Ποιητής ή Φωτογράφος

Τάκης Χρονάκης

Καινούργια πόλη, καινούργιο σχολείο και πρώτη χρονιά στο λύκειο. Καινούργια πρόσωπα, οι παρέες κλειστές. Το μόνο καλό, ότι επιτέλους μου δόθηκε η αποκλειστική διαχείριση της οικογενειακής φωτογραφικής μηχανής. Η πόλη ήταν όμορφη, γνώρισα τον κυρ Κώστα έναν από τους επαγγελματίες φωτογράφους της πόλης. Από την πρώτη στιγμή τον συμπάθησα και με συμπάθησε. Στο σκοτεινό του θάλαμο πρωτοείδα φωτογραφία να εμφανίζεται στη λεκάνη του εμφανιστή. Μου γέμιζε καρούλια με κατοστάρι fortepan σχεδόν δωρεάν. Έχοντας εξασφαλίσει τον εφοδιασμό μου με φτηνά φιλμ, οι απογευματινοί φωτογραφικοί περίπατοι έγιναν η αγαπημένη μου συνήθεια και βοήθησαν ώστε να μη με πειράζει τόσο η έλλειψη φίλων.

Φθινόπωρο, έβρεχε συχνά. Ξεκίναγα περπατώντας την μια όχθη του ποταμιού που διέσχιζε τη πόλη. Φωτογράφιζα το νερό, αυτά που κατέβαζε το ποτάμι, τα αδέσποτα της πόλης, τα δέντρα. Σιγά σιγά ξεθάρρεψα άρχισα να φωτογραφίζω τους ανθρώπους που είχαν μαγαζιά στην όχθη, τις νοικοκυρές που καθάριζαν τις αυλές τους, τις γιαγιάδες που ατένιζαν νωχελικά το νερό να κυλάει, τα παιδιά που έπαιζαν. Έτσι γνώρισα τον Στέλιο. Μαύρα μακρυά μαλλιά, μύτη γερακίσια, μουντζούρες στα χέρια, στα ρούχα, στο πρόσωπο. Όταν αρνήθηκε ευγενικά να τον φωτογραφίσω, του είπα ότι μοιάζει με ινδιάνο και ότι και εκείνοι είχαν πρόβλημα με το να φωτογραφίζονται. Είχε συνεργείο για μοτοσυκλέτες και την πιο όμορφη μηχανή που είχα δει ποτέ. Πέρναγα λοιπόν συχνά και φωτογράφιζα τη μηχανή ή τις μηχανές των πελατών του που περίμεναν αραγμένες στη σειρά να επισκευαστούν, κατάφερα και μερικές φορές να κλέψω μερικές φωτογραφίες του Στέλιου, αλλά μακρινές.

Οι μέρες περνούσαν, σιγά σιγά γνωριστήκαμε με το Στέλιο αλλά η άρνηση, άρνηση. Με κέρναγε καφέ και καθόμουν στη σκάλα που οδηγούσε στο πατάρι με μοναδικό όρο να έχω τη φωτογραφική μηχανή στη θήκη. Οι πιο όμορφες φωτογραφίες είναι αυτές που δεν τράβηξα, ειδικά την ώρα που έπεφτε ο ήλιος και έμπαινε από την μεγάλη πόρτα στο συνεργείο. Όλα φάνταζαν εξώκοσμα, τα νίκελ, οι σιλουέτες εκείνων που στέκονταν στη πόρτα, η κοπελιά του Στέλιου η Άννα, που έρχονταν να τον δει. Του έκανε εντύπωση πως για κάθε ζήτημα πάντα είχα κάτι να πω. Ακόμα και για την ηλεκτρονική ανάφλεξη ή τις αυτορυθμιζόμενες βαλβίδες. Και πως πάντα είχα μια ιστορία να πω, δική μου ή δανεισμένη από κανένα βιβλίο.
-Που τα ξέρεις όλα αυτά;
-Τα διαβάζω Στέλιο. Σε βιβλία.
-Α σ'αρέσει το διάβασμα; Πρέπει να γνωρίσεις τον πατέρα μου θα σε συμπαθήσει, θέλεις να πάμε στο σπίτι μου μαζί μετά;
Παρόλο που είχα ξανανέβει σε μηχανή πρέπει να ομολογήσω ότι οι σφυγμοί μου χτύπαγαν σαν κομπρεσέρ και η αδρεναλίνη είχε πάει στα ύψη. Έτρεχε.
Έγιναν οι συστάσεις, οι γονείς του ευγενικοί και φιλόξενοι.
-Μη τρέχεις Στέλιο μου!
-Δεν τρέχω ρε μάνα, το γκάζι ανοίγω να ακούς ότι έρχομαι και να ετοιμάζεις τραπέζι.
Στο καθιστικό μας περίμενε ο πατέρας του και η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη που είχα δει ποτέ σε σπίτι. Η συζήτηση από μόνη της πήγε στα βιβλία, τους συγγραφείς, την έλλειψη ενός καλού βιβλιοπωλείου στη πόλη. Επίσης συνειδητοποίησα πόσα λίγα βιβλία είχα διαβάσει και πόσους σημαντικούς συγγραφείς, ούτε που τους ήξερα. Βάλθηκα να διαβάζω ένα καινούργιο βιβλίο κάθε βράδυ, από αυτά που μου πρότεινε και μου δάνειζε ο πατέρας του Στέλιου.

Ο καιρός περνούσε. Ο Στέλιος με μάθαινε να οδηγάω μηχανή, με πήγαινε σε ωραία μέρη, του έδειχνα τις φωτογραφίες μου, δεν έδειχνε να τον ενθουσιάζουν, του άρεσαν περισσότερο οι ιστορίες μου.
-Γιατί δεν γράφεις τις ιστορίες σου να γίνεις συγγραφέας; Φωτογράφος θα γίνεις;
Μια μέρα έγραψα μια ιστορία για αυτόν και την Άννα, μέσα είχε και το πρώτο μου ποίημα. Του την έδειξα, την διάβασε, τα μάτια του βούρκωσαν.
-Ποιητής να γίνεις, όχι φωτογράφος.
Εν τω μεταξύ οι μετοχές μου στο μικρόκοσμο του σχολείου είχαν ανέβει κατακόρυφα. Λόγω Στέλιου, σε όλα τα μαγαζιά της πόλης που σύχναζε ο μαθητόκοσμος με ήξεραν με το μικρό μου όνομα, με κερνούσαν, είχα γίνει ο μικρός του αδερφός, ο προστατευόμενος του.
Η φωτογραφία με είχε κάνει δημοφιλή στα κορίτσια, στις εκδρομές όλοι ήθελαν να είναι στη παρέα μου. Έγινα η συμπάθεια του φυσικού που ήταν και εκείνος ερασιτέχνης φωτογράφος.
Τα πράγματα πήγαιναν καλά.
Φωτογράφιζα, έγραφα, διάβαζα με μανιώδεις ρυθμούς. Ο Στέλιος πάντα βούρκωνε με τις ιστορίες μου, τα ποιήματα μου. Στην Άννα άρεσαν οι φωτογραφίες μου. Ο πατέρας του Στέλιου σαν πιο έμπειρος αναγνώστης με συμβούλευε, μου διόρθωνε τα πολλά ορθογραφικά λάθη, του την έσπαγε η δημοτική μου.

Η χρονιά πέρασε σαν όνειρο, εκείνο το καλοκαίρι ήταν το καλύτερο της ζωής μου.
Το συρτάρι μου γέμιζε με φωτογραφίες, ιστορίες και ποιήματα. Έπεισα το Στέλιο να γραφτεί στο νυχτερινό γυμνάσιο, του έλειπε μια χρονιά για να πάρει το απολυτήριο. Πολλές φορές βγαίναμε στον κάμπο, σε κάτι μεγάλες ευθείες με το στροφόμετρο στα κόκκινα. Εγώ όρθιος πίσω να φωνάζω καινούργια ποιήματα, άγρια ποιήματα, ή τράβαγα φωτογραφίες με B. Τις νύχτες με φεγγάρι ανεβαίναμε στη μοναδική ανηφόρα της πόλης και μετά την κατεβαίναμε με σβηστή μηχανή και φώτα. Ο Στέλιος εξακολουθούσε να μου τη λέει.
-Τι τη κουβαλάς αυτή τη φωτογραφική μηχανή παντού μαζί σου; Αφού είπαμε θα γίνεις συγγραφέας.
Μου έδινε και τη μηχανή να κάνω μόνος μου βόλτα. Ολομόναχος! Καμάρωνα.
Πέρναγα απ΄τη κεντρική πλατεία με 5 χιλιόμετρα και με ξερογκαζίες, όλοι με χαιρετούσαν.
-Γεια σου Τάκη!
Έφαγα και την πρώτη μου σούπα, σε μια στροφή ξέχασα να στρίψω και βρέθηκα σε ένα χωράφι, ευτυχώς τσαλακώθηκε μόνο ο εγωισμός μου.
Είχαμε πάει μια ημερήσια εκδρομή με το σχολείο, ο Στέλιος μου είχε υποσχεθεί ότι θα έρθουν με την Άννα να με βρούνε. Ήμουνα σκυμμένος μέσα σε ένα αυλάκι και φωτογράφιζα κάτι αγκάθια και ακούω από μακρυά τη μηχανή, σηκώνομαι, είμαι περίπου στο επίπεδο του δρόμου, σηκώνω τη μηχανή, τους περιμένω και όταν γεμίζουν το κάδρο μου, τραβάω.
Τα μαλλιά τους ανεμίζουν, τα μάτια τους λάμπουν, η Άννα είναι σφιγμένη πάνω του... η καλύτερη φωτογραφία μου. Είμαι ευτυχισμένος!

Μια μέρα είμαι στο σχολείο και χτυπάει η πόρτα της τάξης, κάποιος με ζήταγε.
Ένας φίλος του Στέλιου.
-Ο Στέλιος είναι στο νοσοκομείο, σε ζητάει
-Στο νοσοκομείο; χτύπησε; με τη μηχανή;
-Είχαν πάει με ένα αυτοκίνητο να δουν μια μηχανή που έμεινε, τον πήραν κάτι γνωστοί, είπε να μη πάει με τη μηχανή, έβρεχε. Τους χτύπησε ένα φορτηγό, δεν πιάσανε τα φρένα του, γλίστρησε. Τάκη είναι σοβαρά ο Στέλιος...
-Τι σοβαρά;
-Σοβαρά! και οι άλλοι δύο χτύπησαν άσχημα, αλλά ο Στέλιος είναι σοβαρά.
Στη πόρτα του νοσοκομείου το κατάλαβα, ο Στέλιος δεν ήταν πια εκεί!
Είδα κόσμο μαζεμένο, φώναζαν. Γύρισα να φύγω, έρχονταν η Άννα, την άρπαξα απ'το χέρι.
-Ο Στέλιος δεν είναι εδώ Άννα, πάμε να φύγουμε...
Μετά δεν θυμάμαι τίποτε...
Έτσι χάσαμε το Στέλιο, από ρήξη πνεύμονα. Ήταν 22 χρονών. Ο πατέρας του κράτησε τη μηχανή στην αυλή να σκουριάζει, την Άννα δεν τη ξαναείδα, μακάρι να βρήκε μια όμορφη μέση να δένει τα λεπτά δάχτυλά της.
Εγώ πήγα στο τάφο του και έκαψα όλα τα γραφτά μου. Έγινα φωτογράφος.

ΠΟΙΗΤΗΣ Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ - ΤΑΚΗΣ ΧΡΟΝΑΚΗΣ