Η Κολυμβήθρα
του Σιλωάμ
Διονύσης Λεϊμονής
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
«Το κακό»
Σήμερα ένιωσα ότι αναπνέω. Η πρωινή αύρα
μου χάιδευε τόσο ερεθιστικά το πρόσωπο που αισθανόμουν λυτρωμένος.
Κάθε μόριο του κορμιού μου με έσπρωχνε προς τη ζωή. Τελικά αποδείχτηκε
ζηλωτής της, αλλιώς δε θα κατάφερνα να βγω νικητής από ένα τόσο
μεγάλο αγώνα. Τόσα χρόνια ζούσα εγκλωβισμένος σε μια γυάλα. Θαμμένος
σ’ ένα προστατευμένο τάφο. Μόνη βεβαιότητα που μου είχε απομείνει
ήταν η ανασφάλεια, ο πόνος και η πικρή αίσθηση της διαφορετικότητας.
Διψούσα και δεν έπινα. Πεινούσα και δεν έσκυβα να πάρω το μερίδιο
που μου αναλογούσε ως άνθρωπος από την πηγή της ζωής.
Σήμερα, όμως ο ήλιος μου χαμογελούσε. Πρόβαλλε διαφεντευτής μα
και λυτρωτής μου. Σήκωσα τα μάτια ψηλά στον ουρανό. ΄Εψαυσα τη
χαρά. Την κέρδισα με το σπαθί μου. Ψυχανεμίστηκα πως κάτι Θαυμάσιο
είχε συντελεστεί. ΄Ενιωσα ότι ξαναγεννήθηκα. Ναι, λυτρώθηκα από
ένα αβάσταχτο μαρτύριο στο οποίο βυθίστηκα μια βροχερή μέρα του
Σεπτέμβρη έτσι ξαφνικά και αναπάντεχα. Είναι αστείο αλλά εκεί
που νόμιζα ότι βρισκόμουν στο απόγειο της δύναμής μου, με χτύπησε
η συμφορά. Σκαρφάλωνα σαν αίλουρος στο ζενίθ της παραγωγικότητας
και της ζωτικότητάς μου. Κι έπειτα…
Η σκέψη μου γυρίζει πίσω στο παρελθόν, που τώρα φαντάζει τόσο
απόμακρο και ξένο προς εμένα! Συχνά μάλιστα αναρωτιέμαι αν όλα
αυτά ήταν πραγματικότητα ή ένας φοβερός εφιάλτης.
Μια μέρα του Σεπτέμβρη το όνειρο της ζωής μου πάγωσε. Τέλειωσε όπως τελειώνουν
όλα στη ζωή, αλλά με τον πιο τραγικό ή τουλάχιστον με έναν αρκετά οδυνηρό τρόπο.
Μια τέτοια απόληξη, όχι, δεν άξιζε στα νιάτα και στα πορφυροβαμμένα εφηβικά
όνειρά μου. Γολγοθάς δυσανάβατος. Να φτάνεις ως το ναδίρ και να μην έχεις από
πού να κρατηθείς για να επιβιώσεις.
Και μετά τι έγινε; Πώς άλλαξαν όλα για μια
ακόμη φορά κι ήρθαν τα πάνω κάτω; Θεέ μου, μήπως μας δίνεις τελικά
λιγότερα απ’ όσα μπορούμε να αντέξουμε; Θηρίο ο άνθρωπος. Αγωνίζεται
σαν το σκυλί. Σφίγγει τα δόντια και ω του θαύματος ελίσσεται
και σώζεται από τα δεινά.
΄Ετσι συνέβη και με την περίπτωσή μου. Γιατί εγώ να αποτελέσω
την εξαίρεση που απαιτείται για την επιβεβαίωση του κανόνα; Να
‘μαι λοιπόν σήμερα να καπνίζω αρειμανίως σ’ ένα σαλόνι νοσοκομείου
έπειτα από μακρόχρονη καθήλωση σε αναπηρικό καροτσάκι «υγιής»
και τροπαιοφόρος. Οσμίζομαι τη ζωή. Ανήκω δικαιωματικά στον κόσμο
των ζωντανών. Προσδοκώ τη ζωή από τη ζωή, νεκραναστημένος από
ένα φρικτό θάνατο αδιαφορίας και εγκληματικής εγκατάλειψης. Μόλις
αναδύθηκα από την κολυμπήθρα του Σιλωάμ. ΄Ενας άνθρωπος διαφορετικός.
Βγαλμένος από τις στάχτες μου, από την ανυπαρξία.
Όχι, στην κολυμπήθρα της αναγέννησης και της λύτρωσης δεν με
έσπρωξε κάποιος άγγελος ή τουλάχιστον δεν αντιλήφθηκα εγώ προσωπικά
κάτι τέτοιο. Δε νομίζω πάλι σε καμία περίπτωση πως βούτηξα στα
λυτρωτικά νερά της παρακινημένος από την Τύχη, τη Μοίρα ή από
κάποιον αστάθμητο παράγοντα. ΄Έπεσα μέσα, αν και ανάπηρος, δεν
ξέρω κι εγώ πως. Πως βρήκα άραγε τη δύναμη να αναδιπλωθώ, να
διεκδικήσω τη χαμένη ευτυχία! Πως κατάφερα να επιβιώσω, είναι
απορίας άξιο…!!!
΄Όλα γίνονται θολά, σαν τα θυμωμένα νερά του ποταμού κι ένα βουητό ηχεί στα
αυτιά μου σαν γυρίζω πίσω στο παρελθόν. Μα και να αποκοπώ απ’ αυτό δεν το αντέχω.
΄Έτσι πεισματικά, μαζοχιστικά.
Μου κάνει, μάλλον καλό να θυμάμαι όσα προηγήθηκαν. Τίποτα δε σβήνω από τη ζωή
μου. Ούτε τα καλά ούτε τα κακά. Καθισμένος στον καναπέ ενός νοσοκομείου - αυτή
τη φορά για κάτι καλό, οι θύμησες με καταλαμβάνουν ξανά. Με δεσμεύουν και με
οδηγούν πίσω, στο τελευταίο χρονικό διάστημα που αποτέλεσε για μένα το δεσμώτη
μου και το βιαστή συνάμα της πρωτινής μου ικμάδας...
Εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα του Απρίλη έρχεται πολύ τακτικά στη μνήμη μου.
Εκείνο το χρονικό σημείο αποτέλεσε ορόσημο στη ζωή μου. ΄Ηταν η αφορμή για
τη μετάβασή μου σε έναν άλλο κόσμο. Τον άγνωστο κόσμο των ατόμων με ειδικές
ανάγκες.
Κι είναι ομολογουμένως δυσβάσταχτος αυτός ο χώρος όχι εξαιτίας του βάρους της
αναπηρίας. Εκείνο που πληγώνει βαθιά είναι η περιθωριοποίηση. Πονάει τραγικά
η άρνηση που προσλαμβάνει κανείς από το στρατόπεδο των «υγιών». Στο παρελθόν
δεν είχα φανταστεί καν ότι μπορεί να υφίσταται.
Ας είναι. Κανείς δεν πρέπει να είναι σίγουρος και για τίποτα παρά μόνο για
την ύπαρξή του. ΄Όλα τα άλλα μεταβάλλονται, αλλάζουν, μεταπλάθονται, κλωθογυρίζουν.
«Τα πάντα ρει». Κύκλος τα ανθρώπινα. ΄Ένας τροχός η ζωή που ανεβοκατεβαίνει
και μοιράζει άλλοτε ισόποσα κι άλλοτε πάλι όχι την ευτυχία και τη δυστυχία.
Βέβαια εγώ, ως σπουδαστής στη Φιλοσοφική Ιωαννίνων μόνο θεωρητικά τα προσέγγιζα
όλα αυτά. Μέσα στις όμορφες και λειτουργικές αίθουσες του νέου κτιρίου διαμόρφωνα
μια αντίληψη για τη ζωή που ακόμα δε μου είχε δείξει το μοχθηρό της πρόσωπο.
Μέχρι τώρα μάλιστα είχε κυλήσει με μια σχετική ηρεμία και ενίοτε κουραστική,
θα έλεγα, νηνεμία, ΄Ημουν σχεδόν βέβαιος πως θα συνεχιζόταν με τον ίδιο κι
απαράλλαχτο ρυθμό ως τα στερνά μου. Ξέκλεβα έτσι την ευκαιρία να σχεδιάσω το
μέλλον μου με κάθε λεπτομέρεια ρυθμίζοντας τις κινήσεις και τα βήματά μου με
βάση τη φυσική νομοτέλεια.
Κι όμως…μια στραβοτιμονιά, λίγο αλκοόλ, μια άστοχη κίνηση στην ηλικία της νεότητας
και της ανεμελιάς με καταδίκασε εκδικητικά κι εγώ δεν ξέρω ποιο λάθος πληρώνοντας
σε μια κινούμενη πολυθρόνα. Μου «χάρισε όμως το προνόμιο» να σκεφτώ ίσως και
για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Ατέλειωτες ώρες μπόρεσα φιλοσοφήσω. Είχα την
ευκαιρία να βιώσω την αντιφατικότητα του σύγχρονου «πολιτισμένου» κόσμου μας,
κάνοντας με – κι ίσως αυτό ήταν και το ευτύχημα όλης αυτής της περιπέτειας-
ώριμο πνευματικά παράλληλα με τη βιολογική μου ωριμότητα.
Από εκείνο το απόγευμα οι μνήμες ελάχιστες μα πολύ ισχυρές. ΄Έρχονται και φεύγουν,
διαβατάρικα πουλιά. ΄Αλλοτε πάλι μένουν με το έτσι θέλω μπρος μου. Τότε με
μαστιγώνουν όπως οι Ερινύες τον μητροκτόνο Ορέστη.
Πως μπόρεσα να φερθώ τόσο επιπόλαια; Πως αφέθηκα βλακωδώς στη μέθη της νιότης;
Πόση δύναμη είχα, ώστε να σκορπίσω τη θλίψη και τη δυστυχία στα πρόσωπα που
με αγαπούσαν;
Σήμερα καίνε άφθονα τα κεριά. Αναπέμπουν δακρυσμένοι θυμιάματα υπέρ της υγείας
και της ευτυχίας μου.
Κι όμως τα κατάφερα! Τελικά άλλο η θεωρία κι άλλο η πράξη.
Σαν να βλέπω τούτη τη στιγμή ένα θεατρικό έργο στο οποίο κατά τραγικό τρόπο
είμαι κι ο πρωταγωνιστής και ο θιασώτης του. Φέρνω μπρος μου εκείνη την ώρα
που έμελλε να με σημαδέψει, για πάντα.
Το τσούγκρισμα των ποτηριών με συμφοιτητές της Φιλοσοφικής Ιωαννίνων σε μια
ταβέρνα με το όνομα «Αγριολούλουδο», κάπου νστο κέντρο της πόλης. Είχε γίνει
το στέκι μας τον τελευταίο καιρό. Εκεί σβήναμε το πάθος της ηλικίας μας μεταξύ
πικάντικου φαγητού, καλού κρασιού αστείων και πειραγμάτων,
τα γέλια ,
τα αθώα πειράγματα,
το άφθονο κέφι,
τα πρωτόγνωρα κρυφά, μεθυστικά φιλιά.
Ξάφνου ο Πέτρος, ο συμφοιτητής μου ρίχνει την ιδέα:
«Παιδιά, πάμε όλοι μαζί με το αυτοκίνητό μου μια βόλτα στη λίμνη; Τι θα λέγατε
για ένα δροσιστικό παγωτό; Δε θα το μάθει η μαμάκα σας.»
«Φύγαμε»
«Μα… περίμενε…να το συζητήσουμε»
«Φύγαμε»
«Τα φυτά ας πάνε για διάβασμα»
«Ποτισμένα είναι άλλωστε…»
«Μα…γι αυτό ακριβώς…δεν…»
«Φύγαμε…»
΄Έτσι κι έγινε. Μπορώ να πω ότι είχε απόλυτο δίκιο. Εκείνο το μεσημέρι ήταν
απόλαυση να τρέχεις με το αυτοκίνητο ανάμεσα στα πλατάνια του μόλου. Η μυρωδιά
της φύσης που τρύπωνε από το ανοιχτό τζάμι του αυτοκινήτου είχε τη δύναμη να
μας ξυπνάει πρωτόγνωρα συναισθήματα. Μας είχε μεθύσει τόσο, που δεν ήταν δυνατόν
στην εφηβική ηλικία να προσέξουμε τίποτα στο δρόμο μας. Μας παρακινούσε μόνο
να σκεφτούμε ότι οι ρόδες του γρήγορου τετράτροχου θα μας ταξίδευαν στη γη
της επαγγελίας…
και ξαφνικά…
το μεγάλο μπαμ, κι όλα… θρύψαλα.
Κορμιά,
ζωές,
σπουδές,
όνειρα,
φιλοδοξίες…
…΄Όλα έσβησαν μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. ΄Οπως η φλόγα του κεριού, που
ενώ πριν λίγο έκαιγε και φώτιζε όλο το δωμάτιο, ξαφνικά την καταβρόχθισε το
σκοτάδι. Κι από κει και πέρα,…τίποτα… το χάος! το έρεβος!
…Δε θυμάμαι πραγματικά πόσες μέρες έμεινα σε αφασία στο νοσοκομείο της πόλης
παλεύοντας με θεριά ανήμερα που πάσχιζαν να με κατασπαράξουν στο θάλλος της
ζωής μου. Αλλά κι εγώ πρέπει να αγωνίστηκα σκληρά στα μαρμαρένια αλώνια. Νόμιζα,
ο αφελής πως αυτός ήταν ο πιο δύσκολος αγώνας που θα έδινα μεταξύ της ύπαρξης
και της ανυπαρξίας.
« Παλικάρι βγήκες», μου είχε πει ο πατέρας σκύβοντας στο προσκεφάλι μου, όταν
άρχισα να επανακτώ τις αισθήσεις μου.
Που να φανταστώ ότι μετά από αυτήν την τιτάνια μάχη και μετά μια πιθανή μου
νίκη θα με περίμενε ένας σκληρότερος αγώνας! Ενίοτε περνούσε σαν διάττοντας
αστέρας η σκέψη ότι θα ήταν προτιμότερο να σβήσω κάποια νύχτα στο νοσοκομείο
ως «υγιής ατυχήσας» παρά να περάσω όλη την υπόλοιπη ζωή μου ζωντανός νεκρός
μέσα σε ένα διαμέρισμα. Μίασμα και κατάδικος. Συχνά μάλιστα νομίζω ότι φοβόμουν
πως η αναπηρία μεταδίδεται όπως η πανούκλα ή σαν τον ιό της άτυπης πνευμονίας…κι
άλλων τέτοιων μεταδοτικών ασθενειών!
Κάποτε, μετά - από ότι μου είπαν τουλάχιστον - από τριάντα μέρες άνοιξα τα
μάτια μου σα χαμένος προσπαθώντας να διώξω τα φαντάσματα και τις σκιές με τα
οποία πολεμούσα αξιώνοντας τα δικαιώματά μου στο χώρο των ζωντανών. Ο ταλαιπωρημένος
μου εγκέφαλος δεν μπορούσε να διανοηθεί εκείνη τη στιγμή ότι οι σκιές με εγκατέλειψαν
με το τίμημα να καταστώ από τότε εγώ μια σκιά περιπλανώμενη – πολύ μου άρεσε
αυτή η πικρή λέξη στα χρόνια της «αιχμαλωσίας» μου – ανάμεσα σε όντα που ήθελαν
να φέρουν τον τίτλο του ανθρώπου χωρίς να τον αξίζουν.
Το πρώτο ξύπνημα έμοιαζε με όλα τα πρώτα σκιρτήματα της ζωής. ΄Οπως το ξύπνημα
της νιότης,
του έρωτα,
της επιτυχίας,
της χαράς.
Όμορφο, συναρπαστικό αλλά και ικανό να προξενήσει συναισθήματα φόβου και ανασφάλειας.
Σαν εκείνα που πρέπει να νιώθει ένα αδύναμο πουλάκι που έρχεται στον κόσμο
των μεγάλων, ενώ αυτό είναι ανήμπορο και τόσο μικρό, που ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει
να αποτελέσει ζηλευτή λεία κάθε επίδοξου αρπακτικού.
Οι γονείς μου, οι φίλοι μου και η κοπέλα μου, η Ελπίδα – μοναχοπαίδι ήμουν
- με δάκρυα στα μάτια με καλωσόριζαν στη ζωή. Δεν παρέλειψαν βέβαια να με διαβεβαιώσουν
ότι ο εφιάλτης πέρασε κι ότι δε θα με εγκαταλείψουν ποτέ. Θα στεκόταν παραστάτες
μου ακόμα και στο δύσκολο αγώνα που ήταν πια προ των πυλών. Αυτόν της αποκατάστασης,
αλλά και σε οποιαδήποτε περίπτωση που κάτι δεν έβαινε κατ’ ευχή.
«Δύναμη, εμείς είμαστε εδώ»
«Κουράγιο. ΄Όλα θα περάσουν»
«Είμαστε κοντά σου. Μη φοβάσαι»
Εγώ έμπηγα τα νύχια μου στο σώμα μου. Παρακινούσα απελπισμένα τον εαυτό μου
να χαμογελάσω. ΄Ενιωθα ανίκανος να ενεργήσω ως «φυσιολογικός» άνθρωπος. ΄Ήθελα
πολύ να τους πιστέψω. Πάσχιζα να γαντζωθώ από τα χείλη τους. Διψούσα να ζήσω
τη ζωή που ακόμα δεν είχα προλάβει να γευτώ. ΄Ενας κόμπος με ωθούσε μακριά
από τους «άλλους».
«Τι συνέβη; Τι έγινε; Δε θυμάμαι τίποτα…»
«Ηρέμησε και όλα θα έρθουν με την ώρα τους. Χρειάζεσαι ξεκούραση τώρα».
Κάτι δε μου άρεσε σε όλη την ιστορία. Κάποιο βάρος είχε θρονιαστεί πάνω μου
και μου δημιουργούσε πρόβλημα.
«Τι διάολο έπαθα και νιώθω τόσο αδύναμος σαν ακούνητος βράχος;»
Που να καταλάβω εκείνη την ώρα πως το στίγμα της αναπηρίας ως «σφραγίδα δωρεάς»
είχε αποτυπωθεί στο εφηβικό μου σώμα.
Ένα περίεργο συναίσθημα ανατριχίλας με κούρσεψε. ΄Ίσως μάλιστα να το συνδύασα
με ένα πονεμένο βλέμμα της μητέρας μου αλλά κι ένα συγκαταβατικό παρηγορητικό
κοίταγμα των υπολοίπων γύρω μου. ΄Όλα αυτά με έκαναν να παγώσω από το φόβο
μου. Οι αμφιβολίες σωστός δυνάστης κυρίευσαν την ύπαρξή μου.
Κάτι δεν πάει καλά, σκέφτηκα. Εδώ κάτι παίζεται. Δεν είναι αυτό βλέμμα ικανοποίησης.
Μου μοιάζει με κοίταγμα συγκαταβατικής αποδοχής.
Το μόνο που ακόμα με παρηγορούσε είναι ότι δεν έβρισκα το λόγο αυτής της συμπεριφοράς
μιας και δεν είχα ακόμα ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις μου. Η συμπεριφορά των
άλλων θέριευε την ανησυχία μου.
Η πρώτη μου επαφή κιόλας με τον κόσμο με έκανε να νιώσω ότι γύρω μου παιζόταν
ένα θέατρο με πρωταγωνιστή εμένα και με θέμα ομολογουμένως τραγικό.
Τα χείλη όλων έλεγαν άλλα. Τα μάτια τους πάλι έπεφταν καρφιά και μπήγονταν
στην ψυχή μου. Με έσφαζαν στα είκοσί μου χρόνια προσφέροντάς ως θυσία τα νιάτα
και το δυναμισμό μου με τα οποία με είχε ως τώρα «προικίσει» η φύση.
«Μπορείς» μου επαναλάμβαναν μηχανικά και εκνευριστικά σχεδόν όλοι.
Κι εγώ αναρωτιόμουν τι συμβαίνει και προς τι όλοι αυτοί οι θεατρινισμοί και
το ψέμα.
Η απάντηση δεν άργησε να έρθει. Ασυναίσθητα σαν αντίδραση να διασκεδάσω τις
μελανές σκέψεις επιχείρησα να κουνήσω τα πόδια μου για να σηκωθώ από το κρεβάτι.
Μάταιος κόπος!
Ακίνητος!
Ο βράχος αν και κυριαρχούσε με τον όγκο του στο χώρο, παρέμενε καρφωμένος στην
άκρη του πελάγους περιμένοντας τα αδηφάγα κύματα να τον διαβρώσουν. ΄Έπειτα,
όμως από μεγάλο χρονικό διάστημα, λιθαράκι λιθαράκι πρόκειται να τον ταξιδέψουν
στον ωκεανό καταπίνοντας κάθε μόριο της ύπαρξής του. Αργά αργά και βασανιστικά
με ανατριχιαστικά σταθερό ρυθμό δε θα άφηναν ούτε σημάδι που να θυμίζει την
πρότερη ηγεμονική παρουσία του στους κατοπινούς.
΄Όλοι αναπήδησαν έντρομοι γύρω μου, παρακολουθώντας την απελπισμένη μου προσπάθεια
να σηκωθώ. Οι γονείς μου ξέσπασαν σε κλάματα.
Ο κολλητός μου, ο Φίλιππος και το κορίτσι μου δάγκωσαν τα χείλη τους ΄Αφήσανε
το βλέμμα της λύπησης και της συμπόνιας να εγκατασταθεί κυριαρχικά στο πρόσωπό
τους. Επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι. Η ανασφάλειά με έζωσε σύγκορμα.
«Μη βιάζεσαι, αγόρι μου», ψέλλισε η μάνα κλαίγοντας με αναφιλητά πάνω στο κορμί
μου σαν να έκλαιγε πάνω στον τάφο μου.
Μου ήρθε στο νου κείνη την ώρα η μορφή της Παναγίας πάνω από τον Κοιμώμενο
Ιησού.
«Υπομονή, αγάπη μου» , είπε η Ελπίδα που με πολύ κόπο συγκρατούσε τα δάκρυά
της να μην κατηφορίσουν στα ροδαλά μάγουλά της.
Κι εγώ; Λέξη δεν έβγαλα, αδύναμος να αρθρώσω ακόμα και εκείνη που στριφογύρισε
αμέσως στα αυτιά μου και νομίζω ότι την δικαιούμουν: ΄Ένα μεγάλο Γ Ι Α Τ Ι
Κανείς δεν μπορούσε να μου δώσει μια φυσιολογική απάντηση. Την πρώτη και μοναδική
προσπάθεια επιχείρησε έπειτα από λίγο ο γιατρός που μπήκε στο δωμάτιο. Φόρεσε
επιμελημένα το ύφος με το οποίο μιλούσε προφανώς σε κάποιο ετοιμοθάνατο στον
οποίο επιχειρούσε με γελοία επιχειρήματα να μοιράσει απλόχερα ελπίδες για μακροζωία.
«Θα είναι παροδικό. Μην ανησυχείς. Προσωρινά μόνο θα προτιμούσα να αποφεύγεις
να κινείσαι, ώσπου να αναρρώσεις. Πέρασες μεγάλη δοκιμασία. Αυτές οι καταστάσεις
δε θέλουν βιασύνη. Είμαστε όλοι κοντά σου. Κουράγιο!
«Δεν καταλαβαίνω γρι απ’ όσα λέτε»
«Αυτές τις μέρες εδώ απέδειξες ότι είσαι δυνατός. Τώρα χρειάζεται να αγωνιστείς
και θα δεις ότι θα δικαιωθείς για την προσπάθειά σου».
Θα δικαιωθώ; Για ποια δικαίωση μου μιλούσαν; ΄
Ήμουν είκοσι χρονών κι ενώ πριν λίγο, όσο τουλάχιστον μπορώ να θυμάμαι τον
εαυτό μου, ήμουν αετός, τώρα είχα μεταμορφωθεί σε τσακισμένο καράβι. Τι ήθελαν
να μου πουν όλοι; Πως προσπαθούσαν να μου δώσουν δύναμη; Με ένα «Κουράγιο;»
Εκείνο το «κουράγιο» έπεφτε κοφτερή λεπίδα στην καρδιά μου. Μου ήρθε στο μυαλό
ασυναίσθητα μια εικόνα που είχα ζήσει μικρός. Πάνω από το φέρετρο ενός αδικοχαμένου
δεκαεπτάχρονου παλικαριού οι συγγενείς και φίλοι να εύχονται στη χαροκαμένη
μάνα:
«Κουράγιο. Ζωή σε σένα. Να ζήσετε να το θυμάστε το παλικάρι!!!».
Ανατρίχιασα και μόνο στη σκέψη και προσπάθησα να ρωτήσω περισσότερα για την
κατάστασή μου, μα ο γιατρός μου δε μου έδωσε άλλη ευκαιρία λόγου. Γλίστρησε
βιαστικά έξω από το δωμάτιο μασώντας μια δικαιολογία για κάποιον ασθενή που
έπρεπε να κουράρει ανακουφισμένος που για την ώρα είχε αποφύγει μια αρκετά
επώδυνη διαδικασία.
Σε λίγο όλοι έφυγαν εκτός από την Ελπίδα που έμεινε κοντά μου όλη τη νύχτα
κρατώντας μου το χέρι. Σαν να ήθελε να με παρηγορήσει με την ιδέα ότι για τα
δυο μου πόδια είχα ως ανταμοιβή αυτό το τρυφερό άγγιγμα. Επειδή, όμως δεν τα
κατάφερνε πολύ καλά στα ψέματα και τις δικαιολογίες, παρέμενε βουβή. Το ίδιο
έκανα κι εγώ, που άρχισα ήδη να αντιλαμβάνομαι τη δεινή θέση στην οποία βρισκόταν
όλοι.
Δε μου έμενε τίποτα άλλο από το να βυθιστώ στις σκέψεις μου μένοντας σε μια
κατάσταση νιρβάνα και αυτοσυγκέντρωσης. Εκείνη τη στιγμή ήταν βάλσαμο για μένα.
Τώρα όλα φαινόταν τόσο σταθερά και ακίνητα, όπως ακίνητος και σταθερός ένιωθα
στο κρεβάτι μου έπειτα από μια μονομαχία με το Χάροντα. Σαν από την ένταση
του αγώνα να ζούσα τη γλυκιά στιγμή της ανάπαυλας. Από τη μαχητικότητα και
την εγρήγορση βυθίστηκα στην αδράνεια και τον εφησυχασμό.
Τουλάχιστον κρατούσα το χέρι της Ελπίδας. Σήμερα την είχα κοντά μου. Αυτό με
γέμιζε με μια ελάχιστη δόση αισιοδοξίας. Είχα κοντά μου άτομα που αγαπούσα.
Μα με έπνιγαν η απορία και χίλια ερωτηματικά για το αύριο. Αύριο θα την έχω
δίπλα μου να μου παραστέκεται και να με αγαπάει όπως παλιά ή θα πορεύομαι ολομόναχος
σηκώνοντας ένα σταυρό; Μήπως με περίμεναν χειρότερες μέρες που ούτε καν είχα
φανταστεί όσο στεκόμουν γερός στα δυο μου πόδια; Απάντηση δεν πήρα…ευτυχώς
και παραδόθηκα στα όνειρά μου αναζητώντας μέσα σ’ αυτά τον παράδεισο της ψευδαίσθησης…
Γι αυτό μάλλον αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη για τη νοσοκόμα που με βοήθησε να εισέλθω
σε έναν ονειρικό κόσμο με μια σωτήρια ηρεμιστική ένεση. Ο ύπνος, ο πανδαμάτορας,
θρονιάστηκε στα βλέφαρά μου και με απάλλαξε από το μαρτύριο της σκέψης προκειμένου
να μου δώσει δύναμη για το μεγάλο αγώνα που μου είχε στήσει καρτέρι σαν έβγαινα
από το νοσοκομείο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
«Η έξοδος»
Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ ΤΟΥ ΣΙΛΩΑΜ - ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΛΕΪΜΟΝΗΣ