Φόρος Βλακείας

Γεώργιος Βελλιανίτης

ΠΟΙΗΜΑΤA

ΦΟΡΟΣ ΒΛΑΚΕΙΑΣ

Τον συνάντησα και πάλι

με σκυμμένο το κεφάλι.

Είχε το βλέμμα θλιμμένο

και πρόσωπο κουρασμένο.

Τον ερώτησα τι έχει

αλλά κείνος «πέρα βρέχει».

Συνεχώς παραμιλούσε.

Καμμιά φορά εγελούσε.

Εμιλούσε γιά θυσίες

που αποδείχτηκαν βλακείες.

΄Ελεγε για κάτι κλέφτες.

΄Ηταν ρουφιάνοι και ψεύτες.

Αυτός από νοικοκύρης

εκατάντησε μπατήρης.

Τον εβάλανε στο λούκι.

Του πήρανε το σεντούκι.

Aφού δεν υπήρχε δουλειά,

επιάστηκε απ’ τα μαλλιά.

Περίμενε κάθε μέρα

μα τον είχαν κάνει πέρα.

Ποιος τον είχε καταραστεί.

Επήγε για να δανειστεί

να σώσει το νοικοκυριό.

Πάει και το σπίτι στο χωριό.

Πίστεψε κάτι λεβέντες.

΄Ελεγαν παχειές κουβέντες.

Ελούζοντο με κολώνια

σαν φωνάζαν στα μπαλκόνια.

΄Ελληνας με φιλότιμο

πίστεψε κάθε άτιμο.

Να που έφθασε η ώρα

να βγούνε όλα στη φόρα.

Τώρα στους δρόμους περπατά

Τρικλίζει και παραπατά.

΄Εμεινε πλέον στον άσσο.

Κοντεύω πιά να τα χάσω.

΄Οταν ανάψει η φωτιά

ρίχνε και σύ καμμιά ματιά.

΄Εχε συνεχώς το νού σου.

Θάρθει απ’ του διπλανού σου.

Γεώργιος Βελλιανίτης