Το νόμισμα στην όχθη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΑΝΤΙΟ ΣΤΟ ΝΟΤΟ

«-Τρέξε Μπίλυ,γρήγορα,αλλιώς δεν σε βλέπω να γλιτώνεις την αγκράφα του πατέρα.Τρέξε,λοιπόν!

Οι κοριτσίστικοι φραμπαλάδες μαζεμένοι στα χέρια της και ξωπίσω της εγώ,με την κιθάρα μου σφιχτά στα χέρια να γδέρνω τα γυμνά μου πόδια στις βατομουριές που κατέκλυζαν περιμμετρικά το ποτάμι.Πόσο μου έλειψε το ποτάμι αυτό,ποσες αναμνήσεις έχω κρύψει στιςόχθες του....»

Κάπως έτσι ξεκινούσε η ηχογράφηση της συνέντευξης του μεγάλου τζαζίστα βιρτουόζου Μπιλυ Σέντσιλ.Έντονη ζωή,καταχρήσεις, γυναίκες,επιθυμίες που έμειναν απωθημένα, άνθρωποι που αγάπησε και χάθηκαν, όνειρα που πραγματοποιήθηκαν και μια μοναξιά, που πληγώνει αυτόν τον αιώνιο αλήτη, αυτήν τη γνήσια μποέμικη φιγούρα του αμερικανικού νότου.Δεν είχε παρά μερικούς μήνες, που αποφάσισε να επιστρέψει στο πατρικό σπίτι, σε μια μικρή κωμόπολη ,μερικά μίλια εξω απο τη Νέα Ορλεάνη.Παρά τις αντιρρήσεις των ιατρών, είχε αποφασίσει να γυρίσει στο μέρος που γεννήθηκε και μεγάλωσε.Παρά τις προσπάθειες του καλού του φίλου Γουέλμι, που είχε επιφορτιστεί με τη φροντίδα του,δεν μεταπείστηκε και ένα ανοιξιάτικο απόγευμα εγκατέλειψε τη Νέα Υόρκη, για το νότο του.Όμορφες αναμνήσεις , χρόνια χρυσά.Μα είχε τελειώσει τη διαδρομή του πια, ήταν ο καιρος του να ξαναβρεί τις ρίζες του, να ξανανιώσει την αφόρητη υγρασία που ανάγκαζε το γέρο πατέρα του να λέει κάθε τόσο πως «ετούτο το μέρος είναι του διαβόλου!» και χτυπούσε το χέρι του στην κουπαστή της βεράντας.Ακριβώς εκεί που στέκεται αυτή τη στιγμή ο Μπίλυ και είχε χρόνια αλήθεια,να νιώσει έτσι αληθινά ευτυχισμένος,παρά τον αδικαιολόγητο πλούτο των ξενοδοχείων που φιλοξενούσαν τα θρυλικά πάρτη του σε μια πόλη που δεν κοιμάται ποτέ.

Με τέτοιες σκέψεις να στροβιλίζονται στο αέρα, ο Μπίλυ παρέμενε απορροφημένος, σαν να επρόκειται να ξεκινήσει κανένα από εκείνα τα εντυπωσιακά καντσέτα , με τους ανεπανάληπτους αυτοσχεδιασμούς του.Μόνο που κάθε τόσο ψιθύριζε το όνομα εκείνου του νεαρού δημοσιογράφου, που τον είχε επισκεφτεί μερικές εβδομάδες νωρίτερα για να του προσφέρει την ευκαιρία να διηγηθεί τη ζωή του.Αλήθεια, σκεφτόταν, ποιος μπορεί να ενδιαφέρεται για έναν πρώην ναρκομανή μουσικό, που είχε ξεπέσει εδώ και μερικά χρόνια,νικημένος από κείνο το δυσάρεστο παραμύθι που έχει μονάχα ένα τελος...

-Κόμπι Κλαρκ ,μονολογούσε και προσπαθούσε να τελειοποιήσει τον κόμπο της γραβάτας του.Τα τρεμάμενα χέρια του, τα τόσο μαγικά, ίσιωναν με επιδέξιες κινήσεις το πέτο του γυαλιστερού , μαύρου σακακιού του με το κατακόκκινο μαντήλι καρφιτσωμένο.Στο παλιό πικ-απ, ακουγόταν ένα μακρόσυρτο,αράθυμο μπλουζ, που ταίριαζε στην ατμόσφαιρα του απογεύματος και ανακούφιζε τον ηλικιωμένο αυτόν τύπο από μνήμες που πονούσαν.Θα τα ξαναζούσε όλα, θα έκανε για μια τελευταία φορά έναν ειλικρινή απολογισμό της ζωής του, καταδικασμένος να διαπράξει τα ίδια λάθη, να συναντήσει τους ίδιους ανθρώπους, να ξανακρατήσει την κιθάρα του και να χαιδέψει με τις άκρες των δαχτύλων του τις συρμάτινες χορδές που έμοιαζαν έτοιμες να σπάσουν πια.Οι φωνές των παιδιών που περνούσαν μπροστά από το σπίτι ,τον έκαναν να χαμογελάσει, μα πλημμύρισαν την ψυχή του με μια νοσταλγία ασύγκριτη.Ίσως να είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι όταν πλησιάζουν στο τέλος, γίνονται ευαίσθητοι, ευάλωτοι, ικανοί να ξανανιώσουν την ίδια τρυφερότητα για τη ζωή,όπως ακριβώς και ένα παιδί, που ξεχύνεται στον κόσμο.Έκανε να σηκωθεί από την κουνιστή, ξύλινη πολυθρόνα του,όταν ένα μαύρο Φορντ, σταμάτησε εμπρός απο το παλιό σπίτι, με την πέργκολα,ίσως το μοναδικό πράγμα που ο Μπίλυ κατάφερε να φτιάξει στη ζωή του.Η πόρτα του οδηγού άνοιξε και πίσω από τον μπουχό που είχε σηκωθεί, ο Μπίλυ διέκρινε το νεαρό δημοσιογράφο,με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ταραγμένη μνήμη του.

-Κόμπι Κλαρκ, καλησπέρα κύριε Σέντσιλ.Με θυμάστε?, φώναξε από το δρόμο ο νεαρός, φοβούμενος ότι ο ηλικιωμένος τύπος,με την κάτασπρη ρεπούμπλικα θα τον είχε ξεχάσει,παρά τις συχνές τηλεφωνικές συνομιλίες τους.

-Μα και βέβαια σε θυμάμαι παλιόφιλε, αναφώνησε ο Μπίλυ με το γνώριμο τρόπο του, προσπαθώντας να μεταδώσει στο νεαρό τη φιλόξενη του διάθεση.

-Σε περίμενα και ήλπιζα οτι θα έρθεις.Αλλά δεν θα με ξένιζε και αμα δεν είχες φανεί και ποτέ.Καμιά φορά, ένας γέρος μπορεί να είναι αληθινά βαρετός.

Ο Κλαρκ έκανε μερικά βήματα και έφτασε στο πλατύσκαλο του σπιτιού με τις αγριοτριανταφυλλιές.Έλυσε τον κόμπο τς γραβάτας του και έδειξε τη γνώριμη δυσφορία, εκείνη που δείχνει όποιος επισκέπτεται για πρώτη φορά την περιοχή του Μισισίπη.

-Τειλκα, κύριε Σέντσιλ, όντως το μέρος αυτό ειναι αφιλόξενο για εμάς τους νεουρκέζους.Αναθεματισμένη υγρασία, να πάρει η ευχή!.Δεν σας πειράζει να βγάλω το σακάκι μου....

Ο δημοσιογράφος με το εκλεπτυσμένο παρουσιαστικό και τους εξαιρετικούς τρόπους , έβγαλε το σκάκι του και έγνεψε στον οδηγό του οχήματος να παρκάρει .Ο Μπίλυ τον περιεργάστηκε για λίγο και έσυρε τα βήματά του για να βάλει τη βελόνα του πικ-απ στο αυλάκι του δίσκου.Πόσο αναστατωνόταν όταν κατι του χαλούσε τη μαγεία ενος σόλο , τη μοναδικότητα ενος αυτοσχεδιασμού.

-Με συγχωρείς παλιόφιλε, αλλά η μουσική, όπως και η αγάπη πρέπει να ακούγονται συνέχεια, είπε με νόημα ο Μπίλυ και του προσέφερε λίγη λεμονάδα φτιαγμένη απο τη γλυκειά του Άμπι.Μια καλοστεκούμενη χήρα, που πάντα έτρεφε μεγάλη αγάπη για τον Μπίλυ.Πόσο είχε χαρεί , όταν την πήρε και της είπε να ετοιμάσει το σπίτι.....”Επιτέλους θα έρθεις σπίτι Μπίλυ Σέντσιλ..” .Επιτέλους , σκέφτηκε ο Μπίλυ και άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθει στο τοπίο του ποταμού, με τις καλαμιές να κρύβουν τον κατακόκκινο ηλιο, που έριχνε αυλαία σε άλλη μια μέρα.

-Κουραστικό το ταξίδι σας, παλιόφιλε?, ρώτησε ο Μπίλυ, προσπαθώντας να σπάσει τον πάγο.

-Μονάχα η ζέστη είναι κουραστική κύριε Σέντσιλ, μονάχα αυτή σε καταβάλλει.Ο Κόμπι Κλαρκ , ήπιε λαίμαργα τη λεμονάδα του και σκούπισε το ιδρωμένο πρόσωπό του.

-Τη ζέστη και τα λεφτά δεν τα συνηθίζεις εύκολα φίλε μου.Και τα δυο στο τελός σε κάνουν να νιώθεις βαρύς, κουρασμένος.Ο Μπίλυ κάθησε αναπαυτικα στην ξύλινη πολυθρόνα του και άφησε τη συνέχεια της συζήτησης στο νεαρό δημοσιογράφο.

-Ίσως να θυμάστε.....την προηγούμενη φορά που είχα έρθει....

Ο Μπίλυ τον διέκοψε.

-Δεν χρειάζεται να μου θυμίσεις, η συμφωνία μας ισχύει.Εγω θα σου διηγηθώ τη ζωή μου και εσύ θα δείξεις λίγη σημασία σε έναν γέρο, ξεπεσμένο μουσικό.Θυμάμαι καλά λοιπόν?...ρώτησε ο Μπίλυ και τον κοίταξε με ευθύτητα στα μάτια.

-Σύμφωνοι Μπίλυ, και βέβαια!Δεν θα μπορούσα να ζητήσω κάτι άλλο , κάτι καλύτερο.Μπορούμα να ξεκινήσουμε και σήμερα, αν η διάθεση σου είναι καλή, επισήμανε ο Κομπι με δισταγμό, στο φόβο μιας αρνητικής απάντησης.

-Καλά λοιπόν, ας το ξεκινήσουμε παλιόφιλε.

Τα χαμόγελα και των δύο, έμοιαζαν με το ύφος ενός παιδιού που πρόκειται να ανακαλύψει ένα καινούριο παιχνίδι, μια καινούρια ιδέα.Ο δημοσιογράφος, έβγαλε απο τη δερμάτινη ,τριμμένη τσάντα του ένα παλιό μαγνητόφωνο και το ακούμπησε στο κάγκελο της βεράντας.

-Όποτε θέλετε ξεκινάμε, του είπε και πάτησε το κουμπί της συσκευής που θα κατέγραφε την ιστορία μιας ζωής.Εχουμε ήδη μαγνητοφωνήσει κάποια πράγματα, μα δική σου είναι η ζωή, του είπε ο Κόμπι, και χαμογέλασε στον Μπίλυ που είχε αρχίσει να συμπαθεί αυτόν τον τύπο, ψάχνοντας ταυτόχρονα την άκρη της ιστορίας του, την άκρη της ζωής του...Πόσα χρόνια, πόσες αναμνήσεις, σκέφτηκε και άρχισε διστακτικά να μιλά, στην αρχή χαμηλόφωνα.

«Πόσες αναμνήσεις,αλήθεια παλιόφιλε....Ο αγαπημένος νότος μου.Η πατρίδα μου, ο τόπος μου.Ακόμα και τότε, στα δύσκολα χρόνια, κανείς μας δεν ήθελε να εγκαταλείψει ετούτη τη γη.Ήμασατν παιδιά ακόμα, δεν ξέραμε πόσο μίσος χωράει η ανθρώπινη καρδιά.Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε το θυμό του πατέρα, τη θλίψη του για την αναμενόμενη αποχώρησή μας από τον τόπο που μας άνηκε.Ποιος μπορεί να ξεχάσει τα απογεύματα στο ποτάμι, με τη μητέρα να τραγουδά και εμάς, όλο γέλια και φωνές να ξορκίζουμε με την παιδική μας αθωότητα τον κοινωνικό αποκλεισμό, να προσθέτουμε στο ουράνιο τόξο μιας μεσημεριανής βροχής το μαύρο χρώμα του δέρματόςμας.Όμορφα ήταν μα την αλήθεια!».Ο Μπίλυ , ανασηκώθηκε στην κουνιστή πολυθρόνα του και έδειξε να απολαμβάνει την ευκαιρία που του είχε δώσει εκείνος ο νέος δημοσιογράφος.Έβγαλε τη ρεπούμπλικά του, σφούγγιξε το μέτωπό του με το λευκό μαντήλι και κάρφωσε το βλέμμα του στον ορίζοντα, λες και καλωσόριζε τη νύχτα που ερχόταν σαν μικρό κορίτσι, αποκαμωμένο απο το παιχνίδι μιας όμορφης ημέρας.

«Ο πατέρας ήταν δύσκολος άνθρωπος.Καλός οικογενειάρχης μα αθεράπευτα περήφανος.Εργαζόταν στο τοπικό μεταλλείο της περιοχής και θυμάμαι πως κάθε απόγευμα, όταν γύριζε στο σπίτι, καθόταν στη βεράντα και απολάμβανε αμίλητος τα μπλουζ του Τζο «Κινγκ» Όλιβερ.Ψιθύριζε τα λόγια απορροφημένος, και ίσως ήταν η μοναδική στιγμή που μπορούσε να δει κανείς το χαμόγελο να ανατέλλει δειλά στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό του.Έπαιρνε τη μητέρα αγκαλιά στα πόδια του και τη φιλούσε ζεστά.Ήταν στα αλήθεια ερωτευμένοι και αγαπούσαν τον κόσμο που είχαν φτιάξει , με κέντρο ετούτο το σπίτι.Με πόσες αναμνήσεις είναι μπολιασμένο στα αλήθεια, παλιόφιλε!Και η καλή μου η μητέρα.....Σίνθια, η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει ποτέ μου.Τα μακριά της χέρια, τα μάτια της, το ζεστό της χάδι....Μας αγαπούσε πολύ και έκανε τα πάντα για να χαμογελάμε.Καταγόταν από τη Λουιζιάνα.Το τραγούδι της ακουγόταν όλη την ημέρα στο σπίτι και δεν ήταν λίγες οι φορές που στεκόμουν πίσω από τις τριανταφυλλιές και «ταξίδευα» στους έρωτες, τις ιστορίες, τον πόνο που κρυβόταν πίσω απο τους στίχους της.Καμιά φορα με έπαιρνε αγκαλιά και μου μιλούσε για τα χρόνια τα παλιά, για τη δύναμη αυτής της μουσικής, για το πόσο πολύ συντρόφεψε τους προγόνους μας τα χρόνια που πάλευαν για την ελευθερία τους.Μου έλειψαν οι γονείς μου, τους αγάπησα πολύ και τους χρωστάω πολλά.Η Σίνθια και ο Φρέντι.Δυο αγωνιστές, αληθινοί αγωνιστές μιας ζωής που δεν τους χαρίστηκε ποτέ Κόμπι.Πόσες φορές μας έπαιρναν από το χέρι τα καλοκαιρινά απογεύματα και ακολουθούσαμε την ίδια διαδρομή.Περνούσαμε απο την αγορά της πόλης, και αγοράζαμε παγωτό μηχανής απο τον κύριο Σταρκ με τα δίχως άλλο αποτυχημένα αστεία του που εκνεύριζαν τον πατέρα.Ο πατέρας με το μάυρο κοστούμι του, πάντα προσεγμένος και ευγενικός.Η μητέρα με το κατακόκκινο φόρεμά της και τις ψηλοτάκουνες γόβες της έκλεβε τι ς εντυπώσεις.Ήταν όμορφα εκείνα τα απογεύματα, οι πιο γλυκές μου αναμνήσεις απο το νότο των παιδικών μου χρόνων.....»

Ο Μπίλυ διέκοψε την αφήγησή του και γέμισε το ποτήρι του με λίγη απο εκείνη τη δροσιστική λεμονάδα.Η ζέστη είχε γίνει αφόρητη ετούτη την ώρα και το δροσερό ποτό της κυρίας Άμπι ήταν η καταλληλότερη επιλογή.

-Θα ήθελες λίγο ακόμα;, ρώτησε ο Μπίλυ.Πριν απαντήσεις ακέψου το καλά!, πρόσθεσε και ξέσπασε σε γέλια, που παρέσυραν στον ίδιο ρυθμό και το λιγότερο σφιγμένο πια νεαρό.

-Θα ακολουθήσω τη συμβουλή σου λοιπόν, απάντησε ο Κόμπι και άρπαξε λαίμαργα το ποτήρι, μαρτυρώντας πως ακόμη δεν είχε συνηθίσει τη ζέστη και την απελπιστική υγρασία του μέρους.

Με έκδηλη την αγωνία για την απάντηση του Μπίλυ, ο Κόμπι διατύπωσε διστακτικά την ερώτησή του.

-Δεν έχεις αναφέρει καθόλου την αδερφή σου μέχρι τώρα.Σαν να μην υπάρχει χώρος για εκείνη στις αναμνήσεις σου.Θα ήθελα να μου μιλήσεις για αυτήν, αν το θέλεις βέβαια.

Το βλέμμα του Μπίλυ σκοτείνιασε, ακριβώς σαν το τοπίο του Μισισσίπη, κάθε που ο ουρανός βουρκώνει και ξεσπά σε δροσερούς λυγμούς, πάνω στη γη των ανθρώπων.Σαν να δάκρυσε, μα μονάχα ο κόμπος της φωνής του μαρτυρούσε πως κάποια ευαίσθητη χορδή της ψυχής του είχε χτυπηθεί, απαλά, σιγά, σαν την εισαγωγή ενός μπλουζ, απο εκείνα που ακούγονταν απο το παλιό γραμμόφωνο του σπιτιού, ενθύμιο μιας δύσκολης μα τόσο υπέροχης εποχής, λίγο πριν το «αντίο» στο νότο της παιδικής του αθωότητας.

-Η καλή μου Μπέτυ, ένας άγγελος σου λέω....Τα δάκρυα πλημμύρισαν το πρόσωπο του Μπίλυ, χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια για να συγκρατήσει του ς λυγμούς του.Ο Κόμπι, αισθάνθηκε πως δεν έπρεπε να θίξει το θέμα αυτό.

-Μήπως θέλεις να σταματήσουμε?, τον ρώτησε, διαπιστώνοντας για πρώτη φορά πως η μουσική του Μπίλυ Σέντσιλ έκανε τόση διαφορά, γιατί ήταν μπολιασμένη με περίσσιο συναίσθημα, με αληθινούς πόνους και δάκρυα που είχαν μείνει σαν κρύσταλλα στις άκρες των ματιών του, σε κρυφές γωνιές της ψυχής του, σαν την πληγή που δεν κλείνει ποτέ, ακόμα και αν δεν την αγγίξεις, δεν τη ματώσεις ξανά.

«Όταν έφυγε η Μπέτυ, η ζωή άλλαξε ριζικά.Κάθε τι γύρω μου ανάβλυζε το άρωμά της, κάθε γωνιά του ποταμού, καθρέφτιζε το πρόσωπό της, άφηνε στις όχθες του τα γέλια της, ξέβραζε τα όνειρα ενός παιδιού που δεν πρόλαβε να ζήσει.Χάθηκε στο ποτάμι, ένα απόγευμα.Οι φωνές του πατέρα να μείνουμε μακριά από τα βαλτοτόπια της περιοχής δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν την κοριτσίστικη της περιέργεια να ανακαλύψει τον κόσμο γύρω.Προσπάθησα, αλήθεια προσπάθησα μα το φόρεμά της έμεινε στα χέρια μου, και εκείνη χάθηκε, έτσι απρόσμενα, μαστιγώνοντας για πάντα το βλέμμα μου.Νομίζω πως από τότε ο πατέρας με μίσησε.Δεν μου συγχώρεσε ποτέ πως την άφησα να φύγει, να χαθεί, να σβήσει σαν τα αστέρια που κοιτούσαμε την αυγή να κρύβονται πίσω από τον αυτοκράτορα ήλιο.Ναι, έτσι έλεγε η καλή μου Μπέτυ τον ήλιο, αυτοκράτορα.Η αλήθεια είναι παλιόφιλε, πως ποτέ δεν συγχώρεσα τον εαυτό μου για εκείνο το απόγευμα.Καθε μέρα, κάθε λεπτό, φέρνω και ξαναφέρνω στο νου μου τη στιγμή εκείνη, μια στιγμή που στάθηκε η αιτία να πονάω για όλη μου τη ζωή, μια μίζερη ζωή χωρίς την Μπετυ μου.Της άρεσε να τραγουδά, θυμάμαι και κάθε που παρουσίαζε τις αυτοσχέδιες συναυλίες της, γέμιζε τον πατέρα με μια ευτυχία που έκανε τα μάτια του να λάμπουν, τον έκανε να την κρατάει σφιχτά ,προσφέροντάς της ένα ζαχαρωτό απο το ζαχαροπλαστείο του κυρίου Ουίλιαμ στο Κινγκ Τζορτζ, απέναντι απο το παλιό σινεμά, μοναδική ευκαιρία διασκέδασης για τις οικογένειες των εργατών της περιοχής.Και τώρα που το σκέφτομαι, ζαχαρωτό την έλεγε ο πατέρας , και για να πω την αλήθεια, παλιόφιλε, δεν θα έβρισκα καλύτερη λέξη για να περιγράψω την ξεχωριστή της ύπαρξη.Μα έτσι είναι η ζωή έμαθα μετά από όλες τις περιττές μου περιπέτειες.Απλά θα ήθελα να της χαρίσω μια καλή ζωή...»

-Σίγουρα , παρελθόν, παρόν κρύβουν τις εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει το μέλλον.....για αυτό φοβόμαστε το αύριο Μπίλυ, γιατί ξέρουμε ίσως, πρόσθεσε ο Κόμπι και για λίγη ώρα το σχόλιό του γέμισε σε μια σιωπηλή σκέψη τους δύο άντρες.Το βλέμμα τους, δεν πλανήθηκε στον ορίζοντα που είχε νυχτώσει για τ ακαλά πια, μα έμεινε καρφωμένο στο έδαφος, σαν να ήταν κάτι που δεν θα ξεπεράσουν ποτέ.Το αύριο και εκείνους τους κακορίζικους φόβους που στοιχειώνουν τις ψυχές και αποτελούν το πρωτογενές υλικό εκείνων των αργών ραντγκάιμ που μιλουσαν για βάσανα και ταίρια χωρισμένα απο τους εγωισμούς.

-Καλά τα λες παλιόφιλε, παρά το νεαρό της ηλικίας σου, καλά τα λες που να με πάρει....Και οι δυο τους πνίγηκαν στα γέλια, λες και ξόρκιζαν τις ερινύες τους μεμιάς.Αυτό το γέλιο καθαρτικό, το ειλικρινές που δεν του αντιστέκεται τίποτα αδερφέ μου,τίποτα.Ο Μπίλυ έλυσε τον κόμπο της γραβάτας του, έβγαλε το σακάκι του σαν να ένιωσε για πρώτη φορά συμφιλιωμένος με το παρελθόν του.

Η ώρα είχε περάσει αρκετά, η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και η ηρεμία του τοπίου ήταν εντυπωσιακή.Ο Κόμπι ανασηκώθηκε από την καρέκλα του και περπάτησε λίγο στη βεράντα.Έστρεψε το βλέμμα του τριγύρω εντυπωσιασμένος από τη γαλήνη τούτης της γης, ίσως και από τον ίδιο τον Μπίλυ.

-Ξέρεις, Μπίλυ, πέρα από την καταγραφή της ιστορίας σου, η οποία έχω την αίσθηση ότι θα είναι πραγματικά μαγική, ήθελα να σε ευχαριστήσω για όσα μου εμπιστεύεσαι και για όσα θα μου εκμυστηρευτείς.Είναι δύσκολο να μιλάς για τους πιο κρυφούς σου πόνους, ειδικά σε έναν άγνωστο.Σε ευχαριστώ προκαταβολικά κύριε Σέντσιλ, σε ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σου.

Τα λόγια του ήταν άμεσα, ξεπερνούσαν την υποχρέωση της καταγραφής μιας βιογραφίας και πιστοποιούσαν την αρχή μιας αληθινής φιλίας.Ο Μπίλυ χαμογέλασε και σφούγγιξε το μέτωπό του, άλλωστε η ζέστη και η υγρασία δεν εγκατέλειπαν ποτέ αυτό το μέρος.Ο Κόμπι ξανακάθησε στην πολυθρόνα και πάτησε το κουμπί του μαγνητοφώνου.Κράτησε το δερματόδετο φάκελό του και έριξε μια ματιά στις σημειώσεις του, περιμένοντας τον Μπίλυ να συνεχίσει την αφήγησή του.

«Ο θάνατος της Μπέτυ ήταν μια τραγική στιγμή για την οικογένεια.Η μητέρα μου δεν νομίζω να ξεπέρασε ποτέ το χαμό της.Εγκατέλειψε τον εαυτό της και άρχισε να βυθίζεται στο αλκοόλ, όλο και περισσότερο.Παρά τις προσπάθειες του πατέρα να τη στηρίξει, τα πράγματα είχαν πάρει το δρόμο τους, όπως λένε.Μοναδική μου συντροφιά, η κιθάρα μου, αγορασμένη απο το παζάρι σε μια κρίση πατρικής στοργής.Μάλλον τις χορδές της ψυχής μου χτυπούσα , μάλλον αυτές προσπαθούσα να σπάσω, να δοκιμάσω τις αντοχές μου, να μην ξεχάσω τις αναμνήσεις μιας όμορφης ζωής, όταν ακόμα η μητέρα τραγουδούσε και ο πατέρας γελούσε τρανταχτά, κάθε που το παλιό γραμμόφωνο κολλούσε, προκαλώντας τον παιδικό θυμό της μητέρας.Νομίζω, πως έτσι ξαφνικά, όπως ακριβώς χάθηκε η Μπέτυ, έτσι και εγώ άφησα για πάντα πίσω μου εκείνη την παιδική αθωότητα, χαμένη στα βαλτοτόπια της λήθης μου Κόμπι.Συντροφιά, η μουσική μου, οι φωνές τν παλιών βιρτουόζων, ο ρυθμός του νότου, παλιόφιλε.Ολόκληρη η ζωή μου κράτησε αυτό το ρυθμό, το ίδιο αράθυμο , μελαγχολικό μοτίβο που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη μουσική ιστορία του νότου.Δεν θα εγκαταλείψω ποτέ τη μουσική, είπα τότε και έτσι και έκανα Κόμπι.Με κράτησε ζωντανό, πάντα έμοιζε με τη φωνή ενός κοριτσιού που χαμογελούσε, ναι έτσι έμοιαζε!Ίσως ότι πιο αγνό κατάφερα να διασώσω από εκείνη την εποχή.Ίσως το μοναδικό αντίβαρο απέναντι στον πόνο, σε έναν πόνο που δεν χάθηκε ποτέ, μονάχα κρυβόταν πίσω από το ποτό και τις σκονισμένες νύχτες του Χάρλεμ.Ένα θλιβερό παραμύθι, πάντα με την ίδια αρχή και το ίδιο τέλος...»Το βλέμμα του Μπίλυ σκοτείνιασε μεμιάς, σαν να έβλεπε μπροστά του τα ίδια φαντάσματα, εκείνες τις ανυπόφορες τύψεις για το ότι παρέμεινε ζωντανός, ένα τελειωμένο ρεμάλι, με άποψη πάντα, όπως είχαν γράψει οι «Ταιμς» για τον πιο γνήσιο εκφραστή του αμερικανικού νότου.

-Η ώρα έχει περάσει θαρρώ, Κόμπι.Ακόμα και ένας γέρος σαν εμένα έχει ανάγκη από λίγη ξεκούραση , ακόμα και αν ξοδεύω τις λιγοστές μου στιγμές.Χαμογέλασε και πάτησε το κουμπί της συσκευής που αιχμαλώτιζε τη ζωή του.

-Καταλαβαίνω Μπίλυ.Καλύτερα να σταματήσουμε για απόψε.Μένω στο ξενοδοχείο «Μισισίπη».Θα δουέψω λίγο την πρώτη μας καταγραφή και αύριο , αν θες ίσως να συνεχίσουμε την εξιστόρησή σου.Ο Κόμπι σηκώθηκε , μάζεψε τα πράγματά του και σφύριξε στον οδηγό, που είχε αποκομηθεί στο αμάξι.Χαιρέτησε τον Μπίλυ και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο.

-Σε περιμένω αύριο παλιόφιλε!Άλλωστε είσαι σπουδαία συντροφιά, ειδικά για έναν ηλικιωμένο, που έχασε πια την παρέα της μουσικής του.Δεν κρατούν πια τα δάχτυλά μου για να χτυπάω την κιθάρα, έτσι όπως απαιτεί το συναίσθημα μιας μελωδίας, οι οξυμένες αισθήσεις μιας ψυχής που θαρρώ πως έχει αδειάσει.

Οι δύο άντρες κοντοστάθηκαν για λίγο, λες και συνέχιζαν τη συζήτηση σιωπηλά.Ο Μπίλυ έσυρε τα βήμματά του προς την κρεαββατοκάμαρα , ακούγοντας τον ήχο της Φορντ να απομακρύνεται.Κράτησε τα ενοχικά του συναισθήματα από το χέρι και ξάπλωσε στα τσαλακωμένα σεντόνια, στο παλιό σιδερένιο κρεββάτι.Μα έτσι είναι, σκέφτηκε....Τσαλακωμένες ψυχές σε τσαλακωμένα κορμιά, κορμιά που ζουν άδειες ζωές.Αποκοιμήθηκε μετά από λίγο, με τα όνειρά του να παλεύουν να κερδίσουν για άλλη μια νύχτα τις τύψεις του που όλο και θεριεύουν , καθώς λιγοστεύει ο χρόνος παλιόφιλε.

Ο ήχος από το θρόισμα της λεύκας, στην αυλή του σπιτιού, ήταν η πρώτη ένδειξη πως το επόμενο πρωινό είχε ήδη φτάσει.Άλλη μια μέρα σε τούτο τον κόσμο σκέφτηκε ο Μπίλυ, καθώς στεκόταν ασάλευτος με τα μάτια ορθάνοιχτα στο μεταλλικό κρεββάτι.Το σκοτάδι της νύχτας, μιας νύχτας υγρής και ζεστής, όπως κάθε νυχτιά στο νότο, έδινε τη θέση του στην άγουρη αυγή, ακολουθώντας την αέναη νομοτέλεια των διαρκών εναλλαγών.Ο χρόνος, τα πάθη, η χαρά, η θλίψη, όλα τα ανθρώπινα εναλάσσονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η μέρα, το φως διαδέχεται το μαύρο των μυστικών ωρών.Ο Μπίλυ έσυρε τα βήματά του προς τη βεράντα, λες και κάθε που ξημέρωνε ένιωθε πως ήταν ακόμη μια ευκαιρία να ζήσει μια καινούρια αρχή.Η μυρωδιά του καφέ, καθώς καβουρντιζόταν στο παλιό κεχριμπαρένιο μπρίκι με την περίτεχνα σκαλιστή λαβή, οι σκιές που είχαν αρχίσει να χάνουν την κυριαρχία τους, ζωντάνευαν τις αισθήσεις, και γέμιζαν ακόμη και αυτή τη γέρικη ψυχή με ανυπομονησία για την καινούρια αρχή που ξεπρόβαλε με τη μορφή του χρόνου.Δοκίμασε λίγο από τον αχνιστό καφέ, φόρεσε τις τιράντες του και έβαλε ένα δισκάκι στο παλιό πικ απ.Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο χώρο και στάθηκε για μια στιγμή στον ήλιο που έκανε την εμφάνισή του στο βάθος του ορίζοντα, ζεσταίνοντας τα νερά του ποταμού. .....''Won’t you stop and take a little time out with me, just take five Stop your busy day and take the time out to see I’m alive.Though I`m going out of my way,Just so I can pass by each day,......”.Οι στίχοι του τραγουδιού θύμιζαν στο γέρικο τύπο αυτό που δεν έκανε ποτέ του....Να σταθεί και να αγαπήσει , έστω να προσποιηθεί πως ένιωσε κάτι , πέρα από την απόλαυση φτιασιδωμένων στιγμών.Ρούφηξε λαίμαργα λίγο απο τον καφέ του και άναψε ένα απο εκείνα τα βαριά τσιγάρα που του απαγόρευε ο ιατρός του να δοκιμάζει, δοκιμάζοντας θαρρείς τις αντοχές ενός αθεράπευτα ρονατικού παιδιού.Οι περαστικοί χαιρετούσαν τη νωθρή φιγούρα, δίνοντας ζωή στον έρημο μέχρι εκείνη τη στιγμή δρόμο.Εργάτες οι περισσότεροι , με τα κεφάλια κατεβασμένα , περπατούσαν γοργά διαγράφοντας μια ίδια για εκείνους πορεία, μια πορεία ζωής θαρρεί κανείς.Το τηλέφωνο χτύπησε ρυθμικά, διακόπτωντας τις σκέψεις του Μπίλυ.

-Καλημέρα Μπίλυ!Φαντάζομαι να έχεις ξυπνήσει, ευκαιρία να αδράξεις τη μέρα!!

Η φωνή του Κόμπι, ακούστηκε τόσο γνώριμη σήμερα το πρωί.Το προηγούμενο βράδυ, είχε ήδη αρχίσει να αφήνει ενα κομμάτι από το φορτίο του στην μαγνητοταινία, κάνοντας γι απρώτη φορά μια ειλικρινή προσπάθεια να συμφιλιωθεί με τη ζωή που έζησε, χωρίς τη δική του συγκατάθεση.

-Καλμημέρα παλιόφιλε....Τελικά, πρέπει να έχεις μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία ενός να ρκωμένου παλιόγερου για να αποφασίσεις να υποστείς από τόσο νωρίς το δίχως άλλο εύκρατο κλίμα του νότου!.

-Αντιδρώ καλύτερα από όσο νομίζεις στις προσταγές του καιρού Μπίλυ.....Το μόνο που χρειάζομαι είναι μια ζεστή κούπα καφέ...

-Αυτή στην προσφέρω παλιόφιλε, συμπλήρωσε ο Μπίλυ και έκλεισε το ακουστικό χωρίς να πει καμιά παραπανίσια λέξη.

Σε λίγη ώρα, οι δυο άντρες στέκονταν αντίκρυ στην πίσω αυλή του σπιτιού, κάτω απο μια γέρικη μουριά, φυτεμένη απο τον πατέρα, τη μέρα που θα έλεγαν για πάντα το «αντίο « στον αγαπημένο τους νότο.Ο ίσκιος, σωστή όαση για εκείνη τη ζεστή μέρα, με ένα σωρό χρυσόμυγες να περιφέρονται στο βαρύ αέρα, αποτελούσε το πιο φιλόξενο στέκι για εκείνην την ώρα της μέρας.

-Έιμαστε καλύτερα από ότι φανταζόμουν, αν αναλογιστεί κανείς την υγρασία, ψέλισσε ο Κόμπι, προσπαθώντας να ξαναφέρει στο μυαλό του γερο Μπίλυ την αίσθηση της προηγούνης νύχτας, όταν οι αναμνήσεις χόρευαν ασταμάτητα, σαν σβούρες ανάμεσα στο μισογεμάτα ποτήρια λεμονάδας και το σωρό απο τσιγάρα στο μεταλλικό δοχείο που κόσμιζε το τραπέζι της βεράντας.

-Για άλλη μια φορά λοιπόν, μια τελευταία φορά παλιόφιλε, θα δοκιμάσω να φύγω απο την πατρίδα μου.Και αυτό, μήπως και ξεχάσω , μήπως και λυτρωθώ πια από εκείνες τις θύμησες, ψέλισσε απογοητευμένος ο Μπίλυ, δίνοντας την εικόνα κάποιου που σε αντίθεση με την αλλοπρόσαλη ζωή του ήξερε να φορτώνεται με την ευθύνη που του αναλογούσε.Χωρίς υπεκφυγές πια, με τα χρόνια φορτίο που έπρεπε να αφεθεί , να πάψει να βαραίνει τις στιγμές, τις μέρες, τη μουσική του ανθρώπου αυτού.Ο ήχος απο το κουμπί της μαγνητοταινίας ήταν το παράγγελμα για να ξεμακρύνει για άλλη μια φορά , την τελευταία επίγεια, από τις λασπωμένες όχθες του μαύρου ποταμού της παιδικής του αθωότητας.

Πριν η φωνή του Μπίλυ, αφήσει το στίγμα της στην ταινια του μαγνητοφώνου, ένα κομμάτι μποπ, το αγαπημένο της Μπέτυς επανέφερε την αίσθηση της νύχτας που πέρασε.Πόσα σύμβολα, υπάρχουν για να ταξιδεύουν οι άνθρωποι σε εκείνους που δεν θέλησαν να μείνουν εδώ, μα κοίταξαν βιαστικά τον ουρανό και προτίμησαν να ανακαλύψουν τις πολιτείες των ονείρων της μέρας, του πιο σκληρού εφιάλτη για άλλους, αληθινά δοκιμασμένους.

«Τίποτα δεν έμεινε το ίδιο πια.....Οι μήνες που πέρασαν, ήταν μονάχα ευκαιρίες για να μνημονεύουμε τη γλυκιά μου Μπέτυ Κόμπι.Ο χαμός της θα έσβηνε για πάντα αυτό που κανείς θα ονόμαζε οικογενειακή θαλπωρή.Το ποτό για τη μητέρα ήταν η μόνη διέξοδος.Έπαψε να φροντίζει τον εαυτό της, να ράβει εκείνα τα εντυπωσιακά φορέματα που έκαναν τον πατέρα να την κοιτάζει τόσο λαίμαργα, έπαψε να με σφίγγει στην αγκαλιά της και να μου σιγοτραγουδά τις πονεμένες μελωδίες των παλιών κρεολών.Ο πατέρας, ακόμα πιο λιγομίλητος, καθόταν με τις ώρες στη βεράντα, κάτω απο την παλιά πέργκολα, με τα πλεγμένα αγριοστάφυλλα, που είχαν και αυτά μαραθεί, όπως και οι ψυχές τους.Ένα απόγευμα, τη θλίβερή μονοτονία διέκοψε η επίσκεψη του θείου Τεντ.Είχε φύγει χρόνια για να αναζητήσει την τύχη του στη Νέα Υόρκη και θα μπορούσε να πει κανείς πως τα είχε καταφέρει περίφημα.Σόλαρε εδώ και πολλά χρόνια τώρα, σε ένα μαγαζί στο Μπρονξ, ένα απο τα πολλά καταστήματα που αγκάλιαζαν τη νοσταλγική διάθεση όσων είχαν αφήσει πίσω τους τα ποταμίσια απογεύματα, τον ερωτισμό του αμερικανικού νότου.Πόσες φορές ο πατέρας δεν σιχτήριζε την επιλογή του αδερφού του, κρύβοντας επιμελώς το δικό του δισταγμό να αναζητήσει την επανάστασή του, το όνειρό του που σίγουρα ποτέ δεν θα περιελάμβανε ενα σακαταμένο κορμί απο την κακουχία του μεταλείου.Ο θείος Τεντ, πάντα κομψός, με το γκρίζο, υφασμάτινο καπέλλο του φορεμένο λοξά, δεν θα θυσίαζε ποτέ τη ζωή του για λίγα δολλάρια , σε ένα τόπο που κατατρώει , όπως έλεγε τις ψυχές και τα κορμιά.Συζήτησαν για ώρες με τον πατέρα.Για μένα, το αστραφτερό, πορφυρό χρώμα της Κάντιλακ που οδηγούσε, ήταν και το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να κερδίσει το ενδιαφέρον μου.Πόσο εύκολα ξεχνάς σαν είσαι παιδί, παλιόφιλε!...»

-Είναι στα αλήθεια, όμορφα, ταξιδιάρικα αυτοκίνητα, για ταξιδιάρες ψυχές Μπίλυ, σχολίασε ο Κόμπι, διακόπτωντας τον οίστρο του γερασμένου αφηγητή.Ο Μπίλυ, χαμογέλασε συγκαταβατικά, χτύπησε το τσιγάρο του στο τραπέζι και πήρε να συνεχίσει την αφήγησή του, αναζητώντας την άκρη των λόγων του, σαν το νήμα μιας τόσο εύθραστης πια κλωστής, της δικής του ξεχασμένης, νόμιζε ζωής.

«Η απόφαση είχε παρθεί.Ο επιτακτικός τόνος της φωνής του, δεν μου άφηνε περιθώρια να παραβλέψω το παράγγελμά του.Στάθηκα εμπρός του, ενώ για πρώτη φορά, ύστερα από καιρό, ένιωσα το συγκρατημένο χάδι της μητέρας μου, ενδεικτικό πως κάτι συγκλονιστικό θα μου ανακοίνωναν.Το επόμενο πρωινό, θα αναχωρούσα μαζί με το θείο Τεντ για τη Νέα Υόρκη, για το Μπρονξ.Αν πήγαιναν όλα καλά, θα με ακολουθούσε και η μητέρα....Ένα «αν» , που έμεινε μονάχα πλάνο, σαν εκείνα τα σχέδια τα ανθρώπινα , που τα διακόπτει το απρόσμενο, το αναπάντεχο ετούτης της φριχτής καμιά φορά ζωής.Σκέφτομαι κάθε μέρα πως εκείνη η απόφαση του πατέρα άλλαξε για πάντα τη ζωή μου, να σου πω, προς το καλύτερο η το χειρότερο δεν ξέρω, μα σίγουρα την άλλαξε παλιόφιλε.....Τουλάχιστον έζησα , ίσως μέσα σε καπνούς και φτηνά ποτά, μα πάντα μέσα στη μουσική, πάντα με άνεμο όστριο....Ας είναι....Το επόμενο πρωινό, με βρήκε να έχω μαζέψει σε ένα σάκκο όλα τα μικροπράγματα , που νόμιζα πως δεν θα μπορούσα να αποχωριστώ.Και όμως, την καλή μου Μπέτυ την είχα χάσει για πάντα και ίσως να προσπαθούσα να πάρω μαζί μου, όσα μπορούσα από εκείνη.Θυμάμαι πως ένιωθα τόσο άδειος, τόσο φοβισμένος...Είχα σταθεί σε μια γωνιά του δωματίου και κοιτούσα τη θέα προς το ποτάμι, νοσταλγώντας ήδη την επιστροφή μου...Πόσο άργησα!...»

Οι σιωπές κατά την αφήγηση του Μπίλυ, θαρρείς πως έκρυβαν τα πιο σπουδαία λόγια, ομολογίες ενός γέρικου παιδιού πια, που έχασε το χαμόγελό του, έρμαιο της μοίρας που κάθε φορά ρυθμίζει τα «ανθρώπινα» με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο.Η ύπαρξή της φοβίζει, μα προσφέρει και ασφάλεια σε ένα πλάσμα που γεννιέται για να απορρεί, για να προχωρά πάντα με το συγκρατημένο φόβο ενός αβέβαιου μέλλοντος, άλλοτε ζοφερού, μα καμιά φορά πιο λαμπρού και από τα φώτα των ποταμόπλοιων , καθώς περνάνε, φορτωμένα ξυλεία, τις νύχτες, τραβώντας πάντα κατά το νοτιά.Ο Κόμπι, βάλθηκε για μια φορά ακόμη να σπάσει τη σιωπή της στιγμής, επαναφέροντας τον Μπίλυ εκεί που είχε διακόψει την αφήγησή του.

-Θα ήταν σκληρό να αφήνεις του γονείς σου, ειδικά σε τόσο μικρή ηλικία, σχολίασε, βρίσκοντας ίσως το πιο τυπικό σχόλιο για την περίσταση.Ο Μπίλυ, τον κοίταξε και έγνεψε καταφατικά, άναψε το τσιγάρο που κρατούσε εδώ και ώρα στα χέρια του και έπιασε να σιγοτραγουδά μια μελωδία χαζεύοντας τον κύριο Τεντ, που είχε βαλθεί να μεγαλώσει εκείνες τις κακοφυτεμένες καλαμποκιές του.Τέντωσε τις τιράντες του και σκούπισε με το μαντήλι του το πρόσωπο.

«Τα λόγια του πατέρα ήταν στοργικά, πρώτη φορά τον είδα να βουρκώνει κοιτώντας με ευθεία στα μάτια, όπως το συνήθιζε κάθε που θα ξεστόμιζε κάτι που φάνταζε σαν σοφία, ενθυμούμενος τη στοργή, στοιχείο μιας πατρικής στοργής που ποτέ δεν ήταν άπλεττη.Μου ζήτησε να καταλάβω, να φροντίσω να μην ξεχάσω τοντόπο μου, να σταθώ άντρας σε ένα νέο ξεκίνημα.Αγγιξε το πρόσωπό μου και με φίλησε για πρώτη φορά, σαν να μ ε αποχαιρετούσε για πάντα, εκείνο το πρωινό....Και όντως, δεν θα τον ξανάβλεπα ποτέ..Εβγαλε απο την τσέπη του, ένα μικρό νόμισμα, χάλκινο, με μια ξεθωριασμένη απεικόνιση στο πίσω μέρος του....Ηταν ένα παλιό νόμισμα του μεταλλείου, διαβρωμένο από τον καιρό, όπως και ανθρώπινες καρδιές, καθώς χάνουν όσα αγαπάνε, και σαν θύμησες τα μνημονεύουν για να πονάνε και να νίωθουν ζωντανοί, μια και οι χαρές δεν είναι παρά η εξαίρεση σε μια ερασιτεχνικά, σκηνοθετημένη, καμιά φορά ζωή.Να το φυλάξεις αυτο το κέρμα, μικρέ, μου τόνισε και το έβαλε στο τσεπάκι του γιλέκου μου.Είναι το κέρμα του νότου σου και στα δύσκολα θα είναι το βαλάντιο για να γυρίσεις πίσω, εκεί που θα έχεις αφήσει την ψυχή σου.Πήρε το σάκκο μου και με συνόδευσε στη βεράντα.Η μητέρα μου, ζαλισμένη από το ποτό, χαίδεψε το κεφάλι μου και τρέμοντας από τον πόνο, αναζήτησε το μπουκάλι με το ποτό.Εριξα μια τελευταία ματιά στην παιδική μου αθωότητα και κάθησα στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου, μετά απο την παρότρυνση του θείου Τεντ.Γύρισα για να δω τον πατέρα , μα το κουρνιαχτό απο το σπινιάρισμα έκρυψε την εικόνα από τα μάτια μου.Το ταξίδι, ήταν όλο μουσικές, με το θείο να τραγουδά και να χτυπά ρυθμικά το ταμπλό του αυτοκινήτου.’’Στο τέλος θα τη βρεις και εσύ την ψυχή σου, θα δεις’’, μου είπε τρυφερά, σαν να αναζητούσε και εκείνος την ελπίδα στα δικά μου μάτια, σαν να ευχόταν να καταφέρει κάποιος να γνωρίσει την αλήθεια που δεν κατάφερε εκείνος να αδράξει.Από τον αυτοκινητόδρομο 90, η Κάντιλακ άρχισε να τρώσει τα χιλιόμετρα, καθώς τα παδικά μου μάτια, έβλεπαν για πρώτη φορά τα μέρη πέρα από τον τόπο μου.Πόσες μικρές, ξεχασμένες πόλεις, σκονισμένες και εκείνες, όπως και οι άνθρωποί τους που θαρρείς πως διακόπταμε από την μεσημεριανή τους, μόνιμη σιέστα.Ατελείωτοι δρόμοι, αυτοκινητόδρομοι που έμπλεκαν ένα κουββάρι στο κέλυφος της γης, οδηγώντας τους ταξιδιώτες πότε εδώ και ότε εκεί, ονειροδρόμια για άλλους, δρόμοι διαφυγής για τους πονεμένους ετούτου του κόσμου που ξεδιπλωνόταν εμπρός μου, σε όλο του το μεγαλείο.Μονάχα οι δρόμοι της μουσικής και της καρδιάς, ξέρεις που σε πάνε, σκέφτηκα για πρώτη φορά, έτσι χωρίς λόγο και με εκείνο το αλλιώτικο δηνάριο δεν θα πρόδιδα ποτέ τον γυρισμό μου...Χαμογέλασα κρυφά, σαν να είχα βρει την πρώτη αλήθεια της ζωής μου.Η πινακίδα στην άκρη του δρόμου δεν άφηνε πριθώρια αμφιβολίας....’’Αντιο στο νότο ταξιδιώτη’’».

Απόστολος Θηβαίος

ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ