ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΤΟ BOOKSINFO

Το πλήρωμα του χρόνου και ο Μήτσος

Ελένη Φουρνάρου

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

1.

Την πρώτη φορά που είδα τον Μήτσο κόντεψα να πάθω συγκοπή. Χόρευα, όπως θα θυμάστε, στους ρυθμούς του Dirty Dancing και καθώς ολοκλήρωσα μια πιρουέτα γύρισα προς το μεγάλο παράθυρο του σαλονιού κι αντίκρισα ένα αντρικό πρόσωπο με ξυρισμένο κεφάλι κολλημένο στο τζάμι.
Το σοκ με άφησε ακίνητη και άφωνη. Τότε ο Μήτσος χαμογέλασε. Κι αμέσως έκανε κάτι ακόμα πιο έξυπνο: μου έδειξε το κουτί του πληκτρολογίου που κρατούσε στα χέρια του με τη φίρμα της εταιρείας.
Όλα άστραψαν μες το μυαλό μου. Γαμώ το, το ’χα ξεχάσει. Περίμενα το καινούριο, προσωπικό μου computer!
Ο Κων/νος ένα πάθος είχε όλο κι όλο στη ζωή του: τους υπολογιστές. Παρακολουθούσε μανιωδώς όλες τις τελευταίες εξελίξεις στον τομέα της πληροφορικής, είχε καταλάβει ένα ολόκληρο ράφι της βιβλιοθήκης μου με βλαμμένα-εξειδικευμένα περιοδικά και τα μηχανήματα που είχε στο γραφείο του κόστιζαν εκατομμύρια.
Εγώ, απ’ την άλλη, δεν κατάφερνα να συμμεριστώ τον ενθουσιασμό του. Οι υπολογιστές, στον ελάχιστο βαθμό που τους κατανοούσα, μου ήταν αδιάφοροι.
Αφού, όμως, ο Σύζυγος επέμενε, δέχτηκα να μυηθώ στα μυστικά τους, με έμφαση στην ηλεκτρονική αλληλογραφία.
- Σκέψου, μπουκίτσα μου, με πόσους ανθρώπους θα μπορείς να επικοινωνείς μέσω Internet.
- Με πόσους, Κων/νε; εξέφραζα τις αμφιβολίες μου. Με τις ανίδεες φιλενάδες μου, τη μαμά μου ή τον Α-Β Βασιλόπουλο;
- Μάλιστα με τον Βασιλόπουλο, συνέχιζε την προσπάθεια ο καλός μου. Σκέψου το λίγο: τσεκάρεις τι σου λείπει, φτιάχνεις μια λίστα, την περνάς στο e-mail του super market και τα ψώνια έρχονται σπίτι σου.
Εγώ βαριέμαι να ψωνίζω από το σπίτι. Και πολύ αμφέβαλλα για το κατά πόσο ο κ. Βασιλόπουλος στέλνει ψώνια μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Αλλά σκέφτηκα πως έτσι κι αλλιώς δεν κάνω τίποτα όλη μέρα. Ας μάθαινα, λοιπόν, να σερφάρω στο Διαδίκτυο. Ή, στην τελική, ας γινόμουν πρωταθλήτρια στο Tetris.

2.

Αφού θυμήθηκα όλ’ αυτά και ξεπέρασα το αρχικό σοκ, έτρεξα ν’ ανοίξω την πόρτα της κουζίνας στον άνθρωπο.
Ο οποίος άνθρωπος μπήκε στο σπίτι κι άφησε το πληκτρολόγιο στο τραπέζι.
- Η κυρία Κων/νου Αποστολόπουλου; με ρώτησε βγάζοντας τα τιμολόγια απ’ την τσέπη του.
Ωραίος νέος, σκέφτηκε η μικρά. Πανύψηλος κι εντυπωσιακός. Γυμνασμένο κορμί με φαρδιές πλάτες. Κολύμβηση, μάντεψα. (Οικοδομή και Τάι Τσι, έμαθα αργότερα). Μελαχρινός, σκούρα μάτια, σαρκώδη χείλη. Λεπτά, μακριά δάχτυλα. Αξύριστο πρόσωπο, ξυρισμένο κεφάλι. Ωραίος νέος!
- Ναι, εγώ είμαι. Συγνώμη για την τρομάρα μου, απολογήθηκα, αλλά τόσα γίνονται κάθε μέρα.
- Ε, όχι και τόσα πολλά, μου απάντησε. Απλώς τα παραφουσκώνουν το Χόλυγουντ και τα ΜΜΕ.
Έλα Παναγία μου, ένας σκεπτόμενος κομπιουτεράς! Αποφάσισα να πω την τελευταία λέξη:
- Πάντως εγώ φυλάω τα ρούχα μου, για καλό και για κακό.
- Το καλό και το κακό είναι πολύ σχετικά, κυρία μου. Δείξτε μου τώρα που θα στήσουμε το μηχάνημα για να πάω στ’ αμάξι να φέρω και τα υπόλοιπα.

3.

Ο Μήτσος έστησε τον υπολογιστή στο γραφειάκι μου. Εντωμεταξύ είχαμε συστηθεί κι αποφασίσει να κόψουμε τον πληθυντικό αφού ήμασταν σχεδόν συνομήλικοι.
- Να σου κάνω έναν καφέ; τον ρώτησα αλλάζοντας τη μουσική υπόκρουση με το σάουντρακ του Blues Brothers.
- Έναν νες, πολύ γλυκό, με πολύ γάλα. Κι, αν θες, δυνάμωσε λίγο τη μουσική. Είναι απ’ τους πιο αγαπημένους μου δίσκους, μου απάντησε.
Έφτιαξα τον καφέ και τον έφερα στο γραφείο. Τον παρακολουθούσα ν’ ανοίγει κούτες και να στήνει υπερμοντέρνα μηχανήματα στο αρ-ντεκώ σεκρετέρ μου. Τα μάτια μου έπεσαν στον αυχένα του.
- Θα παρουσιαστείς; του είπα ξεκάρφωτα. Η μόδα των ξυρισμένων κεφαλιών δεν είχε επικρατήσει ακόμα.
- Τι θα παρουσιαστώ; γύρισε και με κοίταξε. Α, εννοείς τα μαλλιά; Χτες τα ξύρισα, τα είχα μακριά απ’ όταν απολύθηκα. Είδα μια ταινία, το Μίσος, - κατέβασε λίγο αμήχανα τα μάτια - κι επηρεάστηκα.
- Το Μίσος; (Δεν την είχα ξανακούσει). Ποιανού;
- Των περιθωριακών νέων, των άνεργων, των μεταναστών, μου απάντησε παθιασμένα. Ενάντια στο κοινωνικό σύστημα, στους αστούς, τους μπάτσους. Σ’ ό,τι δεν τους επιτρέπει να ζουν αξιοπρεπώς.
- Εννοώ ποιανού σκηνοθέτη, ψέλλισα.
- Α, αυτό. Του Ματιέ Κασσοβίτς.
Μάλιστα.

4.

Ο Μήτσος μου έκανε σαφές πως σκόπευε να φάει όλο του το πρωί σπίτι μου. Άπλωσε την κορμάρα του στην καρεκλίτσα μου, άναψε ένα τσιγάρο κι άρχισε να πατάει κουμπιά μετά μανίας. Κάποια στιγμή παρατήρησε πως είχα πάψει να τον κοιτώ αποβλακωμένη. Συγκεκριμένα ξέφτιζα το μανό απ’ τον αντίχειρά μου, δείχνοντας μ’ αυτή την εκδήλωση ανίας την εκτίμηση μου για το αντικείμενο εργασίας του.
- Πρέπει να φορτώσω τα Windows, με πληροφόρησε απολογητικά.
- Και δεν τα φορτώνεις; Εγώ πάω να φτιάξω μια μηλόπιτα, κι άλλαξα τη μουσική υπόκρουση σε Doors.

5.

Τελικά, φάγαμε τη μηλόπιτα και κατά τις δώδεκα ήπιαμε κι ένα ουζάκι. Ο Μήτσος δεν βιαζόταν να γυρίσει στο γραφείο, αφού το αφεντικό τού είχε διαθέσει απεριόριστο χρόνο προκειμένου να εξηγήσει στη Σύζυγο του φίλου του τα του καινούριου της gadget.
Διασκέδαζα πολύ να μιλάω μαζί του. Μου ‘χε λείψει η πνευματώδης συζήτηση μεταξύ καλλιεργημένων ανθρώπων. Με τους γονείς μου δεν βλεπόμουν συχνά, με τις φίλες μου συζητούσαμε γκομενικά και ρούχα. Όσο για τις αποστολοπουλέικες παρέες μας...άσε καλύτερα.
Έτσι του είπα τα πάντα για τη ζωή μου. Το χορό, τη χαμένη μου καριέρα, τη γνωριμία μου με τον Σύζυγο.
- Ερωτευτήκαμε αστραπιαία. Γνωριστήκαμε, τα φτιάξαμε και μέσα σ’ ένα χρόνο παντρευτήκαμε.
Του εκμυστηρεύτηκα ακόμα πόσο καμάρωνα που όλοι ζήλευαν το γάμο μου με τον Κων/νο.
- Ποτέ δεν μου χαλάει χατίρι. Ό,τι ζητήσω το έχω. Ρούχα, βιβλία, ταξίδια, ακόμα κι αυτοκίνητο μου πήρε -cabrio. Κι ούτε γκρινιάζει όταν βγαίνω. Πότε με την κουνιάδα μου, πότε με τις φίλες μου. Έχω δει όλα τα θέατρα φέτος. Ο Κων/νος δεν τα πολυγουστάρει, σπάνια έρχεται μαζί. Αλλά δεν γκρινιάζει κιόλας. Μέχρι και στα club πηγαίνω, με τον φίλο μου τον Ερνέστο!
- Μάλιστα, απαντούσε ο Μήτσος.
Η αλήθεια είναι πως ωραιοποιούσα λίγο τη ζωή μου. Ναι, ο Σύζυγος δεν μ’ έλεγχε, αλλά μου την έσπαγε χοντρά με την αδιαφορία του. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν μου είχε τυφλή εμπιστοσύνη ή αν βαριόταν τόσο να κουνηθεί που θ’ ανεχόταν ακόμα και να τον απατάω.
Κι επίσης, ο συνομιλητής μου δεν ήξερε τίποτα για τις ατέλειωτες ώρες που βολόδερνα στο άδειο σπίτι χαζεύοντας περιοδικά και αμερικάνικες σαπουνόπερες.
Η εξομολόγησή μου ήταν απόλυτα ελεγχόμενη. Η αστή, νεαρή κυρία, καλομαθημένη και τσαχπινούλα, που άνοιγε όμως, που και που, κανένα βιβλίο, έβλεπε και λίγο θέατρο. Όχι εντελώς ακούλτουρη, κι επαρκώς σοβαρή για να μην την παρεξηγήσουν.
Ναι, λες κι έτρωγε κουτόχορτο ο Μήτσος.

6.

Τελικά, το διαλύσαμε λίγο πριν τις τρεις, στην ώρα δηλαδή για να προλάβω να ετοιμάσω μια καρμπονάρα στον Σύζυγο.
- Σου χρωστάω ακόμα τον εκτυπωτή και το μόντεμ, με πληροφόρησε ο Μήτσος. Λέω να στα φέρω αύριο το μεσημεράκι και από βδομάδα κανονίζουμε να ‘ρθω άλλες δυο-τρεις φορές για να σου εξηγήσω πως μπορείς να χρησιμοποιήσεις εποικοδομητικά όλ’ αυτά τα μαραφέτια.
Συμφώνησα, τον ξεπροβόδισα και γύρισα στην κουζίνα μου να καρτερώ τον καλό μου.

7.

Ο Κων/νος μάλλον διέθετε μια έκτη αίσθηση.
- Θέλεις να πάμε να δούμε αυτήν την ταινία του Γούντυ Άλεν απόψε; μου πρότεινε μόλις σηκώθηκε απ’ τον απογευματινό του ύπνο.
- Αφού μας έχουν καλέσει οι γονείς σου, του υπενθύμισα με μισή καρδιά.
- Δεν πειράζει, επέμεινε ο αγαπημένος μου. Τους τηλεφωνούμε πως θα πάμε την Κυριακή, που θα είναι και η Άννα-Μαρία με τη Ρόζα.
Τι γλυκός που γινόταν ο Σύζυγος ώρες-ώρες! Εκεί που πίστευα πως θα ‘χει αποβλακωθεί πια μετά από αλλεπάλληλα βράδια καρφωμένος στον καναπέ με το βλέμμα εστιασμένο στην τεράστια οθόνη του home cinema, μου πρότεινε ξαφνικά κάτι τόσο όμορφο για μένα, που δεν ήξερα τι να κάνω παρά να τον γεμίσω φιλιά. Πότε κάποια ταινία, άλλοτε μια βόλτα απ’ το παλιό μου στέκι, το El amor brujo, μέχρι και μια διήμερη κοντινή εκδρομή.
Εκείνο το βράδυ με τον Γούντυ Άλεν, τέλειωνα το ντύσιμό μου βουρκωμένη καθώς πλημμύριζα από αγάπη γι’ αυτόν. Πόσο καλά με ξέρει, σκεφτόμουν, και προπαντός πόσο με αποδέχεται!
Ο κακομοίρης ο Κων/νος παντρεύτηκε ένα χαριτωμένο κορίτσι για να φροντίζει την οικογένεια που σκόπευε να δημιουργήσει και να τον κάνει περήφανο στο κοινωνικό του περιβάλλον.
Κι εγώ το μόνο που ήξερα ήταν να του δυσκολεύω τη ζωή. Όλο γκρίνια και ιδιοτροπία, νάζια και καμώματα, τα τερτίπια της χορεύτριας και η αλαζονεία της καλοαναθρεμμένης κόρης.
Αμφισβητούσα την προσωπικότητά του, κορόιδευα την έλλειψη κουλτούρας του, κριτίκαρα τους γονείς του, τους φίλους του, όλες τις επιλογές και τις συμπτώσεις της ζωής του.
Βέβαια, τις νύχτες τον αγκάλιαζα και τριβόμουν πάνω του σαν χαδιάρα γάτα, κι έλεγε τρισευτυχισμένος πως το σεξ μαζί μου ξεπερνά κάθε του προσδοκία.
Εγώ, όμως, πάντα αναρωτιόμουν αν μπορούν οι νύχτες ν’ αντισταθμίσουν τις μέρες. Κι έπειτα, τι προσδοκίες μπορούσε να έχει, πια, κάποιος σαν τον Κων/νο;

8.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα από τον ήχο της βροχής. Το φθινόπωρο είχε φτάσει στην πόλη μας. Ανατρίχιασα ευχάριστα και κόλλησα στην πλάτη του άντρα μου, τη στιγμή ακριβώς που χτυπούσε το ξυπνητήρι. Τότε θυμήθηκα πως τον αγαπούσα και σηκώθηκα κεφάτη να του ετοιμάσω πρωινό.
Από κει και πέρα τα πάντα άρχισαν να γίνονται σε γρήγορη κίνηση. Έφτιαξα pancakes, φλυάρησα στα μούτρα του έκπληκτου συζύγου μου για είκοσι λεπτά, τον ξεπροβόδισα, υποδέχτηκα την κ. Στέπα, την βοήθησα στις δουλειές, την έδιωξα άρον-άρον κι έτρεξα να ετοιμαστώ για τον ερχομό του Μήτσου.
Άλλαξα ρούχα τέσσερις φορές. Δεν ήθελα να με δει απεριποίητη όπως την προηγούμενη μέρα. Ούτε πολύ κυριλέ ώστε να ενισχυθεί η προφανής του άποψη περί μεγαλοκυρίας. Ούτε, όμως, και σέξι ώστε να νομίσει πως τον φλερτάρω.
Τελικά κατέληξα στην, αναμενόμενη για το γενικότερό μου look, λύση: τζιν παντελόνι και το αγαπημένο μου T-shirt, ένα πορτοκαλί μπατίκ που ‘χα πάρει από τη Μύκονο το προηγούμενο Πάσχα.
Πάνω στην ώρα ακούστηκε το κουδούνι. Ο Μήτσος αυτή τη φορά είχε προτιμήσει να μπει στο σπίτι ακολουθώντας την κλασσική οδό της κυρίας εισόδου.
Για να μην τα πολυλογώ, εκείνη τη μέρα έμαθα περιληπτικά το βιογραφικό του. Είχε γεννηθεί στην Αθήνα τρία χρόνια νωρίτερα από μένα, από μικροαστούς γονείς, κι είχε μια μεγαλύτερη αδελφή παντρεμένη στην Πάτρα. Τέλειωσε το Λύκειο με άριστες επιδόσεις και πέρασε στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, στο τμήμα της Φυσικής. Έκανε να τελειώσει έξι χρόνια - λόγω οικονομικών, συνδικαλιστικών και αισθηματικών συγκυριών (μα το Θεό, έτσι μου είπε). Γύρισε στην Αθήνα, πήγε φαντάρος κι εκείνο τον καιρό έκανε το μεταπτυχιακό του, ως υπότροφος, στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, ενώ ταυτόχρονα απασχολιόταν part time στην εταιρεία του φίλου του άντρα μου.
Επίσης, συμμετείχε στην συντακτική ομάδα ενός πολιτικού περιοδικού και ήταν μέλος μιας φωτογραφικής λέσχης, αφού η φωτογραφία, όπως μου εκμυστηρεύτηκε, αποτελούσε το μεγάλο του πάθος.
Τι λες, ρε παιδί μου! Όλα αυτά ο κύριος Μήτσος! Γι αυτό δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται -όπως συνήθως οι του κύκλου μου- απ’ τη ζωή και τα έργα της νεαρής αστής κυρίας κι ας είχα διατελέσει για ένα φεγγάρι κυριλέ καμπαρετζού.
Πού να τον γνώριζαν οι γονείς μου! Θα μ’ έβαζαν να χωρίσω τον Κων/νο και να πάρω αυτόν, ακόμα κι αν χρειαζόταν να με υποβάλλουν σε βασανιστήρια! Κι ας είχε τόσο λαϊκό όνομα, κι ακόμα λαϊκότερη καταγωγή.
Φυσικά όλα αυτά τα σκέφτηκα από μέσα μου. Απ’ έξω μου δεν έδειξα να μασάω ούτε τόσο δα. Εξάλλου, κι ο ίδιος μου τα ‘λεγε με ύφος «σιγά, μωρέ» και «δεν τρέχει τίποτα». Αρκέστηκα να του ευχηθώ «καλό πτυχίο» και γύρισα τη συζήτηση σε πιο ενδιαφέροντα θέματα:
- Είσαι παντρεμένος; του πέταξα γλυκά-γλυκά.
- Γιατί, σου φαίνομαι για παντρεμένος; μου αντιγύρισε.
- Δεν κατάλαβα, παρεξηγήθηκα εγώ. Τι έχουν δηλαδή οι παντρεμένοι; Το σημάδι του Αντίχριστου στο μέτωπο;
- Ε, όσο να ‘ναι τους καταλαβαίνεις. Έχουν άλλο ύφος, άλλο ήθος, άλλη φάτσα, ρε παιδί μου, γενικά. Για σκέψου τον εαυτό σου. Δεν νιώθεις να ‘χει αλλάξει κάτι πάνω σου από τότε που παντρεύτηκες;
Δεν είμαστε στα καλά μας, μεσημεριάτικα και Παρασκευιάτικα! Σιγά μη μπω εκουσίως σε διαδικασία ψυχανάλυσης.
Αρκέστηκα για άλλη μια φορά να χαμογελάσω ευγενικά -αν και κάπως διφορούμενα- και πήγα να κατουρήσω.
Την ώρα που έφευγε μου ζήτησε να υπογράψω το δελτίο παραλαβής του υπολογιστή. Υπέγραψα με το πατρικό μου. Εκείνη την ώρα θεωρούσα πως έκανα μια δήλωση ανεξαρτησίας από τον Κων/νο Αποστολόπουλο. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, πιστεύω πως του μόστραρα το διάσημο επώνυμό μου για να του δείξω πως, τελικά, δεν ήμουν αυτό που νόμιζε. Πως ανήκα, κατά κάποιο τρόπο, στον κύκλο των διανοούμενων έστω και δικαιωματικά, λόγω καταγωγής.
- Τάδε; με ρώτησε. Καμία σχέση με τον καθηγητή του Παντείου;
- Είναι πατέρας μου, τον αποστόμωσα θριαμβευτικά.
- Κι έγινες νυν Σύζυγος και πρώην χορεύτρια; Πάλι καλά, είπε για άλλη μια φορά την τελευταία λέξη ο ωραίος και έξυπνος Μήτσος.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΗΤΣΟΣ