ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH |
Μendizabal του Απόστολου Θηβαίου Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Κατάγεται από το Βραχάτι Κορινθίας. Σπούδασε στην Αθήνα, στα ΤΕΙ Πειραιά, στο τμήμα Λογιστικής. Συνεχίζει τις σπουδές του στο ΕΑΠ στο τμήμα Κοινωνικών Επιστημών, στη σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων. Εργάζεται στον τραπεζικό τομέα, ενώ η συγγραφή, αποτελεί για τον ίδιο, όχι μόνο μια προσπάθεια για να κοινωνήσει με τον κόσμο, μα και ένα υπέροχο ταξίδι, για να ανακαλύψει τη «Χαμένη Ατλαντίδα» των δικών του ονείρων. Επικοινωνία Τηλ. 6955180300 apostolos0thiyahoo.com |
“MENDIZABAL”mendizabal=μαζι με το ρευμα... ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΦΗΒΙΚΟ ΜΠΙΛΜΠΑΟ.. Δρόμοι γεμάτοι ιστορία, παιδιά που παίζουν στα πλακόστρωτα δρομάκια του Μπιλμπάο και ένας ήλιος δώρο μετά τις βροχερές μέρες του φθινοπώρου. Οι βιαστικοί περαστικοί στέκονται για λίγο στο κατάστημα μπαχαρικών του Σέρτζιο, προσπαθώντας να διαβάσουν την ανακοίνωση του κόμματος για τη νέα συνέλευση που θα λάβει χώρα στο θέατρο της πόλης. Ίσως είναι το μόνο πράγμα που ενδιαφέρει τους κατοίκους της πόλης αυτής, ειδικά μετά τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών. Βλέπεις, οι Ισπανοί, με κύριο εκφραστή τους την «βασιλική πρωτεύουσα» και την πολιτική κατεύθυνση που εκείνη χαράζει, αρνούνται να αποδεχθούν πως μέσα στην χώρα τους, ενα έθνος καθαρό και ιστορικό αναζητά λίγη αυτονομία. Όροι επικίνδυνοι, όπως αυτονομία, ελευθερία, αυτοδιάθεση. Τα προηγούμενα χρόνια, η κτηνωδία του Φράνκο, είχε αποδείξει πως η μεταπήδηση σε πιο δημοκρατικές διαδικασίες θα απαιτούσε αίμα βασκικό. Εκείνο που δεν ήξεραν όμως όλοι οι φιλόπατρεις Ισπανοί της δεκαετίας του 50, ήταν πως ο φόρος αίματος θα ήταν καθαρά ανταποδωτικός, ακολουθώντας τη χριστιανική διδαχή του «δούναι και λαβείν». Προφανώς στα Πυρηναία, λίγο πιο μακριά από τα σύνορα με τη Γαλλία, ένας ολόκληρος κόσμος είχε ήδη αρχίσει να συνηδητοποιεό το μέγεθος της θυσίας που θα έπρεπε να κάνει για να μπορεί εκείνη η σημαία που δειλά φαινόταν σε κάποια μπαλκόνια, να κυμματίζει ελεύθερα στην πλατεία της πόλης του Μπιλμπάο, στο Σαν Σεμπαστιάν και όπου αλλού οι Βασκόνοι ζούσαν. Ο κόσμος άλλαζε με ταχύτατους ρυθμούς και δύσκολα οι υποστηρικτές του Φράνκο θα μπορούσαν πια να αντιστρέψουν μια κατάσταση, όπου λίγοι παθιασμένοι θα αποφάσιζαν να έρθουν αντιμέτωποι με την ισπανική ανελευθερία, αποζητώντας αυτό που κάθε έθνος απαιτεί. Ελευθερίαα. Μέσα σε αυτό το κλίμα της έντασης, που θαρρείς πως κάτι θα συμβεί μα δεν γνωρίζεις πότε, περνούσε το κατώφλι της εφηβείας ο Πέδρο. Γόνος του Χουάν Ελκίνο, γνωστού πολέμιου των πρωτευουσιάνων της Μαδρίτης και γνήσιου Βάσκου. Ένα νοικιασμένο μαγαζί κοντά στο Μουσείο του Μετάλλου ήταν ό,τι είχε καταφέρει να αποκτήσει. Και αυτό πάλι δεν ήταν δικό του, εξεγείροντας την καλή του Μαρία, κόρη δημάρχου που είχε ξεπέσει και δεν μπορούσε να αντέξει τα ύπουλα λόγια των υπολοίπων κυριών στις κυριακάτικες συναντήσεις τους. Το μικρό μαγαζάκι, λοιπόν, που έσφιζε τα πρωινά από κόσμο, ήταν το ορμητήριο των φλογισμένων ιδεώνν του Χουάν. Κρατούσε το ξυράφι, ομολογουμένως με μαεστρία ξεχωριστή, και φώναζε με στεντόρια φωνή, ικανή να ακουστεί μέχρι τη Μαδρίτη: «Χωρίς αίμα,το ξυράφι δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Χωρίς αίμα καμιά πατρίδα δεν αποκτήθηκε!». Συχνά-πυκνά, φωνές επιδοκιμασίας έβγαιναν από το μικρό μαγαζάκι, τρομάζοντας τους περαστικούς που κοντοστέκονταν να κοιτάξουν τη βασκική σημαία που φάνταζε στο πιο εμφανές σημείοο του κατστήματος. Εκεί περνούσε τις ώρες του και ο Πέδρο, ακούγοντας ιστορίες για τους πολέμιους του Φράνκο, για τους αγώνες στα βουνά της Παμπλόνα, αποσβωλομένος, όταν ο πατέρας του, με ύφος σοβαρό, σχεδόν συγκλονισμένο, περιέγραφε τις βαρβαρότητες που υπέστησαν όλα αυτά τα χρόνια οι Βάσκοι αυτονομιστές, «οι δικοί του ήρωες», όπως τους αποκαλούσε όταν δάκρυζε και σταματούσε τη συζήτηση, πιάνοντας το ξυράφι. Το ακόνιζε σκεπτικός και που και που έλεγε στον Πέδρο πόσο πολύ πρέπει να αγωνίζεται κανείς για την πατρίδα του, για τις γεννιές που έρχονται, σιχτίρωντας τη δειλία του και το ότι είναι ακόμα ζωντανός. Ήταν η ώρα που ο Πέδρο άφηνε τον αποτυχημένο επαναστάτη να σκεφθεί τα λάθη του και έτρεχε στην πλατεία να συναντήσει τους φίλους και εκείνη την πανέμορφη, μελαχρινή κοπέλλα που συνήθιζε να παίζει τη βιόλα στο μπαλκόνι του σπιτού της όταν ο καιρός το επέτρεπε. Ήταν τόσο όμορφη, τόσο εξωτική, χρωμάτιζε την πόλη, χρωμάτιζε την ψυχή του και τα εφηβικά του όνειρα... Στεκόταν κάθε απόγευμα, στις πέντε περίπου, κάτω από το άγαλμα του Ιγνασίου Λουόλα και ευτυχισμένος ταξίδευε στα τάστα της βιόλας, ένιωθε το άγγιγμα των δαχτύλων της και μπλεκόταν ανάμεσα στα κατάμαυρα μαλλιά της, όπως το απογευματινό αεράκι τα ανακάτευε. Ήταν γύρω στα 18, ένα χρόνο μεγαλύτερη απο τον Πέδρο. Οι φίλοι του τον έβριζαν για την εμμονή του, μα όλοι τους, ακόμα και ο τόσο εγωιστής Αλφρέδο, χάζευε τη μορφή της και ας μην το παραδεχόταν. Ο Σεγκούρα, το τρίτο παιδί του δημάρχου, ένα σχεδόν ασθενικό αγόρι, πάντα χλωμό και φιλάσθενο, ο Κάρλος, γιος αντάρτη που σκοτώθηκε από τους λοχαγούς του Φράνκο και ο Μπέτο, ο μόνος πολιτικά συνειδητοποιημένος της παρέας, που πάσχιζε να ξυπνήσει τη βασκική ψυχή των υπολοίπων. «Jentilak», τους αποκαλούσε, παρομοιάζοντάς τους με τα μυθικά πλάσματα της πλούσιας βασκικής μυθολογίας. Για τον Μπέτο, όλοι τους ήταν απόγονοι φυλώνν που τα χνάρια τους σβήστηκαν στις κορυφές των Πυρηναίων, αφήνοντας συμβολισμούς που ξεσήκωναν το πνεύμα και φλόγιζαν την ψυχή του.... Όλοι τους, πιστό καθημερινό κοινό εκείνης της κοπέλλας, που άθελά της είχε σαγηνεύσει εκείνες τις νεανικές καρδιές. Δυστυχώς, η πολυτέλεια του κονσέρτου τελείωνε μόλις σουρούπωνε. Τότε η «παρέα του Ιγνασίου» κατηφόριζε προς το κέντρο της πόλης, ακολουθώντας το δρόμο για το γήπεδο του Μπιλμπάο. Ολόκληρη η πόλη ζούσε για τους κυριακάτικους αγώνες, υποστηρίζοντας με θέρμη την τοπική ομάδα, που πάντα έπαιζε με την ψυχή του νικητή. Ακόμα και η Μαρία, η ξεπεσμένη αριστοκράτισσα μητέρα του Πέδρο, ξεχνούσε για λίγο την έπαρσή της για τη δήθεν ξεχωριστή καταγωγή της και πήγαινε στο γήπεδο για να πανηγυρίσει με την ψυχή της τα «παιδιά του Μπιλμπάο». Λες και η νίκη απέναντι στον αντίπαλο θα ήταν η απάντηση στις πίκρες που όλοι οι Βάσκοι κουβαλούσαν στην καρδιά τους. Πόσο πάθος αλήθεια είχε ολόκληρη η πόλη τις μέρες των αγώνων! Όλοι ήξεραν πως η έδρα του Μπιλμπάο εόναι απροσπέλαστη για κάθε αντίπαλο, κάνοντας όλους τους κατοίκους να φουσκώνουν από περηφάνεια για τη δύναμή τους. Μέσα από τα κάγκελα του κάτω διαζώματος, η εφηβική παρέα προσπαθούσε να δει τα αστέρια της ομάδας. Γνήσια παιδιά της βασκικής φυλής όλοι τους. Κανένας Ισπανός δεν είχε αγωνιστεί σε αυτήν την ομάδα και ποτέ δεν θα γινόταν κάτι τέτοιο. Άλλωστε αυτός ήταν ένας άγραφος κανόνας που φρόντιζαν όλοι να μην παραβούν σε κάθε έκφανση της ζωής τους. Σιωπηρά απαρνούνταν όλοι τους οτιδήποτε ισπανικό, με έκδηλη αποστροφή. Όταν η νύχτα έπεφτε για τα καλά, ο Κάρλος, ο Πέδρο, ο Σεγκούρα και ο Αλφρέδο αποχαιρετούσαν ο ένας τον άλλον και χάνονταν στα στενά της παλιάς πόλης. Μονάχα ο Πέδρο περνούσε κάθε φορά από το σπίτι της άγνωστης σολίστ, παρά το γεγονός πως ο δρόμος αυτός θα τον καθυστερούσε κι άλλο, επιτείνοντας τον εκνευρισμό της μητέρας του, που πάντα ανυσηχούσε για την εσωστρέφειά του και την αδιαφορία του για τις «ρητές εντολές» της, όπως η ίδια αποκαλούσε την εκδήλωση της μητρικής στοργής της. Στο σπίτι τα βράδια πάντα το ίδιο σκηνικό. Στο σαλόνι του μικρού σπιτιού, καθισμένοι στις πολυθρόνες αντίκες, που έτριζαν κάθε που άλλαζες στάση, οι ίδιες γνώριμες φυσιογνωμίες. Θιασώτες μιας ιεροτελεστίας, με άφθονο κονιάκ και φτηνό καπνό, φίλοι του πατέρα, ξεπεσμένοι επαναστάτες με πύρινες απόψεις και φανερό μίσος για την ανελεύθερη ζωή τους. Οι κυρίες, μαζεμένες στη μικρή σάλα που ένωνε το σαλόνι με τη κουζίνα, με θέα τη φωτισμένη παλιά πόλη, διαγωνίζονταν για την καταγωγή τους, τους κορσέδες και τις καλτσοδέτες τους, αδιαφορώντας για τις φωνές που ακούγονταν από το σαλόνι και τους ζαλισμένους, παθιασμένους άντρες τους. Ο Πέδρο απολάμβανε τη μοναξιά της εφηβείας του, ακούγοντας στο γραμμόφωνο τα παλιά δισκάκια του πατέρα και διαβάζοντας μυθιστορήματα με περίεργους ήρωες και αίσιο τέλος. Όμως, το στοιχείο της κοπέλας με τη βιόλα, οι απόψεις του Μπέτο, η απογοήτευση για όλα όσα ένιωθε πως δεν θα ζήσει, τον έκαναν να ξαγρυπνά τις νύχτες, να ονειρεύεται με μάτια ορθάνοιχτα και να απορρεί για τον εαυτό του, για τη μοίρα του, που θαρρείς πως ήταν γραμμένη σε κάποιο τοίχο σε κάποια άλλη πόλη, πέρα από τα σύνορα του αγαπημένου του Μπιλμπάο. Δεν το’θελε, μα κάτι μέσα του χόρευε σαν τις φλόγες στη σόμπα της σάλας, ζητώντας από εκείνον να το ανακαλύψει, να το αναζητήσει... Κάτι τέτοιες νύχτες θύμωνε αληθινά, η οργή του ξεχείλιζε και σαν να είχε μεγαλώσει απότομα σε λίγες μόνο ώρες, περνούσε μέσα από το σαλόνι και έβγαινε να κρυφτεί στο σκοτάδι του μπαλκονιού, με τα περίτεχνα αετώματα, κρυψώνες των χελιδονιών και τα κακοβαμμένα κάγκελα στο χρώμα του πεύκου. Στεκόταν εκεί και κοιτούσε την πόλη, απορροφημένος στις σκέψεις του, στα όνειρά του που πάλευαν να βρουν τρόπο να ξεκαθαρίσουν. «Είναι δύσκολο να γίνεις άντρας...». Έτσι έλεγε ο πατέρας του, καθώς τον ακουμπούσε στον ώμο και με μια τρυφερότητα ανομολόγητη ανάμεσα σε δυο αρσενικά, τον κοιτούσε με θαυμασμό... Ώρες κοινής ησυχίας και ιδιωτικής ανησυχίας, που διακόπτονταν από τις φωνές ανθρώπων που σαν σκιές περνούσαν από το δρόμο φωνάζοντας για μια επανάσταση που δεν είχε βρει τους εκφραστές της. «Euskal Herria!», «Euskal Herria!»… Και οι δυο τους γελούσαν συνομωτικά, αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλον και χαμηλόφωνα ο πατέρας, με ύφος σίγουρο, κατασταλαγμένο, του έλεγε πως «…θα χρειαστεί να παλέψεις κάποια στιγμή γιε μου....». Οι φωνές της Μαρίας τους ανάγκαζαν να γυρίσουν γρήγορα μέσα στο σπίτι.... Μα κάτι τέτοιες ώρες, ο Πέδρο ένιωθε πως γνώριζε καλά το μέλλον του. Θυμόταν τις απόψεις του Μπέτο, κοιτούσε τη σημαία που είχε στο δωμάτιό του και χαμογελώντας με σιγουριά και μελαγχολία μαζί, έκλεινε τα μάτια με αδιαφορία για το ενήλικο «αύριο»...... Το πρωί θα τον ξυπνούσε ο λαμπερός ανδαλουσιανός ήλιος που φώτιζε τις πλατείες, το άγαλμα του Ιγνασίου και ίσως και την ψυχή του. Το παλιό γραμμόφωνο στο δωμάτιο, έπαιζε ξεκούρδιστο, έχοντας χάσει τις στροφές του δίσκου. Χάραζε το βινίλιο και σαν τον έφηβο Πέδρο, προσπαθούσε μονάχο να μπει στο ρυθμό. Στο σπίτι, παράθυρα ορθάνοιχτα, μια αναστάτωση πρωινή, καινούρια σαν τη μέρα που είχε γεννηθεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Στο δρόμο φωνές, καλημέρες που αντηχούσαν σε ολόκληρη την παλιά πόλη. Και ανάμεσα σε αυτές, η φωνή του Μπέτο. «Ξύπνα επιτέλους! Θα αργήσουμε, δεν καταλαβαίνεις;» Η ανυπομονησία του πιστού του φίλου τον ξεσήκωνε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τις νύχτες τον αναστάτωνε εκείνο το μελαχρινό κορίτσι. Με μιας, βρισκόταν στο δρόμο, γινόταν ένα με τον κόσμο, χαιρετούσε τους γείτονες και αισθανόταν για μια στιγμή τόσο ευτυχισμένος,τόσο γεμάτος, για κάποιο λόγο ευγνώμων. Οι υπόλοιποι, πάντα στο γνωστό σημείο συνάντησης, με διάθεση εξερευνητική, πάντα οργισμένοι για κάποιο λόγο, να τσακώνονται για κάποια ποδοσφαιρική ανάμνηση, αδιαφορώντας για κάθε τι έξω από τα σύνορα αυτής της παρέας. Ο Μπέτο πάντα τους ανακαλούσε στην τάξη. - Αντί να τσακώνεστε για τα πέναλντι και τα φάουλ, δεν κοιτάτε στις τσέπες σας να δούμε πόσα χρήματα έχουμε όλοι μας; Δεν ξέρω αν το θυμάστε, μα σήμερα βγαίνει η φυλλάδα. Θα έχει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για το σωματείο των Βάσκων εργαζομένων. - Καλό θα ήταν να μη μας ζαλίζεις με την παλιοεφημερίδα σου!, έλεγε ο Αλφρέδο, με εκείνο το υπεροπτικό ύφος για ό,τι δεν καταλάβαινε ή δεν αγαπούσε. Άλλωστε, για εκείνον τα κορίτσια, η μπάλα, τα χρήματα ήταν αρκετά για να τον κάνουν χαρούμενο και να δώσουν νόημα στη μέρα του. Καμιά φορά, έδειχνε τόσο φιλοχρήματος που νόμιζες πως είχε βρει ήδη το σκοπό της ζωής του. Περιτρυγιρισμένος από πανέμορφα κορίτσια, με μασούρια από χρυσά νομίσματα, δέσμιος ενός ευατού που είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται για τα καλά... Οι υπόλοιποι παρέμεναν αμέτοχοι σε τέτοιου είδους συζητήσεις. Ο Σεγκούρα, με εκείνη τη μελαγχολική έκφραση στο πρόσωπό του, έστεκε αμέτοχος, ενώ ο Κάρλος, συνοφρυωμένος, αδυνατούσε να καταλάβει «γιατί στο διάολο μαλώνουν κάθε πρωί». Και όμως, εκείνο το πρωί, η πόλη, οι άνθρωποι, σαν από ένστικτο ενός γεγονότος που πρόκειται να συμβεί από στιγμή σε στιγμή, έμοιαζε συννεφιασμένη, μουντή, με μια απροσδιόριστη αίσθηση να αιωρείται, σαν εκείνη που έτρεφε το θυμό του Πέδρο κάθε νύχτα. Τίποτα πια εφηβικό, τίποτα αθώο δεν θα επιβίωνε εκείνο το πρωί, λες και η μοίρα επιτάχυνε την εξέλιξη των πραγμάτων. Σαν να ξαναζωντάνευε ο βασκικός μύθος του Sugaar, που χάραζε τον ουρανό μα και τις ψυχές των ανθρώπων απρόβλεπτα, αλλάζοντας τα συναισθήματα, δίνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη θλίψη, στην οργή, σκοτώνοντας τη λάμψη της μέρας, οδηγώντας με τον πιο σκληρό τρόπο τη «παρέα του Ιγνασιου» προς την ενηλικίωση, σε μια Ισπανία που δεν τους θέλει, σε μια πατρίδα που θα τους εκμεταλευτεί... ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΡΩΙ Στην κεντρική πλατεία, λίγα μόνο μέτρα απο την κεντρική αγορά του Μπιλμπάο, βρισκόταν το εργατικό βασκικό συνδικάτο. Μια μικρή ομάδα εργαζομένων της περιοχής, είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην κοινωνική ζωή του Μπιλμπάο. Πρώην αντάρτες που γλίτωσαν από τις θηριωδείες των Ισπανών, νεαροί φοιτητές απο το πανεπιστήμιο της πόλης, επαγγελματίες που έκρυβαν περίσσιο πόθο, πέρα από τα χρήματα που θα τους εξασφάλιζαν μια πιο άνετη ζωή. Απέναντι ακριβώς από το παλιό νεοκλασσικό σπίτι, με τα φρεσκοβαμμένα παραθυρόφυλλα, στεγαζόταν το σχολείο της περιοχής, εκεί όπου η νέα γεννιά του Μπιλμπάο πάλευε να επουλώσει τις πληγές ενός ολόκληρου έθνους. Ο Μπέτο, πάντα περηφανευόταν που το σχολείο του βρισκόταν σε ένα τέτοιο κομβικό σημείο της βασκικής πόλης. Καμιά φορά στεκόταν αμήχανος στην είσοδο του σχολείου, διαβάζοντας τις ανακοινώσεις που αναρτούνταν στην πρόσοψη του κτιρίου. Μια πινακίδα φαρμακείου που έστεκε ακόμα πάνω από την πόρτα του σπιτιού, πρόδιδε την ιστορία αυτού του οικήματος. Ξύλινη, τριμμένη από την πολυκαιρίαα και τον ανδαλουσιανό ήλιο, θαρρείς πως ήταν απόλυτα φυσικό να βρίσκεται εκεί, παρά τη νέα ιδιότητα του κτιρίου. Στους τοίχους, εκατέρωθεν της εισόδου, γραμμένη με κόκκινα γράμματα, αποτυπωνόταν η λεξη «EKIN». Συμπυκνωμένη σε μια δισύλλαβη λέξη, η βασκική πρόσφατη ιστορία. Δράση, προσπάθεια για αλλαγή, για κοινωνική και πολιτική εγρήγορση. Ένα κοινό μυστικό, μια κοινή γραμμή πορείας για όλους όσους πίστευαν στην ελευθερία, στην αυτοδιάθεση. Ήταν ομολογουμένως μια απόπειρα να εκφραστεί το αίσθημα της κοινής γνώμης. Μια κοινή γνώμη που ασφυκτιούσε, αναζητώντας διέξοδο μέσα από τα σύμβολα, τις κρυμμένες σημαίες στους τοίχους των σπιτιών, στις ολιγοσέλιδες φυλλάδες που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι σε ολόκληρη την πόλη. Το συνδικάτο ήταν ίσως αποτέλεσμα της φλόγας των φοιτητών του τοπικού πανεπιστημίου, που έμοιαζαν να αποστρέφονται πια όρους όπως η «διαλλακτικότητα», ο «πολιτικός διάλογος» και άλλες τέτοιες παρόμοιες τάσεις. Πολλοί θεωρούσαν εθνικιστική την όλη προσπάθεια, κατηγορώντας τους σπουυδαστές πως η δημιουργία του συνδικάτου ήταν μια παράτολμη ενέργεια που θα προκαλούσε τη μήνη των Ισπανών πρωτευουσιάνων. Μα όπως έλεγε ο Μπέτο, «επιτέλους κάτι που δεν μένει κρυφό!», συμπυκνώνοντας σε μια φράση την ανάγκη ενός ολόκληρου λαού να διεκδικήσει και να εκφραστεί. Η μετριοπάθεια των προηγούμενων γεννεών έδινε τώρα τη θέση της σε μια ζωντανή και ανυπόμονη νεολαία, που σίγουρα θα πάλευε πιο ενεργά για όλα όσα ο Φράνκο και η δικτατορία του πάσχιζε τόσα χρόνια να τους στερήσει. Η παρουσία Γάλλων δημοκρατικών στις εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις του συνδικάτου, απεδείκνυε μια αποδοχή πολύτιμη από ανθρώπους που μοιράζονταν εκτός από τους πρόποδες των Πυρηναίων, μια έκδηλη άρνηση για οτιδήποτε περιοριστικό, άδικο κι ανελεύθερο. Εκείνο το πρωινό της δεκάτης εβδόμης του Οκτώβρη του 1952, το Μπιλμπάο θα γινόταν και πάλι πεδίο βολής, ένα σκοπευτήριο εκτελέσεων, σαν εκείνα της Αλγερίας, της Αθήνας. Ήταν η μέρα που θα διαξάγονταν οι πρώτες εκλογές του συνδικάτου. Ο πατέρας του Πέδρο, ήταν φυσικό να βρίσκεται εκεί. Είχε φτάσει απο νωρίς και έχοντας μαζέψει γύρω του μια παρέα φοιτητών, τους εξιστορούσε με πάθος ιστορίες του πρόσφατου παρελθόντος, πάντα με στόμφο. Καμιά φορά, φωνές επιδοκιμασίας έρχονταν από το εσωτερικό του σπιτιού, φανερώνοντας τα συναισθήματα όσων βρίσκονταν εκεί. - Μακάρι να πετύχει αυτή η προσπάθεια, μονολογούσε ο Μπέτο, κοιτάζοντας με μάτια ορθάνοιχτα τον κόσμο που μπαινόβγαινε στην είσοδο. Και τι δεν θα έδινα να σπουδάζω στο πανεπιστήμιο τώρα και να είμαι και εγώ μέρος αυτής της απόπειρας, συμπλήρωνε χαμηλόφωνα, κοιτάζοντας τον Πέδρο. Οι υπόλοιποι, ίσως αδιάφοροι για την ιστορία που γραφόταν μπροστά στα μάτια τους, τσακώνονταν για το ποδόσφαιρο και την διαφαινόμενη ήττα της ομάδας στο προσεχές παιχνίδι με τη Ρεάλ στην πρωτεύουσα, την ερχόμενη Κυριακή. - Θα μας κερδίσουν εύκολα, έλεγε ανήσυχα ο Κάρλος και συνέχιζε να μετράει τα νομίσματα που είχε στη χούφτα του. - Καλά θα κάνεις να πάψεις να είσαι έτσι ηττοπαθής, του απαντούσε ο Σεγκούρα, με μια ήπια φωνή, όμοια με εκείνη των πρωταγωνιστών στο θέατρο, όταν το δράμα έφτανε στην κορύφωσή του. Άλλωστε, όλοι τους μέρος ενός θεατρικού έμοιαζαν, έτσι όπως στέκονταν γύρω από το τσιμεντένιο παγκάκι, λες και η σκηνοθετική ματιά απαιτούσε μια επιμελημένη ατημέλεια, όμοια με εκείνη της αγοράς αλλαντικών στην κάτω πόλη, όπου παρά την αταξία, όλα έμοιαζαν να είναι στην κατάλληλη θέση τους. - Παράτα με Σεγκούρα και κοίτα να μην ανακατεύεσαι με τα ποδοσφαιρικά, φώναζε ο Κάρλος, που δεν μπορούσε να αντέξει το μειλίχιο ύφος του φίλου του. Πράγματι, ο γιος του δημάρχου είχε μια ήρεμη δύναμη, σχεδόν καταπραϋντική, που εξόργιζε όποιον προσπαθούσε να συζητήσει μαζί του. Όπως έλεγε η Μαρία, όταν καμιά φορά συζητούσαν με τον πατέρα αργά το βράδυ πλάι στη σόμπα, ήταν ίδιος η μητέρα του, η Φελλίπια Λινάρες, κόρη του ιατρού της πόλης, που πια έμοιαζε να τα έχει χαμένα, φορτωμένος απο αναμνήσεις για φίλους που χάθηκαν στα χέρια του από τα φράνκικα πολυβόλα. - Αν και όμορφη αληθινά, δύσκολα μπορώ να καταλάβω τι σόι πλάσμα είναι αυτή η Φελλίπε, έλεγε η Μαρία, κουνώντας τα χέρια της με εκείνο τον χαρακτηριστικό τρόπο που θύμωνε τον πατέρα μα ικανοποιούσε τη γυναικεία φιλαρέσκεια, αφήνοντας σε κοινή θέα το ολόχρυσο βραχιόλι που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της όταν παντρεύτηκε τον Χουάν Ελκάνο. Η ώρα είχε περάσει και το καμπαναριό με το παλιό ρολόι θα χτυπούσε από λεπτό σε λεπτό, θυμίζοντας στην «παρέα του Ιγνασίου» την σχολική τους υποχρέωση. Μα εκείνη τη μέρα, εκείνο το πρωί, ο ήχος του ρολογιού δεν θα χτυπούσε. Κακό σημάδι, έλεγαν οι παλιότεροι που στέκονταν στο απέναντι παγκάκι, απορώντας γι’ αυτή την απρόσμενη παραβίαση της ρουτίνας τους. Ξαφνικά, από το βάθος του δρόμου ακούστηκαν φωνές. Μερικοί πυροβολισμοί αναστάτωσαν την ηρεμία της περιοχής, αναγκάζοντας τα πηγαδάκια των φοιτητών να διαλυθούν και τον Μπέτο να διακόψει άγαρμπα τη δημοκρατική του ονειροπόληση. «Καμιόνια!», φώναζε ένας πιτσιρικάς που ανέβαινε με την ψυχή στο στόμα, φανερά ανήσυχος. Ο πατέρας του Πέδρο ήταν ο μόνος που δεν νοιάστηκε για τις φωνές, δείχνοντας έτοιμος να ικανοποιήσει το χρέος του εαυτού του, βάζοντας ένα τέλος στη δειλία που του κατάτρωγε τόσα χρόνια τα μέσα του. - Πέδρο, Κάρλος, δρόμο από εδώ!, φώναξε δυνατά, αναγκάζοντας τα παιδιά να κρυφτούν στην είσοδο του σχολείου, πίσω από την μεταλλική πόρτα με το μικρό φεγγίτη στο κέντρο. Πριν ακόμα καταλάβει κανείς τι συνέβαινε, πλήθος φοιτητών και εργαζομένων είχαν συγκεντρωθεί στην είσοδο του παλιού φαρμακείου, περιμένοντας το χειρότερο να φανεί στην πλακόστρωτη ανηφοριά που οδηγούσε από την κάτω πόλη στην αρχιτεκτονικά αρμονική παλιά συνοικία. Τέσσερα καμιόνια, φορτωμένα με ένστολους, άρχισαν να φαίνονται στο βαθος. - Καλύτερα να το διαλύσουμε όσο είναι καιρός, ψέλλισε αναστατωμένος ένας απο τους φοιτητές που περιτρυγύριζαν τον Χουάν Ελκάνο, υψώνοντας αποφασιστικά τις γροθιές τους μερικά λεπτά πριν. - Δεν έχετε να πάτε πουθενά!, απάντησε με στεντόρια φωνή ο πατέρας. Για μερικά καμιόνια θα τρέξουμε να κρυφτούμε; Θα τους στείλουμε από εκεί που ήρθαν! Ο Πέδρο είχε εκείνο το προαίσθημα, εκείνη τη χθεσινή και τόσο οικεία αίσθηση, ενώ στο μυαλό του στριφογύριζαν τα λόγια του πατέρα του «...είναι δύσκολο να γίνεσαι άντρας....». Ένας λοχαγός, με γυαλιστερές μπότες και πούρο, κατέβηκε πρώτος από το καμιόνι που προπορευόταν. Έσβησε στις πλάκες τον καπνό του και περπάτησε προς το μέρος που ηταν συγκεντρωμένο το πλήθος. - Τελικά εσείς δεν βάζετε μυαλό, είπε χαμογελώντας ειρωνικά. Ποιος σας είπε ότι μπορείτε να οργανώνετε συγκεντρώσεις χωρίς τη συγκατάθεση των δυνάμεων του Φράνκο; Άντε, διαλύστε το γρήγορα παλιοκουμμουνιστές της κακιάς ώρας! Μερικοί έσπευσαν να υπακούσουν, μα η πλειοψηφία έμεινε ατάραχη, τηρώντας μια σιωπηρή συμφωνία, έναν άγραφο λόγο μεταξύ ανθρώπων με κοινό παρελθόν, αβέβαιο παρόν, μα με περίσσια ελπίδα για το μέλλον. - Δεν έχετε καμιά δουλειά εδώ, απάντησε ένας από τους φοιτητές. Εδώ δεν είναι η γη του Φράνκο, στρατηγέ μου. Η προσφώνηση ήταν φανερά ειρωνική, κάνοντας όλους να ξεσπάσουν σε ακατάπαυστα γέλια. Μόνο εκείνος ο λοχαγός δεν γελούσε. Άναψε πάλι ένα από τα μυρωδάτα πούρα του και κοίταξε το φοιτητή κατάματα. Τα γέλια σταμάτησαν μεμιάς μόλις ο ήχος του περιστρόφου ακούστηκε, σημαδεύοντας ανάμεσα στα μάτια εκείνο το παιδί. Σωριάστηκε στο έδαφος, με το πρόσωπό του να κείτεται στο αίμα του, που έτρεχε από το μέτωπό του. Όλοι σάστισαν. - Τώρα τι λέτε, θα το διαλύσετε; ρώτησε με ύφος ο λοχαγός, περιτρυγιρισμένος από στρατιώτες. - Καιρός να σωριαστείς κι εσύ στο έδαφος βρωμιάρη, φώναξε με νεανική ορμή, παρά τα πενήντα του χρόνια ο πατέρας του Πέδρο. Αυτό ήταν... Ένα σύννεφο από σκόνη σηκώθηκε καθώς τα πολυβόλα άρχισαν να χτυπούν αδιακρίτως τον κόσμο που έτρεχε να σωθεί στα γύρω στενάκια. Χωρίς έλεος, χωρίς καμιά ένδειξη ανθρωπιάς, οι στρατιώτες γάζωναν το πλήθος. Το μίσος των στρατιωτών ήταν τέτοιο που γύριζαν πάνω από τα πεσμένα κορμιά, αποτελειώνοντας όσους ήταν ακόμα ζωντανοί. Τα παιδιά, τρομαγμένα, δεν ήξεραν αν αυτό που έβλεπαν ήταν αλήθεια ή εφιάλτης. Ο Πέδρο προσπάθησε να βγει έξω, μα ο Κάρλος τον κράτησε. - Είσαι τρελός; Μείνε εκεί που είσαι , αλλιώς θα σε σκοτώσω εγώ πρώτος. Σε λίγη ώρα θα μπορέσουμε να φύγουμε από εδώ.... Πράγματι, σε λίγη ώρα οι στρατιώτες, έχοντας κάνει το χρέος τους, επιβιβάζονταν στα οχήματά τους, τιμώντας με τον πιο απάνθρωπο τρόπο το έμβλημα που έφεραν στο πέτο του χιτωνίου τους. Ο λοχαγός μονάχα έμεινε για λίγο να κοιτάει ικανοποιημένος το έργο του, τελειώνοντας το πούρο του. Στάθηκε πάνω από το πεσμένο κορμί του Χουάν Ελκάνο και τον κοίταξε να ψυχοραγεί. - Είδες το αποτέλεσμα των ηρωισμών σου; του είπε όλο οίκτο ο ένστολος τιμωρός. - Σ’ ευχαριστώ, προδότη, ψέλλισε ο πατέρας του Πέδρο, λίγο πριν αφήσει για πάντα την τελευταία πνοή του στην ανδαλουσιανή γη των Πυρηναίων, που τόσο αγάπησε. Το άδειο του βλέμμα στράφηκε προς την είσοδο του σχολείου, προσπαθώντας να κοιτάξει για μια τελευταία φορά το καλό του αγόρι, τον πολύτιμό του Πέδρο, σίγουρος πια πως το αγόρι του θα είχε γίνει άντρας, ίσως με έναν τρόπο πιο σκληρό και από αυτόν που είχε ο ίδιος φανταστεί. Ο λοχαγός έσβησε τον καπνό του πάνω στο νεκρό σώμα ενός φοιτητή και έδωσε διαταγή να εγκαταλείψουν την περιοχή. Είχε βάλει ένα λιθαράκι και εκείνος για όλα όσα πότιζαν με μίσος τις καρδιές των ανθρώπων του Μπιλμπάο, του Σαν Σεμπαστιάν, των Βάσκων μεταναστών της Αργεντινής και της Μπογκοτά. Πόσο αίμα για μια σημαία, αλήθεια!... Μόλις τα καμιόνια χάθηκαν στον κεντρικό δρόμο που διαστυρωνόταν με το πλακόστρωτο δρομάκι της παλιάς συνοικίας, τα παιδιά έτρεξαν έξω. Κανείς τους δεν μπορούσε να συλλάβει στο μυαλό του αυτό που έβλεπαν μπροστά τους. Ματωμένα σώματα, σπασμένες βιτρίνες και αίμα, αίμα παντού. Ο Πέδρο έτρεξε στον πατέρα του. Ήταν ήδη νεκρός, μα με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του να διαγράφεται, έχοντας «φύγει» ευτυχισμένος, εκπληρώνοντας ένα ιερό χρέος προς τον εαυτό του και τη γενιά του. Άλλωστε, δεν υπάρχει πιο ιερό χρέος, έλεγε, από αυτό που ο εαυτός μας μας επιβάλλει. Λίγα λεπτά αργότερα, γυναίκες, άντρες, παιδιά, είχαν συγκεντρωθεί μπροστά από το παλιό νεοκλασσικό κτίριο που στέγαζε το συνδικάτο. Οι θρήνοι των γυναικών, οι κατάρες των αντρών, που και που λόγια εκδίκησης, συνέθεταν ένα άκρως επιβλητικό σκηνικό, ένα δράμα που κορυφώνεται, ακολουθώντας πιστά τους κανόνες της αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Η μητέρα του Πέδρο έφτασε αλλαφιασμένη λίγο αργότερα. Αγκάλιασε το γιο της, που δεν αισθανόταν τίποτα, λες και είχαν πυροβολήσει εκείνον και σφάλισε τα μάτια του καλού της Χουάν. Δεν έκλαιγε, δεν φώναζε, εκπλήσσοντας τον Πέδρο με την ηρεμία της. Τράβηξε από το δάχτυλό του τη βέρα που είχαν ανταλλάξει χρόνια πριν, στο ξωκκλήσι του Σαν Πέδρο και χάιδεψε το ματωμένο του πρόσωπο. Κοίταξε τον Πέδρο και με το αίμα του πατέρα στα χέρια, άγγιξε τα χέρια του. - Εκείνος έκανε το χρέος του... Έτσι έλεγε πάντα, έτσι ήθελε να τελειώσει... Να θυμάσαι αγάπη μου, πως στα χέρια σου, εκτός από τη ζωή σου, θα έχεις πάντα το αίμα του πατέρα σου. Μην αφήσεις ούτε τη ζωή, μα ούτε τις σταγόνες αυτές να σου γλιστρήσουν... Κοίταξέ τον, για να θυμάσαι πως προδότης είναι μονάχα αυτός που δειλιάζει απέναντι στη μοίρα του, όταν εκείνη τον καλεί. Με δάκρυα στα μάτια, φίλησε το μονάκριβό της γιο και τον αγκάλιασε τρυφερά. - Να ξέρεις πως έφυγε για σένα...... Το απόγευμα όλοι στην πόλη μιλούσαν για το ασύλληπτο γεγονός που είχε λάβει χώρα. Οι αρχές της πόλης, ακόμα και ο δήμαρχος, ο πατέρας του Σεγκούρα, προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τον κόσμο, συγκρατώντας την οργή του, τη βουβή θλίψη για όλους όσους χάθηκαν και πάλι έτσι απρόσμενα... Μονάχα ο μαρμαράς φαινόταν πιο χαρούμενος, μιας και θα έπρεπε να χαράξει στο μνημείο των πεσόντων όλα τα ονόματα των νεκρών, εξασφαλίζοντας παχυλή αμοιβή από τον δήμαρχο. Ο φόβος μήπως οι κηδείες γίνουν αφορμή για κανένα αντιδιδακτορικό συλαλλητήριο εκ μέρους των φοιτητών παρέμενε ζωντανός, απειλώντας για τα καλά την ηρεμία της πόλης. Μα πια κανένας δεν αρκείτο στην επιφανειακή ηρεμία των τελευταίων ετών. Το αίμα των φίλων, των πατεράδων, των φοιτητών, έσταζε από τις στέγες των σπιτιών, πότιζε τις ψυχές των ανθρώπων, λέκιαζε τη δήθεν αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας. Ίσως το αίμα που ανάβλυζε ανάμεσα στα μάτια του πεσμένου φοιτητή, να ήταν αρκετό για να ξεχειλίσει το ποτήρι της οργής, να θρέψει το μίσος των Βάσκων, όπου κι αν αυτοί βρίσκονταν. Κάτι συνταρακτικό συνέβαινε στην πόλη από το πρωί και μετά. Σε όλα τα μπαλκόνια, σε κάθε παράθυρο, στα καταστήματα, παντού, κυμάτιζαν βασκικά σύμβολα. Χωρίς φόβο, χωρίς δισταγμό, οι άνθρωποι θρηνούσαν, αποδέχονταν τη μοίρα τους και δήλωναν απερίφραστα πια πως αισθάνονται μα και αποτελούν ένα ξεχωριστό έθνος, διεκδικώντας ένα κομμάτι γης που δικαιωματικά τους ανήκε. Ακόμα και στο μπαλκόνι εκείνης της μελαχρινής κοπέλλας που είχε στοιχειώσει τα όνειρα του Πέδρο, είχε απλωθεί μια τεράστια βασκική σημαία. Δεν ακούγονταν ήχοι από τη βιόλα της, ούτε η φιγούρα της βρισκόταν στο γνώριμο σημείο. Όλα είχαν αλλάξει, τίποτα και ποτέ δεν θα ήταν το ίδιο, όχι μονάχα για την πόλη του Μπιλμπάο, που άλλωστε είχε συνηθίσει να θυσιάζει τα παιδιά της, μα και για την παρέα του Ιγνασίου, μια ακόμα καταραμένη γενιά, φορέας υποχρεώσεων θαρρείς, από την ώρα της γέννας τους. Οι μέρες πέρασαν δύσκολα για τους ανθρώπους της πόλης, μα οι σημαίες, οι συζητήσεις στην αγορά δεν άφηναν καμιά αμφιβολία πως τα πράγματα δεν θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν πάλι όπως πριν. Ακόμα και η εφηβική διάθεση των παιδιών του Ιγνασίου είχε αμβλυνθεί για τα καλά, επηρεασμένη βαθιά, σχεδόν σημαδεμένη, από τα τόσο τραγικά γεγονότα. Στο σπίτι του Πέδρο, η απουσία, η ξαφνική απώλεια, η θλίψη για εκείνον που έφυγε, είχε κυριεύσει κάθε γωνιά, κάθε δωμάτιο, κάθε ψυχή. Η Μαρία, ίσως και να ήταν η μόνη που πάλευε τη λύπη της, ξέροντας καλά πως τα πράγματα έγιναν ακριβώς όπως ήταν γραφτό. Θυμόταν πως σε εκείνες τις συζητήσεις τους, στα σκοτεινά βράδια στην κάμαρη, όταν έμεναν μόνοι, απαλλαγμένοι από τους καθωπρεπισμούς και το συντηρητισμό της εποχής, ο καλός της Χουάν πάντα της έλεγε, όταν αποκαμωμένοι κοίταζαν τον έρωτα κατάματα, πως η μοίρα του ήταν εμπρός του. Εκείνη γελούσε, ξεχνούσε τους καλούς τρόπους της και τον εκκλιπαρούσε να μην την αφήσει ποτέ. Και ας ήξερε πως δεν θα μπορούσε να απαλλαγεί ποτέ απο εκείνο το σατανικό θηλυκό με τις βλοσσυρές προθέσεις, που μας κατευθύνει στα λημέρια της με πειρασμούς, με τύψεις, με φόβο, μα πάντα αποφασιστικά. Μα είχε και έναν άλλο λόγο να πολεμήσει τη λύπη, να πάψει να ποτίζει τα μαντήλια του, όλα πολύχρωμα, με δάκρυα και φτηνή μάσκαρα. Ο Χουάν, ο Χουάν της.... Ο καλός της είχε χαθεί στο λαβύρινθο της αθωότητάς του, αναζητώντας την αντρική του εικόνα πρόωρα, αναπάντεχα. Τον κοιτούσε να χαζεύει τα απογεύματα, αμίλητος, για ώρες ολόκληρες, το πλακόστρωτο δρόμο. Θαρρείς πως αναζητούσε την πρωινή του καλημέρα στους γείτονες, το στακάτο περπάτημά του, την όψη του που φάνταζε αλλιώτικη, αληθινά πατρική. Στεκόταν και μόλις έδυε ο ήλιος, λες και από υποχρέωση, σχεδόν με ιεροτελεστία, άπλωνε προσεκτικά τη σημαία, ένα ξεθωριασμένο πανί, με χρώματα αιώνια, ζωγραφισμένα, όχι με χρώματα, μα με χαρακιές, με πολύχρωμα αυλάκια από συρίτια. Ο καλός της Χουάν είχε αρχίσει να ανακαλύπτει το γιατί, να οριοθετεί τα σύνορά του, να αποδεσμεύει την καρδιά του και όλα αυτά χωρίς εκείνον, χωρίς τον αγαπημένο του πατέρα. Καμιά φορά γελούσε μονάχος του, λες και την ψυχή του την είχε μπολιάσει η περηφάνια. Οι φίλοι του περνούσαν να τον δουν καμιά φορά, μα εκείνος δεν πολυμιλούσε, μα χαιρόταν που τους έβλεπε όλους μαζί, μια και του θύμιζαν πόσο όμορφη και ανέμελη είναι η ψυχή τους. Ο Σεγκούρα μονάχα ερχόταν τα απογεύματα και διάβαζε στη σάλα, συμπληρώνοντας τη θλίψη του σπιτιού αυτού με την τόση μελαγχολία του. Μα πόσο καλύτερα αισθανόταν ο Χουάν κάθε που τον έβλεπε να περιεργάζεται τα βιβλία του πατέρα, με μάτια ορθάνοιχτα, σαν στόματα μωρών που ζητούν την πρώτη τους τροφή από μια μάνα ουδέτερη, αμέτοχη, σαν τον ήχο του χαρτιού που τρίβεται στα δάχτυλα του χεριού του Σεγκούρα, του καλού του φίλου. Οι ώρες έπαψαν να περνάνε με εκείνο το μονότονο ρυθμό που έδινε το ρολόι του σαλονιού με τους περίτεχνους λεπτοδείκτες, νομίζω μου είχε πει πως ήταν δώρο από κάποιον τεχνίτη επαναστάτη από το Σαν Σεμπαστιάν. «Είναι αστείο, τόσο αστείο», έλεγε ο Χουάν οόταν η μονοτονία τον έκανε να περιεργάζεται τα πράγματα του σπιτιού. «Κοίτα γιε μου, τόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή, όσο ένα ρολόι τοίχου!» Και γελούσε τρανταχτά, πειράζοντας το χρόνο, παίζοντας μαζί του, καθώς άλλαζε το χρόνο πότε μπρος και πότε πίσω, προσπαθώντας να ξεγελάσει τη Μαρία του και να παραπονεθεί πως το φαγητό αργούσε. Πέρασαν εβδομάδες και η θλίψη είχε δώσει τη θέση της στη ρουτίνα, τη συνήθεια. Ακόμα και ο Πέδρο είχε συνηθίσει τη θλίψη, μα ο νους του είχε βαλτώσει στις στιγμές, λες και χρειαζόταν τόσο για να ξαναζήσει σε λίγο καιρό όλη του τη σύντομη ζωή. Να ανανεώσει τις αναμνήσεις του, να βεβαιωθεί πως δεν έχει ξεχάσει τίποτα από τον πατέρα, από εκείνο τον τύπο με την τόση υπερηφάνια και την πιστή καρδιά. Ήταν απόγευμα Τρίτης και μόλις είχε αρχίσει εκείνη η αιώνια ιεροτελεστία της φύσης, καθώς ο ήλιος έπεφτε πίσω από τα βουνά, σαν τον από μηχανής θεό της αρχαιοελληνικής τραγωδίας που μηχανικά χανόταν από τη σκηνή, δίνοντας αυτή τη φορά τη θέση του σε μια σελήνη, ασθενική, άλλοτε μισή, λες και είχε σκορπιστεί σε αστέρια, άλλοτε ολόγιομη, σαν χάλκινο δηνάριο, που προδίδει την πίστη, δυναμώνει τον ανθρώπινο φόβο και τον προκαλεί. Ο Σεγκούρα στεκόταν και κοιτούσε τις παρτιτούρες που έστεκαν στοιβαγμένες στα πόδια του πιάνου. Μικρά σημάδια πάνω στο χαρτί, περίτεχνα σχήματα, χιλιάδες σκέψεις, όνειρα, χρόνος άπαιχτος, παρθένος, που χωρά στα στενά όρια των πέντε γραμμών. Ο Πέδρο σάστισε καθώς θυμήθηκε εκείνο το κορίτσι με τα υπέροχα κονσέρτα στο μπαλκόνι του σπιτιού, εκεί στην πλατεία. Άραγε, πως να μοιάζει ο ήχος του βιολιού όταν κανείς είναι λυπημένος;... Η σκέψη αυτή ήταν αρκετή, κίνητρο ισχυρό για να αναζητήσει ο Πέδρο τα ξεχασμένα του απογεύματα. Ο Σεγκούρα, με ένα χαμόγελο όλο σιωπή, ακολούθησε το φίλο του στο δρόμο. Τα βλέμματα των γνώριμων περαστικών τον χάραζαν, καθώς στις ματιές τους έβλεπε τον οίκτο. Μονάχα οι καλοί φίλοι του πατέρα του έγνεψαν από μακριά, καθώς κατηφόριζε για τα λημέρια του Ιγνασίου, υψώνοντας αντρίκια τις γροθιές τους, απευθυνόμενοι σε έναν άντρα που πονούσε. Δεν θα υπήρχε κατάλληλη ώρα για να αντικρύσει από μακριά τη μορφή του κοριτσιού στο μπαλκόνι... Θαρρείς πως όλα ήταν ένα καλοδουλεμένο σκηνικό από κατάλληλα τοποθετημένα στο χρόνο γεγονότα, αρκετά για να τροφοδοτήσουν με πνοή εφηβική, δυνατή, την τσαλακωμένη του ψυχή και ετούτη η πόλη, σαν όμορφη, φτιασιδωμένη γυναίκα έμοιαζε, αλήθεια την αγαπούσε! Ο ήχος του βιολιού φάνταζε αλλιώτικος, ή μήπως κάθε φορά για εκείνον ήταν διαφορετικός;... Τα δάχτυλά της αγκάλιαζαν το ηχείο του οργάνου και για πρώτη φορά ο Πέδρο εκτιμούσε αληθινά την ηθλεημένη σιωπή, τη μοναχικότητα του Σεγκούρα, που έμοιαζε να γίνεται ένα με τον ήχο που τον περιέβαλε. Ένας ξαφνικός άνεμος, από εκείνους που δροσίζουν την πόλη και τη διατρέχουν κουνώντας τις σημαίες στα φωτισμένα μπαλκόνια, πέρασε από το αναλόγιό της, ανακάτεψε τα μαλλιά της και έκλεψε μια παρτιτούρα, σκορπώντας τη στο δρόμο. Ένας σωρός από νότες σύρθηκε στο δρόμο και το κονσέρτο συνεχίστηκε. Ο Σεγκούρα έτρεξε και άρπαξε το κιτρινισμένο χαρτί. Εκείνη σταμάτησε και ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο μισάνοιχτο στόμα της. - Σε ευχαριστώ πολύ καλέ μου, είπε στον Σεγκούρα και σταμάτησε για λίγο να μιλάει με τη μουσική της. Η ματιά της πλανήθηκε και πήγε και κάρφωσε ίσια στα μάτια του Πέδρο. - Λυπάμαι για τον πατέρα σου, είναι πολύ σκληρό, αλήθεια. Παίζω για σένα λοιπόν σήμερα Πέδρο, για όσους πονάνε παίζω κάθε μέρα, μα απόψε θα αυτοσχεδιάσω για σένα. Ίσως να ήταν και όνειρο, μα στα αλήθεια φυσούσε και ο Σεγκούρα αλήθεια κρατούσε ένα χαρτί στα χέρια του. - Σ’ ευχαριστώ πολύ, ψέλλισε εκείνος, ελπίζοντας να μην ακουστεί η φωνή του. Μα εκείνη με τη ματιά της διάβασε τα χείλη του, χαμογέλασε γλυκά και φωναξε παρακαλώ. - Ένα δώρο με ψυχή για μια άλλη πονεμένη, να έτσι στο αφιερώνω, του είπε και κάθισε για να εκπληρώσει μια επιθυμία. Ακόμα και ο αέρας δυνάμωσε καθώς έπιασε να παίζει, κάνοντας εκείνο το μικρό μπαλκόνι να μοιάζει με το κέντρο του κόσμου, που κάθε νύχτα αναζητούσε ο Πέδρο, σκαρφαλωμένος στην ονειρόσκαλά του. Πήρε να νυχτώνει στο γραφικό Μπιλμπάο, στο Σαν Σεμπαστιάν, στις ψυχές των ανθρώπων. Μονάχα η βιβλική όψη των Πυρηναίων έστεκε ίδια στο βάθος του ορίζοντα, απόλυτη, αέναη, αειθαλής. Στην πόλη, οι λιγοστοί περαστικοί περπατούσαν σκεφτικοί, λες και αγωνιούσαν αν πρόλαβαν να αδράξουν τη μέρα, τρομαγμένοι από το σκοτάδι που απλωνόταν τριγύρω. Οι φωνές των παιδιών χάνονταν σιγά-σιγά από τα σοκάκια τούτης της πόλης και έμενε η σιωπή, λες και είχε κερδίσει τη μάχη, την πάλη ανάμεσα σε δύο αντίθετες προοπτικές. Έτσι και στην ψυχή του λυπημένου Πέδρο. Μια νέα μέρα είχε ήδη αρχίσει να ξημερώνει εμπρός στα μάτια του. Η θλίψη που είχε ριζώσει καιρό τώρα, πληγώνοντας την αθωότητα της εφηβείας, είχε μετριαστεί ξαφνικά. Η απώλεια παρέμενε αβάσταχτη, μα ένα νέο συναίσθημα αναμοχλευόταν μαζί της και θαρρείς πως είχε αρχίσει ήδη να την κερδίζει, να την απαλύνει. Ήταν τόσο περίεργο, αλήθεια, σκεφτόταν καθώς είχε αρχίσει ήδη να παίρνει το δρόμο του γυρισμού μαζί με τον Σεγκούρα, που έμοιαζε να ταιριάζει απόλυτα με την ηρεμία του σούρουπου. Οι δύο σκιές περνούσαν από την παλιά αγορά όταν ξαφνικά ο Πέδρο σταμάτησε απότομα το βήμα του. Το κουρείο του πατέρα του, έρημο, σκοτεινό και εκείνο, με την παλιά επιγραφή του να τρίζει καθώς δροσερές ρυπές ανέμου την έκαναν να αιωρείται. Στα μάτια του Πέδρο, δυο καταράκτες ανάβλυζαν. Πήγαζαν από τα «μέσα» του και χάραζαν το εφηβικό πρόσωπό του, όπως ακριβώς και οι αναμνήσεις από τις φωνές, τις ατελείωτες συζητήσεις των θαμώνων, με τον πνευματώδη και πληθωρικό Χουάν καθισμένο καμιά φορά στην ψάθινη καρέκλα, με το χέρι του ακουμπισμένο στο μεταλλικό τραπεζάκι που είχε ξεφτίσει απο την πολυκαιρία, σε αντίθεση με τα εκθέματα του «Μουσείου του Μετάλλου». Ο Σεγκούρα κατάλαβε, στάθηκε και εκείνος και χαμογέλασε νοσταλγικά. Είναι περίεργο, σκεφτόταν μετά από χρόνια, πως οι άνθρωποι μπλέκουν τις ζωές τους με πράγματα άψυχα, με χώρους, με σύμβολα, με μελωδίες. Λες και προετοιμάζονται για την ανθρώπινη απώλεια, λες και αναζητούν τρόπους για να κρατήσουν κοντά τους όσους αγαπούν. Μάταια κόλπα, φτηνές τακτικές, ανθρώπινες αδυναμίες, ανήμπορες να μετριάσουν το κενό, να πλουτίσουν τις αναμνήσεις μας. Χαιρετήθηκαν και χώρισαν βυθισμένοι και οι δυο στις σκέψεις τους, παραδομένοι σε αυτές. Ο Χουάν, αφού περιπλανήθηκε για λίγο στην παλιά πόλη, κατέληξε στο πλακόστρωτο ανηφορικό δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι. Φάνταζε περίεργο, μα απόψε ένιωθε λιγότερο μόνος, λιγότερο θλιμμένος, ίσως μουδιασμένος, κενός. Η παρουσία της, τα λόγια της, το απόγευμα που του είχε αφιερώσει τόσο απλόχερα, άφηναν, σε πείσμα των τελευταίων δραματικών γεγονότων, ένα κρυφό χαμόγελο στο εφηβικό πρόσωπό του, επιβεβαιώνοντας εκείνο τον άγραφο κανόνα, που μιλάει για τη ζωή και τη συνέχειά της. Βρήκε τη μητέρα του καθισμένη στη σάλα, μαυροφορεμένη, με μάτια στεγνά από δάκρυα και ένα χαμόγελο, δώρο για εκείνον, το μανάκριβό της Χουάν. Την φίλησε και στάθηκε για λίγο στο μπαλκόνι, λες και δεν είχε χορτάσει τον κόσμο, λες και κάπου είχε αφήσει ένα κομμάτι της σκέψης του, της καρδιάς του, θα καταλάβαινε αργότερα. Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε παρέα με τη θλίψη, ίσως ένα κομμάτι εκείνης να είχε αφήσει στην πλατεία, κρεμώντας το από το μπαλκόνι της κοπέλλας εκείνης με τη γλυκιά φωνή και την εξωτική παρουσία, σαν τα σύμβολα που θα έστεκαν για πάντα στη ζωή του, υπενθυμίζοντας υποσχέσεις, υποχρεώσεις, ιδέες, μα ποτέ πιο σημαντικές από τους ανθρώπους. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο: ΟΙ ΚΑΡΔΙΕΣ ΠΟΥ ΝΥΧΤΩΝΟΥΝ Μήνες ολόκληροι είχαν περάσει, αφήνοντας σημάδια στους ανθρώπους, στην πόλη του Μπιλμπάο, στη νωχελική αυτή πόλη, με τα γραφικά σοκάκια και τους αλλόκοτους μύθους. Στην παλιά αγορά, στην περιοχή του Σαν Μαμές, ένα μελίσσι από ανθρώπους δούλευε, αναπολούσε, θύμωνε, αγαπούσε, άλλοτε ερωτευόταν, άλλοτε με πύρινα λόγια καταδίκαζε την πολιτική της πρωτεύουσας, τις αποφάσεις της Μαδρίτης, την τακτική της, το διχασμό που έσερνε σε αυτή τη γωνιά του κόσμου η ανελευθερία, η έλλειψη έκφρασης ελεύθερης, γονικής, δημιουργικής. Μουσικές από πλανόδιους δημιουργούς, ξεπεσμένοι επαναστάτες, παρέες νέων που λογομαχούσαν για τη ζωή και τους καταδικασμένους τους έρωτες, έμποροι που κατέκλυζαν τις γειτονιές της πόλης, συνέθεταν το γνώριμο σκηνικό για την «παρέα του Ιγνασίου». Έφηβοι που μεγάλωναν πρόωρα, ανήσυχα, φοβισμένα, μάρτυρες μιας πραγματικότητας που πλήγωνε την εφηβική τους αθωότητα. Ο χαμος του Χουάν, του αγαπημένου πατέρα και του πολύτιμου φίλου, είχε πια γίνει μια ανάμνηση. Μια ανάμνηση που πονούσε, μάτωνε την καρδιά του Πέδρο, που πια είχε συμφιλιωθεί με τη θλίψη, την απουσία που πριν καιρό φάνατζε αξεπέραστη δοκιμασία. Τα απογεύματα είχαν αποκτήσει και πάλι το χρώμα των παλιών ημερών, τότε που η ξεγνοιασιά της εφηβείας χρωματίζονταν από ψευτοανδρισμούς, πειράγματα, όνειρα. Ο Μπέτο, ο Σεγκούρα, ο Κάρλος, όλοι τους άλλαζαν, περνούσαν μέρα με τη μέρα τα όρια της ματωμένης τους εφηβείας και άρχιζε η ματιά τους να ταξιδεύει πέρα από τα όρια της πόλης τους, πέρα από τις κορυφές των βουνών που έστεκαν θαρρείς εκεί, γεμίζοντας τα κενά του κάδρου, μιας παλιάς φωτογραφίας. - Άραγε πονούν όπως και εμείς οι άνθρωποι;.... αναρωτιόταν ο Πέδρο ατενίζοντας με ένα μελαγχολικό, απλανές βλέμμα τον ορίζοντα. - Νά’σαι σίγουρος, φιλαράκο μου, απαντούσε με σιγουριά και λίγο απο φόβο ο Μπέτο. Μια μποτίλια από φτηνό βασκικό κρασί άλλαζε χέρια ανάμεσα στα αγόρια, ζαλίζοντας τους φόβους τους, θολώνοντας τα όνειρα, μα και εκείνες τις αναμνήσεις που ο καθένας εύχεται καμιά φορα να ξεχάσει. Το κόκκινο χρώμα του γλυκόξινου κρασιού που γέμιζε τη φτηνή μποτίλια, άφηνε αλλόκοτες σκιές καθώς μπλεκόταν με το φως του ήλιου που έπαιρνε να δύει. Ιριδίσματα, περίεργες εικόνες πλημμύριζαν τις κόρες του Σεγκούρα, που λίγο η παρατεταμένη σιωπή του, λίγο και εκείνο το φτηνό κρασί, τον έκαναν να χάνεται σε ένα παιχνίδι χρωμάτων. - Ε! Εσύ τελικά έχεις σκοπό να το πιεις όλο; φώναζε ο Κάρλος, αρπάζοντας το κρασί και πίνοντας άπληστα, όπως ακριβώς αχόρταγα χαιρόταν το κάθετι. Οι ιστορίες για τα κατορθώματά του με τα κορίτσια του παρθεναγωγείου της Αγίας Μαγδαληνής δεν συγκινούσαν πια κανέναν, μονάχα εκείνον τον ίδιο, που κάθε φορά κόμπαζε με τον εαυτό του. Άλλωστε, στο μυαλό του Πέδρο δεν χωρούσε πια τίποτα και κανένας άλλος, παρά μόνο ο αγαπημένος του πατέρας, που ξεθώριαζε μέρα με τη μέρα και εκείνο το κορίτσι. Ο νους του ταξίδευε κάθε λεπτό στη μορφή της, στο κονσέρτο εκείνο που του είχε αφιερώσει. Ένα δώρο ανεκτίμητο, να έτσι το ένιωθε πια ο νεαρός Πέδρο. Δεν είχε περάσει άλλωστε κανένα σούρουπο από τότε που να μην τρέξει στην πλατεία για να παρακολουθήσει εκείνο το πλάσμα να γεμίζει τη ματιά του, να φωλιάζει στα απογευματινά του όνειρα, να συνεπαίρνει την ψυχή του και να τον γοητεύει όπως τίποτα άλλο δεν τον είχε εντυπωσιάσει ποτέ. Έγνεψε στον Σεγκούρα και σηκώθηκε με γρήγορες κινήσεις από το μαρμάρινο σκαλοπάτι, ακριβώς στα πόδια του Ιγνασίου. Η ώρα είχε περάσει και ήθελε να ξαναδεί εκείνο το κορίτσι, να ταξιδέψει στη μορφή της, στις χορδές του μουσικού της οργάνου, να αφήσει τον εαυτό του στα ακροδάχτυλά της, να τραβήξει τη σκέψη του στα άκρα, όπως ακριβώς φερόταν εκείνη στις συρμάτινες χορδές. Ο Σεγκούρα, άλλος ένας πιστός θαυμαστής της δεξιοτεχνίας της, ήταν η μόνιμη παρέα του, η πιο ιδανική, μιας και δεν αποσπούσε τη σκέψη του με λέξεις την ώρα εκείνη που μια περίεργη ιεροτελεστία, ξεκάθαρα ερωτική, λάμβανε χώρα σε μια από τις όμορφες γωνιές εκείνου του μεγάλου χωριού, στα βόρεια της Ισπανίας. Καθώς πλησίαζαν, μπορούσαν να διακρίνουν τη μορφή της στο γνώριμο σημείο. - Τι όμορφη που είναι αλήθεια! σκέφτηκε ο Πέδρο φωναχτά, προκαλώντας το συγκαταβατικό γνέψιμο του Σεγκούρα. Έφτασαν ακριβώς κάτω από το μπαλκόνι της και στάθηκαν για να ακούσουν, για να δουν, για να ονειρευτούν. Αυτή τη φορά ήταν πιο όμορφη από ποτέ. Ένα πολύχρωμο φόρεμα αγκάλιαζε το σώμα της και άφηνε γυμνά τα πόδια της και την περιοχή κάτω από το λαιμό της. Το χρώμα του δέρματός της μπρούτζινο, τα χέρια της μακριά, τα γυμνά της πόδια μια ατέλειωτη ευθεία από εικόνες. Μόλις τους είδε χαμογέλασε και άρχισε να παίζει ζωντανά, κεφάτα, θαρρείς πως και εκείνη πρόσμενε τη στιγμή με την ίδια ανυπομονησία, ακριβώς όπως και οι δυο φίλοι. Ξαφνικά σταμάτησε και σηκώθηκε από τη ξύλινη καρέκλα της. Ακούμπησε τη βιόλα σαν μωρό στην άκρη του τραπεζιού και τύλιξε το δοξάρι σε ένα λευκό μαντήλι. Τους κοίταξε για λίγο και μπήκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Δεν πέρασαν μερικά λεπτά και η εξώπορτα του παλιού νεοκλασσικού, λίγα μέτρα από το άγαλμα του Ιγνασίου, άνοιξε. Στο πλατύσκαλο, βγαλμένη από κάποιο παραμύθι αλλιώτικο, φάνηκε η εικόνα της. Ο Πέδρο μπορούσε να δει από κοντά τα λογής-λογής πολύχρωμα λουλούδια που στόλιζαν το ύφασμα του φορέματός της. Ακόμα και τα αραχνοΰφαντα μαλλιά της μπορούσε να θαυμάσει πια, αποδεχόμενος χωρίς καμιά αμφιβολία πως το κορίτσι εκείνο ήταν ένα από τα στολίδια της πόλης, ένας από τους λόγους που θα μπορούσε κανείς να είναι αιώνια χαρούμενος. Η εικόνα της είχε καθηλώσει τόσο τον Πέδρο, όσο και τον Σεγκούρα. - Καλησπέρα λοιπόν στο κοινό μου και από κοντά! Επιβάλλεται θαρρώ να σας ευχαριστήσω και να σας υπενθυμίσω πως μάλλον δεν ξέρετε και πολλά από μουσική, γιατί αλλιώς θα είχατε διαπιστώσει πόσο απαίσια παίζω... Τα γέλια της, ηχηρά, κοριτσίστικα, ξάφνιασαν τους δυο αποσβολωμένους φίλους και τους παρέσυραν, ζωγραφίζοντας στα πρόσωπά τους ένα σαστισμένο μειδίαμα. - Είσαι τόσο όμορφη, που μάλλον οι μουσικές μας γνώσεις έρχονται σε δεύτερη μοίρα, απάντησε ο Σεγκούρα, σπάζοντας τη σιωπή του με μια πετυχημένη απόπειρα να καλύψει την παύση, το λεκτικό κενό, κάθε που η εικόνα μιας γυναίκας μπλέκει ένα κουβάρι τις λέξεις σου και ξεσηκώνει τις αισθήσεις σου, ανστατώνει το σώμα σου, καθιστά κάθε σου σκέψη αδύναμη και ανεπαρκή. - Σ’ ευχαριστώ πολύ, είσαι πολύ γλυκός, του απάντησε και το πρόσωπό της ρόδισε, παίρνοντας ακριβώς το χρώμα του ορίζοντα, κάθε που η βασκική γη αποχαιρετούσε τον καλό της φίλο τον ήλιο. Ανυπόφορα όμορφη, σκέφτηκε ο Πέδρο και μια δύναμη εφηβική, μια επιθυμία αλλόκοτη για εκείνο το κορίτσι, τον ώθησε να συγκροτήσει για μια στιγμή τον εαυτό του και να ξεστομίσει λίγα προβλέψιμα λόγια. - Το όνομά μου ειναι Πέδρο και από εδώ ο φίλος μου ο Σεγκούρα. Εκτός από όμορφη, πιστεύουμε και οι δυο μας πως παίζεις με καταπληκτική δεξιοτεχνία. Και καλό θα είναι να εκμεταλλευτείς αυτήν μας την άγνοια, δύσκολα θα βρεις ένα τέτοιο κοινό, κοινό χωρίς αναζήτηση, μονάχα με μια ισχυρή δόση φανατισμού. - Ας είναι, λοιπόν, μάλλον κέρδισες και εσύ τη φιλοφρόνηση γλυκός, όχι αδίκως! Μπριγιαντέ με λένε. Χάρηκα αληθινά! Είναι μια έκπληξη αναπάντεχη το πως μια λέξη, ένα όνομα, γίνεται σκέψεις, μια στιγμιαία φαντασία που ξεσηκώνει το μυαλό και την καρδιά. Μπριγιαντέ, σκέφτηκε ο Πέδρο και παραδέχτηκε σιωπηρά πως τίποτα δεν είναι τυχαίο σ’αυτήν την εναλασσόμενη ζωή μας. Δεν υπήρχε καλύτερο όνομα, καλύτερη επιλογή για να περιγράψει εκείνο το κορίτσι. Αληθινά λαμπερή, αθεράπευτα κοριτσίστικη, με ένα γέλιο που σκέπαζε τις φωνές των πραματευτάδων της παλιάς αγοράς που ζούσε την τελευταία δίεσή της, η ίδια η χαρά του ανέμου που επέλεγε τα μακριά της μαλλιά, ανακατεύοντάς τα, ξεσηκώνοντάς τα σε έναν χορό αλλοπρόσαλο. Ναι, χορός.... Αυτό ταίριαζε σε τούτο το πλάσμα. Όλα όσα την αφορούσαν έμοιαζαν βγαλμένα από μια χορογραφία, σαν εκείνες που είχε δει καμιά φορά στο δημοτικό θέατρο, όταν η έπαρση της μητέρας και η αντρική φτηνή σκέψη του αγαπημένου του πατέρα, τον ανάγκαζαν να στερείται τις παιδικές συζητήσεις για την καυτή έδρα του Σαν Μαμές και τα προγνωστικά για τη μισητή Ρεάλ της Μαδρίτης. - Λυπάμαι για ό,τι συνέβη στον πατέρα σου. Κανείς δεν αξίζει να πεθαίνει έτσι. Κανείς δεν δικαιούται να παίρνει μια ζωή. Ειλικρινά λυπάμαι, καλέ μου Πέδρο. Ξέρω πως θα ήταν δύσκολο για σένα, μα να γνωρίζεις πως και άλλοι στην πόλη μας έζησαν κάποτε το ίδιο μαρτύριο. - Σ’ ευχαριστώ Μπριγιαντέ, μα πια καμιά συμπόνοια δεν πρόκειται να αλλάξει ό,τι έγινε. Έχω αρχίσει πια να σκέφτομαι σε ποιον άλλο φίλο, συγγενή, γνωστό θα συμβεί κάτι αντίστοιχο... - Όσο οι άνθρωποι σκέφτονται έτσι, πάντα θα συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Κάποιος πρέπει να κόψει την αλυσίδα, μονάχα με τη σκέψη του αρκεί, νομίζω. Είχε δίκιο, σκέφτηκε ο Πέδρο, νιώθοντας μέσα του να γεννιέται ένας κρυφός σύνδεσμος μαζί της, μια υποψία κοινών ανμνήσεων, κοινής θλίψης, που θα την έκανε να μοιάζει τόσο οικεία για εκείνον. Άραγε, τι να έκρυβε εκείνο το χαμόγελο, ποια θλίψη, ποια ανάμνηση κοφτερή, που να χάνονταν τα δάκρυά της και δεν χάραζαν το αλαβάστρινο πρόσωπό της... - Νομίζω πως θα πρέπει να σας ανταμείψω για τα καλά σας λόγια και την τόση σας ευγένεια. Θα παίξω λοιπόν για σας κάτι ακόμα, έτσι για να μην φύγετε παραπονεμένοι. - Θα προτιμούσα να μιλούσαμε, ανταπάντησε ο Πέδρο, σκεφτόμενος μήπως η πανέμορη Μπριγιαντέ θεωρήσει πως η συγκρατημένη δεξιοτεχνία της αφήνει τα δυο αγόρια ασυγκίνητα. - Όχι πως δεν θα θέλαμε να σε ακούσουμε, συμπλήρωσε ο Σεγκούρα, συμπληρώνοντας με περίσσια ευστοχία τη σκέψη του συνεσταλμένου Πέδρο. Η Μπριγιαντέ, σαν να προτιμούσε την ανθρώπινη συντροφιά, δεν σκέφτηκε ούτε μια στιγμή τα περίτεχνα σκίτσα που γέμιζαν τις πέντε γραμμές του μουσικού της κόσμου. Προτίμησε να αγναντεύει τις τέσσερις γραμμές του ορίζοντα, όπως απλώνονταν πέρα από την πόλη του Μπιλμπάο, μοιραζόμενη ένα σωρό από ακατέργαστες σκέψεις, αποδεικνύοντας πόση μοναξιά, πόση ανάγκη για την ανθρώπινη παρουσία φώλιαζε σε μια νεανική, όλο ορμή και όνειρα καρδιά. Τα πειράγματα, οι μελαγχολικές τους σιωπές, τα γέλια τους, κέρδισαν το πέρασμα του χρόνου και σαν άλλος, σύγχρονος αρχαιοελληνικός μύθος, έδωσε στη μορφή της λίγη από τη παραισθησιογόνα μαεστρία της Κίρκης, καθώς διαφύντευε, όμοια με ένα θέατρο σκιών, τις άγουρες αντρικές ψυχές των δυο μικρών εξερευνητών της ζωής. Η ώρα είχε περάσει και η γλυκιά νύχτα είχε απλώσει το καλλίγραμμο σώμα της από το Λαβούρτιο και τη Σουμπερόα, ως την Αράβα και την Κάτω Ναββάρα. Ο ουρανός είχε ανάψει τα μικρά του φαναράκια και η δροσιά είχε κάνει την εμφάνισή της, θαρρείς πως η νύχτα είχε βαλθεί να δοκιμάσει τους ανθρώπους, σβήνοντας τις φλογες των πιο ανομολόγητων πόθων τους. - Πέρασα τόσο όμορφα, είπε με μια μειλήχια φωνή η Μπριγιαντέ, λες και ήταν ανίδεη για τα ανταποδωτικά συναισθήματα του Πέδρο και του σαστισμένου, μα λαλίστατου Σεγκούρα. Καμιά φορά, προτιμώ τις φωνές των ανθρώπων παρά τη μουσική μου, είπε το κορίτσι, αφήνοντας για πρώτη φορά να φανεί στα υπέροχα, σχιστά, κατάμαυρα μάτια της εκείνη η μελαγχολία που συναντά κανείς σε ανθρώπους που κουβαλούν βάσανα, ακόμα ακόμα από τη γέννησή τους. - Θα είμαστε πάλι εδώ και αύριο, είπε αποφασιστικά ο Πέδρο, μαρτυρώντας μια καινούρια ανάγκη του, που είχε ξυπνήσει εκείνο το μεσοβδόμαδο βράδυ του Μάη. Χαιρετήθηκαν σαν να μην ήθελαν να αποχωριστούν ο ένας την παρέα του άλλου και έμειναν να κοιτούν τη φιγούρα της δεκαοχτάχρονης μάγισσας να χάνεται πίσω από τη μεταλλική πόρτα του παλιού νεοκλασσικού με το φθαρμένο χρώμα του μετάλλου και τα μικρά βιτρώ, που έσπαζαν τη μονοτονία του σχεδίου της. Οι δυο φίλοι έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού, μπολιασμένοι από την παρουσία της, σαν δυο μεθυσμένα ναυάγια της ζωής, που δεν θα μπορούσαν ποτέ πάλι να αντισταθούν στο νέκταρ που ετούτη τη βραδιά είχαν δοκιμάσει. Ο δρόμος τους έφερε μπροστά από το σκοτεινό μαγαζάκι του Χουάν, επαναφέροντάς τους στην πραγματικότητα του πρόσφατου παρελθόντος. - Μα για κοίτα, μονολόγησε ο Πέδρο, όλο έκπληξη. Απόψε Σεγκούρα, ο πατέρας μου γελάει, μετά από τόσο καιρό, να εκεί μπροστά στην είσοδο του καταστήματος. - Μονάχα το γέλιο του θα θυμάσαι σε λίγο καιρό Πέδρο, απάντησε ο Σεγκούρα με εκείνη την εύστοχη σοφία του, που είχε αφήσει να φανεί από εκείνο το βράδυ. Μια παρέα από φοιτητές διασταυρώθηκε μαζί τους λίγα μέτρα μετά το Μουσείο του Μετάλλου. Κρατούσαν αφίσες και ένα κουβά, με χρώμα κόκκινο. «Εουσκαλ Ερρια», έγραφαν στους τοίχους και σκόρπιζαν τις αφίσσες τους κάτω από τις πόρτες των ερμητικά κλειστών σπιτιών, πάνω στα παρατημένα ποδήλατα, στις προσόψεις των αγαλμάτων. Ακόμα και ο Ιγνάσιος έγινε φορέας εκείνων των μαγιάτικων μηνυμάτων τους. «Όσο ο γιος της Βασκωνίας θα μιλά τη γλώσσα του, θα καταπλήσσει τον κόσμο με τη δύναμη και την πίστη του. Πάντοτε ζήτω η αγαπημένη μας εουσκάρα!» Θαρρείς πως είχαν μαζέψει στο πλαστικό εκείνο δοχείο το αίμα του Χουάν, των επαναστατών, των ηρώων, των Βάσκων αγωνιστών και μπογιάτιζαν με μια ιεροτελεστία την πόλη, λες και είχαν επινοήσει ένα Πάσχα, λες και είχε έρθει η στιγμή για μια αλλιώτικη ανάσταση. «Ετα!!,Ετα!!», φώναξαν καθώς περνούσαν μπροστά από τα δυο αγόρια, υψώνοντας τις γροθιές τους. Να, λοιπόν, που κάτι νύχτες γεννούν ιδέες, γεννούν πολεμιστές, έρωτες, κορίτσια με κατάμαυρα μάτια και πύρινα συνθήματα... Να, που τη νύχτα θεριεύει η ζωή και ετούτη την ώρα κανείς δεν θέλει να έρθει η όμορφη μέρα. Να, που η νύχτα μπορεί και να’ναι μια οάακερη στιγμή, απλωμένη στα πέρατα του μυαλού, σε κάθε γωνιά, ορίζοντας τις επιθυμίες, σημαδεύοντας τα κορμιά, τα αγάλματα, το δρόμο που όλο και απλώνεται και πουθενά δεν σμίγει με το τέλος. Στα όρια της παλιάς αγοράς, οι δυο φίλοι χώρισαν, σχεδόν χαρούμενοι, ανίκανοι να παραδεχτούν πως δεν θά’θελαν ετούτη η βραδιά να περάσει. Ο Πέδρο τρύπωσε στο σπίτι, πατώντας στις μύτες των ποδιών του, μην ξυπνήσει τη Μαρία, την καλή του τη μητέρα, που έμοιαζε να χάνει τα λογικά της τα βράδια και να γίνεται ανυπόφορη. Έγειρε τη μισάνοιχτη πόρτα της κάμαρής της και την είδε να κοιμάται μέσα σε ένα συνοθύλευμα από σεντόνια, άδεια μπουκάλια κόκκινο κρασί και χρυσαφικά, που φορούσε μες στο σπίτι, φοβούμενη μην χάσει τις ρίζες της τις αριστοκρατικές. Έκλεισε την πόρτα σιγά και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Άνοιξε τα παραθυρόφυλλα και κοίταξε για λίγο την πόλη που ησύχαζε. Όχι, σκέφτηκε, ετούτη η πόλη ποτέ δεν θα ησυχάσει, ποτέ. Μύρισε το γιασεμί που απλωνόταν στους τοίχους του σπιτιού και ευώδιαζε κέθε που νύχτωνε. Πόσες φορές δεν φώναζε ο μπακάλης, ο κύριος Αγιόλα, για το «καταραμένο φυτό που απλώνεται σαν αρρ’ωστια!» Μα ο Πέδρο είχε ταυτίσει τις βραδιές, εκείνες τις γλυκές βραδιές που άκουγε αλήθειες της ζωής από τον πατέρα, με το άρωμα του λουλουδιού αυτού. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Χουάν έπαιρνε βαθιές ανάσες, μήπως και φυλακίσει εκείνο το άρωμα το μεθυστικό που γέμιζε τον αέρα. «Να μια αλήθεια, γιέ μου. Ετούτη η μυρωδιά, ετούτο το κάλεσμα της νύχτας, αχ αυτό το άρωμα. Όχι φτηνά νυχτερινά αρώματα γυναικών αμφιβόλου ηθικής και προθέσεων, μα το άρωμα της νύχτας, μια γυναίκας με ξεκάθαρες προθέσεις, ποτέ αγνές, πάντα ανομολόγητες». Ξάπλωσε στο κρεββάτι αποκαμωμένος, μα αποφασισμένος να ξαναζήσει το απόγευμα αυτό που είχε γίνει πια ανάμνηση. Έφερνε και ξανάφερνε στο νου του την Μπριγιαντέ, την πανέμορφη κοπέλλα της πλατείας. Μα πως τρύπωσε, σκεφτόταν, στην ψυχή του.... Ποια χαραμάδα, ποια μικρή εγκοπή στην καρδιά του είχε δει και είχε τρυπώσει σαν τον ήλιο, που φροντίζει να μπει στις κάμαρες τα πρωινά, νωρίς, θυμίζοντας τον ερχομό μιας νέας μέρας που κιόλας έχει αρχίσει να περνάει. Η γλυκιά ζάλη του ύπνου, τα όνειρα που είχαν έρθει σαν μικρά κορίτσια με αέρινα φουστάνια και κορδέλλες στα μαλλιά, δεν τον άφηναν να δώσει μια απάντηση πειστική. Μονάχα μια έντονη επιθυμία, μια θέρμη που δεν είχε ξανανιώσει, τον βύθισε σε έναν λήθαργο, σε μια νιρβάνα αντρική, κρυφή, πρόστυχη, μέχρι που τα όνειρά του πήραν το πηδάλιο και τον άφησαν να πλέει σε λίμνες και ποτάμια αλλόκοτα, σε κανάλια σκοτεινά, που μήτε ναυτικοί, μήτε ταξιδευτές γνωρίζουν που οδηγούν. Το επόμενο πρωί, τον Πέδρο ξύπνησαν οι φωνές των περιοίκων, ανακατεμένες με ήχους από φορτηγά και στρατιωτικά παραγγέλματα. Ο βόμβος από τις φωνές των εμπόρων και τα πειράγματα του κυρίου Αλμπάν, που συνήθιζε να σχολιάζει τις φτιασιδωμένες κυρίες που πηγαινοέρχονταν με τις ψηλοτάκουνες γόβες τους, σκίαζε ο γνώριμος ήχος των καμιονιών που ξεφόρτωναν στρατιώτες, αμούστακα αγόρια που θαρρείς πως δεν ήξεραν γιατί βρίσκονταν εκεί. Ο Πέδρο πετάχτηκε έξω όλο ανησυχία για εκείνο το περίεργο πρωινό. Θα ήταν καμιά κατοσταριά φαντάροι, ζωσμένοι σαν αστακοί. τοποθετημένοι κατά μήκος του δρόμου. Ένας αξιωματικός με γυαλιστερές μπότες και την γκρίζα του στολή, τους έδινε οδηγίες, χτυπώντας ένα λεπτό μεταλλικό ραβδί στο πλακόστρωτο του δρόμου. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ένα πλήθος είχε συγκεντρωθεί, φωνάζοντας και βρίζοντας τους στρατιώτες, που έδειχναν να μην νοιάζονται για τον όχλο, παρά μόνο για τις διαταγές του αξιωματικού τους. Η μητέρα του, η Μαρία, βρισκόταν εκεί, ανάμεσα στο πλήθος, φωνάζοντας και βρίζοντας με περίσσιο πάθος για γυναίκα, και μάλιστα για κάποια που δεν έχανε ευκαιρία να κομπάζει για την αριστοκρατική καταγωγή και τους εκλεπτυσμένους τρόπους της. Ο Πέδρο ντύθηκε γρήγορα και κατέβηκε με ένα σάλτο την ξύλινη σκάλα με το περίτεχνο διάκοσμο που οδηγούσε ακριβώς στο δρόμο. Στον τοίχο του σπιτιού. μια από τις αφίσσες που εκείνη η παρέα σκόρπιζε εδώ κι εκεί αργά χθες το βράδυ –αχ, τι βράδυ κι αυτό- έμοιαζε να είναι η απάντηση για την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που διαπερνούσε την πόλη εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό. Ένας από τους υπαλλήλους του πρακτορείου τύπου τον πλησίασε και με μια ανάσα του ανακοίνωσε περιεκτικά τα νέα, σαν να είχε επιφορτιστεί με την ευθύνη να ενημερώσει κάθε κάτοικο της πόλης. - Ο κύριος Γκονζάλεζ δολοφονήθηκε χθες αργά, του είπε και χάθηκε τρέχοντας προς το τέλος του δρόμου. Αυτό κι αν ήταν νέο, σκέφτηκε σαστισμένος ο Πέδρο. Ο κύριος Γκονζάλεζ, σημαίνουσα προσωπικότητα της πόλης, είχε στην ιδιοκτησία του τα περισσότερα καταστήματα της παλιάς αγοράς του Μπιλμπάο. Γέννημα-θρέμμα τούτης της πόλης, είχε απαρνηθεί χρόνια τώρα τη βασκική καταγωγή του, απολαμβάνοντας την ανταμοιβή της πρωτεύουσας που τον είχε καταστήσει κυρίαρχο οικονομικό παράγοντα της πόλης. Το σπίτι του, ένα μοντέρνο οίκημα στην περιοχή του Τσικκερα, ήταν γνωστό για την αρχιτεκτονική του, προκαλώντας το φθόνο των κατοίκων που γνώριζαν πως ό,τι είχε αποκτήσει, το χρωστούσε στο ξεπούλημα της ίδιας του της ψυχής. Δεν ήταν άλλωστε λίγες οι φορές που ο πατέρας σχολίαζε με μίσος το ρόλο αυτού του ανθρώπου. «Κάποτε θα πληρώσει για τα κρίματά του ο ελεεινός», σχολίαζε όλο νόημα, κάθε που η συζήτηση στο κουρείο περιστρεφόταν γύρω από το όνομα του κυρίου Γκονζάλεζ. Ο Πέδρο ανακατεύτηκε με το πλήθος, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς είχε ξεσηκώσει την πόλη εκείνο το πρωί. Η φριχτή δολοφονία του μεγαλόσχημου αυτού ανθρώπου αποδιδόταν σε μια οργάνωση που είχε κάνει τα πρώτα της βήματα λίγο καιρό πριν, καταστρέφοντας την έδρα των διοικητικών υπηρεσιών του Φράνκο. Κατά γενική ομολογία, ήταν ένα χτύπημα δίχως προηγούμενο, μιας και από τότε που η δημοκρατία είχε καταλυθεί, το Μπιλμπάο, αλλά και οι υπόλοιπες επαρχίες της Βασκωνίας, βρίσκονταν κάτω από ένα σκληρό καθεστώς διώξεων, βίαιων προσπαθειών αποδοχής του φρανκικού καθεστώτος και μιας απομόνωσης, τόσο πολιτικής όσο και πνευματικής. Οι προσπάθειες κάποιων φωτισμένων βάσκων λογίων, οι οποίοι με αυταπάρνηση διακύρηξαν τις απόψεις τους περί ανεξαρτησίας, παρά το ότι έγιναν οδηγός για τις μετέπειτα γενιές, παρά ταύτα τιμωρήθηκαν παραδειγματικά, θύματα όλων εκείνων των μεθόδων που η έλλειψη δημοκρατίας πρεσβεύει ως τακτικές «νουθεσίας». Μα τώρα, η σπίθα του μίσους είχε πάρει σάρκα και οστά, είχε βρει εκφραστές, νέους Βάσκους που είχαν μπολιαστεί τόσα χρόνια με το μίσος για τη Μαδρίτη, με πάθος για μια εκδίκηση απέναντι σε όποιους τους στέρησαν τα αδέρφια, τους πατεράδες τους, τις περιουσίες τους. Οι συνειρμοί του Πέδρο διακόπηκαν από το χτύπημα ενός από τους στρατιώτες. Το κοντάκι του όπλου του ήταν αρκετό για να ρίξει τον Πέδρο στο έδαφος, ανοίγοντας στις άκρες του χείλους του ένα μικρό ρυάκι από κόκκινο, νεανικό αίμα. - Γρήγορα στο σπίτι σου αλητάκι! ήταν η φράση που συμπλήρωνε τη βίαιη καλημέρα του οπλίτη με το ξερακιανό πρόσωπο και τις σκονισμένες αρβύλες. Ο Πέδρο ανασηκώθηκε και έκανε να φύγει, όταν ξαφνικά διαπίστωσε πως στρατιώτες και πλήθος είχαν γίνει ένας σωρός από ανθρώπους που χτυπούσαν ο ένας τον άλλον με μίσος. Δεν μπορούσε να διακρίνει τη μητέρα του, όταν ξαφνικά ο ήχος των πολυβόλων τον πάγωσε. Κοιτούσε γύρω του και έβλεπε άντρες, γυναίκες, παιδιά που γνώριζε, να πέφτουν στο έδαφος, γεμίζοντας τις πλάκες του μικρού δρόμου με αίμα. Η εικόνα του νεκρού πατέρα του πέρασε από μπροστά του και ένας θυμός αλλόκοτος τον πλημμύρισε. Άρπαξε ένα από τα όπλα που είχαν στοιβαχτεί στην άκρη του δρόμου και άρχισε να πυροβολεί, κλαίγοντας και ξεσπώντας για τη θλίψη που τον ανάγκασαν να ζει κάθε μέρα, μήνες τώρα. Οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί και οι στρατιώτες άρχισαν να τρέπονται σε φυγή, φοβούμενοι για τη ζωή τους. Μάταια ο αξιωματικός προσπαθούσε να τους πείσει να μείνουν, όταν ξαφνικά μια ομάδα από δέκα-δεκαπέντε άτομα άρχισε να σκοτώνει τον έναν μετά τον άλλον όλα εκείνα τα αμούστακα παιδιά που εκτελούσαν εντολές. Σε λίγα λεπτά, εκείνος ο όμορφος δρόμος έμοιαζε με ένα πεδίο εκτελέσεων, με πτώματα στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, μαρτυρώντας τη σύγκρουση δυο κόσμων που ζούσαν κάτω από τον ίδιο φωτεινό ήλιο. Ένα από τα μέλη εκείνης της ομάδας κοιτούσε αν ζούσε κάποιος από τους στρατιώτες και τους εκτελούσε εν ψυχρώ, πυροβολώντας τους ανάμεσα στα μάτια, βεβαιώνοντας πως ήταν νεκροί, πληρώνοντας με το πιο ακριβό τίμημα ένα λάθος που δεν είχαν κάνει οι ίδιοι. Ο νεαρός στρατιώτης που λίγο πριν τον είχε χτυπήσει, έστεκε τώρα χτυπημένος απέναντί του. Κάποιος τον παρακίνησε. - Έλα, μικρέ, με ψυχή, για τη Βασκωνία πάρε τη ζωή αυτού του λυσσασμένου σκυλιού! Ο Πέδρο τον κοίταξε στα μάτια, μα δίστασε για μια στιγμή. Κάτι θα άλλαζε αν πατούσε την σκανδάλη. Τα λόγια της μητέρας του, πάνω από το ματωμένο σώμα του πατέρα, περνούσαν ξανά από το μυαλό του. Εκδίκηση, μίσος, μα δεν τα ένιωθε όλα αυτά. - Εμπρός, λοιπόν, δειλέ! φώναξε ένας κουκουλοφόρος, κραδαίνοντας το όπλο του με στόμφο. Ο Πέδρο έκλεισε τα μάτια και αποφάσισε να υπακούσει, μήπως και λυτρωθεί για το χαμό του πατέρα του. Η φωνή του Σεγκούρα διέκοψε το παραλλήρημά του. - Δεν αξίζει, φίλε, δεν αξίζει. Εμείς δεν θα παίρναμε ποτέ καμιά ζωή, εμείς την αγαπάμε. Το βλέμμα του ξερακιανού στρατιώτη, φοβισμένο, πανικόβλητο, η φωνή του καλού του φίλου, έδιωξε εκείνο το σύννεφο που τον είχε κυριεύσει. - Μη γίνεις σαν αυτούς Πέδρο, άκουσε μια γνώριμη φωνή να του ψιθυρίζει. Η Μπριγιαντέ, με το ίδιο φόρεμα, με τα μαλλιά της λυτά, σαν τις άκρες από ένα ανοιξιάτικο γαϊτανάκι, θα τον έπειθε μεμιάς. Πέταξε το όπλο, την άρπαξε από το χέρι και έγνεψε στον Σεγκούρα. - Πάμε να φύγουμε απ’ αυτήν την κόλαση, φώναξε αποφασιστικά και οι τρεις τους χάθηκαν στο βάθος του δρόμου, αφήνοντας πίσω τους ένα φονικό. Ένα φονικό που ποτέ δεν δικαιολογείται, ποτέ δεν έχει έρεισμα. Μονάχα στις σκληρές, γεμάτες πόνο καρδιές των ανθρώπων μπορεί να βρει τη λογική που του αρμόζει. Μια λογική απάνθρωπη, πολιτικά ορθή, μα ποτέ σωστή, σύμφωνα με εκείνους τους άγραφους κανόνες που φέρει στην ψυχή του ο καθένας μας. Αποκαμωμένοι απο το τρέξιμο, σταμάτησαν μονάχα όταν είχαν αφήσει πίσω τους εκείνη τη φριχτή εικόνα. Βρίσκονταν κοντά στην πλατεία Καστίγιας, λίγα μόνο μέτρα από το πάρκο Αμετζόλα, όπου συνήθιζαν οι κάτοικοι να περνούν τις Κυριακές τους, μετά το τέλος των ποδοσφαιρικών αγώνων, απολαμβάνοντας τη δροσιά των λευκών ή ακόμα σιχτίροντας την τύχη τους για κάποια ταπεινωτική ήττα που θα στερούσε τον πολυπόθητο τίτλο του πρωταθλητή Ισπανίας, που όλοι αποζητούσαν σαν απάντηση στην απομόνωσή τους απο την πρωτεύουσα. Στάθηκαν για λίγο αμίλητοι, προσπαθώντας, ο καθένας για τον εαυτό του, να κατανοήσει αυτό που μόλις είχε συμβεί. Τη σιωπή έσπασε ο Πέδρο. Με μια τρεμάμενη φωνή, σχεδόν ξέπνοη, ψελλισε: - Ευχαριστώ, ειλικρινά ευχαριστώ. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια του ήταν δάκρυα χαράςς για τη ζωή που δεν χρεώθηκε ή δάκρυα απογοήτευσης για την υποχρέωση που είχε αναλάβει σιωπηρά, καθώς ξέπλενε από τα χέρια του το αίμα του νεκρού πατέρα του, εκείνο το κατακόκκινο πρωινό. - Κάποιος πρέπει να σπάσει την αλυσίδα Πέδρο, κάποιος πρέπει να φανεί πιο γενναίος, να μην δειλιάσει μπροστά σε αυτό που ο καθένας μας οφείλει να σέβεται. Μια ζωή, Πέδρο, μια ζωή είναι πολύ σπουδαία. Όχι λιγότερο σημαντική από τη δική σου, όχι περισσότερο από τη δική μου, του πατέρα σου. Έκανες το σωστό, είπε η Μπριγιαντέ και τα χέρια της σκούπισαν τα μάτια του που γυάλιζαν, καθρεφτίζοντας μια απορία, μα και μια ανακούφιση μαζί. Δεν μπορούσε να διακρίνει αν τα δάκρυα ή το άγγιγμα αυτού του αγγέλου έκαιγε περισσότερο το πρόσωπό του. Τον αγκάλιασε τρυφερά και η στιγμή πάγωσε. Ένα πυροτέχνημα έσκασε μέσα στην ψυχή του και έκαψε τις σκέψεις που τον κυνηγούσαν, καθώς διέσχιζε την πόλη τρέχοντας, προσπαθώντας να κρυφτεί απο λόγια, εικόνες, συναισθήματα που τον είχαν στοιχειώσει. Τα λεπτά που πέρασαν βρήκαν τον Σεγκούρα να προσπαθεί να ανακτήσει την ανάσα του, ενώ η Μπριγιαντέ και ο Πέδρο έστεκαν αγκαλιασμένοι κάτω από τον ίσκιο μιας λεύκας, σιωπηλοί, βυθισμένοι στη σκέψη τους. Ο χρόνος είχε παγώσει, όταν οι φωνές κάποιων περαστικών έθεσαν σε κίνηση και πάλι τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα, όπως συνήθιζε να τα προστάζει χρόνια τώρα το ρολόι της εκκλησίας του Αγίου Ιωσήφ. Κοιτάχτηκαν για λίγο και πήραν το δρόμο για την πλατεία του Ιγνασίου, εκεί που είχαν αφήσει λίγη από την αθωότητά τους, λίγη από τη μουσική της Μπριγιαντέ, λίγη από την πρότερη ζωή τους. Ένα καταφύγιο που φυλασσόταν από ένα παγωμένο, άγρυπνο, μαρμάρινο βλέμμα και πέντε γραμμές για πέρασμα. Μια πόρτα αόρατη, βαριά, που άνοιγε μονάχα με ένα περίτεχνο μοναδικό κλειδί, όμοιο με εκείνη την καλλιγραφία στην παρτιτούρα της Μπριγιαντέ, που ο αέρας είχε φέρει στα χέρια του Σεγκούρα, όπως ακριβώς η μοίρα είχε φέρει εκείνο το οξειδωμένο πολυβόλο στα νεανικά χέρια του θλιμμένου Πέδρο, που παρέμενε ακόμα έφηβος, παρά τα καλέσματα της σκληρής του πραγματικότητας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο: ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑ Η αναστάτωση που επικρατούσε στην πόλη δεν έλεγε να κοπάσει, παρά το γεγονός πως είχαν περάσει πολλές ώρες από τη στιγμή που η δημοσιοποίηση του θανάτου εκείνου του ευυπόληπτου καθώς πρέπει κυρίου, είχε σταθεί η αφορμή για να λάβουν χώρα εκείνες οι φριχτές οδομαχίες, με τους νεκρούς στρατιώτες και θύματα αθώους πολίτες. Τα τρία παιδιά είχαν περάσει όλη την ημέρα στο σπίτι της Μπριγιαντέ, παρακολουθώντας τις εξελίξεις, όπως αυτές αποτυπώνονταν στο δημοτικό ραδιόφωνο του Μπιλμπάο. «Εκατόμβη θυμάτων», «Καιρός για ανεξάρτητη Βασκωνία», ήταν μερικοί από τους πηχαίους τίτλους που η φωνή του Χοακίν Φερνάντεζ μετέφερε με στόμφο στα ερτζιανά. Κανείς τους, ούτε καν ο Πέδρο, με το πρόσφατο παρελθόν να του υπενθυμίζει το χαμό του πατέρα του, δεν μπορούσε να κατανοήσει πως η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί τόσο απρόσμενα, τόσο αναπάντεχα, συνθλίβοντας την ειρηνική πραγματικότητα των ηλιόλουστων πρωινών τούτης της πόλης στα βόρεια της Ισπανίας. Η Μπριγιαντέ γρατζούνιζε που και που, θαρρείς απο αμηχανία, το μουσικό όργανο, με το περίτεχνα σκαλιστό μπράτσο, ενώ ο Σεγκούρα ειχε αποκοιμηθεί στη γωνιά της μικρής σάλας, κάτω από μια παλιά φωτογραφία αλλοτινών καιρών. Η θλίψη της ψυχής του Πέδρο ταίριαζε απόλυτα με τη μελαγχολική διάθεση εκείνου του σπιτιού. Φθαρμένοι τοίχοι, με παλιές διαφημιστικές αφίσες να τους στολίζουν, έπιπλα διόλου μοντέρνα, με σκισμένες ταπετσαρίες και ένα τεράστιο τραπέζι με δυο-τρία ποτήρια και ένα φτηνό μπουκάλι ρούμι, ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά εκείνου του σπιτιού, που το καθιστούσαν εξαιρετικά θλιβερό. Ήταν απορίας άξιον, πως ένα τόσο κεφάτο πλάσμα, όπως η γλυκιά Μπριγιαντέ, ζούσε σ’ αυτό το σπίτι. Η απουσία των χρωμάτων, τα παραθυρόφυλλα στο χρώμα της άμμου, που θαρρείς πως ποτέ δεν άνοιγαν για να καλωσορίσουν τις πρωινές ακτίνες του ήλιου, έμοιαζαν να είναι τόσο αντιφατικά απέναντι στο λουλουδάτο φουστάνι της κοπέλλας με τα μαύρα, αραχνοΰφαντα μαλλιά και το δέρμα στο χρώμα του μπρούτζου. Ο Σεγκούρα είχε παραδοθεί σε κάποιο μυστικό όνειρο, όταν ο Πέδρο έσπασε τη σιωπή του και κέντρισε το ενδιαφέρον της Μπριγιαντέ, που έως τότε σκούπιζε με ευλάβεια τις χορδές της βιόλας. - Πάντοτε ζούσες μονη; ήταν η πρώτη κουβέντα μεττά από ώρα που ακούστηκε στην παλιά σάλα. - Ζούσα για χρόνια με τη μητέρα και τον καλό μου πατέρα, μα τα πράγματα αλλάζουν γρήγορα Πέδρο και η ζωή κρύβει εκπλήξεις. Το εφηβικό μυαλό του Πέδρο δεν άντεξε την πρόκληση και ξεχνώντας τη διακριτικότητα που πάντα του επισήμαινε η μητέρα πως πρέπει να έχει απέναντι στους ξένους, συνέχισε να ρωτάει, με έκδηλο ενδιαφέρον. - Τι συνέβη στους δικούς σου Μπριγιαντέ; Το βλέμμα της χαμήλωσε, σκοτείνιασε. Άφησε απαλά τη βιόλα στο περβάζι του σβηστού τζακιού και σηκώθηκε. Ήπιε λαίμαργα ένα ποτήρι από εκείνο το φτηνό ρούμι που τους κρατούσε συντροφιά από το απόγευμα και ξανακάθησε, αυτή τη φορά πλάι στον Πέδρο. Τα μάτια της γυάλιζαν και το τρέμουλο στη φωνή της μαρτυρούσε πως εκείνος, σαν άλλος βιρτουόζος των εγχόρδων, είχε αγγίξει κάποια πολύ ευαίσθητη χορδή της ψυχής της. - Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω. Ξέχνα το, μπορούμε να πούμε τόσα άλλα! Μάταια ο Πέδρο προσπαθούσε να αλλάξει την ατμόσφαιρα, που η απερίσκεπτη ερώτησή του είχε διαμορφώσει. - Δεν πειράζει.... Σε σένα μπορώ να τα πω. Εσύ θα καταλάβεις καλύτερα, καλύτερα από τον καθένα, καλέ μου. Οι φωνές από τους στρατιώτες που πολιορκούσαν την πόλη διέκοψαν τη σκέψη της και την ανάγκασαν να σβήσει το κερί που είχε ανάψει, κάνοντας τη σκιά του Σεγκούρα να μοιάζει με ένα αλλόκοτο πλάσμα, με ένα ακαθόριστο σχήμα, που άλλοτε φάνταζε σαν άνθρωπος και άλλοτε γελούσε το βλέμμα παίρνοντας μορφές περίεργες, όμοιες με εκείνες που η νύχτα δίνει στους ανθρώπους της. Το φως από το ολόγιομο φεγγάρι ήταν αρκετό για να ζεστάνει την ψυχή τους, συμπληρώνοντας ένα σκηνικό θεατρικό, δίνοντας ζωή σε μια εικόνα που μονάχα στη σκέψη ενός ζωγράφου θα μπορούσε να υπάρχει. Είναι τόσο όμορφο να ανακαλύπτεις την ποίηση σε στιγμές απλές, καθημερινές, μέσα σε πολέμους και φωτιές, στην απόσταση ανάμεσα σε δυο χείλη, σε φθαρμένους τοίχους παλιών νεοκλασσικών, χαμένων μέσα στην πόλη, σαν καράβια που μεταφέρουν μυστικά για εμπορεύματα, μοναξιές, χαρούμενα πρωινά και μελαγχολικά απογεύματα που πονουν. - Ο πατέρας ήταν αγωνιστής, Πέδρο, ψέλλισε η Μπριγιαντέ και τα μάτια της άρχισαν να γυαλίζουν, σαν τις ονειροπαγίδες με τα περίτεχνα σχέδια βιτρώ που κοσμούσαν την πρόσοψη των καταστημάτων στη συνοικία του Σαν Αντριάν. Έμοιαζε αρκετά με τον δικό σου πατέρα. Πίστευε στον αναθεματισμένο αγώνα για μια ελεύθερη γη, μα ίσως να έπρεπε να λογαριάσει πως οι καιροί αλλάζουν, η πολιτική αμβλύνει τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και οι εχθροί κάποτε φαντάζουν σύμμαχοι καλοί και αξιόπιστοι. Επέλεξε να εγκαταλείψει το Σαν Σεμπαστιάν και να ενσωματωθεί στα τάγματα των ανταρτών που πάλευαν να αλλάξουν τον κόσμο με τον κλεφτοπόλεμο. Ένα χαμόγελο όλο ειρωνεία και πικρία σχηματίστηκε στο πρόσωπό της, φανερώνοντας την αντίθεσή της για την επιλογή του πατέρα της. Μα ο καλός μου Ετσεμπερία, ο πολυαγαπημένος μου πατέρας, πρόσθεσε και ο κόμπος στο λαιμό της πιστοποιούσε έναν πόνο άσβηστο, σαν μια φωτιά που τυρρανούσε την κοριτσίστικη ψυχή της, συνελήφθη ένα απόγευμα, σε μια από τις εφόδους των ταγμάτων εκκαθάρισης που απέστειλε ο Φράνκο, προσπαθώντας να θωρακίσει τη μακροημέρευση του, κάθε άλλο παρά δημοκρατικού, καθεστώτος που είχε επιβάλλει, χωρίζοντας στα δυο μια ολόκληρη κοινωνία. Τελευταία φορά, ψιθύρισε, τον είδα στις φυλακές Αζκουνα. Δεν έχω νέα του από τότε, μονάχα η μητέρα τον επισκέπτεται αρκετά συχνά. Τον αγαπούσε πολύ και δεν μπόρεσε ποτέ να του συγχωρήσει πως ο αγώνας για την ελευθερία ήταν πιο πάνω από εκείνη και το κοινό μέλλον που σχεδίαζαν. Τα δάκρυα της Μπριγιαντέ είχαν πλημμυρίσει το πρόσωπό της, αφήνοντας να χαραχτεί μια θλίψη βαθιά για τον γονιό που στερήθηκε, μα και εκείνη η οργή που ξεχείλιζε από όλους όσους είχαν χάσει αγαπημένα τους πρόσωπα σε αυτόν τον δίχως έλεος πόλεμο. - Σκούπισε τα μάτια σου, της είπε ο Πέδρο και ένα χάδι του έμοιαζε αρκετό για να ανακόψει τους λυγμούς της. Θαρρώ πως πάντα θα πονάμε γι’ αυτά που χάσαμε, γι’ αυτά που άλλοι θυσίασαν στο όνομά μας, στερώντας μας το χαμόγελο. Τα λόγια του, λόγια ώριμα, λόγια αληθινά, από κάποιον που είχε πονέσει στ’ αλήθεια. Εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του και αφού χάιδεψε απαλά το πρόσωπό του, συνέχισε να καταθέτει τον εαυτό της. - Η μητέρα μου, η Σελίνα, είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχω στη ζωή μου. Μα δεν μπόρεσε ποτέ να με νιώσει, να σκεφτεί με πόση θλίψη έχω παλέψει τόσα χρόνια. Μα τη δικαιολογώ, καταλαβαίνω, αλήθεια καταλαβαίνω, συμπλήρωσε και τα διάφανα χέρια της θέλησαν να κρύψουν το πρόσωπό της, καθρέφτη της βροχής στην ψυχή της. Έμειναν για αρκετή ώρα αγκαλιασμένοι και σιωπηλοί, ακούγοντας τις συνεχείς ριπές των πολυβόλων, τις φωνές των στρατιωτών, την περπατησιά του θανάτου στα πλακόστρωτα στενά της όμορφης πόλης. - Φοβάμαι, Πέδρο, σιγοψιθύρισε η Μπριγιαντέ και κούρνιασε στην αγκαλιά του Πέδρο. Εκείνη η βραδιά, να, σαν να’ναι τώρα τη θυμάμαι, πέρασε με τα δυο παιδιά να ανταλάσσουν όνειρα, δειλά φιλιά και φοβισμένες αγκαλιές. Ένας έρωτας άγουρος, αληθινός, όλο νότες από κιτρινισμένες παρτιτούρες και μια πραγματικότητα σκληρή, αδυσώπητη. Να, έτσι γεννιέται ο έρωτας, μέσα σε φλογισμένες μέρες, σε ερειπωμένα νεοκλασσικά, μπολιασμένα με στιγμές όλο πάθος, με χρώματα από ανθισμένες φρέζιες και το άρωμα του γιασεμιού, καθώς αναβλύζει τις νυχτιές από τα σφαλισμένα παράθυρα, μαζί με ενοχές και μυστικά. Πόσο θα’θελα να μην ξημέρωνε ποτέ και ο χρόνος να πάγωνε σε κείνο το δωμάτιο με τις φοβισμένες ψυχές και το φτηνό ρούμι... Το επόμενο πρωινό, ο ήχος από τα καμιόνια επανέφερε τους τρεις νέους στην πραγματικότητα που τόσο φιλότιμα δοκίμασαν να αφήσουν στη λήθη. Ο Πέδρο έτρεξε προς το παράθυρο και έριξε μια ματιά στο κομμάτι του δρόμου που φαινόταν μέσα από τις γρίλιες. Σπίτια που καίγονταν, πτώματα πεσμένα καταγής να μαρτυρούν πως η νύχτα που πέρασε ήταν μια κόλαση για το Μπιλμπάο. Έστρεψε το βλέμμα του προς το άγαλμα του Ιγνασίου. Έστεκε ακόμα εκεί, με τα πολύχρωμα λουλούδια να στολίζουν τη βάση του και το βλέμμα του καρφωμένο στο κενό, θαρρείς πως αν είχε ανθρώπου φωνή θα ούρλιαζε από πόνο και οργή, για όλα τα χαμένα παιδιά του. Η Μπριγιαντέ, κουλουριασμένη σε μια γωνιά της μικρής σάλας, έμοιαζε τόσο γαλήνια, τόσο όμορφη. Τα δυο αγόρια, με το βλέμμα τους καρφωμένο στην πόλη που φλεγόταν, δεν μπορούσαν να αρθρώσουν λέξη. Παρά μόνο κοιτούσαν αποσβωλομένοι, όταν ξαφνικά ο Πέδρο διέκοψε την παρατεταμένη σιωπή της στιγμής. - Άραγε να είναι καλά οι φίλοι μας, οι γονείς σου, η μητέρα μου;.... Πρέπει να μάθω Σεγκούρα! Πρέπει! Οι φωνές του αναστάτωσαν το λήθαργο της Μπριγιαντέ. - Τι συμβαίνει, ψέλλισε με βραχνή φωνή και το ίδιο φοβισμένο βλέμμα. - Το Μπιλμπάο καίγεται και πεθαίνει, φώναξε όλο πόνο ο Πέδρο και άνοιξε με δύναμη το κλειστό παράθυρο. Από την Μπολουέτα μέχρι και το Ουριμπάρι, η πόλη είχε παραδοθεί στις φλόγες του μίσους, στο έλεος μιας απάνθρωπης, εκδικητικής τιμωρίας. Μπροστά στο σχολείο, οι στρατιώτες είχαν στοιβάξει γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους. Ένας αξιωματικός, καθισμένος σαν άλλος Ηρώδης σε μια ξύλινη καρέκλα, έδινε τις εντολές και οι οπλίτες εκτελούσαν χωρίς οίκτο τις καταδικασμένες ψυχές που έστεκαν τρομαγμένες στο κέντρο της πλατείας. Η μορφή της μητέρας του, της Μαρίας, μέσα στο πλήθος, έκανε την καρδιά του Πέδρο να πονέσει τόσο, όσο εκείνο το πρωινό που ο πατέρας έπεσε από τις ίδιες σφαίρες, λίγα μέτρα πιο κάτω, κοντά στο Μουσείο του Μετάλλου. Ο σύντομος ήχος των όπλων, καθώς εκπυρσοκροτούσαν, θα επιβεβαίωνε το χειρότερό του φόβο. Μέσα από το κουρνιαχτό, μπορούσε να διακρίνει τη μητέρα να πέφτει χτυπημένη, με την άσπρη ρόμπα της κόκκινη από το αίμα το δικό της και των παιδιών που νεκρά είχαν στοιβαχτεί στην αγκαλιά της. Λίγα μέτρα πιο πέρα από εκείνη, κείτονταν νεκροί οι φίλοι, τα αδέλφια τους, ο Μπέτο που θα άλλαζε τον κόσμο, ο Αλφρέδο που δεν είχε προλάβει να γνωρίσει τον έρωτα που τόσο λαχταρούσε. Πόσες φορές δεν είχαν τσακωθεί, πόσες φορές δεν είχαν γελάσει με την ψυχή τους, πόσες φορές δεν είχαν πανηγυρίσει στις κερκίδες του Σαν Μαμές για την αγαπημένη τους Ατλέτικο. Και τώρα, τώρα πια δεν χωρούσαν όνειρα, σχέδια, χαμόγελα.... Η Μπριγιαντέ κοίταξε τον Πέδρο και σκούπισε τα μάτια του, που με ένα βλέμμα όλο απορία θρηνούσαν για το χαμό των πιο όμορφων στιγμών της σύντομης ζωής του. - Τώρα πια όλα έχουν τελειώσει, ψέλισε και άρπαξε το λάβαρο που ανέμιζε στο μπαλκόνι της Μπριγιαντέ. Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε βιαστικά την περιστρεφόμενη σκάλα με τα φαγωμένα σανίδια. Το κορίτσι, με τα μαλλιά ξέπλεκα, τον ακολούθησε, προσπαθώντας μάταια να τον μεταπείσει. - Θες να πεθάνει; του φώναξε, μα εκείνος είχε ήδη αποφασίσει το φευγιό του.... Άνοιξε τη βαριά πόρτα και με ένα αποφασιστικό βήμα βγήκε στο φως της μέρας. Μια μέρα όμορφη, σαν όλα τα αξέχαστα πρωινά του Μπιλμπάο, με τις φωνές των παιδιών να γεμίζουν τα δρομάκια, με τους εμπόρους να παζαρεύουν με γέλια και πειράγματα τις πραμάτειες τους και τις νοικοκυρές να ποτίζουν τα λευκά γιασεμιά σιγοτραγουδώντας σκοπούς, όλο νάζι και γυναικεία φιλαρέσκεια. Ο Πέδρο περπάτησε αποφασιστικά προς την πλευρά των στρατιωτών, με το σύμβολο των Βάσκων τυλιγμένο στην πλάτη, θαρρείς πως κουβαλούσε τον πόνο γενεών ολόκληρων. Η Μπριγιαντέ, το ίδιο φοβισμένη μα και αποφασισμένη, τον ακολούθησε και έπιασε το χέρι του σφιχτά. Δυο παιδιά, ένα μέλλον που δεν θα ερχόταν ποτέ και μια ιστορία πνιγμένη στο αίμα, στάθηκαν απέναντι στο θάνατο. - Πέδρο, δεν φοβάμαι πια, του είπε με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο η γλυκιά κοπέλλα με τα ταλαιπωρημένα ακροδάχτυλα απο τις συρμάτινες χορδές και τη σημαδεμένη ψυχή από τις ανθρώπινες επιλογές... Δεν φοβάμαι! και έσφιξε ακόμα πιο δυνατά το χέρι του Πέδρο, ανάβοντας μια φωτιά στην καρδιά, όμοια με αυτή της νεότητας, που δισταγμό δεν γνωρίζει. Καθώς πλησίαζαν, άκουσαν το παράγγελμα του αξιωματικού: «Πυρ κατά βούληση!» Και έπειτα, ούτε βήματα, μήτε περίσσιο θάρρος για τη ζωή που διεκδικούσαν. Το κορίτσι, με τα μάτια ορθάνοιχτα και τα μαλλιά της κατακόκκινα, έπεφτε στις πλάκες του δρόμου, με το κορμί της ασάλευτο, όπως οι παγωμένες καρδιές των στρατιωτών. Ένα χαμόγελο, σαν εκείνο του έρωτα, είχε απομείνει στο πρόσωπό της το πανέμορφο, δίνοντάς της το καλύτερο αντίτιμο για το ταξίδι που είχε ήδη ξεκινήσει. - Γιατί.... Και έπειτα από τον τελευταίο πυροβολισμό, απέμεινε ο Πέδρο, μια ψυχή αληθινή, έφηβη, απαλαγμένη από το φορτίο που του είχαν στοιβάξει στους αδούλευτους ώμους του, να ισορροπεί στα τέσσερα σημεία των οριζόντων, έτσι όπως αγαπούσε κάθε που σουρούπωνε να αγναντεύει προς όλες τις κατευθύνσεις το δρόμο, όπως απλωνόταν πέρα από την πολιτεία τούτη, που για χάδι του φυλούσε ένα μολυβένιο σβώλο, καρφωμένο στο στήθος, λίγο κάτω από την καρδιά... Το κοινό που είχε κατακλύσει την αίθουσα του μουσείου Γκούνγκενχαιμ ξέσπασε σε χειροκροτήματα και επαναστατικά συνθήματα. Η παρουσίαση του καινούριου βιβλίου του διάσημου Βάσκου συγγραφέα Σεγκούρα Ιμπανιέθ, ήταν το πολυαναμενόμενο πολιτιστικό γεγονός της πόλης. Ο μεσήλικας συγγραφέας, με την ασθενική μορφή και το κατάχλωμο πρόσωπο, ανασηκώθηκε από τη θέση του. Υποκλίθηκε στο πλήθος που δεν είχε πάψει να τον επευφημεί και φόρεσε τη γκρίζα ρεπούμπλικα με την κατάμαυρη κορδέλλα που κοσμούσε το γείσο του. Έσυρε τα βήματά του και κατευθύνθηκε προς την έξοδο, σκεπτικός και λιγομίλητος, όπως πάντα... Στον τοίχο ενός σπιτιού ετοιμόρροπου, απέναντι από την έξοδο του μουσείου, ήταν γραμμένες δυο αράδες, με μαύρη μπογιά, λόγια του Τίρσο δε Μολίνα... «Το δέντρο της Γκέρνικας διατήρησε την αρχαιότητα που τους κυρίους της λαμπρύνει, χωρίς οι τύραννοι τα φύλλα να του ρίξουνε ή σε προδότες και δειλούς σκιά να δίνει...». Χαμογέλασε και έστειλε ένα φιλί προς τον ουρανό, σε δυο αστέρια άσβηστα, για πάντα ερωτευμένα με τη ζωή, τον Πέδρο και την Μπριγιαντέ. - Μου λείπετε πολύ, ψιθύρισε και πήρε το δρόμο για την παλιά πόλη του Μπιλμπάο, για να βρει τον Αλφρέδο, τον Μπέτο, ένα κομμάτι από κάποια παλιά κιτρινισμένη από την πολυκαιρία παρτιτούρα, τον έφηβο Σεγκούρα.... Απόστολος Θηβαίος MENDIZABAL |