Αναλαμπές
Γεώργιος Βελλιανίτης
ΠΟΙΗΜΑΤA
Α Ν Α Λ Α Μ Π Ε Σ
Α΄. ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ
Αναλαμπές! Μουντές σκηνές, λίγο πολύ ξεθωριασμένες
σαν ένας πίνακας ζωγραφικής, κάπως παληός.
Δείχνοντας άλλην εποχή, άλλες εικόνες.
Στέκει εκεί πάντα. Μυστηριώδης. Σιωπηλός.
Αναλαμπές, μιάς κάποιας άλλης εποχής,
τόσο σκληρές.΄Ισως νοσταλγικές.
΄Ερχονται στο νού να τον φωτίσουν μ' ένα φώς.
΄Οσος χρόνος κιαν περάσει,
ποτέ δεν τις ξεχνάς τέτοιες στιγμές.
Αν καί ξεθωριασμένες, παραμένουν κτυπητές.
Καμμιά φορά είναι τόσο που ζωντανεύουν,
λές δεν πέρασε καιρός. ΄Ητανε χτές.
Κάποιο παιγνίδι παίζ' η μοίρα του ανθρώπου.
Αυτός σαστίζει. Τότε αρχίζει να τα σκέφτεται.
Χαμογελά αχνά. Μ' απότομα το βλέμμα αγριεύει,
σαν νάβρει κάτι. Μιά ανάμνηση ή ελπίδα.
Κάτι που έχασε σε κάποια καταιγίδα.
'Οταν κοιτάξει, με μιά πίκρα διαπιστώνει
ότι οι ελπίδες πέταξαν από καιρό πολύ.
Η όψη σκυθρωπιάζει, σκοτεινιάζει, απορεί.
Η σκέψη απορροφήθηκε. Είναι το βλέμμα του βαρύ.
Αναλαμπές. Ξεπετάγονται μ' 'ενα φώς,
σαν έρχονται ξανά να του θυμίσουν άλλες μέρες.
΄Ισως γλυκές. ΄Ισως πικρές. Αλλά στο βάθος άχαρες.
Με ψευδαισθήσεις, με χαρές με όνειρα,
οπού στο τέλος όλ' αυτά έγιναν ένα βάρος
κι απόμεινε η θλίψη στα χαλάσματα.
Μα συνεχίζετ' η ζωή. Καί συνεχώς δημιουργεί
δικές της ιστορίες,
γιά να διδάξει, να του πεί, χίλιες δυό εμπειρίες.
Β΄. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ
Τότε λοιπόν ήτανε κρύο, βροχή καί συνεφιά.
Πάγωνε το παιδί. Πουλί ολομόναχο στην ερημιά.
Φτωχός ο λόγος, το ψωμί, το ντύσιμο.
Φτωχή η καρδιά, χωρίς καθόλου λόγια θαρρετά.
Χωρίς σαν στοργικός κανείς, κουράγιο να της δώσει.
Μέσ' στη φουρτούνα η καρδούλα θαρεττά ταξίδευε.
Είχε κουράγιο, μία πίστη στον σκοπό της τον καλό.
Την ένοιαζε λιγάκι, μα ουδέποτε εδίσταζε,
να προχωρεί μ' ένα δικό της ρυθμό,
τόσο στους άλλους όσο στην ίδια θαυμαστό.
΄Ετσι προχώρησε να φθάσει στον σκοπό τον ιερό
δίχως κανείς να τη βοηθήσει στα βαρειά της βήματα.
Μία περίπτωση θα πείτε, είναι πολλά τα θύματα.
Αλλοίμονο! Ποιός νοιάστηκε λίγο κουράγιο να τους δώσει.
Στο δρόμο που ετράβαγε, είδε πολλά. Εκρύωσε.
Σαν χρυσοθήρας πρόοδο, μα εμπειρίες πικρές σημείωσε.
Καλό ή κακό είχε γι αυτήν τη σημασία του.
Ανάλογο όπλο στον κόσμο, στη συνομωσία του.
Γ΄. ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
Εκλήθηκα λοιπόν κι εγώ σ' 'εναν αγώνα άνισο.
να παλέψω, να τα βάλω μ' αρκετούς εχθρούς,
χωρίς να έχω κάν ένα όπλο μέσ΄ στα χέρια
ν' αντισταθώ στα όπλα τα πολλά τα εχθρικά.
Δίχως καλά καλά να ξέρω γιατί επιχειρώ
μιά πάλη τόσο δύσκολη "μ' έναν αόρατο εχθρό",
αφού όλοι φαινότανε σε μένα φιλικά.
΄Εχοντας όμως μία πίστη στην καρδιά,
ένα χαμόγελο στα χείλη από τον ενθουσιασμό,
μία γαλήνη, παραφωνία μέσα στη μπόρα,
που τη θυμάμαι με απορία λές κι είναι τώρα,
κάτι παράξενο μέσ' στ' άλλα ήτανε κιαυτό.
Με ωδηγούσε μία μεγάλη επιθυμία
να πιάσω τόνειρο που φαίνοταν γλυκό.
Βλέπαν τα μάτια μου ολούθε την ελπίδα.
Πήγαινα μ' ευχαρίστηση, με γρήγορο ρυθμό,
να φθάσω στο σημείο πού βλεπ' η καρδιά.
\
Δεν φοβίζει τον άνθρωπο η κακουχία,
όταν μέσ΄ στην ψυχή του τόνειρο νικά.
Μα η πραγματικότητα ομολογώ με φόβιζε.
΄Ηταν η αμφιβολία πούχει η μετριοφροσύνη,
σαν έβλεπα καλά πως μέσα δεν υπήρχαν
ν' αντισταθώ στα δύσκολα εμπόδια,
που τόσο δύσκολα γινότανε μέσ' στη βιασύνη.
(Βιασύνη: Γρήγορη ροή των πραγμάτων.
Απότομη μεταβολή των δεδομένων)
Δ΄. ΔΥΣΚΟΛΗ ΠΟΡΕΙΑ
Παρ' όλ' αυτά προχώρησα στ' αγκάθια τα πυκνά,
μέσ' στα σκοτάδια πούβλεπα ωστόσο φωτεινά.
Βλέπαν οι άλλοι θάρρος ονείρων καί απορούσαν
κι αναρωτιόταν πού βρήκε τόνειρο τόση χαρά.
Μ' αφού φαινόταν ότι δε στέρευε, τότε φθονούσαν.
Κι άρχισαν να κτυπούν, όσο μπορούν, στα φανερά.
Μπροστά μου έβλεπα χωρίς κάποια μου σκέψη
να με τυλίξει, να μου πεί πως θ' αποτύχω.
΄Εστω κιάν τόξερα, καμμιά φορά μ' επιμονή,
την παραμέριζα γιά λίγο χωρίς να την υποτιμήσω,
μα να της κόψω, όσο χρειαζόταν, την ορμή.
΄Ετσι επήγαινα στα βλέμματα τα πυρωμένα
που ευχαρίστως αν θα μπορούσαν να με συντρίψουν.
Σε μιά κατάσταση άσχημη που πλέον θολωμένα
έδειξαν την κακία τους
που δεν μπορούσαν πλέον να πνίξουν.
Ε΄. ΤΥΧΑΙΟ ΘΥΜΑ
Σ' αυτή την άγρια λαίλαπα που βρέθηκα του φθόνου,
Κάτι γλυκό καί φωτεινό φάνηκε στο σκοτάδι.
΄Ηταν ένα χαμόγελο. Mε απαλό του χάδι,
έδιν' αγάπη στην καρδιά. Της έδινε κουράγιο.
Σ' άλλους κόσμους την πήγαινε, μακρυά από την μπόρα.
Μεγάλη χαρά έδειχνε, σα νάλεγε: Προχώρα!
Να μη σε νοιάζει ό,τι συμβεί. ΄Εχεις εμένα τώρα.
΄Ηρθαν νωρίς οι κεραυνοί του πάθους ένα πρωί,
χωρίς αιτία ή λάθος μου εξεσηκώθηκε μία βουή,
ώστε σιγά της ειρωνίας άρχισε το κουτσομπολιό.
Tότ' έφθασε ορμητικά ώς της καταστροφής το μακελειό.
Πέτρωσε το χαμόγελο! Δε μπόρεσε ν' αντέξει.
Γιατί δεν ήταν ισχυρό. Αλλοίμονο ήταν παιδικό!
΄Ετσι, όπως ήταν άπειρο από τις κακουχίες,
εξανεμίσθηκε με μιάς απ' τις δολοπλοκίες ..........
ΣΤ΄. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
΄Ασχημος ο χαμός ενός γλυκού χαμόγελου.
Aυτό επιδιώκανε όσ' ήταν φθονεροί.
Νομίζοντας ότι σκοτώνοντας τον ενθουσιασμό,
θα ήταν δυνατόν να σταματήσουν την ορμή
στην πρόοδο, που με κόπους πολλούς πλησίαζα,
την κάθε στιγμή μία χαρά θυσίαζα.
Αντίθετα όμως, θέριεψε μέσα μου η οργή.
Μου έδωσε φτερά, μπροστά να προχωρήσω.
Να τους ντροπιάσω. ΄Ετσι ν' αποδείξω,
πως μάταια επάλαιψαν κι έδειξαν τόσο μίσος.
Αλήθεια, δε χάνεται ολόκληρος ο κάμπος
αν μαραθεί ένα όμορφο λουλούδι.
Δε χάνετ' η χαρά, αν ακουστεί
ένα πικρό τραγούδι.
Ζ΄. ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΄ΠΟ ΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ
Ακούστηκαν ξανά πουλιά να κελαϊδούν.
Εγέλασε ο ουρανός. Ξανάλαμψε το φως.
Η άνοιξη διαδέχθηκε το κρύο του χειμώνα.
Αφού ό,τι κακό εμπόρεσαν να κάνουν
κι είδαν πως τίποτε δε σταματά την πίστη την ορθή,
κάθησαν. Eπερίμεναν να δούν τι θ' απογίνει.
Σιγά σιγά κατάλαβαν πόσο μικροί είχαν γίνει.
΄Οταν, ύστερα 'πό καιρό, σαν ήρθ' η επιτυχία
που κανείς δεν περίμενε ναρθεί τόσο νωρίς,
είδαν πως δεν κερδίζεται έτσι η ευτυχία
με το να σπείρεις διαβολές καί να περιφρονείς.
Με το κεφάλι σκυμμένο με θωρούν σαν περνώ,
γιατί άλλαξαν τα πράγματα. Εβρέθηκαν φτωχοί,
όχι μόνο από χρήματα αλλά από εκτίμηση.
Σάν τους προσέξεις βλέπεις στο βλέμμα τους ντροπή!
Η΄. Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ
Αναλαμπές μιάς κάποιας άλλης εποχής.
Μουντές σκηνές λίγο - πολύ ξεθωριασμένες.
Τόσο σκληρές. Ίσως νοσταλγικές.
΄Οσος καιρός καί να περάσει,
ποτέ δεν τις ξεχνάς τέτοιες στιγμές.
Σαν έρχονται ξανά να σου θυμίσουν άλλες μέρες.
Αν καί ξεθωριασμένες, παραμένουν κτυπητές.
Τότε ήτανε κρύο, βροχή καί συννεφιά.
Πάγωνε το παιδί, πουλί ολομόναχο στην ερημιά.
΄Ετσι προχώρησε να φθάσει στον σκοπό τον ιερό,
δίχως κανείς να το βοηθήσει στα βαρειά του βήματα.
Μία περίπτωση θα πείτε, είναι πολλά τα θύματα.
Δεν φοβίζει τον άνθρωπο η κακουχία,
όταν μέσ' στην ψυχή του τόνειρο νικά.
Δε χάνεται ολόκληρος ο κάμπος
αν μαραθεί ένα όμορφο λουλούδι.
Δε χάνετ' η χαρά αν ακουστεί
ένα πικρό τραγούδι.
Μα συνεχίζετ' η ζωή.
Καί συνεχώς δημιουργεί
δικές της ιστορίες.
Γιά να διδάξει να μας πεί,
χίλιες δυό εμπειρίες ! ...........
Γεώργιος Βελλιανίτης
|