«ΜΕ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ»

...Και ακόμα φέγγει η φωτιά των Πτολεμαίων στου φάρου το διάφανο γυαλί της ιστορίας...

«Τούτη η πόλη, ερωμένη του Ουνγκαρέτι και του Μαρινέτι, καταφύγιο για την ερωτική αναίδεια του αγαπημένου Κωνσταντίνου και της μελαγχολικής Πηνελόπης, έμοιαζε ατίθαση στην όψη και την αίσθηση, σωστή νεαρή ερωμένη, που γελά ακόμα ειρωνικά, καθώς τόσες φυλές ορμητικών αρσενικών, πασχίζουν στα βάθη των αιώνων να ασελγήσουν στο ηλιόλουστο κορμί της».

Το παλιό, σκουριασμένο ατμόπλοιο, χάραξε μιαν πορεία νωχελική, σχεδόν αράθυμη, σαν σε σεβασμό για το Νείλο, που στεκόταν στα ανατολικά της πόλης, στο βάθος, ξιπασμένος, από την ευλογία που γνώρισε μέσα στους αιώνες των ανθρώπων. Θαρρείς και τούτο το ταξίδι από το απάνεμο λιμάνι της Σμύρνης, φάνταζε όμοιο με εκείνο των παλιών πραματευτάδων, που συνωστίζονταν στα ανοιχτά της Αντιρόδου, θαυμάζοντας, σχεδόν με δέος αληθινό, την παλιά πολιτεία της Ναυκράτης, που απλωνόταν σαν μισοφέγγαρο, πίσω από τα χαλάσματα του θαυμαστού της Φάρου. Η υγρασία του τόπου, καθιστούσε φορτίο βαρύ τα τσόχινα ενδύματά του, απόκτημα ακριβό από τους Σμυρνιούς ραφτάδες, που γιόμιζαν λίρες, καθώς έντυναν με δυτικό τρόπο τους πρώτους της Ανατολής. Γύρισε το βλέμμα του να κοιτάξει την προκυμαία, που απλωνόταν ολόφωτη, λαμπερή, στο χάδι της Μεσογείου. Θα ΄ταν Απρίλης του 1928, μιαν ανάσα προτού η εαρινή συμφωνία ντύσει την οικουμένη με χρώματα και μυρωδιές, προσμίξεις μιας υπέροχης γιορτής. Τούτη η πόλη, ερωμένη του Ουνγκαρέτι και του Μαρινέτι, καταφύγιο για την ερωτική αναίδεια του αγαπημένου Κωνσταντίνου και της μελαγχολικής Πηνελόπης, έμοιαζε ατίθαση στην όψη και την αίσθηση, σωστή νεαρή ερωμένη, που γελά ακόμα ειρωνικά, καθώς τόσες φυλές ορμητικών αρσενικών, πασχίζουν στα βάθη των αιώνων να ασελγήσουν στο ηλιόλουστο κορμί της. Στο βάθος το ξενοδοχείο «Σεσίλ», με τον αρχαϊκό εξωτερικό διάκοσμο και τους ευηπόληπτους ενοίκους του, να συνθέτουν την πλούσια, αστική τάξη της Αλεξάνδρειας. Μπόλιασαν την ταλαιπωρημένη του ψυχή, οι εικόνες και οι μυρωδιές από το παλιό λιμάνι, που σαν να μην ησύχαζε ποτέ, δικαιολογούσε το στίχο κάποιου λατρεμένου τέκνου αυτής της γητεύτρας, πως τάχα, η περικλεής Αλεξάνδρεια, «έχει μονάχα την έρημο, τη νύχτα και το τίποτα». Στην προκυμαία, αμούστακα αγόρια, χαμίνια, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για λίγα γκις και οι πλούσιοι αφεντάδες να απολαμβάνουν στις μπυραρίες, που απλώνονταν κατά μήκος της λεωφόρου Κονίς την άγουρη ανοιξιάτικη αύρα, που έφερνε, όστρια ο καιρός από το βορρά. Περπάτησε στα παλιά ερείπια του, χαμένου στη λήθη, χωριού του Ρακότ, χάζευε τις φτιασιδωμένες κυρίες, με τις λουστρινένιες γόβες να σταυρώνουν τα λευκά τους γόνατα με χάρη στις καρέκλες του ζαχαροπλαστείου Παστρούδη, τα πλήθη να συνωστίζονται στην είσοδο του κινηματογράφου «Ριάλτο» και μαγνητίστηκε από το βλέμμα μιας μικρής, με κρυμμένο το μελαμψό της σώμα και το κοκκινάδι στα χείλη εμφανές, να μοιάζει πορφυρό, σαν άλλος χιτώνας ιερός, προκλητικός και μυστικός μαζί, τροφή για σκέψεις πρόστυχες, ερωτικές, χυδαίες, σαν τα λόγια των θαμώνων, που τυλίγονταν σε σεντόνια ιδρωμένα, στα κοσμοβριθή χαμετυπία της τούρκικης συνοικίας, πλάι σε μπαχάρια και μετάξια με κρόσια και ιάμβους πλεγμένους στη μπορντούρα τους. Ο δρόμος, τον οδήγησε στο φρούριο Κάϊτ Μπέη, χτισμένο στα ερείπια του άλλοτε μεγαλοπρεπούς φάρου, με τους κοκκινόχρωμους, λίθινους κίονες. Πόσα πλοία, πόσες ψυχές δεν ανακούφιζε το ευδιάκριτο φως του, καθώς οι ναυτικοί απαντούσαν το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, στα όρια του ορίζοντα, φιλόξενο, να τους προϋπαντεί. Η νύχτα έπαιρνε να φεύγει, αφήνοντας τη μέρα να στολίσει τη γη του ήλιου, απομεινάρι έργων θαυμαστών, τότε, την εποχή της αρχής του κόσμου. Στο νου του περιφερόταν, σχεδόν ενοχλητικά πια, εκείνη η εμμονή, που τον έφερε σε τούτο το μέρος της οικουμένης, μιαν επιθυμία φριχτά επίμονη να γνωρίσει τον ξακουστό ποιητή, τον τολμηρό, αινιγματικό άνδρα, με τα ξερακιανά χαρακτηριστικά, που κάποτε, πριν δυο χειμώνες, είχε μιλήσει όλο παρρησία, με τη ρητορική του ευφράδεια, στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, για την ανυπόφορη, ερωτική αναισθησία της γραφής, την έμπνευση δίχως τον έρωτα, την επιμέλεια, χωρίς το αναπάντεχο, που χρωματίζει στιγμές, ζωές, θύμησες, προσδίδει γεύση στο βίο του ανθρώπου, σαν τα ακριβά, μπαχάρια και τα αφεψήματα, που ντύνουν με γλύκα περισσή το κρασί της Αιγύπτου.

Το λυκόφως της πρώτης αυγής, μιας μέρας αλεξανδρινής, που σε λίγο θα προϋπαντούσε τον άρχοντα ήλιο, τον βρήκε στο μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου, με θέα στην ομιχλώδη Μεσόγειο, που θαρρείς και αποκάλυπτε τα θέλγητρά της, αργά, βασανιστικά, σαν ένα κορίτσι, που φυλακίζει την ανδρική επιθυμία, καθώς αφήνει το πανωφόρι της να ακουμπήσει καταγής. Στο νου του, γυρόφερνε εκείνη η φράση του ποιητή, για μια «ολίγη αγαπημένη πολιτεία» και ο καπνός από το σέρτικο τσιγάρο του, θόλωνε τον καμβά που απλωνόταν εμπρός στα μάτια του, μισοτελειωμένος, καθώς η μέρα φιλούσε με πάθος την ερωμένη νύχτα, που ξεμάκραινε στου ορίζοντα την άκρια. Ξημέρωμα της προτελευταίας μέρας του Απρίλη και στα πόδια του η πόλη του Ισκαντόρ άρχιζε να ξυπνά, αποστρέφοντας τη νυχτερινή ραστώνη, εκείνη που την καθιστά μαγευτική, αινιγματική, φιγούρα άγνωστης γυναίκας, σαν αυτές σε κάποιο πίνακα του Λωτρέκ. Θέλησε να γίνει ένα με τούτη την πολιτεία, με τους ανθρώπους της, που συνωστίζονταν από νωρίς στους καφενέδες για τούρκικο καφέ και ναργιλέ, επιβάλλοντας τον αράθυμο ρυθμό του νότου, με τους εμπόρους, που διαλαλούσαν με πείσμα την πραμάτεια τους στις γειτονιές και στα ασβεστωμένα σοκάκια, τις γυναίκες, με τους στενούς κορσέδες και τους περίτεχνους κότσους, που παζάρευαν φτηνά υφάσματα και καπέλα, φερμένα από τη Βενετία και τη Νάπολι. Περιεργάστηκε με δέος τον περίγυρο του Αβερώφειου γυμνασίου, που τούτη την ώρα έσφυζε από ζωή και στάθηκε για να θαυμάσει τον επιμελημένο κήπο του με την εντυπωσιακή ποικιλία των λουλουδιών, να χρωματίζει αναπάντεχα τούτη τη γωνιά της Αλεξάνδρειας. Τεράστια πανιά, τριμμένα από την πολυκαιρία και τις προσευχές των Αιγυπτίων, απλώνονταν από τους κατοίκους, με κινήσεις συγκεκριμένες, σαν σε ιεροτελεστία, για να φιλοξενήσουν τη μετάνοιά τους, την αδιαμφισβήτητη, θρησκευτικότητα που τους διέκρινε, ενώ ο ιερέας, με το βαρύ θυμίαμα, σιχτήριζε με ένταση τους εμπόρους, που κρατούσαν ακόμα ανοιχτά τα καταστήματά τους, αδιαφορώντας για τη μεγαλοσύνη και την ευλαβικότητα της στιγμής. Προσπέρασε το ναό του Αγίου Σάββα, με έκδηλη την αγωνία να βρεθεί στο σπίτι του καθηγητή, που είχε θρέψει με γνώση και όνειρο τη νεανική του φιλοδοξία, κάπου στην οδό Λέψιους, πλάι σε χαμόσπιτα και αρχοντικά, με βαριές, μεταλλικές πόρτες και οικόσημα χρυσοποίκιλτα στην πρόσοψή τους. Στάθηκε εμπρός από την ατημέλητη και μισολαϊκή πολυκατοικία, που φιλοξενούσε την ανυπόφορη μοναξιά του ποιητή. Η κυρία είσοδος ήταν ορθάνοιχτη, ενώ μια γριά μαυροφορεμένη, θυμιάτιζε το χώρο, παραληρώντας, ανάμεσα σε λυγμούς και μοιρολόγια. Η ματιά της, θολή από τα τόσα χρόνια που κουβαλούσε στο γέρικο κουφάρι της, μα και υγρή, θαρρείς από μιαν ανυπόφορη θλίψη ακούμπησε στο απορημένο βλέμμα του νεαρού, που στεκόταν αμήχανα στο μέσον του χωμάτινου δρόμου, πλάι σε μια πορτοκαλιά, που είχε πάρει να ανθίζει.

«Πέθανε ο Κωνσταντής γιε μου! Πέθανε και τούτη η Αλεξάνδρεια, ξανά…». Με τούτα τα λόγια καταριόταν, θαρρείς το θανατικό, που είχε ριζώσει τούτη την ηλιόλουστη μέρα σε αυτού του δρόμου τη γωνιά, σε μιαν πολιτεία, που σήμερα θα έχανε τη λάμψη του νου, την πανδαισία των λέξεων, το ερωτικό θάρρος, τη μοναδικότητα της δημιουργίας ενός συγκλονιστικού ποιητή και ρημαγμένου, καθώς λένε οι κυράδες, ανθρώπου. Προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού και ανέβηκε μιαν σπειροειδή, ξύλινη σκάλα, δοκιμασμένη από το σαράκι, που κατατρώει το ξύλο, σαν τη νοσταλγία για κάποια αγάπη, που σμιλεύει με τρόπο οξύ τις ανθρώπινες ψυχές. Ακολούθησε ένα φαρδύ διάδρομο, με πίνακες ζωγραφικής και ασπρόμαυρες γκραβούρες από λογής λογής μέρη, φανερώνοντας εμπρός του έναν «ασάλευτο ταξιδευτή», καθώς λέει ο Παλαμάς. Δρύινα κομοδίνα, κατάφορτα με αραβικές εταζέρες, σκουρόχρωμα σεκρετέρ με πολυάριθμα ερμάρια, συνέθεταν τη, μάλλον θλιβερή διακόσμηση του παλιού σπιτιού. Ερμητικά, σφραγισμένες πόρτες, μεσολαβούσαν ανάμεσα στους σκασμένους, από την υγρασία τοίχους του οικήματος, που λουζόταν στο φως από τα ορθάνοιχτα παράθυρα, με τις βαριές ταφταδένιες κουρτίνες, δεμένες με χοντρή, χρυσή κλωστή, στις άκριές τους. Και στο σαλόνι, με τα μισοάδεια ράφια και το μεταλλικό, σκονισμένο γραμμόφωνο, κατάλοιπο ενός παλαιού πλούτου, βρισκόταν ο ποιητής, ντυμένος με το ξύλινο παλτό του, άκαμπτος, ακίνητος, παραδομένος στην ολέθρια προσταγή του Άδη. Τοποθέτησε με ευσέβεια ανάμεσα στα σταυρωμένα χέρια του ένα νόμισμα, αντίτιμο για το ταξίδι που θα έκαμε ετούτος ο άνδρας, στου Αχέροντα ποταμού την παράκτια διαδρομή, οδεύοντας σε μια συνάντηση με άλλους μισεμένους του παρελθόντος, έτοιμους να υποδεχτούν την αγαλιασμένη φιγούρα του παθιασμένου δημιουργού. Η φλόγα ενός λιωμένου κεριού, έσβησε ανάμεσα στα δάχτυλα του νεαρού, που θυμήθηκε ετούτη τη συνήθεια του ποιητή, να ανέχεται μονάχα τη λάμψη της διακριτικής φωτιάς, κάθε που σουρούπωνε στην Αλεξάνδρεια του. Το βλέμμα του έπεσε σε ένα από τα περβάζια των παραθύρων, με άναρχα τοποθετημένα κάποια βιβλία και μια λάμπα πετρελαίου, να συνθέτουν μια διαφορετική, νεκρή, πια δίχως άλλο, φύση. Άγγιξε το κιτρινισμένο χαρτί, που έμοιαζε έρμαιο ενός απαλού ανέμου που τρύπωνε με θράσος στο σπίτι και διάβασε επιπόλαια μερικές γραμμές, από το πυκνογραμμένο περιεχόμενό του.

«Και αν δεν μπορείς τη ζωή σου, να την κάμεις όπως τη θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον, όσο μπορείς μην την εξευτελίζεις, μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις και ομιλίες».

Δεν ήταν η αυταρέσκεια του Κωνσταντίνου, που δικαιολογούσε την ύπαρξη ενός δικού του έργου, να χάσκει μισάνοιχτο, σε αυτή τη γωνιά, μα κάτι πιο σημαντικό και σπουδαίο, όπως η αποτύπωση ενός τρόπου ζωής, διαχρονικού, ταγμένου ευλαβικά στη θρησκεία της τέχνης. Άφησε το νεκρό άνδρα στην επίμονη μοναξιά του και κατηφόρισε, γεμάτος από την αύρα του προς την Προκυμαία. Μια βροχή, ατίθαση, απρόσμενη, δυνατή, σαν τα δάκρυα της χαράς, φρόντισε να σβήσει τη ζέστη του νοτιά, που μαστίγωνε την πόλη. Στο δρόμο, περαστικοί ανηφόριζαν για το σπίτι του Καβάφη, και εκείνη η καταιγίδα, με τις χονδρές της στάλες, έκρυβε τα δάκρυα που αυλάκωναν τα λυπημένα πρόσωπά τους. Τι τάχα περισσότερο να είναι η ζωή, από ένα κλείσιμο του ματιού, ένα περαστικό θρόισμα του ανέμου, τι πιότερο να είναι ο βιος, από μια στιγμή, λαξευμένη στο βράχο της λήθης. Με τούτες τις σκέψεις, εκείνος ο άλλοτε ονειροπόλος, εραστής των ταξιδιών, σιψοψυθίρισε έναν αγαπημένο στίχο...

«Αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που ξέρεις...». Αντίο Κωνσταντίνε, Αλεξανδρινέ μου φίλε.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥ

ΜΕ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ - ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥ