Χρήστος Μανωλάχης

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

-----------------

Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

Σκοτάδι, σκιές και η χώρα της Περσεφόνης ότι κέρδισα :
Μια σκιά ανάμεσα στις σκιές.
Ότι ζωντανό γύρω μου, αυτά τα ασφοδέλια
και τούτη η γούρνα με το ζεστό αίμα.
Και τώρα που έφυγαν οι σκιές που την είχανε κυκλώσει
έσκυψα από πάνω της και θυμήθηκα
κείνο το ζεστό απόγευμα
που ξεμακρύναμε με τα καράβια και τους συντρόφους,
βλέποντας το νησί που αφήναμε πίσω μας
με τις γυναίκες τα παιδιά και τα κλάματα τους
να καταπίνεται απ' την μεγάλη γραμμή
που ενώνει τον ουρανό με την θάλασσα.
– Κινήσαμε κατά την ανατολή
Μα την προσπεράσαμε και βρεθήκαμε στο σκοτάδι.

Δέκα χρόνους πολεμούσαμε το κάστρο της Τροίας
για να λευτερώσουμε την Ελένη
με το σκοτάδι της ψυχής μας απλωμένο στα μάτια μας
και τον αέρα πηχτό απ' την οσμή του θανάτου.
Δεν γνώρισα ποτέ την Ελένη
δεν την είδα ποτέ να κλαίει σκλάβα πάνω στις πολεμίστρες
δεν γνώριζα αν υπάρχει ή όχι
κι αν είναι τόσο όμορφη όσο λέγανε.
Δέκα χρόνους το κοντάρι μου
έσκιζε το λευκό πανί που χωρίζει τη ζωή απ' το θάνατο
κοκκινίζοντας απ' τις σβησμένες ελπίδες των ανθρώπων
να πλαγιάσουν την γυναίκα τους τα βράδια
και να δούνε τα παιδιά τους ν' ανθίζουν.
Δέκα χρόνους γνώρισα το αίμα, τον πόνο και το θάνατο
που απλόχερα χάριζα σε ανθρώπους που ποτέ δεν γνώρισα.
– Αυτά ήταν για μένα η Ελένη.

Έπειτα, καθώς η φρίκη ξόδεψε πια τις ψυχές μας
μας είπαν πως η Τροία έπεσε και η Ελένη λευτερώθηκε.
Όσοι μείναμε, κινήσαμε με τα καράβια για το γυρισμό.
Όμως οι μοίρα και οι Θεοί το θέλησαν να γυρίσει μόνο ένας από μάς…

Η Ελένη γύρισε πίσω,
σέρνοντας το λευκό ματωμένο της φουστάνι
– κι αυτό ήταν μια νίκη.
Αυτοί που μας έφεραν στην Τροία για να σκοτώσουμε και να
σκοτωθούμε,
γύρισαν πίσω με δώρα, λάφυρα και τιμές
καθώς είχαν τους Θεούς μαζί τους
– κι αυτό ήταν μια νίκη.
Για μας τους υπόλοιπους
γρανάζια μιας μηχανής φρίκης,
που ξοδευτήκαμε από τα πείσματα των Θεών και των ανθρώπων
άλλοι στους κάμπους και στα τείχη της Τροίας
κι άλλοι στις πλατιές θάλασσες και στα τέρατα,
που Θεός δεν νοιάστηκε για την ζωή μήτε για τον θάνατο μας,
που δεν θα ακούσουμε τ' αηδόνια να τραγουδούν τα βράδια
και που καταλήξαμε να τριγυρνάμε
σκιές ανάμεσα σε σκιές,
για όλους εμάς,
τους Αργίτες και τους Τρώες,
που χαλαστήκαμε από το χέρι του ήρωα
γιατί έπρεπε να γίνει ήρωας,
ήταν απλώς
«Μια άξια πληρωμή».

- Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ' ευκλεώς … [2]
Γιατί χωρίς εσάς δεν θα υπήρχαν ούτε Ήρωες, ούτε Θεοί.


[2]Κ.Π. Καβάφης, «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας Πολεμήσαντες»

-----------------

Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ
I

Eίπες, κοιτάζοντας τ' αγάλματα:
«Τι δύναμη και τι κίνηση»
κι ύστερα λίγο πιο κάτω:
«Τι θαυμάσια ηρεμία!»
και στάθηκες δίπλα τους
μέσα στο άσπρο δωμάτιο με τη σιωπή του τάφου
ζητώντας τούτη την ηρεμία
αγγίζοντας την πέτρα με το σχήμα.

Μα εγώ ζήτησα να βρω τη ζωή μου
ανάμεσα σε δυο χτύπους της καρδιάς
εκεί, τη στιγμή που το αίμα μένει ασάλευτο στις φλέβες
ακούγοντας βαθιά μέσα μου
τις φωνές των μακρινών προγόνων
που ξανοίχτηκαν με τα πανιά του χρόνου
στη μεγάλη θάλασσα της λησμονιάς?
κι είναι τα λόγια τους ντυμένα χέρια
που με σφίγγουν κάθε που τα σκέφτομαι.
Άδεια κορμιά.
Πως φτάσαμε να ζητάμε την ηρεμία των αγαλμάτων;
Στο πρόσωπο μας
το γέλιο και το δάκρυ, η απορία και η κατανόηση
όλα μαζί
σε μια έκφραση χωρίς μορφή.
Ποιος έδωσε τούτο το σχήμα στο πρόσωπο μας;
Τούτο το ασάλευτο προσωπείο
που κάθε έκφραση μας γλιστρά πάνω του;
Πως γίνανε τα πρόσωπα μας
όχι πρόσωπα ανθρώπων
αλλά εκμαγεία μιας τελευταίας ακαθόριστης στιγμής;

Ζήτησες να βρεις την ηρεμία των αγαλμάτων
αγγίζοντας την πέτρα με το σχήμα?
μα εγώ μέρες τώρα
το χέρι ψάχνω που έδωσε το σχήμα,
ολοένα και πιο δυνατά
ακούγοντας τις μακρινές φωνές
που απ' το αίμα και πιο μέσα
ντυμένες χέρια με σφίγγουνε, τραβώντας
το μαρμάρινο τούτο προσωπείο να ξεκολλήσουν από πάνω μου.

II

α'

Ν' ανοίξεις τα μάτια.
Που ‘ναι ο χρόνος που πέρασε κι άφησε
τα πρόσωπα των ανθρώπων σκαμμένα
κι άλλους άφησε μια σακούλα κόκαλα
να φυλάνε στο σκοτάδι;
Έξω απ' τους τέσσερις άσπρους τοίχους της ζωής μας
ο χρόνος σαν άνεμος φυσά και παρασέρνει
σκέψεις ματαιωμένες, λόγια που ξαστόχησαν
και τη ζωή που δεν χώρεσε στη ζωή μας
και στο άδειο σακί της ψυχής.

Ν' ανοίξεις τα μάτια
Έξω απ' την πόρτα σου
ότι ο χρόνος άφησε στο πέρασμα του:
Σωριασμένες άδειες στιγμές, στροβιλισμένες.

β'

Έξω απ' την πόρτα σου
Σωριασμένες άδειες στιγμές, στροβιλισμένες.
Ότι ασυλλόγιστα πέταξες ανοίγοντας το παράθυρο
τώρα σου φράζουν την πόρτα.
Κι αν δεν ακούγεται φωνή ή χέρι ανθρώπου
απ' έξω να σου ανοίγει τον δρόμο
είναι γιατί τους ανθρώπους τους ζήτησες
στην ψεύτικη χώρα των έγχρωμων σκιών.
Μα μήτε και τούτες τις σκιές να περιμένεις πια
να σε παρηγορήσουν και να σε ναρκώσουν
τώρα που ο άνεμος έκοψε τα καλώδια
και είσαι μες στο σκοτάδι βυθισμένος.

Έξω απ' την πόρτα σου
μάσκες και προσωπεία ανθρώπων σωριασμένα.

γ'

Και τώρα μες στο σκοτάδι
πλησίασε στο παράθυρο
και δες τα φώτα των άλλων ανθρώπων.
Είναι κι αυτοί μπροστά στο παράθυρο
και σε κοιτάνε όπως και συ.
Μέσα στο φως του δωματίου γίνονται διάφανοι
και βλέπεις κάτω απ' το άσπρο δέρμα τους
τη μοναξιά και την απόγνωση
να δουλεύουν με το σφυρί και το κοπίδι τα πρόσωπα τους.
Σε κοιτάνε όπως και συ
ολόισια στα μάτια
κι είναι όλοι τους ίδιοι και σου μοιάζουν.

Έξω απ' το παράθυρο σου
καθρέφτες πολλοί που δείχνουνε το πρόσωπο σου.

δ'

Ν' ανοίξεις τα μάτια και να δεις.
Το χέρι και το κοπίδι που έδωσε τούτο το σχήμα στο πρόσωπο σου
είναι της μοναξιάς και της απόγνωσης.
Κι αν είσαι τώρα βυθισμένος στην ακινησία του λευκού σου δωματίου
είναι γιατί ζήτησες
την αδιέξοδη δύναμη
και την κρύα ηρεμία των αγαλμάτων.

III

Κι αν είσαι τώρα βυθισμένος στην ακινησία του λευκού σου δωματίου
είναι γιατί ζήτησες
την αδιέξοδη δύναμη
και την κρύα ηρεμία των αγαλμάτων.
Όμως εγώ θυμάμαι όλες εκείνες τις πέτρες
που κάποτε ξαποσταίναμε δίπλα σε ρυάκια
κάτω απ' τον βαθύ ίσκιο των πλατάνων
στολισμένες με τα βρύα και τις λειχήνες
που φυτρώνανε στο μέτωπο τους.
Κι άλλες φορές πως σκύβαμε κοντά τους το πρόσωπο
είτε ακούγοντας από μέσα τους
τη φλέβα του νερού να βουίζει
είτε για να ξεδιψάσουμε από το δάκρυ τους.
Πέτρες ζωντανές.

– Πεθαίνουν οι πέτρες;
– Πεθαίνουν,
κομματιάζονται και γίνονται σπίτια, δρόμοι και αγάλματα.

-----------------

Τα ποιήματα "Τ'ΑΓΑΛΜΑΤΑ" ΚΑΙ "Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ" του Χ. Μανωλάχη ανήκουν στη συλλογή "Αντίρροπα Ποτάμια". Περισσότερα ποιήματα μπορείτε να διαβάσετε στο www.manolachis.gr

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΝΩΛΑΧΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ