω αυτα που μου λες.

Εφτασαν σ’ ενα μικρο παρκακι με πολλα δεντρα και δυο σειρες μικρα παρτερια δεξια και αριστερα και βαδιζαν αναμεσα τους.

# Οταν ημουνα στην ηλικια σου, συνεχισε ο γεροντας, και λιγο μεγαλυτερος, θυμαμαι οτι παρατησα το σπιτι μου και τους γονεις μου και βγηκα χωρις πολυ σκεψη να γνωρισω για λιγο τον κοσμο.
’ Το λιγο εγινε πολυ και οταν μετα απο χρονια γυρισα πισω, οι γονεις μου ειχαν φυγει πια οριστικα. Ξαφνιαστηκα και πονεσα δυνατα, γιατι τους θεωρουσα παντα δεδομενους και παντα να με περιμενουν...
’ Αλλά οχι! Δεν ηταν ετσι!

Σταματησαν και οι δυο σαν να ’ταν συννενοημενοι, στο προτελευταιο παγκακι και αφου ανταλλαξαν ενα σιωπηλο βλεμμα συμφωνιας, καθισαν.

# Στεφανε, δεν ξερω για τα ξυπνια ονειρα που μου λες, αλλά απο τη στιγμη που το χωνεψα οτι οι γονεις μου, ηταν πια οριστικα φευγατοι, η ζωη μου αδειασε, γιατι δεν το περιμενα να μου συμβει εμενα κατι τετοιο... Και γιατι ημουν ο μοναχογιος τους...
’ Απο τοτε και μετα εμεινα στο πατρικο μου σπιτι... Επιασα δουλεια και αργοτερα παντρευτηκα... Αλλά παιδια δεν αποκτησα.
’ Πολλα χρονια αργοτερα, βγηκε στη μεση η εκκλησια και αυτο με ανακουφισε και με ανακουφιζει ακομα... Αλλα τον εαυτο μου δεν τον συγχωρεσα που εγκατελειψα ετσι αμυαλα το σπιτι μου τοτε...

* Μα γεροντα, αυτο πρεπει να κανουν οι νεοι, τον εκοψε ο νεαρος. Κι εσυ το ειπες πριν, οτι πρεπει να κοιταζουν μπροστα και να κανουν οτι μπορουν. Ετσι δεν ειπες; Ε! Το ιδιο εκανες κι εσυ τοτε... Τι φταις εσυ αν στο μεταξυ πεθαναν οι γονεις σου;

# Θα μπορουσα να μην εχω εχω φυγει μακρια παιδι μου, απαντησε στοχαστικα ο γεροντας. Θα μπορουσα να εχω κανει τα ιδια πραγματα, μενοντας κοντα στους γονεις μου. Γιατι κοιτα ποια ειναι η ζωη μου... Εμεινα και μενω στον τοπο των γονιων μου, στον τοπο που γεννηθηκα και μεγαλωσα, αλλά τους γονεις μου τους πληγωσα, τους πονεσα και τους εχασα... Κι αυτο δεν μπορω να το αλλαξω.

* Μα τοτε γεροντα, διαμαρτυρηθηκε και παλι ο νεαρος, κανενας δεν θα επρεπε να αλλαζει τον τοπο της κατοικιας του, ουτε να ταξιδευει ποτέ... Και ο κοσμος θα εμενε καθυστερημενος και πρωτογονος... Ετσι τουλαχιστον μαθαινουμε στο σχολειο... Τα ταξιδια, η επικοινωνια και το εμποριο εφεραν την προοδο του ανθρωπου!

# Στεφανε, ολα αυτα που λες δεν εφεραν καμμια προοδο σε μενα. Εγω νιωθω ενα ασηκωτο βαρος να με πλακωνει και στο εξομολογηθηκα. Μονο ο γαμος και το σπιτικο και η Εκκλησια βεβαια, οπως σου ειπα, μου προσφεραν λιγη ανακουφιση... Μακαρι να μπορουσα να γυρισω το χρονο πισω και να ξαναεπιλεξω.

* Και τι θα εκανες γεροντα; ρωτησε το παιδι... Παλι το ιδιο θα εκανες αφου δεν θα ηξερες τις συνεπειες;

# Ετσι ειναι παιδι μου, σχολιασε με τη σειρα του και ο γεροντας... Αλλά αν τοτε ηξερα οσα και τωρα, τοτε θα επραττα διαφορετικα... “Στερνη μου γνωση να σ’ ειχα πρωτα”, που λεει κι ο λαος μας. Ε! σε μενα αυτο εφαρμοζεται ακριβως...

* Ναι! Γεροντα, ετσι ειναι, συμφωνησε και ο νεαρος, με ενα εξαιρετικα σοβαρο υφος. Εκ των υστερων κανουμε ολοι μας τους σοφους... Δηλαδη εσεις οι μεγαλοι, κανετε τους σοφους, γιατι εμεις τα παιδια τι να πουμε, αφου δεν ξερουμε τι μας γινεται και το μονο που θελουμε ειναι να απαλλαγουμε με καθε τροπο απο την κυριαρχια και την καταπιεση των γονιων μας.
’ Ετσι κι εγω με τους δικους μου γονεις... Με καταπιεζουν και θελω να γλυτωσω απο την παρουσια τους, φευγοντας... Αλλά τι να κανω και που να παω μεσα στον αχανη κοσμο; Προβληματιζομαι τρομερα... Βεβαια εχω το σχολειο ακομα να τελειωσω, αλλά μετα; Οταν τελειωσω, τι θα γινει; Δεν ξερω... Μ’ απασχολει πολυ...

# Δεν ξερω τι θα κανεις στη ζωη σου Στεφανε, απαντησε ο γεροντας, ουτε τι κρυβεται μπροστα σου, αλλά αυτο που μπορω να σου πω ειναι τουτο: Στον κοσμο τουτο, ερχεσαι και φευγεις. Στο μεσοδιαστημα, μεγαλωνεις, εργαζεσαι και γερνας... Αν λαβεις σοβαρα υπ’ οψη σου λοιπον αυτο το πραγμα, τοτε θα πρεπει οσο εισαι εδω στη γη, να κανεις καποια πραγματα για τα οποια να εισαι περηφανος ως ανθρωπος. Εγω αυτο δεν το καταλαβα, δεν το καταφερα και μου λειπει... Θα φυγω απο “δω” και θα ειναι σαν να μη περασα ποτε ... Ουτε παιδια δεν μου ’δωσε Ο Θεος... Και με Το Δικιο Του... Πως να μου Δωσει αφου εγω εγκαταλειψα τους γονεις μου; Πως να γινω εγω μετα γονιος;

Σηκωθηκαν απο το παγκακι και βαδιζοντας αναμεσα στα παιδοπουλα, που ειχαν μαζευτει στο παρκακι παιζοντας, βγηκαν στο δρομο για το σπιτι του γεροντα.

# Να! Εδω , παρακατω ειμαστε, δυο τετραγωνα δηλαδη, ειπε ο γεροντας. Ελα Στεφανε... Θα χαρει και η κυρα μου να σε δει...

Ο Στεφανος κοιταξε το ρολοϊ του και ειπε:

* Ξερεις γεροντα, κοντευει δωδεκα η ωρα και στο σπιτι μου θ’ ανησυχουν... Καλυτερα να πηγαινω... Αρκετα ειπαμε...

# Ελα και παιρνεις τηλεφωνο απο το σπιτι και τους ειδοποιεις...

* Οχι! Γεροντα, καλυτερα να μην ερθω σημερα... Θα τυχει μια αλλα φορα , θα δεις...

# Καλα παιδι μου... Ξερεις πια που θα με βρεις καθε Κυριακη... Θα σε περιμενω οποτε θες...

* Ενταξει γεροντα, απαντησε το παιδι και σ’ ευχαριστω για οσα ειπαμε...

# Εγω σ’ ευχαριστω παιδι μου, που αφησες την παρεα σου και μιλησες μαζι μου...

Και υφωνοντας λιγο τον τονο της φωνης του προς τον νεαρο που ειχε αρχισει να απομακρυνεται, συμπληρωσε:

# Και να θυμασαι οτι πρεπει να επενδυεις το χρονο σου στις σταθερες αξιες της ζωης...

Ο νεαρος Στεφανος, ακουγοντας τα τελευταια λογια του γεροντα, κοντοσταθηκε και γυριζοντας προς το μερος του, εφερε και παλι την αντιρρηση του:

* Και οι αλλοι γεροντα; Τι γινεται με τους αλλους; Τι γινεται με τα υπολοιπα παιδια, τους συνομηλικους μου; Αυτα που λες ισχυουν και γι’ αυτους;

Κι ο γεροντας:

# Στεφανε, τωρα δεν μ’ ενδιαφερουν οι αλλοι... Δεν με απασχολουν οι αλλοι... Θελω μονο να προσεξεις εσυ. Και να βαλεις καλα στο μαλο σου τα λογια μου, εσυ που μ’ ακους παιδι μου! Αυτα που λεω δεν αφορουν κανεναν αλλο παρα μοναχα εσενα... Κι αν σου ειπα μερικα πραγματα για τη ζωη μου, ειναι γιατι σε συμπαθησα απο την αρχη. Δεν ειναι αναγκη λοιπον, να πεις σε κανενα οσα ειπαμε. Οχι, οτι εχει δηλαδη καμμια ιδιαιτερη σημασια για μενα πια, αφου οτι ειμαι δεν αλλαζει, αλλα εσυ θα ανακατεψεις αλλους στη σημερινη μας κουβεντα και αυτο θα σου περιπλεξει τα πραγματα...

Σωπασε για λιγο και μετα αποσωσε το λογο του:

# Αν σου πω οτι δεν ηταν τυχαιο, το οτι ηρθες σημερα και σταθηκες διπλα μου, θα το πιστεψεις; Σπανια ερχονται διπλα μου, παιδια σαν εσενα και ακομα πιο σπανια δεχονται να με εξυπηρετησουν, σαν κι εσενα με το κερι.
’ Οταν εγω ημουνα παιδι στην ηλικια σου, δεν πηγαινα στην εκκλησια, εχοντας το νου μου στις παρεες και στα ταξιδια... Και τωρα που βλεπω νεους στην εκκλησια τους ζηλευω.
’ Αν μπορω λοιπον, εστω κι ενα μονο παιδι να συγκρατησω απο την τρελλα και την απερισκεψια στη ζωη, καλο θα ειναι και το θελω πολυ... Αν μπορεσω να το συγκρατησω κοντα στους γονεις του και στην εκκλησια, εγω θα το θεωρησω δωρο απο Το Θεο.
’ Γι’ αυτο σου ειπα οτι τωρα δεν μ’ ενδιαφερουν οι αλλοι αλλά μονο εσυ... Καταλαβες;
’ Αντε, πηγαινε τωρα, για να μην ανησυχουν και οι δικοι σου.

Και ο γεροντας απο τη μια, σηκωνοντας το χερι του σε σιωπηλο χαιρετισμο, γυρισε και πηρε το δρομο για το σπιτι του, με το Στεφανο απο την αλλη, να χαμογελα και να τραβα προς το δικο του σκεφτικος και ευδιαθετος, με τα χερια του στις τσεπες και σιγοσφυριζοντας.

Προηγούμενο κεφάλαιο

Ο ΞΕΝΟΣ | Η ΠΥΛΗ | Ο ΚΟΣΜΟΣ