Σαν παραμύθι

Άγγελος Κρητικός

Η συνάντηση
Ο Βασίλης είχε κατέβει από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για δουλειές και θα συναντούσε τον φίλο του για καφέ. Ο Κώστας είχε ήδη φτάσει στο Μοναστηράκι και περίμενε έξω από τον σταθμό χαζεύοντας τον κόσμο. Ήταν 29 Σεπτεμβρίου 2004. Η Αθήνα φορούσε ακόμα τα γιορτινά της αφού μόλις είχαν τελειώσει οι Παραολυμπιακοί αλλά και οι Ολυμπιακοί αγώνες. Ξένοι και Έλληνες έκαναν την βόλτα τους στο Μοναστηράκι, την αναμφίβολα πιο ωραία περιοχή μαζί με το Θησείο. Τα αρχαία μνημεία με κορυφαία την Ακρόπολη αλλά και τα νεοκλασσικά κτίρια συνέθεταν μία μαγική εικόνα, έναν πνεύμονα ομορφιάς μέσα στην ζούγκλα της Αθήνας.
Όπως κοιτούσε προς τον σταθμό περιμένοντας τον Βασίλη η ματιά του έπεσε πάνω σε δύο κοπέλες που μόλις είχαν βγει και περπατούσαν προς τον πεζόδρομο της Αδριανού που βρίσκεται πάνω από τις ράγες του ηλεκτρικού. Η δεξιά κοπέλα τον είχε μαγέψει. Ήταν καστανόξανθη, με ένα μεγάλο εκφραστικό χαμόγελο και ένα πολύ όμορφο και συνάμα πολύ γλυκό πρόσωπο. Φορούσε ένα πράσινο μπλουζάκι , λευκό παντελόνι μέχρι την γάμπα και λευκό πέδιλο με τακούνι. Την θαύμαζε καθώς απομακρυνόταν ρωτώντας τον εαυτό του αν ήταν αρχαία θεά, άγγελος , πριγκίπισσα ή η πανέμορφη γλυκιά νεράιδα των παραμυθιών.
Μετά από λίγο έφτασε ο Βασίλης ζητώντας συγνώμη για την αργοπορία του και ξεκίνησαν και αυτοί για να κάτσουν σε ένα από τα καφέ του πεζοδρόμου της Αδριανού. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα. Πλήθος νεαρόκοσμου απολάμβανε μία από τις τελευταίες καλοκαιρινές ημέρες στην πιο ωραία περίοδο για την Αθήνα αλλά και για την Ελλάδα. Μόλις και μετά βίας βρήκαν ένα τραπέζι για να κάτσουν. Καθώς έλεγαν τα νέα τους ο Κώστας παρατήρησε ότι στο διπλανό τραπέζι καθόταν η νεράιδα του. Χάρηκε πολύ. Ενώ μιλούσε στον Βασίλη είχε στρέψει διακριτικά το κεφάλι του προς τα δεξιά και την παρατηρούσε ή μάλλον την θαύμαζε. Έλαμπε, καθώς χαμογελούσε και μιλούσε στην φίλη της. Σίγουρα οι γονείς της ήταν πολύ ερωτευμένοι όταν την έκαναν.. Έπρεπε να την γνωρίσει.. Ή τουλάχιστον να προσπαθήσει. Δεν γινόταν να μην κάνει μία προσπάθεια. Δεν είχε δει ποτέ πιο όμορφη και πιο γλυκιά κοπέλα.
’’ Βασίλη, βλέπεις την καστανόξανθη κούκλα που κάθεται δίπλα μας; Πρέπει να την γνωρίσω’’, είπε στον φίλο του και αμέσως άρχισε να σκέφτεται πως θα το επιτύγχανε. Είχε μία απόδειξη μεγάλη μαζί του από ένα δώρο γάμου που είχε πάρει για να πάει στις 9 Οκτωβρίου στην Βέροια που παντρευόταν ένας φίλος του. Ζήτησε και ένα στυλό από τον σερβιτόρο. Θα της έγραφε ένα μήνυμα και θα της το έδινε. ‘’ Έχεις νιώσει ποτέ ότι κάποιος σου αρέσει πολύ; Ότι αν δεν τον γνωρίσεις θα είσαι δυστυχισμένη; Έτσι νιώθω και εγώ τώρα για σένα. Είσαι η πιο όμορφη κοπέλα που έχω συναντήσει. Θα ήθελα πολύ να σε γνωρίσω. Κωνσταντίνος, 6945…’’. Αυτό είναι για σένα της είπε και το άφησε μπροστά της. Στην συνέχεια κοιτούσε και μιλούσε μόνο προς τον Βασίλη νιώθοντας αμήχανα όπως είχε νιώσει και εκείνη πριν. Παρατήρησε ωστόσο το γλυκό φιλί που έδωσε στο κοριτσάκι που πουλούσε χαρτομάντιλα. Σίγουρα θα ήταν πολύ τρυφερή και ευαίσθητη κοπέλα. Η ώρα περνούσε και η αγωνία του μεγάλωνε. Θα υπήρχε κάποια ανταπόκριση; Μετά από ένα μισάωρο καθώς οι κοπέλες έφευγαν γύρισε η νεράιδα του και του είπε ‘’Να σου πω. Σ’ ευχαριστώ πολύ για το σημείωμα σου και τα πολύ ωραία λόγια σου. Είσαι πολύ ευγενικός’’. ‘’Ευχαριστώ’’ της απάντησε αμήχανα και τις παρατηρούσε καθώς έφευγαν. Κατέβηκαν τον πεζόδρομο προς το Θησείο και στην συνέχεια ξαναπέρασαν μπροστά τους κατευθυνόμενες προς τον ηλεκτρικό στο Μοναστηράκι. Και τώρα τι; Θα τον έπαιρνε τηλέφωνο; Τα ερωτήματα περνούσαν ασταμάτητα , μες στο φορτωμένο με την μορφή της μυαλό του.
Οι μέρες πέρασαν. Ήταν Κυριακή 10 Οκτωβρίου. Ο Κώστας μόλις είχε επιστρέψει από τον γάμο στην Βέροια και έπινε καφέ με τον ξάδερφο του Χρήστο στην πλατεία του Νέου Ηρακλείου. Ξαφνικά χτύπησε το κινητό του. Η απόκρυψη στην οθόνη κίνησε την περιέργεια και συνάμα την αγωνία του. ‘’Λες να είναι αυτή;’’ αναρωτήθηκε και το σήκωσε ‘’ Παρακαλώ’’, ‘’Γεια σου’’ του απαντάει μία πολύ ωραία γυναικεία φωνή. ‘’ ‘Είμαι η κοπέλα που μου έδωσες το σημείωμα στο Μοναστηράκι. Έχω την περιέργεια να γνωρίσω αυτό το πολύ ωραίο και ευγενικό παιδί που έκανε αυτή την κίνηση. Μου έκαναν εντύπωση όσα έγραφες. Ήταν τόσο γλυκά και τόσο καλά διατυπωμένα. Πρέπει να είχες καλό βαθμό στην έκθεση. ’’ ‘‘Ναι’’ της απάντησε ευχαριστώντας την. ‘‘Είχα γράψει 16 στις Πανελλήνιες’’ Μίλησαν 2 – 3 λεπτά ακόμα όπου της είπε για τον γάμο και πως τα πέρασε και αποχαιρετίστηκαν με την ευχή να ξαναμιλήσουν. Δεν του έδωσε το τηλέφωνο της , αν και της το ζήτησε, ήταν όμως η αρχή..
Μερικές μέρες αργότερα και ενώ ο Κώστας απολάμβανε τον μεσημεριανό του ύπνο ήρθε μήνυμα στο κινητό του. ‘‘Καλησπέρα. Τι κάνεις; Η Εύα είμαι. Μόλις γύρισα από την δουλειά. Αν και πολύ κουρασμένη θυμήθηκα να σου στείλω μήνυμα για να σου δώσω τον αριθμό μου όπως μου είχες ζητήσει’’ Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Είχε το τηλέφωνο της κοπέλας που τόσο πολύ τον είχε μαγέψει. Την πήρε αμέσως τηλέφωνο και τα είπαν. Όπως και κάθε απόγευμα από εκείνη την ημέρα. Ήταν το προπαρασκευαστικό στάδιο, η περίοδος της γνωριμίας μέχρι την 1η συνάντηση τους... το απόγευμα Σαββάτου της 22 Οκτωβρίου. Ο Κώστας είχε ήδη φτάσει στο Λουτράκι και την περίμενε απέναντι από τον καταρράκτη. Καθόταν στο πεζούλι και έβλεπε προς την μεριά της θάλασσας χαζεύοντας τα ψαράκια και τις βάρκες. Είχε 26ο C. Ήταν τέλη Οκτώβρη αλλά έκανε πολύ ζέστη ακόμα. Αρκετοί έκαναν μπάνιο. Μετάνιωσε που δεν είχε φέρει το μαγιό του. Λίγο αργότερα η Εύα πέρασε με το μπορντό Peugeot της από μπροστά του και προσπαθούσε να τον βρει στο σημείο που της είχε πει ότι καθόταν. Παρατήρησε το πανέμορφο γλυκό της πρόσωπο και τα λαμπερά καστανόξανθα μαλλιά της που τα είχε ισιώσει με λακ. Της έκανε νόημα για να τον δει και να πάει προς τη μεριά του. Τον πλησίασε με το αμάξι της. Κατέβηκε. Χαιρετίστηκαν. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Ήταν πανέμορφοι και οι δύο τους και έλαμπαν από χαρά που συναντιούνταν. Τον ρώτησε αν περίμενε πολύ ώρα και του ζήτησε συγνώμη που καθυστέρησε. Της είπε να μην στεναχωριέται, άλλωστε τόσα χρόνια περίμενε την γυναίκα της ζωής του τα λίγα λεπτά παραπάνω θα τον χαλούσαν; και της πρότεινε να πάνε για καφέ σε μία από τις καφετέριες στον πεζόδρομο πάνω από την παραλία. Δέκα λεπτά αργότερα είχαν ήδη καθίσει, παραγγείλει και τα έλεγαν.
Κ: Μ’ αρέσει πολύ το Λουτράκι.
Ε: Και εμένα. Ερχόμαστε συχνά με συναδέλφους για καφέ.
Κ; Τώρα που είπες συναδέλφους, τι δουλειά κάνεις; Θα μου πεις επιτέλους;
Ε: Γιατρός είμαι.
«Γιατρός;» έκανε ο Κώστας με θαυμασμό. -Τους θαύμαζε τόσο για το διάβασμα που κάνουν για να πετύχουν πριν , κατά την διάρκεια και μετά την εξαετή φοίτησή τους όσο και για την προσφορά τους στον συνάνθρωπο. Κάνουν λειτούργημα προσφέροντας πολύ μεγάλο και σημαντικό έργο..
Κ: Και στο Άργος τι κάνεις; Είσαι από εκεί ή δουλεύεις εκεί;
«Και τα δύο» του απάντησε εκείνη. Τον στεναχώρησε λίγο η απάντηση της αλλά μετά σκέφτηκε ότι σιγά την απόσταση Αθήνα – Άργος ειδικά όταν πρόκειται για την γυναίκα που πάντα αναζητούσες. Όσο συζητούσαν τόσο περισσότερο την ερωτευόταν.. Ήταν η γυναίκα που ονειρευόταν κάθε άντρας. Γλυκιά , όμορφη , τρυφερή , δυναμική.. Καθώς η ώρα περνούσε έρχονταν όλο και πιο κοντά τόσο ψυχικά όσο και σωματικά και γρήγορα βρέθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Βλέποντας τον ήλιο να δύει σιγά σιγά και να πλημμυρίζει με χρώματα τον ουρανό αποφάσισαν να πάνε κάπου πιο ήσυχα να απολαύσουν το ηλιοβασίλεμα. Έτσι γρήγορα βρέθηκαν στο παρκάκι δίπλα στον χώρο στάθμευσης του καταρράκτη. Η Εύα ξάπλωσε και έβαλε το κεφάλι της στα πόδια του ενώ εκείνος της κρατούσε το χέρι και της χάιδευε τα μαλλιά θαυμάζοντας την λάμψη της. Δειλά δειλά έδωσαν και το πρώτο τους φιλί αλλά στην συνέχεια η ντροπαλότητα έδωσε την θέση της στο πάθος και φιλιόνταν με τόση ένταση σαν να γνωρίζονταν χρόνια , ενώ τα ηλικιωμένα ζευγάρια που κάθονταν γύρω τους , απολαμβάνοντας την απογευματινή τους βόλτα , τους κοιτούσαν ζηλεύοντας θυμούμενοι τα νιάτα τους. Η ώρα όμως πέρασε, άρχισε να νυχτώνει και έπρεπε να φύγουν για Αθήνα και Άργος αντίστοιχα. Μπήκαν στ’ αυτοκίνητα τους αφού πρώτα αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και κοιτάχτηκαν στα μάτια για μία ακόμη φορά. Ο Κώστας ακολουθούσε την Εύα που ήξερε καλύτερα τον δρόμο και έτσι έφτασαν μέχρι την διχάλα της εξόδου για Αθήνα και Κόρινθο αντίστοιχα. Όπως τα αυτοκίνητα ήρθαν στην ίδια ευθεία , τα δύο παιδιά κοιτάχτηκαν στα μάτια, στα μάτια που έλαμπαν από χαρά και έρωτα και έτσι αποχαιρετίστηκαν. Οδηγώντας και οι δύο προς τα σπίτια τους σκέφτονταν όλα όσα είχαν γίνει μέχρι τώρα. Την τυχαία γνωριμία τους στο Μοναστηράκι, το ‘ραβασάκι’, τα τηλεφωνήματα , την σημερινή συνάντηση , το πρώτο χάδι, το πρώτο φιλί, την πρώτη αγκαλιά, το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα, το κοίταγμα στα μάτια , τόσο μοναδικό που δεν το είχαν ξανακάνει – νιώσει σε καμία προηγούμενη σχέση τους. Αφού έφτασαν σχεδόν ταυτόχρονα σπίτια τους επικοινώνησαν με μήνυμα, έφαγαν και στην συνέχεια τηλεφωνήθηκαν μέχρι που νύσταξαν.
‘’Καλημέρα μωρό μου, καλή δουλίτσα’’ έλεγε το μήνυμα που της έστειλε το επόμενο πρωί και αυτή του απάντησε ‘’Καλημέρα καρδούλα μου, που ομόρφυνες την ζωή μου και μ’ έχεις κάνει πολύ χαρούμενη’’ . Κάπως έτσι με τηλέφωνα και μηνύματα πέρασε η εβδομάδα μέχρι που ήρθε το Σάββατο.
Σήμερα είχαν ραντεβού στο Ναύπλιο. Η Εύα ως πιο κοντινή είχε φτάσει νωρίτερα. Τον περίμενε στο πάρκινγκ του λιμανιού. Μόλις έφτασε ο Κώστας κατέβηκε από το αμάξι του και την πλησίασε. ‘’Θεέ μου έχει πανέμορφα μάτια , πολύ ωραίο πρόσωπο και μαγευτικό χαμόγελο. Είμαι πολύ τυχερός που είμαι μαζί της..’’ σκέφτηκε καθώς την πλησίαζε. Εκείνη του χαμογέλασε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο στόμα. Άφησαν τ’ αμάξια και περπάτησαν χέρι χέρι προς το κέντρο της παλιάς πόλης παρατηρώντας τα νεοκλασικά κτίρια με τις κόκκινες κεραμοσκεπές και τα αρχοντικά των περασμένων αιώνων που μεταφέρουν τον επισκέπτη την εποχή που το Ναύπλιο ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας. Θαύμασαν το απόρθητο μέχρι το 1822 οχυρό του Παλαμηδίου που δεσπόζει σαν φρουρός πάνω από την πόλη μαζί με τον οκταγωνικό πύργο στο Μπούρτζι που καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση του μικρού νησιού των Αγίων Θεοδώρων και αγναντεύει την προκυμαία. Περπάτησαν την λιθόστρωτη πλατεία Συντάγματος με τα ενετικά κτίρια , με το Τριανόν που σήμερα στεγάζει το δημοτικό κινηματοθέατρο και το αρχαιολογικό μουσείο. Περιπλανήθηκαν μέσα στα σοκάκια βλέποντας το τζαμί που συνεδρίαζε η πρώτη ελληνική βουλή , την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα που εφονεύθη ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας , τα μικρά νεοκλασικά μπαλκόνια στολισμένα με πήλινα γλαστράκια και κόκκινα λουλούδια , τα μπλε ξύλινα παραθυρόφυλλα , τις εντυπωσιακές βιτρίνες διακοσμημένες τόσο με σουβενίρ-ομοιώματα ιπποτών , σκάκι με αρχαίους Έλληνες και μεσαιωνικούς ιππότες, αντίγραφα αρχαιοελληνικών αγγείων και ειδωλίων , κοσμήματα , κομπολόγια-όσο και με επώνυμα ρούχα ,τα γραφικά ταβερνάκια που θύμιζαν Πλάκα και το υπέροχο καφέ του ιστιοπλοϊκού ομίλου στο τελείωμα της ακτής Μιαούλη , κάτω από το κάστρο και τα κανόνια , με τον εξωτερικό του χώρο να βρίσκεται ακριβώς πάνω από την θάλασσα σε ένα είδος θαλάσσιας πισίνας. Αφού περπάτησαν αρκετή ώρα αφήνοντας την γοητεία της πόλης να δυναμώσει τα ερωτικά τους συναισθήματα βρέθηκαν στο μονοπάτι κάτω από το Παλαμήδι και πάνω από την παραλία της Αρβανιτιάς και κάθισαν σ’ ένα παγκάκι. Την πήρε αγκαλιά και τη φίλησε στο στόμα. Ήταν όλα πολύ ωραία. Φύση, θάλασσα, ένα ζεστό απόγευμα και ένα πολύ όμορφο και ερωτευμένο ζευγάρι. Τα χάδια και τα φιλιά συνεχίστηκαν μέχρι που βράδιασε. ‘’Πάμε σιγά σιγά;’’ Του είπε η Εύα. ‘’Νύχτωσε και είναι ερημικά.’’ ‘’Πάμε’’ της απάντησε ο Κώστας με βαριά καρδιά. Περπάτησαν πίσω μέχρι τ’ αυτοκίνητα τους όπου την πήρε αγκαλιά. Την κρατούσε σφιχτά με τα δυο του χέρια να κουμπώνουν στην μέση της και την κοιτούσε στα μάτια. Βυθίστηκαν και οι δύο στο βλέμμα του άλλου. Δεν μιλούσαν , άλλωστε δεν χρειαζόταν. Εκείνη την στιγμή τα λόγια ήταν περιττά. Ο τρόπος που κοιτάζονταν τα έλεγε όλα. Επικοινωνούσαν οι ψυχές τους, οι σκέψεις τους , οι καρδιές τους. Θαύμαζαν τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά ο ένας τον άλλο και ένιωθαν πολύ ερωτευμένοι, πολύ χαρούμενοι και πολύ τυχεροί που συναντήθηκαν. Κανείς τους δεν είχε ξανακοιτάξει κανέναν άλλον έτσι , ούτε είχε πει ποτέ τόσα πολλά μόνο με ένα βλέμμα , μόνο με τα μάτια. Αυτή η στιγμή θα έμενε αιώνια χαραγμένη μέσα στην καρδιά και στο μυαλό τους. Όταν θα την αναπολούσαν , κατά ένα μαγικό τρόπο το παρελθόν θα μεταφερόταν στο παρόν , και θα ήταν τόσο ζωντανή , σαν να την ζούσαν εκείνη την στιγμή. Η ώρα όμως πέρασε και έπρεπε να φύγουν. Αποχαιρετίστηκαν μ’ ένα παθιασμένο φιλί και μπήκαν στ’ αυτοκίνητα τους για τον δρόμο του γυρισμού. Πάλι ο Κώστας ακολουθούσε την Εύα χαζεύοντας την από πίσω.
Φτάνοντας στο Άργος υπήρχε μια διχάλα στον δρόμο. Αριστερά έμπαινε στην πόλη και δεξιά συνέχιζε για Αθήνα. Καθώς τα δύο παιδιά ακολουθούσαν τις 2 διαφορετικές πλευρές του τριγώνου κοιτάζονταν στα μάτια μέχρι που απομακρύνθηκαν...Οδηγώντας διαδοχικά στην σχεδόν ερημική Τριπόλεως – Κορίνθου και στις πολυσύχναστες Κορίνθου – Αθήνας και Αττική οδό, συνοδευόμενος από ωραίες σκέψεις και καλή μουσική και σιγοτραγουδώντας το τραγούδι που λέει «Και να λοιπόν που είμαστε μαζί παράδεισος κάθε μας φιλί.. δεν μπορεί να είναι όλα τυχαία μ’ αγαπάει ο Θεός τελευταία» έφτασε σπίτι του.
Έκανε μπάνιο, έφαγε την τσιπούρα και τα παντζάρια που του είχε φυλάξει η μητέρα του από το μεσημέρι και ξάπλωσε. Της τηλεφώνησε όπως κάθε βράδυ , αν και κανένα βράδυ δεν είχε την μαγεία που είχαν αυτά μετά τη συνάντηση τους – μίλησαν , καληνυχτίστηκαν και κοιμήθηκαν ονειρευόμενοι ότι κοιμούνται μαζί αγκαλιά. Την επομένη το πρωί καθώς πήγαινε στην δουλειά του ήρθε το μήνυμα της ‘’ Καλημέρα μωρό μου. Ανυπομονώ να περάσει γρήγορα και αυτή η εβδομάδα και να βρεθώ στην αγκαλιά σου. Είμαι δυστυχισμένη μακριά σου. Είμαι πολύ τυχερή που σε γνώρισα. Νιώθω τέλεια από την στιγμή που σε συνάντησα. Έχεις αλλάξει και ομορφύνει την ζωή μου. Είσαι ότι πιο ωραίο μου έχει τύχει. Είσαι το άλλο μου μισό. ‘’ Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του και της απάντησε ανάλογα. ‘’ Και εσύ μωρό μου, είσαι ότι ωραιότερο μου έχει τύχει. Σε λατρεύω, ανυπομονώ να σε δω και ελπίζω να μείνω παντοτινά στην αγκαλιά σου’’.
Αργότερα στην δουλειά του, το ραδιόφωνο έπαιξε το ‘’ That’s amore’’ του Sinatra. Με το που ξεκίνησε της τηλεφώνησε και δυνάμωσε την ένταση για να το ακούσουν μαζί. Όταν τελείωσε της είπε ότι είναι το τραγούδι που εξέφραζε απόλυτα την διάθεση του και ότι ήθελε να το ξανακούσουν αγκαλιά χορεύοντας το « Ναι μωρό μου», του απάντησε ‘’Και εγώ θα το ήθελα πολύ αυτό τώρα άντρα μου ‘’.
Η εβδομάδα κύλησε με αμφότερα τηλέφωνα και μηνύματα μέχρι το Σάββατο που θα συναντιούνταν στο Ναύπλιο για να πάνε στο Τολό. Ο Κώστας έφερε μαζί του και το άλμπουμ φωτογραφιών του. Κάθισαν στην παραλία του Τολό δίπλα στ’ αρχαία με φόντο το νησάκι. Ο Κώστας πίσω και η Εύα ανάμεσα στα πόδια του με την πλάτη της να στηρίζεται στο στήθος του. Αν και ήταν μέσα προς τέλη Νοέμβρη έκανε ζέστη ακόμα. Έβγαλε την ζακέτα του και κάθισε με το πουκάμισο. Άνοιξε το άλμπουμ και άρχισε να της δείχνει και να της σχολιάζει κάθε φώτο. ‘’Εδώ είμαι ενός χρονών ανάμεσα σε δύο μαξιλάρια στο κρεβάτι του παππού και της γιαγιάς μου και μου τραγουδούν κάποια παιδάκια τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα’’, ‘’Εκεί είμαι με τον παππού μου και την γιαγιά μου ντυμένος τσολιαδάκι του Ευαγγελισμού’’, ‘’Στην άλλη είμαι με τ’ αδέλφια μου στην Πάτμο’’, ‘’Eδώ είναι στα βαφτίσια του αδελφού μου του Βαγγέλη όπου τον κρατάω στην αγκαλιά μου ενώ αυτός κοιμάται’’ ‘’Στην επόμενη είμαι με τους γονείς μου στην ορκομωσία μου’’, ‘’Σ’ εκείνη είμαι σ’ ένα παραλιακό καφέ στο Βαθύ της Σάμου και τρώω βάφλα με παγωτό’’. ‘’Αυτή θα την πάρω, μ’ αρέσει’’ του είπε και την έβγαλε από το άλμπουμ του. ‘’Μ’ αρέσεις πολύ σ’ αυτήν. Είναι κοντινή, φαίνονται τα μάτια σου, κοιτάς με χάρη τον φακό. Είναι σαν να είσαι ζωντανός. Έτοιμος να μιλήσεις. Θα την κρατήσω και θα την βάλω πάνω στο κομοδίνο μου, δίπλα στο σημείωμα που μου είχες δώσει στο Μοναστηράκι’’. ‘’Να την κρατήσεις μάτια μου, αν είναι να με νιώθεις περισσότερο κοντά σου’’ της είπε και της έδωσε ένα τρυφερό φιλί. Όταν είδαν όλες τις φώτο έβαλε το άλμπουμ πίσω στην χάρτινη σακούλα και την αγκάλιασε με πάθος αλλά και τρυφερότητα και έμειναν αγκαλιασμένοι ανταλλάσσοντας φιλιά και χάδια, κοιτάζοντας το ηλιοβασίλεμα, την θάλασσα και απολαμβάνοντας το δροσερό αεράκι που τους χάιδευε απαλά τα μαλλιά.
Η ώρα όμως πέρασε-άλλωστε όταν περνάς καλά η ώρα περνά γρήγορα και οι όμορφες στιγμές γίνονται μία ωραία ανάμνηση-ο ήλιος άρχισε να χάνεται στο βάθος του ορίζοντα και τα παιδιά έπρεπε να τον ακολουθήσουν για τα σπίτια τους. Ανέβηκαν στα αμάξια τους που τα είχαν παρκάρει ακριβώς πάνω από την παραλία και μπήκαν μέσα. Δεν έφυγαν όμως αμέσως. Είχαν κατεβάσει τα παράθυρα και μιλούσαν. Κάποια στιγμή η Εύα του είπε ‘’Άκου’’ και του έβαλε ένα τραγούδι στο αμάξι. ‘’Αγόρασα προχτές αυτό το cd και νομίζω ότι αυτό το τραγούδι με αντιπροσωπεύει πλήρως αυτό τον καιρό. ’’Ήταν το ‘’Για σένα’’ της Κοκκίνου. Αυτό το τραγούδι όπως και το βλέμμα στα μάτια θα έμενε αναλλοίωτο , όσα χρόνια και αν περνούσαν , στην καρδιά και το μυαλό τους. ‘’Όταν μ’ αγαπάς εσύ μου χαμογελά η ζωή νιώθω ονειρεμένα, νιώθω 1 μικρός θεός μ’ αγκαλιάζει ο ουρανός και όλα αυτά για σένα..’’ Σαν να είχε γραφτεί γι’ αυτούς. Όλα ήταν ονειρεμένα. Είχαν γνωριστεί στο πιο ωραίο σημείο της Αθήνας από το πουθενά το πιο όμορφο και πιο γιορτινό καλοκαίρι για την Ελλάδα , το καλοκαίρι του Εuro και των Ολυμπιακών, ήταν πολύ ερωτευμένοι, άρεσαν και θαύμαζαν πολύ ο ένας τον άλλον και ήταν τόσο ειδυλλιακές οι συναντήσεις τους στα πιο μαγευτικά μέρη της Πελοποννήσου σ’ ένα φθινόπωρο που θαρρείς και έμοιαζε άνοιξη στις καρδιές τους..
Πήραν τον δρόμο προς τα σπίτια τους. Πάλι ο Κώστας ακολουθούσε την Εύα. Πέρασαν από το Ναύπλιο και συνέχισαν προς το Άργος. Φτάνοντας στο Άργος ακολούθησαν τις 2 διαφορετικές πλευρές της διχάλας. Γύρισαν τα κεφάλια τους αριστερά και δεξιά αντίστοιχα, κοιτάχτηκαν στα μάτια μέχρι που δεν έβλεπαν πια ο ένας τον άλλον και έτσι αποχαιρετίστηκαν και πάλι μέχρι την επόμενη εβδομάδα. Ή μάλλον την μεθεπόμενη εβδομάδα γιατί το επόμενο Σαββατοκύριακο η Εύα ήταν εφημερία στο κέντρο υγείας Ναυπλίου όπου και δούλευε.
Όλη την εβδομάδα ο Κώστας σκεφτόταν πως θα περνούσε το Σαββατοκύριακο χωρίς να την δει. Αλλά γιατί να μην την έβλεπε; Αμάξι είχε , δουλειά δεν είχε , γιατί να έμενε μόνος στην άσχημη , κουραστική και πολύβουη Αθήνα; Θα την επισκεπτόταν στην δουλειά της κάνοντας τον άρρωστο. Έφτασε στο Ναύπλιο, ρώτησε, έψαξε ,βρήκε το κέντρο υγείας και μπήκε μέσα. Στην υποδοχή ήταν μία νοσηλεύτρια. ‘’Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;’’ Τον ρώτησε ‘’Να, έχω ένα τσούξιμο στο μάτι’’ της απάντησε ‘’ Πήρα Septobore όπως μου συνέστησε η φαρμακοποιός αλλά δεν έκανε τίποτα’’, ‘’Θα σας δουν οι γιατροί μας μην στεναχωριέστε’’ του είπε και κάλεσε την Εύα στο θυροτηλέφωνο.
- Έχουμε έναν ασθενή Εύα.
- Και άλλος; Σήμερα αρρώστησαν όλοι; Από το πρωί εξετάζουμε συνέχεια. Τώρα σταμάτησα.
- Θες να τον στείλω στην Nαταλία;
- Όχι, δεν πειράζει. Αυτή είναι πιο κουρασμένη. Είχε αυτό το περιστατικό το πρωί με τον μεθυσμένο που τράκαρε. Άστην να ξεκουραστεί. Θα τον δω εγώ. Στείλτον στο ιατρείο.
- Θα πάτε ευθεία και δεξιά. Θα σας περιμένει η γιατρός.
- ‘’Ευχαριστώ’’ απάντησε και περπάτησε προς το ιατρείο. Χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα. Είχε ανοιχτή την λευκή της ρόμπα με τα χέρια μέσα στις τσέπες και το στηθοσκόπιο περασμένο στον λαιμό της. Μόλις τον είδε έπαθε σοκ αλλά γρήγορα συνήλθε και του είπε:
- Τι κάνεις εδώ βρε τρελέ;
- Είμαι άρρωστος.
- Και τι έχεις δηλαδή;
- Αφού το είπες μόνη σου. Είμαι τρελός για σένα..
- Κλείσε την πόρτα τότε να σ’ εξετάσω.
Έκλεισε την πόρτα όπως του είπε, την αγκάλιασε, κοιτάχτηκαν στα μάτια και φιλήθηκαν με πάθος. Ένιωσε πολύ γεμάτος και χαρούμενος που την είχε στην αγκαλιά του. Όμως δεν γινόταν να διαρκέσει πολύ εκείνη την ημέρα γιατί δεν ήθελαν να δώσουν δικαιώματα. Σαν άρρωστος πήγε, σαν άρρωστος έπρεπε να φύγει. Έφυγε έχοντας την πλάτη προς την πόρτα κοιτάζοντας τα πανέμορφα καστανοπράσινα μάτια της και το ζαχαρένιο πρόσωπο της που τον κοίταζαν με τόση γλυκύτητα και αγάπη.
- ‘’Τι έγινε; Πώς πήγε η εξέταση;’’ Τον ρώτησε η νοσηλεύτρια φεύγοντας.
- ‘’Καλά’’. Απάντησε εκείνος.’’ Έχετε πολύ καλές γιατρίνες. Άριστες στην δουλειά τους. Μου είπε να πάρω Sulfanicole και θα περάσει. ‘’Χαιρέτησε και έφυγε. Λυπημένος που γύριζε στην Αθήνα αλλά πολύ χαρούμενος που είχε δει την κοπέλα του.
Η εβδομάδα πέρασε ως συνήθως με μηνύματα, τηλέφωνα και την προσμονή της συνάντησης τους το Σαββατοκύριακο που ακολουθούσε.
Συναντήθηκαν πάλι στο πάρκινγκ του λιμανιού του Ναυπλίου και ο Κώστας ακολούθησε την Εύα μέχρι τους Μύλους. Άφησαν τ’ αμάξια τους στο λιμανάκι και περπάτησαν προς τα μέσα της παραλίας μέχρι τα χαλάσματα ενός παλιού νερόμυλου δίπλα στο ποταμάκι που έκβαλλε στην θάλασσα. ‘’Εδώ μας έφερναν με τον αδελφό μου όταν ήμασταν μικρά οι γονείς μου. Παίζαμε στην ακρογιαλιά με αθωότητα και ανεμελιά’’ είπε η Εύα. Ο Κώστας έκλεισε τα μάτια και ονειρεύτηκε την Εύα γλυκιά πανέμορφη ξανθιά μπέμπα με 2 κοτσιδάκια αριστερά και δεξιά πιασμένα με ροζ κορδέλες να παίζει στην παραλία με μία πλαστική μπάλα μαζί με τον αδελφό της ή να πετάει βότσαλα στην θάλασσα. Πίσω οι γονείς τους , μικροί σχετικά κοντά στα 25 , φουλ ερωτευμένοι να γεμίζουν χαρά απολαμβάνοντας τα μικρά τους.
Τα δύο παιδιά κάθισαν με θέα την θάλασσα. Ο Κώστας στήριζε την πλάτη του σ’ ένα κομμάτι τοίχου του παλιού μύλου και η Εύα στο στήθος του. Είχε κλειδώσει τα χέρια του στην κοιλιά της, της έδινε φιλιά στο δεξί μάγουλο και λαιμό ενώ απολάμβανε την μυρωδιά των φρεσκοπλυμένων μαλλιών καθώς και του μαγευτικού αρώματός της. Αυτό το καλοκαίρι – φθινόπωρο ζούσε συνέχεια μαγικές στιγμές. Σαν να ήταν βγαλμένες από παραμύθι των παιδικών του χρόνων… Ο ωραίος πρίγκιπας, η πανέμορφη γλυκιά νεράιδα, ο κεραυνοβόλος έρωτας, τα ζεστά φθινοπωρινά απογεύματα, τα γεμάτα χρώματα ηλιοβασιλέματα, η ξελογιάστρα θάλασσα, οι μικρές εξορμήσεις – αποδράσεις από την ρουτίνα της δουλειάς, της καθημερινότητας και της κουραστικής Αθήνας σε ειδυλλιακά τοπία. Στην συνέχεια κάθισε στα γόνατα του με μέτωπο προς αυτόν και άρχισαν να φιλιούνται παθιασμένα. Είχε περάσει τα χέρια της πίσω από την πλάτη του , αγκαλιάζοντας τον ενώ αυτός με το ένα χέρι του χάιδευε τα μαλλιά της και με το άλλο που το είχε περάσει μέσα από το μπλουζάκι της , της χάιδευε το στήθος ερεθίζοντας την και κάνοντας την να τον φιλάει με περισσότερη ένταση και πάθος. Τα χείλη, τα κορμιά, οι αισθήσεις είχαν πάρει φωτιά. Ήταν σχεδόν σαν να έκαναν έρωτα. Τους είχε κυριεύσει η έξαψη. Τα χέρια, τα χείλη και τα σώματα που ακουμπούσαν έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή την ερωτική ιεροτελεστία. Σκέφτονταν και οι δύο χωρίς όμως να το πουν στον άλλον ότι θα ήθελαν πολύ να ήταν σ’ ένα κρεβάτι και να κάνουν έρωτα. Αποφάσισαν να φύγουν πριν κυλιστούν κάνοντας έρωτα στην ακρογιαλιά αλλά και επειδή είχε πέσει το σκοτάδι. Φτάνοντας στα αυτοκίνητα τους η Εύα του πρόσφερε το μισό κουλούρι της που είχε πάρει το μεσημέρι καθώς πήγαινε Ναύπλιο ‘’Πάρε αγάπη μου’’ του είπε. ‘’Δεν θέλω να μου οδηγάς πεινασμένος’’. Στην συνέχεια οδήγησαν μέχρι το Ναύπλιο όπου πήγαν σε ένα φαστφουντάδικο στην αρχή του λιμανιού να πάρει η Εύα μια ζεστή σοκολάτα για τον δρόμο, αποχαιρετίστηκαν με μία ζεστή αγκαλιά και ένα γλυκό φιλί και οδήγησαν μαζί μέχρι το γνωστό σημείο που ακολουθούσαν τις δύο διαφορετικές πλευρές της διχάλας και χαιρετιούνταν κοιταζόμενοι στα μάτια. Με μηνύματα και τηλέφωνα θα προσπαθούσαν να περάσει η εβδομάδα όσο πιο εύκολα και γρήγορα γινόταν μέχρι την επόμενη συνάντηση τους στα Τρίκαλα Κορινθίας.

ΕΠΟΜΕΝΟ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟ

ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ