Κωστής Παλαμάς

Εισαγωγή | Τα πρώτα χρόνια | Στην Αθήνα | Η Ποίηση

Στην Αθήνα ο κατοπινός εθνικός μας ποιητής εργάστηκε ως συντάκτης στο "Ραμπαγά", το "Μη χάνεσαι", την "Ακρόπολη", την "Εφημερίδα" του Κορομηλά και το περιοδικό "Εστία".


Το 1879 διορίζεται γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αργότερα γίνεται Γενικός. Στη θέση αυτή παρέμεινε επί 49 χρόνια, μέχρι το 1928, που συνταξιοδοτήθηκε για να επιδοθεί έκτοτε στην συγγραφή κυρίως στους τομείς της ποίησης και της κριτικής.
Το 1886 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή "Τραγούδια της Πατρίδας μου" και παντρεύεται την παιδική του φίλη Μαρία Βάλβη, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τη Ναυσικά, τον Λέανδρο και τον Αλκη, που πέθανε στην τρυφερή ηλικία των πέντε ετών. Η τραγική απώλεια αποτυπώνεται στην αριστουργηματική ελεγεία του Ποιητή "Ο Τάφος".

Ο Τάφος
Στο ταξίδι, που σε πάει
ο Μαύρος Καβαλάρης,
πρόσεξε από το χέρι του,
τίποτα να μην πάρεις (...)
(...)Ω ακριβές, τρισεύγενες,
καλές μου, και όλες, και όλοι,
που το κρεβατάκι του
κάματε περιβόλι!
Ω ακριβοί, τρισεύγενοι,
καλοί μου, και όλοι και όλες,
φέρτε τις μοσκόβολες
και πλουμισμένες βιόλες!
Στα βασανισμένα του
σωμένα ποδαράκια
στρώστε τα μεθυστικά
λευκόχρυσα ζαμπάκια?
γύρω στου προσώπου του
σβησμένη πια την πούλια
βάλτε δακρυοστάλαχτα
τα θλιβερά ζουμπούλια
δώστε του νιοθέριστους
απ'τους χλομούς μπαξέδες
της δροσιάς τα πάναγνα
παιδιά, τους μενεξέδες
και σταυρώστε του
μ' αυτούς τα παιδικά χεράκια
να 'τε κι άνθη σαν καρδιές,
κι άνθη σαν αστράκια,
κι άνθη σαν τα νέφαλα,
και σαν τα πεταλούδια,
σαν τα μάτια του,
και σαν το στόμα του λουλούδια!
Να κι εσείς που δίνετε
στους μαύρους τους χειμώνες
ρόδισμ' ανοιξιάτικο,
των κάμπων ανεμώνες!
Κι ύστερα, ω αμύριστες
κι αρχοντικές και ξένες,
μεγαλόπρεπες εσείς
καμέλιες παγωμένες,
απ' τα χέρια σα βαλτές
του ίδιου του Θανάτου
κορφοστεφανώστε τη
τη μυστικιά ομορφιά του (...)

Ο Ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή στις 27 Φεβρουαρίου 1943, σε ηλικία 85 ετών, μέσα στην μαυρίλα της γερμανικής κατοχής. Ο θάνατος του ενέπνευσε τους εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίους, που βγήκαν στους δρόμους, προκειμένου να τον αποχαιρετήσουν και να κραυγάσουν την τρανή τους επιθυμία για Ελευθερία.
Ο Παλαμάς, ως ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της "γενιάς του 1880", καταφέρνει την ανανέωση της Ελληνικής Λογοτεχνίας προσφέροντας κάτι καινούριο, ένα νέο κύμα, στο μεταίχμιο της ρομαντικής περιόδου, την "παλαμική" γενιά, που ακολουθεί.
Ο Παλαμάς θεωρεί ότι ο ελληνικός ρομαντισμός αρχίζει με τον "Οδοιπόρο" του Παναγιώτη Σούτσου και τελειώνει με το ποίημα "Προς τον Βύρωνα", που απήγγειλε το 1880 στο Μεσολόγγι ο Αχιλλέας Παράσχος, δηλαδή από το 1830 ως το 1880.
Με στίχους σατιρικούς και με θέματα από την καθημερινή ζωή, θεληματικά έξω από τα έως τότε καθορισμένα ποιητικά θέματα, χτυπούν το ρομαντισμό και την καθαρεύουσα των παλαιότερων και ζητούν να διαλύσουν τον "περισσόλογο δακρυοπλημμυρισμένων ιδανισμό". Ωριμασμένη στις ανησυχίες και τις ταλαντεύσεις της προηγούμενης δεκαετίας, η νέα γενιά εισάγει κάτι θετικό και καινούριο.

Παρά το ότι θα ασχοληθεί με τη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία, το πρώτο του έργο, που θα δημοσιευτεί το 1876 με τίτλο "Ερώτων Έπη" θα γραφτεί σε υπερκαθαρεύουσα.
Το 1886 θα κυκλοφορήσει η πρώτη του συλλογή στη δημοτική "Τραγούδια της Πατρίδας μου" και το 1889 δημοσιεύεται ένα από τα καλύτερα έργα του, ο "Ύμνος της Αθηνάς", ο οποίος θα βραβευτεί στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Αυτό είναι και το πρώτο του βραβείο. Εισηγητής του διαγωνισμού αυτού ήταν ο Νικόλαος Πολίτης.

Ύμνος εις την Αθηνά
Χαρά σ' εσέ, χώρα λευκή και χώρα ευτυχισμένη!
Καμιά χώρα σ' όλη τη γη, καμιά στην οικουμένη
δεν ηύρε τέτοιο φυλαχτό σαν το δικό μου μάτι.
Απ' άλλες χώρες πέρασα γοργά - γοργά τρεχάτη
και μ' είδαν της Ελλάδας μου τ' αγαπημένα μέρη
σαν άνεμο και σαν αϊτό και σύννεφο κι αστέρι.
Όμως σ' εσέ το θρόνο μου αιώνια θεμελιώνω
και ρίζωσ' η αγάπη μου στα χώματά σου μόνο.

Το 1892 δημοσιεύει τη συλλογή "Τα μάτια της ψυχής μου", η οποία βραβεύεται και αυτή, το 1890. Το 1897 γίνεται γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δουλειά για την οποία αμειβόταν αρκετά καλά, και έτσι απέκτησε την οικονομική άνεση για να συνεχίσει το έργο του.Ένα χρόνο αργότερα, το 1898, δημοσιεύει δύο ποιητικές συλλογές, το "Αστυ" και τον "Τάφο".
Ακολουθεί μια περίοδος έμπνευσης και ο Παλαμάς γράφει το 1900 τους "Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης", το 1904 την "Ασάλευτη Ζωή", το 1907 τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου", το 1910 την "Φλογέρα του Βασιλιά" και το 1919 "Τα Δεκατετράστιχα", τα οποία δημοσιεύονται και στην Αλεξάνδρεια. Το 1925 του απονέμεται το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και με την ίδρυση της Ακαδημίας των Αθηνών γίνεται και ένα από τα βασικά στελέχη της. Το 1928 δημοσιεύει τους "Δειλούς και σκληρούς στίχους" και το 1930 ή, κατά άλλους, το 1931 γίνεται πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.

Στα πεζά του ξεχωρίζουν οι κριτικές μελέτες για το έργο του Κρυστάλλη, του Βαλαωρίτη και του Σολωμού. Έχει γράψει επίσης το έργο "Οι Πεζοί δρόμοι", (τρεις τόμοι), το διήγημα "Ο Θάνατος του Παλικαριού", το θεατρικό έργο "Τρισεύγενη" καθώς και πολλές μεταφράσεις έργων ξένων διανοητών.
Ανάμεσα στα έργα του ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει ο "Ολυμπιακός Ύμνος", που αποτελεί τον επίσημο ύμνο, μελοποιημένο από τον Σαμαρά, των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.

Αρχαίον Πνεύμα Αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ' αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψ' εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού.
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι
στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή,
και με τ' αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.
Κάμποι, βουνά, και πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,
και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίον Πνεύμα Αθάνατο, κάθε λαός.

Εξοργισμένος προφανώς από την δεσπόζουσα ατμόσφαιρα κατά την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1896 έγραφε το 1907:
" Όμως ότι δεν μ' ευχαρίστησε πολύ από την ωραία τούτη και σημαντικότατη πράξη είναι οι λυρικοί χαιρετισμοί οι σκορπισμένοι προς την Αθήνα και προς την Ελληνική Γη που πανηγυρίζουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896. Δε μπορώ να ξεχάσω την ακράταγη αισιοδοξία, που μας είχε παλαβώσει όλους μας, που είχαμε πιστέψει πως την αναστήσαμε εμείς την αρχαία ομορφιά και πως η Ευρώπη δε θα έκανε πια τίποτα άλλο, παρά να χάσκει μπροστά μας και να μας προσκυνά. Αφέλειες ανίδεων λαών και ξεπεσμένων".

Εισαγωγή | Τα πρώτα χρόνια | Στην Αθήνα | Η Ποίηση

ΕΠΑΝΩ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

Κωστής Παλαμάς