Κάποιο μεράκι

Γεώργιος Βελλιανίτης

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΚΑΠΟΙΟ ΜΕΡΑΚΙ

Μέσ’ στη φουρτούνα, μέσα στο πέλαγο

σαν μια σταγόνα, μικρό σημαδάκι,

όσο ερχότανε, τόσο μεγάλωνε,

μέσα στα κύματ’ άσπρο καραβάκι.

Μικρό παιδί στου χειμώνα την παγωνιά,

κοίταζα το καράβι από κάποια πλαγιά,

σαν έφτανε στον όρμο κι όταν αναχωρούσε,

με το γνωστό του σφύριγμα με αποχαιρετούσε.

Το έβλεπα σαν έστεκε να περιμένει

νάρθουν οι βαρκούλες να το καλοσωρίσουν.

΄Ηταν όμορφο, κάτασπρο σαν περιστέρι.

Τη σκέψη μου έπαιρνε, αλλού να την πηγαίνει.

«Γλάρο» το έλεγαν το καραβάκι,

που εταξίδευε σε θάλασσα πλατειά.

΄Ηταν για μένανε κάποιο μεράκι

το να με πάει μακρυά στην ξενητειά.

Χρόνια τ’ αγνάντευα. Κι ωνειρευόμουν.

΄Ισως κάποτε, κάποια μέρα και γώ,

νάφευγ’ απ’ το νησί την τύχη μου να βρώ.

Δεν ήταν όμως εύκολο. Γι αυτό αναρωτιώμουν.

΄Ωσπου μία μέρα, κάποιο πρωϊνό,

πριν να βγεί ο ήλιος στα γνωστά λαγκάδια,

μπήκα στο καράβι με στόμα στεγνό,

με θολό το βλέμμα και τη σκέψη άδεια.

Βαρειά η καρδιά από τις συγκινήσεις.

Δώσε της Θεέ μου λίγο κουράγιο,

νάβρει το δρόμο της, να ξεκινήσει,

να ξαποστάσει, να βρεί μουράγιο.

Γεώργιος Βελλιανίτης